ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Ψαρά-Μιλτιάδου, Τάσια Αλ. Κληρίδης, για τον αιτητή. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2018-10-18 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο Αναφορικά με την αίτηση του ΠΕΤΣΑ , Πολιτική αίτηση αρ.126/18, 18/10/2018 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2018:D450

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

                   Πολιτική αίτηση αρ.126/18

 

 

18 Οκτωβρίου, 2018

 

 

[Τ.ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ]

 

 

Αναφορικά με το άρθρο 155.4 του Συντάγματος και τα άρθρα 3 και 9 του περί Απονομής της Δικαιοσύνης (Ποικίλαι Διατάξεις) Νόμου του 1964

-      και -

Αναφορικά με τον περί Ανώτατου Δικαστηρίου (Δικαιοδοσία Έκδοσης Ενταλμάτων Προνομιακής Φύσεως) Διαδικαστικός Κανονισμός του 2018

 

-      και -

Αναφορικά με την αίτηση του XXXXX ΠΕΤΣΑ από τη Λευκωσία, για ΑΔΕΙΑ για την καταχώριση αίτησης για έκδοση εντάλματος της φύσης CERTIORARI και PROHIBITION.

       - και -

Αναφορικά με την απόφαση/διάταγμα του Ε.Δ. Ν.Α.Π. Γεωργιάδη ημερ. 12/10/18 που εκδόθηκε από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας, για έκδοση Διατάγματος στην Υπόθεση με Αρ. 12796/2018 δυνάμει των άρθρων 2 και 32 του Περί Δικαστηρίων Νόμου 14/60, το άρθρο 9 του Περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου ΚΕΦ.6, στους Θεσμούς Πολιτικής Δικονομίας Δ.48, Θ.1- 4, 8 και 9, των Κανόνων του Δικαίου της Επιείκειας, της Συμφύτου Εξουσίας των Δικαστηρίων, των Άρθρων 2, 6, 21 και 18 του Περί Κέντρων Αναψυχής Νόμου 29/1985 και του Περί Αστυνομίας Νόμου 73(Ι)/2004.

 

------------------

Αλ. Κληρίδης, για τον αιτητή.

------------------

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.:  Με την παρούσα αίτηση οι ως άνω αιτητές εξαιτούνται:

«Α. Άδεια καταχώρησης Αίτησης για παραχώρηση άδειας για έκδοση εντάλματος της φύσης CERTIORARI με το οποίο να ακυρώνεται το Διαταγμα που εξέδωσε μονομερώς/EX PARTE το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας στις 12/10/2018 (ΤΕΚΜΗΡΙΟ 1) στην βάση Ενόρκου Δηλώσεως από τον Λοχ.XXXXX7 XXXXX Κωνσταντινίδη της Αστυνομικής Διεύθυνσης Επαρχίας Λευκωσίας, κατά παράβαση των άρθρων 2, 6, 18 και 21 του Περί Κέντρων Αναψυχής Νόμου 29/1985 και του Περί Αστυνομίας Νόμου 73(Ι)/2004, δηλαδή χωρίς την ύπαρξη από τον Αιτητή και/ή του Δικαστηρίου δικαιοδοσίας ή/και αρμοδιότητας ή/και δικαιώματος ή/και έννομου συμφέροντος ή/και εξουσιοδότησης από το Διοικητικό Συμβούλιο του Αρμόδιου Οργανισμού ή/και εξουσιοδότησης από το Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, αιτήθηκε μονομερώς την έκδοση του Διατάγματος.

 

Β. Άδεια καταχώρησης Αίτησης για παραχώρηση άδειας για έκδοση εντάλματος της φύσης PROHIBITION με το οποίο να εμποδίζεται το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας να ενεργεί χωρίς δικαιοδοσία ή/και καθ υπέρβαση δικαιοδοσίας, ώστε να εκδίδει Διατάγματα κατά παράβαση των προνοιών του Περί Κέντρων Αναψυχής Νόμου 29/1985 και του Περί Αστυνομίας Νόμου 73(Ι)/2004, δηλαδή χωρίς την ύπαρξη από τον Αιτητή και/ή Δικαστηρίου δικαιοδοσίας ή/και αρμοδιότητας ή/και δικαιώματος ή/και εννόμου συμφέροντος ή/και εξουσιοδότησης από το Διοικητικό Συμβούλιο του Αρμοδίου Οργανισμού ή/και εξουσιοδότησης από το Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας,          

 

Γ. Διάταγμα άμεσης ακύρωσης του εκδοθεντος Δικαστικού Διατάγματος, ημερ. 12/10/2018, Αρ. Υπ. 12796/2018 και αναστολή της περαιτέρω διαδικασίας δυνάμει της εν λόγω Απόφασης/Πρακτικού μέχρι την ακρόασης και εκδίκαση της παρούσας Αίτησης για έκδοση Προνομιακών Ενταλμάτων CERTIORARI και PROHIBITION ή μέχρι περαιτέρω διαταγής.

 

Δ. Όποιες ενέργειες εκτελέσθηκαν από την Αστυνομία στη βάση και ως αποτέλεσμα του Δικαστικού Διατάγματος ημερ. 12/10/2018, Αρ. Υπ. 12796/2018 να ακυρωθούν.

 

Ε. Οποιαδήποτε άλλη συναφή θεραπεία προς τα εντάλματα CERTIORARI και PROHIBITION το Δικαστήριο ήθελε κρίνει ορθή και δίκαια υπό τας περιστάσεις».

 

Ο αιτητής παραπονείται σε σχέση με διάταγμα το οποίο εξέδωσε το Επαρχιακό Δικαστήριο κατόπιν αιτήματος της Αστυνομίας εναντίον του να αναστείλει τη λειτουργία του συγκεκριμένου υποστατικού - καφέ-μπαρ κυρίως στη βάση των άρθρων 2 και 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου, Ν.14/60 και των άρθρων 4 και 9 του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ.6.  Η νομική βάση ήταν βεβαίως ευρύτερη και θα μας απασχολήσει στη συνέχεια. 

 

Η αίτηση στηριζόταν σε ένορκη δήλωση του Λοχία XXXXX7 Κωνσταντινίδη ο οποίος αναφέρθηκε σε περιστατικό στις 11.10.2018 ώρα 23.25 στην οδό XXXXX 14 στη Λευκωσία ημερομηνία κατά την οποία πληροφόρησε τον αιτητή ότι λειτουργούσε υποστατικό που κατονομάζεται χωρίς να έχει σε ισχύ άδεια λειτουργίας από τον ΚΟΤ και χωρίς να έχει σε ισχύ άδεια πώλησης οινοπνευματωδών ποτών.  Ο αιτητής απάντησε στον αστυνομικό αφού του επέστησε την προσοχή στο νόμο ότι το «έχει ανοικτό από τον Γενάρη του 2018 και δεν του έδωσαν άδειες».  Στο χώρο υπήρχαν περί τα 50 άτομα καθήμενα τα οποία κατανάλωναν οινοπνευματώδη ποτά σε ποτήρια, σχετικές άδειες δεν υπήρχαν, όπως επίσης ο εν λόγω αστυνομικός διαπίστωσε ότι 2 άτομα ασχολούνταν με την παρασκευή φαγητού και σερβιρίσματος.   Από περαιτέρω έλεγχο που έγινε διαπιστώθηκε ότι το υποστατικό δεν έτυχε ελέγχου από επιθεωρητή του ΚΟΤ. 

 

Μετά την ολοκλήρωση των αστυνομικών εξετάσεων ο φάκελος υποβλήθηκε για ποινική δίωξη του αιτητή και στις 12.10.18 καταχωρήθηκε στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας, ποινική υπόθεση η οποία και αναφέρεται.  Στην εν λόγω αίτηση ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου γίνεται αναφορά στο άρθρο 18(6) του Ν.29/85 με βάση το οποίο, το εκδικάζον την κατηγορία Δικαστήριο, για αδίκημα κατά παράβαση του εδαφίου 1, δύναται να διατάξει αναστολή πάσης εργασίας, αναφορικά με τη διατήρηση και λειτουργία του κέντρου, μέχρι τελικής εκδίκασης της ποινικής υπόθεσης. 

 

Με βάση το ίδιο άρθρο η έκδοση τέτοιου διατάγματος υπόκειται στις διατάξεις του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, του περί Δικαστηρίων Νόμου και των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας. 

 

Το Δικαστήριο, σύμφωνα με το πρακτικό μελέτησε την αίτηση και την ένορκη δήλωση και, εξέδωσε το επίμαχο διάταγμα το οποίο ορίστηκε επιστρεπτέο στις 19.10.18. 

 

Ο αιτητής ισχυρίζεται πως η διαδικασία που ακολουθήθηκε αλλά και η απόφαση του Δικαστηρίου αποτελεί προϊόν υπέρβασης ή κατάχρησης ουσίας ενώ επίσης προβάλλεται ότι το Δικαστήριο αποφάσισε στη βάση ανύπαρκτης εξουσίας και ως εκ τούτου η απόφαση του δεν είναι σύμφωνη με το Νόμο.  Ακόμη ισχυρίζεται ότι η απόφαση παραβιάζει τις αρχές της φυσικής δικαιοσύνης.  Είναι δε η βασική του θέση ότι δεν υπάρχει ρητή νομοθετική ρύθμιση που να επιτρέπει σε ποινικό Δικαστήριο να εκδώσει τέτοιου είδους διάταγμα βασιζόμενο στο άρθρο 32 και ως εκ τούτου το Δικαστήριο ενήργησε χωρίς δικαιοδοσία.  Ούτε επίσης, κατά τη θέση του, έχει εφαρμογή το άρθρο 9 του Κεφ.6 αφ΄ης στιγμής το δικαιοδοτικό κριτήριο είναι το επείγον και δεν παρουσιάστηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου τέτοια στοιχεία που να το στοιχειοθετούν.  Ως εκ τούτου οι συνέπειες έκδοσης του διατάγματος είναι καταστροφικές για τον αιτητή, ως λεπτομερώς εξηγείται στην έκθεση γεγονότων και ένορκη δήλωση.  Προβάλλεται περαιτέρω ότι υπήρξε απόκρυψη γεγονότων, όπως δηλαδή το εστιατόριο είναι σε πλήρη λειτουργία 9 με 10 μήνες περίπου και ο κατηγορούμενος και άλλοι διευθυντές της εταιρείας είχαν κατηγορηθεί και άλλες φορές για τα ίδια αδικήματα με επιβολή χρηματικών ποινικών χωρίς την προσφυγή σε δραστική θεραπεία της έκδοσης διατάγματος.  Δεν αποκαλύφθηκε επίσης ότι εκκρεμεί ιεραρχική προσφυγή αναφορικά με την έκδοση αδείας.  Προσθέτως αναφέρεται ότι το Δικαστήριο δεν θα μπορούσε να εξετάσει μονομερή αίτηση με βάση το άρθρο 18(6) του Ν.29/85 αφού με  βάση το άρθρο 21 του ιδίου Νόμου το αρμόδιο όργανο εποπτείας είναι ο ΚΟΤ.  Εν πάση περιπτώσει, σύμφωνα με τον αιτητή, δεν έχει καταδειχθεί δέουσα εξουσιοδότηση της Αστυνομίας στην ενέργεια της.

 

Σύμφωνα με την εισήγηση του αιτητή είναι το κατάλληλο διάβημα εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου οι αιτούμενες θεραπείες.  Εξάλλου, κατά τη θέση του, συντρέχουν ειδικές περιστάσεις ώστε να δοθούν τα αιτούμενα διατάγματα έστω και αν υπάρχουν ένδικα μέσα. 

 

Όπως είναι εδραιωμένο στο σύστημα δικαίου της Κυπριακής Δημοκρατίας, το προνομιακό ένταλμα, όπως το certiorari και/ή prohibition, είναι ένα εξαιρετικό μέτρο και η απόδοσή του ασκείται πάντοτε με φειδώ στα πλαίσια των νομολογηθέντων.

 

Ο αιτητής πρέπει να ικανοποιήσει το Δικαστήριο για την ύπαρξη εκ πρώτης όψεως υπόθεσης και ή συζητήσιμης υπόθεσης που να δικαιολογεί επαρκώς την παραχώρηση της αιτούμενης άδειας. Η διαδικασία αυτής της φύσης δεν έχει ως αντικείμενο την αναθεώρηση της ορθότητας της πρωτόδικης απόφασης και ούτε μπορεί να λειτουργήσει ως υποκατάστατο της εφετειακής λειτουργίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Μπορεί και πρέπει να έχει αντικείμενο αυτής τον έλεγχο της νομιμότητας της απόφασης (βλ. Λυσιώτης (1996)1Β Α.Α.Δ. 739, και Αναφορικά με την αίτηση της Marewave Shipping & Trading Co Ltd IT (1992) 1 Α.Α.Δ. 116).

 

Το θέμα λοιπόν που αναφύεται είναι αν, εκ πρώτης όψεως ως άνω, ο αιτητής έχει τεκμηριώσει την αίτηση του. Τα προνομιακά εντάλματα παραχωρούνται κατ΄εξαίρεση όταν από το ίδιο το πρακτικό διαπιστώνεται έλλειψη ή υπέρβαση δικαιοδοσίας ή έκδηλη πλάνη περί το Νόμο ή παραβίαση Κανόνων φυσικής δικαιοσύνης (βλ. Global Consolidator Public Ltd (2006) 1 Α.Α.Δ. 464).

 

Σημειώνεται ακόμη ότι εκεί όπου υπάρχει στη διάθεση του αιτητή εναλλακτικό ένδικο μέσο, οι πιθανότητες έγκρισης τέτοιας αίτησης ουσιωδώς αναιρούνται και μόνο σε σπάνιες περιπτώσεις - όπου ακριβώς συντρέχουν εξαιρετικές περιστάσεις - δίδεται άδεια για καταχώρηση αίτησης προνομιακού ένταλμα ή χορηγείται το ένταλμα, όπου προσφέρεται άλλο ένδικο μέσο (βλ. Γεν. Εισ.(αρ.1) (1995) 1 Α.Α.Δ. 109).

 

΄Εχω εξετάσει τους προβαλλόμενους λόγους σε συνάρτηση με την διαδικασία ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου, όπως προκύπτει από την αίτηση και τα συνημμένα τεκμήρια, έχοντας λάβει υπόψη αυτά που λέχθησαν από την αγόρευση του ευπαιδεύτου συνηγόρου του αιτητή.

Αδιαμφισβήτητα εκείνο που πρέπει να εξεταστεί και είναι ο πυρήνας της ενώπιον μου διαδικασίας, αφορά την έκδοση διατάγματος εκ μέρους του Δικαστηρίου κατόπιν της ως άνω μονομερούς αίτησης της Αστυνομίας.  Το πρώτιστο που προβάλλεται είναι το μη νόμιμο της ενέργειας του Δικαστηρίου να δεχθεί το αίτημα.  Ο αιτητής ισχυρίζεται ότι ο περί Κέντρων Αναψυχής Νόμος, Ν.29/85 που είναι βασικά ο Νόμος που χρησιμοποιήθηκε για τη λήψη του εν λόγω διατάγματος δεν μπορεί να καλύψει τη συγκεκριμένη περίπτωση, εφόσον η Αστυνομία δεν είναι ο αρμόδιος φορέας να εφαρμόσει το Νόμο.

 

Όπως έχει αναφερθεί πιο πάνω, το άρθρο που χρησιμοποιήθηκε το οποίο και ποινικοποιεί ενέργεια λειτουργίας κέντρων αναψυχής χωρίς άδεια, είναι το άρθρο 18 το οποίο έχει ως εξής (με τονισμό κάποιων σημείων, που ενδιαφέρουν περισσότερο):

«18.-(1) Παν πρόσωπον το οποίον-

(α) χρησιμοποιεί τον όρον "τουριστικόν" ή "κέντρον αναψυχής" ή άλλον όρον παρόμοιον προς τούτον διά τον χαρακτηρισμόν κέντρου διά το οποίον δεν έχει εκδοθή άδεια λειτουργίας·

(β) διατηρεί ή λειτουργεί κέντρον άνευ αδείας λειτουργίας·

(γ) ...

(δ) ..

είναι ένοχον αδικήματος και, εν περιπτώσει καταδίκης, υπόκειται εις χρηματικήν ποινήν μη υπερβαίνουσαν τας πεντακοσίας λίρας ή εις φυλάκισιν μη υπερβαίνουσαν τους εξ μήνας ή εις αμφοτέρας τας ποινάς ταύτας, εάν δε η παράβασις συνεχισθή μετά την καταδίκην του, τούτο είναι ένοχον περαιτέρω αδικήματος και υπόκειται εις χρηματικήν ποινήν μη υπερβαίνουσαν τας £250 δι' εκάστην ημέραν καθ' ην συνεχίζεται η παράβασις.

(2) Επιπροσθέτως προς οιανδήποτε άλλην ποινήν προβλεπομένην υπό του παρόντος άρθρου, το Δικαστήριον επί τη καταδίκη οιουδήποτε προσώπου δι' αδίκημα δυνάμει του εδαφίου (1) του παρόντος άρθρου, δύναται κατά την κρίσιν του να διατάξη-

(α) την διακοπήν της λειτουργίας του κέντρου εν σχέσει προς το οποίον διεπράχθη το αδίκημα διά τοσούτο χρονικόν διάστημα όσον το Δικαστήριον ήθελε θεωρήσει πρέπον·

(β) την καταβολήν υπό του καταδικασθέντος προσώπου των εξόδων της δίκης.

(3) Εάν οιονδήποτε πρόσωπον, καθ' ου εξεδόθη διάταγμα συμφώνως προς τας διατάξεις της παραγράφου (α) του εδαφίου (2), παραλείψη να συμμορφωθή προς το εκδοθέν διάταγμα, ο Αστυνομικός Διευθυντής της Επαρχίας ή ο εκπρόσωπος αυτού εκτελεί το διάταγμα και αξιώνει την πληρωμήν των εξόδων άτινα προέκυψαν κατά την εκτέλεσιν του διατάγματος παρά του προσώπου καθ' ου εξεδόθη τούτο. Τα έξοδα ταύτα θα θεωρώνται ως ποινή εντός της εννοίας του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου και η πληρωμή αυτών θα επιβάλληται συμφώνως προς τας διατάξεις του εν λόγω Νόμου.

(4) Παν πρόσωπον μη συμμορφούμενον προς διάταγμα εκδοθέν δυνάμει των διατάξεων της παραγράφου (α) του εδαφίου (2) είναι ένοχον αδικήματος και υπόκειται, εν περιπτώσει καταδίκης αυτού, εις φυλάκισιν διά χρονικόν διάστημα μη υπερβαίνον το εν έτος ή εις χρηματικήν ποινήν μη υπερβαίνουσαν τας £1000 ή εις αμφοτέρας τας ποινάς ταύτας.

(5) Επιπροσθέτως προς οιανδήποτε άλλην ποινήν προβλεπομένην υπό του Νόμου και των Κανονισμών, το Δικαστήριον κέκτηται εξουσίαν να διατάξη παν πρόσωπον το οποίον ευρέθη ένοχον αδικήματος να συμμορφωθή προς τας σχετικάς διατάξεις του Νόμου ή των Κανονισμών εν σχέσει προς τας οποίας διεπράχθη το αδίκημα.

(6)(α) Το Δικαστήριον ενώπιον του οποίου εκδικάζεται κατηγορία προσαφθείσα εναντίον προσώπου τινός, δι' αδίκημα διαπραχθέν κατά παράβασιν του εδαφίου (1) δύναται κατόπιν EX PARTE αιτήσεως να διατάξη αναστολήν πάσης εργασίας αναφορικώς προς την ανέγερσιν, κατασκευήν, διατήρησιν ή λειτουργίαν κέντρου μέχρι της τελικής εκδικάσεως της υποθέσεως αναφορικώς προς ην προσήφθη η κατηγορία:

Νοείται ότι η έκδοσις τοιούτου διατάγματος υπόκειται εις τας διατάξεις του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, των περί Δικαστηρίων Νόμων του 1960 έως 1972 και των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών.

(β) Εάν οιονδήποτε πρόσωπον κατά του οποίου εξεδόθη διάταγμα δυνάμει των διατάξεων της παραγράφου (α) παραλείπη ή αμελή να συμμορφωθή προς το τοιούτο διάταγμα εντός του χρόνου του καθοριζομένου εν αυτώ, είναι νόμιμον διά την αρμοδίαν αρχήν να εκτελή το τοιούτο διάταγμα και τα γενόμενα έξοδα διά την εκτέλεσιν τούτου καταβάλλονται εις την αρμοδίαν αρχήν υπό του προσώπου κατά του οποίου εξεδόθη το διάταγμα και τα τοιαύτα έξοδα λογίζονται ως ποινή εντός της εννοίας του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, και η πληρωμή αυτών θα επιβάλλεται συμφώνως προς τας διατάξεις του εν λόγω Νόμου·

(γ) Οιονδήποτε πρόσωπον κατά του οποίου εξεδόθη διάταγμα δυνάμει του παρόντος εδαφίου το οποίον αρνείται ή παραλείπει να συμμορφωθή προς το τοιούτο διάταγμα, είναι ένοχον αδικήματος, ανεξαρτήτως του εάν η αρμοδία αρχή εχώρησεν εις την εκτέλεσιν ή εξετέλεσε το τοιούτο διάταγμα, και υπόκειται εν περιπτώσει καταδίκης αυτού εις φυλάκισιν διά χρονικόν διάστημα μη υπερβαίνον τους τρεις μήνας ή εις χρηματικήν ποινήν μη υπερβαίνουσαν τας £150 ή εις αμφοτέρας τας ποινάς ταύτας.

(7) Πας όστις αρνείται ή παραλείπει να συμμορφωθή προς οιανδήποτε διάταξιν του παρόντος Νόμου εν τη οποία δεν γίνεται ειδική περί τούτου πρόνοια είναι ένοχον αδικήματος και υπόκειται εν περιπτώσει καταδίκης αυτού εις χρηματικήν ποινήν μη υπερβαίνουσαν τας £450 ή εις φυλάκισιν μη υπερβαίνουσαν τους εξ μήνας ή εις αμφοτέρας τας ποινάς ταύτας».

 

Σαφώς και η Αστυνομία χρησιμοποίησε στο αίτημα της προς το Δικαστήριο το ως άνω άρθρο 18(6)(α). 

 

Δεν προκύπτει - εκ πρώτης όψεως τουλάχιστον - από οποιαδήποτε διάταξη του ως άνω Νόμου (συμπεριλαμβανομένου του άρθρου 21) ότι η Αστυνομία δεν δύναται να κληθεί να διώξει ή εφαρμόσει τον ειδικό αυτό Νόμου ή να προβεί σε διατύπωση αιτημάτων δυνάμει του 18(6)(α).  Ούτε προκύπτει, για σκοπούς της παρούσας, από τα ενώπιον μου αναφερθέντα, πως ελλείπει οποιαδήποτε δέουσα εξουσιοδότηση.  Παρατηρώ επίσης ότι, αν και ειδικός ο Ν.29/85, δεν μου ετέθη πώς μπορεί να καταστήσει ανενεργό το άρθρο 6 του περί Αστυνομίας Νόμου του 2004, Ν.73(Ι)/2004 που αφορά τις εξουσίες της Αστυνομίας στη διατήρηση του Νόμου. 

 

Περαιτέρω, το ίδιο το άρθρο 18 ενεργοποιεί την εφαρμογή των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας καθώς και τις πρόνοιες των περί Δικαστηρίων και περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμων.

 

Πέραν από τα πιο πάνω διαπιστώνεται ότι όσα προβάλλει ο αιτητής θα μπορούν να τεθούν ενώπιον του εκδικάζοντος την αίτηση Δικαστηρίου και μάλιστα πολύ σύντομα αφού η υπόθεση είναι ορισμένη στις 19.10.2018.  Ο κ.Κληρίδης εξέφρασε την ανησυχία του για το ευχερές και σύντομο της δυνατότητας  να ακουστεί στο Επαρχιακό Δικαστήριο.  Η ανησυχία αυτή δεν μπορεί να λειτουργήσει ως έρεισμα στοιχειοθέτησης της παρούσης, αφού είναι δεδομένη η υποχρέωση του Δικαστηρίου, αφ΄ης στιγμής εκδώσει διάταγμα ex parte το συντομότερο δυνατό να ακούσει την άλλη πλευρά.  Ειδικά όταν προβάλλεται θέμα βλάβης, ως εν προκειμένω. 

 

Αναφορικά δε με τον ισχυρισμό ότι στερείται δικαιοδοτικού βάθρου η απόφαση ενόψει του ότι δεν έχει παρασχεθεί μαρτυρία για το επείγον της υπόθεσης δυνάμει του άρθρου 9 της Πολιτικής Δικονομίας, Κεφ.6, θα αναφέρω απλώς ότι δυνάμει του ιδίου του περιεχομένου του άρθρου 9 προκύπτει ότι θεμέλιο της διαδικασίας του μπορεί να είναι και η προβολή ιδιαιτέρων περιστάσεων και όχι μόνο το επείγον.  Στην ένορκη δήλωση του εν λόγω αστυνομικού παρατίθενται διάφορα γεγονότα τα οποία εκ πρώτης όψεως συναφώς αφορούν προβολή ιδιαιτέρων περιστάσεων.  Δεν θεωρώ όμως σκόπιμο να επεκταθώ ενόψει του ότι ενδεχομένως το θέμα να απασχολήσει το Επαρχιακό Δικαστήριο. 

 

Συνεπώς είναι η κατάληξη μου ότι δεν έχει στοιχειοθετηθεί εκ πρώτης όψεως υπόθεση ώστε να αποδοθούν οι αιτούμενες θεραπείες και περαιτέρω κρίνω ότι υπάρχει στη διάθεση του αιτητή εναλλακτικό ένδικο μέσο, δηλαδή η ακρόαση της αίτησης ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου, το οποίο είμαι σίγουρη, ότι θα εκδικάσει την υπόθεση πολύ σύντομα, ως η υποχρέωση του.

 

Για τους λόγους που έχω εξηγήσει η αίτηση απορρίπτεται.

 

 

                                                          Τ. Ψαρά-Μιλτιάδου,

                                                                             Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο