ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Χριστοδούλου, Μιχαλάκης Σταματίου, Κατερίνα Γιασεμή, Γιασεμής Ν. για Εφεσίβλητο και στις δύο εφέσεις. Θάλεια Ραφτοπούλου, για Αλέκο Ευαγγέλου amp;amp;amp; Σία Δ.Ε.Π.Ε., για την Εφεσείουσα στην Πολιτική ΄Εφεση Αρ. Ε306/2016. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2018-07-06 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ ν. ΙΕΡΟΔΙΑΚΟΝΟΥ, Πολιτικές Εφέσεις Αρ. Ε306/2016 και Ε307/2016, 6/7/2018 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2018:A339

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

Πολιτικές Εφέσεις Αρ. Ε306/2016 και Ε307/2016

 

 

6 Ιουλίου 2018

 

 

[ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΓΙΑΣΕΜΗ,  Δ.Δ.]

 

 

Πολιτική Έφεση Αρ. Ε307/2016

ΣΧ. ΜΕ Ε306/2016

 

ΜΕΤΑΞΥ:

 

ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ  ΤΡΑΠΕΖΑΣ  ΤΗΣ  ΚΥΠΡΟΥ

                                                Εφεσείουσας/Εναγόμενης 2

 

και

 

XXXXX  ΙΕΡΟΔΙΑΚΟΝΟΥ

                                                      Εφεσίβλητου/Ενάγοντα

 

-----------------

 

Πολιτική Έφεση Αρ. Ε307/2016

ΣΧ. ΜΕ Ε306/2016

 

ΜΕΤΑΞΥ:

 

ΓΕΝΙΚΟΥ  ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ  ΤΗΣ  ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

                                      Εφεσείοντα/Εναγομένου 3

 

και

 

XXXXX  ΙΕΡΟΔΙΑΚΟΝΟΥ

                                                      Εφεσίβλητου/Ενάγοντα

Θ. Ραφτοπούλου (κα), για Αλέκο Ευαγγέλου & Σία Δ.Ε.Π.Ε.,

    για Εφεσείουσα στην Πολ. Εφ. Αρ. Ε306/2016

Μ. Αναστασίου (κα), Αν. Δικηγόρος της Δημοκρατίας,

    για Εφεσείοντα στην Πολ. Εφ. Αρ. Ε307/2016

Αλ. Μελάς για Κώστας Μελάς & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε.,

   για Εφεσίβλητο και στις δύο εφέσεις.

 

 

........

 

      ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.:   Η απόφαση δεν είναι ομόφωνη.  Η απόφαση της Πλειοψηφίας, με την οποία συμφωνεί η Σταματίου, Δ., θα δοθεί από τον Χριστοδούλου, Δ., ενώ ο Γιασεμής, Δ. θα δώσει διϊστάμενη απόφαση.

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

(Πλειοψηφίας)

 

 

      ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.:   Τον Ιούλιο του 2008 ο εφεσίβλητος αγόρασε από την Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ 44.000 αξιόγραφα αντί του ποσού των €44.000 και τον Μάιο του 2011 ακόμη 6.000 αντί του ποσού των €6.000, με την προσδοκία ότι η πρώτη επένδυση θα του επέφερε οικονομικό όφελος υπό μορφή επιτοκίου 7,5% ετησίως και η δεύτερη 6% ετησίως.

 

      Με την διάψευση των προσδοκιών του, ο εφεσίβλητος καταχώρισε, την 1.7.14, στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού την υπ΄ αρ. 2949/14 αγωγή, με την οποία αξιώνει εναντίον της Τράπεζας Κύπρου, της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου και του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας (εναγομένων 1, 2, και 3 αντίστοιχα) τον τερματισμό της συμφωνίας απόκτησης των αξιογράφων, επιστροφή του ποσού που κατέβαλε και αποζημιώσεις.  Και αυτό με αιτία αγωγής ότι η αγορά των αξιογράφων ήταν προϊόν απάτης, δολίων και ψευδών παραστάσεων, απόκρυψης στοιχείων, παράβασης και/ή παράνομης και/ή πλημμελούς εκτέλεσης νόμιμου καθήκοντος.

 

      Με την συμπλήρωση των εγγράφων προτάσεων η υπόθεση ορίστηκε για οδηγίες την 2.11.15, αλλά στη συνέχεια, στις 27.11.15, ο εφεσίβλητος καταχώρισε αίτηση με την οποία ζήτησε να του επιτραπεί η τροποποίηση της Έκθεσης Απαίτησης του.

 

      Η Τράπεζα Κύπρου (εναγόμενη 1) δεν έφερε ένσταση στην αίτηση τροποποίησης, η οποία εγκρίθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο παρά τις ενστάσεις της Κεντρικής Τράπεζας και του Γενικού Εισαγγελέα (στο εξής οι εφεσείοντες).

 

      Οι εφεσείοντες αντέδρασαν στην έγκριση των τροποποιήσεων με τις υπό κρίση εφέσεις, προβάλλοντας ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο ενέκρινε την προσθήκη στην Έκθεση Απαίτησης του εφεσίβλητου των παρ. 19Α, 19Β, 19Γ και 19Δ οι οποίες καταλαμβάνουν έξι ολόκληρες δακτυλογραφημένες σελίδες.  Με αυτές καταλογίζεται στην Κεντρική Τράπεζα βαριά αμελή εποπτεία και στο Γενικό Εισαγγελέα κακή άσκηση εξουσίας εκ μέρους των αρμοδίων οργάνων της Κυπριακής Δημοκρατίας για σωρεία επιλήψιμων πράξεων ή παραλείψεων της Τράπεζας Κύπρου, αποτέλεσμα των οποίων ήταν να στερηθεί ο εφεσίβλητος της δυνατότητας να λάβει μέτρα προστασίας των χρημάτων που εμπιστεύτηκε στην Τράπεζα Κύπρου.  Ως τέτοιες επιλήψιμες πράξεις ή παραλείψεις - οι οποίες σύμφωνα με τον εφεσίβλητο έλαβαν χώρα την περίοδο 2010 και 2013 και για τις οποίες  θεωρεί συνυπεύθυνους του εφεσείοντες - αναφέρονται (ενδεικτικά) και οι ακόλουθες που δίνουν το στίγμα του είδους, της φύσης και της έκτασης των τροποποιήσεων που εγκρίθηκαν.

 

1.    Η αγορά ελληνικών ομολόγων, η οποία σκόπιμα απεκρύβη από τους επενδυτές,

 

2.    Η λήψη από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα χρηματοδότησης €3.000.000,00, ποσό που δεν χρησιμοποιήθηκε για κάλυψη υπαρχουσών ελλείψεων αλλά για αγορά ΟΕΔ (Ομόλογα Ελληνικού Δημοσίου),

 

3.    Η μεταβολή της στρατηγικής της στις επενδύσεις, κατά παράβαση των συναλλακτικών ηθών και/ή λογιστικών πρακτικών και/ή κανονισμών και/ή νόμων,

 

4.    Η μη εφαρμογή σωστής Εσωτερικής Διαδικασίας Αξιολόγησης της Κεφαλαιουχικής της Επάρκειας,

 

5.    Η ανυπαρξία σωστής δομής αξιωματούχων και/ή σύγκρουση συμφέροντος από υψηλόβαθμα στελέχη της και/ή εργοδότηση υψηλόβαθμων στελεχών χωρίς τις απαραίτητες ικανότητες,

 

6.    Παράλειψη λήψης μέτρων έναντι των κινδύνων της έκθεσης της σε ΟΕΔ, καθώς και μη εφαρμογή εποπτείας σε σχέση με τον κίνδυνο των διακρατούντων μέχρι τη λήξη επένδυσης.

     

      Επιπροσθέτως των πιο πάνω, καταλογίζεται (επιγραμματικά και πάλι):-

 

1.   Στην Κεντρική Τράπεζα ότι (α) δεν έλαβε κανένα μέτρο προληπτικής εποπτείας και δεν φρόντισε να προσλάβει εξειδικευμένο προσωπικό για άσκηση σωστής εποπτείας στην Τράπεζα Κύπρου και (β) τον Σεπτέμβριο του 2011 παραχώρησε στη Λαϊκή Τράπεζα - η οποία στη συνέχεια εξαγοράστηκε από την Τράπεζα Κύπρου - ΕLA €3.000.000,00 που μέχρι τον Σεπτέμβριο του 2012 αύξησε στα €9.000.000,00, ενώ γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει ότι η Λαϊκή δεν ήταν σε θέση να εξοφλήσει το ποσό αυτό και

 

2.   Σε αμφότερους τους εφεσείοντες ότι ενώ γνώριζαν ή όφειλαν να γνωρίζουν τα οικονομικά προβλήματα που αντιμετώπιζε η Τράπεζα Κύπρου, εντούτοις δεν έλαβαν έγκαιρα οποιοδήποτε μέτρο προς αντιμετώπιση της κατάστασης.

 

      Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού εξέτασε ό,τι τέθηκε ενώπιον του ενέκρινε τις προτεινόμενες τροποποιήσεις, κρίνοντας ότι (α) η προβληθείσα από τους εφεσείοντες ένσταση για παραγραφή των αστικών αδικημάτων που τους απέδιδε ο εφεσίβλητος «. είναι ζήτημα που θα εξεταστεί στα πλαίσια της ακροαματικής διαδικασίας ή στα πλαίσια αίτησης για διαγραφή της αγωγής ως μη αποκαλύπτουσα αγώγιμο δικαίωμα», (β) «Ναι μεν η αίτηση καταχωρήθηκε τον Ιανουάριο του 2006[1], εντούτοις όμως, έχοντας υπόψη τη φύση και την έκταση της αιτούμενης τροποποίησης και των ομολογουμένως πρωτότυπων θεμάτων που εγείρονται, το Δικαστήριο δεν έχει διακρίνει οποιαδήποτε καθυστέρηση που να επιδρά στην τύχη της αίτησης.» και, (γ) σ΄ ό,τι αφορά την σχετικότητα των προτεινόμενων τροποποιήσεων με τα επίδικα θέματα, το ζήτημα αυτό «. θα κριθεί από το Δικαστήριο στο πλαίσιο της αξιολόγησης της μαρτυρίας μετά το πέρας της ακροαματικής διαδικασίας.». 

 

      Η ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης προσβάλλεται από εκάτερον των εφεσειόντων με εννέα (9) λόγους έφεσης.  Βασικά όμως τα θέματα που εγείρουν περιστρέφονται γύρω από πέντε (5) άξονες.  Αφορούν (α) το ζήτημα της παραγραφής, (β) το χρόνο καταχώρισης της αίτησης τροποποίησης με την συνυφασμένη με αυτό (κατ΄ ισχυρισμό) καθυστέρηση στην υποβολή της, (γ) την σχετικότητα των ισχυρισμών που περιέχονται στις παρ. 19Α, 19Β, 19Γ και 19Δ με τα επίδικα θέματα, (δ) την μεταβολή του χαρακτήρα της αγωγής με την προσθήκη νέων βάσεων αγωγής και (ε) τον επηρεασμό των δικαιωμάτων τους, τα οποία, όπως ισχυρίζονται, τους επηρεάζουν δυσμενώς.

 

      Οι προαναφερθέντες λόγοι έφεσης προωθήθηκαν από τους ευπαίδευτους συνήγορους των εφεσειόντων με εμπεριστατωμένα περιγράμματα αγόρευσης, αλλά και δια ζώσης κατά την επ΄ ακροατηρίω συζήτηση της υπόθεσης.  Το ίδιο βεβαίως έπραξαν και οι ευπαίδευτοι συνήγοροι του εφεσίβλητου, οι οποίοι υποστήριξαν την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης.

 

      Έχουμε μελετήσει με τη δέουσα προσοχή την πρωτόδικη απόφαση υπό το πρίσμα των εκατέρωθεν θέσεων.

     

      Αρχίζοντας με το ζήτημα της παραγραφής (1ος λόγος έφεσης σε αμφότερες τις εφέσεις), να παρατηρήσουμε ότι ο τρόπος προσέγγισης του από το πρωτόδικο Δικαστήριο που θεώρησε ότι «. είναι ζήτημα που θα εξεταστεί στα πλαίσια της ακροαματικής διαδικασίας ή στα πλαίσια αίτησης για διαγραφή της αγωγής ως μη αποκαλύπτουσα αγώγιμο δικαίωμα», δεν μας βρίσκει σύμφωνους.   

 

      Σύμφωνα με τις σαφείς πρόνοιες του άρθρου 68[2] του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ. 145 (όπως τροποποιήθηκε από το Ν.171(1)/2006) καμιά αγωγή δεν εγείρεται για αστικό αδίκημα, εκτός αν αυτή εγερθεί εντός τριών ετών αμέσως μετά την πράξη ή παράλειψη για την οποία εγέρθηκε η αγωγή.  Πρόκειται, όπως γίνεται αντιληπτό, για αποκλειστική προθεσμία σύμφωνα με την οποία δεν αναγνωρίζεται αγώγιμο δικαίωμα έγερσης αγωγής για αστικά αδικήματα που διαπράχθηκαν σε χρόνο μεγαλύτερο των τριών χρόνων, πριν την έγερση της αγωγής, τα οποία εκ του Νόμου διαγράφονται (βλ. Φωτίου ν. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, Πολ. Εφ. Ε5/13 ημερ. 15.5.18).

 

      Στην παρούσα περίπτωση η αγωγή καταχωρίστηκε την 1.7.14 και επομένως δεν θα μπορούσε να συμπεριλάβει αστικά αδικήματα που κατ΄ ισχυρισμό διαπράχθηκαν πριν την 30.6.11, διαφορετικά θα ήταν εκπρόθεσμη.  Σε τέτοια δε περίπτωση το Δικαστήριο όχι μόνο έχει τη δυνατότητα να εξετάσει το εκπρόθεσμο καταχώρισης μιας αγωγής, αλλά καθήκον.  Αυτό επιβάλλει το συμφέρον της δικαιοσύνης αφενός για να μην συντηρείται μια διαφορά που ο Νόμος δεν αναγνωρίζει και,  αφετέρου, να μην παραβιάζεται η ανάγκη εξοικονόμησης δικαστικού χρόνου με την εξέταση ανύπαρκτων εκ του Νόμου διαφορών σε περαιτέρω δικαστικές διαδικασίες.  Κατά συνέπεια το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα αποφάσισε ότι το ζήτημα της παραγραφής θα το εξέταζε «στα πλαίσια της ακροαματικής διαδικασίας ή στα πλαίσια αίτησης παραγραφής».

 

      Ο εφεσίβλητος δεν διαφωνεί πως, εάν η περίπτωση του ενέπιπτε στις πρόνοιες του άρθρου 68(α) και (β), όφειλε να προσδιορίσει χρονικά τις πράξεις ή παραλείψεις που συνθέτουν τα αστικά αδικήματα που καταλογίζει στους εφεσείοντες για να αποφασιστεί κατά πόσο αυτά έχουν παραγραφεί ή όχι.  Αντιτείνει όμως ότι η περίπτωση του εμπίπτει στις πρόνοιες του άρθρου 68(γ) καθότι η ζημιά που υπέστη, ως αποτέλεσμα της διαχρονικής αμέλειας και παράβασης νομικών καθηκόντων των εφεσειόντων, αποκρυσταλλώθηκε τον Μάρτιο του 2013.  Συνεπώς, εισηγείται, δεν είχε  υποχρέωση να καθορίσει πότε χρονικά έλαβαν χώρα οι πράξεις ή παραλείψεις που καταλογίζει στους εφεσείοντες και ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε πως το όλο ζήτημα θα αποφασιζόταν κατά την εκδίκαση της ουσίας και όχι στο πλαίσιο εξέτασης της αίτησης τροποποίησης.

 

      Δεν μας βρίσκει σύμφωνους η θέση του εφεσίβλητου.  Τούτο γιατί παραβλέπει πως αυτό που εφεσιβάλλεται δεν είναι η επιχειρηματολογία που προώθησε πρωτοδίκως ο ίδιος, αλλά η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι το ζήτημα της παραγραφής θα εξεταζόταν στα «πλαίσια της ακροαματικής διαδικασίας ή στα πλαίσια αίτησης παραγραφής».  Με μόνο το αιτιολογικό ότι «. δεν μπορεί να αποκρυσταλλωθεί εάν οι πράξεις και παραλείψεις έγιναν εντός ή εκτός του χρόνου παραγραφής», προσέγγιση εσφαλμένη κατά την άποψη μας ως ανωτέρω έχουμε εξηγήσει.  Με την επιπρόσθετη επισήμανση ότι, στη βάση των προτεινόμενων τροποποιήσεων, ο εφεσίβλητος όφειλε να αποσαφηνίσει τις πράξεις ή παραλείψεις των εφεσειόντων χρονικά ώστε η απόφαση επί τούτου να μη δημιουργεί προβλήματα σ΄ ό,τι αφορά το ζήτημα της παραγραφής. 

 

      Κατ΄ ακολουθία των πιο πάνω ο 1ος λόγος και των δύο εφέσεων  ευσταθεί.

 

      Αναφορικά τώρα με τον τρόπο άσκησης της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου σε αιτήσεις τροποποίησης δικογράφου, να υπενθυμίσουμε πως «Η θεμελιακή αρχή που ξεπροβάλλει από τις αποφάσεις είναι πως η τροποποίηση δικογράφου είναι εφικτή σε κάθε περίπτωση που κρίνεται αναγκαία για τον προσδιορισμό της ουσίας της διαφοράς και για αποτροπή της πολλαπλότητας των νομικών διαδικασιών.  Εξαίρεση αποτελούν οι περιπτώσεις που η τροποποίηση δυνατό να επιφέρει βλάβη στον αντίδικο ή ακόμη εκεί που η κακή πίστη του αιτητή είναι εμφανής» (βλ. Χρίστου ν. Στυλιανού (1992) 1 Α.Α.Δ. 704 που υιοθετήθηκε και από μεταγενέστερη νομολογία όπως οι Preece κ.α. ν. Ρωσσίδου (2011) 1(Γ) Α.Α.Δ. 2138, Παπαχρυσοστόμου ν. Κ. Γρηγοριάδης & Συνεταίροι κ.α., Ikos Cif Ltd v. Marfin Coward κ.α., Πολ. Εφ. 137/13 και 138/13 ημερ. 20.3.14, Kayat Trading Ltd v. Genzyme Corporation, Πολ. Εφ. 58/12 ημερ. 4.3.13, Δημοτικό Συμβούλιο Αγλαντζιάς ν. Χαρικλείδη κ.α. (2001) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1608 και άλλες).

 

      Στη βάση της προαναφερθείσας, πάγιας, νομολογίας το πρώτιστο ερώτημα που εγείρεται για το Δικαστήριο σε αιτήσεις τροποποίησης δικογράφου, είναι κατά πόσο η τροποποίηση είναι «αναγκαία για τον προσδιορισμό της ουσίας της διαφοράς και για την αποτροπή της πολλαπλότητας των διαδικασιών».  Επί του προκειμένου διαμορφώσαμε την άποψη ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο, αποφασίζοντας ότι η σχετικότητα των προτεινόμενων τροποποιήσεων με τα επίδικα θέματα «. θα κριθεί στο πλαίσιο της αξιολόγησης της μαρτυρίας μετά το πέρας της ακροαματικής διαδικασίας», υπέπεσε σε σφάλμα.  Τούτο γιατί, η σχετικότητα των προτεινόμενων τροποποιήσεων με τα επίδικα θέματα πρέπει, ως θέμα λογικής και νομολογίας, να εξετάζονται στο πλαίσιο της αίτησης τροποποίησης για να κριθεί κατά πόσο αυτές είναι αναγκαίες για προσδιορισμό και επίλυση της διαφοράς και όχι να αφήνονται στο τέλος της διαδικασίας.  Αντίθετη προσέγγιση, όπως εύκολα γίνεται αντιληπτό, οδηγεί στην προσκόμιση αχρείαστης, ενδεχομένως, μαρτυρίας για επίλυση της ουσίας της διαφοράς,  εκτρέπει τη δίκη σε άσχετα θέματα και οδηγεί σε πολλαπλότητα της διαδικασίας.

 

      Το πρωτόδικο λοιπόν Δικαστήριο, ενώ είχε υπόψη του τις νομολογιακές αρχές που εφαρμόζονται σε αιτήσεις τροποποίησης δικογράφου, δεν εφάρμοσε την πιο θεμελιακή.  Δηλαδή, κατά πόσο οι προτεινόμενες τροποποιήσεις είναι αναγκαίες για επίλυση της ουσίας της διαφοράς.

 

      Όπως προκύπτει από την έκθεση απαίτησης του εφεσίβλητου, η απαίτησή του βασίζεται στο ότι οι δύο ιδιωτικές συμφωνίες δυνάμει των των οποίων αγόρασε τα αξιόγραφα ήταν προϊόν επιλήψιμων πράξεων ή παραλείψεων της Τράπεζας Κύπρου, για τις οποίες συνυπεύθυνοι είναι και οι εφεσείοντες οι οποίοι παρέλειψαν να προβούν στη λήψη εκείνων των πράξεων με αποτέλεσμα να του στερήσουν τη δυνατότητα να λάβει μέτρα προστασίας των χρημάτων που εμπιστεύτηκε στην Τράπεζα Κύπρου.  Αυτή είναι η ουσία της διαφοράς των διαδίκων. Με τις προτεινόμενες όμως τροποποιήσεις - στο βαθμό και κατά την έκταση που αυτές αφορούν τους εφεσείοντες -  επιβαρύνεται η υπόθεση με την προσθήκη επιδίκων θεμάτων τα οποία δεν συνδέονται ευθέως με τον προσδιορισμό και επίλυση της διαφοράς.  Όπως η αγορά από την Τράπεζα Κύπρου ΟΕΔ, η παροχή ΕLA στη Λαϊκή και στην Τράπεζα Κύπρου, η ποσοτική και ποιοτική επάρκεια του προσωπικού της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου κ.α. (ως ανωτέρω), που εν τέλει, εισάγουν στην υπόθεση ως επίδικα θέματα τα αίτια και αιτιατά που οδήγησαν στην κατάρρευση της κυπριακής οικονομίας το 2013 που πρόδηλα δεν είναι αναγκαία ζητήματα για επίλυση της διαφοράς.

 

      Για τους πιο πάνω λόγους καταλήγουμε ότι οι σχετικοί με το πιο πάνω ζήτημα λόγοι έφεσης (5ος λόγος έφεσης της Κεντρικής Τράπεζας  και 4ος λόγος έφεσης του Γενικού Εισαγγελέα) ευσταθούν, κατάληξη που προδιαγράφει την τύχη των δύο εφέσεων χωρίς να χρειάζεται να εξεταστούν οι περαιτέρω λόγοι έφεσης.

 

      Κατ΄ ακολουθία των πιο πάνω οι εφέσεις επιτυγχάνουν.  Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται σ΄ ό,τι αφορά τις παρ. 19Α, 19Β, 19Γ και 19Δ που αφορούν τους εφεσείοντες με έξοδα εναντίον του εφεσίβλητου και προς όφελος των εφεσειόντων.

      Τα έξοδα να υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και να τεθούν ενώπιον του Δικαστηρίου προς έγκριση.

 

 

 

                                                                   Μ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.

 

 

                                                                   Κ. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.

 

 

 

 

 

 

/κβπ

 

 

 

 

 

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτικές Εφέσεις Αρ. Ε306/2016 και Ε307/2016)

 

6 Ιουλίου, 2018

 

[ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ/στές]

 

(Πολιτική ΄Εφεση Αρ. Ε306/2016)

 

ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ,

Εφεσείουσα-Εναγομένη 2,

ν.

 

XXXXX ΙΕΡΟΔΙΑΚΟΝΟΥ,

Εφεσίβλητου-Ενάγοντος.

_________________________

 

(Πολιτική ΄Εφεση Αρ. Ε307/2016)

 

ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

Εφεσείων-Εναγόμενος 3,

ν.

 

XXXXX ΙΕΡΟΔΙΑΚΟΝΟΥ,

Εφεσίβλητου-Ενάγοντος.

________________________

 

Θάλεια Ραφτοπούλου, για Αλέκο Ευαγγέλου & Σία Δ.Ε.Π.Ε., για την Εφεσείουσα στην Πολιτική ΄Εφεση Αρ. Ε306/2016.

Μαρία Αναστασίου, Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τον Εφεσείοντα στην Πολιτική ΄Εφεση Αρ. Ε307/2016.

Αλέξης Μελάς, για Κώστας Μελάς & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε., για τον Εφεσίβλητο και στις δύο εφέσεις.

________________________

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.:  Οι υπό εξέταση συνεκδικαζόμενες εφέσεις καταχωρίστηκαν από την Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου και το Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, εναγόμενοι 2 και 3, αντίστοιχα, στην αγωγή αρ. 2949/2014, του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού.  Έχουν, και οι δύο, τον ίδιο, ουσιαστικά, σκοπό, ήτοι την ανατροπή της ενδιάμεσης απόφασης Δικαστού του εν λόγω Δικαστηρίου, με την οποία εγκρίθηκε τροποποίηση της έκθεσης απαίτησης του ενάγοντος, εφεσίβλητου.  Σημειώνεται ότι καταχωρίστηκαν: η υπό αναφορά αγωγή την 1.7.2014, με γενικά οπισθογραφημένο κλητήριο ένταλμα, η δε έκθεση απαίτησης δύο, περίπου, μήνες μετά, στις 3.9.2014.  Η δικογραφία, όμως, συμπληρώθηκε πολύ αργότερα, με την καταχώριση της υπεράσπισης του εναγομένου 3 στις 5.6.2015 και της απάντησης του ενάγοντος τέσσερις μέρες μετά, στις 9.6.2015.  Τελικά, η υπόθεση ορίστηκε, πρώτη φορά, για οδηγίες στις 2.11.2015.       

 

Ο εφεσίβλητος, με τα όσα προβάλλει στο πιο πάνω δικόγραφό του, επιρρίπτει ευθύνη, κυρίως, στην Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ., εναγομένη 1 στην προαναφερθείσα αγωγή, για ζημιά που ο ίδιος, κατ' ισχυρισμό, έχει υποστεί συνεπεία απώλειας της επένδυσής του στην εν λόγω τράπεζα, αφορώσα σε αγορές χρεογράφων, στις οποίες αυτός προέβη τον Ιούλιο του 2008 και το Μάιο του 2011, ανερχόμενες στο συνολικό ποσό των €50.000,00.  Ως βασική θεραπεία, ζητά την καταβολή προς αυτόν του πιο πάνω ποσού, ενώ, παράλληλα, ζητά τον τερματισμό των σχετικών συμφωνιών, βασίζοντας τις απαιτήσεις του, συναφώς, σε διάφορες αιτίες.

 

Για την ίδια απώλεια, ο εφεσίβλητος επιρρίπτει ευθύνη, συγχρόνως, στην εναγομένη 2, εφεσείουσα στην Πολιτική ΄Εφεση αρ. Ε306/2016 και στον εναγόμενο 3, εφεσείοντα στην Πολιτική ΄Εφεση αρ. Ε307/2016, (οι εφεσείοντες).  Στο επίκεντρο των όσων πρόβαλε, σχετικά, στην έκθεση απαίτησής του, πριν την τροποποίησή της, ήταν ο ισχυρισμός στην παράγραφο 12 ότι η εναγομένη 1 ενήργησε, όπως της αποδίδεται, επιζήμια για τον ίδιο, καθ' ον χρόνο αυτή τελούσε:-

 

«...  κάτω από την πλημμελή εποπτεία και/ή έλεγχο και/ή λόγω αμέλειας κατά την άσκηση της εποπτείας και/ή των άλλων νομίμων καθηκόντων των εναγομένων 2 και/ή 3 μέσω των αρμόδιων υπουργείων και/ή οργάνων και/ή αρχών και/ή οργανισμών και/ή υπηρεσιών:»

 

 

 

Ακολούθως, παρατίθενται λεπτομέρειες αναφορικά με τη γνώση που αυτοί, κατ' ισχυρισμό, είχαν ή όφειλαν να έχουν σε σχέση με προβλήματα που αντιμετώπιζε η εναγομένη 1 και επιλήψιμες πράξεις ή συμπεριφορές της κατά την άσκηση των δραστηριοτήτων της, ειδικά, στον τομέα της διάθεσης χρεογράφων προς το κοινό.  Καταληκτικά, παρατίθεται, στις λεπτομέρειες, και ο ισχυρισμός ότι οι εφεσείοντες:  «Γενικά ενήργησαν αμελώς και/ή κατά παράβαση των νομικών και/ή άλλων καθηκόντων τους ως εκ της θέσης και/ή αξιώματος και/ή λειτουργήματος που κατέχουν.».   

 

Ο εφεσίβλητος υπέβαλε αίτηση τροποποίησης της έκθεσης απαίτησής του, στην οποία η εναγομένη 1 δεν πρόβαλε οποιαδήποτε ένσταση.  Δέχτηκε, έτσι, όπως όλες οι τροποποιήσεις που την αφορούσαν, οι οποίες ήταν οι περισσότερες σε έκταση και αριθμό, επιτραπούν.  Για τις υπόλοιπες τροποποιήσεις που είχαν ζητηθεί σε σχέση με τους εφεσείοντες, οι οποίες ήταν οι λίγες, προβλήθηκε ένσταση, εκ μέρους τους.  Το θέμα, βέβαια, δεν είναι αριθμητικό, αλλά έχει να κάμει με το περιεχόμενο των τροποποιήσεων που αφορούν τους εφεσείοντες, με τους οποίους σχετίζεται, αποκλειστικά, η εξέταση που ακολουθεί. 

 

΄Οπως διαπιστώνεται από το αιτητικό μέρος της αίτησης, με τις παραγράφους 1(α) και (β) αυτής, ζητήθηκε η επαναδιατύπωση των παραγράφων 3 και 4 της έκθεσης απαίτησης, χωρίς σημαντικές αλλαγές.  Η αναφορά στην παράγραφο 3 στην Αρχή Εξυγίανσης παραπέμπει στην εφεσείουσα στην Πολιτική ΄Εφεση αρ. Ε306/2016[3].  Σε σχέση με αυτές τις τροποποιήσεις, δεν υπήρξε οποιαδήποτε ουσιαστική ένσταση.  Επίσης, ζητήθηκε η διαγραφή, σχεδόν, ολόκληρης της παραγράφου 12 και των λεπτομερειών αυτής, από την οποία έχουν ληφθεί τα αποσπάσματα, ανωτέρω.  Στη συνέχεια, με τις παραγράφους 1(ε), (ζ), (η) και (θ), προτάθηκε η προσθήκη τεσσάρων νέων παραγράφων, με αρίθμηση 19Α, 19Β, 19Γ και 19Δ, αντίστοιχα.  Με άλλο αιτητικό, με αρίθμηση 2, προτάθηκε η προσθήκη στο παρακλητικό μέρος του εν λόγω δικογράφου της παραγράφου Θ1.  Με αυτή, ζητήθηκε η θεραπεία των αποζημιώσεων εναντίον των εφεσειόντων.  Εμφανώς, η τύχη της τροποποίησης του παρακλητικού είναι συνυφασμένη με το αποτέλεσμα σε σχέση με τις λοιπές τροποποιήσεις στην έκθεση απαίτησης. 

 

Η αίτηση για τροποποίηση βασίστηκε, από νομικής άποψης, στον Κ. 1 της Δ.25 των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών, όπως αυτός είχε κατά το χρόνο υποβολής της, και υποστηρίχτηκε από σχετική ένορκη δήλωση.  ΄Οπως, συγκεκριμένα, αναφέρεται σε αυτήν, η τροποποίηση της έκθεσης απαίτησης κρίθηκε αναγκαία, μετά από λεπτομερή μελέτη και αξιολόγηση των διαφόρων πτυχών της υπόθεσης, προκειμένου «να συμπεριληφθεί σε αυτήν το πλήρες φάσμα των πραγματικών γεγονότων, ισχυρισμών και αξιώσεων» του εφεσίβλητου.  Η ανάγκη, ανωτέρω, διαπιστώθηκε, σύμφωνα με σχετικό ισχυρισμό στην ένορκη δήλωση, το καλοκαίρι του 2015, ένα, και πλέον, χρόνο μετά την καταχώριση της έκθεσης απαίτησης, ενώ η υπό αναφορά αίτηση για τροποποίηση καταχωρίστηκε μερικούς μήνες αργότερα, στις 27.11.2015.  Η ένσταση των εφεσειόντων εκδηλώθηκε με την καταχώριση, εκ μέρους τους, ξεχωριστής ειδοποίησης, προς τούτο, για λόγους οι οποίοι παρουσιάζουν σημαντικές ομοιότητες μεταξύ τους. 

 

Το δικαστήριο, όταν εξετάζει αίτηση τροποποίησης δικογράφου σύμφωνα με τον Κ. 1[4] της Δ.25 κατά τον, ως άνω, ουσιώδη χρόνο, δύναται να επιτρέψει την αιτούμενη τροποποίηση σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας.  Σαφώς, πρόκειται για διακριτικής φύσεως εξουσία.  Αυτή δε ασκείται, προς όφελος του αιτητή, εφόσον διαπιστώνεται ότι η αιτούμενη τροποποίηση δυνατό να είναι αναγκαία προς το σκοπό προσδιορισμού των θεμάτων που είναι, όντως, επίδικα στη διαφορά μεταξύ των διαδίκων.  Υπό την αίρεση της αναγκαιότητας της τροποποίησης, όπως αυτή αναφέρεται πιο πάνω, η ευρύτητα, η οποία χαρακτηρίζει την εν λόγω εξουσία, παρέχει στο δικαστήριο την ευχέρεια να επιτρέπει την τροποποίηση ενός δικογράφου έστω και καθυστερημένα στην πορεία της υπόθεσης, ή έστω και αν η μη περίληψη, εξαρχής, σε αυτό των προτεινομένων ισχυρισμών οφείλεται σε αμέλεια, (βλ. Χριστοδούλου ν. Χριστοδούλου & άλλης (1991) 1 Α.Α.Δ. 934,  και Astor Co κ.ά. ν. A & G Leventis Ltd κ.ά. (1993) 1 Α.Α.Δ. 726).  ΄Οπως επισημαίνεται, ειδικά, στην τελευταία, πιο πάνω, υπόθεση, τα προαναφερθέντα στοιχεία συνεκτιμώνται με ό,τι άλλο λαμβάνεται υπόψη από το δικαστήριο κατά τη διαμόρφωση της κρίσης του σε σχέση με την προτεινόμενη τροποποίηση.  Αυτή δε, κατά κανόνα, επιτρέπεται σε κάθε περίπτωση που διαπιστώνεται ότι η αντίδικη πλευρά δε θα υποστεί οποιαδήποτε ζημιά, ή, αν υποστεί κάποια ζημιά, αυτή θα μπορεί να αποζημιωθεί με την καταβολή εξόδων.  Βέβαια, δεν είναι, ασφαλώς, επιτρεπτή τροποποίηση δικογράφου η οποία διαπιστώνεται ότι έχει υποβληθεί κακόπιστα, (βλ. Κώστας Παφίτης & Υιοί Λτδ ν. Γενικού Εισαγγελέα (2012) 1 Α.Α.Δ. 745), και, γενικά, όταν η έγκρισή της τυχόν να αποβεί σε βάρος της απονομής της δικαιοσύνης.

 

Στις τέσσερις νέες παραγράφους, οι οποίες ζητήθηκε να περιληφθούν στο σώμα της έκθεσης απαίτησης, περιλαμβάνονται παρόμοιοι ισχυρισμοί ως προς τη φύση της ευθύνης που αποδίδεται στους εφεσείοντες, αλλά και ως προς τη γνώση που αυτοί, κατ' ισχυρισμό, είχαν όσον αφορά τις πράξεις και τις συμπεριφορές που αναφέρονται στην ευθύνη της εναγομένης 1.  Πλέον σημαντική, όμως, λόγω και της πληρότητας του περιεχομένου της, είναι η παράγραφος 19Β.  Σε αυτήν, αναφέρεται, με παραπομπή σε ισχυρισμούς που στρέφονται κατά της εναγομένης 1, τα εξής:-

 

«Η Εναγόμενη 1 προέβη στις πιο πάνω ενέργειες με την συνέργεια και ανοχή άμεση ή την έμμεση ενθάρρυνση, και/ή την κάλυψη και/ή την συγκάλυψη της Εναγομένης 2 που επέδειξε βαριά αμέλεια κατά την άσκηση της εποπτείας και/ή ως αποτέλεσμα της κακής άσκησης εξουσίας σε δημόσια θέση (public misfeasance) των αρμόδιων αρχών και/ή οργάνων και/ή αξιωματούχων και/ή υπαλλήλων της Δημοκρατίας Εναγόμενης 3.»

 

 

 

Ακολουθούν και εδώ λεπτομέρειες εξειδίκευσης των πιο πάνω βασικών ισχυρισμών και στην παράγραφο 21, καταληκτικά, αναφέρεται:  «Γενικά, οι Εναγόμενοι 2 και 3, ενήργησαν αμελώς και/ή κατά παράβαση των νομικών και/ή άλλων καθηκόντων τους ως εκ της θέσης και/ή αξιώματος και/ή λειτουργήματος που κατέχουν ...»

 

Συγκρινόμενο το περιεχόμενο των πιο πάνω αποσπασμάτων με το περιεχόμενο αυτών της παραγράφου 12 που ζητήθηκε να διαγραφεί, το οποίο έχει, ήδη, παρατεθεί, δε διαπιστώνεται να υπάρχει διαφορά μεταξύ τους, όσον αφορά την ουσία της υπόθεσης του εφεσίβλητου εναντίον των εφεσειόντων.  Αυτή, τόσο πριν όσο και μετά την τροποποίηση, ουσιαστικά, επικεντρώνεται στη θέση ότι οι εφεσείοντες υπήρξαν αμελείς, ή ενήργησαν κατά παράβαση θέσμιων καθηκόντων, σε σχέση με πράξεις και συμπεριφορές οι οποίες αποδίδονται στην εναγομένη 1, για τις οποίες είχαν γνώση.  ΄Οσον αφορά τις λεπτομέρειες στη νέα παράγραφο 19Β, παρατηρείται πως, με αυτές, διευρύνεται το πεδίο σε σχέση με την αποδιδόμενη στους εφεσείοντες βασική ευθύνη που αναφέρεται προηγουμένως.  Σαφώς, όμως, η αμέλεια και η παράβαση θέσμιου καθήκοντος ήταν και παραμένουν οι αιτίες επί των οποίων θα βασιστεί ο εφεσίβλητος σε σχέση με την απαίτησή του εναντίον των εφεσειόντων.  Διαπιστώνεται, βέβαια, η ύπαρξη επανάληψης, σε κάποιο βαθμό, των αρχικών ισχυρισμών στην έκθεση απαίτησης, με διεύρυνσή τους, όπως έχει προαναφερθεί, ειδικά, στο πεδίο των λεπτομερειών.  Οι ισχυρισμοί δε αυτοί, λόγω του περιεχομένου τους, που αφορά στις εργασίες της εναγομένης 1, είναι άμεσα σχετικοί και, στο βαθμό που διακρίνεται στο παρόν στάδιο, αναγκαίοι για συμπλήρωση των θεμάτων τα οποία ήταν επίδικα εξαρχής.  Αυτή, ακριβώς, ήταν και η διαπίστωση του εκδικάσαντος Δικαστηρίου, με την παρατήρηση ότι «... διακρίνεται μια διασύνδεση των γεγονότων που επιχειρείται η εισαγωγή τους ... σε συνδυασμό με την έκθεση απαίτησης, ...»   Εν πάση περιπτώσει, συγκεκριμένα, καμιά ένσταση δεν έχει διατυπωθεί, σχετικά, και, φυσικά, δεν εναπόκειται στο Δικαστήριο να υποδείξει σε διάδικο ποιος είναι ο καλύτερος τρόπος διατύπωσης της έκθεσης απαίτησης ή της υπεράσπισής του, αναλόγως της περίπτωσης.

 

Η βασική ένσταση των εφεσειόντων εστιάζεται στη θέση ότι, με την τροποποίηση, επετράπη η εισαγωγή στην έκθεση απαίτησης νέας αιτίας αγωγής, ήτοι για «βαριά αμέλεια».  Δεν έχει, όμως, επεξηγηθεί γιατί ο όρος αυτός, όπως και ο όρος «σοβαρή αμέλεια», που απαντά στο άρθρο 32(1)[5] του περί Εργασιών Πιστωτικών Ιδρυμάτων Νόμου του 1997, (Ν. 66(Ι)/1997), (όπως αυτός έχει τροποποιηθεί), συνιστούν αιτία αγωγής διαφορετική από την αιτία για αμέλεια που προβλέπεται στο άρθρο 51 του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ. 148 και, γενικά, στο κοινοδίκαιο.  Πόσο σοβαρή ή μη μπορεί να είναι η αμέλεια σε μια υπόθεση είναι θέμα μαρτυρίας, προσφερομένης στη βάση της δικογραφίας, και διακρίβωσής της από το δικαστήριο στην τελική κρίση του.  Για ευνόητους λόγους, όμως, δεν πρέπει να λεχθεί οτιδήποτε άλλο σε σχέση με το πιο πάνω θέμα, παρά μόνο ότι η κατάληξη, συναφώς, συμπαρασύρει και τη θέση ότι η διαταχθείσα τροποποίηση δεν έλαβε υπόψη την ένσταση για ύπαρξη παραγραφής.  Η θέση αυτή δεν μπορούσε να εξεταστεί, αφού, κατ' ουσία, με την τροποποίηση, δεν επιζητείτο η περίληψη στην έκθεση απαίτησης νέας αιτίας αγωγής, αλλά ζητείτο διευκρίνιση και διεύρυνση των υφιστάμενων αιτιών, με την προσθήκη περαιτέρω λεπτομερειών, όπως εξηγείται πιο πάνω. 

 

Βέβαια, παρεμπιπτόντως, επισημαίνεται πως, σε σχέση με αιτίες αγωγής για αμέλεια και παράβαση θέσμιου καθήκοντος, η παραγραφή υπολογίζεται από το χρόνο που αυτές, τελικώς, προκύπτουν, ήτοι με την πρόκληση στο αναίτιο μέρος πραγματικής ζημιάς, (βλ. Δημητριάδης ν. Φαρφαρά (1997) 1 Α.Α.Δ. 430, σελίδα 435).  Στην προκειμένη περίπτωση, οι εφεσείοντες δεν υπέδειξαν, στο πλαίσιο της ένστασής τους, πότε είχαν συντελεστεί οι εν λόγω δύο αιτίες, ούτε μπορούσαν να πράξουν κάτι τέτοιο με μαρτυρία, στο πλαίσιο της εξέτασης της αίτησης για τροποποίηση.  Από την εξέτασή της δε, καθώς, επίσης, από την εξέταση της έκθεσης απαίτησης, ως αυτή έχει, δε διαπιστώνονται άμεσα κάποιες ημερομηνίες, σχετικές ως προς την υπό αναφορά πτυχή.  Υπάρχει μόνο στην προτεινόμενη παράγραφο 19Α ισχυρισμός ότι η εναγομένη 1 ενήργησε κατά παράβαση της σχέσης εμπιστοσύνης που η ίδια είχε με τον εφεσίβλητο κατά την περίοδο μεταξύ 2010 και 2013.  Αποδίδεται δε, στη συνέχεια, ευθύνη στους εφεσείοντες για την πιο πάνω συμπεριφορά της.  Από τα στοιχεία αυτά, όμως, επίσης, δεν είναι δυνατό να συναχθεί με βεβαιότητα κάποια ημερομηνία, με βάση την οποία να μπορεί να υπολογιστεί ο χρόνος παραγραφής σε σχέση με τις προαναφερθείσες δύο αιτίες αγωγής.  Επομένως, δικαίως, το Δικαστήριο έκρινε ότι το θέμα αυτό δεν ήταν δυνατό να εξεταστεί στο πλαίσιο της συγκεκριμένης αίτησης για τροποποίηση. 

 

Τέλος, επισημαίνεται πως, όταν υποβλήθηκε η αίτηση για τροποποίηση, η υπόθεση δεν είχε οριστεί, ακόμα, για ακρόαση.  Βρισκόταν σε στάδιο προδικασίας, αφού, με τη συμπλήρωση της δικογραφίας, όπως έχει, ήδη, αναφερθεί, αυτή ορίστηκε, πρώτη φορά, για οδηγίες στις 2.11.2015.  Κατ' εκείνην την ημέρα, αναβλήθηκε, εκ νέου, για οδηγίες στις 2.12.2015, προκειμένου να εξέταζε η πλευρά του εφεσίβλητου θέμα τροποποίησης της έκθεσης απαίτησης.  Από την εξέτασή του, προέκυψε η υπό αναφορά αίτηση, η οποία καταχωρίστηκε στις 27.11.2015.  Εν πάση περιπτώσει, στη βάση των δεδομένων, ανωτέρω, δε διαπιστώνεται η ύπαρξη οποιασδήποτε επιζήμιας, για την πλευρά των εφεσειόντων, καθυστέρησης.  Ούτε οι ίδιοι οι εφεσείοντες κατέδειξαν, ως όφειλαν, ότι αυτοί έχουν υποστεί, ή θα υποστούν οποιαδήποτε ανεπανόρθωτη ζημιά, ως αποτέλεσμα της τροποποίησης.  Εν κατακλείδι, δεν πρέπει να παραβλεφθεί και το γεγονός ότι η εναγομένη 1 έκαμε αποδεκτή την αίτηση για τροποποίηση, ως έχει, η δε έκθεση απαίτησης πρέπει να τροποποιηθεί, αναλόγως, στη βάση, έστω, αυτή.   

 

Για τους πιο πάνω λόγους, η έφεση δε θα μπορούσε να επιτύχει. 

 

 

 

 

 

 

                                                     Γ.Ν. Γιασεμής,

                                                               Δ.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

/ΜΠ

 



[1] Πρόκειται εμφανώς για τυπογραφικό λάθος αφού η αίτηση καταχωρίστηκε 27.11.15.

[2] «68.  Καμιά αγωγή δεν εγείρεται για αστικό αδίκημα, εκτός αν αυτή εγερθεί-

 

(α) εντός τριών ετών αμέσως μετά την πράξη ή παράλειψη για την οποία εγέρθηκε η αγωγή, ή

(β) αν το αστικό αδίκημα προκαλεί νέα ζημιά κατά εξακολούθηση από μέρα σε μέρα, εντός τριών ετών από την κατάπαυση αυτής, ή

(γ) αν η βάση της αγωγής δεν προκύπτει από την τέλεση οποιασδήποτε πράξης ή παράλειψης για τέλεση πράξης αλλά από τη ζημιά που απορρέει από την πράξη αυτή ή παράλειψη εντός των τριών αμέσως επόμενων ετών μετά που ο ενάγοντας υπέστη τη ζημιά, ή»

[3]  Σύμφωνα με το άρθρο 2 του περί Εξυγίανσης Πιστωτικών και ΄Αλλων Ιδρυμάτων Νόμου του 2013, (Ν. 17(Ι)/2013), (όπως αυτός είχε τροποποιηθεί), «'Αρχή Εξυγίανσης' σημαίνει την Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου∙»

[4]     "1.  The Court or a Judge may, at any stage of the proceedings, allow either party to alter or amend his indorsement or pleadings, in such manner and on such terms as may be just, and all such amendments shall be made as may be necessary for the purpose of determining the real questions in controversy between the parties."

[5] «32. - (1)  Η Κεντρική Τράπεζα και οποιοδήποτε πρόσωπο το οποίο είναι σύμβουλος ή λειτουργός της Κεντρικής Τράπεζας, δεν υπόκειται σε οποιαδήποτε ευθύνη σε περίπτωση αγωγής, αίτησης ή άλλης νομικής διαδικασίας για αποζημιώσεις σχετικά με οποιαδήποτε πράξη ή παράλειψη κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων και ευθυνών της Κεντρικής Τράπεζας δυνάμει του παρόντος Νόμου ή δυνάμει οποιωνδήποτε κανονισμών που εκδίδονται σύμφωνα με τον παρόντα Νόμο εκτός αν αποδειχθεί ότι η πράξη ή η παράλειψη δεν είναι καλή τη πίστει ή είναι αποτέλεσμα σοβαρής αμέλειας.»


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο