ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2018:A467
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτικές Εφέσεις Αρ. 362/2012 και 364/2012)
26 Οκτωβρίου 2018
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ/στές]
(Πολιτική Έφεση Αρ. 362/2012)
(σχ. με 364/2012)
XXXXX ΣΠΕΤΣΙΩΤΗ,
Εφεσείων/Ενάγων
- ΚΑΙ -
ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ (ΚΥΠΡΟΥ) ΛΤΔ,
Εφεσιβλήτων/Εναγομένων
------------------------------------------------
(Πολιτική Έφεση Αρ. 364/2012)
(σχ. με 362/2012)
XXXXX ΣΠΕΤΣΙΩΤΗ,
Εφεσείων/Ενάγων
- ΚΑΙ -
ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ (ΚΥΠΡΟΥ) ΛΤΔ,
Εφεσιβλήτων/Εναγομένων
------------------------------------------------
Σ. Γεωργίου (κα) για Παπαντωνίου & Παπαντωνίου Δ.Ε.Π.Ε.,
για τον Εφεσείοντα.
Ρ. Χαραλάμπους (κα) για Α.Ν. Παπαγεωργίου & Συνεργάτες,
για τους Εφεσίβλητους.
----------------------------------------------
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Η ομόφωνη απόφαση του
Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Δικαστή Ναθαναήλ.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Ο εφεσείων, σύμφωνα με τα πρωτόδικα ευρήματα, συνήψε επενδυτικό δάνειο με την εφεσίβλητη εταιρεία. Στο πλαίσιο αυτό συμμετείχε στο σχέδιο με αρχικό όριο ΛΚ30.000, το οποίο θα χρησιμοποιείτο ώστε να παρέχονταν στον εφεσείοντα από καιρού εις καιρό δάνεια ή πιστωτικές διευκολύνσεις που θα χρησιμοποιούνταν από τον ίδιο για την αγορά αξιών εταιρειών εγγεγραμμένων στο Χ.Α.Κ., μέσω χρηματιστή της επιλογής του. Οι με τον τρόπο αυτό αγοραζόμενες αξίες θα εγγράφονταν για σκοπούς εγγύησης στο όνομα της εφεσίβλητης ή θυγατρικής αυτής εταιρείας. Αποτελούσε όρο ότι οι αξίες αυτές θα πωλούνταν από την εφεσίβλητη, κατά την κρίση της, προς είσπραξη τυχόν οφειλόμενων από τον εφεσείοντα ποσών.
Εν τέλει και στην πορεία του χρόνου το επενδυτικό σχέδιο δεν λειτούργησε ομαλά. Η εφεσίβλητη ήγειρε την υπ΄ αρ. 10304/2004 αγωγή με την οποία απαίτησε ΛΚ62.161,42, τόκο 10.5% επί του πιο πάνω ποσού από 3.11.2004, πλέον έξοδα. Ο εφεσείων ήγειρε και εκείνος αγωγή την υπ΄ αρ. 10348/2004, με την οποία ζήτησε από το Δικαστήριο την ακύρωση της συμφωνίας χρηματοδοτήσεως επενδυτικού σχεδίου, των οποιωνδήποτε πληρεξουσίων εγγράφων που δόθηκαν από αυτόν προς την εφεσίβλητη, ακύρωση και/ή διαγραφή του ως άνω αναφερομένου χρέους του προς την εφεσίβλητη απαιτώντας και αποζημιώσεις ύψους ΛΚ16.794 ως χρήματα που ο εφεσείων είχε στη διάθεση της εφεσίβλητης και τα οποία η τελευταία χρησιμοποίησε κατά παράβαση συμφωνίας και/ή με αμέλεια και/ή παράβαση νομίμων καθηκόντων.
Οι δύο αγωγές, η 10304/2004 και η 10348/2004, ηγέρθησαν διαδοχικά στις 3.11.2004 και 4.11.2004, αντίστοιχα. Συνενώθησαν και συνεκδικάστηκαν με βασική θέση του εφεσείοντα ως μοναδικού μάρτυρα της υπόθεσης του, ότι η εφεσίβλητη εταιρεία δεν είχε κατά το χρόνο σύναψης της συμφωνίας άδεια της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου να συνάπτει τέτοιες συμφωνίες με αποτέλεσμα το επενδυτικό σχέδιο να ήταν παράνομο. Ταυτόχρονα, η εφεσίβλητη παραβίασε κατ΄ επανάληψη εγκυκλίους και οδηγίες της Κεντρικής Τράπεζας που απευθύνθησαν προς αυτή, ενώ η εφεσίβλητη τον ενθάρρυνε, τον εξώθησε και τον επηρέασε να υποβάλει τη σχετική αίτηση για συμμετοχή στο επενδυτικό σχέδιο αποσπώντας την υπογραφή του και αποστερώντας του το δικαίωμα να λάβει ανεξάρτητη νομική συμβουλή. Από την άλλη, η Εφεσίβλητη προσέφερε μαρτυρία μέσω του εκτελεστικού προέδρου της XXXXX Σαββίδη, η οποία κατά το Δικαστήριο ήταν άκρως διαφωτιστική και επεξηγηματική με αναφορά στο ρόλο της εφεσίβλητης εταιρείας, το ρόλο του χρηματιστή που ο ίδιος ο εφεσείων είχε διορίσει με σχετικό πληρεξούσιο έγγραφο και ο οποίος χρηματιστής ήταν υπεύθυνος για τη λήψη και διεκπεραίωση των εντολών του εφεσείοντα. Η εφεσίβλητη εταιρεία όταν λάμβανε εκ των υστέρων τα πινακίδια συναλλαγών από τον χρηματιστή, προέβαινε αντίστοιχα σε πίστωση ή χρέωση του λογαριασμού.
Το Δικαστήριο απεδέχθη την απαίτηση της εφεσίβλητης και εξέδωσε προς όφελος της στην αγωγή 10304/2004 απόφαση για €106.209,09, (αντίστοιχο του αξιωθέντος σε κυπριακές λίρες ποσού), πλέον τόκους προς 10.5% από 3.11.2004 μέχρι εξόφλησης, πλέον έξοδα. Απέρριψε ταυτόχρονα την αγωγή υπ΄ αρ. 10348/2004, καθώς και την ανταπαίτηση του εφεσείοντα στην πρώτη αγωγή. Ο εφεσείων σύμφωνα με την κρίση του πρωτοδίκου Δικαστηρίου δεν έπεισε ότι υπέγραψε τη συμφωνία ως αποτέλεσμα παραστάσεων, προτροπών ή απόκρυψη ουσιωδών πληροφοριών από την εφεσίβλητη, θεωρώντας τον ισχυρισμό αυτό ως εκ των υστέρων κατασκεύασμα αφού δέχθηκε ότι ο ίδιος είχε διορίσει τον χρηματιστή ο οποίος ήταν και αντιπρόσωπος του. Απερρίφθη επίσης η θέση ότι ο ίδιος δεν είχε δικαίωμα πώλησης των μετοχών και ότι μόνο η εφεσίβλητη είχε τέτοιο δικαίωμα. Ο εφεσείων δεν θυμόταν να είχε προβεί σε προσπάθεια ομαλοποίησης του λογαριασμού του, ενώ παραδέχθηκε κατά την αντεξέταση του ότι αποτελούσε δική του ερμηνεία των όρων της συμφωνίας ότι ο ίδιος δεν μπορούσε να πωλήσει τις δεσμευμένες μετοχές. Ούτε η θέση του ότι διαμαρτυρόταν έντονα προς την εφεσίβλητη έγινε δεκτή εφόσον προέκυψε από τη μαρτυρία ότι λάμβανε τακτικά επιστολές από αυτήν με τις οποίες προειδοποιείτο για την καθυστέρηση στην κατάσταση λογαριασμού του, με παράκληση όπως διευθετήσει τις υποχρεώσεις του.
Στη βάση της συμφωνίας, η εφεσίβλητη είχε δικαίωμα και όχι υποχρέωση πώλησης των μετοχών και επομένως είχε και δικαίωμα επιλογής του χρόνου άσκησης αυτού του δικαιώματος. Απερρίφθη επίσης η θέση ότι η εφεσίβλητη παραβίασε τους όρους του πληρεξουσίου εγγράφου με τους οποίους προβλεπόταν ρητά ότι οι μετοχές που αγοράζονταν από τον χρηματιστή θα εγγράφονταν επ΄ ονόματι της εφεσίβλητης ή θυγατρικής αυτής εταιρείας που θα ενεργούσε ως καταπιστευματοδόχος της εφεσίβλητης. Η θέση του εφεσείοντα ότι είχε επηρεαστεί από δηλώσεις στον τύπο που ήταν παραπλανητικές επίσης δεν έγινε δεκτή και, εν πάση περιπτώσει, όλη η μαρτυρία του θεωρήθηκε ότι ήταν τέτοια που δεν έπειθε, καθιστώντας τον αναξιόπιστο μάρτυρα.
Με εκτεταμένους λόγους έφεσης, 19 τον αριθμό, και με πολυσέλιδο περίγραμμα με ιδιαίτερη λεπτομερή ανάλυση, ο εφεσείων προσπάθησε να ανατρέψει την πρωτόδικη απόφαση. Κατά την έναρξη της συζήτησης της έφεσης απεσύρθησαν οι λόγοι έφεσης υπ΄ αρ. 8, 10, 11, 14, 18 και 19. Οι εναπομείναντες λόγοι μπορούν να συνοψιστούν στα εξής. Αξιολογήθηκε και αναπαρήγαγε το Δικαστήριο περιεχόμενο της γραπτής αγόρευσης πρωτοδίκως της εφεσίβλητης στηριζόμενο έτσι εσφαλμένα σε επιστολή ημερ. 26.1.2000, που δεν είχε κατατεθεί ως τεκμήριο. Με αυτό τον τρόπο, το Δικαστήριο δεν έθεσε στη δική του ανεξάρτητη κρίση τις θέσεις των διαδίκων και δεν εξέτασε όλα τα τεθέντα ζητήματα, ενώ προέβαινε σε ανεπίτρεπτες παρεμβάσεις κατά τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας. Λανθασμένα, περαιτέρω, έκρινε ότι η εφεσίβλητη δεν ασκούσε τραπεζικές εργασίες, ο δε εφεσείων δεν είχε καμία υποχρέωση να αποδείξει ότι οι πιστωτικές διευκολύνσεις που του παραχωρήθηκαν προέρχονταν από ανάληψη υποχρεώσεων έναντι του κοινού. Προς τούτο το Δικαστήριο παρέλειψε να αξιολογήσει ορθά τα ενώπιον του τεκμήρια και ιδιαιτέρως τις ετήσιες εκθέσεις και το ενημερωτικό δελτίο της εφεσίβλητης στα οποία έγγραφα ρητά αναφερόταν ότι αυτή έλαβε άδεια άσκησης τραπεζικών εργασιών στις 27.8.1999. Εσφαλμένα επίσης κρίθηκε ότι η επίδικη συμφωνία επενδυτικού σχεδίου, που είχε υπογραφεί πριν τις 27.8.1999, δεν ήταν παράνομη λόγω μη αδειούχας άσκησης τραπεζικών εργασιών από την εφεσίβλητη. Το Δικαστήριο παρέλειψε επίσης να προσδώσει σημασία στο γεγονός ότι η εφεσίβλητη ουδέποτε παρουσίασε άδεια της Κεντρικής Τράπεζας και συναφώς λανθασμένα ερμήνευσε τα σχετικά άρθρα του περί Τραπεζικών Εργασιών Νόμου αρ. 66(Ι)/97.
Κατά τον ίδιο τρόπο, αποτελεί τη θέση του εφεσείοντα ότι το Δικαστήριο λανθασμένα αξιολόγησε τη μαρτυρία σε σχέση με την ύπαρξη των εγκυκλίων της Κεντρικής Τράπεζας τις οποίες όφειλε η εφεσίβλητη να αποκαλύψει στον εφεσείοντα εφόσον επηρέαζαν τη λειτουργία του επίδικου λογαριασμού και οι οποίες ήσαν απαγορευτικές και όχι συμβουλευτικές προς τις τράπεζες. Οι εγκύκλιοι αυτοί απαγόρευαν ρητά το άνοιγμα τέτοιων επενδυτικών λογαριασμών, ενώ προέτρεπαν και το κλείσιμο των υφισταμένων και ήταν λανθασμένο το εύρημα ότι η εφεσίβλητη δεν λάμβανε τις εγκυκλίους αυτές ή ότι δεν την αφορούσαν. Λανθασμένα επίσης το Δικαστήριο εφάρμοσε τη νομολογία επί παρομοίων θεμάτων και εσφαλμένα δεν δέχθηκε την απόδοση ευθύνης για αμέλεια στην εφεσίβλητη με αποτέλεσμα να εκδώσει απόφαση εναντίον του εφεσείοντα θεωρώντας τον μάρτυρα της εφεσίβλητης αξιόπιστο, ενώ έπρεπε να κριθεί το αντίθετο, αφού ο μάρτυρας στην ουσία δεν είχε καμία γνώση ή ανάμειξη στα γεγονότα της υπόθεσης. Αυτόν όμως είχε επιλέξει η εφεσίβλητη να παρουσιάσει προς υποστήριξη των θέσεων της, χωρίς οποιαδήποτε άλλη υποστηρικτική μαρτυρία.
Η εφεσίβλητη με το δικό της περίγραμμα, σύντομο ομολογουμένως, θεωρεί την πρωτόδικη κρίση ως απολύτως ορθή χωρίς να έχει επιδειχθεί μεροληψία ή έλλειψη αντικειμενικότητας από το πρωτόδικο Δικαστήριο, το οποίο με σφαιρική αντίκρυση των θεμάτων και των ενώπιον του δεδομένων, αποφάσισε ότι η μαρτυρία που προσεφέρθη από πλευράς της ήταν αξιόπιστη και λεπτομερής, ενώ ο εφεσείων δεν απέδειξε οποιανδήποτε από τις θέσεις του και συνεπώς η μαρτυρία του ορθά απερρίφθη.
Αξιολογώντας ό,τι τέθηκε ενώπιον του Εφετείου, να υπομνησθεί πρωτίστως ότι όπως έχει λεχθεί και στη Χατζήγαβριηλ ν. Ellinas Finance Public Company Limited (2013) 1 Α.Α.Δ. 668, όπως σ΄ όλες τις υποθέσεις, έτσι και στις υποθέσεις επενδυτικών σχεδίων, η αξιολόγηση της μαρτυρίας παραμένει κατ΄ εξοχήν έργο του πρωτοδίκου Δικαστή. Συναρτώμενη η αξιολόγηση από τα ιδιάζοντα γεγονότα και τις λεπτομέρειες κάθε υπόθεσης, κρίνεται και το αξιόπιστο ή μη εκάστου μάρτυρα. Η προσπάθεια να πληγεί η πρωτόδικη αξιολόγηση δεν μπορεί να εξετάζεται απομονωμένα ή με διάθεση μικροσκοπική ώστε ορισμένα εκ των τεθέντων ή λεχθέντων από μάρτυρα να απομονώνονται και να τους αποδίδεται περισσότερη σημασία από ό,τι είναι λογικό στα περιστατικά της υπόθεσης.
Στο πιο πάνω πλαίσιο, η πρωτόδικη αξιολόγηση δεν μπορεί να εκθεμελιωθεί. Κατ΄ αρχάς, η αιτίαση του εφεσείοντα αναφορικά με τη μεροληπτική στάση του Δικαστηρίου λόγω παρεμβάσεων καταλογίζοντας σ΄ αυτό ότι μετέτρεψε τον εαυτό του σε συνήγορο της εφεσίβλητης, δεν ευσταθεί. Έχοντας εξετάσει προσεκτικά το εν λόγω παράπονο με παραπομπή στις σελίδες των πρακτικών στις οποίες αναφέρεται ο εφεσείων, δεν αποδεικνύεται με οποιονδήποτε τρόπο μεροληψία ή προκατάληψη ούτε ακόμη και τέτοιες παρεμβάσεις που θα θεωρούνταν δικονομικά, αλλά και κατ΄ ουσίαν ανεπίτρεπτες. Η ερώτηση προς τον εφεσείοντα ως προς το τι έπραξε ο ίδιος όταν έλαβε επιστολή με την οποία ειδοποιείτο για την υπέρβαση του λογαριασμού και θα υποχρεωνόταν η εφεσίβλητη να ασκήσει δικαίωμα για λήψη διορθωτικών μέτρων, μπορεί να ήταν αχρείαστη, αλλά δεν ήταν τέτοια που οδηγεί σε συμπέρασμα μεροληψίας. Ούτε και οι παρεμβάσεις του Δικαστηρίου, και πάλι αχρείαστες και θα έπρεπε να αποφεύγονταν, όταν έδινε μαρτυρία ο Μάριος Σαββίδης ήταν τέτοιες που αποτελούσαν ανεπίτρεπτη εμπλοκή του Δικαστηρίου.
Ορθό είναι βέβαια να μην αφήνεται ποτέ ένας διάδικος με την εντύπωση ότι το Δικαστήριο αναμειγνύεται πέραν του δέοντος στη διαφορά ή έχει προαποφασίσει οτιδήποτε. Χωρίς αυτό να σημαίνει βεβαίως ότι το Δικαστήριο δεν έχει καθήκον να υποδεικνύει τα αυτονόητα, επί πραγματικών και νομικών δεδομένων ώστε ούτε να σπαταλείται πολύτιμος δικαστικός χρόνος, αλλ΄ ούτε και να εκτρέπεται η δίκη από την ορθή της πορεία. Η λογική και η μετριοπάθεια χαρακτηρίζουν το Δικαστικό έργο.
Όσον αφορά το λόγο ότι το Δικαστήριο έλαβε υπόψη έγγραφο που δεν τέθηκε ενώπιον του διαπιστώνεται πράγματι ότι το συγκεκριμένο έγγραφο επιστολή ημερ. 26.1.2000, την οποία στο περίγραμμα του ο συνήγορος της εφεσίβλητης θεωρεί ότι είχε κατατεθεί ως μέρος δέσμης εγγράφων με το Τεκμήριο 16, πράγματι δεν φαίνεται να είχε κατατεθεί. Εξέταση των κατατεθέντων τεκμηρίων δεν απεκάλυψε τέτοιο έγγραφο, ούτε στη δέσμη των εγγράφων του Τεκμ. 16, ούτε γενικότερα. Αναφέρεται στην αγόρευση πρωτοδίκως του συνηγόρου της εφεσίβλητης και παραπέμπει στο περίγραμμα του στην δέσμη των εγγράφων του Τεκμ. 16, αλλά τέτοιο έγγραφο δεν υπάρχει. Ο κατάλογος τεκμηρίων που τηρήθηκε καταγράφει απλώς «Τεκμήριο 16, δέσμη επιστολών», χωρίς να τα εξειδικεύει. Όντως, το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρεται σε επιστολή ημερ. 26.1.2000 και ότι αυτή «. δεν λέει ότι η Κεντρική Τράπεζα επόπτευε την Euroinvestment & Finance Ltd, αλλά αναφέρει ότι η Κεντρική Τράπεζα έδωσε οδηγίες προς χρηματοοικονομικούς οργανισμούς γενικά και γι' αυτό και η ίδια η Euroinvestment & Finance Ltd αύξησε την εξασφάλιση που ζητούσε από τους πελάτες της». Η ανεπίτρεπτη αυτή αναφορά του πρωτόδικου Δικαστηρίου με την ταυτόχρονη αξιολόγηση στην οποία προέβη, είναι και αξιοκατάκριτη.
Το ζητούμενο, όμως, στο τέλος της ημέρας, είναι η σημασία των ανωτέρω, στο πλαίσιο των όλων δεδομένων. Κατ' αρχάς, είναι άξιον απορίας πώς εγείρεται τέτοιο ζήτημα στο περίγραμμα της έφεσης, όταν στους λόγους έφεσης, στην αιτιολογία του έκτου λόγου, παρ. (β), καταγράφηκε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα αποδέχθηκε ότι η εφεσίβλητη δεν λάμβανε τις εγκυκλίους της Κεντρικής Τράπεζας, «.. παρά το γεγονός ότι σύμφωνα με την επιστολή της Euroinvestment & Finance Ltd, ημερ. 26.1.2000, η αύξηση της αναλογίας εξασφάλισης στηρίζεται στο περιεχόμενο των εγκυκλίων της Κεντρικής Τράπεζας ..». Πώς λοιπόν από τη μια την επικαλείται ο εφεσείων για να επιχειρηματολογήσει ότι ο XXXXX Σαββίδης ήταν αναξιόπιστος όταν επέμενε ότι η εφεσίβλητη δεν λάμβανε τις εγκυκλίους αυτές και από την άλλη, ισχυρίζεται ότι το Δικαστήριο έσφαλε λαμβάνοντας υπόψιν επιστολή που δεν κατετέθη.
Μετέπειτα, ουδεμία απολύτως ερώτηση υπεβλήθη κατά την αντεξέταση του XXXXX Σαββίδη ως προς τις εγκυκλίους αυτές, ή, ακόμη και ως προς το ότι η εφεσίβλητη δεν ασκούσε τραπεζικές εργασίες όπως ήταν ο ισχυρισμός στη δικογραφία πρωτοδίκως. Επομένως, οι λόγοι έφεσης, σε σχέση με το ζήτημα παρέμειναν μετέωροι. Έπεται ότι και το θέμα της αύξησης της εξασφάλισης την οποία η εφεσίβλητη ζήτησε από τους επενδυτές-πελάτες της, είτε δυνάμει οδηγιών της Κεντρικής Τράπεζας, είτε δυνάμει της εν λόγω επιστολής, ημερ. 26.1.2000, ουδεμία σημασία ή επίπτωση έχουν επί του προκειμένου.
Εν τέλει, τα περιστατικά της παρούσας υπόθεσης μαζί με τον τρόπο συγγραφής της απόφασης, ουδόλως προσομοιάζουν προς τα γεγονότα των δύο αυθεντιών που προστέθηκαν στην επιχειρηματολογία του εφεσείοντα κατά την έφεση. Η μεν Ζερβός Euroinvestment & Finance Public Ltd (2012) 1 Α.Α.Δ. 1048, αφορούσε σε εκτεταμένη αντιγραφή μεγάλου μέρους της πρωτόδικης αγόρευσης της εφεσίβλητης στο κείμενο της απόφασης, ενώ στην υπό κρίση περίπτωση, ο εφεσείων παραπονείται για αντιγραφή μιας και μόνο παραγράφου και αυτής σύντομης, η δε Χάρης Χαραλάμπους (Τσιόλη) κ.ά. ν. Aspis Holdings Public Company Ltd, Πολ. Έφ. αρ. 48/10, ημερ. 14.11.2016, ECLI:CY:AD:2016:A518, αφορούσε λακωνική και ανεπίτρεπτη δικαστική κρίση σε υπόθεση με μεγάλες επίδικες διαφορές, απουσιάζοντος εντελώς αξιολόγηση συγκεκριμένων μαρτύρων.
Ως προς τους υπόλοιπους λόγους που αφορούν τα απορρέοντα από τη μαρτυρία και την κατ΄ ισχυρισμόν λανθασμένη αξιολόγηση της, είναι αρκετό να ανατρέξει κάποιος στα τηρηθέντα πρακτικά για να διαπιστώσει το αβάσιμο των αιτιάσεων. Ο εφεσείων ουσιαστικά κατά την αντεξέταση των είτε αναιρούσε είτε αποδυνάμωνε καίρια τα όσα περιέχονταν στη δήλωση του κατά την κυρίως εξέταση. Οι απαντήσεις του ήταν εν πολλοίς αόριστες και ασαφείς, επικαλείτο ότι δεν θυμόταν, δεν ήταν βέβαιος, κ.ά. Δέχθηκε ότι στην ουσία ο ίδιος διόρισε την Sharelink Securities Ltd, που ήδη γνώριζε από προηγούμενη ενασχόληση του με επενδύσεις. Δέχθηκε ότι η εφεσίβλητη είχε δικαίωμα και όχι υποχρέωση να πωλήσει τις μετοχές, αν και ο ίδιος ερμήνευε διαφορετικά τη συμφωνία, ότι δεν έδωσε ποτέ εντολές, ούτε και προσπάθησε να δώσει εντολές για πώληση των μετοχών.
Η βασική θέση ότι η Εφεσίβλητη ήταν τράπεζα και παρανόμως ασκούσε χωρίς άδεια της Κεντρικής Τράπεζας, τραπεζικές εργασίες, δεν ευδοκίμησε διότι η μαρτυρία δεν υποδείκνυε κάτι τέτοιο, έστω και στο ισοζύγιο των πιθανοτήτων. Το σχετικό τεκμήριο 8, Έκθεση Ερευνητικής Επιτροπής Χ.Α.Κ., Οκτωβρίου 2004, δεν κάλυπτε και την εφεσίβλητη ότι λάμβανε εγκυκλίους της Κεντρικής Τράπεζας ως ο αρχικός ισχυρισμός του εφεσείοντα. Οι ισχυρισμοί περί των εγκυκλίων της Κεντρικής Τράπεζας που περιελάμβαναν και την εφεσίβλητη, ενώ τέθηκαν έστω σε γενικότητα από τον εφεσείοντα, η αντίθετη προς τούτο θέση του XXXXX Σαββίδη στη δική του μαρτυρία, μέσω των εγγράφων που κατάθεσε, ότι δεν λαμβάνονταν εγκύκλιοι την περίοδο 1999-2000, διότι τελούσε υπό περιορισμό λόγω ανώτατου ύψους επιτρεπομένων καταθέσεων, ουδόλως αμφισβητήθηκε κατά την αντεξέταση του, εφόσον ουδεμία σχετική ερώτηση έγινε.
Η Έκθεση της Ερευνητικής Επιτροπής ΧΑΚ, Τεκμ. 8, δεν αποτελεί και μαρτυρία άνευ ετέρας αποδείξεως περί κάθε επενδυτικού σχεδίου που προσέφερε η εφεσίβλητη. Η εφεσίβλητη δεν ήταν τράπεζα εν τη παραδοσιακή εννοία και δεν δανειζόταν χρήματα προερχόμενα από την ανάληψη υποχρεώσεων έναντι του κοινού υπό μορφή καταθέσεων, αξιογράφων ή άλλων αποδεικτικών στοιχείων οφειλής. Η εφεσίβλητη μνημονεύεται στο πιο πάνω Τεκμήριο κάτω από την παράγραφο 2.6.10, «Πιστωτικές Διευκολύνσεις από Χρηματοδοτικούς Οργανισμούς (Finance Companies)». Ρητά αναφέρεται ότι οι εν λόγω οργανισμοί "... δεν εμπίπτουν στη δικαιοδοσία της Κεντρικής Τράπεζας και δεν υπόκεινται στον έλεγχο της, δεδομένου ότι ο δανεισμός (money lending) δεν απαγορεύεται από την Κυπριακή νομοθεσία, νοουμένου ότι γίνεται από δικά τους χρήματα και όχι καταθέσεις ή δάνεια από το κοινό». Είναι γεγονός ότι η εφεσίβλητη δεχόταν καταθέσεις από πελάτες, αλλά οι όροι με τους οποίους παραχωρήθηκε άδεια για διεξαγωγή τραπεζικών εργασιών περιορισμένης φύσεως και εκτάσεως σύμφωνα με τον σχετικό περί Τραπεζικών Εργασιών Νόμο (Τεκμ. 1), ημερ. 27.8.1999, δεν απαγόρευαν την χρηματοδότηση που θα είχε, μεταξύ άλλων, τη μορφή δανείων τακτής λήξεως «με εξαίρεση χρηματοδοτήσεις επενδυτών υπό τη μορφή "λογαριασμών επενδυτών" (margin account)». Η άδεια αυτή, έστω και αν δόθηκε μετά το επίδικο επενδυτικό σχέδιο, δεν συνεπάγεται προηγούμενη απαγόρευση.
Εξ' ου και άλλα τεκμήρια - επιστολές της Κεντρικής Τράπεζας προς την Εφεσίβλητη, όπως το Τεκμήριο 36, ημερ. 12.10.2004, ρητά αναφέρουν ότι «η λειτουργία επενδυτικού λογαριασμού από μόνη της δεν συνιστά τραπεζική εργασία». Και ότι χρειάζεται άδεια της Κεντρικής «μόνο εάν η πιστωτική διευκόλυνση προέρχεται από την ανάληψη υποχρεώσεων έναντι του κοινού, υπό μορφή καταθέσεων, αξιογράφων ή άλλων στοιχείων αποδεικτικών οφειλής».
Επομένως, και εφόσον ούτε καν ερωτήθηκε ο XXXXX Σαββίδης επί του θέματος, έγινε πολύς λόγος αχρείαστα για την κατ' ισχυρισμόν παρανομία του επίδικου επενδυτικού σχεδίου. Δεν αρκεί, βεβαίως, η γενική επιχειρηματολογία και η αποσπασματική παραπομπή σε έγγραφα και τεκμήρια για να καταδειχθεί ότι η εφεσίβλητη ήταν τράπεζα. Έπρεπε να πιστοποιηθεί ότι το δάνειο που δόθηκε για σκοπούς της επένδυσης προερχόταν από καταθέσεις του κοινού προς την εφεσίβλητη. Δεν αρκούν προς τούτο οι αναφορές στις εκθέσεις του Προέδρου XXXXX Σαββίδη που κατατέθηκαν ως τεκμήρια και το Ενημερωτικό Δελτίο ότι στην εφεσίβλητη είχε παραχωρηθεί από την Κεντρική Τράπεζα άδεια περιορισμένης άσκησης τραπεζικών εργασιών για να εξομοιωθεί η εφεσίβλητη με κανονική και συνήθη τράπεζα.
Έπεται ότι όλες οι νομικές σκέψεις περί παρανομίας της συμφωνίας και παραμερισμό αυτής, δεν χρειάζεται καν να συζητηθούν. Το πραγματικό υπόβαθρο δεν υπάρχει με σκοπό την περαιτέρω ανάλυση. Οι σχετικές εγκύκλιοι της Κεντρικής Τράπεζας, όπως η ίδια ανέφερε, στο Τεκμήριο 36, δεν είχαν ως αποδέκτη και την εφεσίβλητη, αλλά μόνο τις εμπορικές τράπεζες, «. καθότι ο όγκος εργασιών της στον τομέα αυτό δεν ήταν σημαντικός και τελούσε ήδη σε περιορισμό λόγω ανώτατου ύψους επιτρεπόμενων καταθέσεων». Επομένως, ούτε ζήτημα γενικότερης δημόσιας πολιτικής τίθετο βάσιμα προς συζήτηση.
Τα εγερθέντα θέματα έχουν, κατ' επανάληψη, επιλυθεί μέσα από τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Οι Συρίμης v. Παγκυπριακής Χρηματοδοτήσεις Δημόσια Εταιρεία Λτδ (2010) 1 Α.Α.Δ. 1131 και Γρηγορίου v. Εuroinvestment & Finance Ltd (2011) 1 A.A.Δ. 2229, αφορούν, μεταξύ άλλων, και στα θέματα των εγκυκλίων και των επιπτώσεών τους. Σαφώς, το επίδικο επενδυτικό σχέδιο δεν απαγορεύεται από το Νόμο έτσι ώστε το άρθρο 23 του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149, να μην έχει θέση. Ουδέποτε ο XXXXX Σαββίδης παραδέχθηκε ότι η επίδικη συμφωνία αφορούσε δανειοδότηση του εφεσείοντα από χρήματα που είχε η εφεσίβλητη στη διάθεσή της από καταθέσεις τρίτων. Ο μάρτυρας ανέφερε στη δήλωσή του, μέρος της κυρίως εξέτασής του, ότι η εφεσίβλητη ήταν κάτοχος άδειας περιορισμένης φύσεως τραπεζικών εργασιών και τύγχανε σχετικής εποπτείας από την Κεντρική Τράπεζα και μέρος των εργασιών της ήταν και η παραχώρηση πιστωτικών διευκολύνσεων. Καμιά σχετική ερώτηση δεν υπεβλήθη στον μάρτυρα επί των συγκεκριμένων θέσεων. Η αντεξέταση του περιορίστηκε στην ουσία για την προσωπική του γνώση επί των γεγονότων, το ύψος του λογαριασμού, τους ανατοκισμούς και το μη δικαίωμα του εφεσείοντα να πωλήσει ο ίδιος τις μετοχές.
Ο μάρτυρας ορθά αξιολογήθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο. Στην κατοχή του, ως τότε Εκτελεστικός Πρόεδρος, ήταν όλα τα στοιχεία και οι φάκελοι ήταν στη διάθεσή του και είχε τον γενικό έλεγχο. Το τμήμα εγγραφών του λογισμικού από το οποίο προέρχονταν η καταχώρηση των πινακιδίων τα οποία με τη σειρά τους προέρχονταν από τις συναλλαγές που ο χρηματιστής υπέβαλλε ως συναλλαγές κατ' εντολή του εφεσείοντα, τελούσε υπό την εποπτεία του. Ο τροποποιηθείς περί Αποδείξεως Νόμος, Κεφ. 9, δίδει πλέον το δικαίωμα κατάθεσης στοιχείων και γεγονότων, τα οποία προηγουμένως, με την αυστηρότερη θεώρηση που υπήρχε, θεωρούνταν εξ ακοής μαρτυρία. Πρόσθετα, ο μάρτυρας, όπως κατέδειξαν οι απαντήσεις του ήταν σε θέση να απαντήσει με επάρκεια εφ΄ όλων των θεμάτων που, όπως λέχθηκε, ήταν περιορισμένα.
Ο εφεσείων ουδέποτε αμφισβήτησε με σοβαρότητα και με στοιχεία τις ίδιες τις συναλλαγές. Μάλιστα, προέκυψε ότι όταν ο λογαριασμός ήταν θετικός, είχε αποσύρει σε ανύποπτο χρόνο σημαντικό ποσό σε μετρητά, ως κέρδη, γεγονός, εν τέλει, το οποίο δέχθηκε και ο ίδιος στην αντεξέταση.
Δεν διαπιστώνεται ούτε και αμέλεια εκ μέρους της εφεσίβλητης. Ορθά εξήγησε ο XXXXX Σαββίδης και εύλογα έγινε αποδεκτή η θέση του πρωτοδίκως, ότι είναι εύκολο εκ των υστέρων να καταλογίζει κάποιος αμελείς χειρισμούς όταν την περίοδο εκείνη οι συναλλαγές και οι τιμές των αξιών στο Χ.Α.Κ., δεν ήταν σταθερές. Οι τιμές μπορεί να μειώνονταν για λίγες ημέρες, αλλά μετά ανέβαιναν και εναπόκειτο στον επενδυτή και όχι στην εφεσίβλητη να πωλήσει ή να προβεί σε ανάλογες συναλλαγές ώστε να προστατεύσει τα συμφέροντά του. Η εφεσίβλητη δεν μπορούσε να επιβάλει τις όποιες θέσεις και απόψεις της. Εισηγήθηκε ότι η ζημιά που παρατηρήθηκε στο λογαριασμό ήταν από τις επενδυτικές επιλογές του εφεσείοντα και την εύλογη ανοχή που επιδεικνυόταν από πλευράς της εφεσίβλητης με την προσδοκία ότι ο εφεσείων θα ανταποκρινόταν θετικά στην πρόοδο του χρόνου προς εξόφληση των χρεών του. Δικαίως η θέση του μάρτυρα ήταν ότι ο εφεσείων, ως πελάτης, όφειλε να πληρώνει τις συμβατικές του υποχρεώσεις και δεν ανέμεναν απ΄ αυτόν οτιδήποτε περισσότερο. Ο εφεσείων προφανώς επιδίωκε σε κέρδος, εξ' ου και λίγους μήνες μετά τη συμφωνία επενδυτικού λογαριασμού, ζήτησε να αυξηθεί το όριο από ΛΚ£ 30.000 σε ΛΚ£70.000, αίτημα όμως που δεν έγινε αποδεκτό.
Η υπόθεση Γρηγορίου v Euroinvestment & Finance Ltd, ανωτέρω, ορθώς αναφέρθηκε πρωτοδίκως και ως προς το θέμα του ποιος υπέχει ευθύνη. Ο δανειστής δεν έχει υποχρέωση εκποίησης των εξασφαλίσεων, αλλά μόνο δικαίωμα και δεν είναι κατεπιστευματοδόχος των μετοχών που έχουν τεθεί προς εξασφάλιση. Η υπόθεση China and South Sea Bank v. Tan (1989) 3 ALL E.R. 839, η οποία υιοθετήθηκε και από τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, υπέδειξε ότι ο πιστωτής δεν έχει ευθύνη προς τον οφειλέτη ή και προς τον εγγυητή, αλλά ο οφειλέτης πρέπει να ενεργήσει προς ίδιον όφελός του. Ο πιστωτής δεν είναι εγγυητής, ούτε εμπιστευματοδόχος των όποιων εξασφαλίσεων. Εμπιστευματοδόχος καθίσταται για τυχόν υπόλοιπο που παραμένει προς όφελος του οφειλέτη μετά την πώληση των εξασφαλίσεων. Η αρχή αυτή είναι διαρκής, ασχέτως διαφορών επί των επί μέρους γεγονότων.
Ο λόγος έφεσης αναφορικά με την ύπαρξη δυο παράλληλων συμφωνιών, στερείται πειστικότητας. Κατ' αρχάς, στην πολυσέλιδη έκθεση απαίτησης, δεν έγινε σαφής λόγος για την ύπαρξη διαφορετικών, έστω παράλληλων, συμφωνιών. Στις θεραπείες ζητείτο μόνο η ακύρωση της Συμφωνίας Χρηματοδοτικού Επενδυτικού Σχεδίου (Τεκμήριο 4) και ορθά, εφόσον το Τεκμήριο 3 αποτελούσε την «Αίτηση για Συμμετοχή στο Επενδυτικό Σχέδιο Ε&F», με καταγραμμένους όπισθεν τους Όρους Λειτουργίας. Επομένως, σαφώς δεν είναι η συμφωνία μεταξύ των διαδίκων και, εν πάση περιπτώσει, ο όρος 5, στον οποίο παραπέμπει ο εφεσείων, δεν προνοεί ότι ο αυτός δεν είχε δικαίωμα πραγματοποίησης αγορών ή πωλήσεων στον επίδικο λογαριασμό. Αυτό που εξάγεται είναι ότι η εφεσίβλητη θα δεχόταν τις οδηγίες του χρηματιστή για αγοραπωλησίες, νοουμένου ότι η εξασφάλιση της εφεσίβλητης θα παρέμενε στα συμφωνηθέντα όρια, ένας όρος λογικός διότι δεν θα νοείτο πώληση μετοχών προς αποκόμιση κέρδους από τον εφεσείοντα, ενώ ο ίδιος όφειλε ποσά στην εφεσίβλητη με εξασφαλίσεις κάτω των συμφωνηθέντων.
Ενόψει όλων των ανωτέρω, οι εφέσεις απορρίπτονται, με €3.000 έξοδα εναντίον του εφεσείοντα και υπέρ της εφεσίβλητης.
Δ.
Δ.
Δ.
/ΕΘ