ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:

Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
public Παμπαλλής, Κώστας Σταύρου Χριστοδούλου, Μιχαλάκης Γιασεμή, Γιασεμής Ν. Κωνσταντίνος Ευσταθίου, για τον Εφεσείοντα. Δώρος Κακουλλής, για την Εφεσίβλητη 1. CY DOD Κύπρος Δευτεροβάθμιο Οικογενειακό Δικαστήριο 2019-01-24 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο Ι. Π. ν. Μ.Ε. κ.α., ΄Εφεση Αρ. 5/2014, 24/1/2019 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:DOD:2019:2

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΟ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

 

(΄Εφεση Αρ. 5/2014)

 

24 Ιανουαρίου, 2019

 

[ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ/στές]

 

 

Ι. Π.,

Εφεσείων-Αιτητής,

ν.

 

1.  Μ.Ε.,

2.  Π. Ε. ΚΑΙ ΣΙΑ ΛΙΜΙΤΕΔ,

Εφεσιβλήτων-Καθ' ων η Αίτηση.

________________________

 

Κωνσταντίνος Ευσταθίου, για τον Εφεσείοντα.

Δώρος Κακουλλής, για την Εφεσίβλητη 1.

Γιώργος Βαλιαντής, μαζί με Χριστιάνα Παρασκευά, για Λ. Παπαφιλίππου & Σία Δ.Ε.Π.Ε., για την Εφεσίβλητη 2.

________________________

 

ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.:  Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου

θα δώσει ο Δικαστής Γ.Ν. Γιασεμής.

_________________________

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.:  Η παρούσα έφεση αφορά στην απορριφθείσα απαίτηση του εφεσείοντος για απόδοση προς αυτόν της, κατ' ισχυρισμό, συνεισφοράς του στην αύξηση της περιουσίας της πρώην συζύγου του, πρώτης εφεσίβλητης, η οποία φέρεται να κατεχόταν, στο σύνολό της, προς όφελος της τελευταίας, δυνάμει καταπιστεύματος.  Προς το σκοπό αυτό, ο εφεσείων είχε καταχωρίσει ενώπιον του Οικογενειακού Δικαστηρίου Λευκωσίας την αγωγή αρ. 164/2007.  Η ως άνω αιτία βασίζεται στο άρθρο 14(1) του περί Ρυθμίσεως των Περιουσιακών Σχέσεων των Συζύγων Νόμου του 1991, (Ν. 232/1991).  Η περιουσία στην οποία η εν λόγω απαίτηση του εφεσείοντος αφορούσε αποτελείτο από τη συζυγική κατοικία και την οικοσκευή της, (ηλεκτρικές συσκευές και επίπλωση).

 

Η προαναφερθείσα κατοικία οικοδομήθηκε σε τεμάχιο γης, το οποίο είχε αγοραστεί το 1986 από τη δεύτερη εφεσίβλητη, εταιρεία περιορισμένης ευθύνης.  Πρόκειται για εταιρεία η οποία ανήκει στους γονείς της πρώτης εφεσίβλητης και περιλήφθηκε ως διάδικος στην υπό αναφορά αγωγή εξαιτίας της προαναφερθείσας σχέσης της με το εν λόγω τεμάχιο γης.  Προς ολοκλήρωση της εικόνας, σημειώνεται, επίσης, το αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι, σε όλους τους ουσιώδεις προς την παρούσα αγωγή χρόνους, το πιο πάνω τεμάχιο γης παρέμενε εγγεγραμμένο στο όνομα του πωλητή, παρά το ότι το τίμημα γι' αυτό είχε εξοφληθεί.

 

Πρωτόδικα, η υπόθεση του εφεσείοντος κρίθηκε, ουσιαστικά, στη βάση της αξιολόγησης της μαρτυρίας που είχε τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου, ιδιαίτερα εκείνης που κατέθεσε ο εφεσείων.  Συγκεκριμένα, αυτό δεν έκαμε δεκτούς τους ισχυρισμούς του που αναφέρονταν στη συμβολή του στην αύξηση της, ως άνω, φερόμενης ως περιουσίας της πρώτης εφεσίβλητης.  Τούς έκρινε ως μη στοιχειοθετηθέντες, λόγω ανεπάρκειας στη λεπτομέρειά τους ή και λόγω της περισσής ασάφειας, η οποία χαρακτήριζε το περιεχόμενό τους, όπως εξηγεί στην απόφασή του.  Ως αποτέλεσμα, απέρριψε την απαίτηση και την αγωγή.

 

Στην υπό εξέταση έφεση, με τον πρώτο λόγο, προβάλλεται η θέση ότι το εκδικάσαν Δικαστήριο πεπλανημένα δεν εξέτασε κατά πόσο, στην προκειμένη περίπτωση, εφαρμοζόταν το τεκμήριο το οποίο προβλέπεται στο άρθρο 14(2) του Ν. 232/1991, προς το σκοπό καθορισμού της συνεισφοράς του εφεσείοντος στην υπό αναφορά περιουσία της πρώτης εφεσίβλητης.  Με το δεύτερο δε λόγο, προσβάλλεται η αξιολόγηση της μαρτυρίας.  ΄Οπως αναφέρεται σε αυτόν, «... το Δικαστήριο προσήγγισε παντελώς εσφαλμένα ... το θέμα της ενώπιον του μαρτυρίας με αποτέλεσμα να εκδώσει την εκκαλούμενη απόφαση υπό καθεστώς πλάνης περί τα πράγματα και/ή των αληθών γεγονότων της υποθέσεως, όπως αυτά αποδείχθησαν κατά την ενώπιον του ακροαματική διαδικασία.».   

 

Εμφανώς, ο δεύτερος λόγος έφεσης εκλαμβάνει ως δεδομένο ότι ενώπιον του εκδικάσαντος Δικαστηρίου υπήρχαν, εξαρχής, κάποια αδιαμφισβήτητα γεγονότα, καθώς, επίσης, ότι κάποια άλλα γεγονότα αποδείχθηκαν, κατά τρόπο ώστε αυτά να μην επιδέχονταν αμφισβήτησης ως προς την αλήθειά τους.  Ωστόσο, συνεχίζει η εισήγηση, αυτό δεν τα έλαβε υπόψη, με αποτέλεσμα να οδηγηθεί σε λανθασμένη απόφαση.  ΄Οσον αφορά την αιτιολογία που έχει παρατεθεί, όπως καταγράφεται, προς «Περαιτέρω Ανάπτυξη» του υπό αναφορά λόγου έφεσης, επισημαίνεται πως με αυτή επιχειρείται, στα διάφορα σημεία της, εμφανώς κατά τρόπο ατελή και γενικό, να πληγεί η αξιολόγηση, από το Δικαστήριο, της ενώπιόν του τεθείσας μαρτυρίας.  Εν πάση περιπτώσει, όπως έχει ήδη αναφερθεί, το θέμα της αξιολόγησης της μαρτυρίας βρίσκεται στο επίκεντρο του συγκεκριμένου λόγου έφεσης, ο οποίος συζητείται σε επόμενο στάδιο, στο μέτρο, βέβαια, του δυνατού, υπό το φως των πιο πάνω παρατηρήσεων.          

 

Επί του παρόντος, σημειώνεται πως το Δικαστήριο, εξετάζοντας, με κάποια λογική σειρά, τα θέματα που αφορούσαν στο αντικείμενο της, κατ' ισχυρισμό, συνεισφοράς του εφεσείοντος, προέβη σε κάποιες διαπιστώσεις σε σχέση με την αξία του κάθε επιμέρους στοιχείου της υπό αναφορά περιουσίας.  Συγκεκριμένα, με βάση εκ συμφώνου δήλωση των διαδίκων, διαπίστωσε, κατ' αρχάς, ότι η αξία της κατοικίας, κατά το Σεπτέμβριο του 2003 που επήλθε διάσταση μεταξύ των συζύγων, ήταν €500.000,00, (ΛΚ292.637,00).  Ακολούθως, εξετάζοντας τους ισχυρισμούς του εφεσείοντος για συνεισφορά του στην αγορά της οικοσκευής και ότι η δαπάνη γι' αυτήν ανήλθε «πέριξ των £100.000,- Λ.Κ.», διαπίστωσε ότι αυτός δεν είχε προσκομίσει οποιαδήποτε απτή μαρτυρία προς απόδειξή τους.  Αντιθέτως, έκαμε δεκτούς τους ισχυρισμούς, εκ μέρους των εφεσιβλήτων, ότι, για τον εν λόγω σκοπό, δαπανήθηκε πολύ μικρότερο ποσό, χωρίς, εν τέλει, να προσδιορίσει ποιο ήταν το ποσό αυτό, καθώς, επίσης, την αξία της οικοσκευής κατά το χρόνο της διάστασης.

 

Το Δικαστήριο, σε σχέση με τα δύο προαναφερθέντα περιουσιακά στοιχεία, σημείωσε, ειδικά, τη δήλωση του εφεσείοντος ότι ο ίδιος ουδέποτε είχε πληρώσει οποιοδήποτε ποσό στον εργολάβο της κατοικίας, ούτε είχε πληρώσει, επίσης, οτιδήποτε για την αγορά των αντικειμένων της οικοσκευής.  ΄Οπως δε διαπίστωσε, συναφώς, όλες τις πληρωμές τις είχε κάμει ο κ. Π. Ε., πατέρας της πρώτης εφεσίβλητης, ο οποίος δεν αντεξετάστηκε σε σχέση με τα εν λόγω θέματα.  Οι διαπιστώσεις αυτές έχουν τη σημασία τους, όπως θα διαφανεί στη συνέχεια.

 

Ακολούθως, το Δικαστήριο ασχολήθηκε με το πλέον σημαντικό μέρος των ισχυρισμών του εφεσείοντος∙ ότι η συμβολή του στην αύξηση της περιουσίας της πρώτης εφεσίβλητης έγινε μέσα από τη συνεισφορά του διαφόρων χρηματικών ποσών.  ΄Οπως ισχυρίστηκε, το κάθε ένα από αυτά προήλθε από διαφορετική πηγή.  Οι μηνιαίες απολαβές από την εργασία του σε εταιρεία του πατέρα της πρώτης εφεσίβλητης ήταν μία εξ αυτών.  ΄Ολα, όμως, τα εν λόγω ποσά κατατίθεντο σε λογαριασμό που διαχειριζόταν ο πατέρας της πρώτης εφεσίβλητης, από τον οποίο γίνονταν όλες οι πληρωμές, περιλαμβανομένων, όπως ισχυρίστηκε, και αυτών που αφορούσαν στην αγορά των αντικειμένων της οικοσκευής.  Ο εφεσείων, με τη θέση του αυτή, δε διαχώρισε την οικονομική συμβολή του στην αγορά της οικοσκευής από τη συμβολή του στη δαπάνη για την κατασκευή της κατοικίας.

 

΄Οπως αναφέρθηκε, ήδη, η απαίτηση του εφεσείοντος εδραζόταν στο άρθρο 14(1)[1] του Ν. 232/1991.  Σύμφωνα με τις πρόνοιές του, σύζυγος δικαιούται, όταν ο γάμος παύσει, ουσιαστικά, να υφίσταται, μερίδιο στην περιουσία του άλλου συζύγου, δεδομένου ότι έχει επέλθει αύξησή της, η οποία οφείλεται και σε δική του συμβολή.  Αυτά τα δύο στοιχεία, δηλαδή η αύξηση της περιουσίας του ενός συζύγου και η συμβολή προς τούτο του άλλου συζύγου (του απαιτητή) πρέπει, σε κάθε περίπτωση, να αποδεικνύονται με θετική μαρτυρία.  Το βάρος δε απόδειξής τους φέρει ο τελευταίος, (βλ. Ορφανίδης ν. Ορφανίδη (1998) 1 Α.Α.Δ. 179).  Αποδεικνυομένων των πιο πάνω στοιχείων, το ύψος της συμβολής υπολογίζεται, συνήθως, υπό μορφή ποσοστού, με αναφορά στο μέγεθος της αύξησης της εν λόγω περιουσίας.  Η απαίτηση ως προς το ύψος της συμβολής, όταν αυτή δεν περιορίζεται στο τεκμαιρόμενο μερίδιο συμβολής του 1/3, επαφίεται στον απαιτητή σύζυγο, ο οποίος θα πρέπει να την αποδείξει, (βλ. Παναγιώτου (Σφικτού) ν. Παναγιώτου (2007) 1 Α.Α.Δ. 28).

 

Υπό το φως των πιο πάνω παρατηρήσεων αναφορικά με την εφαρμογή των προνοιών του άρθρου 14(1) του Ν. 232/1991, πρέπει να σημειωθεί πως:  Κατά πρώτο, δεν είναι ορθή η θέση του εφεσείοντος ότι αυτός «δεν όφειλε να αποδείξει τη συμβολή του στην αύξηση της περιουσίας των εφεσιβλήτων», εννοώντας, προφανώς, της πρώην συζύγου του, πρώτης εφεσίβλητης.  Κατά δεύτερο, η θέση, ανωτέρω, εμφανώς, αναγνωρίζει τη δυσκολία που ο εφεσείων, εν προκειμένω, είχε να αποδείξει τη συμβολή του στην αύξηση της υπό αναφορά περιουσίας, καταφεύγοντας, έτσι, στη βοήθεια που αυτός θεωρούσε ότι μπορούσε να του εξασφαλίσει το κατά νόμο μαχητό τεκμήριο το οποίο προβλέπεται στο εδάφιο (2)[2] του άρθρου 14 του Ν. 232/1991

   

Το Δικαστήριο, στην απόφασή του, ασχολήθηκε, σχεδόν αποκλειστικά, με την πτυχή που αφορούσε στη συμβολή του εφεσείοντος.  Εξέτασε ένα προς ένα τα διάφορα ποσά που ο ίδιος ισχυρίστηκε ότι αποτελούσαν τη συνεισφορά του στις δαπάνες για την κατασκευή της κατοικίας και στην αγορά της οικοσκευής.  Αντιπαρέβαλε τους εν λόγω ισχυρισμούς του με τη θέση που αυτός, επίσης, διατύπωσε, χαρακτηρίζοντας τον πατέρα της πρώτης εφεσίβλητης ως το «βασικό χρηματοδότη» για την κατασκευή και εξοπλισμό της κατοικίας.  Στο πλαίσιο αυτό, δεν παρέλειψε να επισημάνει, συναφώς, και τη δυσκολία που ο εφεσείων είχε να προσδιορίσει το ποσό της συμβολής του.  Αφού ανέλυσε το σύνολο των εν λόγω ισχυρισμών, κατέληξε ότι η παράλειψή του να προσκομίσει καταστάσεις λογαριασμού, με βάση τις οποίες να αποδεικνύονταν τα εμβάσματα, εκ μέρους του, αυτών των χρηματικών ποσών προς συγκεκριμένο λογαριασμό της δεύτερης εφεσίβλητης, από τον οποίο είναι κοινώς αποδεκτό ότι είχαν γίνει όλες οι πληρωμές σε σχέση με την κατοικία και την οικοσκευή, ήταν, αρκούντως, σοβαρή.  Στερούσε από τους εν λόγω ισχυρισμούς του την απαιτούμενη αξιοπιστία. 

 

Επιπρόσθετα, το Δικαστήριο ασχολήθηκε και με τα επιμέρους ποσά, διαπιστώνοντας ότι, εν πάση περιπτώσει, υπό τις περιστάσεις, δεν αποδεικνύονταν οι διάφοροι ισχυρισμοί του εφεσείοντος ως προς την πηγή προέλευσης ή και τη δημιουργία του καθενός από αυτά.  Στο πλαίσιο τούτο, αφού επεσήμανε το αναντίλεκτο γεγονός ότι ο εφεσείων λάμβανε μηνιαίο μισθό ΛΚ1.425,00 από την εργασία του, διαπίστωσε, επίσης, με αναφορά σε μαρτυρία, ότι το πιο πάνω ποσό δεν ήταν καν αρκετό για τις διάφορες προσωπικές του ανάγκες και υποχρεώσεις.  Αναφερόμενο δε, ακολούθως, στο θέμα των δαπανών σε σχέση με την κατασκευή και την αγορά του εξοπλισμού της κατοικίας, κατέληξε πως:  «Το τι πραγματικά συνέβαινε ήταν πως άλλοι μεριμνούσαν για όλα αυτά.  Τα ίδια αυτά άτομα, είτε προσωπικά, είτε μέσω των εταιρειών τους προνόησαν για τα πάντα.  Χωρίς τη συνεισφορά κανενός έκτισαν, εξόπλισαν και επίπλωσαν την επίδικη κατοικία για να αποτελέσει τη συζυγική κατοικία της κόρης και του γαμπρού τους».     

 

Το Δικαστήριο, κατά την αξιολόγηση της εν λόγω μαρτυρίας, δεν εμποδιζόταν να καταλήξει ως ανωτέρω.  Δεν έχει δε καταδειχθεί οτιδήποτε, το οποίο να οδηγεί στο συμπέρασμα ότι ήταν λανθασμένοι οι συλλογισμοί του στον τομέα αυτό.  Από μέρους του εφεσείοντος, όπως έχει ήδη επισημανθεί, τέθηκε έμφαση στο ότι ο ίδιος δεν είχε υποχρέωση να αποδείξει τη συνεισφορά του.  Ως εκ τούτου, περιοριζόμενος στη θέση του, ανωτέρω, δεν ασχολείται, στο πλαίσιο της έφεσής του, και με τις λοιπές διαπιστώσεις και ευρήματα του Δικαστηρίου, συναφώς.  Συγκεκριμένα, ουδόλως θίγει τις αναφορές και τα ευρήματα του Δικαστηρίου σε σχέση με τη μη ικανοποίησή του για τη συνεισφορά, εκ μέρους του, των διαφόρων ποσών, ως οι ισχυρισμοί του.  Ούτε προσβάλλει την ορθότητα των εν λόγω ευρημάτων του με συγκεκριμένο λόγο έφεσης ή, έστω, εντάσσοντάς τα στην αιτιολογία σχετικού λόγου.

 

Δικαστήριο δικαιούται, εφόσον αξιολογήσει την ενώπιόν του τεθείσα μαρτυρία στο σύνολό της, να καταλήξει σε ευρήματα επί των γεγονότων και, επί τη βάσει τούτων, στα συμπεράσματά του, απότοκο των οποίων είναι η τελική κρίση του σε σχέση με την ενώπιόν του επίδικη διαφορά.  Η ανατροπή των εν λόγω ευρημάτων και συμπερασμάτων του δικαιολογείται μόνο εάν αυτά έρχονται σε σύγκρουση με συγκεκριμένη αδιαμφισβήτητη μαρτυρία ή με την ίδια τη λογική των πραγμάτων και, βεβαίως, εάν δεν υποστηρίζονται από την προσαχθείσα μαρτυρία, (βλ. Κασιέρη κ.ά. ν. Κυριάκου (1997) 1 Α.Α.Δ. 1246, Αντωνίου ν. Γεστάμη και Σία Λτδ κ.ά. (2002) 1 Α.Α.Δ. 1070).  Εμφανώς, δεν είναι τέτοια η παρούσα περίπτωση και ουδόλως υπεδείχθη οτιδήποτε από μέρους του εφεσείοντος προς την κατεύθυνση αυτή.  Επομένως, το εκδικάσαν Δικαστήριο ορθώς κατέληξε ότι ο εφεσείων δεν απέδειξε οποιαδήποτε συνεισφορά στην αύξηση της υπό αναφορά περιουσίας και, ως εκ τούτου, παρέλκει η ανάγκη για εξέταση του ύψους της, υπό οποιαδήποτε μορφή.

 

Επιπρόσθετα αλλά και ανεξάρτητα από τα πιο πάνω, σημειώνονται τα εξής:  Με βάση το άρθρο 14(1) του Ν. 232/1991 και υπό τις προϋποθέσεις που αυτό ορίζει, σύζυγος μπορεί να προβάλει απαίτηση σε σχέση με περιουσία μόνο του άλλου συζύγου.  Στην παρούσα υπόθεση, το Δικαστήριο, στην αρχή της απόφασής του, ασχολήθηκε με το θέμα αυτό, εκλαμβάνοντας ως δεδομένο, με βάση τις θέσεις του εφεσείοντος, ότι το σύνολο της περιουσίας, κινητής και ακίνητης, επί της οποίας αυτός είχε εστιάσει την απαίτησή του, κατεχόταν, δυνάμει καταπιστεύματος, προς όφελος της πρώην συζύγου του, πρώτης εφεσίβλητης.  Συνακόλουθα,  αναφέρθηκε στη νομολογία[3], με βάση την οποία αναγνωρίστηκε ότι σύζυγος, εφόσον συνέβαλε στην αύξηση της περιουσίας του άλλου συζύγου, δικαιούται ανάλογου μεριδίου σε αυτή, το οποίο ο τελευταίος κατέχει, στη βάση καταπιστεύματος, προς όφελός του.

 

Σχετικό, εν προκειμένω, βέβαια, θα ήταν, αν καταδεικνυόταν ότι η πρώτη εφεσίβλητη, δικαιούτο, πράγματι, στην υπό αναφορά περιουσία.  Εφόσον δε συνέτρεχαν οι πρόνοιες του άρθρου 14(1) του Ν. 232/1991 και ο εφεσείων δικαιούτο σε μερίδιο στην εν λόγω περιουσία, δε θα είχε διαφορά αν η περιουσία αυτή αποτελούσε αποκλειστική ιδιοκτησία της πρώτης εφεσίβλητης, ή αν αυτή δικαιούτο στην περιουσία δυνάμει καταπιστεύματος.  Το Δικαστήριο, όμως, υπό το φως της απόφασής του ότι ο εφεσείων δεν είχε αποδείξει οποιαδήποτε συνεισφορά στην αύξηση της υπό αναφορά περιουσίας, θεώρησε ότι δεν ήταν αναγκαίο να προβεί στην εξέταση των πιο πάνω θεμάτων, τα οποία και δεν εξέτασε.  Δεν υπάρχει δε λόγος έφεσης, ο οποίος να προσβάλλει την απόφασή του αυτή.

 

Επομένως, για τους λόγους που αναφέρονται πιο πάνω, η έφεση απορρίπτεται, με έξοδα υπέρ των εφεσιβλήτων και εναντίον του εφεσείοντος, τα οποία καθορίζονται στο ποσό των €3.000,00, πλέον Φ.Π.Α.

 

                            

 

                                                     Κ. Παμπαλλής, Δ.

 

 

 

                                                     Μ. Χριστοδούλου, Δ.

 

 

 

                                                     Γ.Ν. Γιασεμής, Δ.

/ΜΠ



[1] «14. - (1)  Σε περίπτωση που ο γάμος λυθεί ή ακυρωθεί, ή σε περίπτωση διάστασης των συζύγων, και η περιουσία του ενός συζύγου έχει αυξηθεί, ο άλλος σύζυγος, εφόσον συνέβαλε με οποιοδήποτε τρόπο στην αύξηση αυτή, δικαιούται να εγείρει αγωγή στο Δικαστήριο και να απαιτήσει την απόδοση του μέρους της αύξησης το οποίο προέρχεται από τη δική του συμβολή.»

[2] «(2)  Η συνεισφορά του ενός συζύγου στην αύξηση της περιουσίας του άλλου τεκμαίρεται ότι ανέρχεται στο ένα τρίτο της αύξησης, εκτός αν αποδειχθεί μεγαλύτερη ή μικρότερη συνεισφορά.»

[3] Ορφανίδης ν. Ορφανίδη, ανωτέρω.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο