ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2019:A60
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Αρ. Αγωγής: 1/2018
25 Φεβρουαρίου, 2019
[Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΥ, Μ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Α. ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ.Δ.]
Μ. D. CYPRUS SOYA LTD
Ενάγοντες
και
ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Εναγόμενος
-------------
Κ. Κακουλή (κα) για Χρ. Δημητριάδη, για τους Ενάγοντες
Ε. Φλωρέντζου (κα), για τον Εναγόμενο Γενικό Εισαγγελέα
------------
ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τη Δικαστή Α. Πούγιουρου.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ.: Με την παρούσα Αγωγή οι ενάγοντες αξιώνουν αποζημιώσεις στη βάση του περί Αποτελεσματικών Θεραπειών για Παραβίαση του Δικαιώματος σε Διάγνωση Αστικών Δικαιωμάτων και Υποχρεώσεων σε εύλογο χρόνο Νόμου του 2010 (Ν.2(1)/2010). Τέθηκε ενώπιον μας σύμφωνα με το άρθρο 6(1)(β) του πιο πάνω Νόμου, εφόσον ο ισχυρισμός για παραβίαση του δικαιώματος σε διάγνωση αστικών δικαιωμάτων ή υποχρεώσεων σε εύλογο χρόνο αναφέρεται σε υπόθεση του Ανωτάτου Δικαστηρίου και συγκεκριμένα στην Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 71/2011 στην οποία εκδόθηκε τελεσίδικη απόφαση στις 30/5/2017, ECLI:CY:AD:2017:C198.
Από το ενώπιον μας υλικό και ειδικότερα την Έκθεση Απαίτησης προκύπτει ότι η έφεση ασκήθηκε στις 19/5/2011 από τον εναγόμενο εναντίον της απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου ημερ. 11/4/2011 στην Προσφυγή με αρ. 1370/08 που καταχωρήθηκε στις 14/8/2008 από τους ενάγοντες, με την οποίαν ακυρώθηκε η απόφαση του Διευθυντή του Τμήματος Γεωργίας του Υπουργείου Γεωργίας και Φυσικών Πόρων, ημερ. 8/6/2008. Με την προσβαλλόμενη απόφαση του Τμήματος Γεωργίας και Φυσικών Πόρων είχε διαταχθεί η δέσμευση φορτίου αραβόσιτου, εισαγωγής των εναγόντων, με όρο την καταστροφή ή επανεξαγωγή του σε τρίτες χώρες. Ως αποτέλεσμα της ακύρωσης της απόφασης του Τμήματος Γεωργίας, οι Ενάγοντες στις 24/8/2011 προχώρησαν στην καταχώρηση της Αγωγής Αρ. 5607/2011 στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας με την οποίαν αξίωναν αποζημιώσεις από την Κυπριακή Δημοκρατία, δυνάμει του Άρθρου 146(6) του Συντάγματος.
Στο σημείο αυτό κρίνουμε σκόπιμο να παραθέσουμε το ιστορικό της Αναθεωρητικής Έφεσης όπως προκύπτει από το Φάκελο της και τα παραδεκτά γεγονότα των διαδίκων κατά την ακρόαση της Αγωγής που πολύ συνοπτικά είναι το εξής.
Στις 2/10/2012 που η Αναθεωρητική Έφεση ήταν ορισμένη για προδικασία, δόθησαν οδηγίες για την καταχώρηση των περιγραμμάτων αγόρευσης. Σημειώνεται ότι τα πρακτικά της πρωτόδικης διαδικασίας ήταν έτοιμα από τις 20/7/2012. Ως αποτέλεσμα, στις 16/11/2012 καταχωρήθηκε το περίγραμμα αγόρευσης του εναγόμενου/εφεσείοντα και στις 28/12/2012 εκείνο από πλευράς των εναγόντων/εφεσιβλήτων. Στις 3/2/2016 στάληκε επιστολή προς το Ανώτατο Δικαστήριο από τους δικηγόρους των εφεσιβλήτων με την οποία ζητούσαν σύντομη ημερομηνία ακρόασης, εφόσον επηρεάζετο η ακρόαση της Αγωγής τους Αρ. 5607/2011 Ε. Δ. Λευκωσίας για αποζημιώσεις. Ενόψει της επιστολής, το Εφετείο όρισε την έφεση για ακρόαση στις 14/4/2016. Κατά την ημερομηνία αυτή το Εφετείο προχώρησε στην αναβολή της ακρόασης για τις 13/6/16, ενόψει απουσίας μέλους του Εφετείου για λόγους υγείας, προβαίνοντας όμως σε σχόλιο ότι είναι αδιανόητο να μην ορίζονται υποθέσεις από τα Επαρχιακά Δικαστήρια εν αναμονή του αποτελέσματος έφεσης όταν δεν υπάρχει διάταγμα αναστολής της διαδικασίας.
Στις 13/6/2016 διεξήχθη η ακρόαση της έφεσης και η απόφαση επιφυλάχθηκε. Εκδόθηκε δε στις 30/5/2017, δυνάμει της οποίας ακυρώθηκε η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου με την οποίαν είχε ακυρωθεί η προσβαλλόμενη απόφαση του Τμήματος Γεωργίας. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα οι ενάγοντες να αποσύρουν την Αγωγή Αρ. 5607/2011 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, εφόσον πλέον στερείτο νομικού υποβάθρου και το Δικαστήριο τους καταδίκασε στη πληρωμή των εξόδων της άλλης πλευράς.
Παραθέτουμε επίσης συνοπτική καταγραφή του ιστορικού της πιο πάνω Αγωγής εφόσον οι ενάγοντες εισηγούνται ότι η καθυστέρηση στην εκδίκαση της Αναθεωρητικής Έφεσης εντός ευλόγου χρόνου είχε σαν αποτέλεσμα η Αγωγή να προχωρήσει σε ακρόαση δημιουργώντας έτσι έξοδα. Όπως αναφέραμε ανωτέρω, η Αγωγή καταχωρήθηκε στις 24/8/2011. Στις 23/9/2016 εκδόθηκε διάταγμα μείωσης της απαίτησης και στις 9/11/2016 καταχωρήθηκε τροποποιημένο Κλητήριο Ένταλμα. Την 1/12/2016 καταχωρήθηκε η Υπεράσπιση στην τροποποιημένη Έκθεση Απαίτησης. Ακολούθησε στη συνέχεια ο ορισμός της Αγωγής για οδηγίες για τις 19/5/2016, ενόψει της αποστολής προς το Ανώτατο Δικαστήριο της επιστολής ημερ. 3/2/2016 με την οποία ζητείτο σύντομη εκδίκαση της έφεσης και στη συνέχεια ο ορισμός της για ακρόαση για τις 2/6/2016 ότε και ξεκίνησε η ακροαματική διαδικασία και συνεχίστηκε σε αριθμό δικασίμων κατά τις οποίες έδωσαν μαρτυρία τέσσερις μάρτυρες από πλευράς εναγόντων ενώ κατατέθηκαν 69 τεκμήρια.
Η εκδίκαση της Έφεσης διήρκεσε συνολικά έξι χρόνια δηλ. από τις 19/5/2011 που καταχωρήθηκε, μέχρι τις 30/5/2017 που εκδόθηκε η απόφαση. Ουσιαστικά τα γεγονότα της πορείας της έφεσης αλλά και της πιο πάνω Αγωγής στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας δεν αμφισβητούνται.
Με την Υπεράσπιση του στην υπό κρίση Αγωγή ο Εναγόμενος αρνείτο τους ισχυρισμούς των Εναγόντων προβάλλοντας τη θέση ότι καμιά παραβίαση του δικαιώματος τους για διάγνωση των αστικών τους δικαιωμάτων εντός ευλόγου χρόνου υπήρξε, αλλ' ούτε και συντρέχουν τέτοιοι παράγοντες που να λειτουργούν αντισταθμιστικά στο αντικειμενικό γεγονός της παρέλευσης χρόνου ώστε να στοιχειοθετούν εύρημα υπέρμετρης καθυστέρησης υποκειμενικά και in concreto. Προσθέτει δε ότι οι ενάγοντες δεν δικαιούνται σε οποιοδήποτε χρηματικό ποσό που να προέρχεται από την Αγωγή του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, εφόσον τα δικαιώματα τους δεν είχαν ακόμα καθοριστεί, ώστε να καθίστατο δυνατή η καταχώρηση Αγωγής στη βάση του άρθρου 146.6 του Συντάγματος. Καταλογίζει δε στους ίδιους τους ενάγοντες την επίδειξη αμέλειας που οδήγησε στον επηρεασμό των δικαιωμάτων τους, παραθέτοντας σχετικες λεπτομέρειες στο δικόγραφο του.
Οι δικηγόροι στις ικανές αγορεύσεις τους υποστήριξαν τις θέσεις τους με αναφορά σε Κυπριακή νομολογία αλλά και του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Ιδιαίτερη αναφορά στις επιμέρους εισηγήσεις τους, στο βαθμό που απαιτείται, θα γίνει στο κατάλληλο στάδιο.
Κρίνουμε σκόπιμο στο σημείο αυτό να παραθέσουμε τις πρόνοιες των σχετικών άρθρων του περί Αποτελεσματικών Θεραπειών για Παραβίαση του Δικαιώματος σε Διάγνωση Αστικών Δικαιωμάτων και Υποχρεώσεων σε εύλογο χρόνο Νόμου του 2010 (Ν.2(I)/2010) για σκοπούς καλύτερης κατανόησης.
Το άρθρο 3(1) του πιο πάνω Νόμου προβλέπει ότι οι πρόνοιες του Νόμου αυτού εφαρμόζονται σε σχέση με την παραβίαση του δικαιώματος προσώπων σε διάγνωση αστικών δικαιωμάτων ή υποχρεώσεων τους σε εύλογο χρόνο, σε σχέση με υποθέσεις τόσο του Επαρχιακού Δικαστηρίου όσο και του Ανωτάτου Δικαστηρίου.
Το εδάφιο (2) του άρθρου 3 του ιδίου Νόμου παρέχει σε πρόσωπο, που ισχυρίζεται ότι παραβιάστηκε σε υπόθεση του το δικαίωμα του σε διάγνωση αστικών δικαιωμάτων ή υποχρεώσεων του σε εύλογο χρόνο, το δικαίωμα να προσφύγει στα ένδικα μέσα που προβλέπονται από το Νόμο για την απόδοση των θεραπειών που προβλέπονται σ' αυτόν.
Η ερμηνεία του όρου «αστικά δικαιώματα και υποχρεώσεις» δίνεται στο άρθρο 2 του Νόμου και είναι «δικαιώματα και υποχρεώσεις που στην έννοια και σύμφωνα με το Άρθρο 6.1 της Σύμβασης είναι αστικά δικαιώματα και υποχρεώσεις που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του εν λόγω Άρθρου και απαιτείται η διάγνωση τους σε εύλογο χρόνο κατά τα διαλαμβανόμενα σ' αυτό».
Το άρθρο 6(β) του Νόμου καθορίζει ότι αρμόδιο Δικαστήριο να εξετάσει αγωγή για παραβίαση του δικαιώματος σε σχέση με υποθέσεις Ανωτάτου Δικαστηρίου είναι τρεις Δικαστές του Ανωτάτου Δικαστηρίου ως αυτό ήθελε ορίσει για την περίπτωση.
Στην υπόθεση Προκοπίου ν. Γεν. Εισαγγελέα Πολ. Εφ.364/2010, ημερ. 2/12/2015, ECLI:CY:AD:2015:A805, της οποίας αντικείμενο εξέτασης ήταν η παραβίαση του δικαιώματος εκδίκασης έφεσης σε εύλογο χρόνο, με αναφορά σε Κυπριακή νομολογία και του ΕΔΑΔ αναφέρθηκε ότι οι ίδιοι παράγοντες που λαμβάνονται υπόψη, προκειμένου να κριθεί αν υπάρχει παραβίαση ευλόγου χρόνου, έχουν περιληφθεί στο άρθρο 11 του Νόμου 2(Ι)/2010 το οποίο και έχει βασιστεί στη νομολογία του ΕΔΑΔ:
Παραθέτουμε το άρθρο 11:
«11. Το δικαστήριο προκειμένου να κρίνει κατά πόσο παραβιάστηκε το δικαίωμα του ενάγοντα ή του αιτητή σε διάγνωση σε εύλογο χρόνο αστικών του δικαιωμάτων ή υποχρεώσεων σε αγωγή δυνάμει των άρθρων 4 και 5 και σε πρωτογενή αίτηση δυνάμει των άρθρων 7 και 8, λαμβάνει υπόψη - (α) το συνολικό χρόνο που εκκρεμεί ή που διήρκεσε η διάγνωση των δικαιωμάτων ή υποχρεώσεων στην υπόθεση λαμβάνοντας υπόψη το χρόνο καταχώρισής της στο δικαστήριο και, όπου είναι σχετικός, οποιοδήποτε προγενέστερο χρόνο, (β) τη φύση της υπόθεσης στην οποία κατά τον ισχυρισμό του ενάγοντα ή του αιτητή παραβιάστηκε το δικαίωμά του, (γ) την τυχόν πολυπλοκότητα της εν λόγω υπόθεσης, (δ) τη συμπεριφορά του ενάγοντα ή αιτητή στη διαδικασία της υπόθεσης, (ε) τη συμπεριφορά των δικαστικών αρχών στα διάφορα στάδια και διαδικασίες της υπόθεσης, περιλαμβανομένων, όπου είναι σχετικές, των διαδικασιών εκτέλεσης, και την προώθηση της υπόθεσης στα εν λόγω στάδια και διαδικασίες, Ε .Ε . Π α ρ .Ι(I), Α ρ .4229, 5/2/2010 2(I)/2010 13 (στ) τη συμπεριφορά άλλων αρχών της Δημοκρατίας, όπου είναι σχετική, στο στάδιο και στις διαδικασίες εκτέλεσης, όπως και σε τυχόν σχετικά στάδια και διαδικασίες που προηγήθηκαν της καταχώρισης της υπόθεσης στο δικαστήριο, (ζ) οποιουσδήποτε άλλους παράγοντες που εκάστοτε λαμβάνει υπόψη το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων ως σχετικούς με το υπό κρίση ζήτημα όπως προκύπτουν από τη σχετική με το θέμα νομολογία του.»
Στην περίπτωση που το Δικαστήριο κρίνει σε αγωγή δυνάμει των άρθρων 4 και 5 του Νόμου ότι πράγματι παραβιάστηκε το δικαίωμα του ενάγοντα σε διάγνωση των αστικών δικαιωμάτων του σε εύλογο χρόνο δικαιούται, στη βάση του άρθρου 12 σε α) αποζημιώσεις για τυχόν χρηματική ζημιά, απώλεια, έξοδα και δαπάνες που αποδεδειγμένα έχει υποστεί, β) αποζημιώσεις για ζημιά ή βλάβη μη χρηματικής φύσης και γ) δικηγορικά έξοδα που αποδεδειγμένα έχει υποστεί συνεπεία της παραβίασης.
Έχει επανειλημμένα τονιστεί σε αριθμό αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου ότι το δικαίωμα εκδίκασης μιας υπόθεσης μέσα σε εύλογο χρόνο κατοχυρώνεται από το Άρθρο 30.2 του Συντάγματος το οποίο αντιστοιχεί στο άρθρο 6.1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και των Θεμελιωδών Ελευθεριών (βλ. xxx Ανδρέου ν. xxx Χαραλάμπους, Πολ. Εφ. 475/12, ημερ. 14.12.2018), ECLI:CY:AD:2018:A538. Όπως αναφέρθηκε στην υπόθεση Κώστας Δημητρίου ν. Γενικού Εισαγγελέα, Πολ. Εφ. 2/2013, ημερ. 23/3/2014 «δεν υπάρχουν στερεότυπες παράμετροι για τη διαπίστωση του ευλόγου χρόνου. Ανάλογα με την περίσταση και τις ιδιαιτερότητες της υπόθεσης, ο εύλογος χρόνος μπορεί να επεκτείνεται ή να σμικρύνεται.» Σημειώνεται ότι στην τελευταία υπόθεση όπου η έφεση τέσσερα σχεδόν χρόνια μετά την καταχώρηση της βρισκόταν ακόμη σε στάδιο που είχε μεν προγραμματιστεί η ακρόαση της αλλά δεν είχε ακόμη εκδικαστεί, με παραπομπή σε Κυπριακή νομολογία και του ΕΔΑΔ, το Ανώτατο Δικαστήριο έκρινε ότι το διαρρεύσαν χρονικό διάστημα εκκρεμοδικίας της έφεσης, χωρίς να ευθύνεται γι' αυτό ο αιτητής, σε συνάρτηση με τους παράγοντες για τη διαπίστωση παραβίασης του ευλόγου χρόνου δικαιολογούσε την επιδίκαση αποζημιώσεων για ζημιά η βλάβη μη χρηματικής φύσης, λόγω παραβίασης του ευλόγου χρόνου και επιδίκασε ποσό εκ €1.500 στον ενάγοντα.
Ερχόμενοι στα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης, όπως εξάγονται από το ιστορικό της Έφεσης, που αναφέραμε ανωτέρω, σε συνάρτηση με το ιστορικό της Αγωγής του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, επί της οποίας εδράζονται κυρίως οι θεραπείες των εναγόντων, θα προχωρήσουμε να εξετάσουμε την εισήγηση περί παραβίασης του δικαιώματος των εναγόντων εκδίκασης της έφεσης σε εύλογο χρόνο, κατά παράβαση του άρθρου 6.1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και των Θεμελιωδών Ελευθεριών και του Άρθρου 30.2 του Συντάγματος που κατ΄ ισχυρισμό είχε ως αποτέλεσμα την πρόκληση ζημιάς στους ενάγοντες.
Η παραβίαση στην παρούσα περίπτωση, σύμφωνα με την Έκθεση Απαίτησης, αφορά στο χρόνο εκδίκασης της Αναθεωρητικής Έφεσης υπ. Αρ. 7/2011, όπου χρειάστηκε περίοδος περίπου 6 χρόνων για να εκδικασθεί.
Επαναλαμβάνουμε ότι η Έφεση καταχωρήθηκε στις 19/5/2011 και εκδόθηκε απόφαση στις 30/5/2017, γεγονός που αντικειμενικά ιδωμένο θεωρείται μεγάλο από απόψεως χρονικής διάρκειας.
Το ερώτημα όμως που τίθεται είναι κατά πόσο συντρέχουν τέτοιοι παράγοντες από αυτούς που θέτει το άρθρο 11 του πιο πάνω Νόμου και η νομολογία, που λειτουργούν αντισταθμιστικά στο αντικειμενικό γεγονός της παρέλευσης του χρόνου ώστε να στοιχειοθετούν ή όχι υπέρμετρη καθυστέρηση υποκειμενικά και in concreto (βλ. Ηλιάδης κ.ά. ν. Γενικός Εισαγγελέας, Αγωγή 1/2014, ημερ. 31/5/2016).
Ήταν εισήγηση της δικηγόρου των εναγόντων ότι εύλογος χρόνος εκδίκασης της Αναθεωρητικής Έφεσης Αρ. 71/2011 θεωρείται 12 - 18 μήνες οπότε θα έπρεπε να ολοκληρωθεί η διαδικασία της μέχρι περίπου το τέλος του 2012. Αν δε εκδικαζόταν εντός αυτής της περιόδου δεν θα αναγκάζοντο οι ενάγοντες να επωμιστούν έξοδα εκ €18.162,01 που είναι το ποσό που καλούνται να καταβάλουν στη Δημοκρατία με την απόσυρση της Αγωγής του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας και στους δικηγόρους τους, πλέον €1680,00 έξοδα του xxx Μακρή, διευθυντή των Εναγόντων για τις εμφανίσεις του στο Δικαστήριο και €167,50 της xxx Πολυβίου, υπαλλήλου των εναγόντων για την προετοιμασία της υπόθεσης, που ζητούνται ως αποζημιώσεις στην Αγωγή. Πρόταξε ότι η έφεση στην ουσία της ήταν απλή εφόσον αφορούσε στη νομιμότητα της απόφασης του Υπουργείου Γεωργίας να στηριχθεί σε αντικανονικές δειγματοληψίες για να διατάξει την καταστροφή φορτίου αραβόσιτου των εναγόντων.
Ως προς την πολυπλοκότητα της υπόθεσης που είναι ένας από τους παράγοντες που καθορίζει το άρθρο 11 του πιο πάνω Νόμου, αναφέρθηκαν τα εξής στην υπόθεση Ηλιάδης (ανωτέρω):
«Η πολυπλοκότητα, είναι ορθό ότι καθορίζεται κυρίως υπό το πρίσμα των πραγματικών γεγονότων της κάθε υπόθεσης και από τα νομικά ζητήματα που εγείρονται σε αυτή. (βλ. Katte Klitsche de la Grange v. Italy, 21/1993/416/495 para 55,
Papachelas v. Greece [GC], Application no. 31423/96, 25/3/1999, para 39). Ακόμη μπορεί να αποφασιστεί ως τέτοια, εάν, για παράδειγμα, εμπλέκονται πολλοί διάδικοι (H. v. The United Kingdom, Application no. 31423/96, 25/3/1999, para 72) ή ακόμη και σε υποθέσεις που θεωρείται αναγκαία η συλλογή πολλών και διαφόρων στοιχείων (Humen v. Poland [GC] Application no. 26614/15 15/10/1999, para 63). Στην υπόθεση Boddaert v. Belgium, 65/1991/317/389, 6 χρόνια και 3 μήνες δεν θεωρήθηκαν μη εύλογος χρόνος από το Δικαστήριο διότι αφορούσε μια δύσκολη έρευνα για φόνο και την παράλληλη εξέλιξη 2 υποθέσεων.»
Από τα γεγονότα ενώπιον μας η παρούσα υπόθεση φαντάζει εκ πρώτης όψεως απλή. Ήταν εισήγηση όμως της δικηγόρου του Εναγομένου ότι η υπόθεση στο Εφετείο δεν ήταν τόσο απλή όσο στο πρωτόδικο Δικαστήριο, εφόσον το Εφετείο κατά την έκδοση της απόφασης του, μετά περίπου ένα χρόνο απ' όταν επιφυλάχθηκε, χρειάστηκε σαφώς να ασχοληθεί με δύο δειγματοληψίες κατά τις οποίες κρίθηκε ότι το φορτίο αραβόσιτου ήταν ακατάλληλο. Σημειώνουμε ότι η Προσφυγή Αρ. 1370/08 προσέβαλλε την απόφαση του Τμήματος Γεωργίας ημερ. 8/6/2008, με την οποία δεσμεύτηκαν 6311 τόνοι αραβόσιτου που βρίσκονταν στις αποθήκες των εναγόντων με σκοπό την καταστροφή ή επανεξαγωγή στη χώρα προέλευσης του ή σε τρίτη χώρα και εντέλλοντο οι ενάγοντες σε ανάκληση 3500 περίπου τόνων τους οποίους είχαν ήδη πωλήσει.
Από το Φάκελο της Προσφυγής, στον οποίον επίσης έχουμε ανατρέξει, διαφαίνεται ότι η προσβαλλόμενη με την Προσφυγή απόφαση ήταν αποτέλεσμα αναλύσεων στις οποίες προέβη το Τμήμα Γεωργίας σε δείγμα κάθε αποθήκης των εναγόντων οι οποίες κατέδειξαν αφλατοξίνη πέραν του επιτρεπτού ορίου όπως και σε δείγμα πελάτη τους στον εμπορικό μύλο ΣΟΠΑΖ. Ακολούθησαν νέες αναλύσεις από πλευράς εναγόντων σε εργαστήριο του Λονδίνου τα αποτελέσματα των οποίων λήφθηκαν στις 9/6/2008 οι οποίες κατέδειξαν ότι η αφλατοξίνη στον αραβόσιτο από τις αποθήκες των Εναγόντων ήταν μη ανιχνεύσιμη. Με διαβήματα δικά τους συμφωνήθηκε να διενεργηθεί νέα δειγματοληψία από κοινού με το Τμήμα Γεωργίας, όπου και καταδείχθηκε ότι σε δύο δείγματα από αποθήκη των εναγόντων η αφλατοξίνη που βρέθηκε ήταν υπεράνω του επιτρεπόμενου ορίου. Το πρωτόδικο Δικαστήριο στην Προσφυγή αποφάσισε ότι δεν τηρήθηκαν οι διαδικασίες που προβλέπουν οι περί Ζωοτροφών και Προσθετικών των Ζωοτροφών (Έλεγχος Ποιότητας, Προμηθείας και Χρήσεως) Νόμοι και Κανονισμοί (ΚΔΠ 131/2001) και ακύρωσε την προσβαλλόμενη απόφαση. Στην πιο πάνω προσφυγή το επίδικο θέμα ήταν η ορθότητα ή όχι της διοικητικής πράξης δέσμευσης φορτίου στη βάση της πρώτης διαδικασίας λήψης δειγμάτων ενώ στο Εφετείο τέθηκε θέμα εξέτασης της υπόθεσης και στη βάση της δεύτερης δειγματοληψίας. Παραθέτουμε απόσπασμα από την απόφαση του Εφετείου όπου τέθηκε θέμα και δεύτερης δειγματοληψίας που δεν είχε απασχολήσει το πρωτόδικο Δικαστήριο.
«Ενόψει των αποτελεσμάτων της δεύτερης δειγματοληψίας, όπου και πάλι διαπιστώθηκε ύπαρξη μολυσμένου αραβόσιτου, το αρχικό διάταγμα που εκδόθηκε από τον Υπουργό δεν ανακλήθηκε. Παρατάθηκε, όμως, ο χρόνος υλοποίησής του μετά από παράκληση της εφεσίβλητης. Ως εκ τούτου δε θα μπορούσε να αμφισβητηθεί πλέον η ορθότητα της πρώτης δειγματοληψίας με στόχο την ακύρωση του διατάγματος επανεξαγωγής του φορτίου. Ακύρωση της απόφασης για επανεξαγωγή του φορτίου θα μπορούσε να επιτευχθεί μόνο με επιτυχή αμφισβήτηση της ορθότητας της δεύτερης δειγματοληψίας, εφόσον η πρώτη δειγματοληψία έπαυσε να αποτελεί τη βάση του διατάγματος. Σημειώνουμε πως η εφεσίβλητη δήλωσε πως η διαδικασία της δεύτερης δειγματοληψίας ήταν νόμιμη.
Η απόφαση όμως του αδελφού μας δικαστή στηρίζεται καθαρά στην πρώτη δειγματοληψία παρά το ότι γίνεται αναφορά και στη δεύτερη στο ιστορικό της υπόθεσης. Βέβαια η αναφορά αυτή περιορίζεται στο να καταδείξει το λανθασμένο της πρώτης δειγματοληψίας.
Ως εκ των ανωτέρω η έφεση θα πρέπει να επιτύχει και η πρωτόδικη απόφαση να παραμεριστεί χωρίς να απαιτείται η εξέταση οποιουδήποτε άλλου ζητήματος.»
Είναι φανερό ότι το Εφετείο είχε να ασχοληθεί με ένα ζήτημα νομικής υφής που προφανώς το απασχόλησε σε αριθμό συσκέψεων του. Αυτό είναι εμφανές από τα πρακτικά της δικασίμου 13/6/2016, ημερομηνία ακρόασης. Τέθηκε θέμα διευκρίνισης των προδικαστικών ενστάσεων κυρίως από πλευράς Προέδρου και άλλου μέλους του Εφετείου για τις οποίες δεν υπήρχε η απαραίτητη σαφήνεια, γι' αυτό και κάλεσαν τη δικηγόρο του εφεσείοντα/εναγόμενου να τοποθετηθεί. Προβλήθηκαν επιπρόσθετα επιχειρήματα και θέματα που άπτοντο δημοσίου συμφέροντος για πρώτη φορά, που δεν είχαν εγερθεί πρωτόδικα. Το Εφετείο προέβη σε εξέταση δύο ζητημάτων που προώθησε ο εναγόμενος/εφεσείων ως προς την εκτελεστότητα της προσβαλλόμενης πράξης, ενόψει της νέας δειγματοληψίας κατά της οποίας ηγέρθηκε ιεραρχική προσφυγή και κατά πόσο οι ενάγοντες/εφεσίβλητοι είχαν έννομο συμφέρον, εφόσον έκρινε ότι τέτοια ζητήματα μπορούν να εγερθούν σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας. Και τα δύο ζητήματα προέκυπταν από τη δεύτερη δειγματοληψία η οποία επαναλαμβάνουμε ότι δεν λήφθηκε υπόψη από το πρωτόδικο Δικαστήριο. Ακολούθησαν της προσβαλλόμενης με την προσφυγή απόφασης διάφορες διαδικασίες και καταχωρήθηκαν επίσης αριθμός εγγράφων ως τεκμήρια τα πλείστα αναφερόμενα σε ειδικά θέματα, όπως αποτελέσματα αναλύσεων Χημείου με επιστημονικούς όρους.
Συνεπώς μπορούμε να πούμε ότι από άποψη του κριτηρίου της πολυπλοκότητας για σκοπούς έκδοσης της απόφασης αν και φαινομενικά επρόκειτο για απλή υπόθεση, εν τούτοις τα πραγματικά γεγονότα και τα νομικά θέματα που ηγέρθησαν κατ' έφεση την καθιστούν σε κάποιο βαθμό πολύπλοκη. Ο χρόνος όμως που χρειάστηκε για έκδοση της απόφασης δεν μπορεί να ιδωθεί μεμονωμένα αλλά σε συνάρτηση με το συνολικό χρόνο που διέρρευσε για ολοκλήρωση της έφεσης.
Η δικηγόρος του Εναγομένου προς υποστήριξη της εισήγησης της ότι ο συνολικός χρόνος των έξι χρόνων για εκδίκαση της έφεσης θεωρείται εύλογος, παρέπεμψε το Δικαστήριο στην υπόθεση Ηλιάδης (ανωτέρω) όπου κρίθηκε ότι ο χρόνος των 6 χρόνων που διέρρευσε για ολοκλήρωση της έφεσης δεν στοιχειοθετούσε παραβίαση του δικαιώματος για εκδίκαση σε εύλογο χρόνο, ενόψει της πολυπλοκότητας της υπόθεσης.
Σημειώνεται ότι στην Ηλιάδης υπήρξαν διάφορες ενδιάμεσες διαδικασίες και η έφεση παραπέμφθηκε τελικά για εκδίκαση από την Πλήρη Ολομέλεια, σε αντίθεση με την παρούσα που δεν υπήρξαν ενδιάμεσες διαδικασίες.
Σημειώνεται ότι ο συνολικός χρόνος εκδίκασης έφεσης δεν είναι καθορισμένος νομοθετικά, αλλά το εύλογο του χρόνου εκδίκασης εξαρτάται από τα περιστατικά της κάθε υπόθεσης. Συνεπώς η θεώρηση της περιόδου των 12-18 μηνών που εισηγήθηκε η πλευρά των εναγόντων ως εύλογο χρόνο εκδίκασης της έφεσης στην παρούσα περίπτωση, χωρίς την παράθεση οποιωνδήποτε υποστηρικτικών στοιχείων, μπορεί να χαρακτηριστεί ως αυθαίρετος.
Σ' ό,τι αφορά τη συμπεριφορά των εφεσειόντων, σχετικός επίσης παράγοντας, οι εφεσείοντες δεν υπέχουν οποιοδήποτε βαθμό ευθύνης για την καθυστέρηση. Για το χρόνο που διέρρευσε δηλαδή περίπου 3 ½ χρόνια όταν η έφεση ήταν εκτός πινακίου, το μόνο που θα μπορούσαμε με βεβαιότητα να επισημάνουμε είναι ότι οφειλόταν στον όγκο των εφέσεων και των άλλων υποθέσεων που εκκρεμούσαν και εκκρεμούν στο Ανώτατο Δικαστήριο. Όπως αναφέρθηκε όμως στην Ηλιάδης (ανωτέρω), σύμφωνα με τη νομολογία του ΕΔΑΔ «ο όγκος των υποθέσεων και εν γένει της δικαστικής εργασίας δεν μπορεί να αποτελέσει δικαιολογία για την παραβίαση του δικαιώματος δίκης σε εύλογο χρόνο. Τέτοιος όγκος υποθέσεων μπορεί να ληφθεί υπόψη ωστόσο, εάν είναι απρόβλεπτα μεγάλος».
Ως προς τον παράγοντα του τι διακυβεύεται για τους ενάγοντες, δηλαδή αν συντρέχουν ειδικές συνθήκες που η αναγκαιότητα γρήγορης εκδίκασης αποκτά δεσπόζουσα σημασία, σύμφωνα με τη νομολογία του ΕΔΑΔ, αφορούν σε θέματα εργοδότησης, πολιτικού δικαιώματος, στη φύλαξη παιδιών, σε τίτλο ιδιοκτησίας και αποζημιώσεις για τροχαίο δυστύχημα. (βλ. την υπόθεση Ηλιάδης (ανωτέρω) και την υπόθεση Κώστα Δημητρίου, ανωτέρω).
Στην παρούσα περίπτωση η ακύρωση από το Ανώτατο Δικαστήριο της προσβαλλόμενης απόφασης του Τμήματος Γεωργίας με την οποίαν δεσμεύτηκε φορτίο αραβόσιτου των εναγόντων, που εφεσιβλήθηκε από πλευράς Δημοκρατίας δεν σημαίνει ότι δεν διακυβεύεται συμφέρον των εναγόντων εφόσον με την απόφαση του Τμήματος Γεωργίας είχεν διαταχθεί η καταστροφή ή επανεξαγωγή του φορτίου αραβόσιτου που κρίθηκε ακατάλληλο λόγω αφλατοξινών.
Ενόψει όλων των πιο πάνω, έχοντας κατά νουν το διαρρεύσαν χρονικό διάστημα και ιδιαίτερα το διάστημα των 3 ½ χρόνων περίπου που η έφεση παρέμεινε εκτός πινακίου, για το οποίο δεν μπορεί να καταλογιστεί ευθύνη στους ενάγοντες, ούτε υπήρξε εξάλλου αντίθετη εισήγηση, χωρίς να παραγνωρίζουμε την κάποιου βαθμού πολυπλοκότητα της έφεσης και τα σοβαρά νομικά θέματα που εγείροντο και τους άλλους παράγοντες, κρίνουμε ότι ο χρόνος εκδίκασης της έφεσης δεν ήταν εύλογος υπό τις περιστάσεις. Συνεπώς, τίθεται θέμα παραβίασης του δικαιώματος των εναγόντων διάγνωσης των αστικών υποχρεώσεων τους σε εύλογο χρόνο.
Ενόψει της διαπίστωσης μας αυτής, θα προχωρήσουμε να εξετάσουμε το θέμα των αποζημιώσεων που δικαιούνται οι ενάγοντες. Οι ενάγοντες αξιώνουν με την Αγωγή τους υπό στοιχείο Α αποζημιώσεις ύψους €20.009,00 για χρηματικές ζημιές, απώλειες και έξοδα δηλ. €18.162,01 δικηγορικά έξοδα στα οποία υπεβλήθηκαν στην Αγωγή 5607/2011, περιλαμβανομένων εξόδων επίδοσης, οδοιπορικά κ.ά., €1.680,00 έξοδα του διευθυντή των εναγόντων και €167,50 έξοδα υπαλλήλου του λογιστηρίου των Εναγόντων.
Είναι φανερό ότι το πιο πάνω κονδύλι αφορά σε ειδικές ζημιές οι οποίες αξιώνονται στη βάση της επιχειρηματολογίας ότι αν η έφεση εκδικαζόταν εντός ευλόγου χρόνου και δη εντός 12-18 μηνών, η Αγωγή τους για αποζημιώσεις θα αποσύρετο από πολύ προηγουμένως και δεν θα υποβάλλοντο στα έξοδα που υπεβλήθηκαν. Διαφωνούμε με την εισήγηση.
Θα πρέπει να λεχθεί κατ΄ αρχάς ότι οι ίδιοι οι εφεσείοντες όχι μόνο προχώρησαν με την καταχώρηση της Αγωγής στο Επαρχιακό Δικαστήριο για αποζημιώσεις στη βάση του Άρθρου 146.6 του Συντάγματος, ενώ είχεν ασκηθεί ήδη η Αναθεωρητική Έφεση κατά της ακυρωτικής απόφασης από πλευράς Δημοκρατίας με ενδεχόμενο την ανατροπή της, αλλά υπήρξαν και επίμονοι στην επίσπευση της ακρόασης της Αγωγής. Με αυτά τα δεδομένα οι εφεσείοντες δεν μπορούν να καταλογίζουν ευθύνη στη Δημοκρατία γιατί στο στάδιο της συνεχιζόμενης ακρόασης αναγκάστηκαν να αποσύρουν την Αγωγή ενόψει της ακυρωτικής απόφασης του Εφετείου. Η ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης κατ' έφεση ήταν ένα ορατό ενδεχόμενο.
Επιπρόσθετα είναι γνωστή η αρχή ότι η απόδειξη ειδικών αποζημιώσεων κινείται μέσα σε αυστηρά πλαίσια. Στην παρούσα περίπτωση ο χρόνος των 12-18 μηνών που θεωρείται από πλευράς εναγόντων ως εύλογος εκδίκασης της έφεσης, που ήταν η βάση υπολογισμού των ειδικών αποζημιώσεων, ενόψει απουσίας στοιχείων προς υποστήριξη του παραμένει μετέωρος. Συνεπώς το κονδύλι αυτό των αποζημιώσεων απορρίπτεται.
Για τους ίδιους λόγους η αξίωση για Δήλωση ότι ο εφεσίβλητος δικαιούται σε αποζημίωση για τα έξοδα μετά την 1/6/2012 της Αγωγής 5607/11 απορρίπτεται.
Αξιώνεται επίσης ποσό εκ €8.000 ως αποζημίωση για βλάβες μη χρηματικής φύσης. Ενόψει των όσων αναφέραμε ανωτέρω κρίνουμε ότι ένα ποσό της τάξης των €1.500 είναι εύλογη και δίκαιη αποζημίωση για ζημιά μη χρηματικής φύσης που προκλήθηκε στους ενάγοντες (βλ. υπόθεση Κώστα Δημητρίου (ανωτέρω).
Για όλους τους πιο πάνω λόγους εκδίδεται απόφαση υπέρ των Εναγόντων και σε βάρος του Εναγομένου για €1.500 με έξοδα υπέρ
των Εναγόντων και εναντίον του Εναγομένου, όπως υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.
Μ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.
Α. ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ.
/Α.Λ.Ο.