ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Παύλου κ.α. ν. Ελλην. Τράπεζας (1990) 1 ΑΑΔ 483
Λοϊζίδης Λοΐζος Kώστα ν. Aνδρέα Mιχαήλ Tσιακλή και ’λλης (1997) 1 ΑΑΔ 1418
Λαζάρου Eυάγγελος και ’λλη ν. Γιάννη Π. Mακεδόνα (1999) 1 ΑΑΔ 817
Caterchef N.V. Ltd ν. P.C.P. Electronics Ltd (1999) 1 ΑΑΔ 1912
Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας στους οποίους κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας Δ.18
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
ECLI:CY:AD:2018:A461
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Πολιτική Έφεση Αρ. Ε28/2017
24 Οκτωβρίου, 2018.
[Π. ΠΑΝΑΓΗ, Μ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Γ. Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ/Δ]
XXXXX ΧΑΡΑΚΗΣ,
Εφεσείοντας/Εναγόμενος
- ΚΑΙ -
XXXXX ΒΡΥΩΝΗ,
Εφεσίβλητος/Ενάγοντας,
------------------------
Φιόνα Νικολάου (κα) με Μ. Καραίσκο, για τον Εφεσείοντα.
Αντ. Αργυρού (κα) για N. PIRILIDES & ASSOCIATES LLC, για τον Εφεσίβλητο.
----------------------
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Δικαστής Π. Παναγή.
----------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΝΑΓΗ, Δ:- Με αγωγή που καταχώρησε στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού ο εφεσίβλητος αξίωσε εναντίον του εφεσείοντα το συνολικό ποσό των 400.000,00- βάσει δύο γραμματίων συνήθους τύπου προς όφελος του εφεσίβλητου, πληρωτέα στις 25.11.2013 και 20.2. 2014 αντίστοιχα. Αξίωσε, επιπλέον, τόκο προς 8% ετησίως επί του ποσού του κάθε γραμματίου από της υπογραφής του μέχρι εξοφλήσεως.
Ακολούθως, στις 25.5.2016, ο εφεσίβλητος καταχώρησε αίτηση για συνοπτική απόφαση δυνάμει της Δ.18 των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών. Η αίτηση αντιμετώπισε την ένσταση του εφεσείοντα, συνοδευόμενη από ένορκη δήλωση του ιδίου στην οποία προβλήθηκε αριθμός ισχυρισμών, αναφορά στους οποίους γίνεται κατωτέρω.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού εξέτασε την ενώπιον του μαρτυρία και αναφέρθηκε στις αρχές που διέπουν την έκδοση συνοπτικής απόφασης, ενέκρινε την αίτηση και εξέδωσε συνοπτική απόφαση υπέρ του εφεσίβλητου. Αναφερόμενο γενικά στο περιεχόμενο της ένορκης δήλωσης του εφεσείοντα η οποία υποστήριζε την ένσταση, το πρωτόδικο Δικαστήριο σημείωσε ότι αυτός «αρνείται το ισχυριζόμενο δάνειο, που αποτελεί το αντάλλαγμα, την υπογραφή των γραμματίων από τον ίδιο και τους μάρτυρες και ισχυρίζεται ότι εξαναγκάστηκε κατόπιν ψυχολογικής πίεσης με δόλο και/ή απάτη να τα υπογράψει». Εν τέλει, θεώρησε ότι ο εφεσείων με την ένσταση του πρόβαλλε και τις δύο υπερασπίσεις που μπορούν να προβληθούν, δυνάμει του άρθρου 80 του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ.149, σε αγωγή δυνάμει γραμμάτιου συνήθους τύπου - ότι δεν υπέγραψε τα επίδικα γραμμάτια και πως υπέγραψε κατόπιν εξαναγκασμού και ψυχικής πίεσης - οι οποίες όμως, μεταξύ τους, είναι αντιφατικές και αντικρουόμενες. Συνεπεία των διαζευκτικών και αντικρουόμενων ισχυρισμών αυτών, το Δικαστήριο κατέληξε ότι δεν είχε προβληθεί καλόπιστα εκ μέρους του εφεσείοντα «η ύπαρξη μιας συγκεκριμένης υπερασπιστικής γραμμής». Οι δε ισχυρισμοί του περί απειλών, εξαναγκασμού και ψυχικής πίεσης, ήταν γενικοί, αόριστοι και ατεκμηρίωτοι σε βαθμό που ούτε αυτοί μπορούσαν να θεωρηθούν καλόπιστοι.
Η ορθότητα της απόφασης αυτής αμφισβητείται με την παρούσα έφεση. Καταλογίζονται στο Δικαστήριο σφάλματα τόσο στην εφαρμογή των αρχών που διέπουν τη Δ.18, όσο και σε σχέση με την εκτίμηση της ενώπιον του μαρτυρίας και τη βαρύτητα που προσέδωσε σε αυτή, με αποτέλεσμα να καταλήξει, κατά τον εφεσείοντα, σε εσφαλμένα συμπεράσματα και στην αναιτιολόγητη απόρριψη της ένστασης του εφεσείοντα. Η δε απόφαση που εξέδωσε το Δικαστήριο υπέρ του εφεσίβλητου παραβιάζει και τα άρθρα 78, 79 και 80 του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149.
Βασική θέση του εφεσείοντα είναι ότι η ένορκη δήλωση που υποστήριζε την ένσταση στην αίτηση για συνοπτική απόφαση, δεν περιείχε διαζευκτικούς ισχυρισμούς όπως αποφάσισε το Δικαστήριο, σε βαθμό και έκταση, μάλιστα, που να είναι άκρως αντιφατικοί ή αντικρουόμενοι και να μην αφήνεται άλλη επιλογή στο Δικαστήριο από το να απορρίψει τη θέση του εφεσείοντα περί ύπαρξης υπεράσπισης.
Υποστηρίζοντας την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης σε όλη της την έκταση, ο εφεσίβλητος υπογραμμίζει ότι λόγω των αντιφατικών και οξύμωρων ισχυρισμών του εφεσείοντα, από τη μια πως δεν είχε υπογράψει τα επίδικα γραμμάτια και από την άλλη ότι τα υπέγραψε συνεπεία εξαναγκασμού, απάτης, ψυχικής πίεσης και ψευδών παραστάσεων από τον εφεσίβλητο και/ή ότι τα υπέγραψε χωρίς την παρουσία μαρτύρων, ο εφεσείων απέτυχε να παρουσιάσει μια ξεκάθαρη και σταθερή γραμμή υπεράσπισης.
Οι συνθήκες κάτω από τις οποίες ο εφεσείων εξαναγκάστηκε, όπως ισχυρίστηκε, να υπογράψει τα φερόμενα ως γραμμάτια, εκτίθενται κυρίως στις παραγράφους 11 και 12 της ένορκης δήλωσης που συνόδευε την ένσταση του στην αίτηση για συνοπτική απόφαση, οι οποίες παρατίθενται αυτούσιες στην εκκαλούμενη απόφαση. Αντί να συνοψίσουμε το περιεχόμενό τους, θεωρούμε ορθό, για να γίνει πλήρως αντιληπτή η θέση του εφεσείοντα, όπως παραθέσουμε αυτούσιες τις παραγράφους 11 και 12(α),(β) και (γ) της εν λόγω ένορκης δήλωσης:
«11. Με τον ενάγοντα γνωριστήκαμε προ ετών και μου συστήθη εν μέσω του γονέα του με τον οποίο διατηρούσα φιλικές σχέσεις, και εγνώριζε δια την μεγάλη ακίνητη περιουσία που διαθέτω.
12. Eλέω της φιλίας μου με τον γονέα του, γνώριζε δια τα οικογενειακά προβλήματα που αντιμετώπιζα και πιο συγκεκριμένα δια τις διενέξεις που είχα με την αδελφή μου σχετικώς με τα κοινά περιουσιακά μας στοιχεία και την διαχείριση αυτών κάτι το οποίο επηρέαζε άμεσα την οικονομική μου κατάσταση, την ψυχική μου υγεία, αλλά και την βεβαρημένη σωματική μου υγεία.
(α) Ο Ενάγοντας εμφανιζόμενος ως δήθεν διαμεσολαβητής μεταξύ εμένα και της αδελφής μου με την οποία ευρίσκομαι σε διαμάχη και δικαστική αντιπαράθεση δια την κοινή και μεγάλης αξίας οικογενειακή περιουσία, κινητής και ακίνητης, που έχουμε κληρονομήσει από τους γονείς μας και που εμφανιζόμαστε ως συνδικαιούχοι και συνιδιοκτήτες, με απατηλό τρόπο και με διάφορα τεχνάσματα τα οποία συνέτειναν στην παραπλάνηση μου, και ασκώντας εις το πρόσωπο μου έντονη ψυχική πίεση με οδήγησε δι΄ εξαναγκασμού και δι΄ απάτης και υπό το κράτος απειλών ότι αν δεν υπέγραφα τις σχετικές δηλώσεις γραμματίων και αναγνώρισης δήθεν χρεών θα έπειθε την αδελφή μου να συναινέσει στο να μου αποδώσει το νόμιμο μερίδιο που μου αναλογεί εκ των εισοδημάτων της κοινής περιουσίας μας και που διαχειρίζεται η ιδία και για λογαριασμό μου, υποχρεώθηκα όπως υπογράψω τα εν λόγω έγγραφα προκειμένου όπως δήθεν μου υποσχέθηκε ο Ενάγοντας να χρησιμοποιήσει αυτά ώστε να πείσει την αδελφή μου να αποδεσμεύσει τα δικαιωματικώς δικά μου κεφάλαια που βρίσκοταν (sic) κατατεθειμένα σε λογαριασμό και να μου αποδώσει το ισάξιο ποσό των εν λόγω γραμματίων, το οποίο αντιστοιχούσε σε αξία με τα ποσά που αξιώνω εγώ από την αδελφή μου από την διαχείριση κοινής ακίνητης περιουσίας μας στη Λεμεσό.
(β) Ο Ενάγοντας ειδικότερα με εξαπάτησε και με εξανάγκασε στην υπογραφή των 2 εγγράφων, εκμεταλλευόμενος την προσωπική κατάσταση μου, την κλονισμένη μου ψυχολογική και σωματική υγεία αλλά και την καθ΄ ολοκληρίαν έλλειψη χρημάτων και πόρων ακόμα και για τα βασικά έξοδα διατροφής και συντήρησης μου και την εξουθένωση μου εκ της χρόνιας και παρατεταμένης αντιδικίας μου με την αδελφή μου και την έλλειψη δυνατότητας διαχείρισης της περιουσίας μου, και τούτο έπραξα χωρίς να λάβω οποιοδήποτε ποσό χρημάτων, προς τούτο ο Ενάγοντας με διαβεβαίωσε ψευδώς και εξαπατώντας με ότι δεν πρόκειται να προχωρήσει σε εκτέλεση των εν λόγω γραμματίων ή οποιανδήποτε (sic) ένδικων διαβημάτων εναντίον μου παρά μόνο θα χρησιμοποιήσει αυτά προκειμένου να διαπραγματευτεί και να πείσει την αδελφή μου και συνιδιοκτήτη της περιουσίας μου, να μου καταβάλει τα ποσά χρημάτων που μου αντιστοιχούσαν εκ των παρανόμως δεσμευθέντων ενοικίων εκ της συγγενούς μου χρησιμοποιώντας δηλαδή τα έγγραφα αυτά και πείθοντας την αδελφή μου να πληρώσει τα εν λόγω ποσά των γραμματίων.
(γ) Η πραγματικότητα είναι ότι ο Ενάγοντας δε έπραξε έτσι, εξανάγκασέ με και ή με εξαπάτησε προκειμένου να αποσπάσει την υπογραφή μου στα εν λόγω έγγραφα, δίχως όμως την παρουσία μαρτύρων και με απάτη και με διάφορα τεχνάσματα παραθέτοντας εις εμού ψευδείς παραστάσεις και επροχώρησε δε εν συνεχεία στην έγερση εναντίον μου της ως άνω αγωγής παρά την διαβεβαίωση και συμφωνία να μου επιστρέψει τα εν λόγω γραμμάτια και παρά τ΄ ότι αυτά ήτο καθ΄ όλα εικονικά και δη σε σχέση με τους όρους αυτών και τα ποσά που αναγράφονται σ΄ αυτά ότι δήθεν εισέπραξα από αυτόν σε μετρητά εν είδος δανείου, εν συνεχεία δε ο Ενάγοντας εξαπατώντας με και πάλι και παραπλανώντας με ότι δεν πρόκειται και σε καμία περίπτωση να προωθήσει περαιτέρω νομικά μέτρα ήγειρε εναντίον μου την ως άνω αγωγή.»
Η διαδικασία με βάση τη Δ.18 για συνοπτική απόφαση αποτελεί εξαιρετικό μέτρο, αφού παρέχεται στον ενάγοντα η δυνατότητα να πετύχει την έκδοση απόφασης παρακάμπτοντας τη συνήθη διαδικασία διεξαγωγής δίκης. Γι' αυτό εφαρμόζεται μόνο, όπου η υπόθεση του ενάγοντα είναι ξεκάθαρη και είναι προφανές πέραν από λογική αμφιβολία ότι ο εναγόμενος δεν έχει καλή υπεράσπιση ή δεν υπάρχουν γεγονότα τέτοια που να παρέχουν στον εναγόμενο το δικαίωμα υπεράσπισης. Ό,τι απαιτείται από τον εναγόμενο είναι να δείξει πως υπάρχει δικάσιμο θέμα «ανεξάρτητα αν το δικαστήριο πιστεύει πως τελικά η προβαλλόμενη υπεράσπιση μπορεί να μην επιτύχει», κριτήριο το οποίο δεν ικανοποιείται χωρίς την παροχή λεπτομερειών σε λογική έκταση, (βλ. N. V. Caterchef Ltd v P.C.P. Electronics Ltd (1999) 1 ΑΑΔ 1912). Υπενθυμίζουμε συναφώς και την αναφορά στην υπόθεση Λαζάρου κ.ά ν Μακεδόνα (1999) 1 ΑΑΔ 817,822 ότι, «όπου η υπεράσπιση μπορεί να περιγραφεί ως κάτι περισσότερο από σκιώδης αλλά λιγότερο από πιθανή, θα πρέπει να δίδεται άδεια για υπεράσπιση».
Το παράπονο του εφεσείοντα κρίνεται βάσιμο. Παρόλο που η ένορκη δήλωση του δεν είναι διατυπωμένη με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, δεν αναδύονται από αυτή αντιφατικές θέσεις, όπως θεώρησε το πρωτόδικο Δικαστήριο. Αντιθέτως, παρά τη πολυλογία και επανάληψη ισχυρισμών του εφεσείοντα διακρίνεται σαφής εκδοχή γεγονότων. Ότι, δηλαδή υπέγραψε κάποια έγγραφα, στην απουσία μαρτύρων, κάτω από τις συνθήκες που περιγράφονται στην ένορκη δήλωσή του, για να χρησιμοποιηθούν από τον εμφανιζόμενο ως έμπιστο του, εφεσίβλητο, για συγκεκριμένο σκοπό. Αυτός, όμως, παρά τις περί του αντιθέτου διαβεβαιώσεις του προς τον εφεσείοντα, δεν χρησιμοποίησε τα έγγραφα για το σκοπό που είχαν υπογραφεί, αλλά για να διεκδικήσει δικαστικά το ποσό που αναφερόταν στα εν λόγω έγγραφα ως δάνειο που δήθεν είχε παραχωρηθεί στον εφεσείοντα, αλλά το οποίο αυτός ουδέποτε έλαβε.
Δεν παραγνωρίζουμε, βεβαίως, ότι κατά την εξιστόρηση της εκδοχής του ο εφεσείων αναφέρει στην ένορκη δήλωση του:
«Περαιτέρω αναφέρω και επιμένω εμφατικά ότι η υπογραφή μου επί των συγκεκριμένων εγγράφων εάν και εφόσον υφίσταται αυτή ετέθηκε με δόλιο τρόπο από τον Ενάγοντα."
Και
«(ε) Υποστηρίζω δε ότι εάν κι΄ εφόσον τα εν λόγω γραμμάτια φέρουν πράγματι την υπογραφή μου αυτή ετέθηκε κατά τρόπο, χρόνο και υπό συνθήκες εξαναγκασμού, απάτης, ψυχικής πίεσης, και ψευδών παραστάσεων εκ του ενάγοντος .»
Εν προκειμένω, θεωρούμε ότι η επαναλαμβανόμενη αναφορά του εφεσείοντα, στην παράγραφο 12(α),(β) και (γ) της ένορκης δήλωσης του, σε υπογραφή των εν λόγω γραμματίων από τον ίδιο, δεν αναιρείται με την χρήση της φράσης «εάν κι' εφόσον». Φράση η οποία μπορεί να συναρτηθεί με τη θέση του όσον αφορά τις συνθήκες υπογραφής των εγγράφων, ιδιαίτερα ότι τα έγγραφα που υπέγραψε κατά τον ουσιώδη χρόνο δεν υπεγράφησαν στην παρουσία μαρτύρων.
Ένα έγγραφο, για να αποτελεί γραμμάτιο συνήθους τύπου πρέπει να πληροί τις προϋποθέσεις που τίθενται στο άρθρο 78 του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ.149. Μεταξύ άλλων, πρέπει να υπογράφεται από το πρόσωπο που παρέχει την υπόσχεση «στην παρουσία δυο τουλάχιστο ΅αρτύρων ικανών προς το συ΅βάλλεσθαι». Σύμφωνα με τη νομολογία, η αυστηρή τήρηση των νομοθετικών διατάξεων είναι απαραίτητη προϋπόθεση για να διατηρήσει ένα έγγραφο τη φυσιογνωμία και να έχει τα ευεργετήματα που παρέχει ο νόμος στο γραμμάτιο συνήθους τύπου, ( βλ. Papastratis v Economou (1970) CLR 11 και Παύλου κ.α. ν Ελληνικής Τράπεζας Λτδ (1990) 1 ΑΑΔ 483). Ισχυριζόμενος ότι υπέγραψε έγγραφα στην απουσία μαρτύρων, ο εφεσείων ουσιαστικά αμφισβήτησε τη νομική φύση και υπόσταση των εγγράφων που παρουσίασε ο εφεσίβλητος ως γραμμάτια συνήθους τύπου, προβάλλοντας, ταυτόχρονα, πως η υπογραφή του εξασφαλίστηκε υπό συνθήκες που ισοδυναμούν με εξαναγκασμό ή απάτη ή κατόπιν ψευδών παραστάσεων.
Θεωρούμε ότι πρόκειται για θέσεις σαφείς, διατυπωμένες με επαρκή και σε λογική έκταση λεπτομέρεια, ώστε να καταδεικνύεται η ύπαρξη καλής υπεράσπισης.
Σε ό,τι αφορά την άρνηση του πρωτόδικου Δικαστηρίου να ασχοληθεί με τη θέση του εφεσείοντα ότι δεν υπέγραψε ενώπιον μαρτύρων, θεωρώντας ότι δεν αποτελούσε υπεράσπιση σε γραμμάτιο συνήθους τύπου, θα περιοριστούμε να αναφέρουμε πως υπάρχει νομολογία η οποία υποστηρίζει ότι εφόσον σε αγωγή με βάση γραμμάτιο συνήθους τύπου, αμφισβητείται η νομική υπόσταση του εγγράφου για λόγους που άπτονται της σωστής κατάρτισής του, το πρώτιστο καθήκον του ενάγοντα είναι να αποδείξει ότι η κατάρτιση του εγγράφου έγινε σύμφωνα και κατ' εφαρμογή των προνοιών του άρθρου 78 του Κεφ.149, (Λοιζίδης ν Τσιακλή κ.ά (1997) 1 ΑΑΔ 1418. Βλ. επίσης Papastratis v Economou (ανωτέρω)).
Κρίνουμε πως τα όσα ο εφεσείων διατείνεται, αποκαλύπτουν καλή υπεράσπιση την οποία πρέπει να έχει την ευκαιρία να προβάλει στα πλαίσια δίκης και, εν πάση περιπτώσει, παραπέμπουν σε γεγονότα τα οποία του παρέχουν τέτοιο δικαίωμα.
Συνακόλουθα η έφεση επιτυγχάνει. Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται. Παραχωρείται άδεια στον εφεσείοντα να καταχωρήσει υπεράσπιση εντός 20 ημερών από σήμερα. Τα έξοδα τόσο πρωτόδικα όσο κατ' έφεση, επιδικάζονται υπέρ του εφεσείοντα και εναντίον του εφεσίβλητου.
Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ.
Μ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.
Γ. Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.
/ΣΓεωργίου