ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας στους οποίους κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας Δ.35
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
ECLI:CY:AD:2018:A489
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. 440/2017)
8 Νοεμβρίου, 2018
[Κ. ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ. ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ,
Γ. Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΚΑΚΟΥΡΓΙΟΔΙΚΕΙΟΥ ΛΕΜΕΣΟΥ (Τ. ΚΑΡΑΚΑΝΝΑ Π.Ε.Δ., Α. ΚΟΝΗ Α.Ε.Δ., Τ. ΚΑΤΣΙΚΙΔΗ Ε.Δ.) ΠΟΥ ΕΚΔΟΘΗΚΕ ΣΤΙΣ 30/11/17 ΣΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΥΠΟΘΕΣΗ ΥΠ΄ ΑΡΙΘΜΟ 2282/2016 ΤΟΥ ΚΑΚΟΥΡΓΙΟΔΙΚΕΙΟΥ ΛΕΜΕΣΟΥ
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΩΝ ΑΙΤΗΤΩΝ ΣΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ - ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΩΝ 1, 2 ΚΑΙ 3 ΣΤΗΝ ΠΙΟ ΠΑΝΩ ΥΠΟΘΕΣΗ ΓΙΑ ΠΑΡΑΧΩΡΗΣΗ ΑΔΕΙΑΣ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗΣ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΕΝΤΑΛΜΑ ΤΗΣ ΦΥΣΗΣ CERTIORARI KAI/H PROHIBITION
--------------------------
ΕΦΕΣΗ ΑΠΟ ΑΙΤΗΤΕΣ-ΕΦΕΣΕΙΟΝΤΕΣ ΕΦΕΣΙΒΑΛΛΟΥΝ ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΤΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΤΟΥ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΚΥΠΡΟΥ, ΤΟΥ Κ. Α. ΛΙΑΤΣΟΥ, Δ., ΗΜΕΡ. 08/12/2017, ΣΤΗΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΑΙΤΗΣΗ ΑΡ. 172/2017
--------------------------
Παύλος Αγγελίδης, για τους Εφεσείοντες.
--------------------------
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Δικαστής Π. Παναγή.
--------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΝΑΓΗ, Δ.: Οι εφεσείοντες είναι οι κατηγορούμενοι 1, 2 και 3 σε υπόθεση ενώπιον του Κακουργιοδικείου Λεμεσού όπου, μαζί με άλλους, αντιμετωπίζουν κατηγορητήριο με αριθμό κατηγοριών για αδικήματα που φέρεται να διαπράχθηκαν κατά την περίοδο 2007-2009.
Σε προκαταρκτικό στάδιο της ενώπιον του Κακουργιοδικείου διαδικασίας, οι εφεσείοντες πρόβαλαν ότι η Αστυνομία παρέλειψε να κατηγορήσει τους κατηγορούμενους γραπτώς μετά την ολοκλήρωση των αστυνομικών ανακρίσεων, κατά παράβαση των «Δικαστικών Κανόνων και/ή Διοικητικών Οδηγιων», με αποτέλεσμα να αποστερηθούν οι κατηγορούμενοι, μεταξύ των οποίων και οι εφεσείοντες, του δικαιώματος να θέσουν στις ανακριτικές αρχές, κατά το στάδιο των ανακρίσεων, τη δική τους εκδοχή όσον αφορά τα αδικήματα που αντιμετωπίζουν. Η παράλειψη αυτή συνιστούσε, κατά τους εφεσείοντες, παραβίαση των αρχών φυσικής δικαιοσύνης και του δικαιώματος για δίκαιη δίκη, που διασφαλίζεται από το Άρθρο 30 του Συντάγματος και το Άρθρο 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), και επέφερε ακυρότητα σε όλη τη διαδικασία.
Η εισήγηση δεν βρήκε σύμφωνο το Κακουργιοδικείο το οποίο έκρινε ότι η παράλειψη της Αστυνομίας δεν οδηγούσε αυτόματα στο συμπέρασμα ότι οι κατηγορούμενοι δεν είχαν την ευκαιρία να παραδεχθούν τις κατηγορίες ή να παρουσιάσουν την εκδοχή τους, ως ήταν η εισήγηση της Υπεράσπισης. Το ερώτημα δε, κατά πόσο η δίκη είναι δίκαιη ή όχι, δεν πρέπει να αποφασίζεται κατά τρόπο αφηρημένο, αλλά πρέπει να εξετάζεται υπό το φως των ειδικών περιστάσεων της κάθε υπόθεσης και να αποτιμηθεί στο πλαίσιο του συνόλου της δίκης, γιατί μόνο στο πλαίσιο αυτό μπορεί να διαπιστωθεί κατά πόσο η δίκη υπήρξε δίκαιη ή όχι. Εν προκειμένω, στο στάδιο εκείνο της διαδικασίας δεν μπορούσε να εξαχθεί το συμπέρασμα από τα στοιχεία που είχαν τεθεί ενώπιον του Κακουργιοδικείου, ότι οι κατηγορούμενοι επηρεάσθηκαν δυσμενώς από την παράλειψη της Αστυνομίας να τους κατηγορήσει γραπτώς.
Μη ικανοποιηθέντες με την απόφαση του Κακουργιοδικείου, οι εφεσείοντες υπέβαλαν αίτηση στο Ανώτατο Δικαστήριο για άδεια προς καταχώρηση αίτησης δια κλήσεως για την έκδοση προνομιακών ενταλμάτων «certiorari και/ή prohibition». Επιδίωξη τους ήταν, αφενός η ακύρωση της παραπάνω απόφασης του Κακουργιοδικείου και αφετέρου η επιβολή απαγόρευσης στο Κακουργιοδικείο να εκδικάσει την υπόθεση μέχρι την τελική εκδίκαση της αίτησης και η αναστολή της περαιτέρω διαδικασίας ενώπιον του.
Ο αδελφός μας Δικαστής ο οποίος επιλήφθηκε της αίτησης έκρινε ότι δεν είχαν ικανοποιηθεί οι προϋποθέσεις για έκδοση προνομιακού εντάλματος αφού, κατ' αρχάς, δεν τεκμηριώθηκε εκ πρώτης όψεως συζητήσιμη υπόθεση. Αυτό, γιατί δεν εντοπιζόταν οτιδήποτε το μεμπτό στην προσέγγιση του Κακουργιοδικείου το οποίο επέτρεπε την επίκληση της προνομιακής εξουσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Έκρινε, περαιτέρω, ότι οι εφεσείοντες είχαν στη διάθεση τους το ένδικο μέσο της έφεσης, ενώ δεν είχαν καταδειχθεί εξαιρετικές περιστάσεις ώστε να δικαιολογείται η παράκαμψη του κανόνα σύμφωνα με τον οποίο δεν παρέχεται άδεια για καταχώρηση αίτησης όπου υπάρχει εναλλακτικό ένδικο μέσο ή άλλη θεραπεία.
Η απόφαση αυτή προσβάλλεται με ένα και μοναδικό λόγο έφεσης τον οποίο μεταφέρουμε αυτολεξεί: «Το Ανώτατο Δικαστήριο σε πρωτόδικο στάδιο λανθασμένα αποφάσισε ότι η παράλειψη του ανακριτού των Αιτητών να τους ρωτήσει εάν παραδέχονται τα αδικήματα ή όχι είναι λανθασμένη διότι: [ακολουθεί η αιτιολογία]».
Υποστηρίζεται με το περίγραμμα αγόρευσης των εφεσειόντων ότι το Κακουργιοδικείο και το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αντιλήφθηκαν πως η παράλειψη της Αστυνομίας να κατηγορήσει τους κατηγορούμενους πριν την καταχώρηση του κατηγορητηρίου στο Δικαστήριο συνιστά στέρηση του δικαιώματος ακροάσεως κατά το στάδιο των ανακρίσεων και από μόνο του επιφέρει ακυρότητα σε όλη τη δικαστική διαδικασία. Το δικαίωμα για δίκαιη δίκη επεκτείνεται και στο στάδιο των ανακρίσεων και σοβαρές παραλείψεις των ανακριτικών αρχών οδηγούν σε απαλλαγή ενός κατηγορούμενου ως μέτρο ορθής απονομής της δικαιοσύνης. Εν προκειμένω, το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέλειψε να σημειώσει ότι το δικαίωμα ακρόασης, κατά το ανακριτικό στάδιο, είναι θεμελιώδες δικαίωμα και δεν μπορεί να γίνει αποστέρησης του με οποιαδήποτε δικαιολογία ή αναβολή του και παραπομπή του στο στάδιο της ακρόασης της κυρίως υπόθεσης.
Προσεκτική ανάγνωση της πρωτόδικης απόφασης αποκαλύπτει πως το παράπονο, όπως διατυπώνεται με το λόγο έφεσης, δεν συσχετίζεται με τα πρωτοδίκως αποφασισθέντα. Ό,τι απασχόλησε το πρωτόδικο Δικαστήριο στην εκκαλούμενη απόφαση του αφορούσε στην προσέγγιση και κατάληξη του Κακουργιοδικείου, την οποία συνοψίζει ως ακολούθως:
«Ήταν η κρίση του Κακουργιοδικείου ότι, το γεγονός ότι οι κατηγορούμενοι, μεταξύ των οποίων και οι Αιτητές στην παρούσα αίτηση δεν κατηγορήθηκαν γραπτώς μετά την ολοκλήρωση των ανακρίσεων, δεν οδηγούσε αυτόματα στο συμπέρασμα ότι δεν είχαν την ευκαιρία να παραδεχτούν τις κατηγορίες ή να παρουσιάσουν την εκδοχή τους, ως ήταν η εισήγηση της υπεράσπισης. Καταλήγοντας, το Κακουργιοδικείο, έθεσε ότι, το ερώτημα κατά πόσο η δίκη είναι δίκαιη ή όχι, δεν θα μπορούσε και δεν θα έπρεπε να αποφασιστεί κατά τρόπο αφηρημένο, αλλά θα έπρεπε να αντικρισθεί υπό το φως των ειδικών περιστάσεων της υπόθεσης και στα πλαίσια της όλης ακροαματικής διαδικασίας, αφού δηλαδή, θα είχε την ευκαιρία να ακούσει όλο το σχετικό με το ζήτημα μαρτυρικό υλικό.»
Κατέληξε, για το ζήτημα, το πρωτόδικο Δικαστήριο, ότι δεν εντοπιζόταν οτιδήποτε μεμπτό στην προσέγγιση αυτή, το οποίο να επιτρέπει την επίκληση της προνομιακής εξουσίας του προς έκδοση του ζητούμενου εντάλματος, ενώ θεώρησε, επίσης, πως οι εφεσείοντες είχαν στη διάθεση τους άλλο ένδικο μέσο, ως έχει ήδη αναφερθεί.
Θα πρέπει εδώ να επισημανθεί επίσης, ότι το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου πως υπάρχει στη διάθεση των εφεσειόντων το εναλλακτικό ένδικο μέσο της έφεσης, με αποτέλεσμα να μη δικαιολογείται η παραχώρηση άδειας, ακόμη και στην περίπτωση που καταδεικνυόταν συζητήσιμη υπόθεση, δεν προσβάλλεται με αυτοτελή λόγο έφεσης, και παραμένει αλώβητο και δεσμευτικό για τους εφεσείοντες. Διαπίστωση που είναι αρκετή από μόνη της να σφραγίσει την τύχη της έφεσης. Η προβολή στην αιτιολογία που υποστηρίζει το λόγο έφεσης, ότι είναι εσφαλμένη η θεώρηση του Δικαστηρίου «ότι οποιαδήποτε αδικία ή λάθος ηδύνατο να θεραπευτεί στα πλαίσια εφέσεως», για τους λόγους που παρατίθενται, δεν δικαιολογεί την εξέτασή του. Όπως υπέδειξε το Εφετείο στην πρόσφατη απόφαση του Ταμείου Προνοίας Πιλότων και Ιπταμένων Μηχανικών των Κυπριακών Αερογραμμών ν. Suphire Holdings Public Ltd κ.ά., Πολιτική Έφεση Αρ. 280/2012, ημερ. 22.12.2017, ECLI:CY:AD:2017:A479, επαναλαμβάνοντας τις επί του θέματος νομολογιακές αρχές με παραπομπή στις υποθέσεις Προκοπίου ν. Ryan κ.α. (2012) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1982 και Μιχαηλίδου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 ΑΑΔ 112:
«Είναι νομολογημένο ότι η Ειδοποίηση προσδιορίζει τις παραμέτρους της έφεσης εφόσον με αυτή καθορίζονται οι λόγοι πάνω στους οποίους βασίζεται (βλ. Προκοπίου ανωτέρω, η οποία παραπέμπει και σε προγενέστερη νομολογία επί του θέματος). Περαιτέρω έχει αποκρυσταλλωθεί από τη νομολογία στην οποία παρέπεμψαν οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των εφεσιβλήτων - αλλά και από άλλη - ότι η Ειδοποίηση προσδιορίζει τα επίδικα θέματα της έφεσης και ο προσδιορισμός τους διέπεται από τη Δ.35 θ.4[1] των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών, ο δε λόγος της έφεσης συντίθεται πρώτο από τον προσδιορισμό του λάθους και δεύτερο από τους λόγους που στοιχειοθετούν το σφάλμα. Όπως συναφώς τονίστηκε στη Μιχαηλίδου (ανωτέρω), χωρίς το ένα ή το άλλο σκέλος, ο λόγος έφεσης είναι ατελής και κατά συνέπεια υπόκειται σε απόρριψη εφόσον δεν μπορεί να εξεταστεί.»
Για τους πιο πάνω λόγους η έφεση δεν μπορεί να έχει επιτυχή κατάληξη και απορρίπτεται.
Κ. ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.
Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ.
Δ. ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.
Γ. Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.
Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.
/ΣΓεωργίου