ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Ευδόκας Πέτρος (2016) 1 ΑΑΔ 3018, ECLI:CY:AD:2016:A586
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ ΕΥΔΟΚΑ , Πολιτική Έφεση Αρ. 51/2017, 14/11/2018, ECLI:CY:AD:2018:A500
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
ΕΠΙ ΤΟΙΣ ΑΦΟΡΩΣΙ ΤΟΝ Α.Κ., Ποινική Αίτηση Αρ. 24/2021, 16/12/2021, ECLI:CY:AD:2021:B578
MOHAMED ALI κ.α. v. ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, Ποινική Αίτηση Αρ. 6/2023, 22/6/2023, ECLI:CY:AD:2023:B217
ΕΠΙ ΤΟΙΣ ΑΦΟΡΩΣΙ ΤΟΝ CHRISTODOULOU, Ποινική Αίτηση Αρ. 14/2021, 7/12/2021, ECLI:CY:AD:2021:B562
ECLI:CY:AD:2019:D9
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Πολιτική αίτηση αρ.3/19
16 Ιανουαρίου, 2019
[Τ.ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ]
Αναφορικά με το ’ρθρο 155.4 του Συντάγματος και τα άρθρα 3 και 9 του περί Απονομής της Δικαιοσύνης (Ποικίλαι Διατάξεις) Νόμος του 1964
Και
Αναφορικά με τους περί Ανωτάτου Δικαστηρίου (Δικαιοδοσία Έκδοσης Ενταλμάτων Προνομιακής Φύσεως) Διαδικαστικός Κανονισμός του 2018 (5/2018)
Και
Αναφορικά με την Αίτηση των xxx Μιχαήλ ΔΤ.xxx και xxx Μιχαήλ ΔΤ.xxx για ΑΔΕΙΑ για την καταχώρηση αίτησης για έκδοση Εντάλματος Certiorari
Και
Αναφορικά με το Διάταγμα Πρόσβασης σε τηλεπικοινωνιακά δεδομένα το οποίο εξέδωσε το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας στις 30/05/18 στο πλαίσιο της αίτησης 154/18 για άρση των τηλεπικοινωνιακών δεδομένων.
---------------
Μ.Γεωργίου με Β.Μπίσσα, για τους αιτητές.
----------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.: Στις 30.5.2018, η Αστυνομία προσέφυγε σε Ανώτερο Επαρχιακό Δικαστή επιδιώκοντας έκδοση διατάγματος πρόσβασης σε τηλεπικοινωνιακά δεδομένα εναντίον της Cablenet Communication Systems Ltd ώστε η τελευταία να παραδώσει στο Γραφείο Καταπολέμησης Ηλεκτρονικού Εγκλήματος όλες τις πληροφορίες που αφορούν τηλεπικοινωνιακά δεδομένα τα οποία διατηρούσε στην κατοχή της, για τα στοιχεία του/των κατόχου/ων/χρήστη/στών του IP Address «με στοιχεία: xxx για την ημερομηνία 13/02/2018 και ώρες 10:45:13 ΕSΤ-10:45:57 EST».
Η αίτηση βασιζόταν στα άρθ.4(1)(2)(3) και (4) του περί Διατήρησης Τηλεπικοινωνιακών Δεδομένων με σκοπό την Διερεύνηση Σοβαρών Ποινικών Αδικημάτων, Ν.183(Ι)/2007.
Χρήσιμο είναι να αναφερθούν τα γεγονότα τα οποία, δια του όρκου του Αστ.Ελευθερίου, δόθηκαν στο Δικαστήριο.
Τα διερευνόμενα αδικήματα είναι «Απόκτηση ή κατοχή παιδικής πορνογραφίας, ΄Αρθρο 8(1), Απόκτηση πρόσβασης σε παιδική πορνογραφία, Νόμος 91(Ι)/2014, ΄Αρθρο 8(3) και Προσφορά ή παροχή πληροφοριών για παιδική πορνογραφία, ΄Αρθρο 8(4), του Νόμου περί Πρόληψης και της Καταπολέμησης της Σεξουαλικής κακοποίησης, της Σεξουαλικής εκμετάλλευσης Παιδιών και της Παιδικής Πορνογραφίας Νόμος του 2014, Ν. 91(Ι)/2014».
Συγκεκριμένα με βάση την αίτηση της Αστυνομίας, λήφθηκε μέσω της Europol πληροφορία ότι χρήστης συγκεκριμένης πλατφόρμας κοινωνικής δικτύωσης ΧΧ, με το screen name xx και συγκεκριμένο email ΧΧ καθώς και το πιο πάνω IP address κατέχει και ή παράγει και ή διανέμει παιδικό πορνογραφικό υλικό, ειδικά ότι ο πιο πάνω χρήστης την 13.2.2018 μεταξύ των ωρών που αναφέρονται πιο πάνω μέσω του εν λόγω IP address ανέβασε στο διαδίκτυο 3 αρχεία παιδικού πορνογραφικού υλικού. Από εξετάσεις που έγιναν διαπιστώθηκε ότι το πιο πάνω IP address ανήκει στον ως άνω διαδικτυακό παροχέα Cablenet.
Με βάση το στηρικτικό της αίτησης όρκο, η αποκάλυψη των πιο πάνω δεδομένων εύλογα θα βοηθήσει στη διερεύνηση των πιο πάνω αδικημάτων. Η εξασφάλιση των πιο πάνω τηλεπικοινωνιακών δεδομένων, κρίθηκε ουσιαστικής σημασίας στις έρευνες για τις οποίες έχει υποβληθεί η αίτηση διότι από το εν λόγω IP Address, θα προκύψουν συγκεκριμένα στοιχεία του χρήστη ο οποίος κατά τη θέση της Αστυνομίας είναι ύποπτος για τη διάπραξη των πιο πάνω αδικημάτων.
Τελικά το Επαρχιακό Δικαστήριο θεώρησε δικαιολογημένο το αίτημα και εξέδωσε το αιτούμενο διάταγμα στις 30/5/2018, το οποίο και εκτελέστηκε τον Ιούνιο 2018 με αποκάλυψη των στοιχείων προς την Αστυνομία.
Στις 14.12.2018, η Αστυνομία επανήλθε αιτούμενη ένταλμα έρευνας. Στη στηρικτική δε ένορκη δήλωση αναφέρθηκε ότι ο κάτοχος/χρήστης του ως άνω IP address ήταν η αιτήτρια 1, μητέρα του αιτητή 2.
Μετά την έρευνα που συντελέστηκε στην οικία της αιτήτριας 1, συνελήφθη ο αιτητής 2 για διερεύνηση εναντίον του ποινικής υπόθεσης για τα πιο πάνω αδικήματα. Ακολούθησε διάταγμα προσωποκράτησης του στις 17.12.2018.
Κατά τους αιτητές, το διάταγμα πρόσβασης σε τηλεπικοινωνιακά δεδομένα ημερ.30.5.2018 (αλλά και το ΄Ενταλμα ΄Ερευνας ημερ. 14.12.2018) είναι παράνομο.
Ως τέτοια παρανομία περιγράφεται από τα σημεία στα σημεία Β και Γ της έκθεσης, τα οποία και μεταφέρονται αυτούσια:
«Β. Η αυθαίρετη και χωρίς δικαιολογία διατήρηση τηλεπικοινωνιακών δεδομένων από τον παροχέα, παραβιάζει το άρθρο 15(1) της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2002/58 εφόσον αντίκειται στα άρθρα 7, 8, 11 και 52 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, Το ΔΕΕ στην απόφαση του Tele2 Sverige AB[1] έκρινε ότι εάν οι παροχείς τηλεπικοινωνιών διατηρούν τηλεπικοινωνιακά δεδομένα αυθαίρετα, χωρίς συγκεκριμένο σκοπό και χωρίς συγκατάθεση ή γνώση του κατόχου/χρήστη, δεν επιτρέπεται η διατήρηση των δεδομένων αυτών ακόμη και για την πάταξη σοβαρών εγκλημάτων. Η ίδια αρχή ακολουθήθηκε και σε πρόσφατη απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου σε πενταμελή σύνθεση , δηλαδή στην απόφαση Αναφορικά με την Αίτηση του Αρτέμη Κκολού, Πολ. Έφεση αρ. 26/2017, ημερ.26/4/18, ECLI:CY:AD:2018:A202. Το διάταγμα πρόσβασης σε τηλεπικοινωνιακά δεδομένα ημερομηνίας 30/05/18 το οποίο εκδόθηκε στα πλαίσια της αίτησης 154/18, εκδόθηκε στην βάση του άρθρου 4(1) και 4(4) Νόμου 183(Ι)/2007. Ο συγκεκριμένος νόμος προνοεί την διατήρηση δεδομένων διαδικτύου ή/και τηλεπικοινωνιακών δεδομένων για περίοδο 6 μηνών αυθαίρετα και χωρίς οποιαδήποτε δικαιολογία. Η διατήρηση αυτών των δεδομένων αντίκειται στον Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων και στην Ευρωπαϊκή Οδηγία 2002/58.
Γ. Ως συνεπακόλουθο της παράνομα ληφθείσας μαρτυρίας των τηλεπικοινωνιακών δεδομένων ως ανωτέρω εξηγείται, το ένταλμα έρευνας καθίσταται και το ίδιο άκυρο και παράνομο εκ του γεγονότος ότι στηρίχτηκε σε παράνομα ληφθείσα μαρτυρία και συνεπώς θα πρέπει να ακυρωθεί και αυτό».
Είναι η θέση των αιτητών πως το Δικαστήριο εκδίδοντας το επίδικο διάταγμα παραβίασε κυρίως τα άρθ.7, 8, 11 και 52 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής ΄Ενωσης (προστασία της ιδιωτικής ζωής, επικοινωνίας, προσωπικών δεδομένων). Γίνεται δε επίκληση της ως άνω απόφασης του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου η οποία, κατά τους αιτητές, καθιστά τις πρόνοιες των αρθ.3, 4, 6 και 13 του Ν.183(Ι)/2007 παράνομες και αντίθετες με την Ευρωπαϊκή Οδηγία 2002/58 και τον Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων.
Στη βάση των πιο πάνω οι αιτητές επιδιώκουν δια της παρούσης άδεια του Δικαστηρίου για την καταχώριση αίτησης με κλήση για την έκδοση προνομιακού εντάλματος certiorari με σκοπό την ακύρωση του διατάγματος πρόσβασης και του εντάλματος έρευνας.
Κατ΄αρχάς πρέπει να συμφωνήσω με τους ευπαίδευτους συνηγόρους των αιτητών πως το κατάλληλο δικονομικό διάβημα εναντίον διατάγματος αποκάλυψης τηλεπικοινωνιακών δεδομένων είναι η διαδικασία certiorari.
Όπως αναφέρθηκε στην Κκολός, ως άνω:
«Ο Νόμος 183(Ι)/2007, παρέχει εξουσία στο Δικαστήριο να εκδίδει διάταγμα πρόσβασης σε δεδομένα του χρήστη, δυνάμει του άρθρου 4 του εν λόγω Νόμου. Ο Νόμος δεν προνοεί για δυνατότητα άσκησης έφεσης ή άλλου ένδικου μέσου ώστε να αποκλείεται η χορήγηση άδειας για καταχώρηση certiorari, ακόμα και σε περίπτωση που επιδεικνύεται εκ πρώτης όψεως συζητήσιμη υπόθεση.
Με βάση, λοιπόν, τις αρχές της νομολογίας το υπό κρίση διάταγμα θα μπορούσε να αναθεωρηθεί μέσω εντάλματος certiorari. Ο Νόμος δεν παρέχει δικαίωμα έφεσης, συνεπώς, η διαδικασία της έφεσης δεν προσφέρεται. Σημειώνεται ότι η παραβίαση του συγκεκριμένου θεμελιακού δικαιώματος συντελείται με την έκδοση ή εκτέλεση του επίδικου διατάγματος, αφ΄ ης στιγμής αυτό εκδίδεται κατά παράβαση της συγκεκριμένης συνταγματικής πρόνοιας».
Τα πιο πάνω αναφερθέντα ισχύουν και εν προκειμένω. ΄Επεται πως πρέπει να εξεταστεί η θέση των αιτητών ότι εμπρόθεσμα έχουν κινηθεί αφού οι ίδιοι κατέστησαν γνώστες της ύπαρξης του εν λόγω διατάγματος ημερ. 30.5.2018, κατά τη διαδικασία προσωποκράτησης στις 17.12.2018, γι΄αυτό και η έναρξη της προθεσμίας θα έπρεπε να θεωρηθεί ότι σηματοδοτείται από την ημερομηνία γνώσης. Θα συμφωνήσω βεβαίως με την εισήγηση αυτή αφού θα ήταν αδύνατο η προθεσμία να άρχεται από το χρόνο της έκδοσης του διατάγματος, εφόσον η ύπαρξη του ήταν άγνωστη τους ιδίους. Συνεπώς η επέκταση της προθεσμίας με βάση το άρθ.5(2) του περί Ανωτάτου Δικαστηρίου (Δικαιοδοσία έκδοσης Εντάλματος προνομιακής φύσεως) Διαδικαστικού Κανονισμού του 2018 είναι εύλογη.
Στη βάση των πιο πάνω πάνω προχωρώ να εξετάσω αν τα δεδομένα της υπόθεσης παρουσιάσουν την επικαλούμενη παρανομία ή εν πάση περιπτώσει παρανομία τέτοια που θα έπρεπε να οδηγήσει το Δικαστήριο στην παραχώρηση άδειας για καταχώρηση αίτησης για έκδοση εντάλματος certiorari.
Στηριζόμενοι οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των αιτητών ιδιαίτερα στην Κκολός και στην απόφαση του ΔΕΕ ως άνω, επιχειρηματολόγησαν ότι το Δικαστήριο είναι εν τοις πράγμασι «υποχρεωμένο να δώσει σχετική άδεια».
Είναι γεγονός πως στην Κκολός υπήρχαν ομοιότητες με την παρούσα και είναι χρήσιμο να μεταφερθεί η διεργασία σκέψης του Εφετείου που οδήγησε σε ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης να μη χορηγήσει άδεια.
Αναφέρονται τα εξής:
«Στην υπόθεση Tele2 Sverige AB, πιο πάνω, το ΔΕΕ εξέτασε προδικαστική παραπομπή από τη Σουηδία και το Ηνωμένο Βασίλειο σε σχέση με την ερμηνεία του άρθρου 15, παράγραφος 1, της Οδηγίας 2002/58/ΕΚ, αναφορικά με την επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και την προστασία της ιδιωτικής ζωής στον τομέα των ηλεκτρονικών τηλεπικοινωνιών, ερμηνευόμενου υπό το πρίσμα των άρθρων 7 και 8, καθώς και του άρθρου 52, παράγραφος 1, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Ειδικότερα, εξετάστηκαν οι Νόμοι στα πιο πάνω δύο κράτη-μέλη βάσει των οποίων απαιτείτο η γενική και χωρίς διάκριση διατήρηση των δεδομένων κίνησης και των δεδομένων θέσης όλων των συνδρομητών και των εγγεγραμμένων χρηστών η οποία αφορούσε όλα τα μέσα ηλεκτρονικής επικοινωνίας. Το ΔΕΕ έκρινε ότι οι Νόμοι αυτοί περιόριζαν τα θεμελιώδη δικαιώματα στην ιδιωτική ζωή και στην προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα (άρθρα 7 και 8 του Χάρτη). Δεδομένης της ευρείας εμβέλειας και των περιορισμένων διασφαλίσεών τους, κανένας από τους περιορισμούς αυτούς δεν θεωρήθηκε δικαιολογημένος, ακόμη και στις περιπτώσεις που ο σκοπός ήταν η καταπολέμηση του σοβαρού εγκλήματος. Ωστόσο, ο σκοπός αυτός μπορεί να δικαιολογήσει τη στοχευμένη διατήρηση των δεδομένων κίνησης και των δεδομένων θέσης, υπό την προϋπόθεση ότι η διατήρησή τους περιορίζεται σε ό,τι είναι απολύτως αναγκαίο όσον αφορά τις κατηγορίες διατηρούμενων δεδομένων, τα μέσα επικοινωνίας που επηρεάζονται, τα πρόσωπα των οποίων τα δεδομένα διατηρούνται, καθώς και το διάστημα διατήρησης.
Κατ΄ ακολουθία της πιο πάνω απόφασης του ΔΕΕ, εκ πρώτης όψεως, ενδεχομένως να επηρεάζεται η νομιμότητα του εκδοθέντος διατάγματος, υπό την έννοια ότι με αυτό εξουσιοδοτήθηκε πρόσβαση σε τηλεπικοινωνιακά δεδομένα τα οποία διατηρήθηκαν βάσει διατάξεων Νόμου που δυνατό να αντίκεινται στο Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Μόνο μέσα από μία λεπτομερή εξέταση της απόφασης και των επιπτώσεών της στη συνταγματικότητα του δικού μας Νόμου μπορεί να αποφασιστεί το εγειρόμενο ζήτημα. Ενόψει του σταδίου στο οποίο ευρίσκεται η υπόθεση και με στόχο να αποφευχθεί η διπλή κρίση επί ενός σοβαρού νομικού ζητήματος, δε θα προχωρήσουμε στην περαιτέρω εξέτασή του».
Η ανάγκη διαπίστωσης συζητήσιμης υπόθεσης για την επικαλούμενη παρανομία σε κάθε περίπτωση χορήγησης άδειας για ενεργοποίηση διαδικασίας προνομιακού εντάλματος, επιβάλλει στο Δικαστήριο την προκαταρκτική εξέταση των δεδομένων - πραγματικών και νομικών - που συνθέτουν το αίτημα. Δεν προκύπτει από την Κκολός πως σε κάθε περίπτωση που τίθεται θέμα σε συνάρτηση με διάταγμα άρσης τηλεπικοινωνιακών δεδομένων και του Νόμου 183(Ι)/07, το Δικαστήριο είναι υποχρεωμένο να δίδει άδεια. Απλώς κρίθηκε, στα δεδομένα της συγκεκριμένης υπόθεσης, πως η πρωτόδικη απόφαση η οποία παρουσίαζε εσφαλμένη προσέγγιση και ως προς το ορθό ένδικο μέσο (βλ. πιο πάνω), περαιτέρω δεν περιλάμβανε εκείνα τα στοιχεία που θα ήσαν ικανά να βεβαιώσουν για τη νομιμότητα του εκδοθέντος διατάγματος, θέμα το οποίο εν πάση περιπτώσει θα κρινόταν στο στάδιο της δια κλήσεως αίτησης.
Συνεπώς πρωταρχική σημασία έχει το τι οι αιτητές παρουσιάζουν εν προκειμένω ως συστατικά της επικαλούμενης παρανομίας. ΄Εθεσαν ως δεδομένο πως η αποθήκευση τηλεπικοινωνιακών δεδομένων ήταν παράνομη και αυθαίρετη. Επίσης ότι γινόταν χωρίς καθορισμένο σκοπό από τον ίδιο το Νόμο 183(Ι)/2007. Περαιτέρω, άγνωστο είναι εάν υπήρχε οποιαδήποτε συγκατάθεση του χρήστη στη διατήρηση των δεδομένων.
Η Αστυνομία ωστόσο προσφεύγοντας στο Δικαστήριο με βάση τις σχετικές πρόνοιες του Νόμου, συγκεκριμενοποίησε τόσο το σκοπό (τη διερεύνηση σοβαρών ποινικών υποθέσεων με προνοούμενη ποινή φυλάκισης τουλάχιστον των πέντε ετών) όσο και περιόρισε το ζητούμενο στο συγκεκριμένο I.P. Address, τη συγκεκριμένη μέρα και ώρα. Κατά το χρόνο που ζητείτο η αποκάλυψη του καθορισθέντος στοιχείου (30.5.2018) δεν είχε περάσει το κρίσιμο εξάμηνο (13.2.2010), στη δε αίτηση περιλαμβανόταν έγκριση του Γενικού Εισαγγελέα για το συγκεκριμένο αίτημα.
Έχω εξετάσει τα δεδομένα της υπόθεσης και κάτω από το φακό της απόφασης του ΔΕΕ.
Θεμελιακό είναι πως το ΔΕΕ θεωρεί ότι εναπόκειται στο εθνικό δίκαιο ο τρόπος εφαρμογής της σχετικής Οδηγίας ώστε να είναι συμβατός με τον Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων.
Ακριβώς προκύπτει από την υπόθεση Tele2 Sverige AB, πιο πάνω, πως η προστασία των τηλεπικοινωνιακών δεδομένων δεν είναι απόλυτη. Το ΔΕΕ δεν ήταν φειδωλό στο να διακηρύξει την ανάγκη προστασίας των τηλεπικοινωνιακών δεδομένων δια του Χάρτου των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων. Όμως σε διάφορα σημεία της απόφασης, εξίσου δυναμικά, διαγράφεται η δυνατότητα παράκαμψης της προστασίας αυτής, στα αυστηρά πλαίσια που καταγράφονται. Αναφορικά και με το ίδιο το άρθ. 15 της Οδηγίας 2002/58[2] που οι ευπαίδευτοι συνήγοροι ανάφεραν, το ΔΕΕ επισημαίνει:
« Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι το άρθρο 15, παράγραφος 1, πρώτη περίοδος, της οδηγίας 2002/58 προβλέπει ότι τα νομοθετικά μέτρα στα οποία αναφέρεται και τα οποία εισάγουν παρέκκλιση από την αρχή του απορρήτου των επικοινωνιών και των συναφών δεδομένων πρέπει να έχουν ως σκοπό «τη διαφύλαξη της εθνικής ασφάλειας (δηλαδή της ασφάλειας του κράτους), της εθνικής άμυνας, της δημόσιας ασφάλειας και την πρόληψη, διερεύνηση, διαπίστωση και δίωξη ποινικών αδικημάτων ή της άνευ αδείας χρησιμοποίησης του συστήματος ηλεκτρονικών επικοινωνιών» ή να επιδιώκουν έναν από τους λοιπούς σκοπούς που παρατίθενται στο άρθρο 13, παράγραφος 1, της οδηγίας 95/46, στο οποίο παραπέμπει το άρθρο 15, παράγραφος 1, πρώτη περίοδος, της οδηγίας 2002/58 (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 29ης Ιανουαρίου 2008, Promusicae, C‑275/06, EU:C:2008:54, σκέψη 53). Η απαρίθμηση αυτή σκοπών έχει εξαντλητικό χαρακτήρα όπως προκύπτει από το άρθρο 15, παράγραφος 1, δεύτερη περίοδος, της τελευταίας οδηγίας, κατά το οποίο τα νομοθετικά μέτρα πρέπει να δικαιολογούνται για «τους λόγους που αναφέρονται» στο άρθρο 15, παράγραφος 1, πρώτη περίοδος, της εν λόγω οδηγίας. Επομένως, τα κράτη μέλη δεν μπορούν να λαμβάνουν τέτοια μέτρα για σκοπούς άλλους πέραν εκείνων που απαριθμούνται στην τελευταία αυτή διάταξη.»
(ο τονισμός είναι του παρόντος Δικαστηρίου)
Στην προκειμένη περίπτωση δεν έχει καταδειχθεί παρέκκλιση από τα πλαίσια που τίθενται ανωτέρω, αφού ο σκοπός του διατάγματος περιορίζεται αυστηρά στα στοιχεία που αναφέρονται στη «διαπίστωση της διάπραξης ποινικών αδικημάτων» και μάλιστα σοβαρών. Περαιτέρω, είναι δυνάμει της δικαστικής κρίσης που δίδεται σχετική άδεια. Αυτό προϋποθέτει στάθμιση και αξιολόγηση των δεδομένων. Κάτι τέτοιο όμως δεν αποτελεί μέρος του παραπόνου των αιτητών.
Σε μεταγενέστερη της Tele2 Sverige AB, και πάλι του ΔΕΕ, την Ministerio Fiscal (C-207/16), ημερ. 2.10.2018, επιβεβαιώνεται η πιο πάνω προσέγγιση.
Στην υπόθεση αυτή, παραπέμφθηκε στο ΔΕΕ εκ μέρους του Ισπανικού Δικαστηρίου προδικαστικό ερώτημα αναφορικά με την ερμηνεία του άρθ. 15(1) της ως άνω Οδηγίας 2002/58, υπό το πρίσμα των άρθρων 7 και 8 του Χάρτου (προστασία της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής). Το αίτημα έγινε κατά τη διαδικασία του Ισπανού Δημόσιου κατήγορου εναντίον της απόφασης Δικαστή να αρνηθεί διάταγμα αποκάλυψης τηλεπικοινωνιακών δεδομένων εναντίον παροχέα. Αφού τονίστηκε η ισχύς και η εμβέλεια του ως άνω άρθ. 15(1) επισημάνθηκε ότι όποια παρέκκλιση εκ της προστασίας θα πρέπει να περιορίζεται αυστηρά στο άρθ. 15(1) ως άνω, καταλήγοντας πως για την κρινόμενη υπόθεση που αφορούσε διερεύνηση ποινικής υπόθεσης, το διάταγμα θα ήταν δικαιολογημένο. Σημασία δόθηκε και στην αρχή της αναλογικότητας που είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τη σοβαρότητα του διερευνώμενου αδικήματος αλλά και το «εύρος» της αποκάλυψης στοιχείων. Υπεισέρχεται δηλαδή το θέμα της αρχής της αναλογικότητας ως άρρηκτα συνδεδεμένο με τη δικαστική κρίση, κάτι που έχει αναφερθεί και στην Αναφορικά με την αίτηση του xxx Ευδόκα, Πολ. Έφ. Αρ. 219/2015, 29.12.2016, ECLI:CY:AD:2016:A586 και Aναφορικά με την αίτηση του Ευδόκα, Πολ. Έφ. Αρ. 51/2017, 14.11.2018, ECLI:CY:AD:2018:A500. Αναφέρει το ΔΕΕ στη νέα αυτή απόφαση:
«Το Δικαστήριο αιτιολόγησε πάντως την ερμηνεία αυτή με βάση το ότι ο σκοπός που επιδιώκεται από ρυθμίζουσα την πρόσβαση αυτή νομοθεσία πρέπει να τελεί σε συνάρτηση με τη σοβαρότητα της επεμβάσεως στα επίμαχα θεμελιώδη δικαιώματα την οποία συνεπάγεται η πράξη αυτή (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση Tele2 Sverige και Watson κ.λπ., σκέψη 115).
Ειδικότερα, βάσει της αρχής της αναλογικότητας, όσον αφορά την πρόληψη, διερεύνηση, διαπίστωση και δίωξη ποινικών αδικημάτων, μια σοβαρή επέμβαση μπορεί να δικαιολογείται μόνον από σκοπό καταπολεμήσεως της εγκληματικότητας η οποία πρέπει επίσης να χαρακτηρίζεται ως «σοβαρή».
Αντιθέτως, όταν η επέμβαση την οποία συνεπάγεται μια τέτοια πρόσβαση δεν έχει σοβαρό χαρακτήρα, η εν λόγω πρόσβαση μπορεί να δικαιολογείται από σκοπό που ανάγεται στην πρόληψη, διερεύνηση, διαπίστωση και δίωξη «ποινικών αδικημάτων» γενικώς.
Πρέπει επομένως καταρχάς να κριθεί αν, στην υπό κρίση υπόθεση, λαμβανομένων υπόψη των περιστάσεων της συγκεκριμένης περιπτώσεως, η επέμβαση στα κατοχυρούμενα στα άρθρα 7 και 8 του Χάρτη θεμελιώδη δικαιώματα την οποία θα συνεπαγόταν η πρόσβαση της δικαστικής αστυνομίας στα επίμαχα στην κύρια δίκη δεδομένα πρέπει να θεωρηθεί «σοβαρή».»
Σημειώνεται πως στην υπό κρίση περίπτωση με δεδομένο το περιοριστικό προς αποκάλυψη στοιχείων δεν μπορούμε να ομιλούμε για σοβαρή παράβαση.
Δεν έχω πεισθεί από τη δικογραφία και τις αγορεύσεις των ευπαιδεύτων συνήγορων των αιτητών πως το αίτημα της Αστυνομίας, ερειδόμενο στο σχετικό Νόμο, οδήγησε σε μη νόμιμο διάταγμα, ώστε να καταδειχθεί συζητήσιμη υπόθεση και να πετύχει το αίτημα τους.
Με βάση τα πιο πάνω θεωρώ πως η αίτηση είναι απορριπτέα και συνεπώς απορρίπτεται.
Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.
[1] C-203/15 και C-698/15, Tele2 Sverige AB κατά Post-och telestyrelsen και Secretary of State for the Home Department κατά Tom Watson κ.α., 21.12.2016.
[2] ’ρθρο 15
Εφαρ΅ογή ορισ΅ένων διατάξεων της οδηγίας 95/46/ΕΚ
1. Τα κράτη ΅έλη δύνανται να λα΅βάνουν νο΅οθετικά ΅έτρα για να περιορίζουν τα δικαιώ΅ατα και τις υποχρεώσεις που προβλέπονται στα άρθρα 5 και 6, στο άρθρο 8 παράγραφοι 1 έως 4 και στο άρθρο 9 της παρούσας οδηγίας, εφόσον ο περιορισ΅ός αυτός αποτελεί αναγκαίο, κατάλληλο και ανάλογο ΅έτρο σε ΅ια δη΅οκρατική κοινωνία για τη διαφύλαξη της εθνικής ασφάλειας (δηλαδή της ασφάλειας του κράτους), της εθνικής ά΅υνας, της δη΅όσιας ασφάλειας, και για την πρόληψη, διερεύνηση, διαπίστωση και δίωξη ποινικών αδικη΅άτων ήτης άνευ αδείας χρησι΅οποίησης του συστή΅ατος ηλεκτρονικών επικοινωνιών, όπως προβλέπεται στο άρθρο 13 παράγραφος 1 της οδηγίας 95/46/ΕΚ. Για το σκοπό αυτό, τα κράτη ΅έλη δύνανται, ΅εταξύ άλλων, να λα΅βάνουν νο΅οθετικά ΅έτρα που θα προβλέπουν τη φύλαξη δεδο΅ένων για ορισ΅ένο χρονικό διάστη΅α για τους λόγους που αναφέρονται στην παρούσα παράγραφο. Όλα τα ΅έτρα που προβλέπονται στην παρούσα παράγραφο είναι σύ΅φωνα ΅ε τις γενικές αρχές του κοινοτικού δικαίου, συ΅περιλα΅βανο΅ένων αυτών που αναφέρονται στο άρθρο 6 παράγραφοι 1 και 2 της συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση.
2. Οι διατάξεις του κεφαλαίου III της οδηγίας 95/46/ΕΚ περί ενδίκων ΅έσων, ευθύνης και κυρώσεων, ισχύουν όσον αφορά τις εθνικές διατάξεις που θεσπίζονται δυνά΅ει της παρούσας οδηγίας και όσον αφορά τα ατο΅ικά δικαιώ΅ατα που απορρέουν από την παρούσα οδηγία.
3. Η ο΅άδα εργασίας για την προστασία των προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδο΅ένων προσωπικού χαρακτήρα, η οποία έχει συσταθεί δυνά΅ει του άρθρου 29 της οδηγίας 95/46/ΕΚ, εκτελεί επίσης τα καθήκοντα που προβλέπονται στο άρθρο 30 της εν λόγω οδηγίας, όσον αφορά θέ΅ατα που καλύπτονται από την παρούσα οδηγία, δηλαδή την προστασία των θε΅ελιωδών δικαιω΅άτων και ελευθεριών και των εννό΅ων συ΅φερόντων στον το΅έα των ηλεκτρονικών επικοινωνιών.