ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:

Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
public Παμπαλλής, Κώστας Σταύρου Λιάτσος, Αντώνης Ψαρά-Μιλτιάδου, Τάσια Μ. Μιχαήλ για Κολοκασίδης, Χατζηπιερής amp;amp;amp; Σία ΔΕΠΕ, για τους Εφεσείοντες και στις δύο εφέσεις. Δ. Αραούζος για Χρύσης Δημητριάδης amp;amp;amp; Σία ΔΕΠΕ, για τους Εφεσίβλητους. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2018-10-17 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο O.M. INVESTMENTS amp;amp; FINANCE LIMITED κ.α. ν. LAPWING LIMITED, Πολιτικές Εφέσεις Αρ. 195/2012 και 196/2012, 17/10/2018 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2018:A448

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτικές Εφέσεις Αρ. 195/2012 και 196/2012)

 

17 Οκτωβρίου, 2018

 

[ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΛΙΑΤΣΟΣ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

(Πολιτική ΄Εφεση Αρ. 195/2012)

O.M. INVESTMENTS & FINANCE LIMITED,

Εφεσείοντες,

ν.

 

LAPWING LIMITED,

Εφεσιβλήτων.

 

(Πολιτική ΄Εφεση Αρ. 196/2012)

GATNOM CAPITAL & FINANCE LIMITED,

Εφεσείοντες,

ν.

 

LAPWING LIMITED,

Εφεσιβλήτων.

_ _ _ _ _ _

 

Μ. Μιχαήλ για Κολοκασίδης, Χατζηπιερής & Σία ΔΕΠΕ, για τους Εφεσείοντες και στις δύο εφέσεις.

Δ. Αραούζος για Χρύσης Δημητριάδης & Σία ΔΕΠΕ, για τους Εφεσίβλητους.

_ _ _ _ _ _

ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου

 θα δοθεί από τον Λιάτσο, Δ.

­­­_ _ _ _ _ _

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.: Με δύο πανομοιότυπες αιτήσεις διάλυσης, αρ. 51/2010 και 52/2010, οι Εφεσείοντες αξίωναν από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας, βάσει των διατάξεων των άρθρων 202, 204, 209 και 211 του περί Εταιρειών Νόμου, Κεφ. 113, την έκδοση διατάγματος διάλυσης των Εφεσιβλήτων και, διαζευκτικά, την έκδοση διατάγματος αγοράς των μετοχών των Εφεσιβλήτων από τους υπόλοιπους μετόχους. Οι αιτήσεις σκοπούσαν στην προστασία της μειοψηφίας από την, κατ΄ ισχυρισμό, καταπίεση (oppression) της πλειοψηφίας και υπό την επίκληση συνθηκών που καθιστούσαν δίκαια και εύλογη (just and equitable) την διάλυση ή την παροχή εναλλακτικής θεραπείας.

Αφού καταχωρήθηκαν, στις 12.4.2010, οι σχετικές ενστάσεις στις πιο πάνω αιτήσεις διάλυσης, ακολούθησε σειρά διαδικαστικών διαβημάτων, περιλαμβανομένων αιτήσεων για ένορκη αποκάλυψη εγγράφων και αίτησης συνένωσης των δύο αιτήσεων διάλυσης, με οδηγό την αίτηση αρ. 52/2010. Στις 2.6.2011 - και ενώ οι συνενωμένες πλέον αιτήσεις διάλυσης είχαν προγραμματισθεί για τις 7.7.2011 προκειμένου να δοθεί ημερομηνία έναρξης της ακρόασης και αφού εν τω μεταξύ έλαβαν χώραν οι σχετικές δημοσιεύσεις των αιτήσεων διάλυσης ως οι οδηγίες του πρωτόδικου Δικαστηρίου - καταχωρήθηκε εκ μέρους των Εφεσιβλήτων και της εταιρείας Aricom U.K. Limited - κατόχου του μεγαλύτερου μέρους του μετοχικού κεφαλαίου των Εφεσιβλήτων - αίτηση προς έκδοση διατάγματος διαγραφής όλων των αιτουμένων θεραπειών και/ή παραμερισμού και/ή αναστολής στην ολότητά τους των διαδικασιών των υπό αναφορά αιτήσεων διάλυσης υπ΄ αρ. 51/2010 και 52/2010, στη βάση κατάχρησης διαδικασίας και/ή ύπαρξης άλλων υπαλλακτικών διαδικασιών που οι Εφεσείοντες είχαν στη διάθεσή τους. Μετά την καταχώρηση ένστασης εκ μέρους των Εφεσειόντων και την καταχώρηση συμπληρωματικών ενόρκων δηλώσεων, η εν λόγω αίτηση οδηγήθηκε σε ακρόαση και, ως αποτέλεσμα, εκδόθηκε, στις 26.4.2012, η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου με την οποία το αίτημα για διαγραφή και απόρριψη και των δύο αιτήσεων διάλυσης έγινε αποδεκτό. Η απόφαση αυτή συνιστά και το αντικείμενο της παρούσας έφεσης. Προσβάλλεται με δύο, τελικά, λόγους έφεσης, ως εσφαλμένη. Τίθεται αφενός, ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε τη διαγραφή, παραβλέποντας τις σχετικές αρχές που καλύπτουν το εξαιρετικό μέτρο της διαγραφής δικογράφων και, αφετέρου, ότι εσφαλμένα αξιολογώντας τη μαρτυρία, αυθαίρετα και αδικαιολόγητα κατέληξε στο τρωτό εύρημα περί ύπαρξης υπαλλακτικής θεραπείας στη διάθεση των Εφεσειόντων.

 

Θα επιχειρήσουμε να απλοποιήσουμε τα δεδομένα που καλύπτουν την υπό κρίση περίπτωση, εστιάζοντας την προσοχή μας στα όσα συνιστούν το απαραίτητο υπόβαθρο και μόνο προκειμένου να αποτυπωθεί κατά τρόπο σαφή και απέριττο η απόφασή μας. Υπό το πρίσμα αυτής της προσέγγισης, είναι αχρείαστη λεπτομερής αναφορά στη δαιδαλώδη εταιρική δομή των Εφεσιβλήτων και στο όλο φάσμα της εταιρικής σχέσης των διάδικων μερών. Προέχει, αφού αποτυπώσουμε στον απαραίτητο και μόνο βαθμό τα γεγονότα που είναι απαραίτητα προς κατάληξη, η παράθεση των βασικών αρχών που καλύπτουν το ζήτημα αναζήτησης θεραπείας στη βάση των προαναφερθέντων άρθρων του Κεφαλαίου 113 και, ιδίως, των αρχών που διέπουν το ζήτημα διαγραφής δικογράφων, κατ΄ ακολουθίαν των σχετικών Διαταγών 19, θ.16 και 27 των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών.

 

Η Εφεσίβλητη εταιρεία συστάθηκε τον Αύγουστο του 2006 και κατά τον χρόνο καταχώρησης των αιτήσεων διάλυσης το μετοχικό της κεφάλαιο ήταν διαιρεμένο σε 28.795.000 συνήθους τύπου μετοχές και κατανεμημένο ως ακολούθως:

 

Α. Aricom U.K. Limited μετοχές 28.675.000 (99.58%)

Β. Gatnom Capital & Finance Limited 70.000 (0.24%)

Γ. O.M. Investments & Finance Limited 50.000 (0.17%)

 

Σύμφωνα με τους Εφεσείοντες, οι Εφεσίβλητοι είναι στην ουσία και στην πραγματικότητα μια κοινοπραξία και/ή ένας οιονεί συνεταιρισμός, με αποκλειστικό σκοπό σύστασής τους την κατοχή των συμφερόντων άλλης, ρωσικής εταιρείας, προκειμένου να διαχειρίζεται την άδεια για τη λειτουργία και εκμετάλλευση ενός από τα μεγαλύτερα κοιτάσματα σιδηρομεταλλεύματος διεθνώς σε τοποθεσία στα ανατολικά σύνορα της Ρωσίας με Κίνα. Η υποβολή του αιτήματος για διάλυση εδράζεται σε σειρά ισχυρισμών, στην ουσία των οποίων θα αναφερθούμε σε κατοπινό στάδιο. Προωθείται, συνοπτικά, από την πλευρά των Εφεσειόντων - Αιτητών στις αιτήσεις διάλυσης, ότι αυτές αφορούν και βασίζονται στην αδυναμία των Εφεσιβλήτων να συνεχίσουν να υφίστανται και να λειτουργούν με το σημερινό καθεστώς και ως εκ τούτου θα ήταν δίκαιο και σύμφωνο με το δίκαιο της επιείκειας να διαλυθούν λόγω, μεταξύ άλλων, της εκμετάλλευσης και καταπίεσης της μειοψηφίας, της άνισης μεταχείρισης στην εταιρική διακυβέρνηση και, συνακόλουθα, της παραβίασης των ευλόγων προσδοκιών των μετόχων και της διάρρηξης της μεταξύ τους σχέσης εμπιστοσύνης.

 

Κάθε αίτημα για διαγραφή δικογράφων συνιστά, από τη φύση του και λόγω των επιπτώσεων που ενέχει εξαιρετικό μέτρο. Όπως είναι πάγια νομολογημένο, απόφαση προς διαγραφή δικαιολογείται μόνο όταν χωρίς καμία αμφισβήτηση το δικόγραφο στερείται νομικού ή πραγματικού ερείσματος. Στην πορεία εξέτασης αιτήματος για διαγραφή το υπό κρίση δικόγραφο αξιολογείται αυτοτελώς με βάση την αντικειμενική υπόσταση του περιεχομένου του και ανεξάρτητα από τη μαρτυρία που το υποστηρίζει (In Re Pelmaco Development Ltd (1991) 1 ΑΑΔ 246).

 

Εξετάσαμε την ενώπιόν μας περίπτωση έχοντας πάντα κατά νουν ότι η εγκυρότητα αίτησης για διάλυση εξετάζεται αποκλειστικά με βάση το περιεχόμενό της και τις αντικειμενικές συνέπειες που συνεπάγεται τεκμηρίωση των ισχυρισμών που προβάλλονται σε αυτή. Εχουμε διαπιστώσει ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο, εσφαλμένα, εξομοίωσε κατ΄ ουσίαν, την εκδίκαση της αίτησης για διαγραφή με την εκδίκαση των αιτήσεων για διάλυση. Όπως έχουμε προαναφέρει, η διαγραφή δικογράφου συνιστά εξαιρετικό μέτρο και δικαιολογείται μόνο εάν αυτό κρίνεται αναντίλεκτα ανυπόστατο. ΄Αλλως, η διαγραφή θα συνεπαγόταν και παραβίαση δικαιώματος του διαδίκου προς αναζήτηση θεραπείας από δικαστήριο στο οποίο δικαιούται να προσφύγει, δικαίωμα που κατοχυρώνεται από το ΄Αρθρο 30.1 του Συντάγματος.

 

Συναφώς, λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβηκε, στο πρώιμο αυτό στάδιο, στην πράξη σε επιλογή εκδοχής μεταξύ των ισχυρισμών που προβάλλονται στις ένορκες δηλώσεις των διαδίκων, ζήτημα το οποίο ανάγεται στη σφαίρα της κυρίως εκδίκασης των αιτήσεων διάλυσης. Η εσφαλμένη αυτή προσέγγιση του Δικαστηρίου - η κατ΄ ουσία δηλαδή επιλογή μεταξύ αντικρουομένων εκδοχών - διαχέει ολόκληρο το σώμα της προσβαλλόμενης απόφασης και καλύπτει, μεταξύ άλλων και το ζήτημα της πώλησης των μετοχών της Gatnom Capital & Finance Limited. Επί του προκειμένου, η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου περί έλλειψης εννόμου συμφέροντος της εν λόγω Εφεσείουσας, παραγνωρίζει τον ισχυρισμό της πλευράς της ότι παράνομα και λόγω αυθαιρεσίας της πλειοψηφίας μειώθηκε το μετοχικό κεφάλαιο που διατηρούσε στους Εφεσίβλητους. Ισχυρισμός που σχετίζεται άμεσα με τους λόγους που προωθούνται μέσω της αίτησης για διάλυση 52/2010, περί καταπίεσης των συμφερόντων των μικρομετόχων και άνισης μεταχείρισης στην εταιρική διακυβέρνηση των Εφεσιβλήτων.

 

Αναμφίβολα η διάλυση εταιρείας αποτελεί δραστικό μέτρο και η επιδίωξη θεραπείας αυτής της μορφής μπορεί, από μόνη της, να προκαλέσει ανεπανόρθωτη ζημιά στις εργασίες και τα οικονομικά δεδομένα της εταιρείας. Υπό το πρίσμα αυτό η δυνατότητα παροχής διαζευκτικής θεραπείας μπορεί να οδηγήσει σε δικαιολογημένη διαγραφή της αίτησης για διάλυση, στα πλαίσια της συμφυούς δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, επιχειρώντας να αναζητήσει δυνατότητα υπαλλακτικής θεραπείας, αποδέχθηκε κατ΄ ουσία τον ισχυρισμό της πλευράς των Εφεσιβλήτων περί ύπαρξης εναλλακτικών διαδικασιών ενώπιον άλλων δικαστηρίων, συγκεκριμένα στην Αυστρία. Το ζήτημα όμως αυτό, ήτοι τα επίδικα θέματα που καλύπτει η δικαστική διαδικασία στην Αυστρία και τα γεγονότα που τα περιβάλλουν, τελεί υπό αμφισβήτηση, αφού οι Εφεσείοντες ισχυρίζονται στις σχετικές ενόρκους δηλώσεις που συνοδεύουν την ένστασή τους στο αίτημα για παραμερισμό, ότι οι εν λόγω διαδικασίες δεν αφορούν και δεν έχουν σχέση με την παρούσα. Κατ΄ ακολουθίαν δεν ήταν επιτρεπτό για το πρωτόδικο Δικαστήριο, στα πλαίσια της υπό κρίση αίτησης και υπό το φως των αρχών που διέπουν το ζήτημα, να καταλήξει σε εύρημα επί αμφισβητούμενων γεγονότων και, κατά προέκταση, να οδηγηθεί στη διαγραφή του Υπομνήματος στο προκαταρκτικό αυτό στάδιο, παραγνωρίζοντας το σκοπό του διαβήματος της διαγραφής δικογράφων και τα κριτήρια που το καλύπτουν.

 

Στη θεμελιώδη επί του θέματος απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου In Re Pelmaco (ανωτέρω), καθορίζεται, μεταξύ άλλων, υπό ποίες περιστάσεις είναι δυνατό να θεωρηθεί ότι υπάρχει καταπίεση της μειοψηφίας. Εντοπίζεται σχετικά στις σελίδες 250-251 και 256-257:

«Στην υπόθεση Re Five Minute Car Wash Service, Ltd., [1966] 1 All E.R. 242 αναλύεται η έννοια του όρου "καταπίεση" στο πλαίσιο του άρθρου της αγγλικής νομοθεσίας που αντιστοιχεί με το άρθρο 202 του Κεφ. 113, και εξηγείται ότι το παράπονο -

 

(α) πρέπει να αφορά τα δικαιώματα των μελών της εταιρείας,

 

(β) να σχετίζεται με τη διαχείριση της εταιρείας, και

 

(γ) να καθιστά όχι μόνο δίκαιη και εύλογη τη διάλυσή της, αλλά και να συνιστά, λόγω του τρόπου διαχείρισης της εταιρείας, καταπίεση για εκείνους που επιδιώκουν τη διάλυση της εταιρείας.

 

Τι συνιστά "καταπίεση" εξηγείται στην απόφαση της δικαστικής επιτροπής της Βουλής των Λόρδων στην υπόθεση Scottish Co-Operative Wholesale Society Ltd. v. Meyer [1958] 3 All E.R. 66; (1959) A.C 324. Ο όρος περιλαμβάνει συμπεριφορά η οποία ενέχει το στοιχείο της έλλειψης αξιοπιστίας (probity), ή δίκαιας μεταχείρισης (fair dealing) προς μέλη της εταιρείας σέ σχέση με τα δικαιώματά τους ως μέτοχοι. Αντίθετα, ανεπάρκεια (inefficiency) ή αμέλεια στη διαχείριση των υποθέσεων της εταιρείας, δεν τεκμηριώνει καταπιεστική συμπεριφορά.

 

Η σημασία του όρου "δίκαια και εύλογη" (just and equitable), έχει επίσης εξηγηθεί σε πολλές αποφάσεις. Εννοιολογικά, ο όρος "equitable" δεν έχει διάφορη σημασία από τον όρο "just". Στο αγγλικό όμως δίκαιο, ο όρος ενέχει ειδική έννοια (term of art), συνυφασμένη με τις αρχές της επιείκειας (equity), όπως αυτές αναπτύχθηκαν και διαμορφώθηκαν στο αγγλικό δίκαιο. Η επιείκεια έχει ως λόγο το μετριασμό των επιπτώσεων εφαρμογής των αρχών του θετικού δικαίου όταν τούτο επιβάλλουν οι αρχές της δικαιοσύνης (equity). Οι αρχές της επιείκειας επενεργούν στο προσωπικό επίπεδο και αποβλέπουν στον περιορισμό κατάχρησης στην άσκηση δικαιωμάτων.

 

........................................................................

 

Η μόνη κυπριακή υπόθεση στην οποία αναλύεται η έννοια των όρων "καταπίεση" (oppression) και "δίκαιη και εύλογη" (just and equitable) στο πλαίσιο των σχετικών διατάξεων του Κεφ. 113, είναι ή απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακος στην υπόθεση Karaoglanian & Sons and Others v. Karaoglanian αnd Αnother. (1977) 4 J.S.C. 488. Στην υπόθεση εκείνη γίνεται εκτεταμένη ανάλυση της αγγλικής νομολογίας και των πράξεων που μπορεί να στοιχειοθετούν καταπίεση της μειοψηφίας. Ιδιαίτερης σημασίας είναι η απόφαση της δικαστικής επιτροπής της Βουλής των Λόρδων στην Ebrahimi v. Westbourne Galleries Lid,* στην οποία επικεντρώθηκε η προσοχή του δικαστηρίου στις αρχές βάσει των οποίων μπορεί να διαταχθεί η διάλυση εταιρείας η οποία εδράζεται σε συνεταιρική βάση. Η πτώση του συνεταιρικού βάθρου μεταξύ των εταίρων παρέχει, εφόσο κρίνεται δίκαιο και εύλογο, έρεισμα για τη διάλυση της εταιρείας. Ο όρος "equitable", επισημαίνεται, εισάγει τις αρχές της επιείκειας και συναρτά την άσκηση των δικαιωμάτων που παρέχει το Καταστατικό της εταιρείας με το επίπεδο εκείνο της συμπεριφοράς που πρέπει να χαρακτηρίζει την καλόπιστη άσκηση δικαιωμάτων και εκπλήρωση υποχρεώσεων.»

 

 

Είναι αχρείαστη, για σκοπούς της ενώπιόν μας υπόθεσης  περαιτέρω επέκταση στη νομική πλευρά και στην ευρύτερη ανάλυση του τί συνιστά καταπίεση της μειοψηφίας και των συνθηκών που καθιστούν δίκαια και εύλογη τη διάλυση μιας εταιρείας. Περιοριζόμαστε στη διατύπωση και μόνο ότι τα γεγονότα επί των οποίων βασίζονται οι αιτήσεις για διάλυση δικαιολογούσαν την επίκληση των σχετικών διατάξεων του Κεφαλαίου 113. Υπενθυμίζουμε ότι η τεκμηρίωση των ισχυρισμών συνιστά και το επίδικο θέμα της δίκης. Για το λόγο αυτό, επιβεβλημένο είναι, να καταγράψουμε απλώς ότι οι ισχυρισμοί στις αιτήσεις διάλυσης περί παράτυπων διαδικασιών στη σύγκλιση γενικής συνέλευσης της Εφεσίβλητης εταιρείας, που κατέληξε στην εκμηδένιση των ποσοστών των Εφεσειόντων, καταδεικνύουν, εκ πρώτης όψεως πάντα, κλονισμό της εμπιστοσύνης, του βάθρου δηλαδή επί του οποίου εδράζεται η εταιρική σχέση. Υπό το πρίσμα αυτό θεμελιώνουν την υποβολή αιτήματος και παρέχουν, υπό την αίρεση βεβαίως τεκμηρίωσής τους, τη δυνατότητα έκδοσης διατάγματος δυνάμει του άρθρου 202 του Κεφαλαίου 113.

 

Ως αποτέλεσμα, η διαγραφή του Υπομνήματος (Petition) δεν δικαιολογείτο. Οι εφέσεις επιτυγχάνουν και η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται με έξοδα τόσο πρωτοδίκως όσο και κατ΄ έφεση προς όφελος των Εφεσειόντων και εις βάρος των Εφεσιβλήτων, όπως αυτά θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν  από το Δικαστήριο. Δίδονται οδηγίες όπως λάβει χώραν η εκδίκαση του Υπομνήματος κατά προτεραιότητα.

 

 

                                                      Κ. ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.

 

                                                      Α.Ρ. ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.

 

                                                      Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.

ΣΦ.

 

     

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο