ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2018:A544
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. 498/2012)
17 Δεκεμβρίου, 2018
[Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ. ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ/ΣΤΕΣ]
ΔΗΜΟΣ ΛΑΚΑΤΑΜΕΙΑΣ
Εφεσείουσα/Αποζημιούσα Αρχή
ΚΑΙ
xxxx ΚΥΠΡΗ
Εφεσίβλητη/Αιτήτρια
---------
Απ. Ντορζής, για την εφεσείουσα.
Λ. Χαβιαράς για Κούσιος, Κορφιώτης, Παπαχαραλάμπους ΔΕΠΕ, για την εφεσίβλητη.
---------
Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τη Δ. Μιχαηλίδου, Δ.
---------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.: Αντικείμενο της υπό εξέτασης έφεσης είναι η αποζημίωση, την οποία υπολόγισε και επεδίκασε το πρωτόδικο Δικαστήριο (€9.890 πλέον τόκο 9% από 19.11.1994, ημερομηνία δημοσίευσης της γνωστοποίησης απαλλοτριώσεως), στα πλαίσια παραπομπής, η οποία καταχωρίστηκε εκ μέρους της απαιτήτριας-εφεσίβλητης.
Ήταν η θέση της Απαλλοτριούσας Αρχής η οποία δεν αμφισβητήθηκε από την απαιτήτρια, ότι η απαλλοτριωθείσα έκταση 230 m2 αποτελούσε μέρος δεσμευτικής ρυμοτομίας, που δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας στις 16.10.1987 «για τη δημιουργία δρόμου στην οδό Ζαλόγγου στη Λακατάμεια», Γνωστοποίηση απαλλοτρίωσης 1213/ 19.11.2004.
Προς υποστήριξη των εκατέρωθεν θέσεων, προσέφεραν την επιστημονική τους μαρτυρία, για μεν την εφεσίβλητη, ο xxxx (ΜΕ1) και για την Απαλλοτριούσα Αρχή ο xxxxxx (ΜΥ1) (τεκμήρια 4, 5 και 6 αντιστοίχως). Η Απαλλοτριούσα Αρχή υποστήριξε ότι η απαίτηση θα έπρεπε να απορριφθεί για δύο λόγους: η γη, υπαγόμενη σε δεσμευτική ρυμοτομία έχει μηδενική αξία, η δε απαλλοτρίωση επέφερε αύξηση, «υπεραξία στο εναπομείναν μέρος του ακινήτου η οποία υπερκαλύπτει την απαίτηση». Ή όπως το διατυπώνει το Δικαστήριο:
«.η ουσιαστικότερη διαφορά στη μαρτυρία των δυο μαρτύρων άπτεται νομικού και όχι πραγματικού θέματος. Ο ΜΥ1 υποστηρίζει ότι εφόσον το μέρος που απαλλοτριώθηκε υπόκειται σε δεσμευτική ρυμοτομία έχει μηδενική αξία. Υποστηρίζει ότι τούτη η θέση εδράζεται στις διατάξεις του άρθρου 13 του περί Ρυθμίσεως Οδών και Οικοδομών Νόμου, Κεφ. 96. Από την άλλη ο ΜΕ1 υποστηρίζει ότι η ρυμοτομία όχι μόνο έχει αξία, υπολογίζεται και στο ποσοστό που παραχωρεί ο ιδιοκτήτης κατά την οικοπεδοποίηση για κατασκευή χώρου πρασίνου και δρόμων, όπως προνοεί το τοπικό σχέδιο ανάπτυξης, και έτσι ο ιδιοκτήτης κερδίζει εκμεταλλεύσιμη γη.
Επιπλέον, ο ΜΥ1 υποστηρίζει ότι η απαλλοτρίωση προσέδωσε υπεραξία στο εναπομείναν τμήμα του ακινήτου, την οποία υπολογίζει σε 10%, ενώ ο ΜΕ1 διατείνεται ότι μάλλον υποτίμηση επέφερε και αυτό επειδή μειώθηκε η οικοπεδοποιημένη γη.»
Το Δικαστήριο με παραπομπή και ανάλυση της νομολογίας και των νομικών αρχών που διέπουν το επίδικο ερώτημα,[1] με προεξάρχουσα τη Γεωργαλλίδου ν. Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας (2001) 1 Α.Α.Δ. 365, ιδιαιτέρως ως προς το σκοπό του άρθρου 13 του Κεφ. 96, κατέληξε ότι:
«Όλα τα πιο πάνω αποκαλύπτουν ότι δεν νοείται απαλλοτρίωση ακίνητης ιδιοκτησίας έξω από τις πρόνοιες του άρθρου 23 του Συντάγματος. Είτε η διαδικασία διέπεται από τις διατάξεις του άρθρου 13 του Κεφ. 96, είτε από τις διατάξεις του άρθρου 10 του Ν. 15/62, σταθερός παρονομαστής είναι οι συνταγματικές επιταγές του άρθρου 23. Δεσμευτική ρυμοτομία συνιστά περιορισμό εν τη εννοία του εδαφίου (η) του άρθρου 10 του Ν. 15/62 και συνεπώς τυγχάνει αποζημίωσης. Δεν πρέπει όμως να μας διαφεύγει ότι τέτοια αποζημίωση δικαιολογείται όταν η απαλλοτρίωση μειώνει ουσιωδώς την οικονομική αξία της περιουσίας (βλ. επιφύλαξη άρθρου 23.3 του συντάγματος στο οποίο παραπέμπει το άρθρο 10(η) του Ν. 15/62 και Γιωργαλλίδου, πιο πάνω στη σελ. 379).
Στην υπό κρίση περίπτωση η απαλλοτρίωση αφορά γη έκτασης 230 m2 . Το σύνολο του τεμαχίου πριν την απαλλοτρίωση ανέρχετο σε 3230 m2. Εν ολίγοις το απαλλοτριωθέν μέρος συνιστά το 7% του όλου. Εφόσον έχει ήδη διαπιστωθεί ότι κατά τον επίδικο χρόνο, δηλαδή κατά τη δημοσίευση της γνωστοποίησης απαλλοτρίωσης, η αξία του ακινήτου ανά τετραγωνικό μέτρο ήτο Λ.Κ.43, συνάγεται ότι η αξία του απαλλοτριωθέντος τμήματος ανέρχεται σε Λ.Κ.9890, του δε υπολοίπου σε Λ.Κ.129000. Υπό το φως αυτών των δεδομένων και χωρίς να παραγνωρίζω ότι 230 m2 συνιστούν το ήμισυ, σχεδόν, ενός κανονικού οικοπέδου, καταλήγω ότι η απαλλοτρίωση μειώνει ουσιωδώς την αξία του ακινήτου και συνεπώς τυγχάνει εύλογης αποζημίωσης.»
Στη συνέχεια, εξετάζοντας το κατά πόσο η απαλλοτρίωση επέφερε επαύξηση του εναπομείναντος μέρους και τις διιστάμενες επί του ζητήματος θέσεις των μερών, απάντησε ως ακολούθως:
«.Δεν έχω καμιά αμφιβολία ότι επί του προκειμένου ορθή είναι η θέση του ΜΥ1. Ο μάρτυρας με σαφήνεια και επάρκεια επεξήγησε γιατί η αξία του εναπομείναντος μέρους έχει αυξηθεί. Όπως ανέφερε, και η κοινή λογική αποδέχεται, η διαπλάτυνση του υφιστάμενου δρόμου, δρόμος ο οποίος δεν ήτο ολοκληρωμένος και δεν εξυπηρετούσε μεγάλο μέρος του βορειότερου τμήματος του ακινήτου, καθιστά τούτο προσβάσιμο από όλο το μήκος της πλευράς που εφάπτεται με την οδό Ζαλόγγου. Έχοντας λοιπόν κατά νου ότι πριν την απαλλοτρίωση μεγάλο μέρος του ακινήτου δεν εξυπηρετείτο από το δρόμο και συνυπολογίζοντας την ασφαλτόστρωση του μέρους που απαλλοτριώθηκε, καταλήγω ότι σαφώς και η απαλλοτρίωση λειτούργησε ευεργετικά για το υπόλοιπο μέρος του ακινήτου, αυξάνοντας δηλαδή την αξία τούτου.»
Παρά το εύρημα του για επαύξηση της αξίας του ακινήτου, απέρριψε τη θέση της υπεράσπισης θεωρώντας ότι:
«.Παρολ΄ αυτά παρατηρώ ότι η θέση του ΜΥ1 πως τούτη η αύξηση ανέρχεται σε 10%, είναι άνευ αιτιολογίας και ως τέτοια αυθαίρετη. Η αποζημιούσα αρχή δεν προσκόμισε στο δικαστήριο οιανδήποτε μαρτυρία, λόγου χάριν όπως στην περίπτωση υπολογισμού της ανά τετραγωνικό μέτρο αξίας του ακινήτου πριν την απαλλοτρίωση, που να αποκαλύπτει ότι άλλες ανάλογες περιπτώσεις, δηλαδή ακίνητα με παρόμοια νομικά και πραγματικά χαρακτηριστικά, επωφελήθηκαν επαύξηση της τάξης του 10%. Κατ΄ επέκταση τίποτα τέθηκε ενώπιον του δικαστηρίου που να παρέχει δικαίωμα υπολογισμού της επαύξησης που διαπιστώθηκε και δη ότι ανέρχεται σε 10%. Ως εκ των πιο πάνω η θέση του ΜΥ1 περί επαύξησης 10% είναι αυθαίρετη και ως τέτοια μη αποδεκτή.»
Η απόφαση του Δικαστηρίου πλήττεται με τρεις λόγους έφεσης, ως λανθασμένη: Το πρωτόδικο Δικαστήριο, λανθασμένα κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν τέθηκε οτιδήποτε ενώπιον του, που να του παρέχει δικαίωμα υπολογισμού της επαύξησης. Θεωρεί η εφεσείουσα, ότι με δεδομένη την επαύξηση της αξίας του εναπομείναντος μέρους του κτήματος κατά 10%, το ίδιο το Δικαστήριο όφειλε και ηδύνατο να προχωρήσει το ίδιο σε καθορισμό του ποσοστού. Με το 2ο λόγο, ότι το Δικαστήριο, λανθασμένα αποφάσισε ότι η κατάληξη του ΜΥ1, για επαύξηση της αξίας του εναπομείναντος μέρους, δεν αιτιολογήθηκε και ως τέτοια, κρίθηκε ως αυθαίρετη. Υπάρχει, θεωρεί η εφεσείουσα ενώπιον του Δικαστηρίου ικανοποιητική αποδεκτή μαρτυρία, η οποία δικαιολογούσε τη θέση του ΜΥ1 (λόγοι έφεσης 1 και 2). Λανθασμένα το Δικαστήριο θεώρησε ότι η απαλλοτρίωση μείωσε την αξία του κτήματος της αιτήτριας (3ος λόγος). Υποστηρίζεται ο τελευταίος λόγος στην ήδη προϋπάρχουσα δεσμευτική ρυμοτομία, η οποία, κατά την εφεσείουσα, δεν επηρέασε καθ΄ οιονδήποτε τρόπο τις δυνατότητες και/ή προοπτικές του υπολοίπου μέρους του κτήματος: με την απαλλοτρίωση, αφαιρέθηκε μέρος μόνο του τμήματος που θα αφαιρεθεί για κατασκευή χώρου πρασίνου και δρόμων, σε περίπτωση μελλοντικής ανάπτυξης του.
Θα εξετάσουμε κατά προτεραιότητα τον 3ο λόγο έφεσης, με τον οποίο εγείρεται και πάλι το ίδιο ζήτημα που πλειστάκις απασχόλησε το Ανώτατο Δικαστήριο και που απάντηση δόθηκε, θεωρούμε, στην πλέον πρόσφατη απόφαση του Εφετείου, Ματθαίος Γεωργίου Μακροσέλλη κ.α. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Πολιτική Έφεση Αρ. 268/10, 3.3.2017, ECLI:CY:AD:2017:A70, μεταγενέστερη της πρωτόδικης απόφασης. Στην εν λόγω υπόθεση, είχε επιβληθεί δεσμευτική ρυμοτομία και τέθηκαν ανάλογοι όροι στην άδεια οικοδομής και στην πολεοδομική άδεια. Οι άδειες υλοποιήθηκαν, με αποτέλεσμα, μέρος των τεμαχίων, να επηρεαστεί από τη διεύρυνση του δρόμου και άλλων συναφών οδικών έργων. Αργότερα, για την έκταση που επηρεάστηκε από τη ρυμοτομία, εκδόθηκαν διατάγματα και γνωστοποίηση απαλλοτρίωσης. Το Εφετείο, εξετάζοντας τις πρόνοιες του άρθρου 10(α) και (η) του Ν. 15/1962, σε συνάρτηση με τα άρθρα 12 και 13 του περί Ρυθμίσεως Οδών και Οικοδομών Νόμου, Κεφ. 96, δυνάμει των οποίων επιβλήθηκε η δεσμευτική ρυμοτομία, εξετάζοντας και τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, αρχής γενομένης από την Γεωργαλλίδου (ανωτέρω)[2] έθεσε το ερώτημα:
«.κατά πόσο, υπό τις περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης, υπάρχει έρεισμα για αποζημίωση με βάση τις πρόνοιες του άρθρου 10(η), υπό την έννοια που εξηγήθηκε στην υπόθεση Χαραλάμπους[3] ή εάν η Γεωργαλλίδου διαφοροποιείται, ως η εισήγηση των εφεσιβλήτων.
Δεν παραβλέπουμε ότι στην υπόθεση Γεωργαλλίδου ελέχθη ότι το ζήτημα της αποζημίωσης για προγενέστερο περιορισμό, είτε ιδωθεί σε αναφορά με το άρθρο 10(η) είτε σε αναφορά με το άρθρο 13(1), το αποτέλεσμα είναι το ίδιο. Όπως εξηγήθηκε στην πρώτη περίπτωση, το άρθρο 13(1), ως ειδικά ρυθμίζον την αποζημίωση λόγω περιορισμών ρυμοτομίας, υπεισέρχεται στη διαδικασία μέσω του άρθρου 10(η), το οποίο παραπέμπει στην καταβλητέα αποζημίωση λόγω περιορισμών δυνάμει του Άρθρου 23. Το άρθρο 13(1), βεβαίως, παρέχει και δικαίωμα αυτόνομης αποζημίωσης (βλ. Νικολαϊδης[4], ανωτέρω).
Προκύπτει όμως το ερώτημα κατά πόσο η αρχή της Γεωργαλλίδου θα μπορούσε να σημαίνει ότι ο ιδιοκτήτης έκτασης που παραχωρήθηκε στη ρυμοτομία στο παρελθόν και ακολούθως απαλλοτριώθηκε, δύναται να μην διεκδικήσει αποζημιώσεις δυνάμει του άρθρου 13(1) του Κεφ. 96 για τη βλάβη (hardship) (ή του άρθρου 68 του περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμου, Ν. 90/1972, που αναφέρεται στον καθορισμό αποζημιώσεων που προκύπτουν από την εφαρμογή των προνοιών του Νόμου αυτού), αλλά να προσφύγει στο Δικαστήριο, αδιακρίτως του χρόνου και των περιστάσεων, διεκδικώντας αποζημίωση με βάση την αγοραία αξία κατά το χρόνο μεταγενέστερης απαλλοτρίωσης, όπως απαιτούν οι εφεσείοντες.
[.]
Η ευρύτητα όμως, της Γεωργαλλίδου περιορίστηκε στην υπόθεση Λένα Ζ. Μιχαηλίδου ν. Γενικού Εισαγγελέα (2005) 1 ΑΑΔ 657, όπου η δεσμευτική ρυμοτομία είχε ήδη εγγραφεί ως δημόσιος δρόμος και η έκτασή της αφαιρέθηκε με την έκδοση του νέου τίτλου με αποτέλεσμα, όπως αποφασίστηκε, κατά το χρόνο της γνωστοποίησης της απαλλοτρίωσης να μην υπήρχε περιορισμός εν τη εννοία του άρθρου 10(η) του Νόμου.
Εν προκειμένω, ως άνω, επίσης η άδεια οικοδομής και η πολεοδομική άδεια υλοποιήθηκαν και διαμορφώθηκε το μέρος των τεμαχίων που επηρεάστηκε από τη ρυμοτομία. Δεν φαίνεται να εκδόθηκαν νέοι τίτλοι, εφόσον δεν εκδόθηκε πιστοποιητικό τελικής έγκρισης, όμως τούτο δεν διαφοροποιεί την περίπτωση ουσιωδώς από την υπόθεση Μιχαηλίδου.
[.]
Εν πάση περιπτώσει, ανεξάρτητα από τα αποφασισθέντα στη Μιχαηλίδου,[5] σκοπός του 10(η) δεν ήταν να εξομοιώσει την αποζημίωση για τον προϋφιστάμενο περιορισμό, που στην περίπτωση ρυμοτομίας προσδιορίζεται ως «βλάβη» εν τη εννοία του άρθρου 13(1), με την αποζημίωση που είναι καταβλητέα ένεκα απαλλοτρίωσης, δυνάμει του άρθρου 10(α) του Ν. 15/1962, που προσδιορίζεται με βάση την αξία στην ελεύθερη αγορά. Σκοπός ήταν, ως άνω, να αποτρέπεται η παραχώρηση μειωμένης αποζημίωσης κατά τα μέχρι τότε κρατούντα και όχι η διαφοροποίηση των προϋποθέσεων και της φύσης της αποζημίωσης του άρθρου 13(1). Το άρθρο 13(1), αν δεν έχει ασκηθεί αυτόνομα, παραμένει και υπεισέρχεται μέσω του άρθρου 10(η), όπως στην ίδια την Γεωργαλλίδου αναφέρεται, υπό τις δικές του ασφαλώς προϋποθέσεις, ως πρόνοια που αφορά τυχόν βλάβη εκ της ρυμοτομίας, εφόσον ήθελε αποδειχθεί και όχι ως πρόνοια που να δικαιολογεί αποζημίωση με βάση την αγοραία αξία κατά το χρόνο της απαλλοτρίωσης, όπως επιχειρήθηκε εν προκειμένω.»
Στην προκειμένη περίπτωση, πλην της επιβολής δεσμευτικής ρυμοτομίας ουδείς άλλος όρος συντρέχει. Τα γεγονότα της παρούσης διαφοροποιούνται από τα της Μιχαηλίδου και της Μακροσέλλης (ανωτέρω).
Υπό το φως των παραδεκτών γεγονότων και των πραγματικών δεδομένων της υπόθεσης ορθά το Δικαστήριο ερμήνευσε τη νομολογία και ορθά κατέληξε να απορρίψει τη θέση της εφεσείουσας. Δια της απαλλοτρίωσης, επεβλήθη περιορισμός στην περιουσία της εφεσίβλητης η οποία στερήθηκε μέρος της εκτάσεως 230 m2, για την οποία και πρέπει να αποζημιωθεί.[6]
Για όλους τους λόγους ανωτέρω ο 3ος λόγος έφεσης απορρίπτεται.
Ο 1ος και 2ος λόγος, συναφείς και αλληλοκαλυπτόμενοι, θα εξεταστούν ενιαία. Η διαπίστωση επαύξησης της αξίας της εναπομείνασας περιουσίας μετά την αφαίρεση του απαλλοτριωθέντος μέρους, είναι θέμα πραγματικό και κρίνεται με βάση τα δεδομένα που υφίστανται κατά την ημερομηνία γνωστοποίησης της απαλλοτρίωσης, Νικολαΐδης (ανωτέρω):
«Η έννοια της υπεραξίας, ή ορθότερα της επαύξησης της αξίας, υπάρχει μόνο όσον αφορά τον επηρεασμό της αξίας της υπόλοιπης περιουσίας ως αποτέλεσμα της απαλλοτρίωσης. Η επαύξηση της αξίας αναφέρεται στην εναπομείνασα μετά την απαλλοτρίωση περιουσία και σημαίνει την επαύξηση της αξίας της, παρά τα άλλα φυσικά και νομικά της χαρακτηριστικά, που προκύπτει μόνο και μόνο από το γεγονός της απαλλοτρίωσης. Στον αντίποδα της επαύξησης βρίσκεται η μείωση της αξίας, ο δυσμενής επηρεασμός του υπόλοιπου ακινήτου.
Έτσι δεν είναι ορθό να μιλούμε για υπεραξία που απωλέστηκε λόγω της απαλλοτρίωσης. Η οποιαδήποτε αξία που το ακίνητο είχε κατά το χρόνο της γνωστοποίησης της απαλλοτρίωσης είναι απλώς η αξία του ακινήτου. "Υπεραξία" ή καλύτερα επαύξηση της αξίας υπάρχει μόνο στο υπόλοιπο της περιουσίας που παραμένει μετά την απαλλοτρίωση.»
Κατά τον καθορισμό της δίκαιης και εύλογης αποζημίωσης, το Δικαστήριο δεν είναι υποχρεωμένο να υιοθετήσει τη γνώμη των εμπειρογνωμόνων, αλλά να επιλέξει την πλέον κατάλληλη και ορθή, κατά την κρίση του, θέση (Vassilico Cement Works Ltd v. Stavrou (1978) 1 C.L.R. 389, Attorney-General v. Charalambous a.o. (1983) 1 C.L.R. 431, Νικολάου ν. Σταύρου (1992) 1 Α.Α.Δ. 746, Δήμος Αγλαντζιάς ν. Μαρία Γεωργίου (2001) 1 Α.Α.Δ. 51).
Θεωρούμε, υπό το φως των γεγονότων της παρούσας υπόθεσης και από την ενώπιον του Δικαστηρίου αποδεκτή μαρτυρία (ΜΥ1), ότι το Δικαστήριο λανθασμένα κατέληξε στο συμπέρασμα, ότι δεν τέθηκε ενώπιον του μαρτυρία που να του δίδει το δικαίωμα και τη δυνατότητα να υπολογίσει την επαύξηση, «και δη ότι ανέρχεται σε 10%».
Στην προκειμένη περίπτωση, φαίνεται ότι διέλαθε της προσοχής του Δικαστηρίου ότι η εκτίμηση του ΜΥ1, ως προς το ποσοστό επαύξησης, 10% δεν υποστηρίζεται μόνο από την §2.4.10 του τεκμηρίου 4, όπως θεωρεί. Όπως διέλαθε φαίνεται της προσοχής του, και ο συνημμένος στην έκθεση του ΜΥ1 (τεκμήριο 4) Πίνακας Συγκριτικών Πωλήσεων, ως ανωτέρω, με αποτέλεσμα να καταλήξει σε λανθασμένη εκτίμηση της μαρτυρίας (ΜΥ1). Υποστηρίζεται διαπιστώνουμε και από τις §2.5 (2.5.1 και 2.5.2) και §2.6 (2.6.1) και §2.7 του τεκμηρίου 4. Στοιχεία τα οποία σωρευτικά ιδωμένα ενδέχεται να παράσχουν τη δυνατότητα στο Δικαστήριο για υπολογισμό της επαύξησης της αξίας του ακινήτου.
Υπό το φως των ανωτέρω, εξασκώντας τις εξουσίες που μας παρέχονται δυνάμει του άρθρου 25(3) του περί Δικαστηρίων Νόμου, Ν. 14/1960, θεωρούμε ότι οι περιστάσεις της υπόθεσης, δικαιολογούν την παραπομπή της υπόθεσης ενώπιον του εκδικάσαντος την υπόθεση Δικαστηρίου, ώστε τούτο να εξετάσει εκ νέου την ενώπιον του προσαχθείσα μαρτυρία, η οποία ενδεχομένως παρέχει στο Δικαστήριο τη δυνατότητα υπολογισμού της επαύξησης της αξίας του εναπομείναντος μέρους, ως η διαπίστωση του.
Εκδίδεται διάταγμα παραπομπής της υπόθεσης ενώπιον του εκδικάσαντος Δικαστηρίου ως ανωτέρω.
Η έφεση επιτυγχάνει μερικώς. Επιδικάζονται €1.000 έξοδα υπέρ της εφεσείουσας και εναντίον της εφεσίβλητης.
Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ.
Δ. ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.
Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.
/φκ
[1] Christodoulides v. The Municipal Corporation of Famagusta (1963) 2 C.L.R. 35, D.J. Demades & Sons Ltd v. The Republic (1977) 1 C.LR. 189, Δήμος Στροβόλου ν. Ανδρέου κ.α. (2012) 1 Α.Α.Δ. 1510.
[2] Demades & Sons Ltd v. Republic of Cyprus (ανωτέρω), Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Ιακωβίδης (1998) 1 Α.Α.Δ. 1819, Γενικός Εισαγγελέας ν. Κούλουμου (1995) 1 Α.Α.Δ. 728.
[3] Χαραλάμπους ν. Γενικού Εισαγγελέα (2001) 1 Α.Α.Δ. 2143.
[4] Νικολαΐδης κ.α. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Γενικού Εισαγγελέα (1998) 1 Α.Α.Δ. 1362.
[5] Λένα Ζ. Μιχαηλίδου ν. Γενικού Εισαγγελέα (2005) 1 Α.Α.Δ. 657, όπου η δεσμευτική ρυμοτομία είχε ήδη εγγραφεί ως δημόσιος δρόμος και η έκταση της αφαιρέθηκε για την έκδοση του νέου τίτλου, με αποτέλεσμα κατά τον χρόνο γνωστοποίησης της απαλλοτρίωσης να μην υπάρχει περιορισμός εν τη εννοία του άρθρου 10(η) του Νόμου.
[6] Δήμος Στροβόλου ν. Ανδρέου κ.α. (ανωτέρω).