ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2018:A525
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτικές Εφέσεις Αρ. 474/2012 και 474Α/2012)
5 Δεκεμβρίου 2018
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ/στές]
(Πολιτική Έφεση Αρ. 474/2012)
(σχ. με Πολιτική Έφεση Αρ. 474Α/2012)
xxx ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ,
Εφεσείουσα/Εναγομένη
ΚΑΙ
xxx ΑΝΤΡΕΟΥ,
Εφεσίβλητου/Ενάγοντα
-----------------------------------------
(Πολιτική Έφεση Αρ. 474Α/2012)
(σχ. με Πολιτική Έφεση Αρ. 474/2012)
xxx ΑΝΤΡΕΟΥ,
Εφεσείων/Ενάγων
ΚΑΙ
xxx ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ,
Εφεσίβλητης/Εναγομένης
-----------------------------------------
Α. Κορακίδου (κα), για την Εφεσείουσα στην Πολιτική Έφεση
Αρ. 474/2012 και Εφεσίβλητη στην Πολιτική Έφεση Αρ. 474Α/2012.
Ν. Ζερβού (κα) για Γ.Ζ. Γεωργίου, για τον Εφεσίβλητο στην
Πολιτική Έφεση Αρ. 474/2012 και Εφεσείοντα στην Πολιτική Έφεση
Αρ. 474Α/2012.
---------------------------------------
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Η ομόφωνη απόφαση του
Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Δικαστή Ναθαναήλ.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Οι διάδικοι, ιδιοκτήτες όμορων τεμαχίων στο χωριό xxx της Πάφου, διαφιλονίκησαν σε σχέση με δικαίωμα διάβασης που κατ΄ ισχυρισμόν υπήρχε προς όφελος του εφεσίβλητου- ενάγοντα στην υπ΄ αρ. αγωγή 209/2008 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου. Κατά τον εφεσίβλητο, το δικαίωμα διάβασης περνούσε από το τεμάχιο της εφεσείουσας-εναγομένης και είχε εγγραφεί στο Κτηματικό Μητρώο κατά ή περί τις 18.5.1959 αποτελούμενο από δίοδο πλάτους 12 ποδών κατά μήκος της βόρειας πλευράς του δουλεύοντος ακινήτου. Σε κάποιο στάδιο, σύμφωνα με τα ευρήματα του Δικαστηρίου, η εφεσείουσα το 2003 κατέθεσε αίτηση για οριοθέτηση του εγγεγραμμένου συνόρου της εξωτερικής περιμέτρου του τεμαχίου της, με αποτέλεσμα μετά την ολοκλήρωση της χωρομετρικής εργασίας και του σχεδιαστικού ελέγχου, να εκδοθεί το 2005 σχετική άδεια οικοδομής και εκτέλεσης οικοδομικών εργασιών. Η εν λόγω άδεια περιλάμβανε και ανέγερση περίφραξης του τεμαχίου το οποίο και περιφράχτηκε περιμετρικά με την ανέγερση πέτρινου τοίχου στη βόρεια πλευρά του τεμαχίου και με την τοποθέτηση συρματοπλέγματος στο υπόλοιπο μέρος. Οι εργασίες αυτές τελείωσαν το 2006.
Ο εφεσίβλητος στις 27.7.2006 ζήτησε να οριστεί η θέση του δικαιώματος διάβασης του, ενώ, λίγο αργότερα, απέστειλε επιστολή με την οποία ζήτησε από την εφεσείουσα όπως άρει την παρανομία που δημιουργήθηκε με την περίφραξη ολοκλήρου του δουλεύοντος ακινήτου με αποτέλεσμα να εμποδιζόταν στην άσκηση του δικαιώματος διάβασης, υφιστάμενος ζημίες ύψους ΛΚ10 ημερησίως εφόσον δεν ήταν δυνατόν γι΄ αυτόν να οργώσει και να καλλιεργήσει το δικό του τεμάχιο. Στο πλαίσιο της εξέτασης της αιτήσεως για ορισμό της θέσης διάβασης, διενεργήθηκαν δύο επιτόπιες εξετάσεις από το αρμόδιο Κτηματολόγιο. Η ουσία της μαρτυρίας των Κτηματολογικών Λειτουργών ήταν ότι το δικαίωμα διάβασης ήταν εγγεγραμμένο στα παλαιά αρχεία του Κτηματολογίου χωρίς επακριβή καθορισμό πλάτους ή πλευράς του συνόρου του τεμαχίου επί του οποίου ασκείτο το δικαίωμα διάβασης, ούτε το σημείο από το οποίο διενεργείτο η άσκηση του δικαιώματος παρά μόνο ότι φαινόταν επιτοπίως η άσκηση του δικαιώματος με τη χρήση γεωργικού ελκυστήρα χωρίς όμως καθορισμό της επακριβούς θέσεως.
Το Δικαστήριο κατέγραψε και ανέλυσε τη μαρτυρία που δόθηκε και από τους δύο διαδίκους, καταλήγοντας στην κρίση ότι ο ισχυρισμός περί δικαιώματος διάβασης προς όφελος του τεμαχίου του εφεσίβλητου και σε βάρος του τεμαχίου της εφεσείουσας, δεν αποκαλύπτετο επαρκώς ώστε να θεωρείτο ότι υπήρχε δικαίωμα διάβασης δυνάμει του άρθρου 11(1)(α) του Κεφ. 224. Η μαρτυρία του Κτηματολογίου αφορούσε σε ακαθόριστο σε μήκος, πλάτος και κατεύθυνση δικαιώματος διάβασης και ούτε φαινόταν να ευσταθεί ο ισχυρισμός ότι το δικαίωμα παραχωρήθηκε με σκοπό τη διέλευση γεωργικού μηχανήματος για την καλλιέργεια και το όργωμα του τεμαχίου του εφεσίβλητου. Αντίθετα, αποδέχθηκε τη μαρτυρία της εφεσείουσας και των μαρτύρων της ότι δεν υπήρχε όχληση από τον εφεσίβλητο κατά τη διάρκεια των εργασιών ανακαίνισης και περίφραξης του τεμαχίου της και ότι ούτε κατά το χρόνο που διέμενε η ίδια στο τεμάχιο της αντιλήφθηκε να γινόταν χρήση αυτού για σκοπούς διόδου στο τεμάχιο του εφεσίβλητου.
Το Δικαστήριο στο τέλος της ημέρας απέρριψε τόσο την απαίτηση του εφεσίβλητου, όσο και την ανταπαίτηση της εφεσείουσας ως εναγομένης, η οποία ζητούσε διάταγμα του Δικαστηρίου με το οποίο να διαγραφόταν και να ακυρωνόταν από τα βιβλία του Κτηματολογίου, αλλά και από τον τίτλο ιδιοκτησίας του εφεσίβλητου η εγγραφή και/ή η ύπαρξη ακαθορίστου δικαιώματος διάβασης σε βάρος του δικού της τεμαχίου. Η αγωγή του εφεσίβλητου απορρίφθηκε λόγω της μη στοιχειοθέτησης της δικής του αξίωσης εφόσον παρά το γεγονός ότι το εγγεγραμμένο δικαίωμα του ως εκ της περίφραξης του δουλεύοντος κτήματος περιμετρικά δεν μπορούσε να ασκηθεί, δεν είχε αποδειχθεί επέμβαση ή οχληρία. Το δικαίωμα διάβασης ήταν ακαθόριστο και ακανόνιστο ώστε να ήταν παράλογο να διαταχθεί η εφεσείουσα κατά γενικό και αόριστο τρόπο να άρει την οποιαδήποτε επέμβαση ή οχληρία στο δικαίωμα διάβασης. Το Δικαστήριο επίσης έκρινε ότι δεν είχε εν πάση περιπτώσει αποδειχθεί η ύπαρξη οποιασδήποτε ζημιάς στον εφεσίβλητο εφόσον, σύμφωνα με τη μαρτυρία, το τεμάχιο του εξακολουθείτο να καλλιεργείτο κατά πάντα ουσιώδη χρόνο. Από την άλλη, απερρίφθη και η ανταπαίτηση για διαγραφή του δικαιώματος διάβασης εφόσον αυτό δεν μπορούσε να διαταχθεί στο πλαίσιο αγωγής, κάτι που θα μπορούσε να εξεταστεί και να αποφασιστεί μόνο στο πλαίσιο αίτησης-έφεσης που ηδύνατο η εφεσείουσα να ασκήσει σύμφωνα με το άρθρο 80 του Κεφ. 224 (που δεν άσκησε) και τη σχετική νομολογία επί του θέματος.
Επί της πιο πάνω κατάληξης του πρωτοδίκου Δικαστηρίου ασκήθηκαν εφέσεις εκατέρωθεν. Κατά την έναρξη της συζήτησης των εφέσεων, ο εφεσείων, και ενάγων πρωτοδίκως, απέσυρε την υπ΄ αρ. 474Α/2012 Πολιτική Έφεση που άσκησε με αποτέλεσμα να παραμείνει μόνο η εξέταση της Εφέσεως υπ΄ αρ. 474/2012 που άσκησε η εφεσείουσα λόγω της απόρριψης πρωτοδίκως της ανταπαιτήσεως της. Η επιχειρηματολογία που αναπτύχθηκε από την ευπαίδευτη συνήγορο της αφορά στην ουσία μόνο το νομικό ζήτημα κατά πόσο το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά χρησιμοποίησε τις πρόνοιες του άρθρου 80 του Κεφ. 224 για να απορρίψει την ανταπαίτηση της περί διαγραφής του δικαιώματος διάβασης επί του τίτλου του εφεσιβλήτου.
Η βασική θέση που προκύπτει από το περίγραμμα και την διά ζώσης αγόρευση, είναι ότι μόνο με δικαστική απόφαση θα μπορούσε να ακυρωθεί η εγγραφή ακαθορίστου δικαιώματος στον τίτλο ιδιοκτησίας του εφεσίβλητου διότι ο Διευθυντής του Κτηματολογίου δεν μπορεί σύμφωνα και με το άρθρο 61 του Κεφ. 224, να αποφασίζει για ιδιοκτησιακά δικαιώματα. Συνεπάγεται ότι η θέση του πρωτοδίκου Δικαστηρίου ότι θα έπρεπε να αποφασιστεί από το Κτηματολόγιο η αίτηση με την οποία η εφεσείουσα αιτήθηκε από αυτό τη διαγραφή του δικαιώματος διάβασης είναι λανθασμένη γιατί η μαρτυρία που δόθηκε σκοπό είχε να αποφασιστεί το ζήτημα από το μόνο αρμόδιο Δικαστήριο που είναι το Επαρχιακό Δικαστήριο και όχι από το Διευθυντή του Κτηματολογίου. Μαρτυρία επί των ιδιοκτησιακών δικαιωμάτων των διαδίκων μπορεί να δοθεί μόνο ενώπιον Δικαστηρίου, το οποίο είναι και το μόνο αρμόδιο να αποφασίσει σχετικά και, επομένως, το Δικαστήριο μπορούσε να διατάξει τη διαγραφή εφόσον από τη μαρτυρία είχε διαφανεί ότι το δικαίωμα διάβασης είχε εγγραφεί χωρίς να υπάρχει αίτηση από τον εφεσίβλητο και χωρίς τη συγκατάθεση της εφεσείουσας. Το Δικαστήριο απεδέχθη ότι η εγγραφή στο Κτηματικό Μητρώο έγινε το 1959 και κανένας ιδιοκτήτης του όμορου τεμαχίου που κατέληξε στην ιδιοκτησία της εφεσείουσας δεν είχε περί τούτου γνώση, αλλά ούτε και ο τίτλος ιδιοκτησίας του δικού της τεμαχίου βαρυνόταν με οποιοδήποτε δικαίωμα διάβασης.
Όπως είναι γνωστό, αλλά και νομοθετικά καθορισμένο, η ακίνητη ιδιοκτησία περιλαμβάνει κατά το άρθρο 2(ε) του περί Ακινήτου Ιδιοκτησίας (Διακατοχή, Εγγραφή και Εκτίμησις) Νόμου Κεφ. 224, ως τροποποιήθηκε, και οποιαδήποτε προνόμια, ελευθερίες, δουλείες και οποιαδήποτε άλλα δικαιώματα και πλεονεκτήματα ανήκουν ή θεωρούνται ότι ανήκουν σε οποιαδήποτε γη, οικοδομή, κατασκεύασμα ή οικοδόμημα. Σύμφωνα βεβαίως με τη νομολογία, το δικαίωμα διόδου δεν αποτελεί το αντικείμενο αυτοτελούς ιδιοκτησίας γης. Η δίοδος συνιστά δουλεία που από τη μια διευρύνει το δικαίωμα ιδιοκτησίας του δεσπόζοντος ακινήτου, ενώ από την άλλη περιορίζει αντιστοίχως την ιδιοκτησία του δουλεύοντος ακινήτου. Είναι συναφώς στοιχείο αλληλένδετο με την ιδιοκτησία προς όφελος ή προς βάρος ακινήτου, αλλά όχι ανεξάρτητη ιδιοκτησία, (Κανάρα ν. Πρωτοπαπά (1999) 1 Α.Α.Δ. 801).
Δικαίωμα διόδου αποκτάται δυνάμει του άρθρου 11 του Νόμου στη βάση των επιμέρους υποπαραγράφων του εδαφίου (1) και περιλαμβάνει την παραχώρηση από τον κύριο της ιδιοκτησίας του δικαιώματος διόδου ή άλλου προνομίου ή την άσκηση για πλήρη περίοδο τριάντα ετών αδιαλείπτως ή όπου το δικαίωμα αναγνωρίστηκε με απόφαση αρμοδίου Δικαστηρίου ή έχει αποκτηθεί δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 11Α. Το τελευταίο αυτό άρθρο που προστέθηκε με τροποποίηση το 1966, προνοεί για την περίπτωση περίκλειστου κτήματος το οποίο, στερούμενου της αναγκαίας διάβασης σε δημόσιο δρόμο, δίδει τη δυνατότητα στον ιδιοκτήτη του να απαιτήσει την απόκτηση διόδου επί των γειτονικών ακινήτων έναντι εύλογης αποζημίωσης. Κατά το εδάφιο (5) του άρθρου 11Α, δίοδος που αποκτήθηκε ή χορηγήθηκε δυνάμει του άρθρου αυτού θεωρείται δικαίωμα, δουλεία ή ωφέλημα που αποκτήθηκε δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 11, οι δε διατάξεις του Νόμου θα εφαρμόζονται σε οποιαδήποτε τέτοια δίοδο.
Η εξουσία καθορισμού διόδου που, κατά το άρθρο 12, θεωρείται ότι είναι προσαρτημένο στην ιδιοκτησία, κατά κανόνα, όπως καθορίζει το άρθρο 11(1), δημιουργείται στη βάση αποφάσεως του Διευθυντή του Κτηματολογίου, εφόσον κατά το άρθρο 14 με αίτηση του κυρίου του δεσπόζοντος ακινήτου ή και του κυρίου του δουλεύοντος ακινήτου, ο Διευθυντής μετά από γνωστοποίηση τριάντα ημερών σε όλους τους ενδιαφερομένους δύναται να καθορίσει ή να τροποποιήσει τη θέση ή κατεύθυνση οποιουδήποτε σχετικού δικαιώματος διόδου, κλπ. Αποφασίζοντας κατά τον τρόπο αυτό κάθε απόφαση του Διευθυντή υπόκειται, κατά το άρθρο 80, σε έφεση στο Δικαστήριο εντός τριάντα ημερών, η δε διαδικασία που ακολουθείται ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου υπέχει θέση αναθεώρησης απόφασης διοικητικού οργάνου που επενεργεί όμως στον τομέα του ιδιωτικού δικαίου, (Κάκουλλου ν. Ποχουζούρη (1992) 1 Α.Α.Δ. 1503 και Κουντουρίδη κ.ά. ν. Νικολάου (2008) 1 Α.Α.Δ. 412). Το Δικαστήριο δύναται σε αυτές τις αιτήσεις-εφέσεις να αναψηλαφίσει την απόφαση του Διευθυντή ακολουθώντας συναφείς προς την αναθεωρητική δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου αρχές, με τη διαφοροποίηση ότι δικαιούται να υποκαταστήσει την απόφαση του Διευθυντή με δική του, (Καφιέρος ν. Θεοχάρους (1978) 1 Α.Α.Δ. 619). Το Δικαστήριο εξετάζει την αιτιολογία που δίνεται από τον Διευθυντή υπό το φως της μαρτυρίας που είχε ενώπιον του ο Διευθυντής, αλλά και της μαρτυρίας που δίδεται ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου. Το Δικαστήριο έχει την εξουσία να ερευνήσει όχι μόνο το εύλογο της απόφασης του Διευθυντή, αλλά και την κατ΄ ουσία ορθότητα της, (Σάββα ν. Κώστα (2003) 1 Α.Α.Δ. 1944).
Η ενώπιον του πρωτοδίκου Δικαστηρίου μαρτυρία έδειξε ότι η εφεσείουσα είχε καταθέσει στις 14.3.2008 στο φάκελο του Κτηματολογίου ΑΑΔ 36/2008, αίτηση διαγραφής του δικαιώματος διάβασης προς όφελος του δεσπόζοντος ακινήτου. Αυτή η αίτηση έγινε μετά την επιτόπια επίσκεψη των λειτουργών του Κτηματολογίου η οποία είχε λάβει χώραν ως αποτέλεσμα της αίτησης του εφεσίβλητου για καθορισμό του δικαιώματος διάβασης. Ο λόγος που έγινε η αίτηση καθορισμού ήταν το γεγονός, όπως εξήγησε ο
xxx Ευσταθίου Μ.Ε.1 Κτηματολογικός Γραφέας στο Επαρχιακό Κτηματολόγιο Πάφου, ότι ο τίτλος ιδιοκτησίας του εφεσίβλητου ανέφερε δικαίωμα διάβασης διά μέσω του τεμαχίου 5x8 της εφεσείουσας που είχε εγγραφεί στο φάκελο Α 292/1956 στις 20.6.1959. Η εγγραφή αυτή δεν έχει αλλοιωθεί έκτοτε. Ο μάρτυρας εξήγησε επίσης ότι στους παλαιούς φακέλους του Κτηματολογίου δεν καθορίζονταν το πλάτος, η πλευρά του συνόρου και το σημείο άσκησης του δικαιώματος διάβασης. Και εφόσον με βάση το περιεχόμενο του φακέλου αρ. Α292/56, δεν υπήρχε οποιοδήποτε δικαστικό διάταγμα που εμπόδιζε την επίτευξη της εγγραφής, το δικαίωμα διάβασης ενεγράφη κανονικά. Ο μάρτυρας εξήγησε επίσης ότι στη βάση της τήρησης των παλαιών φακέλων του Κτηματολογίου το δικαίωμα διάβασης αναγραφόταν μόνο στο δεσπόζον ακίνητο. Περαιτέρω, επειδή η μαρτυρία που προσήχθηκε ενώπιον του Κτηματολογίου έδειχνε ότι ασκείτο πράγματι το δικαίωμα διάβασης χωρίς όμως καθορισμό της θέσης του ή του πλάτους του, ο φάκελος αποστάληκε στο Διευθυντή του Κτηματολογίου για οδηγίες.
Υπήρξε επίσης μαρτυρία ενώπιον του πρωτοδίκου Δικαστηρίου ότι όταν οριοθετείται ένα τεμάχιο, όπως έγινε για το τεμάχιο της εφεσείουσας μετά από σχετική αίτηση της, το Κτηματολόγιο και συγκεκριμένα ο κλάδος Χωρομετρίας ελέγχει κατά πόσο το ακίνητο βασίζεται στο εν χρήσει σχέδιο και μετά το οριοθετεί, χωρίς να γίνεται έρευνα αν υπάρχουν ή υπήρχαν οποιαδήποτε δικαιώματα διάβασης. Στον τίτλο της ιδιοκτησίας της εφεσείουσας δεν υπήρχε εγγεγραμμένο δικαίωμα διάβασης και γι΄ αυτό το ακίνητο της οριοθετήθηκε εξωτερικά χωρίς οποιαδήποτε άλλη ενέργεια. Ο Διευθυντής του Κτηματολογίου στη βάση σημειώματος στο Τεκμήριο 13, είχε δώσει οδηγίες να εξασφαλιστούν μαρτυρίες για το κατά πόσο υπήρχε ή όχι δικαίωμα διάβασης και μετά να αποφασιστούν από τον ίδιο τα περαιτέρω. Η μαρτυρία από πλευράς της εφεσείουσας ήταν ότι υπήρξε κατάθεση αιτήσεως για διαγραφή του δικαιώματος διαβάσεως και μάλιστα ο σύζυγος της εφεσείουσας ανέφερε ότι τους είχε λεχθεί από το Κτηματολόγιο ότι από τη στιγμή που υπήρχε εγγραφή δικαιώματος διάβασης στον τίτλο ιδιοκτησίας του εφεσίβλητου, θα έπρεπε η ίδια να υποβάλει αίτηση για τη διαγραφή του ως παράτυπου ή παράνομου.
Είναι πρόδηλο από τα πιο πάνω, ότι η διαδικασία διαγραφής του δικαιώματος διάβασης εκ μέρους της εφεσείουσας είχε αρχίσει. Το γεγονός ότι δεν υπήρξε απόφαση από τον Διευθυντή μπορούσε και ήταν δυνατό να αντιμετωπιστεί κατάλληλα ώστε επί τελικής αποφάσεως του, να ακολουθείτο η ορθή διαδικασία που είναι η κατάθεση αίτησης-έφεσης από το πρόσωπο που θα είχε βάσιμο παράπονο. Όπως διαπίστωσε το πρωτόδικο Δικαστήριο, και ορθά, το δικονομικό μέτρο της αίτησης-έφεσης κατά το άρθρο 80 παρέχεται από το Νόμο για την αμφισβήτηση απόφασης του Διευθυντή να εγγράψει ή όχι ένα δικαίωμα διάβασης. Η εφεσείουσα δεν έλαβε εκείνα τα αναγκαία μέτρα που της παρέχει το Κεφ. 224 για να αμφισβητήσει την όποια παράλειψη ή απόφαση του Διευθυντή σε σχέση με τη δική της αίτηση για διαγραφή του δικαιώματος διάβασης προς όφελος του εφεσίβλητου.
Η εισήγηση της ευπαιδεύτου συνηγόρου της εφεσείουσας ότι το Επαρχιακό Δικαστήριο μπορούσε στο πλαίσιο αγωγής να αποφασίσει το ζήτημα και να διατάξει τη διαγραφή παραγνωρίζει τις ρητές πρόνοιες του Νόμου στο άρθρο 80 το οποίο αναφέρει ότι κανένα Δικαστήριο δεν επιλαμβάνεται οποιασδήποτε αγωγής ή διαδικασίας επί ζητήματος σε σχέση με το οποίο ο Διευθυντής έχει εξουσία να ενεργεί, εκτός με έφεση όπως προνοείται. Μάλιστα, είναι δυνατή η παράταση του χρόνου των τριάντα ημερών για την άσκηση της έφεσης όπου το Δικαστήριο ικανοποιείται ότι το παραπονούμενο πρόσωπο λόγω απουσίας από τη Δημοκρατία ή λόγω ασθένειας ή άλλης εύλογης αιτίας εμποδιζόταν από του να ασκήσει εντός της προαναφερθείσας προθεσμίας την έφεση. Δεν είναι λοιπόν δυνατό για το Επαρχιακό Δικαστήριο να υποκαταστήσει στην ουσία τις εξουσίες και αρμοδιότητα του Διευθυντή του Κτηματολογίου και να ακούσει μαρτυρία ώστε να αποφασίσει περί της διαγραφής. Ιδιαιτέρως εφόσον η διαγραφή δικαιώματος διάβασης διέπεται και ρυθμίζεται από το άρθρο 12(3) του Νόμου, το οποίο προνοεί ότι ο κύριος του δουλεύοντος ή του δεσπόζοντος ακινήτου δικαιούται να απαιτήσει την κατάργηση δικαιώματος διόδου και ο Διευθυντής αφού ερευνήσει την υπόθεση αποφασίζει αναλόγως και γνωστοποιεί την απόφαση του σε όλους τους ενδιαφερομένους. Σχετικές είναι και οι αποφάσεις στις Κυριακίδου κ.ά. ν. Brodie (1996) 1 Α.Α.Δ. 955 και Σολομώντος ν. Παπανεοκλή (1992) 1 Α.Α.Δ. 906).
Έπεται ότι ως δικαίωμα η δίοδος αποκτάται, διαφοροποιείται ή διαγράφεται και καταργείται στη βάση των προνοιών του Κεφ. 224. Και αρμόδιος προς τούτο είναι μόνο ο Διευθυντής του Κτηματολογίου σε πρώτο στάδιο και κατ΄ έφεση το Επαρχιακό Δικαστήριο. Δεν αποτελεί το δικαίωμα διόδου αυτοτελή ιδιοκτησία ώστε να καθορίζεται επί αμφισβήτησης της κυριότητας από το Δικαστήριο. Αγωγή για παράνομη επέμβαση στο δικαίωμα διάβασης ή διόδου εγείρεται βεβαίως στο Επαρχιακό Δικαστήριο. Ο καθορισμός όμως της διόδου προηγείται με απόφαση του Διευθυντή, (Οδυσσέως ν. Παπαδούρη, Πολιτική Έφεση υπ΄ αρ. 217/12, ημερ. 10.9.2018).
Η ευπαίδευτη συνήγορος ανέφερε, μεταξύ άλλων, και την απόφαση στη Νικολέττα Ιωάννου κ.ά. ν. Κυριακής Αποστόλη Σιακαλλή (2013) 1 Α.Α.Δ. 1877, όπου το Εφετείο διέκρινε την περίπτωση της ύπαρξης διόδου ως αποτέλεσμα οικειοθελούς παραχώρησης από τον ιδιοκτήτη δυνάμει του άρθρου 11(1)(α) του Κεφ. 224, και αυτής δυνάμει του άρθρου 11Α στη βάση αποφάσεως του Διευθυντή του Κτηματολογίου. Επικυρώθηκε η πρωτόδικη κρίση ότι λόγω πλάνης ως προς το σύνορο των όμορων τεμαχίων κατά την οικειοθελή παραχώρηση, το ζήτημα μπορούσε να εξεταστεί αρμοδίως από το Επαρχιακό Δικαστήριο στη βάση πλάνης κατά τον περί Συμβάσεων Νόμο Κεφ. 149. Η επίδικη όμως περίπτωση δεν είναι τέτοια. Εδώ υπάρχει δικαίωμα εγγραφέν δυνάμει αποφάσεως από το Διευθυντή και η μόνη διέξοδος για διαγραφή είναι μόνο μέσω του νενομισμένου τρόπου που καθορίζει το άρθρο 80 του Κεφ. 224.
Η έφεση απορρίπτεται με €3.000 έξοδα εναντίον της εφεσείουσας και υπέρ του εφεσίβλητου.
Δ.
Δ.
Δ.
/ΕΘ