ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας στους οποίους κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
public Ναθαναήλ, Στέλιος Σταύρου Σταματίου, Κατερίνα Στυλιανίδου-Πούγιουρου, Αντρούλα Αλέξανδρος Αλεξάνδρου, για τον Εφεσείοντα - Εναγόμενο. Μιχάλης Βασιλειάδης, για τον Εφεσίβλητο - Ενάγοντα. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2018-12-14 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΑΝΔΡΕΟΥ ν. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 475/2012, 14/12/2018 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2018:A538

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

                                                ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 475/2012

 

14 Δεκεμβρίου, 2018

 

[ΣΤ. ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Κ. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Α. ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

χχχχχ ΑΝΔΡΕΟΥ

Εφεσείων - Εναγόμενος

 

ΚΑΙ

 

χχχχχ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ

                                                          Εφεσίβλητος - Ενάγοντας

**********************

 

Αλέξανδρος Αλεξάνδρου, για τον Εφεσείοντα - Εναγόμενο.

Μιχάλης Βασιλειάδης, για τον Εφεσίβλητο - Ενάγοντα.

 

************************

 

ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα  δώσει η Α. Πούγιουρου, Δ.

 

 

 

 

 

Α  Π  Ο  Φ  Α  Σ  Η

 

ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ:  Με την αγωγή του στο Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου ο εφεσίβλητος - ενάγων αξίωνε εναντίον του εφεσείοντα - εναγόμενου γενικές και ειδικές αποζημιώσεις  μαζί με αυξημένες και/ή παραδειγματικές αποζημιώσεις για τραυματισμούς που, όπως ισχυρίζετο, υπέστη από επίθεση που δέχθηκε από τον εφεσείοντα στις 11/2/2000.

 

Σύμφωνα με την Έκθεση Απαίτησης, στις 11/2/2000 ενώ ο εφεσίβλητος βρισκόταν μέσα στο ταξί του που ήταν σταματημένο έξωθι του ξενοδοχείου «ΒΕΡΟΝΙΚΑ» στην Πάφο, δέχθηκε βάναυση επίθεση από τον εφεσείοντα με γροθιές και κτυπήματα στο άνω μέρος του σώματος του και κεφάλι με  αποτέλεσμα να υποστεί διάφορες σοβαρές σωματικές βλάβες, ιδιαίτερα στο πρόσωπο, καθώς και ζημιές. 

 

Με την Υπεράσπιση του ο εφεσείων αρνήθηκε τους ισχυρισμούς του εφεσίβλητου και αντέτεινε ότι ήταν ο εφεσίβλητος που του επιτέθηκε όταν ο εφεσείων του ζήτησε εξηγήσεις για τον τρόπο οδήγησης του που έθεσε σε κίνδυνο τη ζωή του, με αποτέλεσμα να ακολουθήσει συμπλοκή κατά την οποίαν ο εφεσίβλητος υπέστη τραυματισμούς. 

 

Κατόπιν ακρόασης, η τελική ετυμηγορία του Δικαστηρίου ήταν η έκδοση απόφασης υπέρ του εφεσίβλητου και εναντίον του εφεσείοντα για €6.000,00 ως γενικές και επαυξημένες αποζημιώσεις με νόμιμο τόκο πλέον ειδικές αποζημιώσεις εκ €469.87 με νόμιμο τόκο και έξοδα.

 

Με την παρούσα έφεση ο εφεσείων προσβάλλει την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης με δύο λόγους έφεσης.  Ο πρώτος ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα έκρινε ότι η διάγνωση της αστικής ευθύνης του εφεσείοντα έγινε εντός των χρονικών πλαισίων του Συντάγματος και ότι οι περιστάσεις της υπόθεσης δεν επηρέασαν με οποιονδήποτε τρόπο τα δικαιώματα του εφεσείοντα ο οποίος έτυχε δίκαιης δίκης.  Ο δεύτερος λόγος αναφέρεται στη λανθασμένη αξιολόγηση της μαρτυρίας  του εφεσίβλητου.

 

Συγκεκριμένα ήταν εισήγηση του δικηγόρου του εφεσείοντα ότι η πάροδος 11 χρόνων και 7 μηνών από τη διάπραξη του αστικού αδικήματος μέχρι την ολοκλήρωση της δικαστικής διαδικασίας  έχει επηρεάσει τόσο τη μνήμη των μαρτύρων όσο και  τεκμήρια της υπόθεσης, ιδιαίτερα τις ακτινογραφίες,  με αποτέλεσμα την παραβίαση του συνταγματικού δικαιώματος του εφεσείοντα  για δίκαιη δίκη εντός εύλογου χρονικού διαστήματος.  Πρόβαλε τη θέση  ότι το λάθος του Δικαστηρίου στον υπολογισμό του χρόνου που μεσολάβησε από το επίδικο συμβάν μέχρι την καταχώρηση της Αγωγής όπου λανθασμένα το καθόρισε σε 5 χρόνια και 10 μήνες αντί 7 χρόνια και 10 μήνες που ήταν στην πραγματικότητα, έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην τελική του κρίση.  Χαρακτηρίζει δε το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι μεγάλη ευθύνη για την καθυστέρηση φέρει και ο εφεσείων, ως άστοχο.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε κατ' αρχάς το θέμα της παραβίασης του δικαιώματος του εφεσείοντα για δίκαιη δίκη εντός εύλογου χρόνου  και έκρινε, με αναφορά σε νομολογία (Βίκτωρος ν. Χριστοδούλου (1992) 1 (Α) Α.Α.Δ. 512, Παπακόκκινου κ.ά. ν. Σμυρλή κ.ά. (2001) 1 (Γ) Α.Α.Δ. 1653 και Λουκαΐδης ν. Εκδοτική Εταιρεία Αλήθεια Λτδ κ.ά. (2003) 1 (Α) Α.Α.Δ. 22) ότι δεν είχε καταδειχθεί ότι λόγω της παρόδου  4 χρόνων και 9 ½ μηνών από την καταχώρηση της Αγωγής μέχρι την έκδοση της απόφασης, είχαν επηρεασθεί με οποιονδήποτε τρόπο τα δικαιώματα ή η υπεράσπιση του εφεσείοντα.  Ήταν διαπίστωση του  δε ότι  μεγάλη ευθύνη για την καθυστέρηση  έφερε και ο εφεσείων, ενόψει του ιστορικού της υπόθεσης. 

 

Με αναφορά στις υποθέσεις Paporis v. National Bank of Greece S.A. (1986) 1 C.L.R. 578 και Εργατίδης ν. Γενικού Εισαγγελέα (2006) 1 (Β) Α.Α.Δ. 1098 αποφάσισε ότι αφετηρία για τον υπολογισμό του χρόνου για σκοπούς του άρθρου 30 του Συντάγματος είναι η ημερομηνία καταχώρησης της Αγωγής και όχι ο χρόνος που επεσυνέβη το επίδικο συμβάν για το οποίο καταχωρήθηκε η Αγωγή, που ήταν η θέση του εφεσείοντα.  Σ΄ όσον αφορά την εισήγηση ότι η πάροδος μεγάλου χρόνου επηρέασε δυσμενώς και τη μαρτυρία και ιδιαίτερα εκείνη των ΜΕ4 και ΜΕ5 καθώς και τα Τεκμήρια 6 και 7, έκρινε ότι είναι λογικό ένας ιατρός του δημοσίου, όπως ήταν ο ΜΕ4, να μη θυμάται λεπτομέρειες για τον κάθε ασθενή που εξετάζει καθημερινά.  Από την άλλη το γεγονός ότι ο ΜΕ4 δεν θυμόταν το ακριβές σημείο της άνω γνάθου που εντοπίστηκε το αιμάτωμα ή την έκταση του και των εκχυμώσεων θεώρησε ότι δεν ήταν ουσιώδες στοιχείο, εφόσον σημασία ενέχει ότι εντόπισε τις βλάβες. Σε σχέση με τις ακτινογραφίες του Τεκμηρίου 7 ήταν διαπίστωση του ότι αυτές δεν υπήρξαν η βάση της μαρτυρίας της ΜΕ5, οδοντίατρου,  αλλά η μαρτυρία της στηρίχθηκε σε  μια πανοραμική ακτινογραφία και μια ακτινογραφία του Τεκμηρίου 7 που επιβεβαίωνε την απώλεια δύο οδόντων.  Σε σχέση με τη θέση του εφεσείοντα ότι η πάροδος μεγάλου χρόνου επηρέασε δυσμενώς τη μνήμη του,  το πρωτόδικο Δικαστήριο κατά την αξιολόγηση της μαρτυρίας του έκρινε ότι το γεγονός ότι δεν θυμόταν ορισμένα στοιχεία δεν οφείλετο στην πάροδο του χρόνου αλλά στην επιλεκτική του μνήμη στην προσπάθεια του να πείσει για τις θέσεις του.  Κατέληξε δε ότι από το σύνολο των περιστάσεων της υπόθεσης δεν έχει καταδειχθεί ότι λόγω της καθυστέρησης έχουν επηρεασθεί με οποιονδήποτε τρόπο τα δικαιώματα και η υπεράσπιση του εφεσείοντα.  Προσθέτει δε στην απόφαση  ότι έστω και αν η αστική  ευθύνη του εφεσείοντα διαπιστώνεται μετά 4 χρόνια και 9 ½ μήνες από την καταχώρηση της αγωγής, ενόψει του ότι και ο ίδιος ο εφεσείων φέρει μεγάλη ευθύνη για την καθυστέρηση, οι σωρευτικές επιπτώσεις όλων των παραγόντων που εξετάστηκαν ξεχωριστά δεν είναι τέτοιες ώστε να οδηγούν σε συμπέρασμα ότι παραβιάστηκε το δικαίωμα του για διάγνωση της αστικής του ευθύνης εντός ευλόγου χρόνου και ότι δεν έτυχε δίκαιης δίκης. 

 

Στο σημείο αυτό κρίνουμε σκόπιμο να παραθέσουμε το απόσπασμα από την πρωτόδικη απόφαση που αναφέρεται στο ιστορικό της αγωγής, που ήταν η βάση της κατάληξης του πρωτόδικου Δικαστηρίου  ότι για την καθυστέρηση ευθύνετο και ο εφεσείων, διαπίστωση που ο εφεσείων θεωρεί λανθασμένη:

 

«Η αγωγή κινήθηκε με γενικώς οπισθογραφημένο κλητήριο ένταλμα στις 10.12.07 και επιδόθηκε στον εναγόμενο στις 9.1.08. Ο εναγόμενος καταχώρησε σημείωμα εμφάνισης στις 18.1.08. Η έκθεση απαίτησης καταχωρήθηκε στις 14.9.09 και αντίγραφο της δόθηκε στον συνήγορο του εναγόμενου την ίδια μέρα. Στη συνέχεια ο εναγόμενος δεν καταχώρησε έκθεση υπεράσπισης εντός της προβλεπόμενης από τους Κανονισμούς προθεσμίας και στις 14.1.10 ο  Πρωτοκολλητή επέδωσε στο συνήγορο του εναγόμενου γραπτή ειδοποίηση δυνάμει της Δ.26 Κ.13(1) με την οποία τον καλούσε να καταχωρήσει την έκθεση υπεράσπισης του εντός 14 ημερών. Η έκθεση υπεράσπισης δεν καταχωρήθηκε ούτε εντός αυτής της προθεσμίας οπόταν το Δικαστήριο στις 26.2.10 όρισε την υπόθεση για απόδειξη της απαίτησης του ενάγοντα στις 23.4.10. Στις 23.4.10 καταχωρήθηκε η έκθεση υπεράσπισης και η υπόθεση ορίσθηκε για πρώτη φορά για οδηγίες στις 28.5.10. Στις 27.5.10 καταχωρήθηκε σημείωμα αλλαγής δικηγόρου του εναγόμενου και στις 28.5.10 η υπόθεση ορίσθηκε για επίτευξη συμβιβασμού με τους διάδικους παρόντες στις 7.7.10. Στις 7.7.10 η υπόθεση κατόπιν κοινού αιτήματος ορίσθηκε για ακρόαση στις 14.12.10. Στις 10.12.10 η ακρόαση της υπόθεσης αναβλήθηκε κατόπιν σχετικής αίτησης του συνηγόρου του ενάγοντα και άνευ ενστάσεως από πλευράς του εναγόμενου και η υπόθεση ορίσθηκε εκ νέου για ακρόαση στις 8.3.11. Στις 23.2.11  η ακρόαση αναβλήθηκε και πάλιν κατόπιν σχετικής αίτησης του συνηγόρου του ενάγοντα και άνευ ενστάσεως από πλευράς του εναγόμενου και η υπόθεση ορίσθηκε εκ νέου για ακρόαση στις 19.5.11. Στις 19.5.11 η υπόθεση ορίσθηκε για οδηγίες στις 8.6.11 ημερομηνία κατά την οποία ορίσθηκε και πάλι για ακρόαση στις 19.10.11. Στις 19.10.11 κατόπιν αιτήματος της υπεράσπισης η ακρόαση αναβλήθηκε και πάλι και δόθηκε νέα ημερομηνία ακρόασης η 16.11.11. Η ακροαματική διαδικασία άρχισε στις 16.11.11 και συνεχίσθηκε στις 25.11.11. Στη συνέχεια ορίσθηκε για συνέχιση στις 7.12.11 οπόταν αναβλήθηκε κατόπιν αιτήματος της υπεράσπισης λόγω πένθους του κ. Αλεξάνδρου και ορίσθηκε εκ νέου για συνέχιση στις 9.1.12  και μετά στις 27.1.12, στις 24.2.12, στις 6.3.12, στις 15.3.12. Στις 15.3.12 μετά το πέρας της αντεξέτασης του εναγόμενου ο συνήγορος υπεράσπισης ζήτησε νέα ημερομηνία συνέχισης για να κλητεύσει μάρτυρα για να καταθέσει σε σχέση με τον ιατρικό φάκελο του εναγόμενου και ελλείψει ενστάσεως η υπόθεση ορίσθηκε για συνέχιση στις 30.3.12. Στις 30.3.12 ο συνήγορος υπεράσπισης ζήτησε εκ νέου αναβολή για τον ίδιο λόγο εφόσον, ως δήλωσε, ο ιατρός που θα κλήτευε είχε αφυπηρετήσει και δεν του είχε γίνει επίδοση της κλήσης. Έτσι ελλείψει και ενστάσεως η υπόθεση ορίσθηκε για συνέχιση στις 23.4.12. Στις 23.4.12 ο συνήγορος υπεράσπισης ζήτησε εκ νέου αναβολή καθότι, ως δήλωσε, είχε έλθει ο μάρτυρας που κλήτευσε αλλά είχε φέρει λάθος ιατρικό φάκελο. Για μια ακόμη φορά και ελλείψει ενστάσεως η υπόθεση ορίσθηκε για συνέχιση στις 9.5.12 οπόταν και ολοκληρώθηκε η μαρτυρία. Στη συνέχεια η υπόθεση ορίσθηκε για τελικές αγορεύσεις στις 14.6.12 οπόταν και επιφυλάχθηκε η παρούσα τελική απόφαση.

 

Από τα πιο πάνω φαίνονται λοιπόν τα ακόλουθα:

 

·            Όσον αφορά τη συμπεριφορά του ενάγοντα:

 

- Παρατηρήθηκε εκ μέρους του καθυστέρηση 20 περίπου μηνών από την επίδοση του γενικώς οπισθογραφημένου κλητηρίου εντάλματος στον εναγόμενο μέχρι την καταχώρηση της έκθεσης απαίτησης.

- Όσον αφορά τις αναβολές η πλευρά του ενάγοντα ζήτησε δύο αναβολές όταν η υπόθεση ήταν ορισμένη για ακρόαση και πριν την έναρξη της ακροαματικής διαδικασίας και καμία αναβολή από την έναρξη της ακροαματικής διαδικασίας και μετά.

 

·            Όσον αφορά το Δικαστήριο δεν δόθηκαν οποιεσδήποτε αναβολές για λόγους που το αφορούσε ούτε κατά το στάδιο που η υπόθεση ήταν ορισμένη για ακρόαση ούτε και στα πλαίσια της ακροαματικής διαδικασίας. Όσον αφορά το χρόνο έκδοσης της απόφασης αυτή εκδόθηκε 3 ½ περίπου μήνες από την επιφύλαξη της.

 

·            Όσον αφορά τον εναγόμενο:

 

-     Παρατηρήθηκε εκ μέρους του καθυστέρηση 7 περίπου μηνών στην καταχώρηση της έκθεσης υπεράσπισης.

-      Όσον αφορά τις αναβολές η πλευρά του εναγόμενου ζήτησε μια αναβολή όταν η υπόθεση ήταν ορισμένη για ακρόαση και κατά τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας ζήτησε 3 αναβολές.  

 

         Όσον αφορά την πολυπλοκότητα της παρούσας υπόθεσης πρέπει να λεχθεί ότι αυτή δεν μπορεί να ενταχθεί στην κατηγορία των ιδιαίτερα πολύπλοκων υποθέσεων. Δεν μπορεί όμως να μη ληφθεί υπόψην ότι υπήρξε κάποιας έκτασης πολυπλοκότητα ως αυτή φαίνεται από το γεγονός ότι κατέθεσαν συνολικά 7 μάρτυρες δύο εκ των οποίων ήταν ιατροί, που κατέθεσαν σε σχέση με τις σωματικές βλάβες του ενάγοντα. Περαιτέρω, ως φαίνεται και από την παρούσα απόφαση, τέθηκαν και κάποια νομικά θέματα, όπως το υπό εξέταση.»      

 

 

Εξετάσαμε την εισήγηση του εφεσείοντα περί παραβίασης του Άρθρου 30.2 του Συντάγματος, ενόψει της καθυστέρησης στην ολοκλήρωση της δικαστικής διαδικασίας, σε συνάρτηση με τα πρακτικά της δίκης και τα τεκμήρια.   Σημειώνουμε ότι η διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο χρόνος για σκοπούς του Άρθρου 30.2 του Συντάγματος  ξεκινά να υπολογίζεται από την ημερομηνία καταχώρησης της αγωγής μέχρι την ολοκλήρωση της,  μας βρίσκει απόλυτα σύμφωνους. Η αρχή αυτή καθορίστηκε στην υπόθεση Paporis v. National Bank of Greece S.A. (ανωτέρω) και υιοθετήθηκε στην συνέχεια στην υπόθεση Εργατίδης ν. Γενικού Εισαγγελέα (ανωτέρω). Στη σελ. 1105 της τελευταίας απόφασης αναφέρονται τα εξής:

«Η εισήγηση πρωτοδίκως ήταν πως το χρονικό διάστημα από τη γέννηση του αγώγιμου δικαιώματος, το Μάρτη του 1993, μέχρι την εκδίκαση της αγωγής το 2003, ήταν εξαιρετικά μεγάλο. Όμως, ανεξάρτητα από το ότι ήταν στις 8.1.96 που διενεργήθηκε η εγγραφή και το ότι αναδρομικώς προέκυπταν οι συνέπειες από το 1993, το Πρωτόδικο Δικαστήριο υπέδειξε, με αναφορά στην Paporis v. National Bank (1986) 1 C.L.R. 578, πως αφετηρία για τον προσδιορισμό του εύλογου χρόνου στην πολιτική αγωγή, στο πλαίσιο του Άρθρου 30.2 του Συντάγματος, αποτελεί η ημέρα καταχώρησης της αγωγής, εν προκειμένω η 12.8.99. Παρέθεσε, λοιπόν, το Πρωτόδικο Δικαστήριο τα δεδομένα σε σχέση με την πορεία της αγωγής σημειώνοντας και την ανάγκη ακρόασης δύο αιτήσεων για τροποποίηση δικογράφων όπως και την αλλαγή του δικηγόρου του εφεσείοντα. Κατέληξε πως ενώ παρατηρήθηκε καθυστέρηση, αυτή δεν εξικνείτο μέχρι του σημείου της παραβίασης του συνταγματικού δικαιώματος.

 

Με το σχετικό 6ο λόγο έφεσης και το περίγραμμα δεν προβάλλεται οτιδήποτε σε σχέση με την αρχή στην Paporis, ανωτέρω.»  

 

Συνεπώς η εισήγηση του δικηγόρου του εφεσείοντα ότι για τον προσδιορισμό του εύλογου χρόνου αφετηρία συνιστά η ημερομηνία που επισυνέβη το αστικό αδίκημα με αποτέλεσμα να παρουσιάζεται στην παρούσα περίπτωση καθυστέρηση 11 χρόνων και 7 μηνών στη διάγνωση της αστικής ευθύνης του εφεσείοντα, δεν ευσταθεί  και απορρίπτεται.  Ενόψει της κατάληξης μας αυτής, ο  λανθασμένος υπολογισμός από πλευράς πρωτόδικου Δικαστηρίου  του χρόνου που μεσολάβησε  από την ημερομηνία του συμβάντος, δηλ. 1/2/2000, μέχρι την καταχώρηση της αγωγής, δηλ. 10/12/2007,  σε 5 χρόνια και 10 μήνες αντί 7 χρόνια και 10 μήνες, που είναι φανερό ότι οφείλεται σε τυχαίο ολίσθημα,  δεν θα μπορούσε να επηρεάσει όπως και δεν επηρέασε με οποιοδήποτε τρόπο την κρίση του. 

 

Έχει επανειλημμένα τονιστεί σε αριθμό αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου ότι το δικαίωμα εκδίκασης μιας υπόθεσης μέσα σε εύλογο χρόνο κατοχυρώνεται από το Άρθρο 30.2 του Συντάγματος το οποίο αντιστοιχεί στο άρθρο 6.1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και των Θεμελιωδών Ελευθεριών.  Στην σχετικά πρόσφατη απόφαση του Εφετείου Γεώργιος Εργατίδης κ.α. ν. Bank of Cyprus Public Company Ltd, Πολ. Έφ. 111/12, ημερ. 11/12/2017, ECLI:CY:AD:2017:A450, επανατονίσθηκε η ανάγκη για δίκαιη δίκη εντός ευλόγου χρόνου με αναφορά σε προηγούμενες αποφάσεις, σε συνάρτηση με τυχόν περιόδους παραγραφής ή με την υπεράσπιση του laches (Χριστοφίδου ν. Παπαχρυσοστόμου (2009) 1 Α.Α.Δ. 1360). Η ευρωπαϊκή διάσταση του ζητήματος έτυχε εξέτασης και στην Κώστας Δημητρίου ν. Γενικού Εισαγγελέα, Πολ. Έφ. 2/2013, ημερ. 23/3/2014, ως προς τις παραμέτρους που λαμβάνονται υπόψη για τη διαπίστωση του εύλογου χρόνου.  Κατά τη νομολογία του ΕΔΑΔ το εύλογο του χρόνου αποτιμάται στο σύνολο των περιστατικών της υπόθεσης συναρτώμενο προς το περίπλοκο τους, τη συμπεριφορά των διαδίκων κλπ, με αναγνώριση του δεδομένου ότι τα κράτη μέλη πρέπει να οργανώνουν τα νομικά τους συστήματα κατά τέτοιο τρόπο ώστε να διασφαλίζεται το δικαίωμα της διάγνωσης των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων του διαδίκου εντός ευλόγου χρόνου.

 

Σχετική επίσης είναι η υπόθεση Μαρία Προκοπίου ν. Γενικού Εισαγγελέα, Πολ. Έφ. 364/2010 ημερ. 2/12/2015, ECLI:CY:AD:2015:A805, στην οποίαν υιοθετήθηκαν τα κριτήρια, όπως έχουν καθοριστεί στην υπόθεση Δημητρίου (ανωτέρω) και σε νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, στη βάση των οποίων κρίνεται η παραβίαση του εύλογου χρόνου.

 

Υπό το φως των πιο πάνω οι παράμετροι που έλαβε υπόψη το πρωτόδικο Δικαστήριο για σκοπούς διαπίστωσης κατά πόσο υπήρξε στην παρούσα περίπτωση παραβίαση της αρχής εκδίκασης  της αγωγής σε εύλογο χρόνο, δεν ενέχει οτιδήποτε το μεμπτόν ώστε να χρειάζεται η παρέμβαση μας. 

 

Το Δικαστήριο αξιολόγησε τόσο την συμπεριφορά του εφεσίβλητου που έκρινε ότι υπήρξε από πλευράς του καθυστέρηση στην καταχώρηση της Έκθεσης Απαίτησης και ζήτησε και σε δύο περιπτώσεις αναβολή της ακρόασης προτού αυτή ξεκινήσει, όσο και του εφεσείοντα εκκρεμούσης της διαδικασίας της αγωγής και έκρινε ότι για ένα μεγάλο μέρος της συνολικής καθυστέρησης των 4 χρόνων και 9 ½ μηνών για να ολοκληρωθεί η Αγωγή  φέρει και ο ίδιος ο εφεσείων.  Ιδιαίτερη βαρύτητα προσέδωσε στην καθυστέρηση των 7 περίπου μηνών για την καταχώρηση της Υπεράσπισης ενώ έλαβε υπόψη και τέσσερα αιτήματα του εφεσείοντα για αναβολή της ακρόασης το ένα προτού ξεκινήσει η ακρόαση και τα  άλλα τρία μετά.  Έλαβε περαιτέρω υπόψη ότι δεν υπήρξε καθυστέρηση από πλευράς Δικαστηρίου ενώ χαρακτήρισε την υπόθεση ως κάποιας έκτασης πολύπλοκη νοουμένου ότι κατέθεσαν 7 μάρτυρες, δύο εκ των οποίων ιατροί που κατέθεσαν για τις σωματικές βλάβες, και ηγέρθησαν περαιτέρω νομικά θέματα. 

 

Θεωρούμε την κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο χρόνος εκδίκασης της Αγωγής, όπως καθορίστηκε στα 4 χρόνια και 9 ½ μήνες, ότι δεν αφίσταται του εύλογου χρόνου εκδίκασης, ως  ορθή και συμβατή με τη νομολογία, διαπίστωση που καθιστά  το λόγο έφεσης 1  έκθετο σε απόρριψη. 

 

Θα προχωρήσουμε στη συνέχεια να εξετάσουμε τον λόγο έφεσης 2 που αναφέρεται στη λανθασμένη αξιολόγηση της μαρτυρίας του εφεσίβλητου.

 

Κατά την ακρόαση πρωτόδικα έδωσαν μαρτυρία για την πλευρά του εφεσίβλητου ο ίδιος (ΜΕ3) και κάλεσε άλλους τέσσερεις μάρτυρες, το Χ.Τ. (ΜΕ1), την Χ.Λ. (ΜΕ2), τον ιατρό Λ. Γ. (ΜΕ4) και τη Μ. Ν. Φ. (ΜΕ5). 

 

Από πλευράς εφεσείοντα κατέθεσε ο ίδιος (ΜΥ1) και κάλεσε ένα μάρτυρα, την Α.Φ. (ΜΥ2). 

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατά την αξιολόγηση της εκατέρωθεν μαρτυρίας,  για τους λόγους που επεξηγεί στην απόφαση του,  προτίμησε την εκδοχή του εφεσίβλητου ως προς τις συνθήκες του τραυματισμού του,  κρίνοντας τον ίδιο και τους μάρτυρες που κλήθηκαν από πλευράς του ως καθόλα αξιόπιστους.  Απέρριψε δε τη μαρτυρία του εφεσείοντα ως αναξιόπιστη ενώ σ'  όσον αφορά τη ΜΥ2, βοηθό γραμματειακό λειτουργό στο Νοσοκομείο Πάφου, διαπίστωσε ότι το μόνο που γνώριζε προσωπικά, ως υπεύθυνη φύλαξης των Φακέλων, είναι ότι το Τεκμήριο 12 συνιστά  αντίγραφο του ιατρικού φακέλου του εφεσίβλητου στο Γενικό Νοσοκομείο Πάφου στον οποίο περιέχεται εξ ακοής μαρτυρία. 

 

Κατέληξε στη συνέχεια στα εξής ευρήματα:

«Στις 11.2.2000, ενώ ο ενάγοντας, ο οποίος εργαζόταν ως οδηγός ταξί, βρισκόταν σε υπηρεσία, έκανε αλτ σε μια πάροδο της Λεωφόρου Δανάης στην Κάτω Πάφο με σκοπό να εισέλθει σε αυτήν, στην προσπάθεια του να διασταυρώσει τον δρόμο. Με την κίνηση του αυτή παρολίγο να συγκρουστεί με μια μοτοσικλέτα που οδηγούσε ο εναγόμενος. Αμέσως μετά ο ενάγοντας σταμάτησε το αυτοκίνητο του έξω από το ξενοδοχείο «Βερόνικα» και άνοιξε το παράθυρο του περιμένοντας τον εναγόμενο να πάει εκεί για να του ζητήσει συγνώμη. Μόλις ο εναγόμενος πήγε κοντά του και ενώ ο ενάγοντας βρισκόταν μέσα στο αυτοκίνητο, δεμένος με τη ζώνη ασφαλείας, και πριν προλάβει ο τελευταίος να μιλήσει στον εναγόμενο, δέχθηκε βρισιές και επίθεση από αυτόν, ο οποίος κατάφερε στον ενάγοντα, μέσα από το ανοικτό παράθυρο του αυτοκινήτου, αλλεπάλληλα γρονθοκοπήματα και χτυπήματα στο πρόσωπο, στη στοματική κοιλότητα, στο στήθος και στην κοιλιακή χώρα του. Το εν λόγω περιστατικό έγινε σε δημόσιο χώρο και κοντά βρίσκονταν και άλλα πρόσωπα. Με την εν λόγω συμπεριφορά του αυτή ο εναγόμενος προκάλεσε φόβο, προσέβαλε, ταπείνωσε και εξευτέλισε τον ενάγοντα. Εδώ να σημειωθεί ότι το γεγονός ότι ο ενάγοντας, με τον τρόπο που οδήγησε το αυτοκίνητο του, έθεσε ουσιαστικά σε κίνδυνο τον εναγόμενο δεν μπορεί να θεωρεί ως πρόκληση για τα όσα ακολούθησαν από πλευράς του εναγόμενου εφόσον προφανώς ο ενάγοντας δεν είχε πρόθεση ή έστω γνώριζε τον ενδεχόμενο ότι έτσι θα τον προκαλούσε.

 

Περαιτέρω με τις προαναφερόμενες πράξεις του ο εναγόμενος προκάλεσε στον ενάγοντα και σωματικές βλάβες. Συγκεκριμένα ως διαπιστώθηκε από το Μ.Ε.4 αργότερα την ίδια μέρα, μετά από εξέταση του ενάγοντα στο Γενικό Νοσοκομείο Πάφου, αυτός υπέστη εκχυμώσεις στο άνω και κάτω χείλος και αιμάτωμα στην άνω γνάθο. Λόγω των τραυμάτων αυτών ο Μ.Ε.4 παρέπεμψε την ίδια μέρα τον ενάγοντα και εξετάσθηκε από την οδοντίατρο Μ.Ε.5, η οποία διαπίστωσε ότι αυτός παρουσίαζε εκγόμφωση δηλαδή έχασε δύο δόντια από την μέση προς την αριστερή πλευρά της άνω γνάθου και συγκεκριμένα τον κεντρικό και τον πλάγιο τομέα ή αλλιώς τον πρώτο και τον δεύτερο άνω τομέα. Μετά που η Μ.Ε.5 καθάρισε την περιοχή και σταμάτησε την αιμορραγία και αφού έγινε ακτινογραφικός έλεγχος με πανοραμική ακτινογραφία προσπάθησε να κάνει επαναφύτευση δηλ. επανατοποθέτηση των δύο δοντιών, τα οποία ο ενάγοντας είχε πάρει μαζί του στο Νοσοκομείο. Την ίδια μέρα έγινε συγκράτηση με τα διπλανά δόντια και ακινητοποιήθηκαν εκεί.

 

Ενόψει του πιο πάνω τραυματισμού του ο ενάγοντας απείχε από την εργασία του για δύο βδομάδες και απασχολείτο μερικώς για άλλες τρεις βδομάδες.

 

Μετά από μερικούς μήνες έγινε επανεξέταση του ενάγοντα στο οδοντιατρείο του Γενικού Νοσοκομείου Πάφου για να διαπιστωθεί αν έδεσαν τα δόντια του. Ακτινογραφικά έδειξε ότι υπήρξε απορρόφηση των ριζών, που είναι μια παρενέργεια της επαναφύτευσης, με τελική κατάληξη την εξαγωγή του ενός από τα δόντια ενώ για το άλλο δεν χρειάστηκε τέτοια εφόσον έπεσε από μόνο του. Στις 30.8.2000 ο ενάγοντας ξαναεξετάστηκε εκεί, του έγινε ακτινογραφικός έλεγχος και στάληκε για τοποθέτηση δοντιών με νέα προσθετική εργασία, η οποία δεν γίνεται στο Νοσοκομείο.

 

Ο ενάγων σε κατοπινό στάδιο μετέβηκε στο εξωτερικό για αποκατάσταση των καταστραφέντων δοντιών του. Στα πλαίσια αυτά του προστέθηκαν δύο νέα εμφυτεύματα.»

 

 

Ο εφεσείων παραπονείται ότι υπήρξε από πλευράς πρωτόδικου Δικαστηρίου λανθασμένη αξιολόγηση της μαρτυρίας του εφεσίβλητου.  Συγκεκριμένα είναι εισήγηση του ότι ενώ εντοπίστηκαν αντιφάσεις μεταξύ της προφορικής μαρτυρίας του ιδίου  και της επιστημονικής που κλήθηκε από πλευράς του, ιδιαίτερα σ' όσον αφορά το Τεκμήριο 6, και ενώ απέφευγε επιμελώς να απαντήσει σε ερωτήσεις και ήταν εριστικός, η μαρτυρία του κρίθηκε καθόλα αξιόπιστη. 

 

Είναι γνωστή η νομολογία ότι το Ανώτατο Δικαστήριο κατ' έφεση δεν επεμβαίνει κατά κανόνα στην αξιολόγηση και τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, το οποίο έχει την ευκαιρία να παρατηρήσει και να εξετάσει τη μαρτυρία ενώπιον του στη ζωντανή ατμόσφαιρα της δίκης, με όλα τα συνακόλουθα ευεργετήματα (βλ. Μάρκαρη ν. Παρασκευά (2012) 1 (Β) ΑΑΔ 1493). Αυτό γίνεται όταν το Δικαστήριο διαπιστώσει ότι τα συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου για την αξιοπιστία των μαρτύρων, αντικειμενικά κρίνοντας, δεν είναι ευλόγως επιτρεπτά, αντιστρατεύονται την κοινή λογική, δεν δικαιολογούνται από τη μαρτυρία, είναι εξ αντικειμένου ανυπόστατα ή όταν διαπιστώνονται αντιφάσεις ουσιαστικής μορφής (βλ. Σόλων Φανάρας ν. Περικλή Κυπριανίδη, Πολ. Έφεση 136/10, ημερ. 24/4/15, ECLI:CY:AD:2015:A287, Σταύρος Αντωνίου ν. Α. Panayides Contracting Ltd, Πολ. Έφεση 259/11, ημερ. 4/10/17, ECLI:CY:AD:2017:A333 και Εργοληπτική Εταιρεία Αμφιάραος Λτδ   ν. Vasili Mikelov, Πολ. Έφ. 73/2012 ημερ. 28/9/2018).

 

Εξετάσαμε την εισήγηση περί  λανθασμένης αξιολόγησης της μαρτυρίας που οδήγησε σε λανθασμένα ευρήματα, σε συνάρτηση με τα πρακτικά και τα τεκμήρια στα οποία έχουμε ανατρέξει.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο έχει ενδιατρίψει στη μαρτυρία του εφεσίβλητου, όπως και στων υπόλοιπων μαρτύρων, την οποίαν αντιπαράθεσε με τα τεκμήρια, ιδιαίτερα τα ιατρικά πιστοποιητικά, και δεν διαπίστωσε ουσιώδεις διαφορές με την προφορική του μαρτυρία.  Έκαμε δεκτή την εκδοχή του εφεσίβλητου ότι δέχθηκε κτυπήματα και στην κοιλιακή χώρα και ότι δεν διαψεύδετο από το Τεκμήριο 4 (ιατρικό πιστοποιητικό του Γενικού Νοσοκομείου Πάφου) ούτε από άλλη μαρτυρία.   Εξετάσαμε περαιτέρω το Τεκμήριο 6, στο οποίο δόθηκε έμφαση από πλευράς εφεσείοντα προς υποστήριξη της σχετικής εισήγησης  του, που είναι ιατρική βεβαίωση ημερ. 7/8/2006 στη Βουλγαρική γλώσσα, με μετάφραση της στα Ελληνικά, της ιατρού Ν.Σ. στο οποίο αναφέρει  ότι ο εφεσείων επισκέφθη το ιατρείο της στη Βουλγαρία το 2000 και του αφαίρεσε τα δύο προβληματικά δόντια ενώ του πρόσθεσε δύο τεχνητά δόντια και γέφυρα.   Σημειώνεται ότι  το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έδωσε καμιά βαρύτητα στο τεκμήριο αυτό με το δικαιολογητικό ότι  αποτελούσε εξ' ακοής μαρτυρία και ότι βρισκόταν επίσης  σε αντίθεση με τη μαρτυρία της ΜΕ5, ότι η επαναφύτευση των δύο δοντιών από την ίδια απέτυχε γι' αυτό και ο εφεσίων  απώλεσε και τα δύο δόντια. 

 

Όπως προσθέτει  το Δικαστήριο στην απόφαση του,  ο αποκλεισμός του συγκεκριμένου τεκμηρίου ως μαρτυρίας δεν σημαίνει και αποκλεισμό της σχετικής θέσης του εφεσίβλητου εφόσον αυτός δεν ανέφερε ότι του αφαιρέθηκαν δύο δόντια στη Βουλγαρία αλλά ότι πήγε εκεί για περαιτέρω θεραπεία και επιδιόρθωση των ζημιών στην στοματική του κοιλότητα και αποκατάσταση των καταστραφέντων δοντιών του και ότι εκεί του προστέθηκαν δύο νέα εμφυτεύματα.  Συμφωνούμε με τον τρόπο χειρισμού του τεκμηρίου 6 από πλευράς του  πρωτόδικου  Δικαστηρίου.   Μετά τις πιο πάνω διαπιστώσεις του το Δικαστήριο θεώρησε τον εφεσίβλητο ως ειλικρινή και αποδέχθηκε τη μαρτυρία του ως αληθινή.  

 

Ενόψει των πιο πάνω το συμπέρασμα στο οποίο καταλήγουμε είναι ότι τίποτε το ουσιαστικό δεν προβάλλεται από πλευράς εφεσείοντα με το οποίο να μπορούσε να τεθεί θέμα μεμπτότητας του τρόπου αξιολόγησης της δοθείσας μαρτυρίας από το πρωτόδικο Δικαστήριο και συνακόλουθα εσφαλμένης αποδοχής της μαρτυρίας του εφεσίβλητου. 

Συνεπώς και ο λόγος έφεσης 2 είναι έκθετος σε απόρριψη. 

 

Ενόψει όλων των πιο πάνω η έφεση απορρίπτεται με έξοδα εκ €2.500 υπέρ του εφεσίβλητου και εναντίον του εφεσείοντα. 

 

 

ΣΤ. ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.

 

                                                                   Κ. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.

 

                                                                   Α. ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ.

 

/Α.Λ.Ο.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο