ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:

Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
public Ναθαναήλ, Στέλιος Σταύρου Σταματίου, Κατερίνα Στυλιανίδου-Πούγιουρου, Αντρούλα Α. Μαρκίδης με Κ. Πατσαλίδου (κα), για τον Εφεσείοντα. Λ. Ιωαννίδης, για τον Εφεσίβλητο. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2018-12-21 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ ν. ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ, Πολιτική Έφεση Αρ. 181/2012, 21/12/2018 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2018:A557

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Πολιτική Έφεση Αρ. 181/2012)

 

21 Δεκεμβρίου, 2018

                                                        

[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

xxx xxx ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ,

Εφεσείων/Ενάγων,

 

ΚΑΙ

 

xxx xxx ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ,

Εφεσίβλητος/Εναγόμενος.

_ _ _ _ _ _

Α. Μαρκίδης με Κ. Πατσαλίδου (κα), για τον Εφεσείοντα.

Λ. Ιωαννίδης, για τον Εφεσίβλητο.

_ _ _ _ _ _

ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου

 θα δοθεί από την Σταματίου, Δ.

­­­_ _ _ _ _ _

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.: Ο εφεσείων-ενάγων καταχώρησε αγωγή στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας με την οποία αξίωνε εναντίον του εναγόμενου-εφεσίβλητου την πληρωμή του ποσού των ΛΚ41.650 ως υπόλοιπο δύο γραμματίων και/ή συναλλαγματικών και/ή χρεωστικών ομολόγων, ημερομηνίας 13.10.2005, πλέον τόκους και έξοδα.

 

Σύμφωνα με τις λεπτομέρειες της έκθεσης απαίτησης, ο εφεσίβλητος κατά ή περί την 13.10.2005 έναντι νόμιμου ανταλλάγματος, υπέγραψε προς όφελος του εφεσείοντα δύο γραμμάτια και/ή συναλλαγματικές και/ή χρεωστικά ομόλογα για το συνολικό ποσό των ΛΚ53.800. Το πρώτο γραμμάτιο ήταν για το ποσό των ΛΚ25.000 και το δεύτερο για το ποσό των ΛΚ28.800. Και τα δύο έγγραφα ανέφεραν ρητά τον τρόπο πληρωμής και προνοούσαν τόκο 8% ετησίως σε περίπτωση καθυστέρησης οποιασδήποτε δόσης ή μέρος αυτής. Ο εφεσίβλητος πλήρωσε έναντι του πρώτου γραμματίου το ποσό των ΛΚ10.000 και παρέμεινε απλήρωτο το ποσό των ΛΚ15.000, το οποίο κατέστη ληξιπρόθεσμο και απαιτητό στις 15.8.2006. Ο εφεσίβλητος πλήρωσε έναντι του δευτέρου γραμματίου το ποσό των ΛΚ2.150 και παρέμεινε απλήρωτο το ποσό των ΛΚ26.650, το οποίο κατέστη ληξιπρόθεσμο και απαιτητό την 1.7.2006.

 

Ο εφεσίβλητος με την έκθεση υπεράσπισης ήγειρε προδικαστική ένσταση ισχυριζόμενος ότι το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας δεν ήταν το κατά τόπο αρμόδιο Δικαστήριο να εκδικάσει την εν λόγω αγωγή. Πέραν της εν λόγω προδικαστικής ένστασης, παραδέχθηκε μόνο ότι υπέγραψε δύο έγγραφα προς όφελος του εφεσείοντα, κατά ή περί την αναφερόμενη ημερομηνία για τα αναφερόμενα ποσά, ενώ αρνείτο ότι αυτά είναι όπως περιγράφονται και, επιπλέον, αρνείτο κατηγορηματικά ότι τα υπέγραψε έναντι του ανταλλάγματος που αναγράφεται στα δύο έγγραφα ή έναντι οποιουδήποτε άλλου καλού και/ή νόμιμου ανταλλάγματος. Ισχυρίστηκε περαιτέρω ότι τα υπέγραψε ως αποτέλεσμα εξαναγκασμού και/ή ψυχικής πίεσης και/ή εκβιασμού που ασκήθηκε από τον εφεσείοντα και/ή υπό συνθήκες αναγόμενες σε εξαναγκασμό και/ή ψυχική πίεση και/ή εκβιασμό.

 

Κατά την ακροαματική διαδικασία της υπόθεσης δόθηκε μαρτυρία προς απόδειξη της υπόθεσης από τον εφεσείοντα και τη σύζυγό του, ενώ για την υπεράσπιση έδωσε μαρτυρία μόνον ο εφεσίβλητος.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού αξιολόγησε την ενώπιόν του προσαχθείσα μαρτυρία, αποδέχθηκε τη μαρτυρία του εφεσείοντα και της συζύγου του, ενώ απέρριψε αυτή του εφεσίβλητου. Συναφώς, κατέληξε στα πιο κάτω ευρήματα:

 

«Ο εναγόμενος ο οποίος κατά τον ουσιώδη χρόνο μέχρι σήμερα είναι κάτοικος xxx στις 14.10.2005 στη Λευκωσία και συγκεκριμένα έξω από το εργοστάσιο του στα xxx υπέγραψε τα έγγραφα Τεκμήρια 1 και 2 στην παρουσία δύο μαρτύρων δηλαδή της ΜΕ1 και κάποιου υπαλλήλου του εν ονόματι Χ.Χ. οι οποίοι και επιβεβαίωσαν την υπογραφή του. Την ίδια ημέρα και στον ίδιο χώρο υπογράφηκαν και δόθηκαν και κάποια άλλα έγγραφα μεταξύ των οποίων και το έντυπο που φέρει τίτλο απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της εταιρείας Lionet Ltd το οποίο φυσικά φέρει για λόγους άγνωστους προς το Δικαστήριο ημερομηνία 5.10.2005.

 

Η εταιρεία του εναγομένου Deme Dairy Ltd από το 1996 ενοικίαζε την επιχείρηση πώλησης παγωτού ιδιοκτησίας της Lionet Ltd για περίοδο 15 χρόνων για το ποσό των ΛΚ 32.000 χρονιαία. Ο εναγόμενος ενόψει του ότι η εταιρεία του αντιμετώπιζε πολλά οικονομικά προβλήματα και τον ανταγωνισμό από μεγάλες πολυεθνικές εταιρείες αποφάσισε να προβεί σε πώληση της στην εταιρεία REGIS. Σε χρόνο που το Δικαστήριο δεν μπορεί να καταλήξει με ασφάλεια αλλά σίγουρα πριν την υπογραφή των επίδικων εγγράφων, ο εναγόμενος έλαβε το Τεκμήριο 6 την απόφαση της πλειοψηφίας της Lionet Ltd. Ο Ενάγοντας ο οποίος κατείχε το 33% των μετοχών της Lionet Ltd πληροφορήθηκε τυχαία για μια επίσκεψη του διευθυντή της προαναφερόμενης εταιρείας στις αποθήκες της Lionet Ltd στη Λεμεσό και αποφάσισε να επικοινωνήσει τηλεφωνικώς με αυτόν να τον ενημερώσει ότι μέρος της επιχείρησης που προτίθετο ο εξάδελφος του να τους πουλήσει δεν του ανήκει. Το Δικαστήριο δεν μπορεί να γνωρίζει και κατ΄ επέκταση ούτε να καταλήξει με ασφάλεια στις αντιδράσεις του διευθυντή της πιο πάνω εταιρείας ενόψει και της αξιολόγησης της μαρτυρίας του εναγόμενου. Στο μόνο γεγονός όμως στο οποίο το Δικαστήριο μπορεί να καταλήξει με ασφάλεια είναι ότι ο εναγόμενος ο οποίος πάση θυσία ήθελε να προχωρήσει τη συμφωνία πώλησης της εταιρείας του στη REGIS εισηγήθηκε στον ενάγοντα να τον καταβάλει το ποσό των ΛΚ 20.000 πλέον το ποσό των ΛΚ 400 μηνιαία για περίοδο έξι χρόνων ως αντάλλαγμα του μεριδίου του στη προαναφερόμενη εταιρεία Lionet Ltd. Μετά από διαβουλεύσεις τα δύο μέρη κατέληξαν στα ποσό των ΛΚ 28.800 και ΛΚ 25.000. Στο μεταξύ μετά την κατάληξη τους στα πιο πάνω ποσά τα μέρη επισκέφθηκαν μαζί δικηγόρο στη Λεμεσό ο οποίος και ετοίμασε τα επίδικα έγγραφα μαζί με άλλα περιλαμβανομένου και του Τεκμηρίου 4 τα οποία ο ενάγοντας με την ΜΕ1 πήραν στη Λευκωσία στην εργασία του εναγόμενου όπου και υπογράφτηκαν. Αποτελεί επίσης εύρημα μου ότι ο ενάγοντας ουδέποτε έδωσε μετρητά ή παρέδωσε ψυγεία στον εναγόμενο ως αναγράφηκε στα Τεκμήρια 1 και 2. Ο εναγόμενος μετά την υπογραφή των πιο πάνω εγγράφων κατέβαλε σε διάφορες περιπτώσεις τμηματικά στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των Λ.Κ. 12.150 ποσό το οποίο ο ενάγοντας για λόγους που το Δικαστήριο πάλιν δεν μπορεί να καταλήξει με ασφάλεια κατένεμε ως ΛΚ 10.000 έναντι του πρώτου εγγράφου και Λ.Κ. 2.150 έναντι του δευτέρου. Ο εναγόμενος παρά τις επανειλημμένες οχλήσεις του ενάγοντα δεν ανταποκρίνετο οπότε και η σύζυγος του αναγκάστηκε να αποστείλει μια επιστολή παρακαλώντας τον στην ουσία να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του (Τεκμήριο 5). Μετά την έγερση της αγωγής ο εναγόμενος περί το 2007 κατέβαλε επίσης τμηματικά το συνολικό ποσό των Λ.Κ. 1.100. Μέχρι σήμερα παραμένει οφειλόμενο συνολικό ποσό €69.283.79 - Λ.Κ. 40.550.»

 

Αναφορικά με την προδικαστική ένσταση, για τους λόγους που εξηγεί το πρωτόδικο Δικαστήριο λεπτομερώς, κατέληξε ότι είχε δικαιοδοσία το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας να εκδικάσει την αγωγή. Το ζήτημα δε θα μας απασχολήσει περαιτέρω, καθότι δεν εγέρθηκε στα πλαίσια της έφεσης. Εν πάση περιπτώσει, αποτέλεσε κοινό έδαφος και αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι ο εφεσίβλητος ήταν κατά τον ουσιώδη χρόνο και μέχρι εκδίκασης της υπόθεσης κάτοικος xxx, της επαρχίας Λευκωσίας, γεγονός το οποίο, σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 21(1)(β) του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960, Ν. 14/1960, προσδίδει δικαιοδοσία στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο προχώρησε και εξέτασε τη φύση των δύο εγγράφων, τα οποία αποτελούσαν τη βάση της αγωγής. Προς τούτο, αναφέρθηκε στις πρόνοιες των άρθρων 78 και 80 του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149, και σε σχετική νομολογία. Κατέληξε δε ότι τα επίδικα έγγραφα «δεν μπορεί να αποτελούν γραμμάτια συνήθους τύπου για το μόνο λόγο ότι ο ίδιος ο ενάγοντας παραδέχθηκε ότι σε καμία περίπτωση δεν προσέφερε είτε χρήματα είτε παρέδωσε ψυγεία στον εναγόμενο ως τα έγγραφα αυτά αναφέρουν». Εξέτασε, περαιτέρω, τις διαζευκτικές βάσεις αγωγής στις οποίες ο εφεσείων στήριξε την απαίτησή του, για τις οποίες επίσης κατέληξε ότι κανένα από τα έγγραφα δεν πληροί τους όρους που τίθενται από τη σχετική νομοθεσία (περί Συναλλαγματικών Νόμο, Κεφ. 262). Έκρινε, επίσης, ότι το δικόγραφο του εφεσείοντα δεν προσδιορίζει οτιδήποτε ως περιεχόμενο συμφωνίας, έτσι ώστε να παραπέμπει σε σύμβαση ή οτιδήποτε άλλο. Συναφώς, κατέληξε ως ακολούθως:

 

«Στην παρούσα υπόθεση όπως ήδη ανέφερα και πιο πάνω ο ενάγοντας επέλεξε και προώθησε ως αιτία αγωγής την ύπαρξη γραμματίου συνήθους τύπου, προσθέτοντας φυσικά και άλλες δύο αιτίες αγωγής οι οποίες δεν μπορεί να στοιχειοθετηθούν, και με τη δική του μαρτυρία κλόνισε το θεμέλιο της βασικής αιτίας αγωγής που επέλεξε αποτυγχάνοντας κατ΄ επέκταση να την αποδείξει. Έχοντας υπόψη όλα τα πιο πάνω η απαίτηση του ενάγοντα δεν μπορεί να έχει άλλη κατάληξη από την απόρριψη.»

 

Παρά την κατάληξή του αυτή, το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε, για σκοπούς πληρότητας, τις εγειρόμενες από τον εφεσίβλητο υπερασπίσεις τις οποίες απέρριψε στη βάση της αξιολόγησης της μαρτυρίας στην οποία προέβη.

 

Ο εφεσείων, με δώδεκα λόγους έφεσης, αμφισβητεί την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης. Προβάλλει ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο πλανήθηκε όταν αποφάσισε ότι τα Τεκμ. 1 και 2 δεν αποτελούν γραμμάτια συνήθους τύπου, στη βάση ότι ο ίδιος ο εφεσείων κατέδειξε με τη μαρτυρία του ότι το αντάλλαγμα δεν ήταν αυτό που αναφερόταν στα εν λόγω έγγραφα. Λανθασμένα, επίσης, θεωρεί πως το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχθηκε και στηρίχθηκε σε μαρτυρία που αντίκρουε το αντάλλαγμα που αναφερόταν στα Τεκμ. 1 και 2. Περαιτέρω, ο εφεσείων ισχυρίζεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο πλανήθηκε όταν αποφάσισε ότι τα δύο έγγραφα δεν αποτελούσαν γραμμάτιο εν τη εννοία του άρθρου 83(1) του περί Συναλλαγματικών Νόμου, Κεφ. 262. Προβάλλει, περαιτέρω, πλάνη του Δικαστηρίου στην απόφασή του ότι τα δικόγραφα δεν κάλυπταν επαρκώς τα γεγονότα, έτσι ώστε να δώσει τις απαιτούμενες, με βάση τα γεγονότα, θεραπείες, καθώς και την παράλειψή του να εξετάσει αυτεπάγγελτα θέμα τροποποίησής της.

 

Ο εφεσίβλητος, από την άλλη, καταχώρησε αντέφεση, αποτελούμενη από έξι λόγους, με την οποία αμφισβητεί την αξιολόγηση της μαρτυρίας, καθώς και την κατάληξη του Δικαστηρίου ότι η αναφορά στην αγωγή σε γραμμάτιο, χρεωστικό ομόλογο και/ή συναλλαγματική, καλύπτει και το γραμμάτιο συνήθους τύπου.

 

Αποτελεί θέση του εφεσείοντα ότι, το κατά πόσο ένα έγγραφο αποτελεί ή όχι γραμμάτιο συνήθους τύπου, κρίνεται με βάση το κατά πόσο ικανοποιούνται οι σχετικές προϋποθέσεις που καθορίζει το άρθρο 78 του περί Συμβάσεων Νόμου. Στην προκείμενη περίπτωση, εισηγήθηκε ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις του Νόμου και, με βάση το άρθρο 80, το περιεχόμενο των γραμματίων συνήθους τύπου συνιστά αμάχητη απόδειξη των γεγονότων που εκτίθενται σ΄ αυτό, με αποτέλεσμα να μην είναι επιτρεπτή η προσαγωγή μαρτυρίας επί τούτων.

 

Το άρθρο 78 του περί Συμβάσεων Νόμου προνοεί τα ακόλουθα:

«78. "Γραμμάτιο συνήθους τύπου" είναι γραπτή υπόσχεση, που παρέχεται από ένα πρόσωπο σε άλλο, υπογράφεται από το πρόσωπο που την παρέχει στην παρουσία δύο τουλάχιστο μαρτύρων ικανών προς το συμβάλλεσθαι, για πληρωμή, σε πρώτη ζήτηση ή σε ορισμένο χρόνο ή σε προσδιορίσιμο μέλλοντα χρόνο προς πρόσωπο το οποίο ορίζεται στο γραμμάτιο, ποσού χρημάτων, πλέον τόκο που ορίζεται σε αυτό κατά ανώτατο όριο προς εννέα τοις εκατό κατ' έτος και, σε περίπτωση λήψης δικαστικών μέτρων επ' αυτού, τα συναφή έξοδα, και αναφέρει την αντιπαροχή για την οποία παρέχεται η υπόσχεση.

 

Το πρόσωπο που παρέχει την υπόσχεση καλείται "οφειλέτης χρέους" ενώ το πρόσωπο στο οποίο παρέχεται η υπόσχεση καλείται "πιστωτής".»

 

 

Σε περιπτώσεις όπου έναν έγγραφο πληροί τις προϋποθέσεις που τίθενται από το άρθρο 78 τότε τυγχάνουν εφαρμογής οι πρόνοιες του άρθρου 80 το οποίο προνοεί ως ακολούθως:

 

«80. Σε κάθε δικαστικό μέτρο που λήφθηκε βάσει γραμματίου συνήθους τύπου, το περιεχόμενο του εν λόγω γραμματίου συνιστά αμάχητη απόδειξη των γεγονότων που εκτίθενται σε αυτό:

Νοείται ότι σε οποιοδήποτε τέτοιο δικαστικό μέτρο, αποτελεί επαρκή υπεράσπιση το γεγονός ότι η υπογραφή του οφειλέτη χρέους ή άλλου που υπόγραψε το γραμμάτιο δεν είναι στην πραγματικότητα η υπογραφή του, ή ότι η έκδοση του γραμματίου επιτεύχθηκε συνεπεία εξαναγκασμού ή απάτης ή υπό περιστάσεις που ανάγονται σε εξαναγκασμό ή απάτη.»

 

Σύμφωνα με πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου σε περιπτώσεις γραμματίων συνήθους τύπου το Δικαστήριο δεν μπορεί να υπεισέλθει πίσω από τη δεδηλωμένη αντιπαροχή και να εξετάσει την αντιπαροχή που αναγράφεται στα γραμμάτια. Στην υπόθεση Λεωνίδου κ.ά. ν. Σπυριδάκη (2012) 1Β ΑΑΔ 1694, επαναβεβαιώθηκαν οι αρχές της νομολογίας:

 

«Η πλούσια νομολογία επί του γραμματίου συνήθους τύπου που καλύπτεται από το Άρθρο 78 του Κεφ. 149, σαφώς επιβεβαιώνει την ιδιάζουσα νομική οντότητα του γραμματίου συνήθους τύπου στο Κυπριακό νομικό στερέωμα, η έννοια του οποίου χρήζει αυστηρής ερμηνείας ενόψει του ότι το Άρθρο 80 του Κεφ. 149, προνοεί ότι το περιεχόμενο ενός τέτοιου γραμματίου αποτελεί αμάχητη απόδειξη των γεγονότων που εκεί αναφέρονται. Οι μόνες υπερασπίσεις που επιτρέπονται είναι ότι το γραμμάτιο λήφθηκε κατόπιν δόλου ή ότι η υπογραφή του χρεώστη ή άλλου μέρους, δεν είναι στην πραγματικότητα η δική του. Σχετική είναι η κλασσική υπόθεση Παπαστράτης ν. Οικονόμου (1971) 1 Α.Α.Δ. 11, αναφορικά με την αυστηρή ερμηνεία του Άρθρου 78. Σύμφωνα δε με την υπόθεση Raif v. Dervish (1971) 1 Α.Α.Δ. 158, το Δικαστήριο δεν μπορεί να υπεισέλθει πίσω από τη δεδηλωμένη αντιπαροχή του γραμματίου. Σχετικές είναι επίσης οι υποθέσεις Παύλου ν. Ελληνικής Τράπεζας Λτδ (1990) 1 Α.Α.Δ. 483 και Αναξαγόρας Χαραλάμπους κ.ά. ν. Χρηματοδοτήσεων Πάνθηρα Λίμιτεδ (2000) 1 Α.Α.Δ. 733

 

(Βλ. επίσης Κυριάκου ν. Αναστασίου (2013) 1 ΑΑΔ 148, Αντώνης Σαλαχώρη ν. Αργυρούλας Παναγιωτίδου, Πολιτική Έφεση 257/2010, ημερομηνίας 1.3.2016, ECLI:CY:AD:2016:A129).

 

 

Έχοντας εξετάσει τα δύο επίδικα έγγραφα (Τεκμ. 1 και 2), διαπιστώνουμε ότι πρόκειται για υπόσχεση πληρωμής εκ μέρους του εφεσίβλητου του ποσού των ΛΚ25.000 και ΛΚ28.800 αντίστοιχα, τα οποία ανέλαβε να εξοφλήσει, στην μεν περίπτωση του Τεκμ. 1 με καθορισμένες δόσεις σε συγκεκριμένες ημερομηνίες και στην περίπτωση του Τεκμ. 2 δια 72 ισόποσων μηνιαίων δόσεων εκ ΛΚ400 εκάστη της πρώτης πληρωτέας την 1.1.2006 και τις υπόλοιπες την πρώτη ημέρα κάθε επόμενου μήνα, ενώ η τελευταία δόση θα εξοφλείτο την 1.12.2011. Και στα δύο έγγραφα καθορίζεται τόκος 8% και προνοείται πως σε περίπτωση καθυστέρησης πληρωμής οποιασδήποτε δόσης ή μέρους αυτής περισσότερο από επτά μέρες από τη λήξη της, το γραμμάτιο καθίσταται ληξιπρόθεσμο και κάθε οφειλόμενο ποσό άμεσα απαιτητό, σε περίπτωση δε αγωγής υπάρχει υποχρέωση εκ μέρους του χρεώστη να καταβάλει όλα τα δικηγορικά και δικαστικά έξοδα. Περαιτέρω, αναφέρεται ως αντιπαροχή στην περίπτωση του Τεκμ. 1 αξία ψυγείων παγωτού τα οποία πωλήθηκαν και παραδόθηκαν στο χρεώστη και στην περίπτωση του Τεκμ. 2 αντιπαροχή από μετρητά. Και τα δύο έγγραφα είναι υπογραμμένα από το χρεώστη και, σύμφωνα με τη μαρτυρία που έγινε αποδεκτή από το Δικαστήριο, υπεγράφησαν στην παρουσία δύο μαρτύρων.

 

Εκείνο που έκλινε την πλάστιγγα υπέρ της απόρριψης της εισήγησης του συνηγόρου του εφεσείοντα πρωτοδίκως ότι πρόκειται για γραμμάτια συνήθους τύπου είναι η μαρτυρία του ιδίου του ενάγοντα ο οποίος ανέφερε ότι τα γραμμάτια υπογράφηκαν ως αντάλλαγμα της περιουσίας του που είχε στην εταιρεία Lionet Ltd.

 

Το γραμμάτιο συνήθους τύπου αποτελεί εκ του νόμου μίαν ιδιότυπη ρύθμιση και ως εκ τούτου απαιτείται αυστηρή εφαρμογή των προνοιών του νόμου καθόσον αφορά την κατάρτιση του εγγράφου. Τα Τεκμ. 1 και 2 έχουν όλα τα χαρακτηριστικά του γραμματίου συνήθους τύπου. Ο εφεσίβλητος ουσιαστικά αμφισβητεί την αντιπαροχή ή την ύπαρξη οποιασδήποτε αντιπαροχής, επικαλούμενος ότι υπέγραψε αυτά κατόπιν εξαναγκασμού, ψυχικής πίεσης και εκβιασμού, που αποτελεί μία από τις υπερασπίσεις που προβλέπονται από το άρθρο 80 του Νόμου.

 

Από τη μαρτυρία, όπως έγινε αποδεκτή από το πρωτόδικο Δικαστήριο, προκύπτει ότι ο εφεσείων και ο εφεσίβλητος είχαν καταλήξει στην καταβολή στον πρώτο του συνολικού ποσού που αναγράφεται στα δύο γραμμάτια, τα οποία αντιπροσώπευαν το μερίδιό του στην περιουσία που ο εφεσείων κατείχε στην εταιρεία Lionet. Όπως, επίσης, προκύπτει από τη μαρτυρία, το γεγονός ότι το συνολικό ποσό που  όφειλε ο εφεσίβλητος κατανεμήθηκε στα δύο έγγραφα (Τεκμ. 1 και 2) και χαρακτηρίστηκε στη μία περίπτωση μετρητά και στην άλλη αξία ψυγείων παγωτού, τα οποία επωλήθηκαν και παραδόθηκαν στον εφεσίβλητο, αποτελούσε εισήγηση του δικηγόρου του εφεσίβλητου ο οποίος ετοίμασε τα δύο έγγραφα. Υπό αυτές τις συνθήκες και με δεδομένο ότι μέρος της περιουσίας της εταιρείας ήταν ψυγεία τα οποία παραδόθηκαν στον εφεσίβλητο και το υπόλοιπο η αξία του μεριδίου του εφεσείοντα στην εταιρεία, θεωρούμε ότι πρόκειται για ανακριβή περιγραφή της αντιπαροχής που πράγματι υπήρχε και δόθηκε και η οποία έγινε κάτω από τις συνθήκες που προαναφέραμε. Ως εκ τούτου, θεωρούμε ότι λανθασμένα κρίθηκε πρωτοδίκως ότι τα δύο έγγραφα δεν αποτελούν γραμμάτια συνήθους τύπου. Ο εφεσίβλητος, άλλωστε, και παρά την υπεράσπισή του ότι υπέγραψε τα έγγραφα υπό εξαναγκασμό κτλ, κατέβαλε έναντι διάφορα ποσά αδιαμαρτύρητα, όπως ήδη αναφέρθηκε.

 

Συναφώς, δεν απαιτείται η εξέταση των υπόλοιπων λόγων έφεσης.

 

Στρεφόμαστε να εξετάσουμε την αντέφεση.  Με τον πρώτο λόγο αντέφεσης, ο εφεσίβλητος ισχυρίζεται ότι η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο εφεσείων και η σύζυγός του ήταν αξιόπιστοι μάρτυρες είναι αποτέλεσμα εσφαλμένης αξιολόγησης και τα συμπεράσματά του δεν δικαιολογούνται από τη μαρτυρία.  Προς τούτο, ο εφεσίβλητος παραπέμπει σε αντιφάσεις κατά τη μαρτυρία των δύο μαρτύρων, καθώς και σε αντιφάσεις μεταξύ τους και αναφορές σε ισχυρισμούς που δεν καλύπτονταν από τη δικογραφία.  Επίσης, το Δικαστήριο παρέλειψε να προβεί σε ατομική κρίση της αξιοπιστίας του κάθε ενός μάρτυρα χωριστά και, ακολούθως, να συσχετίσει, να αντιπαραβάλει και να διερευνήσει την αντικειμενική υπόσταση της μαρτυρίας του εφεσείοντα και της συζύγου του με το σύνολο της ουσιώδους μαρτυρίας.  Παραπέμπει, περαιτέρω, ο εφεσείων σε συγκεκριμένες ερωτήσεις που απαντήθηκαν από τους εν λόγω μάρτυρες, με γενικό και αόριστο τρόπο και σε ισχυριζόμενες εκτός δικογραφίας αναφορές των δύο μαρτύρων.

 

Σύμφωνα με καλά εδραιωμένες αρχές της νομολογίας, η αξιολόγηση της αξιοπιστίας των μαρτύρων ανήκει κατ΄ εξοχή στο πρωτόδικο Δικαστήριο. Κατά κανόνα, το Εφετείο δεν επεμβαίνει στον τρόπο που το πρωτόδικο Δικαστήριο αξιολογεί τη μαρτυρία. Έχει, όμως, την ευχέρεια στην κατάλληλη περίπτωση να παρέμβει όταν διαπιστώσει ότι τα ευρήματα περί αξιοπιστίας είναι εξ αντικειμένου ανυπόστατα, παράλογα, αυθαίρετα ή ότι δεν υποστηρίζονται από μαρτυρία. Τα ευρήματα αξιοπιστίας κρίνονται και συνεκτιμούνται στο πλαίσιο των γεγονότων της υπόθεσης και το πρωτόδικο Δικαστήριο βρίσκεται σε προνομιακή θέση να εκτιμήσει τα θέματα αυτά (βλ. Αντωνίου ν. Suphire (Finance) Ltd (2010) 1 AAΔ 317).

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβη σε μία λεπτομερή αξιολόγηση της μαρτυρίας, τόσο του εφεσείοντα, όσο και της συζύγου του ΜΕ1, στις σελίδες 18 μέχρι 22, παραπέμποντας και σε διάφορα σημεία της μαρτυρίας τους, τα οποία επικαλέστηκε ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσίβλητου προς κατάρριψη της αξιοπιστίας τους, τα οποία προβάλλονται εκ νέου με τον πιο πάνω λόγο αντέφεσης. Έχοντας διεξέλθει τη μαρτυρία, όπως αναφύεται από τα πρακτικά, θεωρούμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε λεπτομερώς την ενώπιόν του προσαχθείσα μαρτυρία και επεξήγησε με σαφήνεια τους λόγους για τους οποίους έκρινε τους δύο μάρτυρες αξιόπιστους. Πρέπει να σημειωθεί ότι αντιφάσεις είτε στη μαρτυρία ενός μάρτυρα, είτε στη μεταξύ των μαρτύρων μαρτυρία, δεν καταρρίπτουν άνευ ετέρου την αξιοπιστία τους όταν αυτές δεν αφορούν ουσιώδη ζητήματα. Στην προκείμενη περίπτωση, αιτιολογήθηκε πλήρως η κατάληξη του Δικαστηρίου ότι επουσιώδεις αντιφάσεις δεν επηρέασαν την αξιοπιστία τους. Το γεγονός δε ότι δόθηκε μαρτυρία σε συνάρτηση με ζητήματα επιπρόσθετα από αυτά που εγείρονται με τα δικόγραφα, ορθά δεν επηρέασε την αξιοπιστία τους, παρά μόνο δεν λήφθηκαν υπόψη κατά την εξαγωγή των συμπερασμάτων του Δικαστηρίου.

 

Ιδιαίτερη βαρύτητα δόθηκε από τον εφεσίβλητο στο γεγονός ότι, ενώ τα Τεκμ. 1 και 2 αναφέρονταν σε αντιπαροχή που συνίστατο σε μετρητά και ψυγεία, τελικά η θέση που προωθήθηκε από τον εφεσείοντα και τη σύζυγό του ήταν διαφορετική, δεν μπορεί να επηρεάσει την αξιοπιστία τους, για το λόγο ότι η αναφορά αυτή έγινε αβίαστα και μάλιστα τουλάχιστον για τον εφεσείοντα σε αρχικό στάδιο της κυρίως εξέτασής του, και, επιπρόσθετα, δόθηκε εξήγηση για τη διάσταση που υπήρξε στα εν λόγω τεκμήρια.

 

Περαιτέρω, θεωρούμε ότι τα ευρήματα αξιοπιστίας υποστηρίζονται και από την έγγραφη μαρτυρία και κατ' ουδένα λόγο δεν μπορούν να κριθούν ως ανυπόστατα, παράλογα ή αυθαίρετα, έτσι ώστε να απαιτείτο παρέμβαση του Εφετείου.

 

Ειδική μνεία έγινε από τον εφεσίβλητο και για το γεγονός ότι η  ΜΕ1 έδωσε διαβεβαίωση, αντί όρκο. Η διαβεβαίωση, δυνάμει του άρθρου 50 του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960, Ν.14/1960, θεωρείται εξίσου δεσμευτική για τη συνείδηση του μάρτυρα, όσο και ο όρκος (Μούρτζινος ν. του Πλοίου "Galaxias" κ.ά. (1997) 1 ΑΑΔ 80). Συνακόλουθα, η ύπαρξη διαβεβαίωσης, αντί όρκου, δεν επηρεάζει την αξιοπιστία ενός μάρτυρα.

 

Για τους πιο πάνω λόγους, ο πρώτος λόγος αντέφεσης απορρίπτεται.

 

Με το δεύτερο λόγο αντέφεσης ο εφεσίβλητος ισχυρίζεται ότι η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι αυτός ήταν αναξιόπιστος μάρτυρας, ήταν αποτέλεσμα εσφαλμένης αξιολόγησης και τα συμπεράσματά του δεν δικαιολογούνται από τη μαρτυρία. Και σε αυτή την περίπτωση, το πρωτόδικο Δικαστήριο, στις σελίδες 22 μέχρι 27, επεξηγεί λεπτομερώς τους λόγους για τους οποίους έκρινε τον εφεσίβλητο αναξιόπιστο. Δίδεται ιδιαίτερη έμφαση στην παράλειψη του εφεσίβλητου να αναφερθεί σε ισχυρισμούς που προέβαλε στην υπεράσπισή του και κυρίως προς υποστήριξη των δικογραφημένων θέσεών του περί εκβιασμών του εφεσείοντα προς τον ίδιο. Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν παρέλειψε να καταγράψει ουσιώδεις αντιφάσεις στη μαρτυρία του οι οποίες επενήργησαν καταλυτικά στην αξιοπιστία του. Έχοντας διεξέλθει, όπως προαναφέραμε, τα πρακτικά, δεν διαπιστώνουμε σφάλμα στην προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ούτε κρίνουμε ότι τα συμπεράσματά του δεν υποστηρίζονται από μαρτυρία. Βασική θέση του εφεσίβλητου ήταν ότι υπέγραψε τα Τεκμ. 1 και 2 κάτω από εκβιασμούς και ψυχική πίεση. Παρέλειψε όμως στη μαρτυρία του να καθορίσει σε τι συνίστατο ο εκβιασμός και η ψυχική πίεση.

 

Συνακόλουθα, ο δεύτερος λόγος αντέφεσης απορρίπτεται.

 

Με τον τρίτο λόγο αντέφεσης προβάλλεται ως λανθασμένη η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο εφεσείων απέσεισε το βάρος απόδειξης που είχε. Αυτός ο λόγος αντέφεσης συναρτάται με την αξιολόγηση της μαρτυρίας του εφεσείοντα και της συζύγου του, με την οποία έχουμε ασχοληθεί στον πρώτο λόγο αντέφεσης, κρίνοντας ως ορθή την αξιολόγηση που έγινε από το πρωτόδικο Δικαστήριο. Συνακόλουθα, ούτε αυτός ο λόγος αντέφεσης μπορεί να επιτύχει.

 

Το κατά πόσο υπήρχε νόμιμο αντάλλαγμα για την υπογραφή των δύο επίδικων εγγράφων και το κατά πόσο ο εφεσίβλητος υπέγραψε με την ελεύθερή του βούληση αποτελούν το αντικείμενο του τέταρτου λόγου αντέφεσης.

 

Αναφορικά με το νόμιμο του ανταλλάγματος που δόθηκε, το πρωτόδικο Δικαστήριο, στη βάση της αξιολόγησης της μαρτυρίας, κατέληξε στα ευρήματα που αναφέρονται στις σελίδες 4 και 5 πιο πάνω. Από αυτά προκύπτει σαφώς το αντάλλαγμα και πώς κατέληξαν οι διάδικοι στην υπογραφή των δύο επίδικων τεκμηρίων. Δε διαπιστώνουμε οποιοδήποτε σφάλμα στην κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου που να απαιτεί την παρέμβασή μας. Σε συνάρτηση με την εγειρόμενη υπεράσπιση ότι ο εφεσίβλητος δεν υπέγραψε με ελεύθερη βούληση, το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε τις πρόνοιες των άρθρων 15 και 16 του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149, καθώς και τη νομολογία που αναπτύχθηκε, και, εφαρμόζοντάς τα στα γεγονότα της υπόθεσης, κατέληξε ως ακολούθως:

 

«Η υπεράσπιση του εξαναγκασμού κρίση μου είναι ότι ακόμη και πιστευτή να ήταν η θέση του εναγομένου έχοντας υπόψη το τι συνιστά εξαναγκασμός στα πλαίσια του άρθρου 15 του Κεφ. 149 δεν θα είχε εφαρμογή στην παρούσα υπόθεση.

 

....

 

Η ίδια θα ήταν η κατάληξη μου και για την υπεράσπιση της ψυχικής πίεσης έχοντας υπόψη τα γεγονότα της υπόθεσης, την αξιολόγηση της δοθείσας μαρτυρίας και τα ευρήματα του Δικαστηρίου. Κατά την κρίση μου οι οποιεσδήποτε πιέσεις προέρχοντο από τον εναγόμενο προς τον ενάγοντα για να αποδεχθεί καταβολή χρημάτων με σκοπό την εξαγορά του μεριδίου του με σκοπό την προώθηση και ή υλοποίηση της συμφωνίας του με την REGIS χρησιμοποιώντας μάλιστα τη δύσκολη οικονομική κατάσταση στην οποία βρισκόταν κάτι το οποίο τόσο ο ενάγοντας όσο και η ΜΕ1 δεν αρνήθηκαν ότι το γνώριζαν εφόσον ο ίδιος τους το είχε αναφέρει. Τα γεγονότα της υπόθεσης Λοϊζου Α. Μιχαηλίδη ν. Eurohouse Finance Ltd (2002) 1B A.A.Δ. 721 στην οποία ο κ. Ιωαννίδης παρέπεμψε το Δικαστήριο είναι διαφορετικά από αυτά της παρούσας. Στην εν λόγω υπόθεση κατ΄ αρχή το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε ότι τα επίδικα «γραμμάτια» όπως τα περιέγραφαν δεν ήταν γραμμάτια συνήθους τύπου εφόσον δεν πληρούσαν τις προϋποθέσεις του άρθρου 78 του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149 και το Δικαστήριο θεώρησε ότι, ενόψει του Άρθρου 23 του Κεφ. 149 η «σύμβαση» ήταν εμποτισμένη με παρανομία κάτι το οποίο την παρέσυρε ολόκληρη. Το Δικαστήριο παρά την κατάληξη του περί παράνομης σύμβασης εξετάζοντας και το θέμα της ψυχικής πίεσης κατέληξε ότι υπήρχε ενόψει του ότι ο εφεσίβλητος ήταν αντιμέτωπος με απειλές από τους εφεσείοντες και η θέση του ήταν εκδήλως μειονεκτική έναντι τους. Στην προκειμένη περίπτωση ανεξαρτήτως της κατάληξης του Δικαστηρίου σε σχέση με τα επίδικα έγγραφα δεν έχει διαφανεί από τη μαρτυρία σχέση ή θέση ισχύος του ενάγοντα έναντι του εναγομένου. Ο εναγόμενος ήταν αυτός που ενοικίαζε την επιχείρηση του ενάγοντα και των αδελφών του και ο ενάγοντας ήταν μισθωτός υπάλληλος του. Πέραν τούτου ο εναγόμενος είχε στην κατοχή του το Τεκμήριο 6, δηλαδή τη συγκατάθεση της πλειοψηφίας της Lionet Ltd, εξασφαλίζοντας την μη απαίτηση αποζημίωσης από τη Lionet Ltd για την πώληση των ψυγείων από τη Deme Dairy Ltd στην REGIS το πρωτότυπο της οποίας όπως είπε το κατέχει η REGIS. Ενόψει και των πιο πάνω δεν μπορεί να γίνει αντιληπτό το πώς ο ενάγοντας θα μπορούσε να είναι σε πλεονεκτική θέση έναντι του εναγομένου.» (Η υπογράμμιση είναι δική μας.)

 

Με βάση τα γεγονότα όπως έχουν γίνει αποδεκτά από το πρωτόδικο Δικαστήριο, θεωρούμε ορθή την κατάληξή του ότι τα Τεκμ. 1 και 2 υπεγράφησαν με την ελεύθερη βούληση του εφεσίβλητου και ότι δεν αποδείχθηκε η υπεράσπιση του εξαναγκασμού και της ψυχικής πίεσης, όπως προνοείται από τα άρθρα 15 και 16, του Κεφ. 149[1].

 

Με τον πέμπτο λόγο αντέφεσης ο εφεσίβλητος προβάλλει ότι η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι το γραμμάτιο συνήθους τύπου καλύπτεται από τη λέξη «γραμμάτιο, χρεωστικό ομόλογο και/ή συναλλαγματική» ως αναφέρεται στα δικόγραφα, είναι λανθασμένη.

 

Ούτε αυτός ο λόγος αντέφεσης ευσταθεί.  Όπως ορθά ανέφερε το πρωτόδικο Δικαστήριο το αγώγιμο δικαίωμα συναρτάται από τα γεγονότα τα οποία το στοιχειοθετούν και όχι από οποιοδήποτε χαρακτηρισμό του αποδίδεται.  Εφόσον τα γεγονότα που περιέχονται στην έκθεση απαίτησης και τα γεγονότα που αποδείχθηκαν παραπέμπουν σε γραμμάτιο συνήθους τύπου, το γεγονός ότι δεν χαρακτηρίστηκαν ως τέτοια τα δύο έγγραφα στην έκθεση απαίτησης δεν μπορεί να έχει οποιαδήποτε επίπτωση στην υπόθεση. 

 

Με τον έκτο λόγο αντέφεσης, ο εφεσίβλητος προβάλλει ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο καθοδηγήθηκε λανθασμένα και δεν αξιολόγησε ορθά τα Τεκμ. 4 και 6. Το Τεκμ. 4 είναι το πρακτικό της εταιρείας Lionet Ltd με την οποία δίδεται συγκατάθεση της εταιρείας προς την εταιρεία του εφεσίβλητου Deme Dairy Ltd να διαπραγματευθεί με την εταιρεία Regis Milk Industries Ltd για την πώληση ψυγείων παγωτού που αποτελούσαν περιουσιακό στοιχείο της εταιρείας Lionet, ενώ το Τεκμ. 6 αποτελεί απόφαση της πλειοψηφίας της Lionet όπως μη ζητηθεί αποζημίωση.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε τα πιο πάνω τεκμήρια κατά την αξιολόγηση της μαρτυρίας και διερωτήθηκε για ποιο λόγο ο εφεσίβλητος ζήτησε να υπογραφεί και να του δοθεί το Τεκμ. 4, εφόσον με την απόφαση της πλειοψηφίας της Lionet, Τεκμ. 6, διδόταν προς την εταιρεία του εναγομένου η συγκατάθεσή της να μη δοθεί αποζημίωση σε σχέση με την πώληση των ψυγείων προς τη Regis. Ορθά, κατά την κρίση μας, το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού ανέλυσε μεταξύ άλλων τα Τεκμ. 4 και 6, κατέληξε στο εύρημα ότι ο εφεσίβλητος, όντας απελπισμένος για να προχωρήσει τη συμφωνία με τη Regis, εισηγήθηκε στον εφεσείοντα να του καταβάλει κάποιο ποσό το οποίο, μετά από διαβουλεύσεις, κατέληξε στις ΛΚ28.800 και ΛΚ25.000 και επισκέφθηκαν δικηγόρο στη Λεμεσό, ο οποίος ετοίμασε τα επίδικα έγγραφα και, μεταξύ άλλων, το Τεκμ. 4,  τα οποία υπογράφηκαν στη Λευκωσία.

 

Συνακόλουθα, ούτε αυτός ο λόγος αντέφεσης ευσταθεί.

 

Υπό το φως των πιο πάνω, η έφεση επιτυγχάνει και η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται. Εκδίδεται απόφαση ως η αξίωση. Τα έξοδα, τόσο πρωτοδίκως, όσο και κατ΄ έφεση, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο επιδικάζονται υπέρ του εφεσείοντα και εναντίον του εφεσίβλητου.

 

ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.

 

 

ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.

 

 

ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ.

 

 

 

 

/ΧΤΘ



[1] «15.-(1) "Εξαναγκασμός" είναι η διάπραξη ή η απειλή διάπραξης πράξης απαγορευμένης από τον Ποινικό Κώδικα ή από τροποποίηση του, ή η παράνομη κατακράτηση, ή η απειλή κατακράτησης, περιουσιακού στοιχείου, προς βλάβη οποιουδήποτε προσώπου, η οποία γίνεται με πρόθεση να αναγκαστεί άλλος να συνάψει συμφωνία.

(2) Είναι αδιάφορο κατά πόσο ο Ποινικός Κώδικας ή οποιαδήποτε τροποποίηση του, είναι σε ισχύ ή όχι στον τόπο όπου ασκείται ο εξαναγκασμός.»

«16.-(1) Η σύμβαση θεωρείται ότι συνάφθηκε συνεπεία "ψυχικής πίεσης" όταν οι σχέσεις που υπάρχουν μεταξύ των μερών είναι τέτοιες ώστε το ένα από αυτά να είναι σε θέση να κυριαρχεί επί της θέλησης του άλλου και να επωφελείται από τη θέση αυτή για να εξασφαλίσει αθέμιτο όφελος έναντι του άλλου.

(2) Ειδικότερα και χωρίς επηρεασμό της πιο πάνω αρχής, θεωρείται ότι είναι σε θέση να κυριαρχεί επί της θέλησης άλλου, κάθε πρόσωπο το οποίο-

(α) έχει πραγματική ή προφανή εξουσία επί του άλλου ή βρίσκεται σε σχέση εμπιστοσύνης έναντι του άλλου. ή

(β) καταρτίζει σύμβαση με πρόσωπο, του οποίου η πνευματική ικανότητα είναι προσωρινά ή μόνιμα επηρεασμένη λόγω ηλικίας, ασθένειας ή πνευματικής ή σωματικής κατάπτωσης.

(3) Όταν πρόσωπο το οποίο είναι σε θέση να κυριαρχεί επί της θέλησης άλλου, συμβάλλεται μαζί με αυτόν, και η συναλλαγή φαίνεται από μόνη της ή από τα αποδεικτικά στοιχεία που προσάχθηκαν, ότι είναι υπέρμετρα επαχθής, το βάρος απόδειξης ότι η σύμβαση δεν συνάφθηκε συνεπεία ψυχικής πίεσης φέρει το πρόσωπο που είναι σε θέση να κυριαρχεί επί της θέλησης του άλλου.»

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο