ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Παναγή, Περσεφόνη Γιασεμή, Γιασεμής Ν. Οικονόμου, Τεύκρος Θ. Νικόλας Παπαμιχαήλ, για Αριστοτέλη Βρυωνίδη, για τον Εφεσείοντα - Αντεφεσίβλητο. Βικτώρια Παπαγιάννη, με ΄Αγγελο Αμούργη, για Δρα Κ. Χρυσοστομίδη amp;amp;amp; Σία Δ.Ε.Π.Ε., για τον εφεσίβλητο - Αντεφεσείοντα. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2018-09-12 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ ν. ΣΑΒΒΑ, Πολιτική ΄Εφεση Αρ. 139/2012, 12/9/2018 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2018:A400

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτική ΄Εφεση Αρ. 139/2012)

 

12 Σεπτεμβρίου, 2018

 

[ΠΑΝΑΓΗ, ΓΙΑΣΕΜΗΣ, ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ/στές]

 

 

XXXXX ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ

(ΑΛΛΩΣ XXXXX ΚΥΡΙΑΚΟΥ),

        Εφεσείων-Εναγόμενος,

ν.

 

XXXXX ΣΑΒΒΑ,

Εφεσίβλητου-Ενάγοντος.

________________________

 

Νικόλας Παπαμιχαήλ, για Αριστοτέλη Βρυωνίδη, για τον Εφεσείοντα - Αντεφεσίβλητο.

Βικτώρια Παπαγιάννη, με ΄Αγγελο Αμούργη, για Δρα Κ. Χρυσοστομίδη & Σία Δ.Ε.Π.Ε., για τον εφεσίβλητο - Αντεφεσείοντα.

________________________

 

ΠΑΝΑΓΗ, Δ.:  Την  ομόφωνη  απόφαση  του  Δικαστηρίου  θα

δώσει ο Δικαστής Γ.Ν. Γιασεμής.

________________________

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.:  Ο εφεσείων, διαφωνώντας με τη συνοπτική απόφαση, την οποία εξέδωσε Δικαστής του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, στην αγωγή αρ. 10065/2010, την προσέβαλε με την παρούσα έφεση.  Βασική εισήγησή του, με έναν από τους προβαλλόμενους σε αυτή λόγους, είναι πως η Δικαστής δεν εκτίμησε δεόντως το ότι ο ίδιος είχε καλή υπεράσπιση στην απαίτηση του εφεσίβλητου.  Με τη σχετική ειδοποίηση, προβάλλει και άλλους λόγους, για επιμέρους θέματα.  Ο εφεσίβλητος, από την πλευρά του, καταχώρισε ειδοποίηση αντέφεσης, παρά την προς όφελός του έκβαση της σχετικής αίτησης για συνοπτική απόφαση. 

 

Η υπόθεση αφορά συμφωνία για ανέγερση μιας κατοικίας.  Συγκεκριμένα, ο εφεσείων, περί τις 2.7.2008, ανέθεσε γραπτώς στον εφεσίβλητο, εργολάβο οικοδομών, να του κατασκευάσει μια κατοικία σε ιδιόκτητο οικόπεδο, που βρίσκεται στην περιοχή Τσερίου, στην επαρχία Λευκωσίας.  Ως αντάλλαγμα, θα του κατέβαλλε ποσό €160.000,00, «ή οποιοδήποτε άλλο ποσό ήθελε καταστεί πληρωτέο», δυνάμει των όρων της σχετικής συμφωνίας, (όρος 2).  Πασιφανώς, με τον όρο αυτό, τα συμβαλλόμενα μέρη προέβλεψαν για το ενδεχόμενο η δαπάνη για το εν λόγω έργο να ξεπερνούσε το, αρχικά, συμφωνηθέν ποσό.

 

Η κατοικία θα κατασκευαζόταν σύμφωνα με αρχιτεκτονική μελέτη, την οποία είχε εκπονήσει συγκεκριμένος οίκος πολιτικών μηχανικών και αρχιτεκτόνων.  Οι εργασίες, σχετικά, θα άρχιζαν στις 2.7.2008 και θα ολοκληρώνονταν εντός δεκατεσσάρων μηνών, δηλαδή, μέχρι τις 2.9.2009.  Τελικά, όμως, αυτές διάρκεσαν περισσότερο.  Η «έμπρακτη συμπλήρωσή» τους, ορολογία η οποία χρησιμοποιείται στο παράρτημα της συμφωνίας, πρέπει να έγινε εντός του 2010, σε ημερομηνία, όμως, που δεν αναφέρθηκε.

 

Κατά την πορεία, ανάλογα με την πρόοδο των κατασκευαστικών εργασιών, μέλος του πιο πάνω εμπλεκόμενου οίκου εξέδιδε πιστοποιητικά πληρωμής προς όφελος του εφεσίβλητου.  ΄Ηταν και αυτό όρος της συμφωνίας των διαδίκων.  Με τον πιο πάνω τρόπο, εκδόθηκαν δώδεκα τέτοια πιστοποιητικά.  Ο εφεσείων πλήρωσε, αδιαμαρτύρητα, στον εφεσίβλητο τα ποσά που αφορούσαν τα έντεκα πρώτα.  Το τελευταίο τέτοιο πιστοποιητικό εκδόθηκε στις 19.7.2010 και ήταν για ποσό €40.193,41.  Στο ίδιο πιστοποιητικό, γινόταν αναφορά και σε ένα επιπρόσθετο ποσό €5.054,13, το οποίο αντιστοιχούσε σε ποσοστό 2% επί της συνολικής δαπάνης για την εκτελεσθείσα εργασία.  Αποτελούσε κράτηση για τη συντήρηση της κατοικίας και θα πληρωνόταν εντός καθορισθέντος χρόνου, μετά την έμπρακτη συμπλήρωση των εργασιών για την ανέγερσή της.

 

Ο εφεσίβλητος, σε σύντομο χρόνο μετά την έκδοση, στις 19.7.2010, του εν λόγω τελικού πιστοποιητικού, αξίωσε από τον εφεσείοντα την πληρωμή του συνόλου των πιο πάνω δύο ποσών, ανερχομένων στα €45.247,54.  ΄Οταν δε ο τελευταίος παρέλειψε να συμμορφωθεί, καταχώρισε εναντίον του, στις 25.11.2010, την προαναφερθείσα αγωγή, με ειδικά οπισθογραφημένο κλητήριο ένταλμα.  Ο εφεσείων, με την επίδοσή της, καταχώρισε σημείωμα εμφάνισης, όχι, όμως, και την υπεράσπισή του, η οποία δεν είχε καταχωριστεί μέχρι την 25.10.2011, ημερομηνία που καταχωρίστηκε η υπό αναφορά αίτηση για συνοπτική απόφαση.        

 

Ο εφεσίβλητος συνόδευσε το προαναφερθέν δικονομικό διάβημά του με ένορκη δήλωση, στην οποία προέβη ο ίδιος.  Είναι λογικό ότι, ως ο εργολάβος του έργου, γνώριζε καθετί που το αφορούσε∙ δεν υπήρξε οποιαδήποτε αμφισβήτηση ως προς τούτο.  Στην εν λόγω ένορκη δήλωσή του, αφού βεβαίωσε το αληθές της αιτίας αγωγής και το ποσό το οποίο ο ίδιος απαιτούσε, δήλωσε, επίσης, πως, κατά την άποψή του, ο εφεσείων δεν είχε οποιαδήποτε υπεράσπιση να προβάλει έναντι της απαίτησής του.  Τοιουτοτρόπως, ικανοποιούνταν οι τυπικές και, συνάμα, δικαιοδοτικές απαιτήσεις της Δ.18, Κ. 1[1] των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών, επί της οποίας η υπό αναφορά αίτηση είχε βασιστεί, καθιστώντας, από την άποψη αυτή, δυνατή την έκδοση απόφασης συνοπτικώς, ως η απαίτηση, (βλ. Spyros Stavrinides v. Ceskoslovenska Obchondi Banka A. S. (1972) 1 C.L.R. 130).  Το εκδικάσαν Δικαστήριο προέβη, πράγματι, στην πιο πάνω διαπίστωση, την οποία έλαβε υπόψη όταν εξέδιδε την απόφασή του.  Η κατάληξή του δε αυτή, όσον αφορά την πιο πάνω πτυχή, κρίνεται ορθή.  Επομένως, οι λόγοι έφεσης, οι οποίοι, όπως έχει αναφερθεί, προβλήθηκαν σε σχέση με επιμέρους θέματα, ήτοι αυτά που έχουν εξεταστεί πιο πάνω, κρίνονται ανεδαφικοί. 

 

Σύμφωνα, πάντοτε, με τη Δ.18, Κ.1, όταν ικανοποιούνται οι πιο πάνω απαιτήσεις της, εκδίδεται απόφαση συνοπτικώς υπέρ του ενάγοντος, εκτός εάν ο εναγόμενος ικανοποιήσει το Δικαστήριο ότι αυτός έχει καλή υπεράσπιση επί της ουσίας, ή όταν αποκαλύψει τέτοια γεγονότα, τα οποία δικαιολογούν να του επιτραπεί να υπερασπίσει τον εαυτό του έναντι της αγωγής.  Στην παρούσα περίπτωση, ο εφεσείων, στην υποστηρικτική της ένστασής του ένορκη δήλωση, επιχείρησε να ικανοποιήσει την τελευταία πιο πάνω δικονομική απαίτηση, ανεπιτυχώς, όμως, κατά την κρίση του εκδικάσαντος Δικαστηρίου.

 

Ο εφεσείων, στην εν λόγω ένορκη δήλωσή του, αναφέρθηκε, κατ' αρχάς, στο ιστορικό της ανάθεσης της μελέτης για την κατασκευή της υπό αναφορά κατοικίας σε συγκεκριμένο μέλος του προαναφερθέντος οίκου.  Επεσήμανε δε, συναφώς, ότι, στο πλαίσιο αυτό, είχε δημιουργηθεί σχέση εμπιστοσύνης μεταξύ του και του εν λόγω προσώπου, το οποίο, μάλιστα, είχε διενεργήσει και το διαγωνισμό, ο οποίος οδήγησε, τελικώς, με την υπόδειξή του, στην ανάθεση της εκτέλεσης του έργου στον εφεσίβλητο.  Σαφώς, τα θέματα, ανωτέρω, αφορούσαν στη σχέση του εφεσείοντος με το πρόσωπο αυτό και δε θα μπορούσε να αποτελούσαν υπεράσπιση στην προαναφερθείσα απαίτηση του εφεσίβλητου.         

 

Στη συνέχεια, ο εφεσείων αναφέρθηκε στη διερεύνηση, από τον ίδιο, όπως ισχυρίστηκε, της απαίτησης την οποία είχε λάβει από τον εφεσίβλητο για πληρωμή του προαναφερθέντος ποσού.  ΄Οπως ανέφερε, στο πλαίσιο της έρευνάς του, είχε διαπιστώσει την ύπαρξη απαίτησης για έξτρα κατασκευαστικές εργασίες, σε σχέση με την κατοικία, (ύψους €76.108,00), καθώς, επίσης, την ύπαρξη απαίτησης για αυξήσεις στα εργατικά και στα υλικά, (ύψους €3.767,37).  Αφού δε επεσήμανε την αναφορά στο τελικό πιστοποιητικό, ότι οι εκτελεσθείσες εργασίες είχαν ανέλθει στο ποσό των €252.706,37, χαρακτήρισε τις πιο πάνω χρεώσεις απαράδεκτες.  Επιπρόσθετα, ισχυρίστηκε ότι ο ίδιος κατέβαλε το τεράστιο, κατά την έκφρασή του, ποσό των €258.164,52.  Το ποσό αυτό, όμως, όπως προκύπτει από τα πιστοποιητικά πληρωμής, περιλάμβανε την αμοιβή για την κατασκευαστική μελέτη/επίβλεψη του έργου.  Επίσης, όπως ο ίδιος ισχυρίστηκε, περιλάμβανε το τέλος για την έκδοση της άδειας οικοδομής σε σχέση με την κατοικία και ένα ποσό για την κατασκευή καγκέλων.

 

Εμφανώς, δεν υπήρχε συνοχή στους πιο πάνω, πραγματικά, γενικόλογους ισχυρισμούς του εφεσείοντος, ο οποίος, πέραν τούτων, δεν είχε προσκομίσει, ως ο ίδιος όφειλε, οποιεσδήποτε λεπτομέρειες, σχετικά, (βλ. Hermes Insurance v. Theodorides (1983) 1 C.LR. 333), προκειμένου να καταδείκνυε ότι η απαίτηση του εφεσίβλητου ήταν υπερβολική, ως προς το ύψος της, ή εντελώς αδικαιολόγητη∙ ειδικά, με δεδομένο ότι, στην πορεία της κατασκευής της κατοικίας, κατέβαλλε αδιαμαρτύρητα τα διάφορα ποσά που του ζητούνταν, το σύνολο των οποίων προκύπτει από τα έντεκα πρώτα πιστοποιητικά πληρωμής.  ΄Ο,τι δε αυτός κατέβαλε επιπρόσθετα αφορούσε την αμοιβή για την προαναφερθείσα κατασκευαστική μελέτη/επίβλεψη του έργου, η οποία εξειδικεύεται στα εν λόγω πιστοποιητικά και, προφανώς, τη δαπάνη για την άδεια οικοδομής και την κατασκευή καγκέλων, ύψους €2,636,88 και €7.845,00, αντίστοιχα.

 

Επιπρόσθετα, προσπάθεια την οποία ο εφεσείων ισχυρίστηκε ότι κατέβαλε για εξασφάλιση έκθεσης από επιμετρητή ποσοτήτων δεν αναφέρθηκε να απέδωσε οποιοδήποτε αποτέλεσμα.  Επομένως, υπό το φως των πιο πάνω διαπιστώσεων, είναι πρόδηλο ότι ο εφεσείων απέτυχε να καταδείξει, διά της παράθεσης λεπτομερούς μαρτυρίας, την ύπαρξη καλής υπεράσπισης, όπως απαιτεί η Δ.18, Κ. 1.  Η διαπίστωση, λοιπόν, του εκδικάσαντος Δικαστηρίου, όσον αφορά την αποτυχία του να προβάλει καλή υπεράσπιση στην απαίτηση του εφεσίβλητου, είναι ορθή.  Ως εκ τούτου, δικαίως εκδόθηκε συνοπτική απόφαση εναντίον του και υπέρ του εφεσίβλητου, ως η απαίτηση του τελευταίου.  ΄Ο,τι δε το Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη, συναφώς, κατά τις εισηγήσεις του εφεσίβλητου στην αντέφεσή του, είναι, πλέον, άνευ σημασίας και δε χρήζει εξέτασης.

 

Ως αποτέλεσμα, η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται, με έξοδα υπέρ του εφεσίβλητου και εναντίον του εφεσείοντος, τα οποία καθορίζονται στο ποσό των €2.500,00, συν Φ.Π.Α.  Το ίδιο και η αντέφεση, αποτυγχάνει και απορρίπτεται, χωρίς, όμως, οποιαδήποτε διαταγή για έξοδα.

   

 

 

 

                                                             Π. Παναγή, Δ.

 

 

 

 

                                                             Γ.Ν. Γιασεμής, Δ.

 

 

 

 

                                                             Τ.Θ. Οικονόμου, Δ.

 

/ΜΠ



[1]    «1. - (a)  Where the defendant appears to a writ of summons specially indorsed under Order 2, rule 6, the plaintiff may on affidavit made by himself, or by any other person who can swear positively to the facts, verifying the cause of action, and the amount claimed (if any), and stating that in his belief there is no defence to the action, apply for judgment for the amount so indorsed, together with interest (if any), ...  And judgment for the plaintiff may be given thereupon, unless the defendant shall satisfy the Court that he has a good defence to the action on the merits, or disclose such facts as may be deemed sufficient to entitle him to defend.  


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο