ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2019:D22
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΑΙΤΗΣΗ Αρ. 7/2019
(Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.)
25 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 2019
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964 ΚΑΙ ΣΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ 2, 3 ΚΑΙ 30 ΤΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ 4 ΠΕΡΙ ΔΙΑΙΤΗΣΙΑΣ ΝΟΜΟΥ ΚΑΙ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ 3 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΕΚΔΟΣΗΣ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ) ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟΥ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΥ ΤΟΥ 2018 ΚΑΙ ΣΤΟΥΣ ΠΕΡΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟΥΣ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΥΣ ΔΙΑΤ. 48 ΚΑΝ. 1 ΚΑΙ 8 ΚΑΙ ΔΙΑΤΑΓΗ 49 ΚΑΙ ΣΤΟ ΝΟΜΟ ΠΕΡΙ ΕΤΑΙΡΕΙΩΝ ΚΕΦΑΛΑΙΟ 13, ΑΡΘΡΑ 118 ΕΩΣ 125, 127Α, 137, 139 ΕΩΣ 143, 150 ΕΩΣ 152Α, 169 ΚΑΙ 170 ΚΑΙ ΣΤΟΥΣ ΠΕΡΙ ΕΤΑΙΡΕΙΩΝ ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟΥΣ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΥΣ 3, 6 ΚΑΙ 8 ΣΤΟ ΑΡΘΡΟ 30 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΣΤΟ ΑΡΘΡΟ 6 ΤΗΣ ΣΥΝΘΗΚΗΣ ΓΙΑ ΤΑ ΑΝΘΡΩΠΙΝΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΕΚΔΟΣΗΣ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ) ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟΣ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ 2018
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ ΧΧΧΧ ΠΗΛΑΒΑΚΗ ΓΙΑ ΑΔΕΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ CERTIORARI
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΔΙΑΤΑΓΜΑ Ή ΚΑΙ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΠΡΟΕΔΡΟΥ ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ κ. ΑΛΕΚΚΟΥ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ ΗΜΕΡ. 4.12.2018 ΠΟΥ ΕΚΔΟΘΗΚΕ ΣΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΠΕΡΙ ΕΤΑΙΡΕΙΩΝ 81/2016 ΣΤΗΝ ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΙΤΗΣΗ ΗΜΕΡ. 30.3.16 ΓΙΑ ΠΑΡΑΠΟΜΠΗ ΤΗΣ ΕΠΙΔΙΚΗΣ ΔΙΑΦΟΡΑΣ ΣΕ ΔΙΑΙΤΗΣΙΑ
---------------------
Αίτηση ημερ. 14.1.2019
Γ. Πιττάτζης με M. Μαρκουλλή, για τον Αιτητή
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ. Ο Αιτητής με την υπό εξέταση αίτηση, αιτείται Άδειας για καταχώρηση Αίτησης διά κλήσεως για έκδοση προνομιακών ενταλμάτων Certiorari και Prohibition. Ειδικότερα αιτείται (α) ακύρωση της απόφασης που εξέδωσε πρωτόδικο Δικαστήριο στις 4.12.2018, για υπέρβαση εξουσίας και πλάνη περί τον Νόμο και γεγονότα, (β) Διάταγμα (Prohibition) που να απαγορεύει στον πρωτόδικο Δικαστή ή άλλο Δικαστή από του να συνεχίσει την εκδίκαση της Αίτησης αρ. 81/2016 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας και οποιουδήποτε παρεμπίπτοντος θέματος και (γ) Διάταγμα (Prohibition) με το οποίο να απαγορεύεται στον πρωτόδικο Δικαστή ή άλλο Δικαστή από την εκδίκαση της Αίτησης αρ. 81/2016 ή και την έκδοση οποιουδήποτε ενδιάμεσου Διατάγματος.
Οι λόγοι επί των οποίων στηρίζεται η αίτηση είναι οι ακόλουθοι:
"(Α) Έκδηλο Νομικό Λάθος.
Το Πρωτόδικο έκαμε τα ακόλουθα νομικά λάθη:
(α) Έκρινε ότι η Διαταγή 49 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας δεν εφαρμόζεται στις Διαιτησίες του Κεφαλαίου 4.
(β) Συνακόλουθα με αυτό το λάθος στην απόφαση του για παραπομπή σε διαιτησία δεν έδωκε οδηγίες και δεν έκαμε προβλέψεις για σωρεία θεμάτων που προβλέπει η διαταγή 49 για τη διεξαγωγή της διαιτησίας όπως προαναφέρεται.
(γ) Διέφυγε του Πρωτόδικου ότι τα νομικά θέματα ήτοι στην παρούσα περίπτωση του απλού θέματος κατά πόσο σύμφωνα με τον Περί Εταιρειών Νόμο και τους Κανονισμούς οι Καθ'ών η Αίτηση έχουν υποχρέωση να του επιτρέψουν ή όχι πρόσβαση στα βιβλία της εταιρείας, είναι αμιγώς νομικό θέμα το οποίο αποφασίζεται από τους δικαστές και όχι από τους διαιτητές και μάλιστα όταν οι διαιτητές έχουν ενώπιον τους νομικό θέμα έχουν υποχρέωση να το παραπέμψουν στο Δικαστήριο.
(δ) Δεν αντιλήφθηκε το Πρωτόδικο ότι δεν είχε τεθεί θέμα ερμηνείας της παραγράφου 15 της Συμφωνίας Μετόχων, που ούτως ή άλλως είναι ξεκάθαρη και υποχρεώνει τους Καθ ων η Αίτηση να επιτρέπουν πρόσβαση στα βιβλία της εταιρείας.
(ε) Έσφαλε το Πρωτόδικο απορρίπτοντας τη θέση του Αιτητή ότι ο Νόμος και το καταστατικό μιας εταιρείας υπερισχύουν της Συμφωνίας Μετόχων και δεν είχε δικαίωμα να παραπέμψει τη διαφορά σε διαιτησία εν πάσει περιπτώση."
Η αίτηση στηρίζεται επί Ενόρκου Δηλώσεως του Αιτητή ημερ. 14.1.2019 όπου προβάλλονται διάφοροι ισχυρισμοί για υποστήριξη της αίτησης.
Θα πρέπει επίσης να λεχθεί ότι κατά την ημέρα εξέτασης της παρούσας αίτησης, ο ευπαίδευτος συνήγορος του αιτητή έθεσε ως πρόσθετο λόγο ότι η συμφωνία μετόχων η οποία συνήφθηκε στις 6.8.2007 είναι μεταξύ των δύο μετόχων - αιτητή και καθ΄ ου η αίτηση 2 στην κυρίως αίτηση αρ. 81/2016 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας - και όχι μεταξύ όλων των διαδίκων της στην Πρωτογενή Αίτηση αρ. 81/2016.
Προκειμένου να γίνει κατανοητό το όλο θέμα που απασχολεί εδώ πιστεύω ότι θα πρέπει να αναφερθεί το μέρος της πρωτόδικης απόφασης που είναι αντικείμενο της παρούσας αίτησης.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο στην προσβαλλόμενη απόφαση του ημερ. 4.12.2018 κατέληξε στα ακόλουθα συμπεράσματα. Παρεμβάλλεται εδώ ότι η απόφαση αφορούσε την ενδιάμεση αίτηση ημερ. 30.3.2016 των Καθ' ων η Αίτηση στην κυρίως αίτηση για αναστολή της διαδικασίας και παραπομπή της "διαφοράς" σε διαιτησία. Παρατίθεται αυτούσιο το κείμενο του πρωτόδικου Δικαστηρίου:
"Συμπεράσματα
Εφαρμόζοντας τις πιο πάνω νομικές αρχές στα γεγονότα της παρούσας, κρίνω ότι έχουν αποδειχθεί οι προδικαστικές προϋποθέσεις για εξέταση του αιτήματος. Από το υλικό που έχει τεθεί ενώπιον μου, προκύπτει ότι έχει υπογράφει συμφωνία από τους μετόχους της αιτήτριας 1 (Shareholders Agreement) για παραπομπή των διαφορών τους σε διαιτησία όπως αυτές προκύπτουν από την εν λόγω συμφωνία (τεκμ.1 της αίτησης).
Το άρθρο 25 της εν λόγω συμφωνίας, προβλέπει τα ακόλουθα:
25. All disputes, claims or proceedings between the parties
relating to the validity, construction or performance of this agreement shall be referred to a single Arbitrator in Cyprus. The decision of the Arbitrator shall be final and binding on both parties to the dispute. Each party irrevocably consents to the award or grant or any relief in any such proceedings before the Arbitrator and either party is entitle to take proceedings in any other jurisdiction to enforce a judgment or order of the arbitrator.
Περαιτέρω έχει αποδειχθεί ότι κινήθηκε δικαστική διαδικασία σε σχέση με διαφορά που έχει συμφωνηθεί να παραπεμφθεί σε διαιτησία. Συγκεκριμένα, ο καθ' ου η αίτηση στην παρούσα, ζητά με την κυρίως αίτηση του, διατάγματα με τα οποία να διατάσσεται η καθ' ης η αίτηση 1 εταιρεία και οι καθ' ων η αίτηση 2, 3 και 4 διευθυντές της, να του δώσουν στοιχεία και πληροφορίες για τα λογιστικά βιβλία της εταιρείας και άλλα έγγραφα. Η υποχρέωση αυτή προκύπτει και από το άρθρο 15 της εν λόγω συμφωνίας, το οποίο προβλέπει τα πιο κάτω:
15. MP at all times will have free access to all documents/archives of L.P Ellinas Group of Companies Ltd an indirect and direct subsidiary companies.
Έχω επίσης ικανοποιηθεί ότι οι αιτητές στην παρούσα δεν έχουν προβεί σε λήψη οιουδήποτε άλλου διαβήματος στην κυρίως διαδικασία και περαιτέρω, δηλώνουν έτοιμοι να πράξουν όλα τα αναγκαία για την δέουσα διεξαγωγή της διαιτησίας.
Ενόψει των πιο πάνω διαπιστώσεων θα προχωρήσω στην εξέταση του κατά πόσον δικαιολογείται με βάση τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον μου, η άσκηση της διακριτικής εξουσίας του Δικαστηρίου για αναστολή της δικαστικής διαδικασίας και παραπομπή της διαφοράς σε διαιτησία, δυνάμει του πιο πάνω συνυποσχετικού.
Δεν συμφωνώ με αυτήν την άποψη. Μπορεί το καταστατικό να μην περιλαμβάνει πρόνοια για παραπομπή της διαφοράς σε διαιτησία αλλά το γεγονός αυτό δεν σημαίνει ότι η σύμβαση των μετόχων, (shareholders agreement), έχει ακυρωθεί μετά την ίδρυση της εταιρείας. Ούτε υπάρχει τέτοια ειδική πρόβλεψη στο καταστατικό για ακύρωση της συμφωνίας μετόχων. Εξ' άλλου, όπως πολύ σωστά επισημάνθηκε, σκοπός του καταστατικού είναι περισσότερο να καθορίσει τον τρόπο λειτουργίας της εταιρείας παρά να ρυθμίσει τις σχέσεις των μετόχων όπως γίνεται ειδικά στην συμφωνία μετόχων (shareholders agreement).
Ο καθ' ου η αίτηση υποστήριξε επίσης ότι στην διαιτητική διαδικασία δεν μπορούν να αποφασιστούν νομικά ζητήματα όπως είναι η ερμηνεία των σχετικών προνοιών του Κεφ. 113 ως προς την υποχρέωση της εταιρείας να δίνει πρόσβαση σε μετόχους στα αρχεία της.
Ούτε με αυτή θέση συμφωνώ. Εν πρώτοις δεν ισχύουν στην παρούσα οι πρόνοιες της Δ.49 που αφορά παραπομπή σε διαιτησία με την συναίνεση όλων των διαδίκων, δυνάμει του άρθρου 35 του Περί Δικαστηρίων Νόμου. Αντιθέτως, στην παρούσα εφαρμόζονται οι πρόνοιες του Περί Διαιτησίας Νόμου (Κεφ.4) για παραπομπή διαφοράς σε διαιτησία δυνάμει συνυποσχετικού.
Περαιτέρω, ο καθ' ου η αίτηση μπορεί μεν να ζητά με την κυρίως αίτηση του διατάγματα πρόσβασης στα αρχεία της εταιρείας, στηριζόμενος σε ερμηνεία διατάξεων του Κεφ. 133, αλλά το αίτημα του στηρίζεται επίσης στην επίδικη σύμβαση (τεκμ. 1) και συγκεκριμένα στο άρθρο 15, στο οποίο γίνεται σαφής αναφορά σε ένα τέτοιο δικαίωμα του αιτητή.
Ανεξαρτήτως λοιπόν των διατάξεων του Κεφ. 113, είναι σαφές ότι η
διαφορά των διαδίκων εμπίπτει στα πλαίσια ερμηνείας των υποχρεώσεων των αιτητών, όπως προκύπτουν από την επίδικη συμφωνία (τεκμ. 1) και ειδικά το άρθρο 15. Αυτή την συμφωνία θα κληθεί να ερμηνεύσει ο διαιτητής. Κατά πόσον δηλαδή δυνάμει του άρθρου 15 αυτής, έχουν οιανδήποτε σχετική υποχρέωση οι αιτητές είτε ως μέτοχοι είτε ως διευθυντές της εταιρείας προς τον καθ' ου η αίτηση.
Ως εκ τούτου δεν έχει καμία σημασία στην παρούσα αν ο διαιτητής έχει ή όχι δικαιοδοσία να ερμηνεύσει τις διατάξεις του Κεφ. 113 αφού η παραπομπή σε διαιτησία, αφορά την ερμηνεία κατ' ισχυρισμό υποχρεώσεων των αιτητών έναντι του καθ' ου η αίτηση όπως προκύπτουν από την επίδικη συμφωνία. Η δε οποιαδήποτε διαφορά για τις πιο πάνω συμβατικές υποχρεώσεις των αιτητών, έχει συμφωνηθεί δυνάμει του άρθρου 25 της σύμβασης (shareholders agreement) όπως παραπεμφθεί σε διαιτησία. Για τους ιδίους λόγους δεν με βρίσκει σύμφωνο η θέση του καθ' ου η αίτηση ότι το άρθρο 25 αναφέρεται σε παραπομπή σε διαιτησία ζητημάτων που δεν αφορούν τις επίδικες διαφορές των διαδίκων.
Ανεξαρτήτως τούτου, διαφωνώ επίσης με την θέση ότι ο διαιτητής δεν θα μπορούσε να ερμηνεύσει και εφαρμόσει τις διατάξεις του Κεφ.113 στην επίλυση της διαφοράς. Στα πλαίσια της διαιτητικής διαδικασίας, ο διαιτητής έχει ευχέρεια να εφαρμόσει τις πρόνοιες του Κεφ. 113, οι οποίες αφορούν τα δικαιώματα των μετόχων και την κατ' ισχυρισμό παραβίαση τους.
'Εχοντας υπόψη όλα τα πιο πάνω, κρίνω ότι οι αιτητές έχουν αποδείξει όλες τις προϋποθέσεις ούτως ώστε να ασκηθεί η διακριτική εξουσία του Δικαστηρίου υπέρ της έγκρισης του αιτήματος τους. Αντιθέτως, ο καθ' ου η αίτηση στην παρούσα και αιτητής στην κυρίως αίτηση δεν έχει αποδείξει καλό λόγο γιατί να μην εφαρμοστεί η επίδικη ρήτρα διαιτησίας.
Εκδίδω ως εκ τούτου διατάγματα ως οι παράγραφοι A & Β της παρούσας με τα οποία αναστέλλεται η κυρίως αίτηση ημ. 01/02/2016 και παραπέμπεται σε διαιτησία δυνάμει του συνυποσχετικού της επίδικης συμφωνίας (shareholders agreement)"
Ο προσδιορισμός του λόγου για τον οποίο επιζητείται η έκδοση προνομιακού εντάλματος συνιστά το ουσιωδέστερο στοιχείο της αίτησης (βλ. Προνομιακά Εντάλματα, Πέτρος Αρτέμης, σελ. 45). Η δικαιοδοσία του Δικαστηρίου περιορίζεται στην εξέταση των λόγων για τους οποίους επιδιώκεται η παροχή της Άδειας για καταχώρηση αίτησης διά κλήσεως για έκδοση προνομιακού εντάλματος (βλ. Αίτηση Σιμόν Γεωργιάδου (Αρ.2) (1990) 1 Α.Α.Δ. 382). Ο καθορισμός των λόγων στην αίτηση για Άδεια θεμελιώνει το βάθρο για την ανάληψη και άσκηση της δικαιοδοσίας που παρέχει το Άρθρο 155.4 του Συντάγματος. Οι λόγοι για τους οποίους επιδιώκεται η έκδοση προνομιακού εντάλματος συνιστούν, σε συνδυασμό με την αιτούμενη θεραπεία, το επίδικο θέμα της διαδικασίας (βλ. Γεωργιάδης (1992) 1 Α.Α.Δ. 298). Αυτά βεβαίως λέχθηκαν με αναφορά αίτηση για έκδοση προνομιακού εντάλματος αλλά ισχύουν "mutatis mudandis" και στη διαδικασία όπου επιζητείται η Άδεια, για καταχώρηση Αίτησης διά κλήσεως, για έκδοση Προνομιακού Εντάλματος. Συνεπώς οτιδήποτε άλλο λέχθηκε κατά τον χρόνο εξέτασης της αίτησης το οποίο δεν περιλαμβάνεται στην αίτηση δεν μπορεί να εξεταστεί.
Ο αιτητής όπως έχει αναφερθεί στηρίζει την αίτηση του σε "έκδηλο Νομικό Λάθος" το οποίο εν συνεχεία υποδιαιρεί σε πέντε (5) σφάλματα τα οποία κατά την εισήγηση του υπέπεσε το Πρωτόδικο Δικαστήριο. Αυτά έχουν ήδη αναφερθεί νωρίτερα στην απόφαση.
Ο ευπαίδευτος συνήγορος του Αιτητή, ενώπιον του Δικαστηρίου, υποστήριξε την Αίτηση με αναφορά στα γεγονότα της υπόθεσης και νομικά σφάλματα που κατά την εισήγηση του περιέπεσε το Ανώτατο Δικαστήριο.
Οι αρχές βάσει των οποίων παρέχεται άδεια για καταχώρηση αίτησης για έκδοση προνομιακού εντάλματος είναι καλά θεμελιωμένες. Στην Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ. ν. Παντελίδου, (2012) 1 (Α) Α.Α.Δ. 878 λέχθηκαν τ' ακόλουθα σχετικά:
«Σύμφωνα με πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, άδεια για καταχώρηση αίτησης για έκδοση προνομιακού εντάλματος παρέχεται μόνο όταν καταδεικνύεται από τον αιτητή ότι υπάρχει, στην ουσία, συζητήσιμο ζήτημα και, περαιτέρω, στην περίπτωση όπου προσφέρεται άλλο ένδικο μέσο ή άλλη θεραπεία, ότι συντρέχουν επαρκώς εξαιρετικές περιστάσεις οι οποίες να καθιστούν συζητήσιμο το ότι πρέπει να γίνει παρέκκλιση από τον κανόνα ότι, εφόσον προσφέρεται άλλο ένδικο μέσο ή άλλη θεραπεία, ο αιτητής δεν θεωρείται ότι απέδειξε συζητήσιμο ζήτημα. (Βλ., μεταξύ άλλων, R. v. Secretary of State (1986) 1 All E.R. 717, Ανθίμου (1991) 1 Α.Α.Δ. 41, Στ. Μεστάνας (2000) 1 Α.Α.Δ. 1469 και Χρ. Μιχαήλ και Στ. Μιχαηλιδη (2001) 1 Α.Α.Δ. 247). Στη Hellenger Trading Ltd (2000) 1 Α.Α.Δ. 1965, διευκρινίστηκε, ορθά, ότι η αρχή αυτή «ισχύει γενικά, ανεξάρτητα από το λόγο για τον οποίο επιδιώκεται το διάταγμα». Έστω, δηλαδή, και αν ο προβαλλόμενος λόγος είναι έλλειψη ή υπέρβαση δικαιοδοσίας. (Βλ. επίσης, Σ. Μαρκίδης κ.α. (2004) 1 Α.Α.Δ. 552). Αν δε, παρά τη μη ύπαρξη εξαιρετικών περιστάσεων, χορηγηθεί άδεια για καταχώρηση αίτησης για certiorari, η μη ύπαρξη τέτοιων περιστάσεων συνιστά, a fortiori, λόγο απόρριψης της αίτησης.»
(βλ. Base Metal Trading Ltd. v. Fastact Developments Ltd. κ.α. (2004) 1 Α.Α.Δ. 1535, ERIN RESOURCES S.A. κ.α. ν. Prime Int. Alliance Inc., Πολ. Έφεση 104/2013 και 124/2013, ημερ. 10/1/14).
Περαιτέρω σύμφωνα με τη νομολογία, (βλ. Αναφορικά με την Αίτηση της Marewave Shipping & Trading Company Ltd. (1992) 1 A.A.Δ. 116), αντικείμενο της διαδικασίας όπως η παρούσα δεν είναι ο έλεγχος της ορθότητας της απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου αλλά της νομιμότητας της. Εκεί όπου εκ πρώτης όψεως προκύπτει ότι το Δικαστήριο έχει δικαιοδοσία και ότι η διαδικασία εξελίχθηκε κανονικά το Ανώτατο Δικαστήριο δεν προχωρεί στην έκδοση προνομιακού διατάγματος επειδή ενδεχομένως το πρωτόδικο δικαστήριο αντιλήφθηκε λανθασμένα ένα νομικό σημείο (βλ. Αναφορικά με το Μάριο Χρίστου (1996) 1 Α.Α.Δ. 398). Το ίδιο συμβαίνει εκεί όπου το πρωτόδικο Δικαστήριο κέκτηται δικαιοδοσίας, δεν είναι δυνατό να θεωρηθεί ότι έχει υπερβεί ή ότι καταχράστηκε τη δικαιοδοσία του απλώς και μόνο επειδή ερμήνευσε λανθασμένα ένα νομοθέτημα. Δεν τίθεται θέμα αντικατάστασης, της κρίσης που διαμόρφωσε κατώτερο δικαστήριο αναφορικά με ζήτημα που αποφάσισε στα πλαίσια της δικαιοδοσίας του, με την κρίση του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Στο σύγγραμμα «Προνομιακά Εντάλματα» του Πέτρου Αρτέμη, σελ. 127-128, αναφέρεται ότι ο έλεγχος των κατωτέρων Δικαστηρίων με ένταλμα της φύσεως certiorari δεν περιλαμβάνει νομικά εσφαλμένες αποφάσεις ή λανθασμένη ερμηνεία νόμου. Θα πρέπει επίσης να λεχθεί ότι το certiorari δεν μπορεί να χρησιμοποιείται ως μεταμφιεσμένη Έφεση ούτε ως δεύτερη ευκαιρία επανακρόασης των ζητημάτων που απασχόλησαν το κατώτερο Δικαστήριο (βλ. Λυσιώτης & Υιός Λτδ (Αρ.3) (1996) 1 Α.Α.Δ. 1066).
Περαιτέρω, όπου προβάλλεται σε αίτηση, όπως η παρούσα, λόγος για πρόδηλη πλάνη Νόμου, αυτή θα πρέπει να είναι καταφανής από το πρακτικό και να αναφέρεται στις περιπτώσεις όπου υπάρχει φανερά εσφαλμένη ερμηνεία Νόμου ή εσφαλμένη εφαρμογή του σε δεδομένη περίπτωση. Η πλάνη θα πρέπει αμέσως να μπορεί να διακριβωθεί από το Δικαστήριο και όχι κατόπιν έρευνας όλων των στοιχείων ή της μαρτυρίας. (βλ. Σύγγραμμα "Προνομιακά Εντάλματα" (άνω) σελ. 127). Όταν δε γίνεται αναφορά σε "πρακτικό" αυτό σημαίνει κατά κανόνα το κείμενο της προσβαλλόμενης απόφασης και οτιδήποτε άλλο που με ρητή αναφορά ενσωματώνεται σ' αυτό. (βλ. "Προνομιακά Εντάλματα" (άνω) σελ. 129).
Χωρίς να αποφαίνομαι για οτιδήποτε, απλά αναφέρω ότι στη Δ.49 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας ρητά αναγράφεται ότι αφορά παραπομπή σε διαιτησία κατά τις πρόνοιες του Άρθρου 4 του Justice (Supplementary Provisions) Law Cap 12. Ο Νόμος αυτός τέθηκε σε ισχύ στις 31.3.1949. Το Άρθρο 4 του Cap 12 (άνω) προνοούσε για την εξουσία του Δικαστηρίου να παραπέμψει, με την συγκατάθεση των διαδίκων σε διαιτησία οιανδήποτε αγωγή ή όλα τα θέματα της διαφοράς τους με όρους κ.λ.π. Στο Court of Justice Law Cap 8 που ακολούθησε το 1953 (βλ. Ν.40/1953) η εξουσία αυτή ασκείτο με βάση το Άρθρο 40. Τελικά η εξουσία αυτή παρέμεινε στο Δικαστήριο βάσει του Άρθρου 35 του Περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960, Ν.14/60 που τέθηκε σε ισχύ την 17.12.1960. Οι Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας (Civil Procedure Rules) οι οποίοι προηγουμένως ονομάζοντο Rules of Court 1938 to (No.2) 1953, τέθησαν σε ισχύ την 31.12.1953 και παρέμειναν σε ισχύ μέχρι σήμερα με τις τροποποιήσεις βεβαίως που έγιναν κατά καιρούς.
Πέραν των πιο πάνω παρατηρώ ότι στην ένορκη δήλωση του αιτητή ημερ. 1.2.2016 που συνοδεύει την πρωτογενή του Αίτηση, αυτός επικαλείται για υποστήριξη του αιτήματος του και την συμφωνία μετόχων, Άρθρο 15, ημερ. 6.8.2007, η οποία ως αναφέρει, αντικαταστάθηκε με νέες, η τελευταία των οποίων φέρει ημερ. 29.7.2009. (βλ. Τεκμ. 6 στην Ένορκη Δήλωση του). Η νεότερη αυτή συμφωνία, την οποία επικαλείται ο αιτητής, ως φαίνεται από την άνω Ένορκο Δήλωση του, έγινε μετά την σύσταση της εταιρείας τους, Καθ' ης η Αίτηση 1, στην πρωτογενή αίτηση, η οποία συστάθηκε την 1.11.2007.
Έχοντας υπόψη όλα τα πιο πάνω, είναι η κρίση μου ότι ο Αιτητής απέτυχε να καταδείξει ότι υπάρχει πρόδηλη νομική πλάνη η οποία είναι καταφανής από την απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Αντίθετα, τα όσα ισχυρίζεται τώρα ο αιτητής θα πρέπει να τύχουν ενδελεχούς έρευνας και εξέτασης. Όπως έχει ήδη αναφερθεί, σκοπός των επιζητούμενων προνομιακών ενταλμάτων είναι ο έλεγχος της νομιμότητας και όχι της ορθότητας της απόφασης πρωτόδικου Δικαστηρίου όπως κατά τη γνώμη μου επιζητείται με την παρούσα έφεση. Συνεπώς, δεν έχει καταδειχθεί συζητήσιμο θέμα.
Με την πιο πάνω κατάληξη μου σφραγίζεται και η τύχη της αίτησης. Παρόλα ταύτα και προχωρώντας ένα βήμα παραπέρα, είμαι της γνώμης ότι και αν ακόμη έκρινα ότι ο αιτητής στοιχειοθέτησε συζητήσιμο θέμα και πάλι θα απέρριπτα την αίτηση για τον απλούστατο λόγο ότι στη διάθεση του Αιτητή είναι το ένδικο μέσο της Έφεσης και αυτός απέτυχε να καταδείξει την ύπαρξη εξαιρετικών περιστάσεων που να επιτρέπουν την παράκαμψη του κανόνα (βλ. Αίτηση Γεώργιου Ανθίμου (1991) 1 Α.Α.Δ. 41). Με την τροποποίηση που επέφερε ο τροποποιητικός Νόμος, ο Περί Δικαστηρίου (Τροποποιητικός) (Άρθρο 2) Νόμος του 2017, Ν.109(Ι)/2017 επιτρέπεται η καταχώρηση Έφεσης εναντίον ενδιάμεσης απόφασης πρωτόδικου Δικαστηρίου, με βεβαιότητα τουλάχιστον, στο στάδιο "της Έφεσης εναντίον της τελικής απόφασης". Συνεπώς, τα όσα σχετικά αναφέρονται στην Αίτηση και Ένορκη Δήλωση για υποστήριξη της αίτησης και όσα σχετικά ανέφερε ο συνήγορος του αιτητή ενώπιον του Δικαστηρίου δεν επιτρέπουν την παράκαμψη της ορθής διαδικασίας, ήτοι της Έφεσης που είναι και η φυσιολογική πορεία ελέγχου κατώτερου Δικαστηρίου. Όσο αφορά το χρόνο εκδίκασης της Έφεσης όπως η Νομολογία (βλ. Αίτηση Amsteso Electric Ltd Π.Ε. 64/2015, ημερ. 10.7.2015) ορίζει:
"..η εναλλακτική θεραπεία της Έφεσης δεν μπορεί να θεωρηθεί ως μη αποτελεσματική, επωφελής ή βολική για το λόγο ότι αυτή θα πρέπει να ασκηθεί στο τέλος της διαδικασίας της υπόθεσης. Πέραν τούτου, ο χρόνος εκδίκασης δεν είναι αποφασιστικής σημασίας..."
Τέλος, ο ισχυρισμός του Αιτητή ότι με την παραπομπή σε Διαιτησία αποξενώνεται και παρεμποδίζεται από το φυσικό του Δικαστή δεν κρίνεται βάσιμος, λαμβανομένου υπόψη ότι η υπό κρίση πρωτόδικη απόφαση είναι του φυσικού του Δικαστή.
Η αίτηση απορρίπτεται.
Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.
/γκ