ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2018:A436
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Εφεση Αρ. 89/2012)
9 Οκτωβρίου, 2018
[ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΛΙΑΤΣΟΣ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
1. XXXXX ΜΗΛΟΣ
2. XXXXX ΜΗΛΟΥ
Εφεσείοντες/Ενάγοντες
και
XXXXX ΛΟΥΚΑΪΔΗΣ
Εφεσίβλητος/Εναγόμενος
_ _ _ _ _ _
Στ.Βασιλακάς, για τους εφεσείοντες
Χ.Χρυσάνθου, για εφεσίβλητο
_ _ _ _ _ _
ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου
θα δοθεί από την Ψαρά-Μιλτιάδου, Δ.
_ _ _ _ _ _
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.: Οι εφεσείοντες/ενάγοντες κατεχώρησαν εναντίον των εφεσιβλήτων/εναγομένων αγωγή στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας αξιώνοντας ποσό €436.800 (πλέον τόκους και έξοδα) «δυνάμει εγγράφου αναγνωρίσεως χρέους και/ή γραμματίου συνήθους τύπου και/ή γραμματίου και/ή συναλλαγματικής και/ή συμφωνίας ημερομηνίας 16.12.2008 και/ή γραπτής ανάληψης υποχρέωσης και/ή άλλως πως.»
Η αγωγή καταχωρήθηκε με έντυπο Ο.2. r.6 στις 19.2.2010. Αφού επιδόθηκε, σημείωμα εμφανίσεως εκ μέρους του εφεσίβλητου-εναγόμενου από τους δικηγόρους του καταχωρήθηκε στις 23.3.2010. Την 29.4.2010 οι εφεσείοντες κατεχώρησαν αίτηση για απόφαση λόγω παράλειψης του εφεσιβλήτου να καταχωρήσει υπεράσπιση δυνάμει της Δ.26 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας.
Η αίτηση αυτή ορίστηκε την 7.6.2010 και αναβλήθηκε στη συνέχεια δύο φορές για οδηγίες, δηλαδή την 8.7.2010 και 6.10.2010, για να δοθεί ευκαιρία στον εφεσίβλητο να καταχωρήσει υπεράσπιση. Στις 6.10.2010 δεν εμφανίστηκε οποιοσδήποτε δικηγόρος για την πλευρά του εφεσίβλητου και, σύμφωνα με το πρακτικό του Δικαστηρίου, η υπόθεση ορίστηκε για απόδειξη στις 9.2.2011 εκτός εάν καταχωρείτο υπεράσπιση εντός 30 ημερών. Ο δε συνήγορος του εφεσίβλητου ενημερώθηκε για τη νέα ημερομηνία και τις οδηγίες του Δικαστηρίου. Υπήρξε διχογνωμία μεταξύ των δύο πλευρών για το πλήρες περιεχόμενο της ενημέρωσης και αυτό θα μας απασχολήσει πιο κάτω.
Η υπεράσπιση δεν καταχωρήθηκε και στις 9.2.2011 οι εφεσείοντες προχώρησαν σε απόδειξη της υπόθεσης τους. Να σημειωθεί πως ο συνήγορος του εφεσίβλητου είχε εμφανιστεί και ζήτησε χρόνο για να καταχωρήσει υπεράσπιση. Το Δικαστήριο όμως, επέτρεψε την απόδειξη και προχώρησε στην έκδοση απόφασης.
Στη συνέχεια στις 23.2.2011 ο εφεσίβλητος, καταχώρησε αίτηση για παραμερισμό της ως άνω απόφασης. Η πραγματική βάση της αίτησης ήταν η ένορκη δήλωση του XXXXX Παναγιώτου, εκ Λευκωσίας ομού με συνημμένα τεκμήρια. Υπήρξε ένσταση εκ μέρους των εφεσειόντων. Το Δικαστήριο αφού άκουσε μαρτυρία (αντεξετάσεις ενόρκως δηλούντων) και αγορεύσεις, κατέληξε πως υπήρχε συζητήσιμη υπόθεση ως προς την υπεράσπιση του εφεσίβλητου και πως οι παραλήψεις της πλευράς του δεν συνιστούσαν τέτοια ασύγγνωστη συμπεριφορά ώστε να οδηγηθεί το Δικαστήριο στην απόρριψη του αιτήματος του.
Οι λόγοι έφεσης που διατυπώνονται εναντίον της πρωτόδικης κρίσης είναι oι ακόλουθοι: (οι λόγοι έφεσης 3 και 4 αποσύρθηκαν).
«1. Το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα θεώρησε ότι είχε αποκαλυφθεί από τον αιτητή καλή υπεράσπιση με βάση τη νομολογία και την ενώπιον του δοθείσα μαρτυρία.
2. Λανθασμένα το Δικαστήριο θεώρησε πως η καθυστέρηση και η αδράνεια των αιτητών δεν ήταν τόσο σοβαρή».
Είναι δεδομένο από τα πιο πάνω ότι οι δικηγόροι του εφεσίβλητου δεν ενήργησαν με τη δέουσα επιμέλεια. Αντίθετα. Το επόμενο ερώτημα που πρέπει να τεθεί είναι εάν η συμπεριφορά τους ήταν τέτοιας εμβέλειας και περιεχομένου που να συνιστά καταφρονητική προς το Δικαστήριο στάση.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, επί του ως άνω εγειρομένου ερωτήματος, αποφάσισε τα εξής:
«Τα γεγονότα που έχουν τεθεί ενώπιον μου αποκαλύπτουν, κατά την άποψη μου, λανθασμένο χειρισμό της υπόθεσης εκ μέρους του εναγομένου. Ο εναγόμενος κατεχώρησε εμφάνιση τη 23.3.2010 παρέλειψε όμως να καταχωρήσει υπεράσπιση εντός της προθεσμίας που προβλέπεται από τους θεσμούς. Ήταν η θέση του δικηγόρου, θέση την οποία δέχομαι ότι για να ετοιμάσει την υπεράσπιση χρειαζόταν διάφορα στοιχεία, η συλλογή των οποίων ήταν χρονοβόρα. Εφόσον όμως αντιμετώπιζε προβλήματα στη σύνταξη της υπεράσπισης εκείνο που λογικά θ' ανέμενε κάποιος ήταν ότι θα ελάμβανε όλα τα ενδεικνυόμενα μέτρα για να εξασφαλίσει παράταση του χρόνου καταχώρησης της. Αυτός όμως παρέλειψε να το πράξει μ' αποτέλεσμα η υπόθεση να οδηγηθεί σ' απόδειξη. Ως αναφέρω και ανωτέρω δέχομαι τη θέση των καθ' ων η αίτηση ότι επληροφόρησαν τον κ. Παναγιώτου ότι η υπόθεση ορίσθηκε για απόδειξη και όχι οδηγίες, ως ήταν η θέση του τελευταίου. Η συμπεριφορά τους, στο σύνολο της, δεικνύει ότι, δεν ενήργησαν με τη δέουσα επιμέλεια και σπουδή ωστόσο οι παραλείψεις τους και η αδράνεια τους δεν ήταν τόσο σοβαρή ώστε να προσλαμβάνει τη μορφή καταφρόνησης της δικαστικής διαδικασίας και των δικαιωμάτων των καθ' ων η αίτηση.»
Όπως η νομολογία επιτάσσει, αίτηση για παραμερισμό μπορεί να απορριφθεί, παρά την αποκάλυψη συζητήσιμης υπεράσπισης, εάν διαπιστωθεί ότι ο εναγόμενος επέδειξε αδιαφορία για την αγωγή, η οποία προσλαμβάνει τη μορφή καταφρόνησης της δικαστικής διαδικασίας και των δικαιωμάτων του αντιδίκου. (Βλ. Milouca Motor Trading Ltd v. Κούρτη (1997)1Β Α.Α.Δ. 941 και NTR Beach Diners Ltd κ.ά. ν. Adamou Construction and Maintenance Ltd, Πολ.εφ.373/12, 15.1.2018).
Στην ΝΤR Βeach Diners Ltd (ανωτέρω) αναφέρθησαν και τα εξής:
«Ακριβώς η επιδίωξη του Δικαστηρίου πρέπει να είναι η στάθμιση αφενός του δικαιώματος του διαδίκου να ακουστεί στην υπόθεση του και αφετέρου η ταχεία διεκπεραίωση των δικαστικών υποθέσεων με τη διασφάλιση της τελεσιδικίας.
Όπως τονίστηκε στη NSM Democars Ltd κ.ά. και Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ, Πολ.εφ.121/2010, ημερ. 14.10.2015, ECLI:CY:AD:2015:A677, το Δικαστήριο δεν πρέπει να επιδεικνύει υπέρμετρο ζήλο στην αποστέρηση του δικαιώματος του διαδίκου να ακουστεί στην υπόθεση του νοουμένου ότι αποκαλύπτει υπεράσπιση. Εντούτοις, το Δικαστήριο δύναται, παρά ταύτα, να αρνηθεί να επανανοίξει την υπόθεση, εάν η διαγωγή του αιτητή είναι τέτοια, ώστε να πλήττει το θεμέλιο της δικαιοσύνης.
Πρέπει συναφώς να ομιλούμε όχι απλώς για καθυστέρηση που θα μπορούσε να κριθεί, μέσα σε θεμιτά πλαίσια, δικαιολογημένη. ΄Οσο δε μεγαλύτερη χρονικά είναι η καθυστέρηση, τόσο πιο εύκολα μπορούμε να ομιλούμε για αδιαφορία, η οποία, εξ ορισμού, προσλαμβάνει τη μορφή της περιφρόνησης στο δικαίωμα του άλλου αλλά και στην δικαστική διαδικασία, αυτή καθ΄εαυτή».
Τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς τα γεγονότα που αφορούν την προηγηθείσα διαδικασία της αγωγής ενώπιον του, δεν πλήττονται ευθέως με λόγο έφεσης και συνεπώς είναι αδιατάρακτα (όπως το αμφισβητούμενο πρωτόδικο θέμα της ενημέρωσης για τη δικάσιμο της απόδειξης από τη συνήγορο των εφεσειόντων προς το συνήγορο του εφεσιβλήτου). Αποδεκτό είναι επίσης πως η πλευρά του εφεσίβλητου αντιμετώπιζε κάποια προβλήματα στη σύνταξη της υπεράσπισης, ως εξηγείται πρωτοδίκως, κυρίως λόγω του ότι μέρος της διαφοράς προέκυπτε από δοσοληψία στο εξωτερικό.
΄Εχουμε εξετάσει ενδελεχώς τις θέσεις των δύο πλευρών επί του θέματος αλλά και την πρωτόδικη προσέγγιση. Θεωρούμε ότι οι παραλήψεις της πλευράς του εφεσίβλητου υπήρξαν θεμελιακές και συνεχόμενες. Σημειώνουμε πως είχαν παρέλθει συνολικά 11 μήνες από την καταχώρηση του σημειώματος εμφάνισης μέχρι την καταχώρηση της αίτησης παραμερισμού, η δε παρέλευση του χρόνου και η καθυστέρηση αφορά αποκλειστικά υπαιτιότητα της πλευράς του εφεσίβλητου. Ενώ δόθηκαν τρεις ουσιαστικά ευκαιρίες από το Δικαστήριο για να καταχωρήσει υπεράσπιση, δεν έπραξε οτιδήποτε, που να διασφαλίζει αφενός τη διαδικασία αλλά και τα συμφέροντα του. Εν αντιθέσει λειτούργησε με πλήρη αδιαφορία για τα δικαιώματα της άλλης πλευράς και για το κύρος της δικαστικής διαδικασίας. Θα ήταν πολύ απλό ευθύς εξ αρχής μετά την καταχώρηση σημειώματος εμφάνισης (23.3.2010) ο εφεσίβλητος, εφόσον αντιμετώπιζε προβλήματα στη σύνταξη της υπεράσπισης του, να ζητήσει χρόνο για παράταση ώστε να μη δημιουργηθούν τα προβλήματα και οι επιπλοκές που εν τέλει παρουσιάστηκαν.
Ιδιαίτερη σημασία έχει το γεγονός ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν δέχθηκε τη θέση της πλευράς του πως δηλαδή δεν γνώριζε ότι η υπόθεση ήταν ορισμένη για απόδειξη. Η απόρριψη του ισχυρισμού αυτού που τέθηκε ως η μόνη ουσιαστική δικαιολογία για την ανενέργεια της πλευράς του θα έπρεπε να οδηγήσει το πρωτόδικο Δικαστήριο στη διαπίστωση πως η όλη συμπεριφορά του εφεσίβλητου συνιστούσε καταφρονητική, προς το Δικαστήριο και προς τα δικαιώματα του αντιδίκου του, στάση. Περαιτέρω, δόθηκε η ευκαιρία στο δικηγόρο που εμφανίστηκε ενώπιον του Δικαστηρίου στις 9.2.2011 να παρουσιάσει τις θέσεις του για την καθυστέρηση ζητώντας ουσιαστικά νέα παράταση. Το Δικαστήριο κρίνοντας τις εκατέρωθεν θέσεις αποφάσισε ότι ήταν ορθό να προχωρήσει επιτρέποντας την απόδειξη της απαίτησης. Στην ουσία του πράγματος, δεν παρουσιάστηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου τέτοιοι λόγοι που να διαφοροποιούσαν ιδιαίτερα τα δεδομένα που είχε ενώπιον του το Δικαστήριο στις 9.2.2011. Επανάνοιγμα της υπόθεσης, υπό τις περιστάσεις που συνέτρεχαν, θα έπληττε καίρια το θεμέλιο της δικαιοσύνης αφού όχι μόνο η αρχική προθεσμία που προνοείται στους θεσμούς δεν τηρήθηκε (βλ. Δ.26) αλλά περαιτέρω αγνοήθηκαν στην πράξη οι προθεσμίες που έδωσε το Δικαστήριο. Δεν χρειάζεται να επαναλάβουμε ότι η τήρηση των θεσμοθετημένων προθεσμιών συναρτάται με την καθολική ευρυθμία του συστήματος δικαιοσύνης και επηρεάζει τα δικαιώματα διαδίκου.
Συνεπώς καταλήγουμε πως το πρωτόδικο Δικαστήριο έσφαλε στο να μη χαρακτηρίσει τη συμπεριφορά του εφεσίβλητου ως καταφρόνηση των δικαστικών διαδικασιών και έσφαλε στο να παραμερίσει την εκδοθείσα απόφαση.
Ως αποτέλεσμα της πιο πάνω προσέγγισης μας, δεν θα εξεταστεί ο ισχυρισμός για συζητήσιμη υπεράσπιση.
Συνεπακόλουθα των πιο πάνω η έφεση επιτρέπεται και η πρωτόδικη κρίση για τον παραμερισμό της απόφασης που εκδόθηκε λόγω παράλειψης καταχώρησης υπεράσπισης ακυρώνεται. Τα έξοδα της έφεσης εκ ποσού €2,500, πλέον ΦΠΑ αν υπάρχει, υπέρ των εφεσειόντων.
ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.
ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.
ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.