ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2019:D21
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΑΙΤΗΣΗ ΑΡ. 6/2019
25 Ιανουαρίου, 2019
[Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ/ΣΤΗΣ]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ TΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964
ΚΑΙ
ANAΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΕΚΔΟΣΗΣ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ) ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟΣ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ 2018
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ ΧΧΧΧΧ ΜΙΤΕΛΑ ΓΙΑ ΑΔΕΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ CERTIORARI KAI/PROHIBITION
KAI
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟΎ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 21/12/2018 ΠΟΥ ΕΚΔΟΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΗΝ Μ.Χ. ΚΑΙΖΕΡ, Δ ΣΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ ΥΠ΄ ΑΡΙΘΜΟ 9/2008 ΤΟΥ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ
----------------------
Αλέξανδρος Ελευθερίου για Π. Αγγελίδης & Σία Δ.Ε.Π.Ε., για τον Αιτητή.
------------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ.:- Με την υπό εξέταση μονομερή αίτηση ζητείται άδεια για καταχώριση αίτησης, προς το σκοπό έκδοσης ενταλμάτων certiorari και prohibition. Επιδίωξη του αιτητή είναι η ακύρωση της απόφασης του Οικογενειακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, ημερομηνίας 21.12.2018, με την οποία ο αιτητής, καθ΄ ου η αίτηση στην Αίτηση Περιουσιακών Διαφορών υπ΄ αρ. 9/2008, κρίθηκε ένοχος για παρακοή δικαστικού διατάγματος. Ζητείται, επίσης, η αναστολή της εν λόγω απόφασης και κάθε περαιτέρω διαδικασίας στην αίτηση παρακοής («η αίτηση παρακοής»), στα πλαίσια της οποίας αυτή εκδόθηκε, μέχρι την εκδίκαση της παρούσας αίτησης ή άλλης απόφασης ή οδηγιών του παρόντος Δικαστηρίου.
Για να είναι καλύτερα κατανοητά τα όσα θα ακολουθήσουν, παρατίθεται σε συντομία το ιστορικό της αίτησης παρακοής. To Οικογενειακό Δικαστήριο, στα πλαίσια της Αίτησης Περιουσιακών Διαφορών υπ΄ αρ. 9/2008, στις 26.3.2014 εξέδωσε εκ συμφώνου διάταγμα με το οποίο διατασσόταν, μεταξύ άλλων, όπως ο εδώ αιτητής μεταβιβάσει στην αιτήτρια στην εν λόγω αίτηση, πρώην σύζυγο του, εντός ενός μηνός από την έκδοση του διατάγματος, το 1/3 μερίδιο του επί συγκεκριμένου ακινήτου. Στις 27.3.2018 η πρώην σύζυγος του αιτητή καταχώρισε αίτηση παρακοής, με την οποία ζητούσε την έκδοση διατάγματος εναντίον του, με το οποίο να διατάσσεται η «σύλληψη, φυλάκιση του .., επιβολή προστίμου ή κατάσχεση της περιουσίας του . για ανυπακοή και/ή μη συμμόρφωση του προς το Διάταγμα του Δικαστηρίου που δόθηκε την 26.3.2014 .». Ο αιτητής καταχώρισε γραπτή ένσταση, με την οποία ισχυρίστηκε, μεταξύ άλλων, ότι η αίτηση παρακοής ήταν αβάσιμη και παράτυπη και ότι τα αιτητικά της δεν ήταν επαρκώς διατυπωμένα και/ή έπασχαν και/ή «δεν περιγράφουν επαρκώς και/ή καθόλου τις πράξεις που συνιστούν παρακοή διατάγματος». Περαιτέρω, ότι το εκδοθέν διάταγμα ήταν προϊόν παρατυπίας και/ή αντικανονικότητας και στερείτο νομικής ισχύος. Η αίτηση παρακοής εκδικάστηκε και στις 21.12.2018 το Οικογενειακό Δικαστήριο εξέδωσε απόφαση, την προσβαλλόμενη, με την οποία αφού εξέτασε και απέρριψε τους λόγους ένστασης, για τους λόγους που εξηγεί στην απόφασή του, έκρινε τον αιτητή ένοχο ηθελημένης παρακοής στο σύνολο του εν λόγω διατάγματος. Να σημειωθεί ότι, προσεγγίζοντας το ζήτημα της διατύπωσης του αιτητικού της αίτησης, το Οικογενειακό Δικαστήριο παρατήρησε ότι εφόσον η Αιτήτρια επικαλείτο με ξεκάθαρο τρόπο πως ο Καθ΄ ου η αίτηση, εδώ αιτητής, δεν συμμορφώθηκε με ό,τι είχε διαταχθεί, η αίτηση παρακοής, ως κατηγορητήριο «θα πρέπει να διαβαστεί σε συνδυασμό με το περιεχόμενο του διατάγματος και στο βαθμό που ήθελε κριθεί ότι αυτό έχει σαφείς διαταγές, τότε στη βάση αυτού του δεδομένου, να εξεταστεί κατά πόσο ο Καθ΄ ου η αίτηση έχει συμμορφωθεί με αυτές». Η υπόθεση είναι ορισμένη στις 7.2.2019 για αγορεύσεις «για τον καθορισμό της ποινής».
Με την παρούσα αίτηση ο αιτητής υποστηρίζει, κυρίως, ότι «οι ενέργειες του Οικογενειακού Δικαστηρίου Λευκωσίας είναι παράνομες και/ή στερούνται και/ή υπερβαίνουν της δικαιοδοσίας του», διότι προχώρησε στην έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης επί της αίτησης παρακοής, κρίνοντας τον ένοχο ηθελημένης παρακοής. Η θέση του αιτητή αιτιολογείται στη βάση ότι η αίτηση παρακοής, η οποία επενεργεί ως δικόγραφο και κατηγορητήριο, συντάχθηκε παράτυπα και αντικανονικά, κατά παράβαση συνταγματικών προνοιών και κανόνων φυσικής δικαιοσύνης, αφού δεν εξειδικεύονται σε αυτήν οι ενέργειες ή παραλείψεις που κατ΄ ισχυρισμό συνιστούν παρακοή. Δεν παρατίθεται, επίσης, στην αίτηση παρακοής, το μέρος του διατάγματος που έχει παραβιαστεί, ούτε πληροφορείται ο καθ΄ ου η αίτηση (εδώ αιτητής) «αποκλειστικά επί της αίτησης παρακοής, και όχι της ένορκης δήλωσης και τεκμηρίων αυτής». Απουσιάζει η αναγκαία λεπτομέρεια και περιγραφή κατηγοριών «παραβιάζοντας τα δικονομικά εχέγγυα της διαδικασίας παρακοής δικαστικών διαταγμάτων». Εισηγείται περαιτέρω, ο αιτητής, ότι «οι ενέργειες» του Οικογενειακού Δικαστηρίου συγκρούονται με τα Άρθρα 12(δ) και 30(3) του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας και 6(3) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) που διασφαλίζουν τα κατ΄ ελάχιστον όρον δικαιώματα ενός κατηγορούμενου να πληροφορηθεί σε καταληπτή από αυτόν γλώσσα αμέσως και λεπτομερώς τη φύση και τους λόγους της αποδιδομένης σε αυτόν κατηγορίας και τους λόγους για τους οποίους καλείται να εμφανιστεί ενώπιον του Δικαστηρίου. Υπάρχει, εισηγείται, έκδηλη πλάνη η οποία είναι καταφανής «από το πρακτικό της απόφασης». Ο ίδιος πράγματι παραπλανήθηκε από τη γενικότητα της αίτησης παρακοής και το Οικογενειακό Δικαστήριο λανθασμένα έκρινε στην προσβαλλόμενη απόφασή του ότι δεν υπήρξε δυσμενής επηρεασμός.
Πρόσθετο σημείο νομικής πλάνης καταφανούς «από το πρακτικό της απόφασης» συνιστά, κατά τον αιτητή, και η παρατήρηση του Οικογενειακού Δικαστηρίου ότι αυτός θα μπορούσε να ζητήσει λεπτομέρειες αν αντιμετώπιζε δυσκολίες κατανόησης του κατηγορητηρίου, αφού πρόκειται για διαδικασία η οποία δεν μπορεί να εφαρμοστεί σε ενδιάμεσες αιτήσεις αστικής διαδικασίας, όπως η αίτηση παρακοής. Εν προκειμένω, εισηγείται, το Οικογενειακό Δικαστήριο έπρεπε να απορρίψει την αίτηση παρακοής κατά τον ίδιο τρόπο που δεν εγκρίνεται η καταχώρηση κατηγορητηρίου από δικαστή σε ποινική υπόθεση λόγω ασάφειας και λανθασμένης διατύπωσης των κατηγοριών.
Τα πιο πάνω προωθήθηκαν από τον ευπαίδευτο συνήγορο του αιτητή, κατά την ακρόαση της αίτησης, ο οποίος επισήμανε και την ανάγκη για «κατεύθυνση» αναφορικά με τη διαδικασία για αστική παρακοή, ενώ υποστήριξε πως λόγω της αδυναμίας του καθ΄ ου η αίτηση σε αίτηση παρακοής να ζητήσει λεπτομέρειες σε σχέση με την αποδιδόμενη σε αυτόν παρακοή, υπάρχει δικονομικό κενό το οποίο «επηρεάζει» τα εχέγγυα της δίκαιης δίκης.
Το προνομιακό ένταλμα, όπως είναι καλά γνωστό, είναι εξαιρετικό μέτρο και αίτηση για έκδοση του εγκρίνεται πάντοτε με φειδώ. Η κατάδειξη συζητήσιμης υπόθεσης, αποτελεί προϋπόθεση για τη χορήγησή του, αλλά όταν προβλέπεται άλλο ένδικο μέσο ή θεραπεία, η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου δεν ασκείται θετικά, ανεξάρτητα από το λόγο για τον οποίο επιδιώκεται το διάταγμα, εκτός εάν ο αιτητής ικανοποιήσει το Δικαστήριο ότι συντρέχουν επαρκώς εξαιρετικές περιστάσεις (βλ. Αίτηση της Τράπεζας Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ κ.ά. (2012) 1 ΑΑΔ 878). Η διαδικασία για την έκδοση εντάλματος certiorari δεν έχει ως αντικείμενο την αναθεώρηση της ορθότητας της πρωτόδικης απόφασης, αλλά τον έλεγχο της νομιμότητάς της.
Έχοντας εξετάσει με προσοχή την αίτηση και τα επιχειρήματα του ευπαίδευτου συνηγόρου του αιτητή, αφήνεται η εντύπωση ότι αυτό που επιδιώκεται ουσιαστικά είναι ο έλεγχος της ορθότητας της απόφασης του Οικογενειακού Δικαστηρίου, η οποία μπορεί να κριθεί μόνο στα πλαίσια αναθεώρησης της από το Εφετείο. Ειδικότερα για το ζήτημα της δυνατότητας αναζήτησης λεπτομερειών, για το οποίο έγινε αρκετός λόγος από τον ευπαίδευτο συνήγορο του αιτητή, παρατηρώ ότι έχοντας αποφασίσει το Οικογενειακό Δικαστήριο ότι δεν υπήρχε ελαττωματικότητα στο «κατηγορητήριο», η εκ του περισσού αναφορά του πως αν υπήρχε ελαττωματικότητα ο αιτητής θα μπορούσε να αναζητήσει λεπτομέρειες σε περίπτωση δυσκολίας κατανόησης του «κατηγορητηρίου», δεν αποτελεί έκδηλη πλάνη ώστε να χορηγηθεί άδεια.
Πέραν των πιο πάνω, ο αιτητής με την ένστασή του στην αίτηση παρακοής, αμφισβήτησε την εν λόγω αίτηση, προβάλλοντας αριθμό λόγων γιατί δεν έπρεπε να τύχει της έγκρισης του Οικογενειακού Δικαστηρίου, μεταξύ άλλων, ότι ήταν παράτυπη και δεν περιγράφονταν σε αυτήν οι πράξεις που κατ΄ ισχυρισμό συνιστούσαν παρακοή διατάγματος, ως έχει αναφερθεί. Θέσεις που προβλήθηκαν και ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου. Με την ολοκλήρωση της διαδικασίας στην αίτηση για παρακοή με την επιβολή ποινής, όποια και αν είναι αυτή, ο αιτητής θα έχει το δικαίωμα έφεσης εναντίον της απόφασης του Οικογενειακού Δικαστηρίου, κάτι που ο ίδιος δεν αμφισβητεί. Εισηγείται, όμως, ότι στην περίπτωση του συντρέχουν εξαιρετικές περιστάσεις οι οποίες συνίστανται στην «αντιφατικότητα στον τρόπο με τον οποίο το πρωτόδικο Δικαστήριο προσέγγισε την αίτηση παρακοής (εισήγηση ζήτησης λεπτομερειών από τον Καθ΄ ου η Αίτηση ως διαδικασία ανύπαρκτη σε ενδιάμεσες αιτήσεις, καθώς και το ότι η αίτηση παρακοής για σκοπούς διασαφήνισης της αποδιδόμενης κατηγορίας εκτιμήθηκε σε συνδυασμό με τη συνοδευόμενη ένορκη δήλωση και τεκμήρια αυτής .». Πρόκειται για λόγους για τους οποίους αξιώνεται η άδεια και που δεν στοιχειοθετούν αυτοτελώς εξαιρετικές περιστάσεις. Ούτε οι υποθέσεις του αιτητή ότι θα του επιβληθεί ποινή στερητική της ελευθερίας από το Οικογενειακό Δικαστήριο, όταν ολοκληρωθεί η ενώπιον του διαδικασία, συνιστούν εξαιρετικές περιστάσεις.
Για τους πιο πάνω λόγους, η αίτηση δεν μπορεί να έχει επιτυχή κατάληξη και απορρίπτεται.
Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ.
/ΣΓεωργίου