ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Ναθαναήλ, Στέλιος Σταύρου Σταματίου, Κατερίνα Στυλιανίδου-Πούγιουρου, Αντρούλα κ. Φώτος Τσαγγαρίδης, Για τον Εφεσείοντα CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2018-11-13 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΑΒΑΡΑΤΖΗΣ ν. MELNYK κ.α., ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 371/2012, 13/11/2018 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2018:A495

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

                                                ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 371/2012

 

[ΣΤ. ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Κ. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Α. ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

13 Νοεμβρίου, 2018

 

XXXXX ΑΒΑΡΑΤΖΗΣ

                                                                                             Εφεσείοντα - Ενάγοντα

 

ΚΑΙ

1.    XXXXX XXXXX MELNYK

2.    XXXXX PAVLOVA

3.    EMERALD F.I.T.C. LTD

4.    EMERALD F.I.T.C. (CYPRUS) LTD

5.    EMERALD NOMINEES LTD

6.    EMERALD NOMINEE SERVICES LTD

7.    EMERALD SECRETARIAL LTD

8.    LEVEMAR CONSULTING LTD

9.    LEVEMAR NOMINEES LTD

10.    LENEMAR SHAREHOLDERS LTD

11.      LEVEMAR DIRECTORS LTD

12.      LEVEMAR SECRETARIAL LTD

13.     KOUMNITSA LTD

                                                                             Εφεσίβλητοι - Εναγόμενοι

******************

 

κ. Φώτος Τσαγγαρίδης, Για τον Εφεσείοντα

κ. Μενέλαος Κυπριανού, Για τους Εφεσίβλητους

 

****************

ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα  δώσει η Α. Πούγιουρου, Δ.

 

Α  Π  Ο  Φ  Α  Σ  Η

 

ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ:   Τα γεγονότα της υπό κρίση υπόθεσης παραπέμπουν σε αξιώσεις που προκύπτουν από συμφωνία εμπιστεύματος και/ή συνεργασίας και/ή συνεταιρισμού μεταξύ των διαδίκων.  Ο εφεσείων - ενάγων, δικηγόρος, το 2005 συμφώνησε προφορικά με τις εφεσίβλητες 1 και 2 - εναγόμενες 1 και 2, όπως συνεργαστούν επί συνεταιρικής βάσης και να παρέχουν υπηρεσίες σε πελάτες τους μέσω ομίλου εταιρειών που θα δημιουργείτο και που θα περιλάμβανε τις Κυπριακές εταιρείες (εφεσίβλητες  3 μέχρι 13 - εναγόμενες  3 μέχρι 13) καθώς  και νέες αδελφικές εταιρείες εγγεγραμμένες σε άλλες χώρες.

 

 Oι μεν εφεσίβλητες 3 μέχρι 7 θα ήταν θυγατρικές εταιρείες  της Emerald Holdings Ltd, οι  8 μέχρι 12 της Levemar Holdings Ltd,  ενώ η 13 της Jasper Holdings Ltd, όλες θυγατρικές της Emerald Group Holdings Ltd, εγγεγραμμένης στα νησιά Cayman, της οποίας μοναδικός μέτοχος είναι η εφεσίβλητη 1. 

 

Δεδομένου ότι κάποιες από τις υφιστάμενες εταιρείες ανήκαν στην εφεσίβλητη 1 και όφειλαν διάφορα ποσά και είχαν εκκρεμότητες, συμφωνήθηκε όπως η εφεσίβλητη 1  εξακολουθήσει να παραμένει η μοναδική εγγεγραμμένη ιδιοκτήτρια της μητρικής εταιρείας  και/ή των άλλων εταιρειών και να έχει τον έλεγχο των υπόλοιπων εταιρειών είτε προσωπικά είτε μέσω άλλων ελεγχόμενων της εταιρειών.  Ήταν όρος της συμφωνίας όπως το 50% του μετοχικού κεφαλαίου της μητρικής εταιρείας και κατ'  επέκταση των θυγατρικών της εταιρειών, εφεσίβλητων 3 μέχρι 13, θα κατείχε η εφεσίβλητη 1, το 20% ο εφεσείων, το 20% η εφεσίβλητη 2 και το υπόλοιπο 10% θα διατίθετο σε αγαθοεργίες και άλλους κοινωφελείς σκοπούς.

 

Τα ποσοστά του εφεσείοντα και της εφεσίβλητης 2 εκ 20% ο καθένας θα κατακρατούντο από την εφεσίβλητη 1 υπό τύπο εμπιστεύματος και/ή για λογαριασμό και/ή ως αντιπρόσωπος των άλλων δύο συνεργατών. 

 

  Στα πλαίσια της συμφωνίας αυτής ο εφεσείων συνέχισε  να εργάζεται στον όμιλο εταιρειών Emerald παρέχοντας διάφορες υπηρεσίες σε πελάτες ως ένας  εκ των τριών συνεργατών και ως μέλος του διοικητικού συμβουλίου και/ή ως διευθυντής διαφόρων εταιρειών του ομίλου.  Όλες οι αποφάσεις λαμβάνοντο ομόφωνα μεταξύ των συνεταίρων και τηρούντο πρακτικά. Ένεκα της αποκλειστικής συμβολής του εφεσείοντα, οι σχέσεις του ομίλου εταιρειών Emerald  με τους υφιστάμενους πελάτες βελτιώθηκαν, το πελατολόγιο και ο κύκλος εργασιών του ομίλου διευρύνθηκαν όπως και τα κέρδη, με αποτέλεσμα εντός δύο ετών οι εταιρείες του ομίλου που χρωστούσαν διάφορα ποσά να ξοφλήσουν τα χρέη τους, να καταστούν κερδοφόρες και να προβούν σε επενδύσεις με την αγορά καινούργιου εξοπλισμού, γραφείων και υπολογιστών.  Ακολούθησε το Νοέμβριο του 2006 η διανομή μερίσματος στους τρεις συνεργάτες στη βάση της συμφωνηθείσας αναλογίας τους στο μετοχικό κεφάλαιο των εταιρειών του ομίλου.  

 

Ακολούθησε τον Αύγουστο του 2008 η υπαναχώρηση των εφεσιβλήτων 1 και 2 από τα συμφωνηθέντα και ο τερματισμός από μέρους της εφεσίβλητης 1 των υπηρεσιών του εφεσείοντα ως εργοδοτούμενου και περαιτέρω η απομάκρυνση του από μέλος του διοικητικού συμβουλίου εταιρειών του ομίλου, χωρίς να του καταβληθεί καμιά αποζημίωση.  Οι προσπάθειες του εφεσείοντα για απόδοση λογαριασμών ή πληροφόρησης του από μέρους της εφεσίβλητης ως προς την κατάσταση των εταιρειών απέβησαν άκαρπες.  Η αντισυμβατική αυτή συμπεριφορά των εφεσίβλητων 1 και 2 και η  παράνομη κατακράτηση από πλευράς τους  του 20% των μετοχών του Ομίλου  που δικαιούτο, είχαν ως αποτέλεσμα ο εφεσείων  να υποστεί ζημιές.  

 

Μετά την πιο πάνω εξέλιξη ο εφεσείων καταχώρησε την Αγωγή Αρ. 1961/09 στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού με την οποίαν ζητούσε δήλωση ότι είναι ο πραγματικός δικαιούχος ποσοστού εκ 20% του μετοχικού κεφαλαίου των εφεσιβλήτων 3 μέχρι 13 μαζί με διατάγματα για μεταβίβαση του ποσοστού αυτού των μετοχών επ΄ ονόματι του καθώς και την απόδοση εξελεγμένων οικονομικών καταστάσεων των εταιρειών μαζί με λογαριασμούς των περιουσιακών τους στοιχείων, πλέον γενικές και ειδικές αποζημιώσεις λόγω παράβασης συμφωνίας.  Διαζευκτικά αξίωνε αποζημιώσεις ισοδύναμες του ποσοστού του 20% της καθαρής αξίας του μετοχικού κεφαλαίου των εταιρειών κατά το χρόνο διάρρηξης της συμφωνίας, Αύγουστο του 2008.

 

 Οι εφεσίβλητες με την Υπεράσπιση τους ήγειραν προδικαστική ένσταση ότι ο εφεσείων κωλύετο στην έγερση της  Αγωγής ενόψει της αποδοχής από μέρους του των ποσών των €9.521, 98 και €6.610,07 στις 3/9/08,  προς πλήρη διευθέτηση των διαφορών τους στη βάση της συμφωνίας εργοδότησης και/ή οποιασδήποτε άλλης επαγγελματικής σχέσης.  Παρουσίασαν δε τη δική τους εκδοχή σ' όσον αφορά την επαγγελματική τους σχέση με τον εφεσείοντα ότι δηλ. ο εφεσείων εργοδοτήθηκε κατ' αρχάς από την εφεσίβλητη 3 το 2004. Το  Σεπτέμβριο του 2005 ήγειρε θέμα συνέχισης της εργοδότησης του σε διαφορετική όμως βάση, αυτή του συνέταιρου με ποσοστό   20% του μετοχικού κεφαλαίου της εφεσίβλητης 3.   Η εφεσίβλητη 1, συμφώνησε σε μια μελλοντική συνεργασία τύπου συνεταιρισμού υπό την προϋπόθεση  όμως εκπλήρωσης αριθμού στόχων από πλευράς εφεσείοντα που αφορούσαν την εφεσίβλητη 3, που δεν επιτεύχθηκαν τελικά.  Ακολούθησε στη συνέχεια κατά τις 5/8/2008 ο  τερματισμός των υπηρεσιών του, λόγω της κατ' ισχυρισμό  μεμπτής συμπεριφοράς και του τρόπου εργασίας του που στρέφοντο εναντίον των συμφερόντων των εφεσίβλητων 1 και 3.  

 

Ο εφεσείων προς υποστήριξη της υπόθεσης του πρωτόδικα έδωσε ο ίδιος μαρτυρία και κάλεσε άλλους δύο μάρτυρες τον XXXXX Νικολάου (ΜΕ2) και την XXXXX Achmizova (ΜΕ3) και οι δύο πρώην εργοδοτούμενοι του ομίλου εταιρειών Emerald της εφεσίβλητης 1.  Από πλευράς υπεράσπισης κατέθεσε η εφεσίβλητη 1 και δεν κάλεσε μάρτυρες. 

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο εκδίδοντας την απόφαση του ασχολήθηκε κατ' αρχάς με την προδικαστική ένσταση ως προς την ύπαρξη κωλύματος από πλευράς εφεσείοντα προώθησης των αξιώσεων του, ενόψει αποδοχής των ποσών €9.521,98 και €6.610,07 προς πλήρη διευθέτηση όλων των θεμάτων που άπτοντο της σχέσης εργοδότησης του.  Με αναφορά σε νομολογία έκρινε ότι δεν ετίθετο στην παρούσα περίπτωση θέμα δημιουργίας κωλύματος, όπως στην υπόθεση Κάρμιος ν. Γενικού Εισαγγελέα της Αγγλίας κ.ά. (2006) 1 (Β) ΑΑΔ 768, εφόσον εδώ  η είσπραξη από πλευράς εφεσείοντα  των πιο πάνω  ποσών έγινε χωρίς οποιαδήποτε δήλωση περί διευθέτησης όλων των διαφορών μεταξύ τους  αλλά και γιατί το αγώγιμο δικαίωμα του εφεσείοντα στηρίζετο σε εντελώς διαφορετικά γεγονότα και συμφωνίες από της πιο  πάνω υπόθεσης.  Εξέτασε στη συνέχεια και την άλλη εισήγηση της υπεράσπισης για απόρριψη της Αγωγής λόγω  παράλειψης συνένωσης όλων των αναγκαίων διαδίκων στην Αγωγή αλλά έκρινε ότι  δεν μπορούσε να εξεταστεί λόγω μη δικογράφησης της, γι' αυτό και   προχώρησε στην εξέταση κατά πόσο είχε αποδειχθεί η δημιουργία εμπιστεύματος στη βάση της προσκομισθείσας μαρτυρίας.  Έκρινε τους πρωταγωνιστές της δίκης, δηλαδή τον εφεσείοντα και την εφεσίβλητη 1, ότι δεν είπαν όλη την αλήθεια στο Δικαστήριο, ιδιαίτερα η εφεσίβλητη 1, αλλά απέκρυψαν γεγονότα και ερμήνευσαν έγγραφα και ενέργειες κατά τρόπο που πίστευαν ότι εξυπηρετούσε τη δική τους εκδοχή.  Απέρριψε τον ισχυρισμό του εφεσείοντα ότι το Μάρτιο του 2005 σε συνάντηση στη Μόσχα η εφεσίβλητη 1 τον κατέστησε συνέταιρο με ποσοστό 20% χωρίς οποιοδήποτε αντάλλαγμα ή ότι καταρτίστηκε οποιαδήποτε συμφωνία συνεταιρισμού.

 

  Κατέληξε δε στα εξής ευρήματα:

 

«1.  Η εναγομένη 1 ήταν ιδρυτής και ιδιοκτήτης της εναγομένης 3 και άλλων εταιρειών που αποτελούσαν ομάδα εταιρειών με το όνομα Emerald και διατηρούσε γραφεία στην Κύπρο και στη Ρωσία (κυρίως στη Μόσχα).  Εξακολουθεί να είναι ιδιοκτήτρια των εναγομένων εταιρειών 3 μέχρι 13 οι οποίες λειτουργούν ως παροχείς υπηρεσιών σε άλλες εταιρείες πελάτες.

 

2.  Ο ενάγων εργοδοτήθηκε αφού συζήτησε με την εναγόμενη 1, τον Αύγουστο του 2004 και ξεκίνησε εργαζόμενος το Σεπτέμβρη του ιδίου έτους, στα γραφεία της εναγομένης 3. 

 

3.  Το Μάρτιο του 2005 σε συζήτηση με την εναγόμενη 1 αναφορικά με την πιθανή συμμετοχή του στις εταιρείες του ομίλου Emerald  η τελευταία αποδέχθηκε μελλοντική συμμετοχή προσφέροντας στον ενάγοντα ποσοστό 20% με τους όρους που η εναγόμενη ανέφερε στην κυρίως εξέταση και που καταγράφονται σε άλλο μέρος της απόφασης.  Η συμμετοχή θα γινόταν σε εταιρείες υφιστάμενες και σε άλλες που θα εγγράφοντο.  Αυτό ήταν το δέλεαρ που η εναγόμενη 1, έξυπνα, πρόσφερε στον ενάγοντα.  Όπως δε η ίδια κατέθεσε αντεξεταζόμενη «Λόγω του χρόνου μου, λόγω του ότι σπαταλούσα χρόνο στα ταξίδια θα ένιωθα πιο άνετα να είχα κάποιον εδώ ο οποίος θα ενδιαφέρετο για να αναπτύξει την εταιρεία με την προοπτική, με το όραμα μου και τους κανόνες ηθικής στην εργασία και να δώσω ένα κίνητρο για να το κάνει αυτό.»

 

4.  Ο ενάγων εργάσθηκε και προσέφερε τις υπηρεσίες του, αναπτύσσοντας ικανή δραστηριότητα μέχρι και τον Αύγουστο του 2008.  Κατά την περίοδο της εργοδότησής του ο αριθμός των πελατών των εναγομένων ανήλθε από 50 σε περίπου 209.  Κατά τη διάρκεια της εργοδότησής του αγοράστηκε καινούριος εξοπλισμός και γραφεία.  Στο νομικό τμήμα όταν προσλήφθηκε ο ενάγων υπηρετούσε η ΜΕ3 και ο ίδιος ενώ όταν αποχώρησε απασχολείτο ακόμα ένας νεαρότερος υπάλληλος και όχι άλλοι δύο νομικοί όπως ανέφερε ο ενάγων.  Συνεργαζόταν όμως με άλλο εξωτερικό δικηγόρο.

 

5.  Κατά τη διάρκεια της συνεργασίας τους αρχές του 2008 (Τεκμήρια 30 και 34) έγινε μια διανομή ποσού €157.500 σε ποσοστό 60% στην εναγόμενη 1 και από 20% στους ενάγοντα και εναγόμενη 2.

 

6.  Το Μάρτιο του 2008 ο ενάγων επισκέφθηκε με πελάτη του τα κατεχόμενα.  Η ενέργεια αυτή δεν είχε την έγκριση της εναγόμενης 1, ούτε και ήταν εις γνώση της.

Τον ίδιο χρόνο ο ενάγων συμβούλευσε πελάτη του να υπογράψει έγγραφα χωρίς να τα μελετήσει τα οποία εάν ο πελάτης υπόγραφε θα τον έφερναν αντιμέτωπο σε κίνδυνο υποχρέωσης πληρωμής ποσού 2.000,000 δολ. ΗΠΑ.  Ο ενάγων δέχθηκε ότι σ' αυτήν την περίπτωση τα θαλάσσωσε. 

Εν αγνοία και πάλι της εναγομένης 1 ο ενάγων διεξήγαγε συνομιλίες με ναυτιλιακή εταιρεία για πιθανότητα μελλοντικής συνεργασίας τους, την οποία όμως απέρριψε η εναγόμενη 1. 

 

7.  Οι υπηρεσίες του ενάγοντα τερματίσθηκαν με επιστολή της εναγόμενης 1 και εναγόμενης 3 (τεκμήριο 51).»

 

 

 

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε στη συνέχεια ότι το ερώτημα που καλείτο να απαντήσει ήταν κατά πόσο τα πιο πάνω ευρήματα αποκαλύπτουν τη δημιουργία έγκυρου εμπιστεύματος σύμφωνα με τη νομολογία (Τσαγγάρη ν. Γαβριηλίδη (2003) 1 ΑΑΔ 472, Γρηγορίου κ.ά. ν. Χριστοφόρου κ.ά. (1995) 1 ΑΑΔ 248  και άλλη Αγγλική νομολογία) ή το καταρτισμό συμφωνίας συνεταιρισμού.

 

΄Ηταν η διαπίστωση του ότι απουσίαζε η αναγκαία σαφήνεια από τη συμφωνία του 2005 που ήταν η βάση της Αγωγής,  εφόσον διέπετο από αοριστία, ασάφεια, γενικότητα και παρέπεμπε στο μέλλον τόσο για τις εταιρείες στις οποίες θα συμμετείχε ο εφεσείων όσο και για τα ποσοστά των συνεταίρων.   Η διαπίστωση του αυτή έκρινε ότι ήταν καταλυτική για την τύχη της Αγωγής, εξού και την απέρριψε με έξοδα υπέρ των εφεσίβλητων. 

 

Την ορθότητα της πιο πάνω απόφασης ο εφεσείων αμφισβητεί με την υπό κρίση έφεση προβάλλοντας τρεις λόγους έφεσης.  Με το λόγο έφεσης 1 προσβάλλεται ως λανθασμένη η διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η συμφωνία του 2005 χαρακτηρίζεται από ασάφεια και αοριστία.  Υποστήριξε ότι τόσο η μαρτυρία του εφεσείοντα όσο και οι παραδοχές των εφεσίβλητων στην Υπεράσπιση τους φανερώνουν ξεκάθαρα  ότι η βάση της Αγωγής αναφέρετο σε συμφωνία συνεργασίας και/ή συνεταιρισμού με τις εφεσίβλητες 1 και 2 δυνάμει της οποίας ο εφεσείων θα συμμετείχε με ποσοστό 20% στο μετοχικό κεφάλαιο των εφεσιβλήτων  3 μέχρι 13 εταιρειών  και  της μητρικής εταιρείας που θα δημιουργείτο, όπως αναφέρεται λεπτομερώς στο Τεκμήριο 26.

 

Εξετάσαμε με προσοχή την εισήγηση σε συνάρτηση με τα πρακτικά της πρωτόδικης διαδικασίας και τις δικογραφημένες θέσεις των διαδίκων.  Με όλο το σεβασμό προς το πρωτόδικο Δικαστήριο η διαπίστωση του ότι δεν είχε αποδειχθεί ο καταρτισμός έγκυρης συμφωνίας συνεργασίας μεταξύ του εφεσείοντα και της εφεσίβλητης 1 για τους λόγους που αναφέρει,  δεν μας βρίσκει σύμφωνους.

 

Το άρθρο 29 του περί Συμβάσεων Νόμου ΚΕΦ. 149 προνοεί ότι «Συμφωνίες των οποίων το νόημα δεν είναι σαφές ή δεν δύναται να καταστεί σαφές, είναι άκυρες». 

 

Ο βέβαιος καθορισμός των ουσιωδών όρων της συμφωνίας αποτελεί προϋπόθεση για την εγκυρότητα της.  Το βασικό κριτήριο είναι κατά πόσο τρίτος ο οποίος ειλικρινά αναζητεί να προσδιορίσει το περιεχόμενο της συμφωνίας είναι σε θέση να το πράξει.  Οι ουσιώδεις όροι μιας συγκεκριμένης συμφωνίας εξαρτώνται από το αντικείμενο και το περιεχόμενο της. (βλ. Φοινιώτης ν. Greenmar Nav. κ.ά. (1990) 1 Α.Α.Δ. 686 και Saab and Another v. Holy Monastery of Ay. Neophytos (1982) 1 C.L.R. 499).

 

Στην υπόθεση May and Butcher v. R. (1934) 2 KB 17  κρίθηκε από το Δικαστήριο ότι συμφωνία  που προνοούσε ότι «η τιμή και η ημερομηνία καταβολής του τιμήματος» θα καθορίζοντο από καιρού εις καιρόν δεν ήταν δεσμευτική γιατί ορισμένα βασικά θέματα δεν είχαν καθοριστεί.  Στην περίπτωση που η κατ' ισχυρισμόν σύμβαση είναι ασαφής ή ατελής ή σαφώς προνοεί τη λήψη περαιτέρω διεργασιών για να ολοκληρωθεί η συνομολόγηση της, τότε δεν υπάρχει δεσμευτική νομικά σύμβαση και το Δικαστήριο θα αρνηθεί να την εφαρμόσει.  (βλMamidoil - Jet Οil Greek Petroleum Co SA v. Okta, Crude Oil Refinery AD (2001) 2 Lloyd' s Rep. 76)

 

Στην υπόθεση  Jet 2.com Ltd v. Blackpool Airport Ltd (2012) EWCA Civ. 417, αναφέρθηκε από το Δικαστήριο ότι υπάρχει σημαντική διαφορά μεταξύ ενός όρου του οποίου το περιεχόμενο είναι τόσον ασαφές κατά τρόπο που να μη δημιουργεί δεσμευτική υποχρέωση και ενός όρου που δημιουργεί μεν δεσμευτική υποχρέωση, της οποίας όμως  είναι δύσκολος ο καθορισμός της ακριβούς έκτασης της εκ των προτέρων, αλλά, εν πάση περιπτώσει μπορεί να εφαρμοσθεί. 

 

Αν όμως ο πυρήνας του όρου χαρακτηρίζεται από σαφήνεια τότε το Δικαστήριο θα είναι έτοιμο να τον ερμηνεύσει και να τον εφαρμόσει, άσχετο αν είναι ιδιαίτερα δύσκολη η διεργασία της ερμηνείας και εφαρμογής σε συγκεκριμένες περιπτώσεις (βλ. σύγγραμμα  του Π. Πολυβίου «Το Δίκαιο των Συμβάσεων», Τόμος Β σελ. 533). 

 

 Ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου υπήρχαν πολλά στοιχεία που οδηγούσαν στην ασφαλή διαπίστωση περί ύπαρξης προφορικής  συμφωνίας συνεργασίας με τον εφεσείοντα, στην βάση συμμετοχής του στις εταιρείες του ομίλου Emerald.

 

 H σχέση του εφεσείοντα με τον όμιλο Emerald από το 2005 και μετά, σύμφωνα με τη μαρτυρία που έχει αποδεχθεί το πρωτόδικο Δικαστήριο,  καταδείκνυε ότι  δεν ήταν σχέση εργοδότησης εξού και δεν λάμβανε επίδομα όπως τους άλλους εργοδοτούμενους.  Μάλιστα, όπως διαπιστώνει και το πρωτόδικο Δικαστήριο, το συγκεκριμένο σημείο  από τη μαρτυρία του ΜΕ2, που ήταν ο υπεύθυνος του λογιστηρίου από το 2006 μέχρι το 2009, δεν αμφισβητήθηκε αλλ'  ούτε και ο ΜΕ2 αντεξετάστηκε επ' αυτού.  Έκρινε το Δικαστήριο ότι η σχέση του εφεσείοντα ως συνεταίρου επιβεβαιώνετο επιπρόσθετα και από τα Τεκμήρια 47 και 48 που ήταν καταστάσεις αποδοχών των εργοδοτουμένων του ομίλου Emerald όπου οι τρεις κατ' ισχυρισμόν  συνέταιροι φαίνεται να λάμβαναν  τον ίδιο ακριβώς μισθό. 

 

  Ακόμη και η εφεσίβλητη 1 στη μαρτυρία της δεν απέκλεισε το ενδεχόμενο μιας  μελλοντικής σχέσης συνεργασίας με τον εφεσείοντα στη βάση συνεταιρισμού, νοουμένου  ότι θα έπρεπε να εκπληρωθούν κατά πρώτο ορισμένες προϋποθέσεις, που στο τέλος δεν είχαν επιτευχθεί. Σημειώνεται ότι το Δικαστήριο κατά την αξιολόγηση της μαρτυρίας της εφεσίβλητης 1 ήταν ιδιαίτερα αρνητικό στην αποδοχή των θέσεων της που αφορούσαν στη σχέση συνεργασίας της  με τον εφεσείοντα.  Το Δικαστήριο την  έκρινε αναξιόπιστη και ότι δεν έδινε σαφείς εξηγήσεις ως προς την ύπαρξη ορισμένων τεκμηρίων,  όπως του Τεκμηρίου 26, που επιμαρτυρούσαν ότι η σχέση συνεργασίας της με τον εφεσείοντα ήταν επί συνεταιρικής βάσης μέσω των εταιρειών του Ομίλου  και όχι εργοδότησης.

 

Ως προς τις συνθήκες κάτω από τις οποίες κατατέθηκε το τεκμήριο αυτό από αναδρομή μας στα πρακτικά διαπιστώθηκε ότι  ήταν μέρος  μιας δέσμης εγγράφων που κατατέθηκε από πλευράς εφεσείοντα χωρίς ένσταση από μέρους της υπεράσπισης,  με την επιφύλαξη μόνο του δικαιώματος αντεξέτασης επί του περιεχομένου τους και επιχειρηματολογίας σ' όσον αφορά τη σημασία τους.  Μάλιστα κατά την αντεξέταση του εφεσείοντα του υποβλήθηκε ερώτηση επί της παραγράφου 3 του τεκμηρίου 26 προς ενίσχυση των θέσεων της υπεράσπισης, ότι δηλαδή θα ακολουθούσε γραπτή συμφωνία μετόχων, η οποία θα ρύθμιζε με λεπτομέρεια τις σχέσεις μεταξύ τους.

 

Από προσεκτική εξέταση του τεκμηρίου προκύπτει ότι είναι ηλεκτρονικό μήνυμα της εφεσίβλητης 1 προς τον εφεσείοντα  και την εφεσίβλητη 2 που στάληκε το 2007, στο οποίο καταγράφεται εισήγηση της ως προς τον τρόπο υλοποίησης της συμφωνίας διαμοιρασμού των μετοχών της νέας εταιρείας  του ομίλου Emerald, που θα δημιουργείτο στα νησιά Cayman.

 

Παραθέτουμε αυτούσια την παράγραφο 3 του Τεκμηρίου 26 μαζί με την παράγραφο 4  για σκοπούς καλύτερης κατανόησης:

 

«3.  I suggest we proceed with the registration of a Cayman Islands Holding for the Emerald Group, as per the agreed share split and with the three of us appointed as directors.  I would however like a Shareholder's Agreement Drafted and signed by ALL three of us, and for the Mem & Arts to reflect the Shareholders Agreement.  I suggest we set up a standard company at this time and proceed with the changes in the Articles at a later stage.

 

4.  Further, I suggest that as soon as we have the Cayman Islands Holding Company full set of docs with Apostil (4 full sets - one for each party/1 general for office files) that we proceed with registering all the other Holding companies (three directors - Articles to reflect the shareholding agreement), and thereafter make all the necessary changes in the underlying companies.»

 

  Το ηλεκτρονικό μήνυμα (Τεκμήριο 26) συνοδεύεται από απεικόνιση του εταιρικού σχήματος του Ομίλου Emerald, όπως θα θεμελιώνετο εντός των επόμενων μηνών, η οποία φέρει τις υπογραφές των τριών συνεταίρων και   ακριβώς δίπλα από την υπογραφή του εφεσείοντα και της εφεσίβλητης 2  την ημερομηνία 14/6/2007 και σε εκείνη της εφεσίβλητης 1 17/6/2007.   Αυτά μαρτύρησε ο εφεσείων και επιβεβαιώνονται από το ίδιο το τεκμήριο.    

 

Είναι φανερό ότι το Τεκμήριο 26 αποκαλύπτει την ύπαρξη  προγενέστερης συμφωνίας μεταξύ των τριών που καθόριζε και το ποσοστό συμμετοχής του κάθε ενός στη νέα εταιρεία εφόσον η παράγραφος 3 του τεκμηρίου αυτού καθιστά σαφές ότι η νέα εταιρεία θα εγγράφετο στα νησιά Cayman στη βάση του συμφωνηθέντος ποσοστού μετοχών (as per the agreed share split), παραπέμποντας προφανώς στη συμφωνία του 2005.  Σημειώνεται ότι με το  Τεκμήριο 26 η εφεσίβλητη 1 έθετε επιπρόσθετα  προθεσμία μέχρι τις 31/12/2007 για ολοκλήρωση της διαδικασίας που απαιτείτο για ίδρυση της νέας εταιρείας μαζί με άλλες εταιρείες  και το διορισμό των τριών συνεταίρων ως διευθυντών. 

 

Δεν αμφισβητήθηκε από την εφεσίβλητη ότι το Μάρτιο του 2005 ο εφεσείων έθεσε θέμα συμμετοχής του στη δομή των εταιρειών του ομίλου Emerald με  αντάλλαγμα τη συνέχιση παροχής των υπηρεσιών του στις εταιρείες του ομίλου.  Σημειώνεται η διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι μέχρι τον Αύγουστο του 2008 ο εφεσείων είχε αναπτύξει ικανή δραστηριότητα αυξάνοντας τον αριθμό των πελατών και τα έσοδα που ήταν ο κύριος στόχος που, σύμφωνα με τη μαρτυρία της εφεσίβλητης 1, θα έπρεπε να εκπληρώσει ο εφεσείων για να αποδεχθεί μια συνεργασία με τον εφεσείοντα, στη βάση συνεταιρισμού.   Τόσο η προφορική μαρτυρία όσο και τα διάφορα τεκμήρια καταδείκνυαν ότι ο εφεσείων και η εφεσίβλητη 2 είχαν συμφωνήσει με την εφεσίβλητη 1  το 2005  στα βασικά στοιχεία της  συνεργασίας τους,  τα οποία εύκολα μπορούσαν να εξακριβωθούν από το πρωτόδικο Δικαστήριο.  Στη βάση της συμφωνίας του Μάρτη του 2005, ο εφεσείων θα συνέχιζε να  παρείχε τις υπηρεσίες του στον όμιλο Emerald όχι όμως στη βάση εργοδότησης αλλά ως δικαιούχου  του ποσοστού εκ 20% των μετοχών  του ομίλου εταιρειών Emerald, τις οποίες μετοχές θα εξακολουθούσε να κατέχει η εφεσίβλητη 1 για κάποιο χρονικό διάστημα μέχρι τη διαμόρφωση του εταιρικού σχήματος που θα λειτουργούσε ο όμιλος Emerald και  τον καταρτισμό συμφωνίας μετόχων. 

 

Το γεγονός του καταρτισμού της συμφωνίας συνεργασίας στη βάση συμμετοχής στο μετοχικό κεφάλαιο του ομίλου των εταιρειών και της έναρξης της συνεργασίας στη βάση των ποσοστών  που έχουν συμφωνηθεί και ανέφερε ο εφεσείων, είναι διάχυτη στα διάφορα τεκμήρια που κατατέθηκαν. Συγκεκριμένα εκτός από το Τεκμήριο 26 εντοπίζεται και το Τεκμήριο 30 που είναι επιστολή της εφεσίβλητης 1 προς τα άλλα δύο μέρη της συμφωνίας,  ημερομηνίας  21/9/07, όπου γίνεται κατανομή ποσού εκ €157.500 στη βάση του ποσοστού που συμφωνήθηκε συμμετοχής του κάθε συμβαλλόμενου μέρους στον όμιλο εταιρειών.   Παραθέτουμε αυτούσιο το απόσπασμα από την επιστολή, που μας ενδιαφέρει:

 

«........ I think we all believe it is a good time to pay ourselves for the "Hard Work" we have done, contributed an invested into the company over the years:

 

This is an initial pay out to the Partners and it has been mutually agreed to pay out the following amounts XXXXX Avaratzis: 35.000 euros,  XXXXX Pavlova: 35,000 euros, XXXXX Melnyk: 87.500 euros..... Thank you for your great cooperation.  Taking the words of XXXXX.  "This is just the beginning!!!"

 

 

Η καταβολή μερίσματος επιβεβαιώνεται και από το Τεκμήριο 34 που είναι ηλεκτρονικά μηνύματα με αναφορές στα μερίσματα των συνεταίρων και καταβολή ποσού για κοινοφελή σκοπό.

 

Ενόψει της  προφορικής μαρτυρίας και των τεκμηρίων   θα έπρεπε  το Δικαστήριο να καταβάλει κάθε εύλογη προσπάθεια να διαπιστώσει την πραγματική πρόθεση των συμβαλλομένων για να αποφασίσει κατά πόσο  είχε προκύψει δεσμευτική σύμβαση το 2005 και όχι απλά επειδή δεν προχώρησαν με τον καταρτισμό της μητρικής εταιρείας  στα νησιά Cayman ή άλλων εταιρειών να θεωρήσει ότι η συμφωνία συνεργασίας, που ουσιαστικά αυτή τη μορφή είχε μέχρι την υλοποίηση της μεταβίβασης του ποσοστού των μετοχών που    δικαιούτο ο κάθε συνεργάτης, ότι χαρακτηρίζετο από ασάφεια και συνεπώς ήταν άκυρη. 

 

Σίγουρα η παρούσα δεν είναι η περίπτωση σύμβασης που τελούσε  «υπό επιφύλαξη» ή υπό την αίρεση καταρτισμού δεσμευτικής σύμβασης, όπως ήταν η εκδοχή της υπεράσπισης που προώθησε κατά την ακρόαση, που σαφώς παραπέμπει σε άκυρη συμφωνία,  ή η περίπτωση όπου τα όσα έχουν συμφωνηθεί δεν θα είχαν καμιά νομική ισχύ  (βλ. Winn v. Bull (1877) 7 Ch. D. 29).  Ακόμη και στην περίπτωση της υπό επιφύλαξης συμφωνίας είναι  δυνατόν στην κατάλληλη περίπτωση το Δικαστήριο να αποδώσει θεραπεία είτε του τύπου quantum meruit σε σχέση με τις υπηρεσίες που προσφέρθηκαν από το ένα μέρος στο άλλο είτε του τύπου αποκατάστασης (restitution)  για επιστροφή χρημάτων  ή αντικειμένων που μεταβιβάστηκαν από το ένα μέρος στο άλλο παρά την απουσία συμβατικής σχέσης.  (βλ. Σύγγραμμα  Π. Πολυβίου, «Το Δίκαιο των Συμβάσεων»,  (ανωτέρω), σελ. 523, 524).

 

Είναι κατάληξη μας ότι στην παρούσα περίπτωση είχε προκύψει νομικά δεσμευτική σύμβαση μεταξύ του εφεσείοντα και της εφεσίβλητης 1 στη βάση της οποίας η τελευταία θα προέβαινε στην μεταβίβαση ποσοστού 20% του μετοχικού κεφαλαίου των εταιρειών του ομίλου Emerald, στον εφεσείοντα.  Ως προς τις λεπτομέρειες σ' όσον αφορά τη διαμόρφωση του εταιρικού σχήματος και   τον  τρόπο διαχείρισης των εταιρειών του ομίλου  και της δομής των εταιρειών θα ακολουθούσε άλλη συμφωνία όπως και συμφωνία μετόχων.  Αυτό ακριβώς βεβαιώνει το Τεκμήριο 26.  Οι βασικοί όροι της συμφωνίας είχαν όμως  καθοριστεί με την αρχική συμφωνία του 2005.

 

Κατά συνέπεια η υπαναχώρηση από πλευράς εφεσίβλητης 1 από την εκπλήρωση της υποχρέωσης της  μεταβίβασης ποσοστού εκ 20% από το μετοχικό κεφάλαιο του ομίλου εταιρειών Emerald, την καθιστά ένοχη διάρρηξης της συμφωνίας συνεργασίας.  Σ' όσον αφορά την εφεσίβλητη 2  δεν προσκομίστηκε καμιά μαρτυρία από πλευράς εφεσείοντα ότι με τη συμφωνία του 2005 ανέλαβε οποιαδήποτε υποχρέωση έναντι του εφεσείοντα και δεν την τήρησε.   Αντίθετα ο ίδιος ο  εφεσείων στη μαρτυρία του απέκλεισε την παρουσία της κατά το χρόνο καταρτισμού της συμφωνίας του 2005 με την εφεσίβλητη 1.   

Συνεπώς ο λόγος έφεσης 1 επιτυγχάνει. 

 

Σ'  όσον αφορά τον λόγο έφεσης 2 που αναφέρεται στη λανθασμένη κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η συμφωνία περί συνεταιρισμού που προνοεί το Τεκμήριο 26 δεν είναι δικογραφημένη και αυτός πρέπει να πετύχει.

 

Το Τεκμήριο 26 κατατέθηκε  όχι μόνο χωρίς ένσταση από πλευράς υπεράσπισης αλλά και ο δικηγόρος των εφεσιβλήτων αντεξέτασε τον

 εφεσείοντα επί του περιεχομένου του προς  υποστήριξη της εκδοχής της υπεράσπισης.  Η ανάγκη αναφοράς όλων των ουσιωδών γεγονότων στα δικόγραφα αποκλειομένης της αναφοράς σε μαρτυρία   επί της οποίας ο διάδικος θα αποδείξει τα γεγονότα, προκύπτει από τις πρόνοιες της Δ.19 Θ.4 των περί Πολιτικής Δικονομίας Θεσμών (βλ. Κυπριακή Δημοκρατία ν. Σταυρούλας Φωτόπουλου κ.ά., Πολ. Έφ. Ε229/2014, ημ. 10/7/2018).

 

    Παρατηρούμε  ότι στο δικόγραφο του εφεσείοντα εντοπίζονται αναφορές, έστω αμυδρές, ως προς τα γεγονότα που κατατείνουν στην ύπαρξη συμφωνίας και  στους βασικούς όρους των όσων συμφωνήθηκαν.  Υπάρχει επίσης ισχυρισμός  ότι η συνεργασία με τον εφεσείοντα στη βάση πλέον της συμφωνίας αυτής είχεν ξεκινήσει.  Αυτός εντοπίζεται στις παραγράφους 5 και 18 της Έκθεσης Απαίτησης αλλά γενικά η θέση αυτή του εφεσείοντα  είναι διάχυτη σ' ολόκληρο το  δικόγραφο του  ότι δηλ.  οι τρεις τους ενεργούσαν ως συνέταιροι.  Το Τεκμήριο 26   ακολούθησε τη συμφωνία του 2005 και συνιστά απλώς  μαρτυρία επιβεβαίωσης της ήδη υπάρχουσας συμφωνίας του 2005.  Αυτή ακριβώς τη βαρύτητα προσδίδουμε στο τεκμήριο και όχι ως απόδειξη καταρτισμού νέας συμφωνίας ή άλλης ρύθμισης των δικαιωμάτων των συνεταίρων.

 

Κάτω από αυτή τη θεώρηση η παράλειψη ρητής αναφοράς στο

Τεκμήριο 26 στο δικόγραφο του εφεσείοντα αν και κατακριτέα από πλευράς ορθόδοξης δικογράφησης  δεν αποκλείει, εν τέλει, την ύπαρξη της ίδιας της συμφωνίας.

 

Παρέμεινε να εξεταστεί ο λόγος έφεσης 3 σε σχέση με την παράλειψη του πρωτόδικου Δικαστηρίου να ασχοληθεί με το κατά πόσο είχε δημιουργηθεί εμπίστευμα προς όφελος του εφεσείοντα με την μη ολοκλήρωση και/ή υλοποίηση της συμφωνίας συνεργασίας και/ή συνεταιρισμού. 

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αν και προβαίνει σε ανάλυση της νομικής πτυχής του εμπιστεύματος, εν τούτοις δεν καταλήγει σε κάποια σαφή διαπίστωση ως προς την ύπαρξη του ή όχι στην παρούσα περίπτωση.  Εκείνο το οποίο αφήνεται να νοηθεί είναι ότι λόγω έλλειψης αναγκαίας σαφήνειας δεν θα μπορούσε να δημιουργηθεί εμπίστευμα.  Περαιτέρω ότι στην υπό κρίση περίπτωση εντοπίζονται κάποιες αναφορές στην Έκθεση Απαίτησης που παραπέμπουν σε δημιουργία εμπιστεύματος επί νέας εταιρείας και ότι θα αφορούσε σε όμιλο εταιρειών της εφεσίβλητης 1.  Οι διαπιστώσεις στις οποίες προέβη το πρωτόδικο  Δικαστήριο  είχαν ως βάση τη συμφωνία συνεργασίας και όχι εμπιστεύματος.  Εξετάσαμε την εισήγηση και είναι κατάληξη μας ότι η συμφωνία του 2005 παραπέμπει σε απλή συνεργασία του εφεσείοντα και της εφεσίβλητης 1  στη βάση κατοχής από μέρους του εφεσείοντα   ποσοστού στο μετοχικό κεφάλαιο του ομίλου εταιρειών Emerald και όχι τη δημιουργία εμπιστεύματος. 

 

Η Έκθεση Απαίτησης δεν ικανοποιεί τις προδιαγραφές της Δ.19 θ.5 των περί Πολιτικής Δικονομίας Θεσμών η οποία επιβάλλει την παροχή πλήρων λεπτομερειών όπου ο ενάγων βασίζεται σε «breach of trust."  Επομένως, πρόκειται για τη συνομολόγηση συμφωνίας, προφορικής αρχικά και επιβεβαιωμένης αργότερα, εν μέρει και δι΄ εγγράφων και/ή διά πράξεων.

 

Η συμφωνία όμως δεν προνοούσε χρόνο εκπλήρωσης της μεταβίβασης των μετοχών εξού και  τα διαβήματα για εξασφάλιση των ποσοστών συμμετοχής στο μετοχικό κεφάλαιο των εταιρειών του ομίλου άρχισαν να υλοποιούνται το 2007.  Κρίνουμε ότι η μαρτυρία που είχε ενώπιον του το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν ήταν ικανοποιητική για τη θεμελίωση ύπαρξης εμπιστεύματος.  Αντίθετα ο εφεσείων ο ίδιος στη μαρτυρία του ήταν σαφής   αναφερόμενος στο Τεκμήριο 26, ότι:

 

 «Ο πίνακας που βρίσκεται στο πίσω του εν λόγω ηλεκτρονικού μηνύματος είναι μια απεικόνιση του εταιρικού σχήματος του Emerald Group όπως το είχαμε το 2007 και όπως είχαμε σκοπό να το θεμελιώσουμε μέσα στους επόμενους μήνες.  Δηλαδή ήταν να ξεκινήσουμε να δημιουργήσουμε τις εταιρείες έτσι ώστε η συμφωνία όμως να πάρει και την πραγματική της μορφή, έτσι ώστε το καταπίστευμα δηλαδή τα δικαιώματα τα οποία κρατούσε η εναγόμενη 1 να ξεκινήσουν να μπαίνουν στις εταιρείες διότι είχαμε ήδη περάσει τους σκοπέλους»

 

 

Συνεπώς ο λόγος έφεσης 3 είναι έκθετος σε απόρριψη.

 

 Ενόψει επιτυχίας της έφεσης και της κατάληξης μας ότι υπήρξε παραβίαση από πλευράς εφεσίβλητης 1 της συμφωνίας του 2005,  θα προχωρήσουμε στη συνέχεια να εξετάσουμε τις θεραπείες που δικαιούται ο εφεσείων.  Με την Έκθεση Απαίτησης ζητούσε ουσιαστικά δύο είδη θεραπειών.  Αναγνωριστική Δήλωση και διατάγματα μεταβίβασης του 20% του μετοχικού κεφαλαίου των εφεσιβλήτων 3 μέχρι 13 επ' ονόματι του εφεσείοντα που παραπέμπουν σε ειδική εκτέλεση της συμφωνίας και γενικές και ειδικές αποζημιώσεις για παραβίαση της συμφωνίας.  Στη μαρτυρία του ο εφεσείων καθόρισε τις αξιώσεις του ότι αφορούν σε αποζημιώσεις που ισοδυναμούν στο 20% της καθαρής αξίας των εφεσιβλήτων 3 μέχρι 13 κατά τον Αύγουστο του 2008, ημερομηνία διάρρηξης της συμφωνίας, μαζί με τα δικαιώματα ή ωφελήματα που προκύπτουν από τις μετοχές και δύνανται να υπολογιστούν στη βάση ενόρκως λογαριασμών, η απόδοση των οποίων συνιστά μια από τις θεραπείες που ζητούσε. 

 

Ακόμη και να μην περιόριζε τις αξιώσεις του σε αποζημιώσεις, είναι φανερό ότι η υπό κρίση περίπτωση δεν καλύπτεται από τις πρόνοιες του άρθρου 76(1) του περί Συμβάσεων Νόμου που προνοεί ότι κάθε σύμβαση είναι δεκτική ειδικής εκτέλεσης εφόσον δεν είναι άκυρη δυνάμει Νόμου, είναι διατυπωμένη γραπτώς και υπογραμμένη από το μέρος που έχει το βάρος της, το δε Δικαστήριο κρίνει ότι η ειδική εκτέλεση της δεν θα ήταν ανεπιεικής, παράλογη ή πρακτικά ανεφάρμοστη.  Είναι διαπίστωση μας ότι η επίδικη συμφωνία ήταν προφορική εξού και δεν εφαρμόζονται οι πρόνοιες του άρθρου 76(1).

 

  Για το θέμα των αποζημιώσεων  δεν προσκομίστηκε καμιά μαρτυρία πρωτόδικα από πλευράς εφεσείοντα σ' όσον αφορά τη ζημιά του από τη μη μεταβίβαση του ποσοστού του 20% επί του μετοχικού κεφαλαίου των εταιρειών του ομίλου Emerald.  Δεν τέθηκε επίσης μαρτυρία ως προς το ότι με την απόδοση λογαριασμών είναι δυνατός ο  υπολογισμός της.   Διάταγμα για απόδοση εξελεγμένων οικονομικών καταστάσεων ή λογαριασμών («action on account») εκδίδεται με φειδώ και στη βάση των αρχών της επιείκειας όταν άλλη θεραπεία είναι ανεπαρκής.  Όπως αναφέρεται στο σύγγραμμα του F. H. Lawson Remedies of English Law στη σελ. 177: 

 

«The law relating to account has many dark corners which have not been illuminated in the books or in the course of litigation; and it seems that more use might with advantage be made of the remedy.»

 

 

Η απόδοση λογαριασμών, κατ' εξοχήν θεραπεία της επιείκειας, συνιστά μέτρο με στόχο την προς τον ενάγοντα πρόσδοση πλήρους και αποτελεσματικής θεραπείας όπως στις περιπτώσεις, αντιποίησης, ή αντιγραφής σημάτων, σχεδίων κτλ.  Ενδείκνυται επίσης και στις περιπτώσεις ορθής εφαρμογής καταπιστευμάτων και σε διαφορές μεταξύ συνεταίρων, διάρρηξης εμπιστοσύνης κ.ά.  Αρχικά περιορισμένη στον τομέα των αστικών δικαιωμάτων και αδικοπραγιών, εξελίχθηκε ώστε να αποδίδεται, στις κατάλληλες περιπτώσεις και με περίσκεψη, και στη διάρρηξη συμβολαίων ή συμφωνιών, ως η πλέον αρμόζουσα θεραπεία, πιο ικανοποιητική από τις αποζημιώσεις  (Βλ. την ανάλυση που γίνεται στην Attorney General ν. Blake [2001] A.C. 268).

 

Εδώ είναι φανερό ότι ελλείπουν εκείνα τα δεδομένα που θα έδιδαν τη νομική διέξοδο στον εφεσείοντα να διεκδικούσε βάσιμα τη θεραπεία της απόδοσης λογαριασμών.

 

Ενόψει των όσων συμφωνήθηκαν το Μάρτη του 2005 και του γεγονότος  ότι δεν ακολούθησε άλλη συμφωνία ως προς τη δομή των εταιρειών και την κατανομή των μετοχών στους δικαιούχους με τα ποσοστά που συμφωνήθηκαν,  δεν μπορεί να εκδοθεί τέτοιο διάταγμα.

 

 Συνεπώς ο εφεσείων δικαιούται μόνο σε ονομαστικές αποζημιώσεις που καθορίζονται στο ποσό των €100,00 για το οποίο δικαιούται απόφασης. 

 

Ενόψει όλων των πιο πάνω η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται.  Εκδίδεται απόφαση υπέρ του εφεσείοντα και εναντίον της εφεσίβλητης 1,  για το ποσό των €100,00 με νόμιμο τόκο από τις 15/6/2012. 

 

Η έφεση απορρίπτεται εναντίον των  εφεσιβλήτων  2  μέχρι 13, εφόσον καμιά συμβατική σχέση τους συνδέει με τον εφεσείοντα.   

 

Ενόψει της κατάληξης μας αυτής όπου επιδικάσθηκαν μόνο ονομαστικές αποζημιώσεις υπέρ του εφεσείοντα οπότε δεν θεωρείται επιτυχών διάδικος, δεν εκδίδουμε οποιαδήποτε  διαταγή για έξοδα πρωτόδικης διαδικασίας ή κατ' έφεση. (βλ.  Χριστοφόρου ν. Ρούμπα (2010) (Β) ΑΑΔ 754 και Παπαϊωάννου ν. Κωνσταντίνου (2008) 1 (Β) ΑΑΔ 1083 στην οποία υιοθετήθηκε η Αγγλική υπόθεση Anglo - Cyprian Agencies v. Paphos Industries (1951) 1 All E.R. 873).

 

Η ίδια διαταγή ισχύει και για τις εφεσίβλητες 2-13 των οποίων η υπεράσπιση πρωτόδικα και κατ' έφεση υπήρξε ενιαία με εκείνη της εφεσίβλητης 1.

 

Στ. Ναθαναήλ, Δ.

 

Κ. Σταματίου, Δ.

                                                                                                                    Α. Πούγιουρου, Δ.

/Α.Λ.Ο

 

 

                     

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο