ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Marewave Shipping & Trading Co Ltd (1992) 1 ΑΑΔ 116
Xαραλάμπους Xαράλαμπος Σ. και Άλλοι (Aρ.2) (1994) 1 ΑΑΔ 828
Γενικός Εισαγγελέας (Αρ. 2) (1995) 1 ΑΑΔ 126
Τζεννάρο Περρέλλα (Αρ. 2) (1995) 1 ΑΑΔ 692
Aνδρέου Kοσμάς (1996) 1 ΑΑΔ 472
Αδελφοί Χεγκ Φιλίππου Λτδ κ.ά. (1996) 1 ΑΑΔ 904
Ξάνθος Λυσιώτης και Υιός Λτδ (Αρ. 3) (1996) 1 ΑΑΔ 1066
Kαλφοπούλου Aσπασία (1998) 1 ΑΑΔ 55
Λιασίδης Eυθύβουλος (1999) 1 ΑΑΔ 185
Tράπεζα Kύπρου Λτδ (1999) 1 ΑΑΔ 1010
Apak Agro Industries Ltd και Άλλοι (2000) 1 ΑΑΔ 287
Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας (Αρ. 1) (2012) 1 ΑΑΔ 2499
Ζhigachov Igor και Άλλοι (Αρ. 1) (2013) 1 ΑΑΔ 133
Χριστοφή Νίκος για εκκαθάριση της εταιρείας Christofi Bros Trading Ltd (Petiiton) (2013) 1 ΑΑΔ 1710
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
ECLI:CY:AD:2018:D379
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Αίτηση Αρ. 103/2018)
[ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.]
16 Αυγούστου, 2018.
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964,
KAI
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΕΚΔΟΣΗΣ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ) ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟΣ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ 2018,
KAI
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΗΣ ΣΙΗΠΗΛΛΗ ΓΙΑ ΑΔΕΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ CERTIORARI ΚΑΙ/Ή PROHIBITION ΚΑΙ/Ή MANDAMUS,
KAI
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΠΡΟΣΩΡΙΝΟ ΔΙΑΤΑΓΜΑ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 25/07/2018, ΤΟ ΟΠΟΙΟ ΕΞΕΔΟΘΗ ΑΠΟ ΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΜΕΣΟΥ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΙΔΙΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 04/07/2018, ΣΤΑ ΠΛΑΙΣΙΑ ΤΗΣ ΑΓΩΓΗΣ 696/18 ΔΥΝΑΜΕΙ ΤΩΝ ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΩΝ ΔΙΑΤΑΞΕΩΝ ΠΟΥ ΔΙΕΠΟΥΝ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΤΩΝ ΠΡΟΣΩΡΙΝΩΝ ΔΙΑΤΑΓΜΑΤΩΝ
- - - - - -
κ. Π. Κλεοβούλου με κα Ε. Χατζηνεοφύτου, για την Αιτήτρια.
- - - - - -
Α Π Ο Φ Α Σ Η
(δοθείσα αυθημερόν)
ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.: Η αιτήτρια δια της παρούσης αιτείται ένα πραγματικά ευρύ φάσμα θεραπειών που αφορούν ένα εξίσου ευρύ φάσμα γεγονότων και δικαστικών διαδικασιών. Συγκεκριμένα εξαιτείται άδεια για καταχώρηση δια κλήσεως αίτησης για έκδοση προνομιακών ενταλμάτων ως εξής:
· certiorari, με σκοπό την ακύρωση ενδιάμεσου προσωρινού διατάγματος, ημερομηνίας 25.7.2018, εναντίον της αιτήτριας, με το οποίο διατάσσεται όπως παραδώσει ελεύθερη και κενή κατοχή της κατοικίας που βρίσκεται στην οδό .. αρ. ., μέρος του κτιριακού συγκροτήματος «..», επί του ακινήτου με αριθμό εγγραφής 0/8219, τεμάχιο 68, Φ/Σχ 54/44Ε2, στην περιοχή Μουτταγιάκα, στη Λεμεσό και επαναφορά του status quo ante, καθώς και, prohibition, για αναστολή κάθε διαδικασίας σε ό,τι αφορά το εν λόγω διάταγμα, αλλά και οποιουδήποτε θέματος στην αγωγή,
· certiorari με σκοπό την ακύρωση εντάλματος σύλληψης, ημερομηνίας 27.7.2018, εναντίον της αιτήτριας,
· mandamus, απευθυνόμενο προς το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού, «διατάσσοντάς το να εκδώσει προσωρινό διάταγμα εναντίον της εναγόμενης στην ως άνω αγωγή απαγορεύον να αποξενώσει ή να ενοικιάσει την εν λόγω οικία και/ή να παρενοχλεί με οποιονδήποτε τρόπο, να παρεμποδίζει την αιτήτρια (ενάγουσα στην ίδια αγωγή) να απολαμβάνει την κατοχή και/ή οίκηση της εν λόγω κατοικίας.»
Προκύπτει ως θεμελιακό χαρακτηριστικό του ιστορικού - αν και όχι κατασταλτικό των διαφορών - η σχέση της αιτήτριας-ενάγουσας στην ως άνω αγωγή Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού με την εναγόμενη στην ίδια αγωγή: Πρόκειται για μητέρα με κόρη αντίστοιχα. Όμως, αυτός ο ισχυρός και ιερός δεσμός αίματος δεν λειτούργησε υπέρ της επίλυσης των διαφορών. Αντίθετα, οι διαφορές αυτές, υφιστάμενες από παλαιά, φαίνεται να οξύνονται.
Η ουσιαστική διαφορά μεταξύ τους αφορά το ως άνω ακίνητο-οικία το οποίο αγοράσθηκε από κοινού το 2000, με σκοπό τη χρήση του ως κατοικία και από τις δύο. Οι μεταξύ τους προστριβές ωστόσο αρχικά οδήγησαν στην αποχώρηση της εναγόμενης - θυγατέρας - και την εξολοκλήρου κατοχή του από την αιτήτρια. Όμως, η τελευταία μεταβίβασε στη θυγατέρα το μερίδιο αυτής, με αποτέλεσμα η εναγόμενη να είναι η απόλυτη ιδιοκτήτρια αυτής (το 2010).
Ενώ η προϊστορία στις διαφορές τους είναι μακρά, μας ενδιαφέρουν τα πλέον πρόσφατα γεγονότα.
Η αιτήτρια αναφέρθηκε σε «παράνομη εκδίωξη» της από το σπίτι, ενώ απουσίαζε στο εξωτερικό. Η εναγόμενη άλλαξε τις κλειδαριές και τον κωδικό συναγερμού, με αποτέλεσμα να μην δύναται να εισέλθει σ΄ αυτή. Η εναγόμενη δεν θεωρεί παράνομη την είσοδο, αφού είναι η ιδιοκτήτρια.
Επ΄ αυτών κυρίως των γεγονότων, η αιτήτρια καταχώρησε στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού την ως άνω Αγωγή, την 696/2018, αιτούμενη συγχρόνως ενδιάμεσα διατάγματα. Ανώτερος Επαρχιακός Δικαστής, που επιλήφθηκε της ex parte αίτησης, θεώρησε ορθό να εκδώσει μονομερώς μόνο το παρακλητικό «Δ», ώστε να εμποδίζεται η καθ΄ης η αίτηση-εναγόμενη από του να πωλεί ή μεταβιβάσει ή επιβαρύνει ή ενοικιάζει την εν λόγω οικία. Λοιπές (πιο δραστικές) θεραπείες που η αιτήτρια ζητούσε, παρέμειναν ως παρακλητικά στη δια κλήσεως αίτηση. Το Δικαστήριο, αφού άκουσε τους διαδίκους και αφού απέρριψε ενδιάμεσες αιτήσεις (για αντεξέταση κ.ά.), θεώρησε πως το παρακλητικό «Δ», ανωτέρω, θα καθίστατο απόλυτο, χωρίς όμως την απαγόρευση της ενοικίασης αυτής. Οι δε λοιπές θεραπείες της αίτησης απορρίφθηκαν και το Δικαστήριο εξηγεί κυρίως πως δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις του επείγοντος και ότι δεν υπήρχε πλήρης και ουσιώδης αποκάλυψη. Η δε οριστικοποίηση «Δ», ανωτέρω, έγινε στη βάση της δήλωσης της εναγομένης-καθ΄ης η αίτηση ότι δεν είχε πρόβλημα να εκδοθεί εναντίον της το παρακλητικό «Δ» (χωρίς όμως την απαγόρευση σε σχέση με την ενοικίαση).
Η απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου εδόθη στις 4.7.2018. Όπως δηλώθηκε σήμερα δε καταχωρήθηκε έφεση επ΄ αυτής. Το επόμενο διαδικαστικό διάβημα που αναφέρεται είναι η καταχώρηση, εκ μέρους της εναγομένης πλέον, αίτησης για ενδιάμεσο διάταγμα εναντίον της αιτήτριας. Προκύπτει πως μεσολάβησε επανεγκατάσταση της αιτήτριας στην εν λόγω κατοικία. Όπως η τελευταία αναφέρει στη στηρικτική δήλωσή της, τα εγγόνια της (από την άλλη κόρη, στο σπίτι της οποίας διέμενε) την επανεγκατέστησαν, χωρίς φυσικά τη συγκατάθεση της εναγομένης. Αυτό συμβαίνει στις 18.7.2018.
Μετά από σχετικό αίτημα της εναγομένης, το Δικαστήριο μονομερώς εκδίδει διάταγμα ημερομηνίας 25.7.2018 (Τεκμ. ΙΣΤ), με το οποίο η αιτήτρια διατάσσεται όπως:
«1. Εκδοθεί και δια του παρόντος εκδίδεται διάταγμα διατάττον την Ενάγουσα όπως παραδώσει ελευθέρα και κενή την κατοχή της κατοικίας που βρίσκεται στην οδό ... αρ. ..., μέρος του κτιριακού συγκροτήματος «...», επί του ακινήτου με αριθμό εγγραφής 0/8219, τεμάχιο 68, Φ/Σχ. 54/44Ε2, στην περιοχή Μουτταγιάκα, στη Λεμεσό και επαναφορά του status quo ante.
2. Εκδοθεί και δια του παρόντος εκδίδεται διάταγμα απαγορεύον στην Ενάγουσα όπως εισέρχεται, παραμένει ή και χρησιμοποιεί την πιο πάνω κατοικία, μέχρι την πλήρη εκδίκαση ή αποπεράτωση της παρούσης αγωγής και ή μέχρι νεωτέρας διαταγής του Δικαστηρίου.
3. Εκδοθεί και δια του παρόντος εκδίδεται διάταγμα απαγορεύον στην Ενάγουσα όπως παρεμποδίζει, παρενοχλεί, αποτρέπει και ή παρεμβαίνει στην ενοικίαση της πιο πάνω κατοικίας, από την Εναγόμενη προς τρίτα πρόσωπα, μέχρι την πλήρη εκδίκαση της παρούσας αγωγής και ή μέχρι νεωτέρας διαταγής του Δικαστηρίου.
4. Το διάταγμα ορίζεται για αναθεώρηση στις 03.08.2018, 9:30π.μ.»
Ως προς τι ακολουθεί, δίδεται η θέση της αιτήτριας, ως αυτούσια εκτίθεται στις παραγράφους 61 έως 63 της ένορκης δήλωσης που στηρίζει την παρούσα:
«61. Η θυγατέρα μου εκμεταλλευόμενη το προστατικό διάταγμα ημερομηνίας 25/07/18, διέκοψε τη σύνδεση της κατοικίας με την υδατοπρομήθεια και επιχείρησε τη διακοπή της ηλεκτροδότησης με σκοπό την έξωση μου από την κατοικία. Επισυνάπτω ως Τεκμήριο ΙΖ επιστολές του δικηγόρου μου ημερομηνίας 30/07/18 την οποία απέστειλε προς αρμόδιο συμβούλιο υδατοπρομήθειας και Αρχή Ηλεκτρισμού Κύπρου. Αναφέρω ότι παρά την επιστολή μου στο αρμόδιο συμβούλιο υδατοπρομήθειας το εν λόγω συμβούλιο αρνείται να μου συνδέσει την υδατοπρομήεθια και ότι όπως εδήλωσαν στο δικηγόρο μου εξ΄ όσων αυτός με πληροφορεί φοβούνται καταχώρηση αγωγής από τη θυγατέρα μου εναντίον τους. Μέχρι σήμερα παραμένω στην κατοικία χωρίς υδατοπρομήθεια.
62. Περαιτέρω, η θυγατέρα μου με βάση το προσωρινό διάταγμα, ημερομηνίας 25/07/18, το οποίο εξεδόθη υπό τις ως άνω αναφερόμενες συνθήκες, χρησιμοποιώντας αστυνομικό όργανο προέβη σε ψευδή κατάθεση προς την Αστυνομία ότι έσπασα τις κλειδαριές ασφαλείας της κυρίως εισόδου και της κουζίνας.
63. Με βάση την κατάθεση της θυγατέρας μου, ο Αστυνομικός 2704 Νίκος Οδιάτης, ο οποίος υπηρετεί στον Αστυνομικό Σταθμό Γερμασόγειας, εκτελώντας επιπόλαια και πλημμελώς τα καθήκοντα του, συνέταξε Ένορκη Δήλωση με αναληθή στοιχεία την οποία απηύθυνε προς το Επαρχιακό Δικαστήριο με σκοπό την έκδοση εντάλματος συλλήψεως εναντίον μου και το Δικαστήριο παραπλανηθέν εξέδωσε το ένταλμα συλλήψεως στις 27/07/18 και ώρα 12:10μ.μ. Το εν λόγω ένταλμα εξεδόθη με βάση καθ΄ ισχυρισμό αδικήματα, τα οποία δήθεν διέπραξα. Συγκεκριμένα, εγκαλούμαι για το αδίκημα της βίαιης εισόδου στην κατοικία και για το αδίκημα της κακόβουλης ζημιάς. Επισυνάπτω ως Τεκμήριο ΙΗ αντίγραφο της ένορκης δήλωσης του Αστυνομικού Νίκου Οδιάτη και αντίγραφο του εντάλματος σύλληψής μου.»
Δέον να σημειωθεί ότι, εκτός της καταγγελίας που προέβη στην Αστυνομία η εναγόμενη εναντίον της αιτήτριας, και η αιτήτρια είχε προβεί προηγουμένως σε παρόμοια καταγγελία. Καταλήγει δε «πως το Προστακτικό διάταγμα ως διατυπώθηκε στις 25/7/2018 δίδει την ευκαιρία στη θυγατέρα να ικανοποιήσει τους σχεδιασμούς της για ενοικίαση ή πώληση της κατοικίας.»
Ως εξαιρετική δε περίπτωση για την παροχή των θεραπειών της αίτησης επικαλέστηκε κυρίως την ηλικία της (76 ετών), τα προβλήματα υγείας της και το ατελέσφορο (από απόψεως χρόνου) της καταχώρησης εφέσεως, ομού με τα ουσιαστικά οικονομικά προβλήματα που θα έχει εάν αναγκασθεί να βρει άλλο υποστατικό. Ακόμη επισημαίνεται ο κίνδυνος η αιτήτρια να βρεθεί υπόλογη σε διαδικασίες παρακοής διατάγματος.
Έχω μελετήσει το μαρτυρικό υλικό, τη δικογραφία και τα επισυνημμένα τεκμήρια της υπόθεσης.
Είναι σαφές πως η κύρια βάση των αιτούμενων θεραπειών είναι η άδεια για καταχώρηση certiorari σε συνάρτηση με το Διάταγμα ημερομηνίας 25.7.2018, το οποίο εξεδόθη μονομερώς εναντίον της αιτήτριας.
Είναι, λοιπόν, ορθό να εγκύψουμε στις αρχές που διέπουν την έκδοση προνομιακών ενταλμάτων certiorari.
Στην Apak Agro Industries Ltd κ.ά. (2000) 1 ΑΑΔ 287, με αναφορά σε προηγούμενη νομολογία, συνοψίζονται εύστοχα από τον Καλλή, Δ., όπως ήταν τότε, οι αρχές αυτές ως εξής:
«Τα όρια της δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου να προβεί σε αναθεώρηση δικαστικής απόφασης μέσω του εντάλματος Certiorari έχουν προσδιοριστεί ως εξής στην Τζεννάρο Περρέλα (Αρ. 2) (1995) 1 Α.Α.Δ. 692, 701:
"Η εμβέλεια του προνομιακού εντάλματος Certiorari, όπως την αναγνώρισε τελικά η σύγχρονη αγγλική νομολογία, παρέχει δυνατότητα για άσκηση ελέγχου από ανώτερο προς κατώτερο δικαστήριο - όχι όμως αναθεώρηση της ορθότητας της απόφασης του κατώτερου δικαστηρίου - με προοπτική την επέμβαση, είτε όπου το κατώτερο δικαστήριο ενήργησε εκτός της δικαιοδοσίας του ή την υπερέβη είτε όπου προκύπτει στην όψη του 'πρακτικού' της απόφανσης του κατώτερου δικαστηρίου προφανές νομικό λάθος έστω και αν αυτό δεν άπτεται της δικαιοδοσίας."
Στην In re Kakos (1985) 1 C.L.R. 250, 259, το θέμα τέθηκε ως εξής:
"Certiorari lies primarily to ensure that an Inferior Court operates within the bounds of its jurisdiction and observes fundamental rules of Law. In answering the plea relevant to jurisdiction, the test is whether the order made was within the jurisdiction of the Court that issued it. The absence of competence, if any, must be apparent on the record of the proceedings, as well as the illegality, manifest, as alleged. The process is intended to subject to scrutiny the assumption of jurisdiction and the legality of the order made, as opposed to its correctness."
Σε μετάφραση:
"Το Certiorari παρέχεται, κατά κύριο λόγο, για να διασφαλίσει ότι κατώτερο Δικαστήριο λειτουργεί μέσα στα όρια της δικαιοδοσίας του και σύμφωνα με τους θεμελιώδεις κανόνες του Δικαίου. Απαντώντας στην εισήγηση σχετικά με τη δικαιοδοσία, το κριτήριο είναι κατά πόσο η υπό αναθεώρηση διαταγή ήταν εντός των ορίων της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου, το οποίο την εξέδωσε. Η απουσία αρμοδιότητας, εάν υπάρχει, πρέπει να καταφαίνεται από το πρακτικό της διαδικασίας, καθώς και η παρανομία να είναι έκδηλη, όπως υποστηρίχθηκε. Η διαδικασία σκοπεί να θέσει υπό έλεγχο την ανάληψη δικαιοδοσίας και τη νομιμότητα της διαταγής η οποία έγινε, σε αντίθεση με την ορθότητα της."
(Βλ. και re Ευθύβουλος Λιασίδη (1999) 1 A.A.Δ. 185, στην οποία έχουν υιοθετηθεί οι πιο πάνω δύο αποφάσεις και στην οποία η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου κατέληξε ως εξής: "Εφόσον δεν ήταν νομικά εφικτή η αναθεώρηση της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου λόγω έλλειψης δικαιοδοσίας, διότι η απόφαση εκδόθηκε μέσα στα όρια της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου, ορθά κρίθηκε ότι η αίτηση απέληγε σε αίτημα για θεώρηση της ορθότητας της, που δεν μπορούσε να γίνει παραδεκτό. Γι' αυτό, η έφεση θα απορριφθεί." - Βλ. επίσης re Τράπεζα Κύπρου Λτδ (1999) 1 Α.Α.Δ. 1010).
Ανάλογη ήταν και η προσέγγιση στην re Marewave Shipping & Trading Company Ltd (1992) 1 C.L.R. 116, 121, στην οποία προστέθηκαν και τα πιο κάτω:
"Δεν είναι ... επιτρεπτό να εκδίδεται διάταγμα Certiorari προκειμένου να υπαγορευθεί σε Δικαστήριο ο τρόπος με τον οποίο θα πρέπει να αποφασίσει ζήτημα που εμπίπτει στη δικαιοδοσία του ή ακόμα ο τρόπος με τον οποίο να ασκήσει τη διακριτική του εξουσία."
Στην re Χαραλάμπους κ.α. (Αρ. 2) (1994) 1 Α.Α.Δ. 828, 834, 835, τονίστηκε ότι το ένταλμα Certiorari δεν αποτελεί μέσο για την εποπτεία της διαδικασίας ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου ή της πρακτικής που ακολουθείται. Η ρύθμιση της διαδικασίας ανάγεται στην αρμοδιότητα του εκδικάζοντος την υπόθεση δικαστηρίου.
Η θέση της Αγγλικής Νομολογίας συνοψίζεται ως εξής στο Supreme Court Practice 1999, σελ. 902:
Η θεραπεία της δικαστικής αναθεώρησης δεν ασχολείται με την αναθεώρηση της ουσίας της απόφασης αλλά με τη διαδικασία λήψης της απόφασης. Απόφαση κατώτερου δικαστηρίου μπορεί να ακυρωθεί με ένταλμα Certiorari όπου το δικαστήριο ενήργησε χωρίς δικαιοδοσία, ή υπερέβη τη δικαιοδοσία του ή παρέλειψε να συμμορφωθεί με τους κανόνες της φυσικής δικαιοσύνης στην περίπτωση που οι κανόνες αυτοί τυγχάνουν εφαρμογής ή όπου υπάρχει νομικό σφάλμα στην όψη του πρακτικού ή η απόφαση είναι παράλογη υπό την έννοια της αρχής που έχει διατυπωθεί στην Associated Provincial Picture Houses Limited v. Wednesbury Corporation [1948] 1 Κ.Β. 223. Ωστόσο το δικαστήριο σε αίτηση δικαστικής αναθεώρησης δε λειτουργεί ως Εφετείο από την απόφαση του κατώτερου δικαστηρίου, ούτε και επεμβαίνει με οποιοδήποτε τρόπο στην άσκηση οποιασδήποτε εξουσίας ή διακριτικής ευχέρειας η οποία έχει εναποτεθεί στο κατώτερο δικαστήριο, εκτός αν έχει ασκηθεί με τρόπο ο οποίος δεν εμπίπτει εντός της δικαιοδοσίας του η απόφαση είναι παράλογη με βάση τις αρχές της Wednesbury (πιο πάνω).
Αναφορικά με την έννοια του όρου νομικό σφάλμα, η οποία είναι εμφανής στο πρακτικό, καθώς έχει νομολογηθεί, αυτή δεν συμπεριλαμβάνει νομικά εσφαλμένες αποφάσεις. Αναφέρεται σε εκείνες τις περιπτώσεις όπου υπάρχει φανερά εσφαλμένη ερμηνεία του Νόμου ή εσφαλμένη εφαρμογή του σε δεδομένη περίπτωση. Δεν είναι δηλαδή αρκετό ότι υπήρξε σοβαρή πλάνη ή πλάνη σε σχέση με μια καθιερωμένη νομική αρχή. Πρέπει να υπάρχει πλάνη που μπορεί αμέσως να διακριβωθεί από το Δικαστήριο και όχι κατόπιν έρευνας όλων των στοιχείων ή της μαρτυρίας (Βλ. re Γενικός Εισαγγελέας (Αρ. 2) (1995) 1 Α.Α.Δ. 126, 129, re Μάριος Χρίστου (1996) 1 Α.Α.Δ. 399, re Κοσμάς Ανδρέου (1996) 1 Α.Α.Δ. 472, re Εταιρεία Αδελφοί ΧΕΓΚ Φιλίππου Λτδ κ.α. (1996) 1 Α.Α.Δ. 904 και re Ξάνθος Λυσιώτης και Υιός Λτδ. (1996) 1 Α.Α.Δ. 1066).»
Είναι σαφές, επίσης, από τη νομολογία ότι οι λόγοι της επικαλούμενης παρανομίας ή πλημμέλειας πρέπει να προσδιορίζονται επαρκώς στη δικογραφία του εκάστοτε αιτητή. Όπως έχει λεχθεί, ο προσδιορισμός του λόγου για τον οποίο επιζητείται η έκδοση προνομιακού εντάλματος συνιστά το ουσιαστικό στοιχείο της αίτησης (βλ. σύγγραμμα Αρτέμης, Προνομιακά Εντάλματα, σελ. 45). Και αυτό, βέβαια, έχει άμεση σχέση με τη δυνατότητα εξέτασης της αίτησης, ώστε να κριθεί εάν η αιτούμενη άδεια πρέπει να δοθεί με βάση τις αρχές της νομολογίας.
Εν προκειμένω, η αιτήτρια προσδιορίζει τους λόγους ως εξής:
(α) παραβίαση της δίκαιης δίκης και έκδηλη παρανομία, κυρίως ως εκ της κατ΄ ισχυρισμό μεροληψίας του Επαρχιακού Δικαστηρίου στον όλο χειρισμό της υπόθεσης, ειδικά της πρώτης αίτησης που είχε καταχωρήσει η αιτήτρια (πρώτος λόγος)
(β) υπέρβαση εξουσίας λόγω του ότι στην απόφασή του, ημερομηνίας 4.7.2018, το Δικαστήριο έλαβε υπόψη του «προσχέδιο συμπληρωματικής ένορκης δήλωσης», ενώ τέτοια δήλωση δεν υφίστατο (δεύτερος λόγος)
(γ) εσφαλμένα το διάταγμα εδόθη μονομερώς, ενώ για την αίτηση της αιτήτριας, το Δικαστήριο διέταξε επίδοση (τρίτος λόγος)
(δ) Το προσωρινό Διάταγμα, ημερομηνίας 25.7.2018, εξεδόθη υπέρ της εναγομένης, άνευ δικαιοδοσίας, ενώ δεν καταχωρήθηκε καμία ανταπαίτηση (παραπομπή στην υπόθεση Zhigachov κ.ά. (2013) 1 ΑΑΔ 133) (τέταρτος λόγος).
(ε) Το απόσπασμα του προστακτικού διατάγματος, ημερομηνίας 25.7.2018, με το οποίο διατάσσεται η αιτήτρια να παραδώσει ελεύθερη την κατοχή της ως άνω οικίας έχει «μόνιμο χαρακτήρα» (πέμπτος λόγος)
(στ) Ο έκτος λόγος αφορά την κατ΄ ισχυρισμό παράνομη έκδοση του εντάλματος σύλληψης της αιτήτριας, αφού ο όρκος του αστυνομικού στον οποίο βασίσθηκε ο Δικαστής που το εξέδωσε, ήταν ανεπαρκής και δεν ανταποκρινόταν στα πραγματικά γεγονότα της υπόθεσης. Εν πάση περιπτώσει, ο διερευνών την υπόθεση αστυνομικός παρέλειψε να διερευνήσει ορθά και δίκαια την υπόθεση (έκτος λόγος)
Ως «έβδομος λόγος» καταγράφονται οι εξαιρετικές περιστάσεις της υπόθεσης που συνηγορούν, κατά την αιτήτρια, να της αποδοθούν οι θεραπείες ακόμη και αν υπάρχει άλλο ένδικο μέσο.
Θα πω ευθύς εξ αρχής πως η αίτηση είναι έκθετη σε απόρριψη και θα εξηγήσω γιατί.
Είναι σαφές κατά την κρίση πως επιχειρείται δια της παρούσης να μεταφερθεί στο Ανώτατο Δικαστήριο ολόκληρο σχεδόν το φάσμα των διαφορών των διαδίκων υπό το πρίσμα της εκδοχής της αιτήτριας. Παρά το ότι το παρακλητικό, αν και ανεπίτρεπτα ευρύ, αφού αφορά ένα ενδιάμεσο διάταγμα (αλλά και ένα ένταλμα σύλληψης), στην πράξη και στην ανάλυση των θέσεων που γίνεται στη δικογραφία η αιτήτρια δεν πλήττει μόνο το εκδοθέν εναντίον της διάταγμα ημερομηνίας 25.7.2018 (και το εναντίον της ένταλμα σύλληψης), αλλά και τη διαδικασία που η ίδια είχε εγείρει εναντίον της εναγόμενης κόρης της. Προκύπτει πώς μέμφεται το πρωτόδικο Δικαστήριο εν πολλοίς και εν εκτάσει για τους χειρισμούς και την κρίση του στην πρώτη διαδικασία, η οποία και περατώθηκε με αιτιολογημένη απόφαση στις 4.7.2018.
Τέτοια προσέγγιση είναι αδόκιμη, αφού στο παρακλητικό της παρούσης δεν πλήττεται ευθέως το διάταγμα ημερομηνίας 4.7.2018. Βεβαίως, δεν χρειάζεται να υπομνήσω πως η ορθότητα της απόφασης ημερομηνίας 4.7.2018 μόνο με έφεση θα μπορούσε να κριθεί.
Αν αφήσω κατά μέρος αυτό το ουσιαστικό ελάττωμα της αίτησης, που πλήττει τη βασιμότητα των λόγων που επικαλείται η αιτήτρια, θα προχωρήσω να αναφέρω ότι, εν πάση περιπτώσει, δεν έχω πεισθεί πως έχει καταδειχθεί συζητήσιμη υπόθεση. Η διαδικασία είναι εκκρεμής ενώπιον του Δικαστηρίου, εφόσον προφανώς η αιτήτρια ενίσταται στην έκδοσή του και, παρά το γεγονός ότι δεν αναφέρεται στην ένορκη δήλωση και τη δικογραφία, ο ευπαίδευτος συνήγορός της ενώπιον μου σήμερα, αφού ρωτήθηκε, ανέφερε πως παραμένει η υπόθεση προς εκδίκαση στις 24.8.2018, όπου η αιτήτρια θα έχει την ευκαιρία να προβάλει και να αναπτύξει τις θέσεις της, αφού καταχωρήσει ένσταση.
Δεν εντοπίζεται οποιαδήποτε προκατάληψη του Δικαστηρίου που να προκύπτει από την ίδια τη διαδικασία. Ο τρόπος άσκησης της ευχέρειας του Δικαστή αφορά την ορθότητα της δικαστικής κρίσης και όχι τη νομιμότητα, ώστε να πρέπει το Ανώτατο Δικαστήριο να παρέμβει, παρέχοντας την εξαιρετική θεραπεία προνομιακού εντάλματος. Αναφορικά δε με το θέμα του εντάλματος σύλληψης και της επικαλούμενης παρανομίας, να αναφέρω πως και πάλι ουσιαστικά εκείνο που προβάλλεται είναι απλώς η εκδοχή της αιτήτριας επί των γεγονότων. Εάν δε κάποια γεγονότα στην εν λόγω δήλωση δεν ανταποκρίνονται με κάποια αντικειμενικά δεδομένα της υπόθεσης, αυτό δεν οδηγεί άνευ ετέρου σε εύρημα συζητήσιμης υπόθεσης για παρανομία.
Πέραν τούτου, ακόμη και εάν θεωρούσα ότι υπήρχε συζητήσιμη υπόθεση, η εκκρεμότητα της πολιτικής διαδικασίας, όπου η αιτήτρια θα ακουσθεί, παρέχει αφ΄ εαυτής την απάντηση πως υπάρχει ένδικο μέσο και οι επικαλούμενες ως εξαιρετικές περιστάσεις αποτελούν μέρος των προϋποθέσεων που καθηκόντως θα απασχολήσουν το Επαρχιακό Δικαστήριο κατά την εκδίκαση της αίτησης της εναγομένης, στο κατά πόσο δηλαδή θα πρέπει το εκδοθέν διάταγμα να παραμείνει σε ισχύ ή όχι. Στις 3.8.2018 το διάταγμα ήταν επιστρεπτέο. Ο συνήγορος της αιτήτριας δήλωσε ότι δεν καταχώρησε την ένσταση μέχρι σήμερα ενόψει της παρούσης διαδικασίας. Δεν θεωρώ ορθή την προσέγγιση. Θα μπορούσε να υποβληθεί ένσταση και θα μπορούσε να ζητηθεί σύντομη ημερομηνία ακρόασης.
Επί του θέματος της δυνατότητας της εναγομένης να ζητήσει μονομερώς ενδιάμεσο διάταγμα, θεωρώ ότι ισχύουν, εν προκειμένω, τα λεχθέντα από Ναθαναήλ Δ. στην υπόθεση Christofi Bros Trading Ltd (2013) 1 ΑΑΔ 1710, ως εξής:
«Κατά δεύτερο λόγο, είναι πλέον σαφές ότι προσωρινό διάταγμα μπορεί να ζητηθεί από οποιοδήποτε διάδικο, πάντοτε υποκείμενο βέβαια στην έγκριση του Δικαστηρίου, μετά την τροποποίηση που επήλθε στο Άρθρο 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου αρ. 14/60, με τον τροποποιητικό Νόμο αρ. 17(Ι)/2004, με ισχύ από 20.2.2004, με τον οποίο η λέξη «ενάγων» αντικαταστάθηκε με τις λέξεις «ο αιτών διάδικος» στην επιφύλαξη του εδαφίου (1) του Άρθρου 32, και συναφή τροποποίηση στο εδάφιο (3).»
Είναι χρήσιμο εδώ να παρεμβάλω πως ο έχων ανταπαίτηση εναγόμενος δικαιούται (όπως φαίνεται και πιο πάνω) να επιδιώξει έκδοση διατάγματος. Κατ΄ αναλογία δε, θα κριθεί η βασιμότητα της ανταπαίτησής του, ως κρίνεται η συζητήσιμη υπόθεση και οι λοιπές προϋποθέσεις του άρθρου 32, του Νόμου 14/60, στη βάση της ένορκης δήλωσης η οποία στηρίζει την αίτησή του. Βεβαίως θα είχε σημασία η καθυστερημένη καταχώρηση ανταπαίτησης. Εν προκειμένω, όμως, παραμένει αδιαμφισβήτητο ότι και η έκθεση απαίτησης καταχωρήθηκε καθυστερημένα, δηλαδή στις 4.7.2018 (βλ. Τεκμ. ΣΤ). Σημειούται, επίσης, ότι η αυθεντία που προβάλλεται ως βάση της σχετικής εισήγησης του κ. Κλεοβούλου (βλ. πιο πάνω) δεν στηρίζει τη θέση που προωθεί. Εν πάση περιπτώσει, οι θέσεις και τα συναφή επιχειρήματα θα απασχολήσουν το Επαρχιακό Δικαστήριο.
Επανερχόμενη στη Christofi, ανωτέρω, θεωρώ ότι περιέχει εύστοχα σχόλια που ισχύουν ομοίως και εν προκειμένω. Τα παραθέτω:
«Η αίτηση δεν μπορεί να επιτύχει για τον πρόσθετο λόγο ότι εμφανώς προσφέρεται άλλο ένδικο μέσο προς εξέταση της ορθότητας έκδοσης του Διατάγματος αποπαγοποίησης και αυτό είναι η καταχώρηση ένστασης από τον αιτητή προς ακύρωση του Διατάγματος, διαδικασία που όπως αναφέρθηκε πιο πάνω έγινε δεκτή από τον ίδιο τον αιτητή, μέσω του συνηγόρου του και μάλιστα σε χρονική περίοδο μετά τις θερινές διακοπές ως προς τον καθορισμό ημερομηνίας για ακρόαση της αίτησης. Το επιστρεπτέο του Διατάγματος, η εμφάνιση σ' αυτό και η τροχιοδρόμηση της ακρόασης διά της καταχωρήσεως ενστάσεως, αφαιρεί το δικαίωμα του αιτητή να επιδιώκει ταυτόχρονα και τη λήψη άδειας. Πρόκειται για διπλή διαδικασία που αποβαίνει καταχρηστική και ουδόλως νομιμοποιείται ο αιτητής να προωθεί την παρούσα αίτηση διότι εμφανίστηκε υπό διαμαρτυρία στις 23.7.2013, εφόσον στη συνέχεια την αποδέχθηκε με την ετοιμότητα του να καταχωρήσει ένσταση και να ακροασθεί προς ακύρωση του διατάγματος σ' ό,τι αφορά τον ίδιο. Οι αποφάσεις που έδωσε στο Δικαστήριο ο κ. Κούτρας (Port of Melbourne Authority v. Anshun Pty Ltd [1981] HCA 45 του High Court of Australia και Καλφοπούλου (1998) 1 Α.Α.Δ. 55), δεν σχετίζονται με τη νομολογιακή θεώρηση του θέματος ότι όπου προσφέρεται άλλο ένδικο μέσο δεν μπορεί να δοθεί άδεια που είναι και η ουσία του ζητήματος εδώ. Στη Γενικός Εισαγγελέας (Αρ. 1) (2012) 1 Α.Α.Δ. 2499, αποφασίστηκε, μεταξύ άλλων, ότι η εμφάνιση του Γενικού Εισαγγελέα στην πρωτόδικη διαδικασία με σκοπό την καταχώρηση ένστασης για την έκδοση εντάλματος κατάσχεσης στα χέρια τρίτου κατά τα οριζόμενα στο Άρθρο 77 του Κεφ. 6, αποτελούσε νόμιμο τρόπο αμφισβήτησης του εκδοθέντος εντάλματος που δεν δικαιολογούσε την παροχή άδειας για certiorari.»
Είναι λοιπόν φανερό πως η αίτηση δεν μπορεί να πετύχει και απορρίπτεται.
Τ. Ψαρά-Μιλτιάδου,
Δ.
/ΧΤΘ