ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Bacardi & Co. Ltd ν. Vinco Ltd (1996) 1 ΑΑΔ 788
Avila Management Services Limited και άλλος ν. Frantisek Stepanek και άλλων (2012) 1 ΑΑΔ 1403
Penderhill Holdings Limited και Άλλοι ν. Ιωάννη Κλουκίνα (2014) 1 ΑΑΔ 118, ECLI:CY:AD:2014:A21
Αγγλική νομολογία που περιλαμβάνεται στο bailii.org στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
ECLI:CY:AD:2018:A501
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Εφεση Αρ. E324/2016)
14 Νοεμβρίου, 2018
[ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΛΙΑΤΣΟΣ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
1. METAQUOTES SOFTWARE LTD,
2. METAQUOTES SOFTWARE CORP,
Εφεσείοντες,
ν.
XXXXX DABABOU,
Εφεσίβλητου.
_ _ _ _ _ _
Α. Γιωρκάτζης και Μ. Γιωρκάτζη (κα) για Ανδρέας Γιωρκάτζης ΔΕΠΕ, για τους Εφεσείοντες.
Π. Κούρτελλος και Π. Κωστακόπουλος, για τον Εφεσίβλητο.
_ _ _ _ _ _
Παμπαλλής, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου
θα δοθεί από τον Λιάτσο, Δ.
_ _ _ _ _ _
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.: Η υπό κρίση περίπτωση περιστρέφεται γύρω από την ορθή εφαρμογή, στην ενώπιόν μας υπόθεση, των νομολογιακών αρχών που σχετίζονται και διέπουν τα διατάγματα τύπου και/ή φύσης Norwich Pharmacal.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, με ενδιάμεση απόφασή του ημερομηνίας 29.7.2016 - που εκδόθηκε στα πλαίσια της αγωγής του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού υπ΄ αριθμό 5204/2014 και κατόπιν ακρόασης της σχετικής αίτησης ημερομηνίας 8.12.2014 - παραχώρησε διάταγμα με το οποίο διατάττονταν οι Εφεσείοντες - εναγόμενοι 2 και 3, όπως εντός 60 ημερών συμμορφωθούν με μια σειρά από εκδοθέντα διατάγματα, τα οποία αφορούσαν, κατά βάση, σε ένορκη αποκάλυψη εμπορικών συναλλαγών, λογαριασμών συναλλαγών και σχετικών αρχείων και δεδομένων. Περαιτέρω, εκδόθηκε διάταγμα δυνάμει του οποίου διατασσόταν ο διορισμός ανεξάρτητου εμπειρογνώμονα ηλεκτρονικών υπολογιστών (ΙΤ expert), ο οποίος θα ενεργούσε προκειμένου να υλοποιηθεί η προαναφερθείσα αποκάλυψη.
Σύμφωνα με τα γεγονότα που τέθηκαν ενώπιον του εκδώσαντος το διάταγμα Δικαστηρίου, ο Εφεσίβλητος, Σύρος επιχειρηματίας που ασχολείται με διάφορες επιχειρήσεις και άλλες οικονομικές δραστηριότητες, ισχυρίζεται ότι είναι θύμα δόλου και/ή συνομωσίας που οδήγησε σε τεράστια οικονομική απώλεια. Ως εκ τούτου, προσέφυγε στο Δικαστήριο προς αναζήτηση θεραπειών αποκάλυψης πληροφοριών σχετικών με το όλο φάσμα του δόλου και της συνομωσίας και την εξακρίβωση της αλυσίδας των γεγονότων προς προσδιορισμό των προσώπων που είχαν εμπλακεί στην αδικοπραγία που υπέστη, ούτως ώστε να ήταν σε θέση να υποστυλώσει κατάλληλα νομικά διαβήματα προς προάσπιση των συμφερόντων του.
Συνοπτικά καταγράφοντας τα γεγονότα, ο Εφεσίβλητος, έχοντας δραστηριοποιηθεί στην αγορά συναλλάγματος, προχώρησε στο άνοιγμα εμπορικών λογαριασμών με επενδυτική εταιρεία, προκειμένου να επωφελείται από τις υπηρεσίες χρηματοπιστωτικής διαμεσολάβησης που παρείχοντο από την επενδυτική αυτή εταιρεία στους πελάτες της. Η δυνατότητα συναλλαγής στις διεθνείς χρηματοοικονομικές αγορές καθίστατο δυνατή μέσω της προσφοράς από την προαναφερθείσα επενδυτική εταιρεία στους πελάτες της ασφαλισμένων και τεχνολογικά καινοτόμων πλατφόρμων και δη μέσω εμπορικής πλατφόρμας συναλλαγών που είχε αναπτυχθεί από την Εφεσείουσα 2, εξειδικευμένο μεσίτη ανάπτυξης λογισμικών διαπραγμάτευσης συναλλάγματος. Η Εφεσείουσα 1 είναι εταιρεία περιορισμένης ευθύνης ιδρυθείσα στην Κύπρο και τελικοί, πραγματικοί, δικαιούχοι της είναι η Εφεσείουσα 2. Οι Εφεσείουσες προστέθηκαν στην αγωγή ως ονομαστικοί διάδικοι και/ή αθώα τρίτα μέρη που πιθανόν να έχουν στην κατοχή τους έγγραφα και στοιχεία. H αποκάλυψη των στοιχείων αυτών θα παρείχε πληροφορίες αναφορικά με το όλο πλέγμα της προβαλλόμενης αδικοπραγίας, η οποία συνίστατο, περιληπτικά, σύμφωνα με τη θέση του Εφεσίβλητου, ότι η πιο πάνω επενδυτική εταιρεία τον εξαπάτησε μέσω ενός λαβυρίνθου εταιρικών οντοτήτων, εταιρικών ονομάτων τα οποία σκοπίμως προσομοίαζαν μεταξύ τους και πλήρους, παράνομου, αποκλεισμού πρόσβασης στους επενδυτικούς λογαριασμούς του, με επιζήμιες για τον ίδιο συνέπειες και απώλεια των χρημάτων που υπήρχαν στο λογαριασμό συναλλαγών του.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού αναφέρθηκε σε έκταση στις νομικές αρχές που διέπουν το ζήτημα έκδοσης διαταγμάτων αποκάλυψης και στην ιδιαίτερη φύση των διαταγμάτων τύπου Norwich Pharmacal, κατέληξε ότι ο Αιτητής - Εφεσίβλητος νομιμοποιείτο στην έγερση αγωγής στη βάση της νομικής αρχής της Norwich Pharmacal και ότι, περαιτέρω, από τα γεγονότα, ικανοποιούνταν οι προϋποθέσεις έκδοσης των αιτουμένων διαταγμάτων. Εκρινε, επίσης, ότι για σκοπούς της ηλεκτρονικής αποκάλυψης ο διορισμός ανεξάρτητου εμπειρογνώμονα ήταν αναγκαίος. Υπό το φως της προσέγγισης αυτής, εκδόθηκε μια σειρά από διατάγματα αποκάλυψης, την ουσία των οποίων αποτυπώσαμε σε προηγούμενο στάδιο, υπό την αίρεση συγκεκριμένων όρων. Σημειώνουμε ότι, σε κατοπινό στάδιο, διατάχθηκε, κατόπιν μεταξύ των εμπλεκομένων μερών συμφωνίας, όπως ανασταλεί η εκτέλεση της προσβαλλόμενης απόφασης μέχρι και την περάτωση της παρούσας έφεσης.
Οι Εφεσείοντες θέτουν, ουσιαστικά, μέσω των λόγων έφεσης, ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εφάρμοσε λανθασμένα τις προϋποθέσεις που καθορίζει η νομολογία προς έκδοση διαταγμάτων αυτής της μορφής και ότι, εν τέλει, εξάσκησε λανθασμένα τη διακριτική του ευχέρεια προς έκδοση των εν λόγω διαταγμάτων. Εισηγούνται, πιο αναλυτικά, ότι η πρωτόδικη κρίση ως προς την έκδοση των διαταγμάτων αποκάλυψης είναι εσφαλμένη και ο διορισμός εμπειρογνώμονα παντελώς αδικαιολόγητος. Προβάλλουν ότι στην προκείμενη περίπτωση οι προϋποθέσεις που προνοεί η νομολογία για την έκδοση διαταγμάτων αποκάλυψης δεν ικανοποιούνται, αφού, ως είναι ο βασικός ισχυρισμός τους, τα έγγραφα και/ή πληροφορίες τα οποία επιδιώκει ο Εφεσίβλητος να λάβει, δεν βρίσκονται στην κατοχή των Εφεσειόντων, οι οποίοι ούτε και έχουν τη δυνατότητα πρόσβασης στα στοιχεία αυτά. Εισηγούνται περαιτέρω, ότι, εν πάση περιπτώσει, ο Εφεσίβλητος είναι σε θέση να λάβει τις εν λόγω πληροφορίες μέσω άλλης πηγής και/ή ότι δύναται, με τα στοιχεία που ήδη γνωρίζει, να προχωρήσει στην καταχώρηση αγωγής εναντίον των κατ΄ ισχυρισμό αδικοπραγήσαντων, χωρίς να παρίσταται ανάγκη λήψης περαιτέρω λεπτομερειών.
Η έκδοση διατάγματος της μορφής Norwich Pharmacal, το οποίο συνιστά κατ΄ ουσίαν διάταγμα αποκάλυψης, προϋποθέτει την ύπαρξη τρίτου μέρους («Norwich Pharmacal respondent») το οποίο, έστω και αν είναι αθώο, είχε ανάμειξη στην αδικοπραξία άλλων, προκειμένου να αποκαλύψει στον εν δυνάμει ενάγοντα την ταυτότητα του αδικοπραγήσαντα και, σε κάποιες περιπτώσεις, περαιτέρω πληροφορίες, αναλόγως της υπόθεσης και των γεγονότων που την περιβάλλουν. Είναι γνωστό ότι αυτού του τύπου τα διατάγματα έλκουν την ονομασία τους από την υπόθεση Norwich Pharmacal Co v. Commissioners of Customs & Excise (1974) AC 133. H εταιρεία Norwich Pharmacal, ιδιοκτήτες πατέντας, αντελήφθησαν ότι εμπορεύματα που παραβίαζαν την εν λόγω πατέντα εισήχθησαν στη Βρετανία. Εμμεση ανάμειξη είχε το βρετανικό τελωνείο, μέσω του οποίου είχαν εκτελωνισθεί. Υπό τις συνθήκες αυτές η προαναφερόμενη εταιρεία ενήγαγε το τελωνείο ζητώντας, μεταξύ άλλων, και διάταγμα που να το υποχρεώνει στην αποκάλυψη του ονόματος του προσώπου που εκτελώνισε τα εμπορεύματα. Οι αρμόδιοι του τελωνείου παραδέχθηκαν την εισαγωγή των προϊόντων και τη γνώση ως προς την ταυτότητα των προσώπων που τα εισήξαν. Προέβαλαν όμως ότι δεν είχαν υποχρέωση να αποκαλύψουν τα ονόματα των εν λόγω προσώπων. Το Δικαστήριο, η Δικαστική Επιτροπή της Βουλής των Λόρδων, όπου τελικά ήχθη η όλη υπόθεση, ομόφωνα ανέτρεψε την προηγηθείσα απόφαση του Εφετείου και εξέδωσε σχετικό διάταγμα αποκάλυψης, προκειμένου να καταστεί δυνατός ο εντοπισμός του αδικοπραγήσαντος. Κρίθηκε ότι η αποκάλυψη ως μορφή θεραπείας εξαρτάται από το βαθμό σύνδεσης μεταξύ του Norwich Pharmacal εναγόμενου και του αδικοπραγήσαντα και όχι από την ύπαρξη βάσης αγωγής εις βάρος του υπό αναφορά εναγόμενου. Λέχθηκαν, επιπρόσθετα, τα ακόλουθα από τον Lord Reid:
«They seem to me to point to a very reasonable principle that if through no fault of his own a person gets mixed up in the tortious acts of others so as to facilitate their wrongdoing he may incur no personal liability but he comes under a duty to assist the person who has been wronged by giving him full information and disclosing the identity of the wrongdoers. I do not think that it matters whether he became so mixed up by voluntary action on his part or because it was his duty to do what he did. It may be that if this causes him expense the person seeking the information ought to reimburse him. But justice requires that he should co-operate in righting the wrong if he unwittingly facilitated its perpetration.»
Τα κυπριακά δικαστήρια υιοθέτησαν τις παραμέτρους εφαρμογής και έκδοσης των διαταγμάτων αυτής της μορφής, όπως αποτυπώθηκαν στην αγγλική νομολογία. Στην υπόθεση Avila Management Services Ltd κ.ά. v. Stepanek κ.ά. (2012) 1 ΑΑΔ 1403, γίνεται νομολογιακή ανασκόπηση των εφαρμοστέων αρχών και τονίζεται το επιβεβλημένο καθήκον ατόμου το οποίο αναμείχθηκε σε αδικοπραξίες άλλων, χωρίς κατ΄ ανάγκη να υπέχει προσωπική ευθύνη, να διευκολύνει, δίδοντας πλήρεις πληροφορίες, την επιτυχή προώθηση αξιώσεων μέσω της λήψης δικαστικών μέτρων εναντίον όλων όσοι ενέχονταν σε αδικοπραξίες. Επιβεβαιώνονται επίσης, με υιοθέτηση της σχετικής επί του ζητήματος απόφασης Mitsui & Co Ltd v. Nexen Petroleum UK Ltd (2005) EWHC 625, οι ειδικές προϋποθέσεις οι οποίες και θα πρέπει να συντρέχουν προς έκδοση διαταγμάτων αυτής της μορφής, με προεξάρχουσα το συμφέρον της δικαιοσύνης. Αυτές είναι:
1. Πρέπει να έχει λάβει χώραν ή κατ΄ ισχυρισμό να έχει λάβει χώραν μια αδικοπραξία από ένα τελικό αδικοπραγούντα.
2. Πρέπει να διαπιστώνεται ανάγκη για την έκδοση διατάγματος ώστε να είναι δυνατή η έγερση αγωγής εναντίον του τελικού αδικοπραγούντος και,
3. Το πρόσωπο εναντίον του οποίου επιδιώκεται η έκδοση πρέπει: (α) να έχει αναμειχθεί κατά τρόπο που να έχει διευκολύνει την αδικοπραξία και (β) να είναι σε θέση ή πιθανό να είναι σε θέση να παράσχει τις αναγκαίες πληροφορίες που θα καταστήσουν δυνατή την έγερση αγωγής εναντίον του τελικού αδικοπραγούντος.
Η δυνατότητα έκδοσης διατάγματος και αυτής της μορφής τελεί πάντοτε υπό την αίρεση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου. Τελικό ζητούμενο δεν θα πρέπει να είναι η ευκολία ή η επιθυμία λήψης των πληροφοριών, αλλά η αναγκαιότητα του όλου εγχειρήματος. Με αυτά ως δεδομένα, αίτημα για αποκάλυψη δεν είναι ορθό να ικανοποιηθεί εάν οι αξιούμενες πληροφορίες μπορούν να ληφθούν με κάποιο άλλο διαθέσιμο τρόπο ή εάν το Δικαστήριο δεν πεισθεί περί της πραγματικής πρόθεσης έγερσης αγωγής εναντίον του αδικοπραγήσαντος.
Είναι ιδιαίτερα σημαντικό να τονισθεί ότι η ευρεία διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου προς έκδοση διαταγμάτων αποκάλυψης δεν μπορεί να περιορισθεί με την επιβολή άκαμπτων κανόνων. Κύριο οδηγό στην άσκηση της διακριτικής δυνατότητας του Δικαστηρίου συνιστούν σε κάθε περίπτωση τα ευρύτερα συμφέροντα της δικαιοσύνης και το γενικότερο δημόσιο συμφέρον. Περαιτέρω, η ισοζυγία αλληλοσυγκρουόμενων δικαιωμάτων είναι επιβεβλημένη και προς την κατεύθυνση αυτή η εφαρμογή της αρχής της αναλογικότητας συνιστά χρήσιμο οδηγό στην πορεία άσκησης της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου.
Είναι χρήσιμο να υπομνήσουμε την εξελικτική πορεία και την αέναη διάπλαση των διαταγμάτων αποκάλυψης, αλλά και όλων των μορφών των θεραπειών που εδράζονται στο δίκαιο της επιείκειας, ως απότοκο της ραγδαίας εξέλιξης και της συνεχώς μεταβαλλόμενης πολυπλοκότητας των συναλλαγών, αλλά και της συνακόλουθης δυσκολίας ανίχνευσης του δαιδαλώδους πλέον πλέγματος διάπραξης και συγκάλυψης διαφόρων μορφών αδικοπραξιών. Εδώ ακριβώς υπεισέρχεται και η ανάγκη για ανάλογη προσαρμογή της άσκησης των εξουσιών των Δικαστηρίων προκειμένου να αντιμετωπίσουν τις ραγδαία εξελισσόμενες αυτές καταστάσεις και να θωρακίσουν το δικαίωμα αποτελεσματικής προσφυγής στη δικαιοσύνη προς υπεράσπιση των συμφερόντων του κάθε διαδίκου.
Με γνώμονα τις πιο πάνω αρχές προσεγγίσαμε την ενώπιόν μας υπόθεση, τα δεδομένα της οποίας καταγράφηκαν με επιμέλεια και επαρκή λεπτομέρεια στην απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Αφορά περίπτωση κατά την οποία εντοπίζονται περίπλοκες οικονομικές συναλλαγές με την παρεμβολή εξειδικευμένων προγραμμάτων ηλεκτρονικών υπολογιστών, τη χρήση λογισμικών προς διαπραγμάτευση συναλλάγματος και την αποθήκευση δεδομένων και πληροφοριών σε διακομιστές (servers).
Μελετήσαμε προσεκτικά τους ενώπιόν μας λόγους έφεσης. Εις βάθος εξέταση των δεδομένων της υπό αναθεώρηση υπόθεσης, οδηγεί στο ασφαλές συμπέρασμα ότι συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις έκδοσης των επίδικων διαταγμάτων, ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο άσκησε ορθά και δίκαια τη διακριτική του ευχέρεια και δεν παρέχονται περιθώρια επέμβασής μας. Το πολύπλοκο των εμπορικών συναλλαγών και η δυσκολία ανίχνευσης των δοσοληψιών για τις οποίες καταλογίζεται αδικοπραξία εις βάρος τρίτων προσώπων, καθιστούσε επιβεβλημένη την αναζήτηση διατάγματος Norwich Pharmacal ως αναγκαίου, βοηθητικού, μέσου για τον εντοπισμό των απαραίτητων πληροφοριών, τόσο ως προς την ταυτότητα των αδικοπραγούντων, όσο και, ιδίως, ως προς τη λήψη στοιχείων και της απαραίτητης μαρτυρίας προς υποστύλωση ενδεχόμενης έγερσης αγωγής.
Δεν χωρεί βάσιμη αμφισβήτηση ότι στα πλαίσια της διαδικασίας αναζήτησης διαταγμάτων αποκάλυψης προσφέρθηκε επαρκές μαρτυρικό υλικό προς την κατάδειξη ύπαρξης συνομωσίας για καταδολίευση εις βάρος του Εφεσίβλητου, ο οποίος ξεκάθαρα παρουσιάζεται ως θύμα εξαπάτησης που οδήγησε σε τεράστια οικονομική απώλεια. Διαφαίνεται επίσης ως γνήσια η προσπάθεια αναζήτησης δικαστικής θεραπείας προς αποκατάσταση της προκληθείσας βλάβης. Υπό τις συνθήκες αυτές, προβάλλει πλέον ως αδήριτη ανάγκη η απαραίτητη αποκρυστάλλωση του όλου φάσματος των γεγονότων, προκειμένου να ταυτοποιηθούν όλα τα πρόσωπα τα οποία εμπλέκονται στις δόλιες ενέργειες που επικαλείται ο Εφεσίβλητος, αλλά και για να ξεκαθαρίσει το όλο πλέγμα των γεγονότων που περιβάλλουν τις έκνομες ενέργειες που οδήγησαν στην οικονομική καταστροφή του.
Οι αιτιάσεις των Εφεσειόντων προς ακύρωση της πρωτόδικης κρίσης, οι οποίες και περιστρέφονται γύρω από τη βασική τους θέση περί αδυναμίας τους να δώσουν οποιεσδήποτε πληροφορίες και περί της δυνατότητας του Εφεσίβλητου για ανεύρεση πληροφοριών μέσω άλλων πηγών, δεν έχουν περιθώρια επιτυχίας.
Εισηγούνται σχετικά οι Εφεσείοντες ότι δεν κατέχουν, ούτε μπορούν να λάβουν τις πληροφορίες τις οποίες επιδιώκει ο Εφεσίβλητος. Θέτουν εν προκειμένω, ότι οι ίδιοι δεν έχουν και δεν μπορούν να έχουν πρόσβαση στις πληροφορίες αυτές, αφού πρόσβαση στο διακομιστή, όπου αποθηκεύονται τα δεδομένα, έχουν μόνο τα πρόσωπα, στα οποία και ανήκει ο διακομιστής και στα οποία παρέχεται η υπηρεσία, μέσω της χρήσης μυστικού κώδικα (password) ο οποίος επιλέγεται από τα εν λόγω πρόσωπα και δεν δίδεται σε κανένα άλλο. Κατά προέκταση, οι Εφεσείοντες, ως ισχυρίζονται δεν μπορούν να ελέγξουν ή να παρακολουθήσουν οποιεσδήποτε ενέργειες ή συναλλαγές διεξάγονται μέσω της πλατφόρμας από τα πρόσωπα στα οποία ανήκει (τους μεσάζοντες) ή τους τελικούς χρήστες. Με απλά λόγια, παρέχουν μεν το λογισμικό, αλλά, τεχνικά, δεν έχουν τη δυνατότητα πρόσβασης στις πληροφορίες που προκύπτουν από τη χρήση του.
Στην υπό κρίση περίπτωση δεν αμφισβητείται η ανάμειξη των Εφεσειόντων, η σχέση τους δηλαδή με τους κατ΄ ισχυρισμό αδικοπραγήσαντες. Εχει προβληθεί πρωτοδίκως ότι η σχέση αυτή συνίσταται στην παροχή άδειας χρήσης του λογισμικού τους έναντι αντιπαροχής. Ως τέθηκε, οι διακομιστές, στους οποίους φιλοξενούνται και αποθηκεύονται οι πληροφορίες, ανήκουν και είναι ιδιοκτησία των Εφεσειόντων.
Όπως έχουμε ήδη τονίσει, απώτερος σκοπός της έκδοσης διαταγμάτων αποκάλυψης αυτής της μορφής, δεδομένου ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις, είναι η εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος και η απρόσκοπτη και ορθή απονομή της δικαιοσύνης. Υπό το πρίσμα των γεγονότων της ενώπιόν μας υπόθεσης, δεν εντοπίζεται δυνατότητα αναζήτησης πληροφοριών μέσω άλλων πηγών. Περαιτέρω, η δεδομένη ανάμειξη των Εφεσειόντων και η φύση της παρεμβολής τους στα ουσιώδη γεγονότα, αφήνουν ανοικτό το περιθώριο της πιθανότητας να είναι σε θέση να παράσχουν τις αναγκαίες πληροφορίες που θα καταστήσουν δυνατή την έγερση αγωγής εναντίον του τελικού αδικοπραγούντος.
Εν τέλει, το όλο ζήτημα είναι εξειδικευμένης, τεχνικής, υφής και συναρτάται με το κατά πόσο είναι επιτρεπτή, τεχνολογικά, η πρόσβαση στις αιτούμενες πληροφορίες. Εδώ ακριβώς υπεισέρχεται και το αναγκαίο της αέναης διάπλασης των διαταγμάτων αποκάλυψης. Σε ένα συνεχώς μεταβαλλόμενο πεδίο τεχνολογικής προόδου, επιβάλλεται και η ανάλογη προσαρμογή στο πεδίο του δικαίου. Η χρήση ηλεκτρονικών υπολογιστών, η αλματώδης ανάπτυξή τους, ο πρωταρχικός ρόλος που πλέον διαδραματίζουν σε όλο το φάσμα των οικονομικών συναλλαγών και η αποθήκευση ηλεκτρονικών δεδομένων (βλ. σχετικά Penderhill v. Κλουκινά, ΠΕ 319/2011 κα, ημερ. 13.1.2014, ECLI:CY:AD:2014:A21), επιτάσσουν συνεχή μεταβολή των διαδικασιών αποκάλυψης και συνεχή αναζήτηση νέων, συμβατών με τα υπάρχοντα δεδομένα, μεθόδων διασφάλισης των δικαιωμάτων του κάθε ενδιαφερομένου προσώπου για αποτελεσματική πρόσβαση στο Δικαστήριο προς διεκδίκηση των δικαιωμάτων του.
Με τα πιο πάνω ως δεδομένα, ήταν ορθή η προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου προς έκδοση επικουρικού διατάγματος για διορισμό ανεξάρτητου εμπειρογνώμονα ηλεκτρονικών υπολογιστών (ΙΤ expert), κοινής αποδοχής, προκειμένου να διασφαλιστεί η συμμόρφωση και υλοποίηση της αποκάλυψης βάσει των εκδοθέντων διαταγμάτων (Patel v. Unite (2012) EWHC 92 (QB)). Ηταν άλλωστε και ο μόνος τρόπος εξασφάλισης της απρόσκοπτης πορείας και της πλήρους απονομής δικαιοσύνης, δεδομένου ότι η ανάμειξη ανεξάρτητου ειδικού και οι όροι που τέθηκαν για υποχρέωση τήρησης εμπιστευτικότητας, θωράκιζαν αφενός πλήρως τα δικαιώματα του Εφεσίβλητου, εξαλείφοντας, αφετέρου, τον κίνδυνο αποκάλυψης και χρησιμοποίησης δεδομένων άλλων προσώπων, λαμβανομένου υπόψη του παρεμβατικού χαρακτήρα των εκδοθέντων διαταγμάτων.
Υπό το φως των όσων έχουν ήδη λεχθεί, το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά κρίνοντας ότι συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις και ικανοποιούνταν τα κριτήρια για έκδοση των προσβαλλομένων διαταγμάτων, δίκαια κατέληξε ως προς το ζήτημα του ισοζυγίου της ευχέρειας, υιοθετώντας πορεία η οποία ενείχε τους λιγότερους κινδύνους αδικίας, στην περίπτωση κατά την οποία ήθελε φανεί ότι η απόφασή του ήταν λανθασμένη (Bacardi & Co Ltd v. Vinco Ltd (1996) 1 ΑΑΔ 788). Το ισοζύγιο της ευχέρειας - ορθότερα των αναγκών της δικαιοσύνης ή ως πιο αρμόζουσα η φράση «balance of justice» (Francome v. Mirror Group Newspapers Ltd (1984) 1 WLR 892), δεδομένου ότι το Δικαστήριο ασχολείται με τη δικαιοσύνη και όχι με την ευχέρεια των διαδίκων - έκλινε αναμφίβολα υπέρ του Εφεσίβλητου, αφού χωρίς την έκδοση των αιτουμένων διαταγμάτων θα αποστερείτο της δυνατότητας διεκδίκησης δικαστικής θεραπείας. Επιπρόσθετα, το ενδεχόμενο και ο κίνδυνος να υφίσταντο αδικία οι Εφεσείοντες στην περίπτωση έκδοσης των διαταγμάτων, είχαν ουσιαστικά εξαλειφθεί, ως αποτέλεσμα των ασφαλιστικών δικλείδων και των όρων που τέθηκαν από το πρωτόδικο Δικαστήριο κατά την παροχή των επίδικων θεραπειών.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα εις βάρος των Εφεσειόντων, όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Κ. ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.
Α.Ρ. ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.
Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.
ΣΦ.