ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Αγγλική νομολογία που περιλαμβάνεται στο bailii.org στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:

Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
public Παναγή, Περσεφόνη Χριστοδούλου, Μιχαλάκης Γιασεμή, Γιασεμής Ν. Αρτ. Αρτεμίου, για Αρτεμίου, Πιερή amp;amp;amp; Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε., για τους Εφεσείοντες. Κ. Μακρίδης, για τον Εφεσίβλητο. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2018-11-28 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΑΘΛΗΤΙΚΟ ΣΩΜΑΤΕΙΟ ΝΕΑ ΣΑΛΑΜΙΝΑ ΑΜΜΟΧΩΣΤΟΥ ν. ΚΟΥΚΟΥΤΣΙΚΑ, Πολιτική ΄Εφεση Αρ. 240/2012, 28/11/2018 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2018:A521

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτική ΄Εφεση Αρ. 240/2012)

 

28 Νοεμβρίου, 2018

 

[ΠΑΝΑΓΗ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ/στές]

 

ΑΘΛΗΤΙΚΟ ΣΩΜΑΤΕΙΟ ΝΕΑ ΣΑΛΑΜΙΝΑ ΑΜΜΟΧΩΣΤΟΥ,

Εφεσείοντες-Καθ' ων η Αίτηση,

ν.

 

xxx ΚΟΥΚΟΥΤΣΙΚΑ,

Εφεσίβλητου-Αιτητή.

________________________

 

Αρτ. Αρτεμίου, για Αρτεμίου, Πιερή & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε., για τους Εφεσείοντες.

Κ. Μακρίδης, για τον Εφεσίβλητο.

________________________

 

ΠΑΝΑΓΗ, Δ.:  Την  ομόφωνη  απόφαση  του  Δικαστηρίου  θα

δώσει ο Δικαστής Γ.Ν. Γιασεμής.

________________________

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.:  Οι εφεσείοντες, όπως συνάγεται άλλωστε από το όνομά τους, αποτελούν αθλητικό σωματείο.  Ο εφεσίβλητος εργοδοτήθηκε στην υπηρεσία τους, ως Γενικός Διευθυντής, για σειρά ετών και μέχρι την 25.11.2008, οπότε η εργασιακή τους σχέση τερματίστηκε.  Την ευθύνη γι' αυτό, σύμφωνα με τον εφεσίβλητο, είχαν οι εφεσείοντες, οι οποίοι, κατά τον ισχυρισμό του, τερμάτισαν αναίτια την απασχόλησή του, ή τον εξανάγκασαν σε παραίτηση.  Ως αποτέλεσμα, αυτός καταχώρισε στο Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών την αίτηση αρ. 261/2009, διά της οποίας προέβαλε τον πιο πάνω ισχυρισμό, απαιτώντας από τους εφεσείοντες την καταβολή διαφόρων χρηματικών ποσών ως δεδουλευμένα ή/και ως αποζημιώσεις.  Η θέση των εφεσειόντων ήταν ότι ο ίδιος εγκατέλειψε την υπηρεσία τους οικειοθελώς.  Η υπό αναφορά αίτηση, τελικά, πέτυχε, στη βάση ότι ο εφεσίβλητος είχε εξαναγκαστεί σε παραίτηση.  Ικανοποιήθηκε δε, σε κάποιο βαθμό, και το οικονομικό μέρος της.

 

Οι εφεσείοντες, επιδιώκοντας την ακύρωση της πιο πάνω απόφασης, καταχώρισαν την παρούσα έφεση.  Με το μοναδικό λόγο που προβάλλουν με αυτή, ισχυρίζονται ότι, αντίθετα με τη διαπίστωση του εκδικάσαντος Δικαστηρίου, τα λεχθέντα αναφορικά με τον εφεσίβλητο από τα μέλη του Διοικητικού τους Συμβουλίου, (το Συμβούλιο), που ήταν παρόντα κατά τη διάρκεια της συνεδρίασής του στις 25.11.2008, δεν εξέφραζαν το Συμβούλιο και, εν πάση περιπτώσει, δε συνιστούσαν εξαναγκασμό του εφεσίβλητου σε παραίτηση.  ΄Οπως, ευθαρσώς, δηλώθηκε από το συνήγορο των εφεσειόντων κατά την αγόρευσή του, δεν αμφισβητούνται τα ευρήματα του εκδικάσαντος Δικαστηρίου σε ό,τι αφορά τα σχετικά προς τα υπό εξέταση ζητήματα γεγονότα, τα οποία έλαβαν χώρα κατά την προαναφερθείσα συνεδρίαση.  Επομένως, καθίσταται ξεκάθαρο ότι ο εξεταζόμενος λόγος έφεσης περιορίζεται σε, αμιγώς, νομικά ζητήματα, ως η απαίτηση του άρθρου 12(11Α) του περί Ετησίων Αδειών μετ' Απολαβών Νόμου του 1967, (Ν. 8/1967), όπως αυτός έχει τροποποιηθεί. 

 

Τα όσα, σχετικά, είχαν λεχθεί κατά την προαναφερθείσα συνεδρίαση του Συμβουλίου της 25.11.2008 ήταν καθοριστικά για την απόφαση του εκδικάσαντος Δικαστηρίου.  Αποτελούν μέρος των ευρημάτων του, όσον αφορά τα γεγονότα επί των οποίων εφαρμόστηκε ο σχετικός νόμος, και έχουν ως εξής:  Στη βάση συγκεκριμένης πληροφόρησης, την οποία μέλος του Συμβουλίου έθεσε υπόψη των μελών του που ήταν παρόντα στην εν λόγω συνεδρίαση, συζητήθηκε η επίδραση που θεωρήθηκε ότι είχε μια επιστολή η οποία απεστάλη από τον εφεσίβλητο σε κάποιο άλλο σωματείο.  Με αυτή, φέρεται να απαλλασσόταν, όπως εκλήφθηκε, το σωματείο εκείνο από σοβαρή ευθύνη, που αυτό τυχόν να είχε σε σχέση με την υποκίνηση βίας κατά τη διάρκεια ποδοσφαιρικού αγώνα που είχε διεξαχθεί στο γήπεδο των εφεσειόντων στη Λάρνακα. 

 

Κατά την πιο πάνω συνεδρίαση, τηρήθηκαν πρακτικά, κατά το μεγαλύτερο μέρος της από τον ίδιο τον εφεσίβλητο, το περιεχόμενο των οποίων ουδείς αμφισβήτησε.  Σύμφωνα δε με ό,τι κατεγράφη σε αυτά, το μέλος του Συμβουλίου κ. xxx Ανδρέου, αφού ήγειρε το θέμα της προαναφερθείσας επιστολής, δήλωσε, στη συνέχεια, τα εξής:  «Η επιστολή τούτη είναι ατυχής.  Το Σωματείο μένει εκτεθειμένο στις εφημερίδες, περιοδικά, internet κ.λπ.  Πολύς κόσμος με πήρε τηλ. να διαμαρτυρηθεί γι' αυτό.  ΄Ηταν εντελώς λάθος και ατυχής.  Βοηθήσαμε ένα Σωματείο και βρήκαμε 13 άλλα εναντίον μας.»  Στη συνέχεια, κάποια από τα μέλη του Συμβουλίου μίλησαν κατά τον ίδιο ή παρόμοιο τρόπο, εκφράζοντας και αυτά την απαρέσκειά τους για την προαναφερθείσα ενέργεια του εφεσίβλητου.

 

Καθοριστικής σημασίας για τα γεγονότα που ακολούθησαν ήταν και μια δήλωση του Προέδρου του Συμβουλίου, με την οποία αυτός εκφράστηκε, σε σχέση με ό,τι συζητείτο, ως εξής:  «Το θέμα είναι πολύ σοβαρό και το σωματείο έχει εκτεθεί ανεπανόρθωτα.  Δεν είναι η πρώτη φορά που κάνει ενέργειες ο xxx Κουκούτσικας που εκθέτουν το σωματείο.  Εισηγούμαι προς τον κ. xxx` Κουκούτσικα όπως υποβάλει την παραίτηση του στο Δ.Σ.»  Ο εφεσίβλητος, αντιδρώντας, υπέβαλε, ουσιαστικά, την παραίτησή του και αποχώρησε.  Ακολούθησε συζήτηση των μελών του Συμβουλίου, η οποία κατέληξε σε ομόφωνη απόφαση αποδοχής της παραίτησης του εφεσίβλητου από τη θέση του ως Γενικός Διευθυντής των εφεσειόντων.

 

Το εκδικάσαν Δικαστήριο, εξετάζοντας την ενώπιόν του μαρτυρία, διαπίστωσε ότι, από αυτή, δεν προέκυψε οτιδήποτε το μεμπτό εναντίον του εφεσίβλητου και, ειδικά, ότι ο ίδιος δεν εκτελούσε σωστά τα καθήκοντά του, ή ότι ενεργούσε εναντίον των συμφερόντων των εφεσειόντων.  Σχολιάζοντας δε, συγκεκριμένα, τη δήλωση, ανωτέρω, του Προέδρου του Συμβουλίου, παρατήρησε ότι «αυτή σε καμία περίπτωση δεν έχει δικαιολογηθεί ή υποστηριχθεί» από τους εφεσείοντες.  Τέλος, στη βάση των διαπιστώσεών του, ανωτέρω, κατέληξε ότι οι εφεσείοντες, «με την όλη συμπεριφορά τους και για τους λόγους που επικαλέστηκαν, εκδήλωσαν τη βούληση τους προς τον Αιτητή ότι η μεταξύ τους εργασιακή σχέση ήταν αδύνατο να συνεχιστεί».  Δεδομένων των πιο πάνω γεγονότων, το Δικαστήριο έκρινε, από νομικής απόψεως, πλέον, ότι οι εφεσείοντες παραβίασαν το σιωπηρό όρο για αμοιβαία εμπιστοσύνη μεταξύ εργοδότη και εργοδοτουμένου και ότι ο εφεσίβλητος δικαιολογημένα θεώρησε ότι είχε εξαναγκαστεί σε παραίτηση.    

 

΄Οπως προκύπτει από το μοναδικό λόγο έφεσης και την αιτιολογία του, οι εφεσείοντες προβάλλουν δύο, βασικά, αιτίες, προς υποστήριξη της θέσης τους ότι είναι λανθασμένη η απόφαση, ανωτέρω, του εκδικάσαντος Δικαστηρίου.  Πρώτον, εισηγούνται πως τα όσα το κάθε μέλος του Συμβουλίου ανέφερε κατά την εν λόγω συνεδρίαση, διατυπώνοντας την άποψή του, δεν αποτελούν την επίσημη θέση των εφεσειόντων.  Η απάντηση σε σχέση με τον ισχυρισμό αυτό βρίσκεται στο συνήθη τρόπο λειτουργίας των συλλογικών οργάνων, γενικά.  Το Συμβούλιο δε των εφεσειόντων, αναμφίβολα, αποτελεί συλλογικό όργανο.  Συγκεκριμένα, κατά τη διάρκεια μιας συνεδρίασης, το κάθε μέλος του συλλογικού οργάνου, όταν αυτό διατυπώνει την άποψή του, εκφράζεται, ασφαλώς, εξ ιδίων.  Στο τέλος, όμως, οι εκφρασθείσες απόψεις αποτελούν, κατά κανόνα, τη βάση επί της οποίας το συλλογικό όργανο διαμορφώνει την αντίληψή του επί ενός θέματος που το απασχολεί και οδηγείται στην απόφασή του.  Αυτό είναι, ακριβώς, που συνέβη στην προκειμένη περίπτωση κατά την εν λόγω συνεδρίαση του Συμβουλίου, όσον αφορά το μη επιθυμητό της συνέχισης της εργοδότησης του εφεσίβλητου, όπως, εύλογα, έγινε αντιληπτό από τον ίδιο και τον οδήγησε στην υποβολή της παραίτησής του.  Επιβεβαιώνεται δε η πιο πάνω συλλογική αντίληψη του Συμβουλίου από την ομόφωνη απόφασή του για αποδοχή της.  Επομένως, η σχετική εισήγηση, είναι φανερό, πάσχει στοιχειωδώς και δε γίνεται δεκτή.

 

Δεύτερο και, πλέον, σημαντικό, οι εφεσείοντες εισηγούνται πως τα όσα λέχθηκαν σε σχέση με τον εφεσίβλητο κατά την προαναφερθείσα συνεδρίαση δεν αποτελούν «πράξη ή/και ενέργεια που έπληξε και παραβίασε ανεπανόρθωτα τον εξυπακουόμενο όρο της εμπιστοσύνης και του σεβασμού που πρέπει να υπάρχει μεταξύ εργοδότη και εργοδοτούμενου.»  Αναφέρονται στο σιωπηρό όρο αμοιβαίας εμπιστοσύνης μεταξύ εργοδότη και εργοδοτουμένου, ο οποίος περιέχεται σε κάθε σύμβαση εργασίας και υπαγορεύει ότι τα μέρη δεν πρέπει να επιδεικνύουν συμπεριφορά τέτοια, η οποία δυνατό να προκαλέσει σοβαρή ρήξη ή να καταστρέψει την εν λόγω σχέση, (βλ. Malik v BCCI SA [1997] 3 All ER 1, (HL) και Interamerican Insurance (Cyprus) Ltd. v. Μιχαηλίδη (2005) 1 Α.Α.Δ. 951)[1]΄Οπως έχει αναφερθεί στην πρώτη από τις δύο πιο πάνω αποφάσεις, στη σελίδα 5, για να υπάρχει παραβίαση του εν λόγω σιωπηρού όρου, "The conduct must, of course, impinge on the relationship in the sense that, looked at objectively, it is likely to destroy or seriously damage the degree of trust and confidence the employee is reasonably entitled to have in his employer.  That requires one to look at all the circumstances."

 

Στην παρούσα υπόθεση, αναμφίβολα, το σαφές μήνυμα των λεχθέντων από τα μέλη και τον Πρόεδρο του Συμβουλίου σε σχέση με τον εφεσίβλητο, στην παρουσία του, κατά τη συνεδρίαση της 25.11.2008, ήταν ότι η συνέχιση της εργοδότησής του δεν εξυπηρετούσε τα συμφέροντα των εφεσειόντων.  Επομένως, δικαιολογημένα, θεωρήθηκε από τον εφεσίβλητο ότι αυτός ήταν ανεπιθύμητος, πλέον, ως Γενικός Διευθυντής των εφεσειόντων.  Επρόκειτο για σαφή παραβίαση του προαναφερθέντος σιωπηρού όρου από τους ιδίους.         

 

Επί του ιδίου θέματος, προκύπτει από τη σχετική νομολογία ότι παραβίαση από τον εργοδότη του εν λόγω όρου συνιστά αποκήρυξη (repudiation) της σύμβασης εργοδότησης.  Εναπόκειται δε, πλέον, στον εργοδοτούμενο, ο ίδιος να επιλέξει αν θα επιμένει στη συνέχισή της, ή αν θα προβεί στον τερματισμό της.  ΄Εχει κριθεί ότι η δεύτερη επιλογή ισοδυναμεί με εξαναγκασμό του εργοδοτουμένου σε παραίτηση, (βλ. Omilaju v Waltham Forest London BC [2005] 1 All ER 75 (CA)).  Πρόκειται για την περίπτωση τερματισμού απασχόλησης η οποία προβλέπεται από το άρθρο 7(1)[2] του περί Τερματισμού Απασχολήσεως Νόμου του 1967, (Ν. 24/1967), όπως αυτός έχει τροποποιηθεί, (βλ. Alouet Clothing v. Athanasiou (1988) 1 C.L.R. 626 και Louis Tourist v. Ηλία (1992) 1 Α.Α.Δ. 98).  Στην προκειμένη περίπτωση, το εκδικάσαν  Δικαστήριο, έχοντας συνεκτιμήσει ορθά τις πιο πάνω νομικές πτυχές της υπόθεσης, δικαιολογημένα, οδηγήθηκε στην αποδοχή της αίτησης του εφεσίβλητου.

 

Για τους πιο πάνω λόγους, η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται, με έξοδα υπέρ του εφεσίβλητου και εναντίον των εφεσειόντων, τα οποία καθορίζονται στο ποσό των €3.000,00, πλέον Φ.Π.Α. 

 

 

                                                     Π. Παναγή, Δ.

 

 

                                                     Μ. Χριστοδούλου, Δ.

 

 

                                                     Γ.Ν. Γιασεμής, Δ.

/ΜΠ



[1] ΄Αμεσα σχετικές είναι και οι υποθέσεις Courtaulds Northern Textiles Ltd v. Andrew [1979] IRLR 84, The Post Office v. Roberts [1980] IRLR 347, Woods v. W.M. Car Services (Peterborough) Ltd. [1981] ICR 666 και Bliss v. South East Thames Regional Health Authority [1987] ICR 700.

[2] «7. - (1)  ΄Οταν εργοδοτούμενος νομίμως τερματίζη την απασχόλησίν του παρ' εργοδότη λόγω της διαγωγής του εργοδότου, τότε ο τερματισμός ούτος θεωρείται ως τερματισμός υπό του εργοδότου υπό την έννοιαν του άρθρου 3.»


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο