ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
ELEFTHERIA ADAMOU ν. CONSTANTIS CHRISTOFI (1974) 1 CLR 100
Panayi Kyriacos Georghiou ν. Maria K Zouvani (1987) 1 CLR 58
Bacardi & Co. Ltd ν. Vinco Ltd (1996) 1 ΑΑΔ 788
Σοφοκλέους Ανδρέας Μιχαλάκη και άλλη ν. Παύλου Ηλία Παύλου (2012) 1 ΑΑΔ 2047
Αβερκίου Ελπίδα ν. ΘΕΟ Κτηματική Λτδ και Άλλων (2013) 1 ΑΑΔ 222
Αγγλική νομολογία που περιλαμβάνεται στο bailii.org στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
ECLI:CY:AD:2018:A530
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική ΄Εφεση Αρ. Ε75/2015)
7 Δεκεμβρίου, 2018
[ΠΑΝΑΓΗ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ/στές]
ΚΟΙΝΟΤΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ xxx
Εφεσείοντες-Ενάγοντες-Αιτητές,
ν.
xxx ΣΟΥΛΗ,
Εφεσιβλήτου-Εναγομένου-
Καθ' ου η Αίτηση.
________________________
Γιολάντα Ζαχαρίου, για Ανδρέας Β. Ζαχαρίου & Σία Δ.Ε.Π.Ε., για τους Εφεσείοντες.
Νίκος Γεωργίου, για Γεώργιος Κ. Γεωργίου Δ.Ε.Π.Ε., για τον Εφεσίβλητο.
________________________
ΠΑΝΑΓΗ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα
δώσει ο Δικαστής Γ.Ν. Γιασεμής.
________________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.: Με την παρούσα έφεση, τίθεται θέμα ορθότητας της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας, με την οποία απορρίφθηκε, κατ' εφαρμογή του ισοζυγίου της ευχέρειας, αίτηση των εφεσειόντων, στην αγωγή αρ. 1579/2014, για έκδοση παρεμπιπτόντων διαταγμάτων στη βάση του άρθρου 32(1) του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960, (Ν. 14/1960). Για την ακρίβεια, προβάλλεται ότι το Δικαστήριο, παρά τη διαπίστωσή του περί ικανοποίησης των προϋποθέσεων της επιφύλαξης του εν λόγω άρθρου, κατά την άσκηση της διακριτικής του εξουσίας, παραγνωρίζοντας τα γεγονότα της υπόθεσης που είχε ενώπιόν του, εφάρμοσε λανθασμένα την πιο πάνω αρχή.
Η χρήση από το Δικαστήριο, στο πλαίσιο των διεργασιών του, του όρου «ισοζύγιο της ευχέρειας» παραπέμπει στην πρόνοια του προαναφερθέντος άρθρου, η οποία παρέχει στο δικαστήριο εξουσία να εκδίδει διατάγματα (injunctions) «εις πάσας τας περιπτώσεις εις ας ... κρίνει τούτο δίκαιον ή πρόσφορον». ΄Οπως θα εξηγηθεί πάρα κάτω, ο όρος αυτός, ουσιαστικά, μεταφέρει το ίδιο νόημα, όπως και ο όρος «δίκαιον ή πρόσφορον», που χρησιμοποιείται στο εν λόγω άρθρο.
Το άρθρο 32(1)[1] του Ν. 14/1960 παρέχει στο δικαστήριο συγκεκριμένες εξουσίες, οι οποίες εκπηγάζουν από το δίκαιο της επιείκειας. Κύρια και πλέον συνήθης, ως προς την επίκλησή της, είναι η εξουσία η οποία προβλέπεται υπό τις προϋποθέσεις της επιφύλαξης του εδαφίου (1). Με αυτήν, παρέχεται η δυνατότητα έκδοσης παρεμπίπτοντος διατάγματος, απαγορευτικού ή προστακτικού, αναλόγως της περίπτωσης. Στο πλαίσιο τούτο, το δικαστήριο, κατ' αρχάς, διαπιστώνει ότι ικανοποιούνται οι δικαιοδοτικής φύσεως προϋποθέσεις που προβλέπονται στην προαναφερθείσα επιφύλαξη. Ακολούθως, εξετάζει κατά πόσο είναι «δίκαιον ή πρόσφορον» να προβεί στην έκδοσή του. Η οποιαδήποτε απόφασή του, σχετικά, αποτελεί προϊόν διακριτικής εξουσίας, η οποία ασκείται με αναφορά στα συγκεκριμένα γεγονότα που έχει ενώπιόν του. Το κατά πόσο είναι «δίκαιον ή πρόσφορον» να εκδοθεί ένα παρεμπίπτον διάταγμα εξετάζεται, όπως πιο ευχερώς συνηθίζεται να λέγεται, με αναφορά στο «ισοζύγιο της ευχέρειας», όρος ο οποίος αντανακλά πιο άμεσα στην επίδραση του μέτρου στα αντίστοιχα συμφέροντα των διαδίκων, μέχρις ότου κριθεί οριστικά η μεταξύ τους διαφορά.
Η ενώπιον του εκδικάσαντος Δικαστηρίου διαδικασία αφορούσε αίτηση του Κοινοτικού Συμβουλίου xxx (οι εφεσείοντες), για έκδοση εναντίον του εφεσίβλητου δύο παρεμπιπτόντων διαταγμάτων. Το πρώτο θα τον διέτασσε να παύσει να επεμβαίνει εντός συγκεκριμένου υποστατικού, το οποίο βρίσκεται στην περιοχή του Κοινοτικού Συμβουλίου xxx. Το δεύτερο θα τον διέτασσε να παραδώσει στους εφεσείοντες το εν λόγω υποστατικό κενό και ελεύθερο κατοχής. Ουσιαστικά, τα δύο διατάγματα επεδίωκαν τον ίδιο σκοπό, ήτοι την εκκένωση και παράδοση του συγκεκριμένου υποστατικού, αφού, κατ' ισχυρισμό, δεν υφίστατο, πλέον, η μεταξύ τους συμφωνία ενοικίασής του, έχουσα τερματιστεί νομίμως από τους εφεσείοντες. Οποιοδήποτε από αυτά θα ήταν ικανό προς τούτο. Εν πάση περιπτώσει, όπως έχει, ήδη, αναφερθεί, το Δικαστήριο δεν εξέδωσε κανένα διάταγμα.
Το εκδικάσαν Δικαστήριο, βασικά, έκρινε, ορθώς, ότι τα εν λόγω διατάγματα, όσον αφορά τη φύση τους, ήταν προστακτικά, δεδομένου του περιεχομένου και της επίδρασής τους, αναφερόταν δε σε αυτά ωσάν να ήταν ένα διάταγμα. Τα χαρακτηριστικά ενός προστακτικού διατάγματος, πρέπει να λεχθεί, καθιστούν, σε κάθε περίπτωση, ιδιαιτέρως απαιτητικές τις περιστάσεις και τους όρους έκδοσής του, (βλ. Redland Bricks, Ltd. ν. Morris [1969] 2 All E.R. 576 (H.L.), Σοφοκλέους κ.ά. ν. Παύλου (2012) 1 Α.Α.Δ. 2047). Αυτό εξηγείται, κυρίως, στη βάση ότι είναι, συνήθως, πιο πιθανό να προκληθεί ανεπανόρθωτη ζημιά από την έκδοσή του παρά από την έκδοση ενός απαγορευτικού διατάγματος, (βλ. National Commercial Bank Jamaica v Olint Corpn [2009] 1 WLR 1405 (PC). Συνέχεια της πιο πάνω διαπίστωσης, παρατηρούνται στην τελευταία υπόθεση, στη σελίδα 1409, και τα εξής: "What is required in each case is to examine what on the particular facts of the case the consequences of granting or withholding of the injunction is likely to be."
Το πιο πάνω απόσπασμα παραπέμπει ευθέως στην αρχή του ισοζυγίου της ευχέρειας, αυτής εφαρμοζομένης στη βάση της διακριτικής εξουσίας του δικαστηρίου, η οποία ασκείται με αναφορά στα συγκεκριμένα γεγονότα της υπό κρίση υπόθεσης. Η κατάληξη δε του δικαστηρίου, σχετικά, δεν ακολουθεί, απαραίτητα, την κατάληξη όσον αφορά τις προϋποθέσεις της επιφύλαξης του εδαφίου (1) του άρθρου 32 του Ν. 14/1960. Εν ολίγοις, κατά την εφαρμογή, ως ανωτέρω, της πιο πάνω αρχής, το δικαστήριο δυνατό να μην εγκρίνει το αίτημα για έκδοση παρεμπίπτοντος διατάγματος, παρά τη διαπίστωσή του περί ικανοποίησης των προϋποθέσεων του εν λόγω εδαφίου, όπως συνέβη στην παρούσα υπόθεση. Η δυνατότητα αυτή αναγνωρίστηκε, ως καθ' όλα εφικτή, στην υπόθεση Αβερκίου ν. ΘΕΟ Κτηματική Λτδ κ.ά. (2013) 1 Α.Α.Δ. 222. Επομένως, η κατάληξη του Δικαστηρίου, εν προκειμένω, δεν αποτελεί νομικό σφάλμα, όπως είναι, βασικά, η θέση των εφεσειόντων στην παρούσα έφεση, προκειμένου να δικαιολογείται παρέμβαση του Δικαστηρίου τούτου, προς ανατροπή της.
Κατά την άσκηση που το δικαστήριο διενεργεί, στο πλαίσιο εφαρμογής της αρχής του ισοζυγίου της ευχέρειας, η προσοχή του εστιάζεται, όλως ιδιαιτέρως, στο «να ισοζυγίσει τον κίνδυνο αδικίας η οποία θα προκύψει αν φανεί ότι η απόφασή του που δόθηκε στο ενδιάμεσο στάδιο ήταν εσφαλμένη». Τα ανωτέρω επισημαίνονται στην υπόθεση Bacardi & Co. Ltd v. Vinco Ltd (1996) 1 Α.Α.Δ. 788, σελίδα 795, με αναφορά σε σχετική αγγλική νομολογία[2], στην οποία μπορεί να προστεθεί και η πιο πρόσφατη υπόθεση National Commercial Bank Jamaica v. Olint Corpn, ανωτέρω.
Στην παρούσα περίπτωση, είναι προφανές ότι το Δικαστήριο, κατά την άσκηση της διακριτικής του εξουσίας στο πλαίσιο εφαρμογής της υπό αναφορά αρχής, είχε κατά νου την πιο πάνω καθοδήγηση, την οποία έθεσε ως βάση για αιτιολόγηση της απόφασής του για μη έκδοση του αιτηθέντος παρεμπίπτοντος προστακτικού διατάγματος. Συγκεκριμένα, το Δικαστήριο, όπως προκύπτει από την απόφασή του, θεώρησε, κατ' αρχάς, πως η υπεράσπιση του εφεσίβλητου ότι οι εφεσείοντες, ως μη νόμιμοι ιδιοκτήτες αλλά και μη κάτοχοι του επίδικου υποστατικού, δε δικαιούνται να αξιώνουν την κατοχή του έχει ίσες πιθανότητες επιτυχίας με τη θέση των τελευταίων ότι ο εφεσίβλητος κατέχει το εν λόγω ακίνητο ως επεμβασίας, κατά παράβαση μεταξύ τους συμφωνίας. Το Δικαστήριο, προς υποστήριξη της άποψής του, ανωτέρω, για το βάσιμο, ενδεχομένως, της υπεράσπισης του εφεσίβλητου, παρέπεμψε σε σχετική νομολογία[3], η οποία, προφανώς, πρέπει να ιδωθεί υπό το πρίσμα των ισχυρισμών του τελευταίου ότι το υποστατικό αφορά σε τουρκοκυπριακή περιουσία και, επομένως, διέπεται από τις πρόνοιες του περί Τουρκοκυπριακών Περιουσιών (Διαχείριση και ΄Αλλα Θέματα) (Προσωρινές Διατάξεις) Νόμου του 1991, (Ν. 139/1991), όπως αυτός έχει τροποποιηθεί. Στο παρόν στάδιο, δεν κρίνεται αναγκαίο να λεχθεί οτιδήποτε άλλο, σε σχέση με την πτυχή αυτή.
Επιπρόσθετα, το Δικαστήριο, με δεδομένη την παρατήρησή του, ανωτέρω, διαπίστωσε πως, από τυχόν έκδοση του παρεμπίπτοντος προστακτικού διατάγματος, θα απονεμηθεί στους εφεσείοντες η τελική θεραπεία την οποία αυτοί αξιώνουν με την αγωγή τους, τερματίζοντας, έτσι, πρόωρα την κατοχή του υποστατικού από τον εφεσίβλητο και, συγχρόνως, τη διεξαγόμενη σε αυτό επιχείρησή του, με ενδεχόμενες σοβαρές οικονομικές συνέπειες για τον τελευταίο. Αποφάσισε δε, ως ανωτέρω, στο πλαίσιο της άσκησης της υπό αναφορά διακριτικής εξουσίας του και δεν παρέχεται δυνατότητα επέμβασης από το Δικαστήριο τούτο.
Για τους πιο πάνω λόγους, η έφεση απορρίπτεται, με €2.500,00 έξοδα, πλέον Φ.Π.Α., υπέρ του εφεσίβλητου και εναντίον των εφεσειόντων.
Π. Παναγή, Δ.
Μ. Χριστοδούλου, Δ.
Γ.Ν. Γιασεμής, Δ.
/ΜΠ
[1] «32. - (1) Τηρουμένου οιουδήποτε διαδικαστικού κανονισμού έκαστον δικαστήριον, εν τη ασκήσει της πολιτικής αυτού δικαιοδοσίας, δύναται να εκδίδη απαγορευτικόν διάταγμα (παρεμπίπτον, διηνεκές, ή προστακτικόν) ή να διορίζη παραλήπτην εις πάσας τας περιπτώσεις εις ας το δικαστήριον κρίνει τούτο δίκαιον ή πρόσφορον, καίτοι δεν αξιούνται ή χορηγούνται ομού μετ' αυτού αποζημιώσεις ή άλλη θεραπεία:
Νοείται ότι παρεμπίπτον απαγορευτικόν διάταγμα δεν θα εκδίδεται εκτός εάν το δικαστήριον ικανοποιηθή ότι υπάρχει σοβαρόν ζήτημα προς εκδίκασιν κατά την επ' ακροατηρίου διαδικασίαν, ότι υπάρχει πιθανότης ότι ο αιτών διάδικος δικαιούται εις θεραπείαν, και ότι εκτός εάν εκδοθή παρεμπίπτον απαγορευτικόν διάταγμα, θα είναι δύσκολον ή αδύνατον να απονεμηθή πλήρης δικαιοσύνη εις μεταγενέστερον στάδιον.»
[2] Films Rover International Limited v. Cannon Film Sales Limited [1987] 1 W.L.R. 670
[3] Eleftheria Adamou v. Constantis Christofi (1974) 1 C.L.R. 100 και Panayi v. Zouvani (1987) 1 C.L.R. 58