ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας στους οποίους κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
public Ναθαναήλ, Στέλιος Σταύρου Δ. Λαδά (κα), για τους Αιτητές. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2019-02-06 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΗΣ ΧΑΤΖΗΙΩΣΗΦ, ΖΑΠΙΤΗΣ amp;amp; ΑΣΠΡΙΔΗΣ ΛΙΜΙΤΕΔ, Πολιτική Αίτηση Αρ. 15/2019, 6/2/2019 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2019:D35

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτική Αίτηση Αρ. 15/2019)

 

6 Φεβρουαρίου 2019

 

[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΚΑΙ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ

(ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΕΚΔΟΣΗΣ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ) ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ ΤΟΥ 2018

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΗΣ ΧΑΤΖΗΙΩΣΗΦ, ΖΑΠΙΤΗΣ & ΑΣΠΡΙΔΗΣ ΛΙΜΙΤΕΔ ΓΙΑ ΑΔΕΙΑ ΓΙΑ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ CERTIORARI

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΔΙΑΤΑΓΜΑ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 12/12/2018 ΠΟΥ ΕΚΔΟΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΑΜΜΟΧΩΣΤΟΥ ΣΤΗ ΓΕΝΙΚΗ ΑΙΤΗΣΗ ΜΕ ΑΡ. 58/2018

 

------------------------------------------

 

Δ. Λαδά (κα), για τους Αιτητές.

 

--------------------------------------------

 

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

        ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.:  Η επιδιωκόμενη άδεια με στόχο να καταχωρηθεί διά κλήσεως αίτηση για τη χορήγηση προνομιακού εντάλματος βασίζεται στη θέση ότι το κατώτερο Δικαστήριο χωρίς δικαιοδοσία ή καθ΄ υπέρβαση αυτής, προχώρησε σε κατ΄ ευθείαν ακρόαση Γενικής Αιτήσεως που είχε ενώπιον του με γραπτές αγορεύσεις χωρίς να δοθεί η δυνατότητα στους αιτητές να προσκομίσουν προφορική ή έγγραφη μαρτυρία και περαιτέρω ότι λανθασμένα και χωρίς να υπήρξε αίτημα, προχώρησε αυτεπάγγελτα σε έκδοση απόφασης.  Η ανυπαρξία ιδιαιτέρων δικονομικών θεσμών για το ζήτημα, έπρεπε, κατά την εισήγηση, να οδηγήσει το Δικαστήριο στο χειρισμό της αιτήσεως ως να ήταν αγωγή και, επομένως, η μη καταχώρηση υπεράσπισης ή ένστασης, δεν θα παρείχε στο Δικαστήριο τη δυνατότητα αυτεπαγγέλτως να εκδώσει, χωρίς άλλο, απόφαση. 

 

        Σύμφωνα με το πρακτικό του Δικαστηρίου που επισυνάφθηκε στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την αίτηση, είχε καταχωρηθεί η Γενική Αίτηση υπ΄ αρ. 58/2018 σε σχέση με τον περί Πωλήσεως Ακινήτων (Ειδική Εκτέλεση) Νόμο του 2011, στη βάση του οποίου, κατά το άρθρο 12, ζητείτο προφανώς η κατάθεση, μετά την πάροδο της προβλεπομένης χρονικής περιόδου, αντιγράφου πωλητηρίου εγγράφου ημερ. 11.11.1971 και του εκχωρητηρίου εγγράφου ημερ. 9.7.2018, στο Επαρχιακό Κτηματολόγιο Αμμοχώστου αναφορικά με τεμάχιο στο Δήμο Δερύνειας Αμμοχώστου.  Το τηρηθέν πρακτικό ημερ. 12.12.2018, περιλαμβάνει την ενέργεια του Δικαστηρίου για την οποία παραπονούνται οι αιτητές.  Όπως είναι καταγραμμένο, στις        8.45 π.μ. είχαν εμφανισθεί δικηγόροι εκ μέρους του αιτητή στην εν λόγω Γενική Αίτηση καθώς και δικηγόρος εκ μέρους του Κτηματολογίου, καθ΄ ου η αίτηση 2 στη Γενική Αίτηση.  Εκ μέρους του Κτηματολογίου δηλώθηκε ότι δεν θα καταχωρείτο ένσταση, αλλά αναμενόταν συνάδελφος εκ μέρους του καθ΄ ου η αίτηση 1 - παρόντων αιτητών.  Η διαδικασία διεκόπη για να επαναρχίσει στις       9.45 π.μ., όταν προστέθηκε στις εμφανίσεις και δικηγόρος εκ μέρους των παρόντων αιτητών.  Το Κτηματολόγιο επανέλαβε τη θέση του ότι δεν θα υπήρχε ένσταση στο αίτημα, αλλά ο συνήγορος εκ μέρους των παρόντων αιτητών ζήτησε αναβολή της ακρόασης για το λόγο ότι η συνάδελφος του που χειριζόταν την υπόθεση ήταν απασχολημένη με άλλη ακρόαση αγωγής στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας.  Προστέθηκε από τον συνήγορο ότι παρά το γεγονός ότι είχαν προηγουμένως δοθεί οδηγίες όπως  η ένσταση καταχωρείτο μέχρι 5.12.2018, αυτό δεν κατέστη δυνατό γιατί ο διευθυντής των αιτητών βρισκόταν εκτός Λευκωσίας.  Ζητήθηκε, επομένως, αναβολή και όπως δοθεί νέα ημερομηνία ακροάσεως μετά τις 24.1.2019.  Το Δικαστήριο προέβη στον εξής χειρισμό:

 

«Δικαστήριο:  Το αίτημα απορρίπτεται.  Μέσα από όσα γενικά και αόριστα έχουν αναφερθεί, δεν βλέπω κανένα βάσιμο λόγο να αναβάλω την ακρόαση της αίτησης.  Ούτε έχω ικανοποιηθεί γιατί δεν καταχωρήθηκε ένσταση μέσα στην προθεσμία που έχει θέσει το Δικαστήριο.

 

Δικαστήριο (προς τους συνηγόρους):  Λοιπόν, έχει κανένας να αναφέρει κάτι άλλο;

 

Κα Κουμή:  Όχι.

 

Δικαστήριο (προς κ. Λαζάρου):  Έχετε να πείτε κάτι άλλο κύριε;

 

κ. Λαζάρου:   Εντιμότατε, αυτές ήταν οι οδηγίες που έχω αυτό αναφέρω.

 

Δικαστήριο:  Έχοντας μελετήσει πολύ προσεκτικά την αίτηση, σε συνάρτηση με τη σχετική νομοθεσία (βλ. Ν. 81(Ι)/2011 και ειδικότερα το άρθρο 12), ικανοποιούμαι ότι μέσα από τα στοιχεία που τίθενται ενώπιον μου το αίτημα θα πρέπει να εγκριθεί.  Κρίνω ότι, υπό τις περιστάσεις, τούτο είναι δίκαιο και εύλογο.  Συνεπώς, η αίτηση εγκρίνεται.

 

Εκδίδεται διάταγμα ως το Α της Αίτησης.

 

Υπό τις περιστάσεις, θεωρώ ότι η ορθότερη διαταγή είναι η κάθε πλευρά να επιβαρυνθεί με τα δικά της έξοδα, έχοντας λάβει  υπόψη μου βέβαια και τον χρόνο που έρχεται ο Αιτητής στο Δικαστήριο, στην ουσία αρκετά καθυστερημένα, για τους λόγους βέβαια που ο ίδιος εξηγεί στην ένορκη του δήλωση.»

 

        Η ευπαίδευτη συνήγορος εκ μέρους των παρόντων αιτητών, πέραν των όσων έχουν ήδη καταγραφεί στην αρχή της παρούσας απόφασης, εισηγήθηκε περαιτέρω ότι η αίτηση ενώπιον του κατωτέρου Δικαστηρίου ήταν πρωτογενής και όχι ενδιάμεση και άρα το Δικαστήριο δεν μπορούσε να την εκδικάσει στη βάση των ενόρκων δηλώσεων και μόνο και έπρεπε να ορίσει την αίτηση εκ νέου για οδηγίες, να καταχωρηθεί στο μεταξύ η ένσταση και αναλόγως να προγραμματίσει την ακρόαση λαμβάνοντας υπόψη εάν οποιαδήποτε πλευρά ήθελε στο μεταξύ να προσαγάγει μαρτυρία. Η ενέργεια του Δικαστηρίου αυτεπαγγέλτως και χωρίς αίτημα και παρά το ότι γνώριζε ότι υπήρχε ένσταση, να εκδώσει απόφαση χωρίς να του δίνεται τέτοια εξουσία από τους Θεσμούς ή από τη συμφυή εξουσία του, σκοπό είχε να «τιμωρήσει» τους αιτητές, μη αποδεχόμενο τους λόγους για τους οποίους δεν είχαν κατορθώσει να καταχωρήσουν εγκαίρως ένσταση.  Ούτε και υπάρχει πουθενά στους Θεσμούς πρόνοια για καταχώρηση γραπτών αγορεύσεων και το μόνο που μπορούσε και θα έπρεπε να έπραττε το Δικαστήριο θα ήταν να καταδίκαζε τους αιτητές στα έξοδα για τη συγκεκριμένη δικάσιμο.  Η συνήγορος προσέθεσε ότι με την ενέργεια του πρωτοδίκου Δικαστηρίου επηρεάστηκαν άμεσα δικαιώματα τρίτων και συγκεκριμένα της Π.Ε.Ο., η οποία, ως ενυπόθηκος δανειστής του ακινήτου, δεν συμπεριελήφθηκε στη Γενική Αίτηση ως διάδικος, ούτε και έλαβε γνώση της διαδικασίας.  Αν το Δικαστήριο ακολουθούσε ορθόδοξη διαδικασία, οι παρόντες αιτητές θα είχαν την ευκαιρία να αναφέρουν ότι υπήρχε  υποθήκη επί του επιδίκου ακινήτου και θα ζητούσαν όπως επιδοθεί η Γενική Αίτηση και στην Π.Ε.Ο., θέτοντας και την ευρύτερη θέση τους ότι η νομοθεσία επί της οποίας βασιζόταν η Γενική Αίτηση είναι αντισυνταγματική. 

 

        Εξετάζοντας την αίτηση υπό το φως των εισηγήσεων της συνηγόρου, θα πρέπει πρωτίστως να λεχθεί ότι η αιτούμενη άδεια δεν είναι δυνατόν να δοθεί, διότι στην παράγραφο 28 της ένορκης δήλωσης του Ν.Χ., διευθυντή των αιτητών, που καταχωρήθηκε προς  υποστήριξη της  υπό κρίση αιτήσεως, ρητά αναφέρεται ότι προς προστασία των δικαιωμάτων τους καταχωρήθηκε και έφεση εναντίον της απόφασης του κατωτέρου Δικαστηρίου.  Κατά τη συμβουλή όμως των συνηγόρων τους, η έφεση δεν επηρεάζει τα δικαιώματα τους για χορήγηση και προνομιακής θεραπείας διότι είναι διαφορετικά τα θέματα που θα εξεταστούν στην έφεση όπου, μεταξύ άλλων, θα κριθεί η ορθότητα ή το λανθασμένο της άσκησης της διακριτικής εξουσίας του πρωτόδικου Δικαστηρίου.

 

 Είναι όμως παγίως νομολογημένο ότι το ορθόδοξο μέσο αμφισβήτησης απόφασης κατωτέρου Δικαστηρίου είναι η έφεση και όχι το οποιοδήποτε προνομιακό ένταλμα.  Δεν μπορούν να διαχωρίζονται πλασματικά οι θεραπείες, όπως επιχειρούν στην ουσία εδώ οι αιτητές, διότι ένα προνομιακό ένταλμα χορηγείται μόνο στην περίπτωση όπου το κατώτερο Δικαστήριο ενήργησε με έλλειψη αρμοδιότητας ή καθ΄ υπέρβαση δικαιοδοσίας, ή, κατά έκδηλη πλάνη περί το Νόμο, ή, με προκατάληψη ή συμφέρον ή ως αποτέλεσμα ψευδορκίας, ή, παραβίαση φυσικής δικαιοσύνης, (δέστε Global Consolidator Public Ltd (2006) 1 Α.Α.Δ. 464, Hellenger Trading Ltd (2001) 1 Α.Α.Δ. 1965, κ.ά.).  Τίποτε από όλα αυτά δεν συντρέχουν στην παρούσα περίπτωση δεδομένου ότι το Δικαστήριο εντός της δικαιοδοσίας του ενήργησε, ενώ ο χειρισμός  της διαδικασίας δεν εμπίπτει στην εμβέλεια των προνομιακών ενταλμάτων.  Ο τρόπος με τον οποίο ένα κατώτερο Δικαστήριο καθορίζει την πορεία μιας εκκρεμοδικούσας υπόθεσης, ή, η αντίληψη του περί το Νόμο, δεν εμπίπτουν στην προνομιακή δικαιοδοσία, (Πέτρου Αρτέμη: Προνομιακά Εντάλματα σελ. 127-128, Τ.Μ. Οικονόμου και Υιός Λτδ (2011) 1 Α.Α.Δ. 140, κ.ά.).

 

        Οι αιτητές, όπως είναι φανερό από το τηρηθέν πρακτικό το οποίο οι ίδιοι επισύναψαν στην παρούσα αίτηση, όφειλαν να είχαν καταχωρήσει προηγουμένως ένσταση επί της Γενικής Αιτήσεως και δεν μπορούν εκ των υστέρων να μέμφονται το Δικαστήριο εάν αυτό, ενεργώντας με αυστηρότητα, δεν τους χορήγησε περαιτέρω χρόνο για την καταχώρηση της ενστάσεως τους μη αποδεχόμενο την αιτιολογία για τη μη καταχώρηση της στο χρόνο που είχε αρχικά διαταχθεί.  Οι αιτητές φαίνεται  επίσης να συγχύζουν τα πράγματα διότι ενώ η αίτηση που απασχόλησε το Δικαστήριο ήταν Γενική Αίτηση στη βάση του σχετικού Νόμου υπ΄ αρ. 81(Ι)/2011, στην παρούσα Αίτηση ομιλούν για πρωτογενή αίτηση, («Originating Summons»), έννοια διαφορετική που παραπέμπει στη Δ.55 των περί Πολιτικής Δικονομίας Θεσμών όπου προνοείται μια συγκεκριμένη διαδικασία.  Το Δικαστήριο μπορούσε να χειριστεί την ενώπιον του Γενική Αίτηση κατά τον τρόπο που θεώρησε ορθό προς επιτάχυνση και τελεσφόρηση της διαδικασίας το συντομότερο δυνατό.  Οι αιτητές, διά του συνηγόρου που είχε εμφανισθεί, μπορούσαν από την πρώτη ημέρα να έθεταν το ζήτημα της υποθήκης  υπέρ τρίτου προσώπου και μπορούσαν να ανέφεραν ο,τιδήποτε θεωρούσαν οι ίδιοι σχετικό με τη Γενική Αίτηση.  Δεν το έπραξαν και το μόνο που προφανώς ζήτησαν ήταν να έχουν χρόνο για την καταχώρηση της ένστασης την οποία, όμως, δεν καταχώρησαν εγκαίρως.  Δεν είναι λοιπόν νοητό εκ των υστέρων να παραπονούνται για τη διαδικασία ή για τον ορισμό της Γενικής Αιτήσεως για ακρόαση με γραπτές στο μεταξύ αγορεύσεις, διαδικασία για την οποία δεν ήγειραν οποιαδήποτε ένσταση.

 

        Σύμφωνα με τον περί Πωλήσεως Ακινήτων (Ειδική Εκτέλεση) Νόμο αρ. 81(Ι)/2011, που αντικατέστησε τον περί Πωλήσεως Γης (Ειδική Εκτέλεση) Νόμο, Κεφ. 232, ως τροποποιήθηκε, το Δικαστήριο έχει εξουσία μετά «από σχετική αίτηση», να επιτρέψει την κατάθεση σύμβασης, ή, την έγερση αγωγής για ειδική εκτέλεση, έστω και αν έχει παρέλθει η προβλεπόμενη από το Νόμο προθεσμία ή η προθεσμία κατάθεσης τους σύμφωνα με τον καταργηθέντα Νόμο, Κεφ. 232, «όταν κρίνει τούτο δίκαιο και εύλογο για την προστασία του αγοραστή».

 

        Δεν αναφέρεται τίποτε άλλο σχετικό στο Νόμο, ούτε υπάρχει παραπομπή σε ορισμένους διαδικαστικούς κανονισμούς.  Το μόνο που προνοείται είναι η καταχώρηση σχετικής αιτήσεως, και είναι πρόδηλο ότι η «αίτηση» νοείται να είναι η συνήθης αίτηση δυνάμει των περί Πολιτικής Δικονομίας Θεσμών κάτω από τη Δ.48 και όχι πρωτογενής αίτηση («originating summons»), όπως αυτή προσδιορίζεται βασικά με τη Δ.55 των ιδίων Θεσμών.  Η τελευταία έχει αναφορά και συναρτάται προς τα όσα εκεί προνοούνται ως προσδιοριστικά της εμβέλειας της, ήτοι την έκδοση δηλωτικής απόφασης («declaration on Originating Summons»), ζητήματα που προκύπτουν από την ερμηνεία εγγράφων, διαθήκης ή άλλου γραπτού συμβολαίου.  Η Δ.55 προσφέρεται, όπως είναι νομολογημένο, όταν ανακύπτει νομικό ζήτημα ερμηνείας βάσει ενόρκων δηλώσεων επί μαρτυρίας ως το Δικαστήριο ήθελε αποφασίσει, (Mikis + Markos Sideris Holdings Ltd ν. Χρίστου Τριανταφυλλίδη Διαχειριστή της περιουσίας της αποβιωσάσης Φάνης Σιδέρη κ.ά., Πολ. Έφ. αρ. 21/2013, ημερ. 23.1.2019), ECLI:CY:AD:2019:A14.  Δεν υπάρχει απολύτως τίποτε στα παρόντα δεδομένα που να παραπέμπει στη θέση ότι η «αίτηση» που αναφέρεται στο άρθρο 12 του Νόμου, σημαίνει πρωτογενή αίτηση δυνάμει της Δ.55.

 Η έννοια της πρωτογενούς αιτήσεως, αναφερόμενης και ως «εναρκτήρια κλήση», απαντάται στη Δ.1 θ.2 όπου καθορίζεται να σημαίνει οποιαδήποτε κλήση άλλη από κλήση σε εκκρεμούσα αιτία ή ζήτημα.  Προνοείται δε και στη Δ.17 θ.12, ότι ένας καθ΄ ου η αίτηση σε πρωτογενή ή εναρκτήρια κλήση οφείλει να εμφανιστεί, εάν δε παραλείψει να το πράξει εντός της προθεσμίας τότε ο αιτητής δύναται να ζητήσει από το Δικαστήριο να οριστεί ημερομηνία ακρόασης και το Δικαστήριο ορίζει τέτοια ημερομηνία υπό συνθήκες και όρους που θεωρεί πρέπον.  Εδώ, δεν υπήρξε παράλειψη εμφάνισης, αλλά αντίθετα υπήρξε εμφάνιση και δήλωση περί προθέσεως ενστάσεως, το δε Δικαστήριο την είχε ορίσει για ακρόαση.

 

        Επομένως, τα προνοούμενα στη Δ.48, ισχύουν για την αίτηση δυνάμει του άρθρου 12.  Οι αιτητές δεν κατέθεσαν με την αίτηση τους την ίδια τη Γενική Αίτηση αρ. 58/2012, ώστε να φαινόταν επακριβώς (παρόλο που δεν χρειάζεται στη βάση του περί Ανωτάτου Δικαστηρίου (Δικαιοδοσίας Έκδοσης Ενταλμάτων Προνομιακής Φύσεως) Διαδικαστικού Κανονισμού του 2018), η νομική βάση που χρησιμοποίησαν οι εκεί αιτητές από πλευράς διαδικαστικών κανονισμών.  Όμως, η Δ.48 προνοεί για τον ορισμό της αίτησης για ακρόαση με την επίδοση αυτής τουλάχιστον τέσσερεις ημέρες προηγουμένως (θ.3), και προνοείται όπως ο προτιθέμενος να ενστεί καταχωρήσει την ένσταση του δύο ημέρες προηγουμένως.  Αυτή η γρήγορη διαδικασία που βεβαίως βοηθούσε στη διεκπεραίωση των αιτήσεων τάχιστα, έχει ατονήσει αφού συνηθίζεται στην πρώτη εμφάνιση να δηλώνεται η πρόθεση για καταχώρηση ένστασης και να ακολουθούν οδηγίες για τα περαιτέρω, περιλαμβανομένου και του καθορισμού ημερομηνίας για ακρόαση.  Αλλά όπως ήδη λέχθηκε και από τα όσα τέθηκαν στην υπό κρίση αίτηση, φανερώνεται ότι η πιο πάνω διαδικασία είχε τηρηθεί εφόσον προδήλως είχαν δοθεί από πριν οδηγίες για την καταχώρηση ένστασης και είχε οριστεί η αίτηση για ακρόαση, πλην όμως οι οδηγίες δεν τηρήθηκαν.  Το Δικαστήριο οφείλει να διαχειρίζεται τις ενώπιον του υποθέσεις σύμφωνα με τις οδηγίες που έδωσε και το πρόγραμμα εργασίας που τηρεί.  Η διαχείριση δεν εναπόκειται στους διαδίκους και αναβολές ζητούνται και παραχωρούνται για καλό λόγο και μόνο.  Σαφώς μπορούσε να προχωρούσε στην εξέταση της αίτησης και στην έκδοση απόφασης αφού η αίτηση ήταν ορισμένη για ακρόαση και δεν χρειαζόταν ιδιαίτερο άλλο αίτημα από τον αιτητή, ο οποίος αν δεν επιθυμούσε να προχωρήσει η διαδικασία θα το καθιστούσε γνωστό στο Δικαστήριο.

 

        Έπεται ότι δεν έχει καταδειχθεί έστω και σ΄ αυτό το στάδιο υπέρβαση, πόσο μάλλον έλλειψη δικαιοδοσίας, ώστε να είναι δικαιωματική η λήψη της άδειας, ως διατείνονται οι αιτητές.  Πρόσθετα, δεν έχουν καταδειχθεί  εξαιρετικές περιστάσεις εφόσον δεν παραβιάστηκαν οποιαδήποτε δικαιώματα αφού οι αιτητές ενεπλάκησαν στη Γενική Αίτήση, τους δόθηκε κάθε ευκαιρία να ακουστούν και να τοποθετηθούν με ένσταση, πλην όμως δεν το έπραξαν.

 

        Η αίτηση απορρίπτεται.

 

                                                Στ. Ναθαναήλ,

                                                           Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο