ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2018:D541
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΑΙΤΗΣΗ ΑΡ. 157/2018
17 Δεκεμβρίου, 2018
[Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ/ΣΤΗΣ]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3, 9 ΚΑΙ 11 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΙ ΤΟΥ 1964 ΕΩΣ 1991 (Ν. 33/1964)
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΕΚΔΟΣΗΣ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ) ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟΣ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ 2018,
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ xxx ΠΕΤΣΑ ΓΙΑ ΠΑΡΑΧΩΡΗΣΗ ΑΔΕΙΑΣ ΓΙΑ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΔΙΑ ΚΛΉΣΕΩΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΟΥ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ CERTIORARI ΚΑΙ/Ή PROHIBITION ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΕΝΤΙΜΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗ Κ. ΜΑΝΩΛΗ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 29/11/2018
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΕΝΤΙΜΟΥ ΔΙΚΑΣΤΟΥ ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ Κ. ΜΑΝΩΛΗ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ ΣΤΙΣ 29/11/2018 ΝΑ ΑΠΟΡΡΙΨΕΙ ΑΙΤΗΜΑ ΕΞΑΙΡΕΣΗΣ ΤΟΥ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΓΩΓΗ ΑΡ. 3036/2018 ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΛΟΓΟ ΟΤΙ Η ΑΔΕΛΦΗ ΤΟΥ ΕΡΓΑΖΕΤΑΙ ΣΤΟ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟ ΓΡΑΦΕΙΟ ΑΙΜΙΛΙΑΝΙΔΗΣ, ΚΑΤΣΑΡΟΣ Δ.Ε.Π.Ε. ΤΟ ΟΠΟΙΟ ΕΚΠΡΟΣΩΠΟΥΣΕ ΤΟΥΣ ΕΝΑΓΟΜΕΝΟΥΣ 3 ΚΑΙ 4.
------------------------------
Πέτρος Μιχαήλ, για τον Αιτητή.
------------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ.:- Ο αιτητής με την παρούσα αίτηση ζητά άδεια του Δικαστηρίου να καταχωρήσει αίτηση δια κλήσεως για την έκδοση προνομιακών ενταλμάτων «Certiorari και/ή Prohibition και/ή άλλη συναφή θεραπεία». Στόχος της αίτησης είναι:
(Α) Η ακύρωση της απόφασης που εξέδωσε δικαστής (στο εξής «ο Δικαστής») στις 29.11.2018 στην αγωγή με αριθμό 3036/2018 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, με την οποία απέρριψε υποβληθέν αίτημα εξαίρεσης του.
(Β) Προσωρινό και/ή οριστικό διάταγμα με το οποίο να αναστέλλονται όλες οι διαδικασίες που έχουν σχέση με την παραπάνω αγωγή και
(Γ) Προσωρινό και/ή οριστικό διάταγμα Prohibition με το οποίο να απαγορεύεται στον εν λόγω Δικαστή από του να «επιληφθεί και/ή εκδικάσει και/ή δώσει οδηγίες και/ή αποφασίσει για οποιοδήποτε θέμα εκκρεμεί ή μελλοντικά εγερθεί» στα πλαίσια εκδίκασης της παραπάνω αγωγής.
Σύμφωνα με τα γεγονότα που εκτίθενται στην Έκθεση και ένορκη δήλωση που συνοδεύει την αίτηση, ο αιτητής στις 5.11.2018 καταχώρησε στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας αγωγή, η οποία πήρε τον αριθμό 3036/2018, ως επίσης μονομερή αίτηση για έκδοση προσωρινού διατάγματος. Στις 6.11.2018 που η μονομερής αίτηση ορίστηκε για ακρόαση, ο Δικαστής έδωσε οδηγίες όπως επιδοθεί και την όρισε για το σκοπό τούτο στις 13.11.2018. Η επίδοση έγινε σε όλους τους εναγόμενους στις 7.11.2018.
Στις 13.11.2018 εμφανίστηκαν δικηγόροι για τους εναγόμενους 1, 2 και 5 ζητώντας χρόνο για την καταχώρηση ένστασης και η αίτηση ορίστηκε στις 28.11.2018 για να καταχωρήσουν ένσταση οι δικηγόροι των εναγομένων. Αίτημα του δικηγόρου του αιτητή για την έκδοση «οριστικού» διατάγματος σε σχέση με τον εναγόμενο 3, ο οποίος δεν εμφανίστηκε και δεν εκπροσωπήθηκε από δικηγόρο, απορρίφθηκε από το Δικαστήριο. Αργότερα, την ίδια ημέρα, εμφανίστηκε δικηγόρος εκπροσωπώντας το δικηγορικό γραφείο Αιμιλιανίδης, Κατσαρός Δ.Ε.Π.Ε. για τον εναγόμενο 4, «λαμβάνοντας την ημερομηνία ορισμού της υπόθεσης για τις 28/11/2018 και τις οδηγίες που δόθησαν για καταχώρηση ένστασης». Στο πρακτικό του Δικαστηρίου ημερομηνίας 13.11.2018 δεν καταγράφηκε η εμφάνιση της δικηγόρου για τον εναγόμενο 4. Το εν λόγω δικηγορικό γραφείο είχε ενημερώσει το δικηγόρο του αιτητή με επιστολή ημερομηνίας 12.11.2018 ότι θα εμφανίζονταν στις 13.11.2018 για τον συγκεκριμένο εναγόμενο.
Στις 28.11.2018, ο Δικαστής πληροφόρησε τον δικηγόρο του αιτητή, εντός του γραφείου του, ότι η αδελφή του εργάζεται στο γραφείο των δικηγόρων που εκπροσωπούν τους εναγομένους 3 και 4, ρωτώντας τον αν είχε ένσταση στον περαιτέρω χειρισμό της υπόθεσης από μέρους του και αν θα έθετε θέμα εξαίρεσής του. Στο ερώτημα ο δικηγόρος απάντησε «αμέσως καταφατικά» και η υπόθεση ορίστηκε στις 29.11.2018 για να αγορεύσει. Κατά την ημερομηνία εκείνη, αφού ο δικηγόρος με την αγόρευση του αιτιολόγησε τους λόγους για τους οποίους υπέβαλε αίτημα εξαίρεσης του Δικαστή, το Δικαστήριο εξέδωσε την απόφαση του ex tempore «χωρίς καν ολιγόλεπτη διακοπή», απορρίπτοντας το υποβληθέν αίτημα εξαίρεσης του.
Είναι η θέση του αιτητή ότι η άρνηση του Δικαστή να εξαιρεθεί συνιστά:
«έκδηλη πλάνη νόμου, νομικό σφάλμα προφανές στο πρακτικό, έκδηλη παρανομία, έλλειψη ή υπέρβαση δικαιοδοσίας και/ή αρμοδιότητας, κατάφωρη παραβίαση των αρχών της φυσικής δικαιοσύνης, υπέρβαση των άκρων ορίων άσκησης διακριτικής ευχέρειας που εν πάση περιπτώσει δεν υπήρχε στην παρούσα περίπτωση διότι η διαδικασία είχε ήδη μολυνθεί με μεροληψία από τις 13/11/2018 οπόταν ο Έντιμος Δικαστής δεν φρόντισε να ενημερώσει το δικηγόρο του αιτητή για τη συγγενική σχέση που έχει με πρόσωπο που εργάζεται στο δικηγορικό γραφείο του εναγομένου 4 και αν είχε ένσταση τότε να ασκήσει τη διακριτική του ευχέρεια για το αν θα παρέμενε στην υπόθεση ή θα εξαιρείτο».
«Εναλλακτικά» με την πιο πάνω θέση προβάλλει, παραπέμποντας σε νομολογία[1], ότι ο Δικαστής θα έπρεπε να είχε εξαιρεθεί στις 28 ή 29.11.2018 «από μόνο το λόγο» ότι η αδελφή του εργοδοτείτο από το δικηγορικό γραφείο που εκπροσωπούσε τους εναγομένους 3 και 4. Επίσης, κατά τον αιτητή, έχει παραβιαστεί το Άρθρο 30.2 του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας και το Άρθρο 6.1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, εφόσον ο αιτητής στερήθηκε του δικαιώματος για δίκαιη δίκη. Θεωρεί ο αιτητής ότι δεν προσβάλλει την ορθότητα της υπό αναφορά απόφασης αλλά τη νομιμότητά της. Αυτό στη βάση ότι η μη αποκάλυψη από το Δικαστή στις 13.11.2018 της συγγενικής του σχέσης, μόλυνε τη διαδικασία «με το στοιχείο της μεροληψίας και στις 28/11/2018 δεν μπορούσε να ασκήσει τη διακριτική του ευχέρεια αν θα εξαιρείτο ή όχι διότι απλούστατα δεν είχε διακριτική ευχέρεια αλλά ήταν υποχρεωμένος να εξαιρεθεί διότι είχε ήδη μεροληπτήσει και παρανομήσει με τη στάση του να αποφασίσει να παραμείνει στην υπόθεση».
Κατά την επ' ακροατηρίω συζήτηση της αίτησης, ο ευπαίδευτος συνήγορος του αιτητή υποστήριξε τις προβαλλόμενες στην Έκθεση θέσεις του αιτητή στη βάση της εκεί αναφερθείσας νομολογίας. Ειδικότερα για το ζήτημα της μη καταγραφής της εμφάνισης της δικηγόρου για τον εναγόμενο 4 στο πρακτικό της διαδικασίας ημερομηνίας 13.11.2018, το οποίο τήρησε ο ίδιος ο Δικαστής, υποστήριξε παραπέμποντας σε νομολογία[2], ότι σε υποθέσεις certiorari επιτρέπεται η προσκόμιση μαρτυρίας, υπό μορφή ένορκης δήλωσης, για να καταδειχθεί πως το πρακτικό του Δικαστηρίου δεν είναι πλήρες. Ως εκ τούτου, για το ζήτημα αυτό, το Δικαστήριο θα πρέπει να λάβει υπόψη την καταγραμμένη θέση στην ένορκη δήλωση του αιτητή.
Όπως φαίνεται από την προσβαλλόμενη απόφαση, ο Δικαστής εξέτασε το αίτημα εξαίρεσης του στη βάση των κριτηρίων που τέθηκαν από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΕΔΑΔ) στην υπόθεση Nicholas v Cyprus, Application No. 63246/10, 9 Ιανουαρίου 2018, για τη διαπίστωση κατά πόσο η εξαίρεση δικαστή είναι αναγκαία, παραπέμποντας και σε σχετική επί του θέματος νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου της Κύπρου[3]. Στη Nicholas, κρίθηκε, με παραπομπή στη Ramljak v Croatia (ανωτέρω), στην οποία ο ευπαίδευτος συνήγορος του αιτητή έκανε ιδιαίτερη αναφορά, ότι η συγγένεια δικαστή με εργοδοτούμενο πρόσωπο σε δικηγορικό γραφείο που εκπροσωπεί διάδικο δεν δημιουργεί άνευ ετέρου υποχρέωση εξαίρεσης, αλλά πρόκειται για κατάσταση ή σχέση που δύναται να δημιουργήσει αμφιβολίες ως προς την αμεροληψία του δικαστή. Το κατά πόσο οι αμφιβολίες αυτές δικαιολογούνται αντικειμενικά:
«.would very much depend on the circumstances of the specific case, and a number of factors should be taken into account in this regard. These should include, inter alia, whether the judge's relative has been involved in the case in question, the position of the judge's relative in the firm, the size of the firm, its internal organisational structure, the financial importance of the case for the law firm, and any possible financial interest or potential benefit (and the extent thereof) on the part of the relative.»
Το ΕΔΑΔ δεν παρέλειψε να σημειώσει τις ιδιαιτερότητες της Κύπρου ως μικρής χώρας με λιγότερα δικηγορικά γραφεία και λιγότερους δικαστές, παρά σε μεγαλύτερες δικαιοδοσίες και να επισημάνει τον κίνδυνο παράλυσης του νομικού συστήματος εάν τεθούν υπερβολικά αυστηρά κριτήρια. Κρίθηκε, στη συνέχεια ότι:
«Given the importance of appearances, however, when such a situation (which can give rise to a suggestion or appearance of bias) arises, that situation should be disclosed at the outset of the proceedings and an assessment should be made, taking into account the various factors involved in order to determine whether disqualification is actually necessitated in the case. This is an important procedural safeguard which is necessary in order to provide adequate guarantees in respect of both objective and subjective impartiality.»
Εν προκειμένω, εξετάζοντας το αίτημα εξαίρεσης του, ο Δικαστής σημείωσε τα ακόλουθα:
«Στα γεγονότα της παρούσας διαπιστώνω ότι δεν έχει τεθεί ενώπιον μου οποιαδήποτε μαρτυρία ή γεγονός ή δεν υφίσταται οτιδήποτε που να κατατείνει σε συμπέρασμα ότι το συγγενικό μου πρόσωπο έχει τέτοια ανάμιξη στην υπόθεση ή θέση στη συγκεκριμένη δικηγορική εταιρεία, που είναι τέτοια, που να δημιουργεί αμφιβολία για την αντικειμενική αμεροληψία του Δικαστηρίου. Επίσης δεν υφίσταται οτιδήποτε που να επιτρέπει κρίση περί της οικονομικής σημασίας της υπόθεσης για την εν λόγω δικηγορική εταιρεία και το πιθανό οικονομικό όφελος ή συμφέρον του συγγενικού μου προσώπου, από την έκβαση της υπόθεσης. Αντίθετα, αυτό που έχει τεθεί είναι το γεγονός το οποίο εγώ ο ίδιος έθεσα, ότι το συγγενικό μου πρόσωπο εργοδοτείται στην εν λόγω εταιρεία, γεγονός που του δίδει το χαρακτήρα του εργοδοτούμενου, όχι του συνέταιρου και άρα όχι προσώπου το οποίο έχει οικονομικό όφελος από την έκβαση της υπόθεσης.»
Έκρινε, στη συνέχεια, ότι από τα γεγονότα δεν συνέτρεχαν λόγοι τέτοιοι που θα μπορούσαν να δημιουργήσουν στον μέσο εχέφρονα πολίτη, ο οποίος έχει επαρκή γνώση των γεγονότων, αντικειμενική αμφιβολία για τη μεροληψία του Δικαστηρίου. Καταλήγοντας ότι εφόσον δεν συνέτρεχαν βάσιμοι λόγοι για την εξαίρεση του, το Δικαστήριο δεν μπορούσε να παραιτηθεί από την υποχρέωση του να εκδικάσει την υπόθεση.
Προκειμένου να δοθεί άδεια για καταχώρηση αίτησης δια κλήσεως για certiorari, ο αιτητής πρέπει να καταδείξει ότι έχει εκ πρώτης όψεως συζητήσιμη υπόθεση. Η διαφύλαξή της αρχής της αντικειμενικής αμεροληψίας είναι αναγκαία, προς διασφάλιση του θεμελιακού δικαιώματος κάθε προσώπου να τυγχάνει δίκαιης δίκης. Η έλλειψη αμεροληψίας δικαστή αποτελεί λόγο για την έκδοση εντάλματος certiorari προς ακύρωση απόφασης ή διατάγματός του.
Η εξουσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου να εκδίδει προνομιακά εντάλματα αφορά σε κατάλοιπο εξουσίας και δεν αποσκοπεί στο να αντικαταστήσει τη διαδικασία της έφεσης, (βλ. Αναφορικά με την αίτηση των Junport International Limited κ.ά Πολιτική έφεση 321/2017, ημερομηνίας 2.4.2018), ECLI:CY:AD:2018:A145. Εφόσον προσφέρεται άλλο ένδικο μέσο ή άλλη θεραπεία, πρέπει να καταδειχθεί ότι συντρέχουν επαρκώς εξαιρετικές περιστάσεις οι οποίες να καθιστούν συζητήσιμο ότι πρέπει να γίνει παρέκκλιση από τον κανόνα ότι, εφόσον προσφέρεται άλλο ένδικο μέσο ή άλλη θεραπεία, ο αιτητής δεν θεωρείται ότι απέδειξε συζητήσιμο ζήτημα, (βλ. Βαse Metal Trading Ltd v. Fastact Developments Ltd κ.ά. (2004) 1 ΑΑΔ 1535 και Κτηματικές Επιχειρήσεις Ανδρέα Ευριπίδη Διογένους Λτδ ν Φιλίππου (2008) 1 ΑΑΔ 720). Αρχή η οποία ισχύει γενικά, «ανεξάρτητα από το λόγο για τον οποίο επιδιώκεται το διάταγμα» (βλ. Hellinger Trading Ltd (2000) 1 AAΔ 1965.)
Θα πρέπει εδώ να σημειωθεί επίσης ότι, σύμφωνα με τη νομολογία, ζητήματα προκατάληψης Δικαστή πρέπει να θεμελιώνονται με ιδιαίτερη ακρίβεια και να προωθούνται με επίγνωση της σοβαρότητας τους, (βλ. Αχτάρ κ.ά ν Δημοκρατίας (2010) 2 ΑΑΔ 397, Dora Holdings Ltd κ.ά ν Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος Α.Ε. (Αρ.2) (2010) 1 ΑΑΔ 1605 και Αναφορικά με το αίτημα της Amsteco Electric Ltd, Πολιτική Αίτηση Αρ. 177/2014, ECLI:CY:AD:2014:D854, ημερομηνίας 7.11.2014).
Εν προκειμένω, η σχέση συγγένειας που επικαλείται ο αιτητής από μόνη της δεν δημιουργούσε λόγο εξαίρεσης του Δικαστή, (βλ. Nicholas (ανωτέρω)). Σε ό, τι αφορά την εισήγηση του αιτητή ότι η δικαστική διαδικασία είχε μολυνθεί από τις 13.11.2018, λόγω μη αποκάλυψης από τότε της συγγενικής σχέσης του Δικαστή, παρατηρώ τα ακόλουθα. Ο ισχυρισμός του αιτητή ότι στις 13.11.2018 εμφανίστηκε δικηγόρος ενώπιον του Δικαστηρίου, από το δικηγορικό γραφείο που εκπροσωπεί τον εναγόμενο 4, δεν αντανακλάται στο πρακτικό της συγκεκριμένης δικασίμου που επισυνάπτεται ως τεκμήριο στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την αίτηση. Δεν διαφεύγει της προσοχής του Δικαστηρίου ότι με επιστολή τους ημερομηνίας 12.11.2018 οι δικηγόροι του εναγομένου 4 ενημέρωσαν το δικηγόρο του αιτητή ότι «θα εκπροσωπήσουμε και συνεπώς θα εμφανιστούμε κατά την αυριανή δικάσιμο για [τον εναγόμενο 4]. Σχετικό Σημείωμα Εμφάνισης και διοριστήριο θα καταχωρηθεί επίσης αύριο». Ωστόσο, φαίνεται από την προσβαλλόμενη απόφαση ότι οι δικηγόροι των εναγομένων 3 και 4 δεν καταχώρησαν σημείωμα εμφάνισης στις 13.12.2018 παρά μόνο στις 16.11.2018, ενώ από το πρακτικό της διαδικασίας ημερομηνίας 28.11.2018 (Τεκμήριο 6 στην αίτηση) προκύπτει ότι εμφανίστηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου κατά την ημερομηνία εκείνη, δηλώνοντας την ένσταση τους στην αίτηση για προσωρινό διάταγμα, ζητώντας ταυτόχρονα οδηγίες για την καταχώριση ένστασης. Και αν ακόμη υπάρχει κενό στο πρακτικό του Δικαστηρίου ημερομηνίας 13.11.2018, όπως είναι η θέση του αιτητή, δεν υπήρξε κατά την ημερομηνία εκείνη εμφάνιση για τον εναγόμενο 4, όπως προβλέπεται από τους περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικούς Κανονισμούς και, εν πάση περιπτώσει, δεν έγινε οποιοσδήποτε ουσιαστικός χειρισμός της υπόθεσης από το Δικαστήριο, παρά μόνο άτυπη ενημέρωση δικηγόρου του δικηγορικού γραφείου που εκπροσωπεί τους εναγόμενους 3 και 4 για τις οδηγίες που είχαν δοθεί προηγουμένως και τη νέα δικάσιμο (28.11.2018). Στις 28.11.2018, η οποία ήταν και η πρώτη δικάσιμος μετά την καταχώρηση σημειώματος εμφάνισης από τους δικηγόρους των εναγομένων 3 και 4, ο Δικαστής ενημέρωσε το συνήγορο του αιτητή ότι στο δικηγορικό γραφείο που εκπροσωπεί τους συγκεκριμένους εναγόμενους εργάζεται ως δικηγόρος η αδελφή του. Θεωρώ ότι από τα γεγονότα αυτά δεν προκύπτει εκ πρώτης όψεως συζητήσιμη υπόθεση που να δικαιολογεί την παραχώρηση άδειας.
Οι δε «εναλλακτικές» θέσεις του αιτητή περί άσκησης της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου εκτός των επιτρεπόμενων ορίων και παραβίασης των αρχών της φυσικής δικαιοσύνης διότι θα έπρεπε να τύχει δίκαιης και αμερόληπτης δίκης, με το γενικό και αόριστο τρόπο που τίθενται δεν μπορούν να απασχολήσουν το Δικαστήριο.
Εκ περισσού, πλέον, κρίνω ορθό να παρατηρήσω τα εξής: Δεν αμφισβητείται στην Έκθεση ότι ο αιτητής έχει στη διάθεσή του την εναλλακτική θεραπεία της έφεσης. Εισηγείται, όμως, ότι συντρέχουν εξαιρετικές περιστάσεις. Αυτό στη βάση των όσων «έχουν αναφερθεί πιο πάνω» στην Έκθεση και διότι η αίτηση για προσωρινό διάταγμα είναι ορισμένη στις 19.12.2018, καθιστώντας το ένδικο μέσο της έφεσης όχι το ίδιο ευχερές και αποτελεσματικό όπως το προνομιακό ένταλμα certiorari. Θέση η οποία επαναλήφθηκε από το συνήγορο του αιτητή κατά τη συζήτηση της αίτησης.
Παρόμοιο ζήτημα απασχόλησε την Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Αναφορικά με την Αίτηση της Amsteso Electric Ltd, Πολ. Έφεση Αρ. 64/2015, ημερ. 10.7.2015, (υπόθεση μη εξαίρεσης δικαστή) η οποία σημείωσε τα ακόλουθα σχετικά:
«.η εναλλακτική θεραπεία της έφεσης δεν μπορεί να θεωρηθεί ως μη αποτελεσματική, επωφελής ή βολική, για το λόγο ότι αυτή θα πρέπει να ασκηθεί στο τέλος της διαδικασίας της υπόθεσης. Πέραν τούτου, ο χρόνος εκδίκασης δεν είναι αποφασιστικής σημασίας, καθότι, ακόμα και σε περίπτωση αθωωτικής απόφασης, το ζήτημα της μη εξαίρεσης της δικαστού μπορεί να εξεταστεί κατ΄ έφεση. Βεβαίως, το ζήτημα που θα εξεταστεί στην έφεση ανάγεται στο κατά πόσο όντως υπήρξε προκατάληψη εκ μέρους της δικαστού κατά την εκδίκαση της υπόθεσης. Το γεγονός ότι, σε περίπτωση επιτυχίας της έφεσης επί του ζητήματος αυτού, η υπόθεση θα οδηγηθεί σε επανεκδίκαση, δε θεωρούμε ότι αποτελεί εξαιρετική περίσταση. Άλλωστε, ζητήματα παραβίασης του Άρθρου 30.2 του Συντάγματος και του άρθρου 6.1 της ΕΣΔΑ, που παρατηρούνται κατά την διάρκεια μίας δίκης, συχνά αποτελούν λόγους έφεσης στο τέλος της διαδικασίας, έστω και αν απολήγουν σε επανεκδίκαση υποθέσεων. Και σε αυτή τη περίπτωση κρίνουμε ότι το ένδικο μέσο της έφεσης, αποτελεί αποτελεσματική και πρόσφορη θεραπεία για τους αιτητές».
Εν προκειμένω, οι προβαλλόμενοι λόγοι για τους οποίους επιδιώκεται το διάταγμα δεν στοιχειοθετούν από μόνοι τους εξαιρετικές περιστάσεις. Ούτε το γεγονός ότι η αίτηση για έκδοση προσωρινού διατάγματος είναι ορισμένη στις 19.12.2018.
Για τους πιο πάνω λόγους η αίτηση δεν μπορεί να επιτύχει και απορρίπτεται.
Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ.
/ΣΓεωργίου
[1] Ramljak v Croatia , Application no. 5856/2013, ημερομηνίας 27.6.2017, Nicholas v Cyprus, Application no. 63246/10 ημερομηνίας 9.1.2018 και AWG Group Ltd et al v Morrison et al [2006] EWCA Civ 6.
[2] Αδελφοί Ε. Αναστασίου Λτδ ν Μυλωνά (1997) 1 ΑΑΔ 1280 και R v Northumberland Compensation Appeal Tribunal, Ex parte Shaw [1952] 1 All ER 122
[3] Όπως, Παπαχριστοφόρου ν Τράπεζας Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ, Πολ. Έφεση 331/2010, ημερομηνίας 10.9.2018, ECLI:CY:AD:2018:A394.