ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Παμπαλλής, Κώστας Σταύρου Λιάτσος, Αντώνης Ψαρά-Μιλτιάδου, Τάσια Δ.Τταουξιή, (κα), για Τ.Παπαδόπουλο amp;amp;amp; Σια ΔΕΠΕ, για τους εφεσείοντες στην Ε3/13 Γ.Ζαχαρίου, (κα), για Α.Ζαχαρίου, για τους εφεσείοντες στην Ε4/13 Δρ Π.Κούρτελλος με Ε.Πεύκου, (κα), για τους εφεσίβλητους CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2018-10-24 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο CNP ASFALISTIKI LTD (πρώην ΛΑΪΚΗ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΛΤΔ) κ.α. ν. ΥΙΑΝΝΟPLAST LTD, ΥΠΟ ΕΚΚΑΘΑΡΙΣΗ ΜΕΣΩ ΤΟΥ ΕΚΚΑΘΑΡΙΣΤΗ ΤΗΣ ΙΑΚΩΒΙΔΗ, Πολιτικές Εφέσεις Αρ. Ε3/2013 και Ε4/2013, 24/10/2018 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2018:A459

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

Πολιτικές Εφέσεις Αρ. Ε3/2013 και Ε4/2013

 

24 Οκτωβρίου, 2018

 

[ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ, ΛΙΑΤΣΟΣ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ,  Δ/ΣΤΕΣ]

 

Πολιτική ΄Εφεση αρ. Ε3/2013

CNP ASFALISTIKI LTD (πρώην ΛΑΪΚΗ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΛΤΔ)

Εφεσείοντες/Εναγόμενοι 2/Αιτητές

και

ΥΙΑΝΝΟPLAST LTD, ΥΠΟ ΕΚΚΑΘΑΡΙΣΗ ΜΕΣΩ ΤΟΥ

ΕΚΚΑΘΑΡΙΣΤΗ ΤΗΣ XXXXX ΙΑΚΩΒΙΔΗ

Εφεσίβλητοι/Ενάγοντες/Καθ΄ων η αίτηση

 

Πολιτική ΄Εφεση Αρ.Ε4/2013

ΤΡΑΠΕΖΑ ΚΥΠΡΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΛΤΔ  (πρώην CYPRUS POPULAR BANK PUBLIC CO LTD)

Εφεσείοντες/Εναγόμενοι 1/Αιτητές

και

ΥΙΑΝΝΟPLAST LTD, ΥΠΟ ΕΚΚΑΘΑΡΙΣΗ ΜΕΣΩ ΤΟΥ

ΕΚΚΑΘΑΡΙΣΤΗ ΤΗΣ XXXXX ΙΑΚΩΒΙΔΗ

Εφεσίβλητοι/Ενάγοντες/Καθ΄ων η αίτηση

_ _ _ _ _ _

 

Δ.Τταουξιή, (κα), για Τ.Παπαδόπουλο & Σια ΔΕΠΕ, για τους εφεσείοντες στην Ε3/13

Γ.Ζαχαρίου, (κα), για Α.Ζαχαρίου, για τους εφεσείοντες στην Ε4/13

Δρ Π.Κούρτελλος με Ε.Πεύκου, (κα), για τους εφεσίβλητους

_ _ _ _ _ _

 

ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου

θα δοθεί από την Ψαρά-Μιλτιάδου, Δ.

­­­_ _ _ _ _ _

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.:  Αντίκειμενο των ως άνω εφέσεων είναι δύο πανομοιότυπες αποφάσεις της Προέδρου του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού σε σχέση με δύο αιτήσεις εκ μέρους των εφεσειόντων/εναγομένων 2 και εκ μέρους των εφεσειόντων/εναγομένων 1.   Οι πιο πάνω εφεσείοντες/εναγόμενοι είχαν αιτηθεί όπως εκδοθεί διάταγμα παροχής ασφάλειας εξόδων εκ μέρους των εφεσιβλήτων/εναγόντων.  Υπήρξε ένσταση της πλευράς των εφεσιβλήτων και το Δικαστήριο αφού άκουσε όλες τις πλευρές απέρριψε και τις δύο αιτήσεις.  Οι εφεσείοντες διατυπώνουν όμοιους λόγους έφεσης επί της δικανικής κρίσης, οι οποίοι μπορούν να συνοψιστούν ως εξής: 

Α.  Λανθασμένος τρόπος άσκησης της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου  (1ος λόγος έφεσης και στις δύο εφέσεις).  Συναφές με το πιο πάνω είναι και η προσβολή του συμπεράσματος του Δικαστηρίου ότι τυχόν έγκριση του διατάγματος θα οδηγήσει σε αδικία (2ος λόγος έφεσης στην Ε3/13), όπως επίσης και το ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε ότι η καταβολή μετρητών ως ασφάλεια είναι ιδιαίτερα δυσχερής για τους εφεσίβλητους/ενάγοντες και ότι με την έκδοση τέτοιου διατάγματος θα στερηθούν του δικαιώματος πρόσβασης στο Δικαστήριο  (3ος λόγος στην Ε3/13). 

 

Β.  Λανθασμένη εξαγωγή συμπερασμάτων που αφορούν την υπόθεση (2ος λόγος της έφεσης Ε4/13). Ειδικά προσβάλλεται ως λανθασμένο το εύρημα πως μετά την έκδοση διατάγματος εκκαθάρισης, οι διευθυντές της εταιρείας καταπίπτουν του αξιώματος τους και στερούνται εξουσίας να προβούν σε οποιαδήποτε ενέργεια σε σχέση με τα περιουσιακά στοιχεία της εταιρείας  (4ος λόγος της έφεσης της Ε3/13).  Επίσης πλήττεται ως λανθασμένο το συμπέρασμα του Δικαστηρίου ότι δεν είχε στοιχεία να δεικνύουν τη δύναμη της υπόθεσης των εφεσειόντων (3ος λόγος έφεσης στην Ε4/13).

 

Ως εκ της ομοιογένειας των δύο εφέσεων αλλά και της κοινής προσέγγισης του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι ορθό, όχι μόνο  οι εφέσεις να εξεταστούν από κοινού, αλλά περαιτέρω και οι λόγοι έφεσης να μας απασχολήσουν,  όχι μεμονωμένα, αλλά ως σύνολο καθότι αφενός τα γεγονότα που το Δικαστήριο θεώρησε ως σημαντικά θα πρέπει να επαναξιολογηθούν για σκοπούς έφεσης και αφετέρου θα αποτελέσουν τη βάση του ελέγχου του τρόπου άσκησης της διακριτικής ευχέρειας εκ μέρους του πρωτόδικου Δικαστηρίου.

 

Είναι αναγκαίο ωστόσο να γίνει μια αναφορά στα διαδικαστικά διαβήματα που αφορούν την πρωτόδικη διαδικασία.  Οι εφεσίβλητοι στις 11.6.2012 καταχώρησαν την εν λόγω αγωγή με κλητήριο ένταλμα O.2 r.1.  Την ίδια ημέρα καταχώρησαν και αίτηση για έκδοση συντηρητικού διατάγματος η οποία συνοδεύετο με ένορκη δήλωση του εκκαθαριστή.  Οι εφεσείοντες καταχώρησαν Σημείωμα Εμφάνισης τον Ιούλιο του 2012.  ΄Ενσταση δε στην αίτηση για έκδοση συντηρητικού διατάγματος υποβλήθηκε στις 2.11.2012 δηλαδή μετά την καταχώρηση στις 18.9.2012 των υπό κρίση αιτήσεων.  Η αίτηση της Cyprus Popular Bank Ltd βασιζόταν σε ένορκη δήλωση της XXXXX Βουρή, υπαλλήλου των δικηγόρων των εναγομένων 1.  Επρόκειτο για μια πολύ σύντομη ένορκη δήλωση στην οποία προβάλλετο το θέμα της έκδοσης διατάγματος εκκαθάρισης και ο υπολογισμός των εξόδων της διαδικασίας με κατάληξη ότι οι αιτητές δικαιούνται σε ασφάλεια εξόδων εφόσον οι ενάγοντες δεν έχουν οποιαδήποτε κινητή και ακίνητη περιουσία ή και άλλα περιουσιακά στοιχεία, τα οποία θα μπορούσαν να καλύψουν τυχόν δικηγορικά έξοδα σε περίπτωση απόρριψης της αγωγής.  Μάλιστα προς επίρρωση της θέσης τους οι αιτητές καταχώρησαν την ένορκη δήλωση του εκκαθαριστή η οποία στήριζε την αίτηση για έκδοση ενδιάμεσου συντηρητικού διατάγματος. 

 

Η αίτηση της πλευράς των εναγομένων 2 στηριζόταν σε ένορκη δήλωση της Λ.Σιακαλλή, δικηγόρου στο γραφείο που τους εκπροσωπούσε στην αγωγή και είχε παρόμοιο περιεχόμενο με την αίτηση της πλευράς των εναγομένων 1.

 

Ως προς τα γεγονότα που προβλήθηκαν πρωτοδίκως σε συνάρτηση με το αγώγιμο δικαίωμα των εφεσιβλήτων είναι αρκετό να αναφέρουμε πως το εργοστάσιο της Yiannoplast είχε καταστραφεί ολοσχερώς μετά από πυρκαγιά στις 6.10.2010.   Οι εφεσείοντες/εναγόμενοι 2 παρείχαν ασφαλιστική κάλυψη δυνάμει σχετικού ασφαλιστικού εγγράφου, το οποίο και εκχωρήθηκε προς όφελος των εφεσειόντων/εναγομένων 1, ως ενυπόθηκων δανειστών.  Στις 13.9.2011 εκδόθηκε εναντίον της Yiannoplast το διάταγμα εκκαθάρισης.  Η δε αρχική απαίτηση εναντίον της ασφαλιστικής εταιρείας ήταν περί τα €3.500.000.  Αργότερα όταν διορίστηκε ο παρών εκκαθαριστής  διαπιστώθηκε ότι το ποσό αποζημιώσεως που συμφωνήθηκε ήταν €2,603.136 το οποίο καταβλήθηκε απ΄ευθείας στην ασφαλιστική εταιρεία.  Ο ισχυρισμός είναι ότι δεν είναι επιτρεπτή η σύναψη συμφωνίας ή ο συμβιβασμός οφειλών χωρίς τη σύμφωνη γνώμη του εκκαθαριστή, ο οποίος μετά το διορισμό του καταχώρησε την παρούσα αγωγή προκειμένου να διαφυλαχτούν τα περιουσιακά στοιχεία της εταιρείας. 

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατ΄αρχάς ανέλυσε τη νομική και πραγματική πτυχή της υπόθεσης και ειδικά το άρθρο 382 του περί Εταιρειών Νόμου, Κεφ.113[1], σε συνδυασμό με τη Δ.60 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, με επισήμανση ότι δυνάμει του πιο πάνω άρθρου παρέχεται στο Δικαστήριο η εξουσία να εκδώσει διάταγμα παροχής ασφάλειας εξόδων σε περίπτωση που ικανοποιηθεί με αξιόπιστη μαρτυρία ότι η εταιρεία είναι ανίκανη να πληρώσει τα έξοδα εάν ο εναγόμενος επιτύχει στην υπεράσπιση του.  (Βλ. Γραμμές Στρίντζη ν. Allways Travel Holidays Ltd κ.ά. (1992) 1Β Α.Α.Δ. 795, Χαραλαμπίδης ν. Πέτρου κ.ά. (2003) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1698, Επίσημος Παραλήπτης ως εκκαθαριστής της KSS Trading Ltd v. Γενικές Ασφάλειες Κύπρου Λτδ Αρ.2 (2005) 1 Α.Α.Δ. 1446, Genemp Trading Ltd v. Λαϊκής Κυπριακής Τράπεζας Δημόσιας Εταιρείας Λτδ ΕΧ Λαϊκής Κυπριακής Τράπεζας Λτδ (2011)1Β Α.Α.Δ. 1314).

 

Στην ως άνω απόφαση Genemp Trading Ltd ν. Λαϊκής λέχθηκαν τα ακόλουθα:

 

«Όπως πρόσθετα σημειώνεται στο Supreme Court Practice 1970 σελ.380-381, παρα.23/1-3/12 για την περίπτωση όπου η ενάγουσα είναι εταιρεία, το γεγονός ότι η εταιρεία τελεί υπό εκκαθάριση αποτελεί prima facie μαρτυρία ότι αδυνατεί να καταβάλει τα έξοδα εκτός αν δοθεί προς το αντίθετο σχετική μαρτυρία.   (Northampton Goal, Iron & Waggon Co v. Midland Waggon Co (1878) 7 Ch.D. 500)"

 

Εν τέλει, μετά την πιο πάνω ανάλυση, το πρωτόδικο Δικαστήριο διατυπώνει στις σελ.10-12 τα συμπεράσματα του τα οποία θεωρούμε σκόπιμο να παραθέσουμε αυτούσια:

«Οι καθ' ων η αίτηση στις παραγράφους 43-52 της ένορκης δήλωσης του παραλήπτη που συνοδεύει την ένσταση τους κάτω από το τίτλο «διαθέσιμα Περιουσιακά Στοιχεία των Καθ΄ ων η Αίτηση» παραθέτουν περιουσιακά στοιχεία της εταιρείας τα ποσά που οφείλονται σε πιστωτές καθώς και τα περιουσιακά στοιχεία και ποσά χρημάτων που αξιώνονται από τον παραλήπτη από τρίτα πρόσωπα.

 

Εκ των ανωτέρω προκύπτει ότι ενώ οι αιτητές στηρίζονται αποκλειστικά στο γεγονός ότι οι καθ' ων η αίτηση βρίσκονται υπό εκκαθάριση για να υποστηρίξουν την αίτηση τους χωρίς να προσφέρουν οποιοδήποτε άλλο αντικειμενικό γεγονός οι καθ' ων η αίτηση παρουσίασαν μαρτυρία η οποία δεν αμφισβητήθηκε ως προς την ύπαρξη περιουσιακών στοιχείων. Ένα άλλο γεγονός το οποίο επίσης δεν αμφισβητήθηκε, είναι ότι οι αιτητές συνήψαν με τους καθ' ων η αίτηση σύμβαση ασφαλιστικής κάλυψης περιουσιακών στοιχείων των καθ' ων η αίτηση. Από την άλλη γίνεται αναφορά και στους πιστωτές της εταιρείας και στα ποσά που οφείλονται σ' αυτούς. Το Δικαστήριο δεν είναι σε θέση να κρίνει με βάση τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον του τα οποία είναι αρκετά πολύπλοκα κατά πόσο οι καθ΄ ων η αίτηση έχουν τη δυνατότητα κάλυψης των εξόδων της υπόθεσης σε περίπτωση που η αγωγή τους αποτύχει έτσι ώστε να καταλήξει σε ασφαλές εύρημα περί τούτου ανατρέποντας την εκ πρώτης όψεως μαρτυρία περί ανικανότητας της εταιρείας να καταβάλει τις οφειλές της.

 

Βέβαια το Δικαστήριο στη βάση του άρθρου 382 διατηρεί διακριτική ευχέρεια είτε να αποδεχθεί είτε να απορρίψει το αίτημα ακόμη και σε περίπτωση που γίνει αποδεκτή η αδυναμία της εταιρείας να πληρώσει τα έξοδα του εναγόμενου (βλ. Sir Linday Parkinsonand CoLtd vTriplan Ltd (1973) 2 All E R 273 και ειδικά τα όσα αναφέρθηκαν από τον Lord Denning στη σελ. 283 κ.ε. και Halsbury's Laws of England 4η έκδοση, τόμος 37 παρα. 304).

 

Συνήθως όταν αποδειχθεί η αδυναμία της εταιρείας να πληρώσει, το Δικαστήριο θα εκδώσει το αιτούμενο διάταγμα εκτός αν θεωρήσει ότι συντρέχουν ειδικές περιστάσεις που συνηγορούν υπέρ της μη έκδοσης τέτοιου διατάγματος. Συνεπώς θα πρέπει να εξεταστούν τα ειδικά περιστατικά της παρούσας υπόθεσης, όπως ορθά τέθηκε από τους συνηγόρους των καθ΄ ων η αίτηση, κατά την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου. Το ζητούμενο είναι σε κάθε περίσταση κατά πόσο η παροχή ασφάλειας εξόδων είναι αντικειμενικά δικαιολογημένη έχοντας υπόψη όλες τις συνθήκες, καθώς και το πιθανό βάρος επί των ώμων του διαδίκου που θα διαταχθεί να καταβάλει αυτή την ασφάλεια».

 

Καταλήγοντας δε ως ανωτέρω το Δικαστήριο αιτιολογεί την ύπαρξη των ειδικών περιστάσεων της υπόθεσης που το οδήγησαν να ασκήσει τη διακριτική του ευχέρεια εναντίον των αιτημάτων ως εξής:

 

«Τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης είναι ιδιαίτερα. Δεν πρόκειται για μία αγωγή για ανάκτηση κάποιου οφειλόμενου ποσού ή αποζημιώσεων που κατ΄ ισχυρισμό οφείλουν οι εναγόμενοι προς την εταιρεία. Πρόκειται για αγωγή που εγείρεται από τον εκκαθαριστή της εταιρείας στα πλαίσια της διαδικασίας εκκαθάρισης της όπου διεξάγεται από αυτόν διερεύνηση των περιουσιακών της στοιχείων. Από δε τα αδιαμφισβήτητα γεγονότα της υπόθεσης προκύπτει ότι η ασφαλιστική εταιρεία κατέβαλε ολόκληρο το ποσό της αποζημίωσης για την καταστροφή του εργοστασίου της εταιρείας απευθείας στην τράπεζα στην οποία είχε εκχωρηθεί το συμβόλαιο, χωρίς όμως να ενημερωθεί περί τούτου ο εκκαθαριστής της εταιρείας. Σημαντικό επίσης είναι το γεγονός ότι η καταβολή του ποσού έγινε μετά την ημερομηνία που η εταιρεία τέθηκε υπό εκκαθάριση και ο Επίσημος Παραλήπτης διορίστηκε ως προσωρινός εκκαθαριστής. Είναι δε ορθή η θέση του συνηγόρου των καθ΄ ων η αίτηση ότι μετά την έκδοση διατάγματος εκκαθάρισης οι διευθυντές της εταιρείας καταπίπτουν του αξιώματος τους και στερούνται εξουσίας να προβούν σε οποιαδήποτε ενέργεια σε σχέση με τα περιουσιακά στοιχεία της εταιρείας τα οποία περιέρχονται πλέον στον εκκαθαριστή. Εγείρονται συνεπώς θέματα κατά πόσο ορθά έχει καταβληθεί άμεσα το ποσό αυτό στην τράπεζα ή κατά πόσο οποιοσδήποτε άλλος πιστωτής είχε προτεραιότητα.

 

Στην παρούσα αγωγή δεν έχει καταχωριστεί ακόμα υπεράσπιση εκ μέρους των εναγομένων με αποτέλεσμα να μην υπάρχουν ενώπιον του Δικαστηρίου οι δικογραφημένες τους θέσεις έτσι ώστε να μπορεί να αξιολογηθεί η θέση των αιτητών ότι έχουν πραγματικά καλή νομική υπόθεση στην αγωγή. Το μόνο που υπάρχει είναι η ένσταση στην αίτηση για προσωρινά διατάγματα, κάτι που δεν μπορεί από μόνο του να οδηγήσει σε κατάληξη ως ισχυρίζονται οι αιτητές.

 

Έχοντας λοιπόν υπόψη τα ιδιαίτερα περιστατικά της παρούσας υπόθεσης θεωρώ ότι τυχόν έγκριση του αιτούμενου διατάγματος θα οδηγήσει σε αδικία. Ανεξαρτήτως της ύπαρξης περιουσιακών στοιχείων, η καταβολή μετρητών ως ασφάλεια εξόδων είναι κάτι ιδιαίτερα δυσχερές για την εταιρεία και με την έκδοση του σχετικού διατάγματος θα στερηθεί η εταιρεία του δικαιώματος πρόσβασης στο Δικαστήριο όπως διασφαλίζεται από το άρθρο 30.2 του Συντάγματος και του ’ρθρου 6.1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και Θεμελιωδών Ελευθεριών...»

 

 

Οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των εφεσειόντων στάθηκαν ιδιαίτερα και με επιμονή σε κάποια σημεία του πιο πάνω αποσπάσματος στην προσπάθεια να πείσουν ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο έσφαλε σε διάφορα επιμέρους θέματα.  Ειδικά, μας τονίστηκε «η λανθασμένη αντίληψη» του Δικαστηρίου για το βάρος της απόδειξης.  Όπως χαρακτηριστικά αναφέρθηκε, το Δικαστήριο «αγνόησε» το βάρος της απόδειξης.  Στάθηκαν επίσης ιδιαίτερα οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των εφεσειόντων στο ότι, ενώ μετατοπίστηκε το βάρος της απόδειξης στους καθ΄ων η αίτηση, εφόσον δεν καταδείχθησαν περιουσιακά στοιχεία ικανά να χρησιμοποιηθούν για σκοπούς εξόδων, λανθασμένα το Δικαστήριο θεώρησε ότι υπήρχαν ειδικές περιστάσεις, τέτοιες που θα έπρεπε να το οδηγήσουν στην άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας εναντίον της αίτησης. 

 

Εκείνο που πρωτίστως πρέπει να διευκρινιστεί είναι ότι το Δικαστήριο στη βάση του αρθ.382 διατηρεί διακριτική ευχέρεια είτε να δεχθεί είτε να απορρίψει το αίτημα ακόμη κι αν αποδειχθεί η αδυναμία της εταιρείας να πληρώσει τα έξοδα του εναγομένου (βλ. Sir Linday Parkinson and Co. ltd ν. Triplan Ltd (ανωτέρω).

 

Διαφωνούμε πλήρως με τον τρόπο που ερμήνευσε την πρωτόδικη προσέγγιση η πλευρά των εφεσειόντων. 

 

Τονίζουμε πως εάν αποδεικνυόταν η δυνατότητα της εταιρείας να πληρώσει τα έξοδα, το θέμα θα τελείωνε εκεί και οι αιτήσεις θα απορρίπτοντο άνευ ετέρου.  Ακριβώς επειδή το Δικαστήριο έκρινε ότι δεν ήταν ασφαλές τέτοιο εύρημα, προχώρησε να ασκήσει την ευχέρεια του, εξετάζοντας κατά πόσο, υπό το φως πλέον των ειδικών περιστάσεων της υπόθεσης,  θα έπρεπε να ασκηθεί υπέρ ή εναντίον των αιτημάτων.  Συνεπώς, η δικαϊκή κρίση δεν ήταν αντιφατική, ως η εισήγηση των εφεσειόντων.

 

Οι εφεσείοντες απέφυγαν να αντικρύσουν την πρωτόδικη κρίση συνολικά και στάθηκαν σε επιμέρους σημεία αυτής, σχολιάζοντας τα με αποσπασματικό τρόπο.

 

Σαφώς και δεν έπρεπε να αντιμετωπιστεί με αυτό τον μικροσκοπικό τρόπο η πρωτόδικη σκέψη.  Η ευπαίδευτη Πρόεδρος, αφού ορθά ανέλυσε το άρθρο 382 του περί Εταιρειών Νόμου υπό το πρίσμα της νομολογίας που το ερμηνεύει και αφού διαπίστωσε πως ενώ, εν αυστηρή εννοία,  δεν μπορούσε να καταλήξει σε εύρημα ανικανότητας της εταιρείας, όπως αναφέραμε πιο πάνω, ασκώντας ακριβώς τη διακριτική ευχέρεια έκρινε ότι υπήρχαν ειδικά περιστατικά που προέρχονταν κυρίως από την ίδια την ιδιαιτερότητα της υπόθεσης. 

 

Τόνισε το Δικαστήριο ιδιαίτερα ότι επρόκειτο για αγωγή που εγείρεται από τον εκκαθαριστή της εταιρείας στα πλαίσια της διαδικασίας εκκαθάρισης για διερεύνηση των περιουσιακών της στοιχείων.  Θεώρησε ότι από την ενώπιον του μαρτυρία η ασφαλιστική εταιρεία κατέβαλε το ποσό της αποζημίωσης για καταστροφή του εργοστασίου της εταιρείας στην τράπεζα στην οποία είχε εκχωρηθεί το συμβόλαιο μετά από προηγούμενες επαφές και παραστάσεις των διευθυντών της εταιρείας χωρίς ενημέρωση του εκκαθαριστή και ότι τούτο έγινε μετά που η εταιρεία τέθηκε υπό εκκαθάριση.  Κατά την ανάλυση αυτή, επικουρικά και με γενικό τρόπο, ως παρατήρηση, τέθηκε και το θέμα των εξουσιών των διευθυντών σε εταιρεία υπό εκκαθάριση. 

 

΄Ηταν δε στα θεμιτά πλαίσια της εξουσίας του Δικαστηρίου να σταθμίσει με τον τρόπο που το έπραξε, τη διασφάλιση του δικαιώματος πρόσβασης των εφεσιβλήτων στο Δικαστήριο. 

 

Στην ως άνω υπόθεση Επίσημος Παραλήπτης ως εκκαθαριστής της KSS Trading Ltd ν. Γενικές Ασφάλειες Κύπρου σε σχέση με το άρθρο 382 αναφέρθηκαν τα ακόλουθα:

 

«Πρέπει όμως να ερμηνεύεται με τρόπο που να λαμβάνει υπόψη όχι μόνο την αντίστοιχη εύλογη ανησυχία αντιδίκου για τα έξοδα του, αλλά και το δικαίωμα πρόσβασης στο Δικαστήριο».

 

Η πιο πάνω αξιολόγηση των γεγονότων από το Δικαστήριο ως «ειδικών περιστάσεων» δεν παρουσιάζει ο,τιδήποτε το μεμπτό.  Δεικνύει ακριβώς τη διεργασία εκ μέρους του Δικαστηρίου της στάθμισης των σχετικών παραγόντων.  Η επιμέρους εξαντλητική ανάλυση που έγινε από την πλευρά των εφεσειόντων για το αντίθετο, δεν επηρεάζει την ορθότητα της σκέψης του Δικαστηρίου το οποίο, σε εκείνο το στάδιο, με βάση τη μαρτυρία που κατείχε, θα έπρεπε να εφαρμόσει το άρθρο 382 του περί Εταιρειών Νόμου και όχι να αναλωθεί σε λεπτομέρειες που αφορούσαν την ουσία της υπόθεσης. 

 

Περαιτέρω, το γεγονός ότι το Δικαστήριο αναφέρθηκε σε έλλειψη δικογραφίας (είτε έκθεσης υπεράσπισης είτε έκθεσης απαίτησης) ως παρατήρηση ότι δεν υπάρχουν ενώπιον του Δικαστηρίου δικογραφημένες θέσεις των διαδίκων, ούτε κατ΄ελάχιστον δεν μπορεί να εκληφθεί ως λάθος του Δικαστηρίου.  Είναι οι εφεσείοντες που επέλεξαν να καταχωρήσουν και να προωθήσουν τις αιτήσεις τους πριν να καταχωρηθεί σχετική δικογραφία.  Εν πάση δε περιπτώσει, ανεξάρτητα από την ύπαρξη δικογραφίας, η θέση τους ότι έχουν «καλή νομική υπόθεση» στην αγωγή τέθηκε στις πιο πάνω ενόρκους δηλώσεις που στηρίζουν τις αιτήσεις με ένα άκρως γενικό τρόπο που, με όλο το σεβασμό, δεν παρείχε δυνατότητα διατύπωσης θετικού ευρήματος - στο στάδιο εκείνο - υπέρ της θέσης τους.

 

Εν τελευταία αναλύσει επρόκειτο για διακριτική εξουσία του πρωτόδικου Δικαστηρίου.   Εφόσον δε το θέμα αναγόταν στη διακριτική ευχέρεια, τα πλαίσια επέμβασης του Εφετείου είναι περιορισμένα και έχουν τεθεί από τη νομολογία.

 

Τα πλαίσια αυτά έχουν συνοψιστεί στην υπόθεση Μαρκιτανή (2000)1 Α.Α.Δ. 923 ως εξής:

«(α)  Όπου διαπιστώνεται ότι η διακριτική ευχέρεια ασκήθηκε έξω από το πλαίσιο που παρέχεται από το Νόμο, όπως όταν διαπιστώνεται ότι υπεισήλθαν στην άσκηση της εξωγενείς παράγοντες.

 

(β) Όπου η άσκηση της διακριτικής ευχέρειας οδηγεί σε πασιφανή αδικία, όπως είναι η περίπτωση στην οποία δε θα μπορούσε να προέλθει κανένα δικαστήριο (Αρέστη ν. Ηλία (1991) 1 Α.Α.Δ. 984, 988, 989, Σιακόλας ν. Federal Bank of Lebanon (1992) 1 Α.Α.Δ. 710).

 

(γ) Όπου υπάρχει πλάνη ως προς τα γεγονότα, σφάλμα νόμου, εφαρμογή λανθασμένων αρχών δικαίου, λήψη υπόψη άσχετων στοιχείων, μη λήψη υπόψη σχετικών στοιχείων (Νεάρχου ν. Χαραλάμπους (1991) 1 Α.Α.Δ. 954, Donald Campbell & Co. Ltd v. Pollak [1927] A.C. 732, Evans v. Bartlam [1937] A.C. 473, Young v. Thomas [1892] 2 Ch. 234 και Egerton v. Jones [1939] 3 All E.R. 892)».

 

(Βλ. επίσης Τσιάτταλος ν. Μαρκαντώνη, Πολ.εφ.Ε151/17, 29.1.2018).

 

Προκύπτει ότι η πρωτόδικη κρίση ασκήθηκε στα ορθά νομικά πλαίσια και ότι επίσης η άσκηση αυτής της ευχέρειας δεν οδηγεί σε πασιφανή αδικία, ούτε υπάρχει πλάνη ως προς τα γεγονότα.  Συνεπώς δεν παρέχεται πεδίον επέμβασης μας. 

 

 

Οι εφέσεις απορρίπτονται.  Ο καθείς εκ των εφεσειόντων καταδικάζεται σε €1,800 έξοδα, πλέον ΦΠΑ, αν υπάρχει. 

 

 

                                                          ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.

         

 

ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.

                                                         

 

ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.



[1] Όταν εταιρεία είναι ενάγουσα σε οποιαδήποτε αγωγή ή άλλη νο΅ική διαδικασία, κάθε δικαστής που έχει δικαιοδοσία στο θέ΅α δύναται, αν φαίνεται ΅ε αξιόπιστη ΅αρτυρία ότι υπάρχει λόγος να πιστεύει ότι η εταιρεία είναι ανίκανη να πληρώσει τα έξοδα του εναγο΅ένου αν αυτός επιτύχει στην υπεράσπισή του, να ζητήσει να δοθεί ικανοποιητική εγγύηση για τα έξοδα εκείνα, και δύναται να αναστείλει όλες τις διαδικασίες ΅έχρι να δοθεί η εγγύηση.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο