ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2018:A476
AΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 340/12
2 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 2018
ΣΤ. ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Α. ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ
ELECTROMATIC CONSTRUCTIONS LTD
ΕΦΕΣΕΙΟΝΤΕΣ
και
ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΣ
----------------------------------
Μ. Γεωργίου για Μάριος Γεωργίου και Συνεργάτες, για Εφεσείοντες
Ε. Φλωρέντζου (κα), για Γενικό Εισαγγελέα Εφεσίβλητο
-------------------------------
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Παρπαρίνο, Δ.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ. Με την αγωγή τους οι Εφεσείοντες αξιώνουν αποζημιώσεις ύψους €11.767,51 για ζημιές που κατ' ισχυρισμό υπέστησαν από καθυστερήσεις στην εκτέλεση του συμβολαίου τους οι οποίες οφείλονταν στους Εφεσίβλητους. Μετά από ακροαματική διαδικασία το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την αγωγή τους.
Όπως φαίνεται από την πρωτόδικη απόφαση, μετά την θεώρηση της μαρτυρίας υπό του Δικαστηρίου, αυτό έθεσε στον εαυτό του δύο ερωτήματα ως ακολούθως:
"Από τη θεώρηση της προσαχθείσας μαρτυρίας προκύπτει ότι, δύο είναι τα ερωτήματα τα οποία το Δικαστήριο καλείται να αποφασίσει: (α) κατά πόσο οι Ενάγοντες διόρισαν τον υπεργολάβο κατά παράβαση των όρων του συμβολαίου ημερ. 18.4.97 [τεκμ. Α(3)] και (β) τις οικονομικές απαιτήσεις των Εναγόντων συνεπεία της καθυστέρησης στην έναρξη των επίδικων εργασιών, που όπως είναι παραδεκτό γι' αυτήν οι ενάγοντες δεν φέρουν ευθύνη."
Η απάντηση του πρωτόδικου Δικαστηρίου και στα δύο ερωτήματα ήταν αρνητική για λόγους που αναφέρει στην απόφαση του. Περαιτέρω, έκρινε ότι οι αξιώσεις για διοικητικά έξοδα, απώλεια εισροής κεφαλαίου και επιβάρυνση χρηματοδότησης για αγορά εξοπλισμού/υλικών δεν είχαν επαρκώς τεκμηριωθεί και ούτε κατά ικανοποιητικό τρόπο είχαν αποδειχθεί, με αποτέλεσμα να απορρίψει και αυτές.
Οι Εφεσείοντες με τρεις λόγους έφεσης προσβάλλουν την πρωτόδικη απόφαση ως εσφαλμένη. Με τον πρώτο λόγο ότι εσφαλμένα αποδέκτηκε και εκτίμησε τη θέση των Εφεσίβλητων ότι ο διορισμός του υπεργολάβου εκ μέρους τους ήταν αντισυμβατικός και/ή έγινε κατά παράβαση της σύμβασης. Με τον δεύτερο, ότι εσφαλμένα και αναιτιολόγητα δεν αποδέκτηκε τη μαρτυρία του Μ.Ε.1 για τις ζημιές που υπέστησαν οι Εφεσείοντες λόγω της ξεκάθαρης παράβασης του συμβολαίου από τους Εφεσίβλητους. Τέλος, με τον τρίτο λόγο προβάλλεται ότι εσφαλμένα απέρριψε τη μαρτυρία του Μ.Ε. 1 ως αναξιόπιστη, παρόλο που αυτή ήταν πλήρως εναρμονισμένη και υποστηριζόταν από τη γραπτή μαρτυρία σε αντίθεση με τη μαρτυρία του Μ.Υ.1, ο οποίος δεν είχε προσωπική γνώση των επίδικων γεγονότων, αλλά η πηγή της γνώσης του ήταν ο φάκελος της Διοίκησης και τα έγγραφα τα οποία υποστήριζαν τη θέση των Εφεσίβλητων/εναγομένων.
Σε σχέση με τον πρώτο λόγο Έφεσης και την κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι "ο διορισμός του υπεργολάβου εκ μέρους των Εναγόντων έγινε κατά παράβαση του όρου 2.5 του Τεκμ. Β(2) ως αναπόσπαστο μέρος του συμβολαίου Τεκμ. Β(4)" ο ευπαίδευτος συνήγορος των Εφεσειόντων εισηγήθηκε ότι αυτή είναι εσφαλμένη καθότι στην προσφορά τους οι Εφεσείοντες περιέλαβαν τον συγκεκριμένο υπεργολάβο. Η προσφορά αποτελεί μέρος του Συμβολαίου των διαδίκων ενώ αντίθετα, το Τεκμ. Β(2) δεν περιλαμβανόταν και δεν αποτελεί μέρος του Συμβολαίου και συνεπώς ο όρος 2.5 του τεκμηρίου αυτού δεν τυγχάνει εφαρμογής.
Η ευπαίδευτη συνήγορος του Εφεσίβλητου υποστήριξε την πρωτόδικη απόφαση και αναφέρθηκε στο μέρος της απόφασης που δικαιολογεί την κατάληξη.
Το σχετικό μέρος που φαίνεται και η αντιμετώπιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου του εξεταζόμενου θέματος έχει ως ακολούθως:
"Παρακολουθώντας τον Μ.Ε.1 ως και τον Μ.Υ.1 να καταθέτουν επί του συγκεκριμένου θέματος, είμαι πεπεισμένη ότι ο Μ.Ε.1 δεν είπε την αλήθεια στο Δικαστήριο. Προφανώς εκμεταλλευόμενος την απουσία υπογεγραμμένου του τεκμ. Β(2) από τις δύο πλευρές, λόγω της απώλειας του πρωτοτύπου λόγω πλημμύρας - γεγονός που δεν αμφισβητήθηκε από την άλλη πλευρά - προέβαλε τον ισχυρισμό ότι δεν υπέγραψε το τεκμ. Β(2), προφανώς γιατί η ύπαρξη του όρου 2.5 σ' αυτό, αποδυναμώνει σαφώς τη θέση του για διορισμό υπεργολάβου με βάση τους όρους του συμβολαίου.
Αποδέχομαι τη θέση του Μ.Υ.1 αναφορικά με την πρακτική που ακολουθείται μέχρι σήμερα - η οποία πρακτική δεν αμφισβητήθηκε από την πλευρά την Εναγόντων - και δεν έχω καμία αμφιβολία ότι ακολουθήθηκε και στην παρούσα περίπτωση. Εξ άλλου, όπως ορθά ανέφερε ο Μ.Υ.1, ρητή αναφορά στην ύπαρξη του τεκμ. Β(2) γίνεται στο συμβόλαιο τεκμ. Β(4) που όπως είναι παραδεκτό, υπογράφτηκε από τα δύο μέρη και κατατέθηκε και από τον Μ.Ε.1 ως τεκμ. Α(3). Επομένως θεωρώ τον ισχυρισμό του Μ.Ε.1, ότι υπέγραψε όλα τα αναφερόμενα έγγραφα a-h, εκτός του τεκμ. Β(2) δηλ. το υπ' αρ. (ο), ως παντελώς παράλογο, μη σοβαρό και εκ των υστέρων σκέψη του προκειμένου να πείσει το Δικαστήριο ότι δεν δεσμεύτηκε με τον όρο 2.5 του τεκμ. Β(2). Επομένως, είναι η θέση του Δικαστηρίου ότι η υπογραφή των Εναγόντων στο συμβόλαιο [τεκμ. Β(4)] αποτελεί και τη δέσμευση τους ότι όλα τα έγγραφα που αναφέρονται στην παρ. 2 αυτού, αποτελούν αναπόσπαστο μέρος του συμβολαίου συμπεριλαμβανομένου και του τεκμ. Β(2). Έπεται και αποτελεί εύρημα του Δικαστηρίου ότι το τεκμ. Β(2) υπογράφτηκε από τα δύο μέρη, αποτελεί αναπόσπαστο μέρος του συμβολαίου [τεκμ. Β(4)] και είναι δεσμευτικό και για τα δύο συμβαλλόμενα μέρη.
Όπως ανάφερα πιο πάνω, στο τεκμ. Β(2) περιλαμβάνεται ο όρος 2.5 σύμφωνα με τον οποίο, ο εργολάβος δεν δικαιούται, χωρίς τη γραπτή συγκατάθεση του μηχανικού, να συνάψει οποιοδήποτε έγγραφο υπεργολαβίας με οποιοδήποτε πρόσωπο, για την εκτέλεση οποιουδήποτε μέρους του έργου. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, οι Ενάγοντες, προτού υπογράψουν το συμβόλαιο ημερ. 30.4.97 [τεκμ. Α(4)] με τον υπεργολάβο - στον οποίο ανέθεσαν τις ηλεκτρολογικές εργασίες του έργου - δεν εξασφάλισαν την γραπτή συγκατάθεση του μηχανικού του έργου. Ως εκ τούτου, κρίνω ότι ο διορισμός του υπεργολάβου από τους Ενάγοντες, έγινε κατά παράβαση του προαναφερθέντος όρου του συμβολαίου.
Η θέση του Μ.Ε.1 ότι η ανάθεση μέρους του έργου από τους Ενάγοντες στον υπεργολάβο έγινε με βάση τον όρο 6.5.1 των όρων της Προσφοράς [τεκμ. Α(1)], δεν ευσταθεί και απορρίπτεται. Και τούτο γιατί ο εν λόγω όρος, προνοεί για υπογραφή συμφωνίας υπεργολαβίας μεταξύ του επιτυχόντος προσφοροδότη, του εργοδότη και οποιουδήποτε τρίτου προσώπου. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, οι Ενάγοντες υπέγραψαν συμφωνία με τον υπεργολάβο [τεκμ. Α(4)], χωρίς όμως την υπογραφή του εργοδότη δηλ. του Τμήματος Η.Μ.Υ. Επιπρόσθετα, η επιστολή ημερ. 31.10.96 [τεκμ. Α(5)] των Εναγόντων, προς τον Πρόεδρο του Κεντρικού Συμβουλίου Προσφορών με την οποία επιβεβαίωσαν ότι μέρος του έργου θα εκτελείτο από τον υπεργολάβο, δεν ισοδυναμεί με εξασφάλιση της προηγούμενης έγκρισης του Τμήματος Η.Μ.Υ. Και τούτο γιατί η εν λόγω επιστολή αποστάληκε στο Κεντρικό Συμβούλιο Προσφορών πριν την κατακύρωση της Προσφοράς στις 11.4.97 και πριν την υπογραφή του συμβολαίου στις 18.4.97 [τεκμ. Β(4)], το οποίο όμως, όπως ανέφερα πιο πάνω, απαιτεί με βάση τον όροί 2.5 του τεκμ. Β(2), τη γραπτή συγκατάθεση του μηχανικού του έργου. Κρίνω ότι η απλή' γνωστοποίηση του υπεργολάβου, με την επιστολή [τεκμ. Α(5)], πριν την κατακύρωση της Προσφοράς, στην οποία επιστολή το Τμήμα Η.Μ.Υ. ουδέποτε απάντησε, δεν μπορεί να καταστρατηγήσει τον ρητό όρο 2.5 του συμβολαίου [τεκμ. Β(4) και Β(2)].
Επιπρόσθετα, η αναφορά του Μ.Ε.1 στο Schedule 4 στη σελ. 43 της Προσφοράς [τεκμ. Α(1)] όπου γίνεται αναφορά στο όνομα του υπεργολάβου, επίσης δεν μπορεί να καταστρατηγήσει τη ρητή πρόνοια του συμβολαίου [τεκμ. Β(4)], όπως επεξηγήθηκε ανωτέρω. Είναι σημαντικό να τονιστεί ότι η αναφορά του υπεργολάβου έγινε από τους Ενάγοντες με την υποβολή της προσφοράς τους και επομένως πριν την κατακύρωση της προσφοράς. Επιπρόσθετα, όπως ρητά αναφέρθηκε και στην επιστολή των Εναγόντων ημερ. 1.11.96 [τεκμ. Α(1)] με την οποία υπέβαλαν την Προσφορά τους, συμπεριέλαβαν τα έντυπα του Schedule no. 4 τα οποία αποτελούσαν επιβεβαιωτικά έγγραφα για το προσωπικό και την ικανότητα των υπεργολάβων τους. Αυτό είναι φανερό και από τον τίτλο του Schedule no. 4 που είναι, "Company Experience" δηλ. αποτελούν στοιχεία που σχετίζονται με την εμπειρία των Εναγόντων και μέσω των συνεργατών τους. Πρόκειται για στοιχεία που θα τύγχαναν αξιολόγησης ως μέρος της προσφοράς των Εναγόντων, τα οποία όμως δεν μπορούσαν να απαλλάξουν τους Ενάγοντες από την υποχρέωση που είχαν να συμμορφωθούν με τους προαναφερθέντες όρους του συμβολαίου.
Για όλους τους πιο πάνω λόγους, είναι η κατάληξη του Δικαστηρίου ότι ο διορισμός του υπεργολάβου εκ μέρους των Εναγόντων έγινε κατά παράβαση του όρου 2.5 του τεκμ. Β(2) ως αναπόσπαστο μέρος του συμβολαίου [τεκμ. Β(4)]."
Εξετάσαμε με προσοχή τα όσα τέθησαν από τους δύο ευπαίδευτους συνηγόρους, τα όσα αναφέρει το πρωτόδικο Δικαστήριο ανωτέρω όπως επίσης τα σχετικά τεκμήρια και μαρτυρία. Το Τεκμ. Β(4) αποτελεί την έγγραφη συμφωνία των μερών, μετά την κατακύρωση της προσφοράς, που έγινε με την επιστολή ημερ. 11.4.1997, Τεκμ. Β(3). Στη συμφωνία των μερών ημερ. 18.4.1997, Τεκμ. Β(4) στην παράγρ. 2 αναφέρονται τα ακόλουθα:
"2. The following documents shall be deemed to form and be read and construed as part of this Agreement, viz:
(a) The Instructions to Tenderers
(b) The Tender
(c) Terms and conditions of Contract
(d) The Specification
(e) The Appendices
(f) The Schedules
(g) The Drawings
(h) The Letter of Acceptance."
Το υπό (c) άνω, είναι το Τεκμ. Β(2) στο οποίο περιλαμβάνονται οι όροι και προϋποθέσεις του Συμβολαίου και εις το Πρώτο μέρος, §1.6 και §2.5 προβλέπονται:
"1.6 The "Sub-Contractor" shall mean any person firm or company (other than the Contractor) named in the contract for the execution of any part of the Works or any person to whom any part of the Contract has been sub-let with the consent in writing of the Engineer, and the successors and assigns of such person."
"2.5. Assignment and Sub-letting
The Contractor shall not, without the consent in writing of the Employer, (which shall not be unreasonably withheld) assign or transfer the Contract or the benefits or obligations thereof or any part thereof to any other person, provided that this shall not affect any right of the Contractor to assign, either absolutely or by way of charge, any moneys due or to become due to him, or which or which may become payable to him under the Contract.
The Contractor shall not, without the consent in writing of the Engineer, (which shall not be unreasonably withheld) sub-let the Contract or any part thereof or make any sub-contract with any person or persons for the execution of any part of the works but the restrictions contained in this clause shall not apply to sub-contracts for materials, for minor details or for any part of the Works of which the makers are named in the Contract. Any such assignment, sub-letting or transfer or the Contract or of the benefits or obligations under the Contract or any part thereof shall not relieve the Contractor from all or any of this obligations under the Contract."
Οι Εφεσείοντες αρνούνται την υπογραφή του Τεκμ. Β(2) όπως αρνούνται ότι αυτό αποτελεί αναπόσπαστο μέρος του Συμβολαίου εφόσον δεν παρουσιάστηκε ενυπόγραφο κείμενο στο Δικαστήριο. Αναγνωρίζουν μόνο το Τεκμ. Α(1), που είναι το έγγραφο προσφοράς. Ο ισχυρισμός τους απερρίφθη και, κατά την κρίση μας, πολύ ορθά. Η μαρτυρία ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου δεν άφηνε κανένα άλλο περιθώριο. Πέραν των άλλων η ίδια σύμβαση Τεκμ. Β(4) αναφέρετο στο έγγραφο "Terms and Conditions of Contract" που είναι το Τεκμ. Β(2) αλλά αποτελούσε και μέρος των εγγράφων της προσφοράς (βλ. Τεκμ. Β(1) §2.1.D). Το θέμα όμως δεν εξαντλείται μέχρι εδώ. Στην προσφορά των Εφεσειόντων, που αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της συμφωνίας των μερών, στο έγγραφο τιτλοφορούμενο "Schedule 4" ημερ. 1.11.1996, επισυνημμένο στην προσφορά των Εφεσειόντων, όπως και στην επιστολή των Εφεσειόντων ημερ. 31.10.1996 προς τον Πρόεδρο του Κεντρικού Συμβουλίου Προσφορών, πληροφορούν τ' ακόλουθα:
"Re: Tender for the control of Illumination and Electrical Installation of Limassol-Paphos Highway Tunned
We hereby confirm that Messrs A. Erakleous Electrical Installation Ltd will carry out the Electrical Power, Installation Works for the above mentioned Project.
Relevant Company Certificate is herewith attached."
Τα πιο πάνω επίσης αποτελούν μέρος της μεταξύ των μερών συμφωνίας ημερ. 18.4.1997, (Τεκμ. Β(4)).
Αφού εξετάσαμε όλα τα πιο πάνω, είναι η κρίση μας ότι δεν παρατηρείται αντίφαση μεταξύ τους αλλά ούτε η πληροφόρηση με το "schedule 4" (άνω), η επιστολή ημερ. 31.10.1996 ικανοποιεί τον όρο της §1.6 και 2.5 των όρων και προϋποθέσεων του συμβολαίου, Τεκμ. Β(2) και ούτε αναιρούν τα πρώτα τις υποχρεώσεις βάσει των όρων §1.6 και 2.5. Τα πρώτα πληροφορούν το όνομα του υπεργολάβου και τα δεύτερα προνοούν για έγγραφη συγκατάθεση του Μηχανικού για την υπεργολαβία.
Εδώ, όπως είναι παραδεκτό, τέτοια συγκατάθεση δεν έχει ληφθεί. Αυτό οδήγησε το πρωτόδικο Δικαστήριο και στην προσβαλλόμενη κρίση του. Παρόλα ταύτα το θέμα δεν εξαντλείται μέχρι εδώ. Όπως διεφάνη ξεκάθαρα από τη μαρτυρία του Μ.Υ.1, XXXXX Ευθυβούλου, του μοναδικού μάρτυρα υπεράσπισης, οι Εφεσίβλητοι την 31.10.1996 πληροφορήθηκαν γραπτώς από την Εφεσείουσα, πριν την έναρξη των εργασιών του έργου, ότι όλες οι ηλεκτρολογικές εργασίες θα εκτελούντο από τον υπεργολάβο Α. Erakleous Electrical Installation Ltd. Σχετική είναι η επιστολή της Εφεσείουσας ημερ. 31.10.1996, Τεκμ. 5, η οποία έχει ήδη αναφερθεί. Περαιτέρω, οι Εφεσίβλητοι, κατά το χρόνο εκτέλεσης των άνω εργασιών υπό του υπεργολάβου, ουδέποτε ήγειραν οιανδήποτε ένσταση ή διαμαρτυρία για την παρουσία του υπεργολάβου στο εργοτάξιο ή για την εκτέλεση των ρηθέντων εργασιών απ' αυτόν. Εν συνεχεία αποδέκτηκαν την εκτελεσθείσα, βάσει του συμβολαίου, εργασία. Η επιλογή των Εφεσίβλητων είναι πρόδηλη. Οιαδήποτε δικαιώματα και αν είχαν, λόγω της παράβασης του συμβουλαίου, Τεκμ Β(4), δεν προχώρησαν να τα ασκήσουν. Αντίθετα αποδέκτηκαν την παράβαση. Συνεπώς, δεν μπορούν τώρα εκ των υστέρων να επικαλούνται παράβαση του όρου 2.5 που αποτελεί μέρος της μεταξύ των μερών σύμβαση.
Ο πρώτος λόγος έφεσης επιτυγχάνει.
Όσον αφορά τον δεύτερο λόγο κρίνουμε σκόπιμο όπως παραθέσουμε το σχετικό απόσπασμα από την πρωτόδικη απόφαση:
"Παρά την πιο πάνω κατάληξη του Δικαστηρίου, προχωρώ στην εξέταση των εν λόγω δύο απαιτήσεων (παρ. 9(Α)(Β) της Έκθεσης Απαίτησης), οι οποίες δεν μπορούν να επιτύχουν ακόμα και στην περίπτωση που θα κρινόταν από το Δικαστήριο ότι ο υπεργολάβος διορίστηκε από τους Ενάγοντες νομότυπα και σύμφωνα με τους όρους του συμβολαίου. Και εξηγώ: Ο Μ.Ε.1 κατά την κυρίως εξέταση του αναφέρθηκε σε προσωπικό που εργοδοτούσαν οι Ενάγοντες (12 τεχνικούς, δύο επιστάτες και ένα μηχανικό) ως και στο ημερομίσθιο τους. Αναφέρθηκε επίσης σε βοηθητικό εξοπλισμό που οι Ενάγοντες είχαν ενοικιάσει. Ωστόσο, αντεξεταζόμενος ισχυρίστηκε ότι η απαίτηση των Εναγόντων δεν περιλαμβάνει ανθρώπινο δυναμικό των Εναγόντων, ούτε και δικά τους μηχανήματα αλλά οι πιο πάνω απαιτήσεις αφορούν έξοδα ενοικίασης εξοπλισμού από τον υττεργολάβο ως και ποσά που οι Ενάγοντες πλήρωσαν στον υπεργολάβο για το προσωπικό του υπεργολάβου, όπως προκύπτει και από την επιστολή του υπεργολάβου προς τους Ενάγοντες ημερ. 4.7.97 (τεκμ. 8).
Η διαφοροποίηση αυτή των θέσεων του Μ.Ε.1 έχει κλονίσει την αξιοπιστία του σε σχέση με αυτό το σοβαρό και ουσιαστικό μέρος της μαρτυρίας του και ως εκ τούτου δεν γίνεται αποδεκτό από το Δικαστήριο. Διευκρινίζεται ως εκ περισσού ότι οποιαδήποτε θέση του Μ.Ε.1 και αν ισχύει, η πλευρά των Εναγόντων απέτυχε να αποδείξει τα αιτούμενα κονδύλια με κατάλληλη μαρτυρία. Συγκεκριμένα, αναφέρω ότι οι Ενάγοντες παρέλειψαν να παρουσιάσουν ενώπιον του Δικαστηρίου κατάλληλη μαρτυρία που να τεκμηριώνει ότι συγκεκριμένα πρόσωπα - τα ονόματα των οποίων αναφέρθηκαν στην επιστολή των Εναγόντων ημερ. 10.9.97 [τεκμ. 12(B)] - πράγματι εργοδοτούντο κατά τον ουσιώδη χρόνο από τους Ενάγοντες ή από τον υπεργολάβο ως και ότι αμείβοντο με το ημερομίσθιο που ο Μ.Ε.1 ανέφερε στη μαρτυρία του. Περαιτέρω, ο Μ.Ε.1 κανένα αποδεικτικό στοιχείο παρουσίασε στο Δικαστήριο που να τεκμηριώνει τη θέση του κατά την αντεξέταση ότι το ποσό που διεκδικούν οι Ενάγοντες για το προσωπικό, το έχουν πράγματι καταβάλει στον υπεργολάβο. Τονίζεται περαιτέρω ότι οι Ενάγοντες παρέλειψαν να παρουσιάσουν μαρτυρία από τον υπεργολάβο που να τεκμηριώνει τις αξιώσεις του υπεργολάβου προς τους Ενάγοντες, τόσο για το προσωπικό του όσο και για την ενοικίαση του βοηθητικού εξοπλισμού, ως και μαρτυρία που να τεκμηριώνει ότι πράγματι ο υπεργολάβος εισέπραξε από τους Ενάγοντες το ποσό που αυτοί ισχυρίζονται ότι κατέβαλαν στον υπεργολάβο για το προσωπικό. Πρόκειται για αξιώσεις που δεν έχουν τεκμηριωθεί με μαρτυρία και δεν γίνονται αποδεκτές από το Δικαστήριο.
Σ' ότι αφορά τις αξιώσεις των Εναγόντων για διοικητικά έξοδα, απώλεια εισροής κεφαλαίου και επιβάρυνση χρηματοδότησης για αγορά εξοπλισμού/υλικών (παρ. 9 (Γ, Δ, Ε της Έκθεσης Απαίτησης), ο Μ.Ε.1 ανέφερε στη μαρτυρία του ότι πρόκειται για: (α) μη παραγωγικά έξοδα των Εναγόντων, δηλ. το προσωπικό του γραφείου που δεν εργαζόταν στο εργοτάξιο και το 22% αναλογεί στο έργο, (β) απώλεια εισροής κεφαλαίου στους Ενάγοντες 8% σε σχέση με τον χρόνο καθυστέρησης και (γ) επιβάρυνση χρηματοδότησης για αγορά εξοπλισμού/υλικών 8% σε σχέση με τον χρόνο καθυστέρησης.
Είναι η θέση του Δικαστηρίου ότι οι εν λόγω απαιτήσεις των Εναγόντων δεν έχουν τεκμηριωθεί επαρκώς και κατά ικανοποιητικό τρόπο ενώπιον του Δικαστηρίου. Ειδικώτερα, κανένα αποδεικτικό στοιχείο παρουσιάστηκε ενώπιον του Δικαστηρίου που να εξηγεί τα ποσοστά του 22% και 8% που ο Μ.Ε.1 ανέφερε στη μαρτυρία του ούτε και επεξηγήθηκαν κατ' επέκταση οι υπολογισμοί που δικογραφούνται στην Έκθεση Απαίτησης και αναφέρθηκαν από τον Μ.Ε.1 στη μαρτυρία του, ώστε να τεκμηριωθούν τα κονδύλια που απαιτούνται. Ως εκ τούτου και αυτές οι αξιώσεις, ως αόριστες, ασαφείς και ατεκμηρίωτες δεν γίνονται αποδεκτές από το Δικαστήριο."
Εξετάσαμε με προσοχή τα όσα έχει εισηγηθεί ο ευπαίδευτος συνήγορος των Εφεσειόντων. Ουσιαστικά, επκεντρώνονται στην αξιολόγηση της μαρτυρίας του Μ.Ε.1. Ο λόγος Έφεσης δεν μπορεί να επιτύχει. Η μόνη μαρτυρία που προσήχθη για απόδειξη της αξιούμενης αποζημίωσης προέρχετο από τον Μ.Ε.1, Διευθυντή και μέτοχο των Εφεσειόντων. Ήταν προφορική και η μόνη μαρτυρία των Εναγόντων επί του θέματος αυτού. Η απόρριψη δε ισχυρισμών του Μ.Ε.1 δεν στηρίχθηκε μόνο στην εντύπωση που δημιούργησε στο πρωτόδικο Δικαστήριο όταν αυτός κατέθετε ενώπιον του αλλά και για άλλους λόγους οι οποίοι δεν προσβάλλονται ούτε με τον λόγο έφεσης, ούτε με αιτιολογία του αλλά ούτε και σχολιάζονται στο περίγραμμα αγόρευσης του ευπαίδευτου συνήγορου τους. Ένας εξ αυτών είναι η έλλειψη τεκμηρίωσης τους. Τεκμηρίωση τους, η οποία αξιώνετο από τους Εφεσίβλητους εγγράφως αρχικά από τις 5.11.1997 (βλ. Τεκμ. 12(Δ)) και αργότερα στις 30.6.2006 με νέα επιστολή τους (βλ. Τεκμ. 12(Ι)). Οι Εφεσείοντες ουδέποτε παρουσίασαν τέτοια τεκμηριωμένα στοιχεία αλλά επέλεξαν να καταχωρήσουν την αγωγή τους 2½ έτη αργότερα στις 11.11.2008. Περαιτέρω κατά την ακρόαση της υπόθεσης συνέχισαν την ίδια τακτική και δεν παρουσίασαν οποιαδήποτε τεκμηρίωση και παρέμειναν μόνο με την προφορική μαρτυρία του Μ.Ε.1 την οποία το πρωτόδικο Δικαστήριο για καλούς λόγους, που αναφέρει στην απόφαση του, απέρριψε. Με αυτά τα δεδομένα είναι η κρίση μας ότι δεν υπάρχει δυνατότητα επέμβασης μας.
Ο τρίτος λόγος παρόλο που αναφέρεται στην αξιολόγηση της μαρτυρίας των Μ.Ε.1 και Μ.Υ.1 εντούτοις από την αιτιολογία του φαίνεται ότι εκείνο που προσβάλλεται ως εσφαλμένο είναι η αποδοχή υπό του πρωτόδικου Δικαστηρίου του Τεκμ. Β(2) ως μέρος του Συμβολαίου (Τεκμ. Β(4). Το θέμα αυτό το εξετάσαμε όταν εξετάζαμε τον πρώτο λόγο και απορρίψαμε τη σχετική εισήγηση με αναφορά στα έγγραφα και σύνολο της μαρτυρίας ενώπιον του Δικαστηρίου (βλ. Τεκμ. Β(2) και Β(4)) και δεν θα επανέλθουμε.
Παρόλο που ο πρώτος λόγος έφεσης έγινε αποδεκτός, εντούτοις η τελική κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου κρίνεται ως ορθή εφόσον οι Εφεσείοντες απέτυχαν να αποδείξουν τις αξιώσεις τους για τους λόγους που έχουν αναφερθεί.
Για όλους τους πιο πάνω λόγους η Έφεση απορρίπτεται. Λαμβάνοντας υπόψη την μερική επιτυχία της Έφεσης, το τελικό αποτέλεσμα της και όλες τις ειδικές περιστάσεις της υπόθεσης, κρίνουμε ότι είναι ορθό και δίκαιο όπως έκαστη πλευρά επιβαρυνθεί με τα έξοδα της.
ΣΤ. ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ. Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ. Α. ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ.
/γκ