ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2018:A560
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική ΄Εφεση Αρ. 150/2012)
18 Οκτωβρίου, 2018
[ΠΑΝΑΓΗ, ΓΙΑΣΕΜΗΣ, ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ/στές]
1. ELAMAY LTD,
2. XXXXX ΙΑΚΩΒΙΔΗΣ,
3. CORPORATE RECOVERY AND INSOLVENCY
GROUP LTD, Η ΟΠΟΙΑ ΔΙΕΞΑΓΕΙ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗ
ΥΠΟ ΤΗΝ ΟΝΟΜΑΣΙΑ (TRADING AS) CRI GROUP,
Εφεσείοντες-Καθ' ων η Αίτηση,
ν.
XXXXX ΛΟΪΖΙΔΗ,
Εφεσίβλητου-Αιτητή.
________________________
Νίκος Γεωργιάδης, για Γεωργιάδης & Πελίδης Δ.Ε.Π.Ε., για τους Εφεσείοντες.
Ανδρέας Αποστολίδης, για Ιωαννίδης Δημητρίου Δ.Ε.Π.Ε., για τον Εφεσίβλητο.
________________________
ΠΑΝΑΓΗ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Γ.Ν. Γιασεμής.
________________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.: Ο Εφεσίβλητος, Μ. Λοϊζίδης, και η εκ των εφεσειόντων Elamay Ltd., (η εφεσείουσα), αποτελούσαν συμβαλλόμενα μέρη σε οικοδομική συμφωνία, την οποία είχαν συνάψει μεταξύ τους το 2006. Αυτή προέβλεπε για την ανέγερση, από την τελευταία, τριώροφης οικοδομής στη Λεμεσό, σε ιδιόκτητο ακίνητο του εφεσίβλητου. Κατά τη διάρκεια των κατασκευαστικών εργασιών για το εν λόγω έργο, προέκυψαν διαφορές μεταξύ των πιο πάνω μερών, οι οποίες παραπέμφθηκαν σε διαιτησία. Στο πλαίσιο αυτής, προβλήθηκαν χρηματικές απαιτήσεις, εκατέρωθεν, ανερχόμενες σε μερικές εκατοντάδες χιλιάδες ευρώ.
Πριν, όμως, η προαναφερθείσα διαιτησία καταλήξει, στις 23.9.2011, η εφεσείουσα τέθηκε σε εκούσια εκκαθάριση, από τους πιστωτές της, δυνάμει του άρθρου 276 του περί Εταιρειών Νόμου, Κεφ. 113. Ο εφεσίβλητος, αν και είχε κληθεί, ως πιστωτής, να παραστεί στη συνέλευση η οποία πραγματοποιήθηκε κατ' εκείνην την ημερομηνία, για τον πιο πάνω σκοπό, τελικά, δε μετείχε σε αυτή. Συγκεκριμένα, αφού μετέβη στον προκαθορισθέντα χώρο, του ζητήθηκε επιτακτικά να φύγει. ΄Οπως του λέχθηκε, η χρηματική απαίτησή του κατά της εφεσείουσας αμφισβητείτο και, ως εκ τούτου, αυτός δεν εδικαιούτο να έχει την ιδιότητα του πιστωτή. Ο ίδιος, παρόλο που διαφώνησε με τη θέση, ανωτέρω, εκ μέρους της εφεσείουσας, αποχώρησε από το χώρο της συνέλευσης, έλαβε, όμως, δικαστικά μέτρα εναντίον της και εναντίον δύο άλλων προσώπων, του κ. Κ. Ιακωβίδη και της εταιρείας Corporate Recovery and Insolvency Group Ltd., εφεσειόντων 2 και 3, αντίστοιχα. Σημειώνεται, συναφώς, ότι ο δεύτερος εφεσείων διορίστηκε, στις 23.9.2011, ως εκκαθαριστής της εφεσείουσας, ενώ η τρίτη εφεσείουσα δε φαίνεται να είχε οποιαδήποτε ενεργό ανάμειξη στα, ως άνω, διαδραματισθέντα, πέραν, βέβαια, του ότι η προαναφερθείσα συνέλευση πιστωτών πραγματοποιήθηκε στα γραφεία της και του γεγονότος ότι ο δεύτερος εφεσείων είναι διευθύνων σύμβουλός της.
΄Οσον αφορά τα προαναφερθέντα δικαστικά μέτρα, ο εφεσίβλητος, κατά τον Οκτώβριο του 2011, καταχώρισε, στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας, τη γενική αίτηση αρ. 1127/2011, εδραζομένη στο άρθρο 290 του Κεφ. 113, διά της οποίας προωθεί αριθμό θεραπειών. Μεταξύ άλλων, αιτείται την έκδοση διατάγματος για ακύρωση των αποφάσεων που είχαν ληφθεί κατά την προαναφερθείσα συνέλευση πιστωτών της εφεσείουσας στις 23.9.2011, για τη συμπερίληψη και του ιδίου στον κατάλογο πιστωτών της και για τη συνέχιση της εκκαθάρισής της υπό την εποπτεία του Δικαστηρίου. Οι υπόλοιπες θεραπείες είναι παρεπόμενες των ανωτέρω.
Ο εφεσίβλητος, στο πλαίσιο της πιο πάνω γενικής αίτησης, καταχώρισε, επίσης, ενδιάμεση αίτηση, η οποία εδραζόταν, αρχικά, μόνο στο προαναφερθέν άρθρο 290. Με αυτήν, αιτήθηκε διάταγμα για αναστολή της εκκαθάρισης της εφεσείουσας, μέχρι την περάτωση της υπό αναφορά γενικής αίτησης. Το αίτημά του έγινε δεκτό από το Δικαστήριο, το οποίο εξέδωσε το, ως άνω, αιτηθέν διάταγμα αναστολής, αρχικά, μονομερώς. Στη συνέχεια, αυτό οριστικοποιήθηκε, αφού, κατά τη διεξαχθείσα διαδικασία αναθεώρησης, ακούστηκε και η πλευρά των εφεσειόντων. Η απόφαση, σχετικά, του Δικαστηρίου στηρίχτηκε, τελικώς, αποκλειστικά, στο άρθρο 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960, (Ν. 14/1960), το οποίο είχε προστεθεί στην ενδιάμεση αίτηση χειρόγραφα.
Η πιο πάνω απόφαση αποτελεί το αντικείμενο της παρούσας έφεσης, καταχωρηθείσας από την εφεσείουσα και τα δύο άλλα πρόσωπα που έχουν αναφερθεί προηγουμένως. Ιδιαίτερα σημαντικός είναι ο λόγος με τον οποίο αμφισβητείται η διαπίστωση του εκδικάσαντος Δικαστηρίου ότι ο εφεσίβλητος είναι πιστωτής της εφεσείουσας, στο πλαίσιο του άρθρου 290 του Κεφ. 113. Ωστόσο, με δεδομένο τον εξειδικευμένο τομέα εφαρμογής του πιο πάνω άρθρου και των συγκεκριμένων προνοιών του, ηγέρθη, επίσης, κατά πόσο η εξέταση της υπό αναφορά ενδιάμεσης αίτησης δυνάμει των προνοιών του άρθρου 32 του Ν. 14/1960 ήταν δικαιοδοτικά εφικτή.
Οι εισηγήσεις, σχετικά, του συνηγόρου της κάθε πλευράς ήταν, εκ διαμέτρου, αντίθετες. Ο ευπαίδευτος συνήγορος της εφεσείουσας εισηγήθηκε, κατ' αρχάς, ότι ο εφεσίβλητος δεν μπορούσε, υπό τις περιστάσεις της υπόθεσης, να θεωρείτο ως πιστωτής της εφεσείουσας. ΄Οσον αφορά το δικαιοδοτικό θέμα, υποστήριξε ότι, επειδή η υπό αναφορά ενδιάμεση αίτηση ενέπιπτε, όπως και η γενική αίτηση, στον εξειδικευμένο τομέα του εταιρικού δικαίου, η ορθή κατά νόμο πρόνοια, δυνάμει της οποίας αυτή μπορούσε να εξεταστεί, ήταν η προβλεπόμενη στο άρθρο 290 του Κεφ. 113, όπου αναφέρεται, συγκεκριμένα, και ο τρόπος άσκησης από το δικαστήριο της διακριτικής εξουσίας του. Ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσίβλητου, στη δική του αγόρευση, αφού επεσήμανε ότι η γενική αίτηση υποβλήθηκε στο πλαίσιο εκούσιας εκκαθάρισης της εφεσείουσας, αναγνώρισε ότι, σε σχέση με την ενδιάμεση αίτηση, τύγχανε, πράγματι, εφαρμογής το άρθρο 290 του Κεφ. 113. Σύμφωνα δε με την άποψή του, το εκδικάσαν Δικαστήριο έλαβε το άρθρο αυτό δεόντως υπόψη κατά την εξέταση που το ίδιο διενήργησε δυνάμει του άρθρου 32 του Ν. 14/1960, θεωρώντας ότι το άρθρο 32, λόγω της ευρείας εφαρμογής του, αποτελούσε το ορθό δικονομικό βάθρο, για σκοπούς της υπό αναφορά ενδιάμεσης αίτησης. Στη βάση δε αυτή, επεσήμανε, οδηγήθηκε στο συμπέρασμα ότι ο εφεσίβλητος ήταν πιστωτής της εταιρείας και, επομένως, νομιμοποιείτο στην καταχώριση της υπό αναφορά ενδιάμεσης αίτησης. ΄Οπως θα εξηγηθεί στη συνέχεια, οι πιο πάνω εισηγήσεις του συνηγόρου του εφεσίβλητου δεν είναι ορθές.
Στην τελευταία εισήγηση, ανωτέρω, αφορά ο προαναφερθείς λόγος έφεσης, με τον οποίο, ουσιαστικά, εγείρεται θέμα locus standi του εφεσίβλητου αναφορικά με την ανάληψη από αυτόν, ως πιστωτής, της διαδικασίας που αφορά η γενική αίτηση και της ενδιάμεσης υπό εξέταση αίτησης, σε σχέση προς την οποία περιορίζεται η εξέταση που ακολουθεί. Το θέμα είναι σύνθετο, αποτελούμενο από πραγματική και από νομική πτυχή. Η τελευταία διαγιγνώσκεται, εφόσον κριθεί η πρώτη, στη βάση γεγονότων, τα οποία το Δικαστήριο δύναται να λάβει υπόψη, δεδομένης της φύσεως της υπό εξέταση διαδικασίας και του νομικού πλαισίου, εντός του οποίου αυτή έχει αναληφθεί.
Στην προκειμένη περίπτωση, ως εκ της αμφισβήτησης, από την εφεσείουσα, της ιδιότητας του εφεσίβλητου, ως πιστωτή της, τα σχετικά γεγονότα είναι εύλογο να αναζητηθούν, κατά κύριο λόγο, στην ένορκη δήλωση του τελευταίου, η οποία υποστηρίζει την ενδιάμεση αίτησή του. Από την ανάγνωσή της, διαπιστώνεται ότι αυτός ισχυρίζεται πως, στο πλαίσιο της διαιτησίας, προέβαλε ανταπαίτηση εναντίον της εφεσείουσας για ποσό €277.638,48, πλέον τόκους. Σημειώνεται πως η απαίτηση της εφεσείουσας εναντίον του ήταν για ποσό €638.968,84. Συνεχίζοντας δε, ο εφεσίβλητος προσθέτει: «΄Οπως πολύ καλά γνωρίζω, και όπως με πληροφορούν οι δικηγόροι μου, το χρέος μου είναι επαληθεύσιμο ως υπό αίρεση απαίτηση εναντίον της Καθ' ης η Αίτηση 1 εταιρείας ELAMAY LTD ή/και άλλως πως και έπρεπε να γίνει αποδεκτό.»
Κατ' αρχάς, σημειώνεται πως ο διαζευκτικός ισχυρισμός, ανωτέρω, ως προς τη φύση του ισχυριζόμενου χρέους, δείχνει, έκδηλα, αβεβαιότητα ως προς το θέμα τούτο. Πλέον σημαντικό, όμως, είναι το κατά πόσο η εν λόγω χρηματική απαίτηση του εφεσίβλητου αποτελεί, όντως, «επαληθεύσιμο χρέος», ως η θέση του. ΄Αμεσα σχετικά, για τη διερεύνηση της πτυχής αυτής, είναι και τα δικόγραφα της διαιτησίας, τα οποία ο εφεσίβλητος επισύναψε στην ένορκη δήλωσή του, χωρίς να προβεί σε οποιαδήποτε αναφορά σε τούτα, τα οποία, όμως, το Δικαστήριο μπορούσε να διαβάσει, και, ειδικά, το περιεχόμενο της ανταπαίτησης. ΄Οπως διαπιστώνεται από τη σύνοψη που υπάρχει σε αυτή, η απαίτηση του εφεσίβλητου εναντίον της εφεσείουσας αποτελείται από διάφορα ποσά, τα οποία ο ίδιος απαιτεί υπό τη μορφή αποζημιώσεων, ανερχόμενα, συνολικά, στο ποσό των €277.638,46, σε σχέση με, κατ' ισχυρισμό, παραβίαση, από την τελευταία, της προαναφερθείσας οικοδομικής συμφωνίας. Σαφώς, πρόκειται για μη εκκαθαρισμένη απαίτηση, η οποία δεν μπορεί, ασφαλώς, να χαρακτηριστεί ως χρέος.
Επιπρόσθετα, η εφεσείουσα είναι φανερό, από την εν λόγω δικογραφία, καθώς, επίσης, από την όλη συμπεριφορά της έναντι του εφεσίβλητου, ότι αμφισβητεί την πιο πάνω απαίτησή του. Η συμπεριφορά της, η οποία έχει προαναφερθεί, αφορά στην εκδίωξη του εφεσίβλητου, στις 23.9.2011, από το χώρο της συνέλευσης των πιστωτών, στη βάση, ακριβώς, της θέσης αυτής. Επομένως, σαφώς, δεν του αναγνώριζε την ιδιότητα του πιστωτή της. Η ειδοποίηση δε που του είχε προηγουμένως αποσταλεί για να παρευρεθεί στην εν λόγω συνέλευση, οποιαδήποτε σημασία και αν είχε αυτή, δεν αίρει την πιο πάνω θέση της.
Στο επίκεντρο, λοιπόν, της πρωτόδικης διαδικασίας, βρισκόταν το κατά πόσο ο εφεσίβλητος ήταν, κατά τον ουσιώδη χρόνο, πιστωτής της εφεσείουσας, δυνάμει του άρθρου 290 του Κεφ. 113. Το εκδικάσαν Δικαστήριο έκρινε, στη βάση της υπόθεσης Σπανού ν. G.I.P. Constructions Limited (1999) 1 Α.Α.Δ. 315, πως, με δεδομένη την αμφισβήτηση από την εφεσείουσα της ανταπαίτησης του εφεσίβλητου, στο πλαίσιο της προαναφερθείσας διαιτησίας, δε θα μπορούσε αυτός να ήταν πιστωτής της. Εντούτοις, προχώρησε περαιτέρω και, στη βάση των γεγονότων που αφορούσαν στην πρόσκληση και μόνο του εφεσίβλητου να παραστεί στη συνέλευση πιστωτών, που έλαβε χώρα στις 23.9.2011, κατέληξε πως αυτός θα μπορούσε να ήταν πιστωτής της.
Το θέμα της ιδιότητας του πιστωτή εταιρείας, όπου τούτο εγείρεται σε διαδικασία η οποία αναλαμβάνεται κάτω από τις πρόνοιες του Κεφ. 113, και δη αυτές που αφορούν στην εκκαθάρισή της, αποφασίζεται, οριστικά, πριν από οτιδήποτε άλλο, σε κάθε επίπεδο δικαιοδοσίας. Διαφορετικά τεθέντος, η εδραίωση της ιδιότητας του πιστωτή αποτελεί προϋπόθεση, προκειμένου να προχωρήσει η οποιαδήποτε διαδικασία, η οποία αναλαμβάνεται από τον ίδιο, υπό αυτήν του την ιδιότητα. Στην υπόθεση Σπανού ν. G.I.P. Constructions Limited, ανωτέρω, λέχθηκε ότι το πρόσωπο που αναγνωρίζεται ως πιστωτής δυνάμει του άρθρου 243 του Κεφ. 113 είναι το ίδιο πρόσωπο που, δικαιωματικά, μπορεί να καταχωρίσει αίτηση για εκκαθάριση εταιρείας, δυνάμει του άρθρου 213(1) του Κεφ. 113, και, βεβαίως, το ίδιο ισχύει σε σχέση και με το άρθρο 290 του Κεφ. 113∙ είναι το αντίστοιχο του άρθρου 243[1] που αναφέρεται σε εκκαθάριση εταιρείας από το δικαστήριο, στην οποία εξουσία γίνεται ειδική αναφορά στο άρθρο 290, ως εφαρμοζομένη και στην περίπτωση του άρθρου αυτού.
Σύμφωνα με ό,τι έχει καθιερωθεί από τη σχετική νομολογία, δεν είναι δυνατό να χαρακτηριστεί ως πιστωτής, δυνάμει των πιο πάνω προνοιών, πρόσωπο του οποίου η απαίτηση εναντίον εταιρείας αφορά σε μη εκκαθαρισμένο ποσό, και όταν αυτή τελεί, εύλογα, υπό αμφισβήτηση από την τελευταία, όπως μπορεί να διαπιστωθεί από το εκδικάζον δικαστήριο, στη βάση μαρτυρίας η οποία τίθεται ενώπιόν του από τα εμπλεκόμενα μέρη, (βλ. Re Welsh Brick Industries, Ltd. [1946] 2 All E. R. 197 και Σπανού ν. G.I.P. Constructions Limited).
Το σημαντικό, στην προκειμένη περίπτωση, είναι ότι ο εφεσίβλητος δεν έχει θέσει οποιαδήποτε τέτοια μαρτυρία ενώπιον του εκδικάσαντος Δικαστηρίου. Για την ακρίβεια, καμιά μαρτυρία δεν έχει προσαχθεί, προς το σκοπό να καταδειχθεί το εύλογο της απαίτησής του. ΄Οπως έχει, προηγουμένως, καταδειχθεί, η υποβολή ανταπαίτησης στο πλαίσιο της διαιτησίας για αποζημιώσεις σε σχέση με παραβίαση συμφωνίας, ακριβώς, καταδεικνύει την ύπαρξη οικονομικής διαφοράς μεταξύ του και της εφεσείουσας, η οποία, στο συγκεκριμένο πλαίσιο, ανταγωνιζόταν την αντίστοιχη απαίτηση της εφεσείουσας για το πολύ μεγαλύτερο ποσό που έχει προαναφερθεί. Από το γεγονός ότι ο εφεσίβλητος είχε κληθεί να παρευρεθεί, στις 23.9.2011, στη συνέλευση πιστωτών δεν μπορεί να θεωρηθεί, όπως έχει, επίσης, καταδειχθεί, ότι ο ίδιος έγινε αποδεκτός ως πιστωτής, δεδομένης της αδιαμφισβήτητης αρνητικής στάσης της εφεσείουσας ως προς την αποδοχή του εν λόγω, κατ' ισχυρισμό, χρέους της προς αυτόν, όπως έχει, ήδη, εξηγηθεί. Επομένως, ο εφεσίβλητος απέτυχε να αποδείξει ότι είναι πιστωτής της εφεσείουσας και, ως εκ τούτου, δεν εδικαιούτο να καταχωρίσει την υπό εξέταση ενδιάμεση διαδικασία.
Υπάρχει, βέβαια, και το δικαιοδοτικό θέμα, όπως αυτό έχει, προηγουμένως, προσδιοριστεί. Αναμφίβολα, το νομικό πλαίσιο, εντός του οποίου εκδικάζον δικαστήριο, σε ενδιάμεση δικαστική διαδικασία, ασκεί τη διακριτική εξουσία του, καθορίζεται από τη δικαιοδοτική πρόνοια επί της οποίας η εν λόγω διαδικασία εδράζεται. Επομένως, είναι πρέπον αυτή να αναφέρεται στη σχετική αίτηση συγκεκριμένα και να είναι η ορθή, ώστε το δικαστήριο να γνωρίζει, επακριβώς, στη βάση ποιας εξουσίας αυτό καλείται να αποφασίσει. Εν πάση περιπτώσει, και δεδομένης της πιο πάνω αρχής, η εξέταση της υπό αναφορά ενδιάμεσης αίτησης στη βάση του άρθρου 32 του Ν. 14/1960 είναι λανθασμένη, για δύο, κυρίως, λόγους, άμεσα σχετιζομένους μεταξύ τους.
Κατ' αρχάς, η συγκεκριμένη ενδιάμεση αίτηση, όπως έχει αναφερθεί, εδραζόταν, κυρίως, στο άρθρο 290[2] του Κεφ. 113, με δεδομένο και το γεγονός ότι ήταν στη βάση των προνοιών του που ο εφεσίβλητος διεκδικούσε την ιδιότητα του πιστωτή. Με αυτή δε, ζητείτο η αναστολή της διαδικασίας εκκαθάρισης της εφεσείουσας, εξουσία η οποία προβλέπεται, συγκεκριμένα, στο προαναφερθέν άρθρο και ασκείται, εφόσον κρίνεται ότι η προς τούτο άσκησή της «είναι δίκαιη και ωφέλιμη», (άρθρο 290(2)). Σαφώς, πρόκειται για ιδιαίτερη εξουσία, η οποία δυνατό να ασκηθεί κατά τη διάρκεια εκκαθάρισης μιας εταιρείας, έχοντας, ως εκ τούτου, προσωρινό χαρακτήρα. Είναι δε διαφορετική από τη γενική εξουσία η οποία προβλέπεται στο άρθρο 32(1) του Ν. 14/1960 και ασκείται με αναφορά στο τι είναι «δίκαιον ή πρόσφορον». Εντούτοις, η εξουσία δυνάμει του άρθρου 290(2) παραγνωρίστηκε από το εκδικάσαν Δικαστήριο, με αποτέλεσμα, η ενδιάμεση αίτηση να εξεταστεί στη βάση λανθασμένου νομικού κριτηρίου, (βλ. Lakatamitis v. Theodorou (1983) 1 C.L.R. 520, σελίδα 525).
Επιπρόσθετα, η εν λόγω αίτηση αφορούσε σε αίτημα για έκδοση διατάγματος αναστολής, εν προκειμένω, διαδικασίας εκκαθάρισης, όπως έχει, ήδη, λεχθεί. Το διάταγμα δε αυτό, ως εκ της φύσεώς του, απευθυνόταν προς οποιοδήποτε ο οποίος θα μπορούσε να επιχειρήσει την περαιτέρω προώθηση της εκκαθάρισης της εφεσείουσας πριν από την ολοκλήρωση της γενικής αίτησης, περιλαμβανομένου του δικαστηρίου, εφόσον συνέχιζε η ισχύς του. Αντίθετα, το προσωρινό απαγορευτικό διάταγμα, το οποίο εκδίδεται δυνάμει του άρθρου 32(1) του Ν. 14/1960, ως εκ της φύσεως και του περιεχομένου του, απευθύνεται προς συγκεκριμένο πρόσωπο. Επομένως, με βάση τα πιο πάνω, η εν λόγω ενδιάμεση αίτηση δε θα μπορούσε να έχει επιτυχή κατάληξη.
Για τους λόγους, ανωτέρω, η έφεση επιτυγχάνει. Το διάταγμα αναστολής ακυρώνεται, η δε ενδιάμεση αίτηση απορρίπτεται. Τα έξοδα, τα οποία καθορίζονται στο ποσό των €2.500,00, πλέον Φ.Π.Α., επιδικάζονται υπέρ των εφεσειόντων και εναντίον του εφεσίβλητου.
Π. Παναγή, Δ.
Γ.Ν. Γιασεμής, Δ.
Τ.Θ. Οικονόμου, Δ.
/ΜΠ
[1] «243. - (1) Το Δικαστήριο δύναται σε οποιοδήποτε χρόνο μετά την έκδοση διατάγματος εκκαθάρισης, μετά από αίτηση είτε του εκκαθαριστή είτε του επίσημου παραλήπτη ή οποιουδήποτε πιστωτή ή συνεισφορέα, και αφού αποδειχθεί προς ικανοποίηση του Δικαστηρίου ότι κάθε διαδικασία σχετικά με την εκκαθάριση έπρεπε να ανασταλεί ή να διακοπεί, να εκδώσει διάταγμα αναστολής ή διακοπής της διαδικασίας, είτε εξολοκλήρου ή για περιορισμένο χρονικό διάστημα με τέτοιους όρους και προϋποθέσεις που το Δικαστήριο κρίνει πρέπον.»
[2] «290. - (1) Ο εκκαθαριστής ή οποιοσδήποτε συνεισφορέας ή πιστωτής δύναται να υποβάλει αίτηση στο Δικαστήριο για να αποφασίσει οποιοδήποτε ζήτημα που προκύπτει κατά τη διάρκεια εκκαθάρισης εταιρείας ή για την άσκηση, σχετικά με την υλοποίηση κλήσεων ή για οποιοδήποτε άλλο θέμα, όλων ή οποιωνδήποτε των εξουσιών που το Δικαστήριο δύναται να ασκήσει αν η εταιρεία εκκαθαριζόταν από το Δικαστήριο.
(2) Το Δικαστήριο, αν ικανοποιηθεί ότι η απόφαση για το ζήτημα ή η ζητούμενη άσκηση εξουσίας είναι δίκαιη και ωφέλιμη, δύναται να αποδεχτεί την αίτηση γενικά ή μερικά με τέτοιες προϋποθέσεις και όρους που θα κρίνει πρέπον ή δύναται να εκδώσει τέτοιο άλλο διάταγμα για την αίτηση που κρίνει δίκαιο.
(3) Αντίγραφο διατάγματος που εκδόθηκε δυνάμει των διατάξεων του παρόντος άρθρου με το οποίο αναστέλλεται η διαδικασία εκκαθάρισης παραδίδεται αμέσως από την εταιρεία, ή όπως διαφορετικά δυνατό να καθοριστεί, στον έφορο εταιρειών για εγγραφή.»