ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2018:A540
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Εφεση Αρ. 122/2018)
17 Δεκεμβρίου, 2018
[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π., ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ,
ΛΙΑΤΣΟΣ, ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3, 4, 9 ΚΑΙ 11 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964, ΩΣ ΕΧΕΙ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΘΕΙ
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΩΝ χχχχχ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ ΚΑΙ A.C. CHRISTODOULOU CONSULTANTS, ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΩΝ ΑΡ. 1 ΚΑΙ 6, ΑΝΤΙΣΤΟΙΧΩΣ, ΣΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΥΠΟΘΕΣΗ ΤΟΥ ΜΟΝΙΜΟΥ ΚΑΚΟΥΡΓΙΟΔΙΚΕΙΟΥ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ ΜΕ ΑΡ. 15161/16, ΜΕ ΤΗΝ ΟΠΟΙΑ ΖΗΤΕΙΤΑΙ ΑΔΕΙΑ ΓΙΑ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΟΥ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ CERTIORARI ΚΑΙ/Η PROHIBITION ΔΥΝΑΜΕΙ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 12.2.2018 ΤΟΥ ΜΟΝΙΜΟΥ ΚΑΚΟΥΡΓΙΟΔΙΚΕΙΟΥ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ ΣΤΗΝ ΥΠΟΘΕΣΗ ΥΠ΄ ΑΡ. 15161/16 ΔΙΑ ΤΗΣ ΟΠΟΙΑΣ ΑΠΕΡΡΙΨΕ ΑΙΤΗΜΑ ΤΩΝ ΑΙΤΗΤΩΝ ΣΤΗ ΒΑΣΗ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 69(1)(Β) ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΝΟΜΟΥ ΚΕΦ. 155 ΚΑΙ ΣΤΗ ΒΑΣΗ ΤΗΣ ΑΡΧΗΣ ΤΗΣ ΚΑΤΑΧΡΗΣΗΣ ΤΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ (ABUSE OF PROCESS)
_ _ _ _ _ _
Ε. Ευσταθίου και Δ. Νικολετόπουλος, για τους Εφεσείοντες.
_ _ _ _ _ _
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου
θα δοθεί από τον Λιάτσο, Δ.
_ _ _ _ _ _
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.: Στα πλαίσια της ποινικής υπόθεσης αρ. 793/14 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας οι Αιτητές αντιμετώπιζαν διάφορες κατηγορίες, μεταξύ άλλων τις κατηγορίες 8 - 13, στις οποίες παραδέχθηκαν ενοχή. Αφορούσαν, συνοπτικά, στην υποβολή φορολογικής δήλωσης κατά ή περί την 25.11.2008, στην οποία παρέλειψαν να καταχωρήσουν ως εισόδημα της Αιτήτριας εταιρείας το ποσό του €1.000.000 που αυτή εισέπραξε από άλλη εταιρεία στις 27.7.2007, καθώς επίσης και στην υποβολή φορολογικών δηλώσεων με ψευδή στοιχεία. Περαιτέρω, σειρά άλλων κατηγοριών, εδραζομένων στον περί Βεβαιώσεως και Εισπράξεως Φόρων Νόμο του 1978. Στον Αιτητή επιβλήθηκαν συντρέχουσες ποινές φυλάκισης, με ανώτερη αυτή των πέντε μηνών και στην Αιτήτρια εταιρεία ποινές προστίμου.
Σε κατοπινό στάδιο οι Αιτητές βρέθηκαν και πάλι κατηγορούμενοι, αυτή τη φορά ενώπιον του Μόνιμου Κακουργιοδικείου Λευκωσίας στην υπόθεση αρ. 15161/16. Πρόβαλαν την ειδική απάντηση του άρθρου 69(1)(β) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155, (autrefois convict), ισχυριζόμενοι ότι είχαν προηγουμένως, στα πλαίσια της προαναφερθείσας ποινικής υπόθεσης 793/14, καταδικαστεί βάσει των ίδιων ή άρρηκτα συνδεδεμένων γεγονότων, εγείροντας, ταυτόχρονα, θέμα κατάχρησης της διαδικασίας (abuse of process). Το Κακουργιοδικείο εξέδωσε την απόφασή του στις 18.9.2017, κρίνοντας ότι δεν στοιχειοθετείτο η ειδική απάντηση και απορρίπτοντας, επίσης, τη θέση περί κατάχρησης της διαδικασίας. Η απόφαση αυτή αποτέλεσε και το αντικείμενο μονομερούς αίτησης που καταχώρησαν οι Αιτητές στο Ανώτατο Δικαστήριο, αξιώνοντας την παραχώρηση άδειας προς προώθηση αίτησης για την έκδοση προνομιακού εντάλματος certiorari, με απώτερο σκοπό την ακύρωση της εν λόγω απόφασης. Η υπό αναφορά αίτηση απορρίφθηκε πρωτοδίκως από το Ανώτατο Δικαστήριο, με απόφασή του ημερομηνίας 10.1.2018, αφού κρίθηκε ότι είχε εμφιλοχωρήσει μεγάλη και αδικαιολόγητη καθυστέρηση από την ημερομηνία έκδοσης της προσβληθείσας απόφασης του Κακουργιοδικείου μέχρι και της καταχώρησης της μονομερούς αίτησης για παροχή άδειας προς καταχώρηση αίτησης για έκδοση προνομιακού εντάλματος.
Μια μέρα αργότερα, στις 11.1.2018, το καταχωρηθέν στο Κακουργιοδικείο κατηγορητήριο μεταβλήθηκε διά της τροποποίησης των λεπτομερειών πολλών κατηγοριών και της προσθήκης δύο νέων κατηγοριών (κατηγορίες 25 και 26). Όπως εντοπίζεται από το τροποποιημένο κατηγορητήριο οι Αιτητές, καθώς και άλλα έξι, φυσικά και νομικά πρόσωπα, αντιμετωπίζουν κατηγορίες που αφορούν σε αδικήματα διαφθοράς, δεκασμού δημόσιου λειτουργού, δωροληψίας από οικείους δημόσιους αξιωματούχους και νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες. Καθορίζεται ως χρόνος διάπραξής τους το έτος 2006, χρονικό διάστημα κατά το οποίο ο Αιτητής ήταν Διοικητής της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου. Όταν οι Αιτητές κλήθηκαν να απαντήσουν στο τροποποιημένο πλέον κατηγορητήριο, επικαλέστηκαν εκ νέου την ειδική απάντηση του προαναφερθέντος άρθρου 69(1)(β), εγείροντας πανομοιότυπα ζητήματα με αυτά που είχαν προβάλει με την προηγούμενη εισήγησή τους, η οποία, όπως ήδη λέχθηκε, είχε απορριφθεί με την ενδιάμεση απόφαση του Κακουργιοδικείου, ημερομηνίας 18.9.2017. Το Κακουργιοδικείο, με απόφασή του ημερομηνίας 12.2.2018, κατέληξε ως εξής:
«Από πλευράς Δικαστηρίου και ξεκινώντας από την ένσταση/αίτημα των κατηγορουμένων 1 και 6 που υιοθετήθηκε και από τους κατηγορουμένους 4 και 7, επισημαίνουμε κατ' αρχάς, αυτό που φαίνεται να είναι καθολικά αποδεκτό απ' όλους. Δηλαδή, ότι, δεν έχει αλλάξει οτιδήποτε το ουσιαστικό από την ενδιάμεση απόφαση του Δικαστηρίου ημερ. 18.9.2017, αφού η μεταβολή του κατηγορητηρίου που ακολούθησε στις 11.1.2018, δεν άλλαξε οτιδήποτε σε σχέση με τη φύση, τον τύπο και το ουσιαστικό περιεχόμενο των κατηγοριών. Συνεπώς, θεωρούμε ότι η επαναφορά του ζητήματος για τους λόγους που εξήγησε ο κ. Αγγελίδης στο Δικαστήριο μας - χωρίς να παίρνουμε θέση επί της ορθότητας αυτών των λόγων - είναι όντως τυπική, παρά ουσιαστική. Όπως και να έχει, υιοθετούμε πλήρως και επαναλαμβάνουμε την ενδιάμεση απόφαση μας ημερ. 18.9.2017, απορρίπτοντας συναφώς την εν λόγω ένσταση/αίτημα.»
Η πιο πάνω κρίση του Κακουργιοδικείου οδήγησε και πάλιν στην καταχώρηση μονομερούς αίτησης εκ μέρους των Αιτητών στο Ανώτατο Δικαστήριο, προς το σκοπό παραχώρησης άδειας διά προώθηση αίτησης για την έκδοση εντάλματος certiorari. Αδελφή Δικαστής που επιλήφθηκε του ζητήματος αποφάσισε ως ακολούθως:
«Ουσιαστικά το παράπονο των αιτητών αφορά στην ενδιάμεση απόφαση του Κακουργιοδικείου ημερομηνίας 18.9.2017.
Από το αμέσως πιο πάνω απόσπασμα, γίνεται αντιληπτό ότι το Κακουργιοδικείο χειρίστηκε την επαναφορά από το συνήγορο των αιτητών των ζητημάτων τα οποία το απασχόλησαν στην απόφαση του ημερομηνίας 18.9.2017, πάνω σε τυπική και όχι πάνω σε ουσιαστική βάση. Ο λόγος είναι επειδή αυτά είχαν ήδη εξεταστεί και κριθεί με την προαναφερθείσα αρχική απόφαση του, ενώ η τροποποίηση που ακολούθησε του κατηγορητηρίου, δεν επέφερε οποιαδήποτε ουσιαστική διαφοροποίηση σε αυτό. Ούτε προωθήθηκε οτιδήποτε το νέο ενώπιον του Κακουργιοδικείου, το οποίο θα μπορούσε να αποτελέσει αντικείμενο νέας εξέτασης και απόφασης. Η παραπομπή, λοιπόν, από το Κακουργιοδικείο στην απόφαση του ημερομηνίας 18.9.2017, ήταν προς επιβεβαίωση αυτής της κατάστασης πραγμάτων. Δεν συνιστούσε νέα απόφαση επί της ουσίας των ζητημάτων που απασχόλησαν στην απόφαση του Σεπτεμβρίου 2017 αλλά τυπική απόφαση, ώστε να υπάρχει η δυνατότητα άσκησης έφεσης μελλοντικά, υπό το φως της τροποποίησης του κατηγορητηρίου. Και αυτό, βέβαια, σε περίπτωση, που ήθελε φανεί ότι η επαναφορά τους ήταν αναγκαία, για τους λόγους που εξήγησε ο ευπαίδευτος συνήγορος, θέμα στο οποίο το Κακουργιοδικείο δεν τοποθετήθηκε, όπως το ίδιο επεσήμανε. Υπό το πρίσμα της προσέγγισης, ανωτέρω, του Κακουργιοδικείου, η απόφαση του ημερομηνίας 12.2.2018 δεν ήταν καθοριστική των δικαιωμάτων των αιτητών. Σύμφωνα με τη νομολογία, μόνο απόφαση καθοριστική για τα δικαιώματα διαδίκου μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο αναθεώρησης μέσω της εξαιρετικής φύσεως διαδικασίας προνομιακού εντάλματος certiorari, (βλ. Καρατζαφέρης (1993) 1 ΑΑΔ 611). Με δεδομένο δε ότι η απόφαση του Κακουργιοδικείου ημερομηνίας 18.9.2017 επί της ουσίας των ζητημάτων δεν αποτελεί αντικείμενο αναθεώρησης μέσω εντάλματος certiorari, έπεται η απόρριψη της αίτησης.
Υπάρχει όμως και άλλος πρόσθετος λόγος γιατί η αίτηση δεν μπορεί να επιτύχει. Εγκύπτοντας στα στοιχεία που έχουν τεθεί ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου έχω επισημάνει ότι το Τεκμήριο 1Α στην ένορκη δήλωση του αιτητή, το οποίο παρουσιάζεται ως η ενδιάμεση απόφαση του Κακουργιοδικείου ημερομηνίας 12.2.2018, αντικείμενο της παρούσας αίτησης, δεν πρόκειται για κεκυρωμένο αντίγραφο της, αλλά φωτοστατικό αντίγραφο.
Επειδή στην Κύπρο δεν έγιναν κανονισμοί που να διέπουν την άσκηση της αρμοδιότητας του Ανωτάτου Δικαστηρίου προς έκδοση προνομιακών ενταλμάτων, τα Κυπριακά Δικαστήρια ακολουθούν και εφαρμόζουν διαδικασία ανάλογη με εκείνη που εφαρμοζόταν από το Ανώτατο Δικαστήριο στην Αγγλία πριν την ανεξαρτησία, (βλ. In re Aeroporos and Οthers (1988) 1 C.L.R 302 και Ellinas v Republic (1989) 1 C.L.R 17). Σύμφωνα με τη νομολογία, η παράλειψη συμμόρφωσης με τα διαδικαστικά προαπαιτούμενα για την έγερση της διαδικασίας καθιστά το αίτημα προς το Δικαστήριο άνευ αντικειμένου, (βλ. Angeo & Co. Ltd (Αρ. 1) (1992) 1 Α.Α.Δ 374 και Γερολέμου κ.ά (2002) 1 Α.Α.Δ. 491).
Στην In re Aeroporos & Others (ανωτέρω), αποφασίστηκε με αναφορά στην υπόθεση R v Newington Licensing Justices (1948) 1 KB 681, πως η επισύναψη πιστοποιημένων αντιγράφων των ενταλμάτων έρευνας αποτελούσε απαραίτητη προϋπόθεση για την ενάσκηση της εξουσίας του Δικαστηρίου δυνάμει του Άρθρου 155.4 του Συντάγματος για την έκδοση προνομιακού διατάγματος. Η αρχή ωστόσο είναι ευρύτερης εφαρμογής και περιλαμβάνει, όπως αποφασίστηκε και σε άλλες περιπτώσεις, απόφαση ή διάταγμα του Δικαστηρίου. (Βλ. επίσης το σύγγραμμα του Π. Αρτέμη Προνομιακά Εντάλματα, σελ. 45 κ.ε. και τις υποθέσεις Τσιβίκος (2003) 1 Α.Α.Δ. 15, Σαρρής κ.ά (2010)1 Α.Α.Δ 801 και Χαραλάμπους (2011) 1 Α.Α.Δ. 743).
Εν προκειμένω, η μη επισύναψη πιστοποιημένου αντιγράφου της απόφασης του Κακουργιοδικείου ημερομηνίας 12.2.2018, αντικείμενο της αίτησης, όπως επιτάσσει η νομολογία, επενεργεί καταλυτικά για την τύχη της αίτησης.
Για τους πιο πάνω λόγους, η αίτηση απορρίπτεται.»
Η πρωτόδικη κρίση πλήττεται με τρεις λόγους έφεσης ως εσφαλμένη. Μέσω του πρώτου λόγου προωθείται η θέση ότι θίγονται τα δικαιώματα των Αιτητών τα οποία απορρέουν από το άρθρο 69(1)(β) του Κεφ. 155, το ΄Αρθρο 12.2 του Συντάγματος, καθώς και το άρθρο 4 του 7ου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ. Προβάλλεται ως αιτιολογία ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν επιλήφθηκε της ουσίας του θέματος προκειμένου να αποφασίσει επί της βασιμότητας του αιτήματος των Αιτητών, αλλά, αντιθέτως, με εσφαλμένη αιτιολογία, έπληξε τα καθοριστικά δικαιώματά τους, επιτρέποντας την εκ νέου εκδίκαση της υπόθεσης. Με το δεύτερο λόγο έφεσης, άρρηκτα συνδεδεμένο με τον πρώτο, προωθείται η θέση ότι η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι το αίτημα των Αιτητών δεν ήταν καθοριστικό για τα δικαιώματά τους είναι λανθασμένη, δεδομένης της μακράς ακροαματικής διαδικασίας που θα ακολουθήσει ενώπιον του Κακουργιοδικείου, με άκρως ανεπιθύμητες και ζημιογόνες επιπτώσεις επί της ορθής απονομής της δικαιοσύνης. Ο τρίτος λόγος έφεσης κινείται γύρω από το ζήτημα του κεκυρωμένου αντιγράφου της ενδιάμεσης απόφασης. Προωθείται η εισήγηση ότι η μη προσαγωγή τέτοιου κειμένου της απόφασης έχει θεραπευθεί από το ίδιο το πρωτόδικο Δικαστήριο, το οποίο την επικαλείται και παραθέτει ολόκληρο απόσπασμά της στην προσβαλλόμενη απόφασή του.
Η ενώπιόν μας έφεση δεν έχει περιθώρια επιτυχίας.
Κατ΄ αρχάς, είναι ορθή η προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι το υπό εξέταση ζήτημα της ειδικής απάντησης του άρθρου 69(1)(β) είχε κριθεί με την αρχική ενδιάμεση απόφαση του Μόνιμου Κακουργιοδικείου, ημερομηνίας 18.9.2017. Η τροποποίηση του κατηγορητηρίου που ακολούθησε, δεν είχε οποιαδήποτε επίδραση, ούτε και μετέβαλε τη νομική διάσταση και τα επίδικα γεγονότα. Όπως βάσιμα κρίθηκε στην προσβαλλόμενη ενώπιόν μας πρωτόδικη απόφαση, τα όσα μεσολάβησαν μετά την κρίσιμη ενδιάμεση απόφαση της 18.9.2017, δεν διαφοροποίησαν την ουσία των ζητημάτων, ούτε και πρόσθεσαν ο,τιδήποτε στα όσα είχαν ήδη απασχολήσει στην απόφαση του Σεπτεμβρίου του 2017. Συνεπώς, η έγερση πανομοιότυπων ζητημάτων μετά την τροποποίηση του κατηγορητηρίου, δεν θα μπορούσε να δικαιολογήσει νομικά την προσφυγή και πάλιν στο Ανώτατο Δικαστήριο προς αναζήτηση θεραπείας προνομιακής μορφής. Τέτοια συμπεριφορά συνιστά, ουσιαστικά, καταχρηστική προσπάθεια παράκαμψης, μέσω παροχής δεύτερης ευκαιρίας, της προηγηθείσας απόρριψης από το Ανώτατο Δικαστήριο, με απόφασή του ημερομηνίας 10.1.2018, ταυτόσημης μονομερούς αίτησης προς παραχώρηση άδειας με σκοπό την προώθηση αίτησης για έκδοση εντάλματος Certiorari. Η απόφαση εκείνη δεν εφεσιβλήθηκε.
Πέραν των πιο πάνω, η ουσία των λόγων έφεσης αντιστρατεύεται τις βασικές αρχές και παραμέτρους επίκλησης της προνομιακής εξουσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Η παροχή άδειας προς καταχώρηση αίτησης για έκδοση προνομιακού εντάλματος Certiorari προϋποθέτει αποκάλυψη, εκ πρώτης όψεως, συζητήσιμης υπόθεσης και εντοπισμό υπέρβασης ή έλλειψης δικαιοδοσίας, νομικό σφάλμα εμφανές στο πρακτικό, προκατάληψη ή συμφέρον από τα πρόσωπα που λαμβάνουν την απόφαση, δόλο ή ψευδορκία στη λήψη απόφασης ή παραβίαση των αρχών της φυσικής δικαιοσύνης.
Το νοηματικό εύρος της έννοιας του όρου «εκ πρώτης όψεως υπόθεση» οριοθετήθηκε στην υπόθεση Re Kakos (1985) 1 CLR 250, ως ακολούθως:
«We remain wholly unconvinced that a prima facie case was made for leave to apply for an order of Certiorari. As the expression "prima facie" suggests, a convincing enough case must be made on first view. On second view, formed after hearing the other side, this impression may dissipate. A prima facie case is not an unanswerable one but one sufficiently cogent, or arguable, to merit an answer. On numerous occasions Courts were concerned to elicit and apply the concept in diverse circumstances. A particularly instructive approach to analysis of the concept, I found, with respect, that of Megarry, V.C., in Land Securities v. Metropolitan Police [1983] 2 All E.R. 254, 258. According to this approach, a prima facie case is made out if an arguable case is disclosed, without need arising at this initial or preliminary stage for consideration of any rebutting evidence.»
Η όλη διαδικασία επίκλησης της προνομιακής εξουσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου, εν προκειμένω προς έκδοση εντάλματος Certiorari, δεν έχει ως αντικείμενο την αναθεώρηση της ορθότητας των αποφάσεων κατώτερου Δικαστηρίου, η οποία ελέγχεται στο πλαίσιο της δευτεροβάθμιας δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου, ως Εφετείου. Εφόσον τεκμηριώνονται οι προϋποθέσεις για την ανάληψη και άσκηση δικαιοδοσίας από το πρωτόδικο Δικαστήριο, το Ανώτατο Δικαστήριο δεν υπεισέρχεται προς το σκοπό αναθεώρησης, εκτός εάν συντρέχουν οι προαναφερθείσες προϋποθέσεις.
Στην υπό κρίση περίπτωση το Κακουργιοδικείο, ενεργώντας στα πλαίσια των εξουσιών του, έκρινε, για τους εκτενείς λόγους που παρέθεσε, ότι δεν στοιχειοθετείτο η ειδική απάντηση του άρθρου 69(1)(β) του Κεφαλαίου 155.
Υπό το φως όλων των δεδομένων, δεν έχει τεκμηριωθεί ότι η προσβαλλόμενη προσέγγιση του Κακουργιοδικείου ενέπιπτε στα όρια και μπορούσε να αποτελέσει αντικείμενο θεραπείας προνομιακής υφής.
Συνακόλουθα, η έφεση απορρίπτεται. Καμία διαταγή όσον αφορά τα έξοδα.
Μ.Μ. ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.
Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.
Μ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.
Α.Ρ. ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.
Τ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.
ΣΦ.