ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
EVAGOROU ν. CHRISTODOULOU AND ANOTHER (1982) 1 CLR 771
Χάσικος κ.α. ν. Χαραλαμπίδη (1990) 1 ΑΑΔ 389
Γεωργίου Ανδρέας Λουκά και Άλλοι ν. Επάρχου Λεμεσού (2000) 1 ΑΑΔ 79
Price Gareth David ν. Andrew Gray (2002) 1 ΑΑΔ 424
Χαραλαμπίδης Θεμιστοκλής Σολωμού ν. Ιάκωβου Πέτρου και Άλλων (2002) 1 ΑΑΔ 2071
Χαρούς Λουκία Χρίστου ν. Βασιλικής Χρίστου Χαρούς (συζύγου Ηλία Καγιά) (2003) 1 ΑΑΔ 1530
Cyprus Investment & Securities Corporation Ltd ν. Γιαννάκη Παπαϊωάννου και Άλλης (2006) 1 ΑΑΔ 1368
Ιωάννη Χατζηιωάννου κ.α., Πολιτική αίτηση αρ.32/18, 18/5/2018, ECLI:CY:AD:2018:D239
Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας στους οποίους κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας Δ.26
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Ν. 109(I)/2017 - Ο περί Δικαστηρίων (Τροποποιητικός) (Αρ. 2) Νόμος του 2017
Ν. 118(I)/2008 - Ο περί Δικαστηρίων (Τροποποιητικός) (Αρ. 3) Νόμος του 2008
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
ECLI:CY:AD:2018:A535
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Εφεση Αρ. E50/2018)
13 Δεκεμβρίου, 2018
[ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΛΙΑΤΣΟΣ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
ONEWORLD LTD,
Εφεσείοντες,
ν.
OJSC BANK OF MOSCOW,
Εφεσιβλήτων.
_ _ _ _ _ _
Χρ. Κληρίδης, για τους Εφεσείοντες.
Ε. Χριστοφή (κα) για Π. Παύλου & Συνεργάτες ΔΕΠΕ, για τους Εφεσίβλητους.
_ _ _ _ _ _
ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου
θα δοθεί από τον Λιάτσο, Δ.
_ _ _ _ _ _
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.: Με την υπό κρίση έφεση οι Εφεσείοντες - εναγόμενοι εφεσιβάλλουν την απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, ημερομηνίας 30.3.2018, με την οποία διατάχθηκε η επαναφορά της αγωγής αρ. 6029/12 και ο παραμερισμός απόφασης επί της ανταπαίτησης των Εφεσειόντων.
Σύμφωνα με τα αδιαμφισβήτητα γεγονότα, στις 28.4.2016 το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την αγωγή των Εφεσιβλήτων - εναγόντων, λόγω μη εκπροσώπησής τους στη δικαστική διαδικασία και, αργότερα, στις 31.5.2016, εξέδωσε απόφαση εις βάρος των Εφεσιβλήτων, λόγω παράλειψης καταχώρησης υπεράσπισης στην εγερθείσα εκ μέρους των Εφεσειόντων ανταπαίτηση. Στις 30.6.2016 καταχωρήθηκε αίτηση εκ μέρους των Εφεσιβλήτων - εναγόντων για επαναφορά της απορριφθείσας αγωγής και παραμερισμό της εκδοθείσας απόφασης στην ανταπαίτηση. Το πρωτόδικο Δικαστήριο, με την προαναφερθείσα απόφασή του ημερομηνίας 30.3.2018, ικανοποίησε τις αξιώσεις και εξέδωσε ανάλογα διατάγματα επαναφοράς της αγωγής και παραμερισμού της εκδοθείσας απόφασης επί της ανταπαίτησης.
Κατά το στάδιο της ενώπιόν μας προδικασίας, ηγέρθηκε ζήτημα κατά πόσο η προσβαλλόμενη πρωτόδικη απόφαση υπόκειται σε έφεση ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου, κατ΄ ακολουθία του άρθρου 25(1) του περί Δικαστηρίων Νόμου, Ν. 14/60, όπως τροποποιήθηκε με τον Νόμο 109(Ι)/2017, ο οποίος και τέθηκε σε εφαρμογή την 21.7.2017. Σύμφωνα με την εν λόγω διάταξη, σε έφεση ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου υπόκειται:
«(α) Κάθε τελική απόφαση ή διαταγή δικαστηρίου που ασκεί πολιτική δικαιοδοσία,
(β) απαγορευτικά ή προστακτικά διατάγματα (παρεμπίπτοντα ή διηνεκή) ή διατάγματα διορισμού παραλήπτη που εκδίδονται δυνάμει των διατάξεων οποιουδήποτε νόμου, και
(γ) ενδιάμεσες αποφάσεις απόλυτα καθοριστικές ως προς το αποτέλεσμά τους για τα δικαιώματα των διαδίκων:
Από της θέσπισης του Νόμου 14/60 μέχρι και της τροποποίησής του με τον Τροποποιητικό Νόμο 118(Ι)/2008, το άρθρο 25(1) προέβλεπε:
«Τηρουμένου του διαδικαστικού κανονισμού, πάσα απόφασις δικαστηρίου ασκούντος πολιτικήν δικαιοδοσίαν θα υπόκειται εις έφεσιν εις το Ανώτατον Δικαστήριον.»
Το υπό αναφοράν άρθρο τροποποιήθηκε το 2008, τροποποιητικός νόμος 118(Ι)/2008, ως εξής:
«Τηρουμένου του διαδικαστικού κανονισμού, κάθε απόφαση ή διαταγή δικαστηρίου που ασκεί πολιτική δικαιοδοσία, ανεξάρτητα αν αυτή είναι καθοριστική ή δηλωτική για τα δικαιώματα των διαδίκων, είτε αυτή είναι ενδιάμεση είτε είναι τελική, υπόκειται σε έφεση στο Ανώτατο Δικαστήριο:
Νοείται ότι διάδικος που δεν άσκησε εντός της καθορισμένης προθεσμίας έφεση εναντίον ενδιάμεσης απόφασης, δεν αποστερείται του δικαιώματος να εγείρει στο στάδιο της έφεσης εναντίον της τελικής απόφασης ζητήματα που αφορούν την ενδιάμεση απόφαση.»
Της πιο πάνω τροποποίησης προηγήθηκε παρεμβολή σειράς αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου, ερμηνευτικών της έννοιας του όρου «απόφαση» του άρθρου 25(1). Στην υπόθεση Λουκία Χρίστου Χαρούς ν. Βασιλικής Χρίστου Χαρούς, συζύγου Ηλία Καγιά (2003) 1 ΑΑΔ 1530, υιοθετήθηκε, από την πλειοψηφία της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου, η ερμηνεία του εν λόγω όρου όπως δόθηκε στη βασική επί του θέματος υπόθεση Χάσικος κ.α. ν. Χαραλαμπίδη (1990) 1 ΑΑΔ 389. Διευκρινίστηκε και επιβεβαιώθηκε ότι «απόφαση» σημαίνει «δικαστική απόφαση, ενδιάμεση ή τελική, καθοριστική για τα δικαιώματα ή τις υποχρεώσεις των διαδίκων». Αυτές και μόνο οι αποφάσεις θα μπορούσαν να αποτελέσουν αντικείμενο έφεσης κατ΄ ακολουθία του εξεταζόμενου άρθρου 25(1). Ας σημειωθεί ότι στην Χάσικος (ανωτέρω) για πρώτη φορά από της θέσπισης του Ν.14/60, το Ανώτατο Δικαστήριο έκρινε καθοριστικά την έννοια του όρου «απόφαση», προσδιορίζοντας ποιες από τις ενδιάμεσες αποφάσεις πρωτόδικων Δικαστηρίων υπόκεινται σε έφεση.
Είναι ουσιαστικά το αποτέλεσμα της Χαρούς (ανωτέρω) που οδήγησε, εξελικτικά, στην τροποποίηση του άρθρου 25(1), που επήλθε με τον Ν. 118(Ι)/2008.
Εύκολα γίνεται αντιληπτό ότι στο αρχικό κείμενο του άρθρου 25 δεν γινόταν διαχωρισμός μεταξύ «ενδιάμεσης» και «τελικής» απόφασης. Ο διαχωρισμός επήλθε, ερμηνευτικά, ως ήδη λέχθηκε, στις κρίσιμες επί του ζητήματος αποφάσεις Χάσικος και Χαρούς (ανωτέρω). Κρίθηκε, όπως προαναφέραμε, ότι «απόφαση» στα πλαίσια του άρθρου 25(1), σημαίνει δικαστική απόφαση ενδιάμεση ή τελική, καθοριστική για τα δικαιώματα ή τις υποχρεώσεις των διαδίκων. Είναι στην πορεία των τροποποιήσεων του εν λόγω άρθρου που γίνεται σαφής πλέον αναφορά σε «ενδιάμεση» και «τελική» απόφαση.
Εν τέλει, η πιο πρόσφατη τροποποίηση του άρθρου 25(1), διά του τροποποιητικού Νόμου 109(Ι)/2017, όχι μόνο ευθυγραμμίζεται με τον δικαστικό λόγο της απόφασης Χαρούς, αλλά κινείται και πέραν της νομολογιακής αυτής προσέγγισης, περιορίζοντας, νομοθετικά πλέον, το πεδίο άσκησης εφέσεων κατά ενδιάμεσων αποφάσεων όχι απλώς καθοριστικών ως προς το αποτέλεσμά τους για τα δικαιώματα των διαδίκων, αλλά απολύτως καθοριστικών.
Είναι υπό το φως της νέας νομοθετικής επιταγής και με καθοδήγηση την υφιστάμενη, προ της τροποποίησης του 2008, νομολογιακή προσέγγιση, που θα πρέπει να ερμηνεύεται και εφαρμόζεται το τροποποιημένο κείμενο του άρθρου 25(1)(γ) του Νόμου.
Στη Χαρούς (ανωτέρω) η πλειοψηφία της Πλήρους Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου έκρινε ότι τόσο ως ζήτημα νομολογιακής δέσμευσης, όσο και ως θέμα αρχής, η Χάσικος και μεταγενέστερες αποφάσεις στοιχειοθετημένες στον ίδιο λόγο, καθορίζουν ποιες ενδιάμεσες αποφάσεις πρωτόδικων Δικαστηρίων υπόκεινται σε έφεση. Εκρινε επίσης ότι οι διαπιστώσεις στην Price v. Gray (2002) 1 AAΔ 424, συνιστούσαν απόκλιση από τον λόγο προγενέστερων δικαστικών αποφάσεων, αλλά και από τη σωστή ερμηνεία του όρου «απόφαση», ως καθορίζεται από τη νομολογία. Στην Cyprus Inv. & Sec. Corp. Ltd v. Παπαϊωάννου κ.ά. (2006) 1 ΑΑΔ 1368, κρίθηκε, κατ΄ ακολουθίαν υιοθέτησης των αρχών που τέθηκαν στις αποφάσεις Χαρούς και Χάσικος, ότι ενδιάμεση απόφαση με την οποία παραμερίστηκε απόφαση που λήφθηκε ερήμην των εναγομένων δεν ήταν καθοριστική των δικαιωμάτων των εναγόντων-εφεσειόντων και άρα μη εφέσιμη. Εισήγηση του συνήγορου των εφεσειόντων περί διαφοροποίησης, λόγω της υπέρ τους τελεσίδικης απόφασης και επηρεασμού των δικαιωμάτων τους με τον παραμερισμό, κρίθηκε ως εσφαλμένη με το σκεπτικό ότι η απόφαση είχε εκδοθεί ερήμην των εφεσιβλήτων και ότι στη δίκη που θα ακολουθούσε η αξίωση των εφεσειόντων στην αγωγή παρέμενε αλώβητη.
Σκοπός του τροποποιητικού Νόμου 109(Ι)/2017 είναι η αποφυγή αχρείαστων παρατάσεων και ο περιορισμός των διαδικαστικών διαδικασιών, καθώς και η αποτροπή ενθάρρυνσης αποσπασματικών εφέσεων και κατατεμαχισμού τους (Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Αστρασολ Λτδ κ.ά., Π.Ε. 32/18, ημερ. 24.7.2018). Ορθή ερμηνευτική προσέγγιση του εξεταζόμενου άρθρου 25(1)(γ) του Νόμου, προσδιορίζει ως εφέσιμες τις ενδιάμεσες αποφάσεις οι οποίες, λόγω των εξαιρετικών περιστάσεων και δεδομένων που τις καλύπτουν, καθορίζουν κατά τρόπο απόλυτο και τελεσίδικο τα δικαιώματα των διαδίκων, επιδρώντας καταλυτικά σε αυτά. Όπου όμως τα δικαιώματα και οι απορρέουσες από αυτά αξιώσεις παραμένουν αλώβητα προς τελικό καθορισμό τους στα πλαίσια της δίκης, δεν παρέχεται δικαίωμα έφεσης κατ΄ ακολουθία του εξεταζόμενου άρθρου 25(1)(γ) του Νόμου.
Υπό το φως όλων των πιο πάνω, είναι η κατάληξή μας ότι η εφεσιβαλλόμενη πρωτόδικη απόφαση δεν είναι εφέσιμη, αφού οι αξιώσεις των δύο μερών, αγωγή και ανταπαίτηση, εξακολουθούν να υφίστανται και τα όποια δικαιώματα και νομικά και πραγματικά θέματα που εγείρονται, συνεχίζουν να αποτελούν επίδικα ζητήματα. Υπό τις συνθήκες αυτές, οι διάδικοι θα έχουν την ευκαιρία να προβάλουν τις εκατέρωθεν θέσεις τους στα πλαίσια της ακροαματικής διαδικασίας, η οποία αναμένεται να λάβει χώραν ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου.
Συνακόλουθα η έφεση απορρίπτεται. Δεν κρίνουμε ορθό να προβούμε σε οποιαδήποτε διαταγή για έξοδα, δεδομένου ότι το υπό συζήτηση θέμα ηγέρθη αυτεπάγγελτα από το Δικαστήριο και αφορούσε ερμηνεία πρόσφατης τροποποίησης του Νόμου.
Κ. ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.
Α.Ρ. ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.
Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.
ΣΦ.