ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας στους οποίους κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:

Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
public Χριστοδούλου, Μιχαλάκης Σταματίου, Κατερίνα Γιασεμή, Γιασεμής Ν. Αλ. Μελάς, για εφεσείοντα Σ. Γιορδαμλής, για εφεσίβλητη 1 Θ. Ραφτοπούλου (κα), για εφεσίβλητη 2 Μ. Τσαγγάρη, για εφεσίβλητο 3 Αλέξης Μελάς, για τον Εφεσείοντα. Σάββας Γιορδαμλής, για Ιωαννίδης Δημητρίου Δ.Ε.Π.Ε., για την Εφεσίβλητη 1. Θάλεια Ραφτοπούλου, για Αλέκο Ευαγγέλου, για την Εφεσίβλητη 2. Μαριάννα Τσαγκάρη, για τον Εφεσίβλητο 3. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2018-07-06 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ ν. CYPRUS POPULAR BANK PUBLIC CO LIMITED κ.α., ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΈΦΕΣΗ ΑΡ. Ε151/16, 6/7/2018 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2018:A338

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΈΦΕΣΗ ΑΡ. Ε151/16

 

 

 

 6 Ιουλίου, 2018

 

 

[ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΓΙΑΣΕΜΗ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

ΜΕΤΑΞΥ:

 

XXXXX  ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ

                                                Εφεσείοντα/Ενάγοντα/Αιτητή

 

και

 

1.    CYPRUS POPULAR BANK PUBLIC CO LIMITED

2.    ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ

3.    ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

                                      Εφεσιβλήτων 1, 11 ΚΑΙ 12/Εναγομένων/Καθ΄ ων η Αίτηση

 

-----------------

 

Αλ. Μελάς, για εφεσείοντα

Σ. Γιορδαμλής, για εφεσίβλητη 1

Θ. Ραφτοπούλου (κα), για εφεσίβλητη 2

Μ. Τσαγγάρη, για εφεσίβλητο 3

 

....

 

ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.:   Η απόφαση δεν είναι ομόφωνη.  Η απόφαση της πλειοψηφίας, με την οποία συμφωνεί η Σταματίου Δ., θα δοθεί από τον Χριστοδούλου, Δ., ενώ ο Γιασεμής Δ., θα δώσει διϊστάμενη απόφαση.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

(Πλειοψηφίας)

 

 

      ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.:  O εφεσείων θεωρεί πως η απόρριψη της αίτησης του για τροποποίηση της έκθεσης απαίτησης του ήταν προϊόν λανθασμένης άσκησης της διακριτικής ευχέρειας του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ζήτημα που θα κριθεί αφού παραθέσουμε σε συντομία (α) το ιστορικό της διαδικασίας, (β) τους αρχικούς δικογραφημένους ισχυρισμούς του εφεσείοντα και (γ) πώς προσέγγισε το αίτημα του το πρωτόδικο Δικαστήριο.

 

      Είναι κοινός τόπος ότι το Μάιο του 2010 ο εφεσείων αγόρασε δυνάμει γραπτής συμφωνίας 120 αξιόγραφα από τη Cyprus Popular Bank Public Co Ltd (εφεσίβλητη 1), καταβάλλοντας προς τούτο το ποσό των €120.000 με την προσδοκία ότι η επένδυση του θα του επέφερε υπό μορφή επιτοκίου οικονομικό όφελος της τάξεως του 7%.

 

      Με τη διάψευση των προσδοκιών του, ο εφεσείων καταχώρισε στο Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου την υπ΄ αρ. 332/13 αγωγή με την οποία αξίωνε εναντίον της εφεσίβλητης 1 (εναγόμενη 1) και οκτώ (8) άλλων αξιωματούχων ή υπαλλήλων της ακύρωση των αξιογράφων, επιστροφή του ποσού που κατέβαλε και αποζημιώσεις.  Και αυτό με αιτία αγωγής ότι η αγορά των αξιογράφων ήταν προϊόν απάτης, δόλιων και ψευδών παραστάσεων και απόκρυψης στοιχείων εκ μέρους των εναγομένων.

 

      Με την επίδοση της αγωγής οι εναγόμενοι 1, 8 και 9 καταχώρισαν σημείωμα εμφάνισης και στη συνέχεια, αφού ο εφεσείων καταχώρισε την έκθεση απαίτησης του και τις εκθέσεις υπεράσπισης τους, με τις οποίες απέρριπταν τα όσα επιλήψιμα τους καταλόγιζε ο εφεσείων.

 

      Με την συμπλήρωση των εγγράφων προτάσεων (ως ανωτέρω) ο εφεσείων καταχώρισε αίτηση για τροποποίηση για προσθήκη νέων εναγομένων, αίτηση που έγινε αποδεκτή με έκδοση, στις 5.5.14, σχετικού διατάγματος.  Κατ΄ ακολουθία τούτου προστέθηκαν ως νέοι εναγόμενοι οι Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ, η Κεντρική Τράπεζα Κύπρου και ο Γενικός Εισαγγελέας (εναγόμενοι  10, 11 και 12 αντιστοίχως)

 

      Με την έκδοση του πιο πάνω διατάγματος ο εφεσείων καταχώρισε τροποποιημένη έκθεση απαίτησης.  Με αυτή πρόβαλλε πως πρόσθεσε την Τράπεζα Κύπρου ως εναγόμενη καθότι με διάταγμα του Διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας ημερ. 29.3.13 είχε αποκτήσει όλα τα δικαιώματα και υποχρεώσεις της εφεσίβλητης 1, ενώ για τους δύο άλλους νέους εναγόμενους διατύπωνε τον ισχυρισμό ότι προέβη στην αγορά των αξιογράφων και ως αποτέλεσμα (α) παραλείψεων της Κεντρικής Τράπεζας να διασφαλίσει αφενός την σταθερότητα του χρηματοοικονομικού συστήματος και αφετέρου να ασκεί την αναμενόμενη εποπτεία σε σχέση με την παροχή επενδυτικών υπηρεσιών από τραπεζικά ιδρύματα και (β) αμέλειας και/ή παραλείψεων  και πλημμελούς εκτέλεσης καθηκόντων εκ μέρους κρατικών αξιωματούχων ή υπαλλήλων, αντιπρόσωπος των οποίων δυνάμει του Συντάγματος είναι ο Γενικός Εισαγγελέας.  Σχετική επί τούτου είναι η παρ. 3Α της έκθεσης απαίτησης του.

 

      Η καταχώριση εκ μέρους του εφεσείοντα των τροποποιημένων δικογράφων προσέκρουσε σε νέες εκθέσεις υπεράσπισης των εναγομένων 1, 8, 9, 10, 11 και 12[1] και η αγωγή ορίστηκε για ακρόαση στις 31.5.15.  Έκτοτε όμως αναβλήθηκε  για οδηγίες στις 4.6, 8.7 και 10.9.15, πλην όμως, στις 29.5.15, ο εφεσείων καταχώρισε δυνάμει της Δ.25 θ.1 των περί Πολιτικής Δικονομίας Κανονισμών αίτηση για τροποποίηση της έκθεσης απαίτησής του.

      Οι προτεινόμενες τροποποιήσεις καταλαμβάνουν 11 δακτυλογραφημένες σελίδες και με αυτές επιδιώκεται (α) η αφαίρεση της παρ. 3Α της έκθεσης απαίτησης και η προσθήκη μετά την παρ. 3 νέας παραγράφου με αριθμό 4, (β) η προσθήκη ή αφαίρεση φράσεων από τις παρ. 5, 10, 11 και 17, (γ) η προσθήκη  επτά (7) νέων παραγράφων (18Α-18Η) και (δ) η προσθήκη δύο (2) νέων παρακλητικών (Α1 και Η1).  Ό,τι όμως εδώ ενδιαφέρει είναι οι προτεινόμενες τροποποιήσεις με την αναδόμηση της παρ. 17 της έκθεσης απαίτησης, της προσθήκης των νέων παρ. 18Β, 18Γ και 18Δ καθώς και της προσθήκης των δύο (2) νέων παρακλητικών.  Σε συντομία:-

 

1.   Με την αναδόμηση της παρ. 17 επιδιώκεται η εισαγωγή διαφόρων θέσεων αναφορικά με τον τρόπο λειτουργίας της εφεσίβλητης 1 απέναντι στο επενδυτικό κοινό της Κύπρου, καθώς και γενικές αναφορές σχετικά με την οικονομική της κατάσταση, την κεφαλαιουχική της επάρκεια και τους κινδύνους στους οποίους ήταν εκτεθειμένη.

 

2.   Με τις προτεινόμενες νέες παρ. 18Β και 18Γ επιδιώκεται να προστεθούν αναφορές για (α) ενέργειες της εφεσίβλητης 1 κατά το 2006 να εκδώσει και παραχωρήσει στις Marfin Financial Group A.E., Eγνατία Τράπεζα Α.Ε. και Λαϊκή Τράπεζα (Ελλάδα) Α.Ε. μετοχικό κεφάλαιο, με αντάλλαγμα μετοχές των εν λόγω εταιρειών χωρίς προηγουμένως να γίνει ανεξάρτητη εκτίμηση της αξίας τους.  Επιπρόσθετα επιδιώκεται η εισαγωγή θέσεων περί αναδιοργάνωσης του ομίλου στον οποίο ανήκει η εφεσίβλητη 1, περί παραχώρησης σωρηδόν μη εξυπηρετούμενων δανείων, περί παραχώρησης δανείων με σκοπό την ανακύκλωση χρημάτων προς στήριξη εταιρειών του ομίλου, περί αγοράς ελληνικών ομολόγων, περί αναποτελεσματικών και μη αξιόπιστων διαδικασιών και περί μη λειτουργίας επαρκούς συστήματος διαχείρισης (παρ. 18Β) και (β) για την παραχώρηση ΕLA στην εφεσίβλητη 1, καθώς και για την ποιότητα του εποπτικού ελέγχου και της ακολουθητέας πρακτικής από την εφεσίβλητη 2 αναφορικά με την αναδιάρθρωση του ομίλου στον οποίο ανήκε η εφεσίβλητη 1 ως και για άλλα ζητήματα (παρ. 18Γ).

 

3.   Με την προτεινόμενη παρ. 18Δ επιδιώκεται να προστεθεί η θέση ότι η απόφαση του εφεσείοντα να αγοράσει τα αξιόγραφα ήταν προϊόν βαριάς αμέλειας της εφεσίβλητης 2 λόγω, μεταξύ άλλων, και της παράλειψης του εφεσίβλητου 3 για έγκαιρη ενσωμάτωση στο Κυπριακό Δίκαιο Ευρωπαϊκών κανόνων και/ή πολιτικών ή πρακτικών προτύπων και/ή Νομοθεσίας  και  

 

4.   Με τα δύο (2) νέα παρακλητικά αξιώνονται διάταγμα εντοπισμού και/ή ιχνηλάτησης  (tracing) για ανάκτηση του ποσού των €120.000 (παρακλητικό Α1) και αποζημιώσεις εναντίον των εφεσιβλήτων 2 και 3 για δόλο και/ή απάτη και/ή ψευδείς παραστάσεις και/ή αμέλεια και/ή για παράβαση των εκ του Νόμου και/ή Κανονισμών απορρεόντων καθηκόντων τους και/ή βαριά και/ή σοβαρή και/ή  ασύγγνωστη αμέλεια και/ή ανεντιμότητα και/ή αυθαιρεσία και/ή κακή πίστη και/ή αδιαφορία κατά την άσκηση των καθηκόντων τους και/ή αποζημιώσεις για παράβαση του άρθρου 172 του Συντάγματος.

 

      Η αίτηση για τροποποίηση προσέκρουσε σε ενστάσεις των εφεσιβλήτων (μόνο) και αφού το πρωτόδικο Δικαστήριο ανασκόπησε ευρέως την επί του θέματος νομολογία και ανέλυσε σχολαστικά τις προτεινόμενες τροποποιήσεις, εν τέλει απέρριψε την αίτηση ασκώντας επί τούτου την διακριτική του ευχέρεια.  Παραθέτουμε επί του προκειμένου σύνοψη του σκεπτικού του πρωτόδικου Δικαστηρίου, το οποίο ομιλεί αφ΄ εαυτού:-

 

«Συνοψίζοντας θεωρώ ότι δεν θα είναι πρόσφορο στα πλαίσια της παρούσας αγωγής το Δικαστήριο, κατά την εξέταση μιας ιδιωτικής συμφωνίας, να επεκταθεί σε χρόνους μη ουσιώδεις και σε κατ' ισχυρισμό γεγονότα που διαδραματίστηκαν είτε πολύ πριν τη σύναψη της εν λόγω συμφωνίας είτε μετά. Ούτε και κρίνεται ενδεδειγμένο να εξεταστεί ο τρόπος με τον οποίον οι Καθ' ων η αίτηση 1, 5 και 6[2] ενεργούσαν τα προηγούμενα χρόνια πριν από την υπογραφή της συμφωνίας όπως ούτε κρίνεται ενδεδειγμένο να εξεταστεί η ορθότητα ή μη των οικονομικών αποφάσεων της Καθ' ης η αίτησης 1 καθώς και ο έλεγχος που οι Καθ' ων η αίτηση 5 και 6 ασκούσαν σ' αυτήν. Παράλληλα η χρονική ασάφεια των πιο πάνω σκοπούμενων προς εισαγωγή θέσεων σε συνδυασμό με το εύρος αυτών πιθανό να περιπλέξει την εκδίκαση της υπόθεσης. Ο προγραμματισμός της ακρόασης της αγωγής δύναται να εκτροχιαστεί αφού είναι δυνατό οι Καθ' ων η αίτηση 1, 5 και 6 να ζητήσουν από τον Αιτητή να προσκομίσει περαιτέρω και καλύτερες λεπτομέρειες δια της καταχώρησης σχετικών αιτήσεων προτού εκδικαστεί η ουσία της υπόθεσης αυξάνοντας έτσι τις νομικές διαδικασίες.

 

Θα πρέπει ακόμη να λεχθεί ότι από τις αιτούμενες τροποποιήσεις επιδιώκεται η εισαγωγή νέων βάσεων αγωγής. Είναι εις γνώση του Δικαστηρίου ότι στην περίπτωση που επιχειρείται η προσθήκη νέας βάσης αγωγής η αίτηση τροποποίησης δεν είναι καταδικασμένη σε αποτυχία, αλλά εξετάζεται και συνεκτιμάται υπό το πρίσμα του συνόλου των στοιχείων της δεδομένης περίπτωσης (Ikos Cif Ltd v. Martin Coward κ.α, Πολιτικές Εφέσεις Αρ. 137/2013 και 138/2013, ημερ. 20.03.14). Όπως υποδείχτηκε στην υπόθεση Kayat Trading Limited v. Genzyme Corporation Πολιτική Έφεση Αρ. 58/2012 ημερ. 04.03.13 η εισαγωγή ενός νέου θέματος δεν συνεπάγεται κατ' ανάγκη και την απόρριψη της αίτησης τροποποίησης, νοουμένου όμως ότι δεν έχει καταλυτικές συνέπειες για την αντίδικη πλευρά. Στην προκειμένη περίπτωση μέσα από το περιεχόμενο των αιτουμένων τροποποιήσεων επιχειρείται η προσθήκη βαριάς αμέλειας στην Καθ' ης η αίτηση 5, απόδοση στην Καθ' ης η αίτησης 6 κακής άσκησης εξουσίας (public misfeasance), παράβασης υποχρέωσης για ορθή και αποτελεσματική ενσωμάτωση και εφαρμογή του ευρωπαϊκού πλαισίου και παράβαση της σχέσης εμπιστοσύνης (trust and confidence) και εμπιστευτικότητας (fiduciary relation) στην Καθ' ης η αίτηση 1, βάσεις αγωγής που δεν περιλαμβάνονται στην υφιστάμενη έκθεση απαίτησης. Παράλληλα οι εν λόγω βάσεις αγωγής δεν προσδιορίζονται χρονικά ότι αφορούν τον ουσιώδη χρόνο και ότι σχετίζονται άμεσα με την συμφωνία αγοράς αξιόγραφων, έκδοση αυτών και διάθεση τους αλλά απευθύνονται σε χρονική περίοδο από το 2006-2013 και συνδέονται με την κατάρρευση της κυπριακής οικονομίας. Εκδίκαση τέτοιων κατ' ισχυρισμό γεγονότων και νέων βάσεων αγωγής υπό τη μορφή που παρουσιάζουν δεν θα ήταν πρόσφορη.

 

Περαιτέρω με την προτεινόμενη παράγραφο Η1 ζητείται η προσθήκη αιτητικού για αποζημιώσεις εναντίον της Καθ' ης η αίτησης 5 ως Αρχής Εξυγίανσης. Δυνάμει του Περί Εξυγίανσης Πιστωτικών και Άλλων Ιδρυμάτων Νόμο (Ν. 17(1)/2015) η Αρχή Εξυγίανσης είναι μία ειδική θεσμική νομική οντότητα. Οι υποχρεώσεις, οι εξουσίες και τα δικαιώματα της αρχής αυτής καθορίζονται ρητά από την προαναφερόμενη νομοθεσία. Μέσα από την παρούσα αγωγή δεν υπάρχει οποιοσδήποτε ισχυρισμός για παράβαση καθήκοντος από την Αρχή Εξυγίανσης. Η Καθ' ης η αίτηση 5 δεν ενάγεται ως τέτοια αρχή. Η επιδίωξη του Αιτητή να ενάγει την Καθ' ης η αίτηση 5 ως Αρχή Εξυγίανσης διεκδικώντας αποζημιώσεις αποτελεί νέα βάση αγωγής. Εκδίκαση μίας τέτοιας νέας βάσης αγωγής στα πλαίσια της υπόθεσης αυτής δεν θα ήταν πρόσφορη.

 

Με τα πιο πάνω επιδιώκεται η δημιουργία αντίστοιχων αγώγιμων δικαιωμάτων. Ο βαθμός και η έκταση των αιτουμένων τροποποιήσεων όπως είναι διατυπωμένα είναι τέτοια που μαζί με τις νέες βάσεις αγωγής που περιέχονται σε περίπτωση που αυτές εγκριθούν θα προσδώσουν μια ριζικά διαφορετική μορφή στην έκθεση απαίτησης από ότι η υφιστάμενη παρουσιάζει.

 

Ο συνδυασμός επιδίωξης εισαγωγής θέσεων και αποδιδόμενων πράξεων και/ή παραλείψεων στους Καθ' ων η αίτηση που φαίνεται να αφορούν γενικά και αόριστα από το έτος 2006 μέχρι το έτος 2013 χωρίς να μπορεί να διαχωριστεί ποια περίοδος αφορά η κάθε ισχυριζόμενη πράξη και/ή παράλειψη, που δεν σχετίζονται κατ' ανάγκη με τα επίδικα ζητήματα και δίχως να είναι πρόσφορο να συνεκδικαστούν στην παρούσα αγωγή μαζί με την προσθήκη των προαναφερομένων νέων βάσεων αγωγής, οδηγεί στο συμπέρασμα ότι τυχόν έγκριση των αιτουμένων τροποποιήσεων θα έχει ως αποτέλεσμα τον εκτροχιασμό των επιδίκων θεμάτων και γενικότερα τον εκτροχιασμό της υπόθεσης καθώς και πρόκληση καθυστέρησης στην αποπεράτωση της δικαστικής διαδικασίας θέτοντας τους Καθ' ων η αίτηση σε δυσμενή θέση αφού θα πρέπει να αναπροσαρμόσουν τις υπερασπιστικές τους θέσεις και να αντικρούσουν νέα ζητήματα και γεγονότα που εκφεύγουν των επιδίκων θεμάτων, πράγμα που δεν αποζημιώνεται με την κατάλληλη διαταγή για έξοδα. Αντίθετα τυχόν απόρριψη της παρούσας αίτησης δεν θα εμποδίσει τον Αιτητή από του να προωθήσει τις δικογραφημένες θέσεις και αξιώσεις του με αποτέλεσμα έτσι να μην πλήττεται η εξυπηρέτηση του συμφέροντος της ορθής απονομής της δικαιοσύνης που είναι ο κυριαρχικός παράγοντας που προσμετρά στην κρίση του Δικαστηρίου. Μέσα από το περιεχόμενο της υφιστάμενης έκθεσης απαίτησης ο Αιτητής δικογραφεί τα κατ' ισχυρισμό γεγονότα που περιβάλλουν την συνομολόγηση της συμφωνίας αγοράς αξιόγραφων, τις συνθήκες κάτω από τις οποίες ο Αιτητής πείστηκε να υπογράψει, καταγράφει τους λόγους που θεωρεί ότι η εν λόγω συμφωνία πρέπει να ακυρωθεί, δικογραφεί τις ευθύνες που αποδίδει για τη συμμετοχή του καθενός Καθ' ου η αίτηση στην υπόθεση κατά τον ουσιώδη χρόνο στο βαθμό και την έκταση που αυτός θεωρεί, τις συνέπειες που επικαλείται ότι επωμίστηκε και τις αξιούμενες θεραπείες.

 

Επιπλέον οι Καθ' ων η αίτηση 5 και 6 επικαλούνται ότι ο Αιτητής επιχειρεί την προσθήκη  αγώγιμων  δικαιωμάτων μέσα  από  κατ' ισχυρισμό  πράξεις και/ή παραλείψεις που αναφέρει ότι διαδραματίστηκαν από το έτος 2006 για αστικά αδικήματα που παραγράφηκαν.

 

......................

 

Δεν διαφεύγει της προσοχής του Δικαστηρίου ότι η σύγχρονη και φιλελεύθερη τάση της νομολογίας είναι να επιτρέπεται η τροποποίηση δικογράφων. Στη συγκεκριμένη περίπτωση ορισμένες από τις αιτούμενες τροποποιήσεις θα μπορούσαν να επιτραπούν αν αυτές μπορούσαν να διαχωριστούν από την πλειοψηφία των τροποποιήσεων που εκφεύγουν των υφιστάμενων βάσεων αγωγής διαμορφώνοντας ριζικά ένα νέο χαρακτήρα στην υπόθεση. Ωστόσο με τον τρόπο που είναι συνταγμένη η υπό κρίση αίτηση ένα τέτοιο εγχείρημα είναι αδύνατο με αποτέλεσμα το υφιστάμενο πλαίσιο των αιτουμένων τροποποιήσεων στο σύνολο του, εκτός από την εικόνα της μη σχετικότητας του με τον πυρήνα της υφιστάμενης απαίτησης, να μην είναι πρόσφορο να εκδικαστεί στην αγωγή αυτή. Εν πάση περιπτώσει, αφού συνεκτίμησα όλους τους σχετικούς παράγοντες με κυρίαρχη παράμετρο το συμφέρον της ορθής απονομής της δικαιοσύνης, όπως αυτοί αναπτύχθηκαν και εξηγήθηκαν πιο πάνω και εφαρμόστηκαν στη βάση των δεδομένων της υπόθεσης αυτής, κρίνω ότι θα πρέπει να ασκήσω τη διακριτική μου ευχέρεια υπέρ της απόρριψης της υπό κρίση αίτησης.»

 

 

      Όπως έχει σημειωθεί στην αρχή της παρούσας, ο εφεσείων θεωρεί ότι η απόρριψη της αίτησης του ήταν προϊόν κακής και/ή λανθασμένης άσκησης της διακριτικής ευχέρειας του πρωτόδικου Δικαστηρίου.  Αιτιολογεί τη θέση αυτή, προβάλλοντας ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο (α) θεώρησε λανθασμένα πως επιδιώκει να δημιουργήσει νέες βάσεις αγωγής, ενώ η επιδίωξη του ήταν η συμπλήρωση των γεγονότων που στοιχειοθετούν την δικογραφημένη αμέλεια και παράβαση των νομικών καθηκόντων των εφεσιβλήτων, (β) παράβλεψε ότι τα επιδιωκόμενα να εισαχθούν γεγονότα αναδύθηκαν με το κούρεμα των καταθέσεων το 2013 και λανθασμένα θεώρησε ότι δεν είναι σχετικά με την υπόθεση, (γ) δεν αποφάσισε ούτε και αιτιολόγησε την (επισφαλή) κρίση του περί αναγκαιότητας χρονικού προσδιορισμού της κάθε πράξης ή παράλειψης, προφανώς γιατί δεν προβληματίστηκε αφενός σε τι θα εξυπηρετούσε τέτοιος χρονικός προσδιορισμός και αφετέρου δεν το απασχόλησε εάν ο εφεσείων μπορούσε να γνωρίζει πότε χρονικά συντελέστηκε η κάθε πράξη ή παράλειψη, (δ) παράβλεψε και/ή αγνόησε παντελώς ότι απλώς έπρεπε να αποφασίσει για την δυνατότητα τροποποίησης μιας έκθεσης απαίτησης και επί τούτου έθεσε σαν νέα κριτήρια την «αδιαμφισβήτητη και αναντίλεκτη χρησιμότητα καθώς την προσφορότητα, χωρίς να στηρίξει την θέση του αυτή, ούτε να την δικαιολογήσει νομικά», (ε) προσέγγισε την ενώπιον του αίτηση ωσάν να επρόκειτο για ακρόαση επί της ουσίας, αποφασίζοντας επί της αναγκαιότητας και/ή χρησιμότητας των προτεινόμενων ισχυρισμών και (στ) παρερμήνευσε και/ή δεν εφάρμοσε τις καλώς καθιερωμένες νομολογιακές αρχές επί του αιτήματος τους.

 

      Ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα ανέπτυξε τις πιο πάνω έξι (6) αιτιολογίες του λόγου έφεσης με εμπεριστατωμένο περίγραμμα αγόρευσης, το οποίο και υιοθέτησε κατά την επ΄ ακροατηρίω συζήτηση της υπόθεσης.  Το ίδιο έπραξαν και οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των εφεσιβλήτων, οι οποίοι βεβαίως υποστήριξαν την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης σε όλες της τις πτυχές.

 

      Έχουμε μελετήσει την πρωτόδικη απόφαση υπό το πρίσμα των εκατέρωθεν θέσεων.  Να επαναλάβουμε κατ΄ αρχάς ότι σύμφωνα με τη νομολογία (Preece κ.α. ν. Ρωσσίδου (2011) 1(Γ) Α.Α.Δ. 2138, Παπαχρυσοστόμου ν. Κ. Γρηγοριάδης & Συνεταίροι κ.α., Ikos Cif Ltd v. Marfin Coward κ.α., Πολ. Εφ. 137/13 και 138/13 ημερ. 20.3.14, Kayat Trading Ltd v. Genzyme Corporation, Πολ. Εφ. 58/12 ημερ. 4.3.13, Δημοτικό Συμβούλιο Αγλαντζιάς ν. Χαρικλείδη κ.α. (2001) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1608 και άλλες) η ευρεία διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου επί του θέματος ασκείται με γνώμονα δύο καθοριστικούς παράγοντες.  Ο πρώτος, κατά πόσο οι προτεινόμενες τροποποιήσεις είναι αναγκαίες για τον προσδιορισμό της ουσίας της διαφοράς  ώστε να αποδοθεί αποτελεσματική δικαιοσύνη και, ο δεύτερος, κατά πόσο αν με την έγκριση τους θα προκληθεί ή όχι ζημιά στον αντίδικο.  Με την επισήμανση ότι η βαρύτητα που δίδεται στους διάφορους άλλους παράγοντες - καθυστέρηση υποβολής του αιτήματος, προβολή νέων ισχυρισμών ή νέας βάσης αγωγής και άλλους - ουσιαστικά είναι υποβοηθητική για την εν τέλει δικαστική κρίση σ΄ ό,τι αφορά τους προαναφερθέντες δύο καθοριστικούς παράγοντες.

 

      Στην παρούσα περίπτωση είναι δεδομένο ότι στο επίκεντρο της αντιδικίας των διαδίκων βρίσκεται μια ιδιωτική συμφωνία, η οποία σύμφωνα με τον εφεσείοντα είναι (α) προϊόν απάτης και άλλων επιλήψιμων πράξεων της εφεσίβλητης 1 και/ή αξιωματούχων της και (β) αποτέλεσμα παραλείψεων της εφεσίβλητης 2 να ασκεί την αναμενόμενη εποπτεία σε σχέση με την παροχή επενδυτικών υπηρεσιών από τραπεζικά ιδρύματα, καθώς και παραλείψεων κρατικών αξιωματούχων. Με τις προτεινόμενες όμως τροποποιήσεις επιδιώκεται η προσθήκη νέων επίδικων θεμάτων που δεν είναι απαραίτητα για δικαστική κρίση σ΄ ό,τι αφορά τις συνθήκες υπό τις οποίες ο εφεσείων συνήψε την επίδικη συμφωνία.  Τους λόγους - με τους οποίους συμφωνούμαι πλήρως - τους δίδει το πρωτόδικο Δικαστήριο στο απόσπασμα που παραθέτουμε πιο πάνω.  Με προφανή τον κίνδυνο, όπως ορθά παρατηρεί το  πρωτόδικο Δικαστήριο, στην περίπτωση που γίνονταν δεκτές οι προτεινόμενες τροποποιήσεις να εκτροχιαστεί η δίκη σε άσχετα με την απαίτηση του εφεσείοντα θέματα.  Στοιχείο που ασφαλώς δεν εξυπηρετεί τα συμφέροντα της δικαιοσύνης και ταυτόχρονα θα προκαλούσε ζημιά στους εφεσίβλητους εφόσον με τους νέους ισχυρισμούς καθίστανται (αχρείαστα) επίδικα θέματα τα όσα προτείνονται με την αναδόμηση της παρ. 17 και τις προσθήκες στις παρ. 18Β, 18Γ και 18Δ (ανωτέρω).  Υπ΄ αυτά τα περιστατικά θεωρούμε ότι ορθώς το πρωτόδικο Δικαστήριο άσκησε τη διακριτική ευχέρεια για μη έγκριση του αιτήματος του εφεσείοντα, κατάληξη που προδιαγράφει και την τύχη της έφεσης.

 

      Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα εναντίον του εφεσείοντα όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

 

 

                                                                   Μ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.

 

                                                                   Κ. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.

 

                                                                  

 

/κβπ

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτική ΄Εφεση Αρ. Ε151/2016)

 

6 Ιουλίου, 2018

 

[ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ/στές]

 

XXXXX ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ,

Εφεσείων-Ενάγων-Αιτητής,

ν.

 

1.  CYPRUS POPULAR BANK PUBLIC CO LIMITED,

2.  ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ,

3.  ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

Εφεσιβλήτων-Εναγομένων 1, 11 και 12-

Καθ' ων η Αίτηση.

________________________

 

Αλέξης Μελάς, για τον Εφεσείοντα.

Σάββας Γιορδαμλής, για Ιωαννίδης Δημητρίου Δ.Ε.Π.Ε., για την Εφεσίβλητη 1.

Θάλεια Ραφτοπούλου, για Αλέκο Ευαγγέλου, για την Εφεσίβλητη 2.

Μαριάννα Τσαγκάρη, για τον Εφεσίβλητο 3.

________________________

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.:  Η παρούσα έφεση αφορά τη δεύτερη αίτηση, με την οποία ο εφεσείων, ενάγων στην αγωγή αρ. 332/2013 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου, επιδίωξε, τούτην τη φορά ανεπιτυχώς, να τροποποιήσει την έκθεση απαίτησής του.  Η πρώτη είχε γίνει από όλους τους τότε αντιδίκους του δεκτή και, στις 5.5.2014, με διάταγμα Επαρχιακού Δικαστή, τροποποιήθηκε ο τίτλος του κλητηρίου εντάλματος στην προαναφερθείσα αγωγή, διά της προσθήκης τριών νέων εναγομένων.  Αυτοί είναι η Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ., (αρ. 10), η Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου, (αρ. 11), και ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, (αρ. 12).  Συγχρόνως, τροποποιήθηκε η έκθεση απαίτησης, με την προσθήκη, μεταξύ άλλων, νέας παραγράφου, με αρίθμηση 3Α, στην οποία γίνεται αναφορά στους εν λόγω τρεις νέους εναγομένους.  Το τροποποιηθέν, ως ανωτέρω, κλητήριο ένταλμα καταχωρίστηκε στις 30.5.2014, ενώ η ίδια η αγωγή καταχωρίστηκε, με γενικώς οπισθογραφημένο κλητήριο ένταλμα, δεκαέξι μήνες προηγουμένως, στις 30.1.2013.      

 

Στην προστεθείσα, ως άνω, νέα παράγραφο 3Α, περιγράφεται, κυρίως, η ιδιότητα υπό την οποία ενάγεται ο κάθε ένας από τους προαναφερθέντες νέους εναγομένους.  Στην παράγραφο 10 της τροποποιημένης, πλέον, έκθεσης απαίτησης, (η έκθεση απαίτησης), αποδίδεται στην εναγομένη 1, τραπεζικό οργανισμό, εφεσίβλητη 1, ότι η ίδια εξαπάτησε ή παραπλάνησε τον εφεσείοντα να προβεί στην αγορά, υπό μορφή επένδυσης, αξιογράφων, αξίας €120.000,00.  Αναφέρεται, επίσης, ότι αυτή ενήργησε, ως ανωτέρω, «κάτω από την πλημμελή εποπτεία και/ή έλεγχο και/ή λόγω αμέλειας κατά την άσκηση της εποπτείας και/ή των άλλων νομίμων καθηκόντων των εναγομένων 11 και/ή 12 μέσω των αρμόδιων υπουργείων και/ή οργάνων και/ή αρχών και/ή οργανισμών και/ή υπηρεσιών».  Στο πλαίσιο της παρούσας έφεσης, οι πιο πάνω δύο εναγόμενοι είναι οι εφεσίβλητοι 2 και 3, αντίστοιχα.

 

Ο εφεσείων, με τη νέα αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στις 29.9.2015, μετά από επανειλημμένες αναβολές της υπόθεσης, προφανώς, για το σκοπό καταχώρισής της, ζήτησε τη διαγραφή της προαναφερθείσας παραγράφου 3Α και την αντικατάστασή της με νέα, φέρουσα τον αριθμό 4 και περιέχουσα τους ίδιους, βασικά, προβαλλόμενους σε αυτήν ισχυρισμούς, με εξαίρεση το χαρακτηρισμό της εφεσίβλητης 2 ως «αρχή εξυγίανσης[3]».  Επίσης, ζήτησε τη διαγραφή, από την παράγραφο 10, του πιο πάνω αποσπάσματος και την προσθήκη, στις παραγράφους 5, 11 και 17, ισχυρισμών για παραβίαση, από την εφεσίβλητη 1, της σχέσης εμπιστοσύνης τραπεζίτη - πελάτη, που υπήρχε εκ της μεταξύ τους σύμβασης.  Ζήτησε, ακόμα, να προστεθούν, στην παράγραφο 17, πέντε, επιπλέον, ισχυρισμοί, σε σχέση με τη συμπεριφορά της εφεσίβλητης 1, αναφορικά με την, κατ' ισχυρισμό, εξαπάτηση ή παραπλάνησή του να προβεί στην υπό αναφορά επένδυση.  Στο στάδιο αυτό, σημειώνεται ότι το εκδικάσαν Δικαστήριο, στην απόφασή του, ασχολήθηκε με τις πιο πάνω αιτηθείσες τροποποιήσεις όχι ειδικά αλλά ακροθιγώς και με γενικότητα.

 

Η αίτηση, είναι γεγονός, είναι μακροσκελής, με το αιτητικό μέρος της να καταλαμβάνει έντεκα σελίδες.  Το μεγαλύτερο αφορά την προσθήκη, στην έκθεση απαίτησης, επτά νέων παραγράφων, με αρίθμηση 18Α έως 18Η.  Με τις τροποποιήσεις που προτείνονται με τις παραγράφους 18Α, 18Δ, 18Ε, 18Ζ και 18Η, ο εφεσείων θα ισχυριστεί πως ο ίδιος, αν δεν είχε τις διαβεβαιώσεις της εφεσίβλητης 1, η οποία ενήργησε δόλια και εκτός του πλαισίου της ευρωπαϊκής νομοθεσίας, υπό την αμελή εποπτεία των εφεσιβλήτων 2 και 3, δε θα προέβαινε στη συγκεκριμένη επένδυση, εκ της οποίας υπέστη ζημιά.  Ούτε τις τροποποιήσεις αυτές ο εκδικάσας Δικαστής σχολίασε ειδικά.

 

Με τις παραγράφους 18Β και 18Γ, ο εφεσείων, με μακρά παράθεση ισχυρισμών, υπό τύπο λεπτομερειών, ψέγει, κυρίως, το επενδυτικό και το δανειοδοτικό πρόγραμμα της εφεσίβλητης 1 από το 2006 και μετά, η οποία, κατά την εφαρμογή του, ενήργησε διά της, κατ' ισχυρισμό, ανίκανης διοίκησής της, με την ανοχή και/ή υπό τη βαριά αμέλεια και/ή την παράβαση νομίμων καθηκόντων των εφεσιβλήτων 2 και 3, αντίστοιχα.  Τέλος, ο εφεσείων, με την αίτησή του, ζητά την τροποποίηση και του παρακλητικού μέρους της έκθεσης απαίτησης, όπου θα προβάλει αξίωση για θεραπείες ανάλογες προς τη ζημιά που, κατ' ισχυρισμό, έχει υποστεί.  Σαφώς η τύχη αυτού του μέρους της αίτησης θα εξαρτηθεί από την έκβαση της αίτησης σε σχέση με τις υπόλοιπες αιτούμενες τροποποιήσεις.  Βασικά, είναι αναφορικά με τις τροποποιήσεις αυτές και, ειδικά, με εκείνες που προτείνονται με τις παραγράφους 18Β και 18Γ, που εντοπίστηκαν τα προβλήματα, τα οποία οδηγήσαν, όπως θα εξηγηθεί στη συνέχεια, στην απόρριψη της αίτησης, στην ολότητά της.       

 

Σημειώνεται, κατ' αρχάς, ότι, στην υπό αναφορά αίτηση για τροποποίηση, ενέστησαν μόνο οι εφεσίβλητοι, οι οποίοι, με πολύ όμοιους μεταξύ τους λόγους, ζήτησαν όπως αυτή απορριφθεί.  Συγκεκριμένα, πρόβαλαν ότι, με τις προταθείσες τροποποιήσεις, θα εισάγονταν στην υπόθεση νέοι ισχυρισμοί, οι οποίοι ήταν από καιρό σε γνώση του εφεσείοντος και, ειδικά, νέες αιτίες αγωγής, σε σχέση με αστικά αδικήματα τα οποία παραγράφηκαν.  Εάν γίνονταν δεκτοί, εισηγήθηκαν, οι εν λόγω ισχυρισμοί, θα επερχόταν ανασύνταξη της έκθεσης απαίτησης, γεγονός που θα οδηγούσε την πορεία της υπόθεσης σε εκτροχιασμό.  Επιπρόσθετα, υπέβαλαν ότι η αίτηση υποβλήθηκε καθυστερημένα και ότι, εν πάση περιπτώσει, οι προταθείσες τροποποιήσεις δεν ήταν αναγκαίες για τον καθορισμό των επιδίκων θεμάτων.  Επομένως, εισηγήθηκαν, η έγκριση της αίτησης δε θα ήταν προς όφελος του εφεσείοντος, ώστε να δικαιολογείτο η άσκηση της διακριτικής εξουσίας του Δικαστηρίου προς την κατεύθυνση αυτή, τη στιγμή, μάλιστα, που οι ίδιοι, κατά τον ισχυρισμό τους, θα υφίσταντο ανεπανόρθωτη ζημιά.   

 

Ο τρόπος με τον οποίο το Δικαστήριο, τελικώς, αντίκρισε την υπό αναφορά αίτηση τροποποίησης και η κρίση του επί των διαφόρων πτυχών της βρίσκονται στο επίκεντρο του μοναδικού λόγου έφεσης.  Με αυτόν, ο εφεσείων ψέγει, ειδικά, τον τρόπο που το Δικαστήριο έχει ασκήσει τη διακριτική του εξουσία, δυνάμει του Κ. 1 της Δ.25 των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών.  Οι πρόνοιές του, ως αυτές είχαν κατά τον ουσιώδη χρόνο, είναι, οπωσδήποτε, χρήσιμο να υπάρχουν κατά νου κατά την εξέταση που ακολουθεί.  ΄Εχουν ως εξής:-

 

"1.  The Court or a Judge may, at any stage of the proceedings, allow either party to alter or amend his indorsement or pleadings, in such manner and on such terms as may be just, and all such amendments shall be made as may be necessary for the purpose of determining the real questions in controversy between the parties."

 

 

 

Ο τρόπος εφαρμογής του εν λόγω Κανονισμού, γενικώς, περιγράφεται με σαφήνεια στην υπόθεση Preece κ.ά. ν. Ρωσσίδου (2011) 1 Α.Α.Δ. 2138.  Στη σελίδα 2146, αναφέρεται:-

 

«Οι Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας, Διαταγή 25, Καν. 1, παρέχουν δυνατότητα τροποποίησης των δικογράφων.  Η επί τούτου απόφαση, ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια του δικαστηρίου η οποία ασκείται στη βάση καθιερωμένων κριτηρίων.  Αίτηση για τροποποίηση δικογράφου μπορεί να εγκριθεί σε κάθε στάδιο της διαδικασίας εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις οι οποίες καθιστούν την τροποποίηση απαραίτητη για την αποτελεσματική απονομή της δικαιοσύνης.  Το συμφέρον της δικαιοσύνης αποτιμάται ύστερα από συνεκτίμηση όλων των παραγόντων της κάθε υπόθεσης, συμπεριλαμβανομένων και των επιπτώσεων που ενδεχομένως θα προκληθούν στα δικαιώματα και συμφέροντα του αντιδίκου.  Βλ.  Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος Α.Ε. κ.ά. ν. Βιομ. Χαρ. Αλωνεύτης Λτδ κ.ά. (2002) 1(Α) Α.Α.Δ. 237

 

 

 

Η πιο πάνω προσέγγιση αντανακλά την πάγια θέση της σχετικής νομολογίας, όπως αυτή διαπιστώνεται, με αναφορά στην εν λόγω εξουσία του δικαστηρίου, στην ίδια υπόθεση και στην ίδια σελίδα, ανωτέρω.  ΄Εχει ως εξής:-

 

«Στη Χριστοδούλου ν. Χριστοδούλου κ.ά. (1991) 1 Α.Α.Δ. 934 έχει ειπωθεί ότι η σύγχρονη τάση είναι να επιτρέπουν τα δικαστήρια τροποποιήσεις στις κατάλληλες υποθέσεις ακόμα και όταν μια τέτοια τροποποίηση είναι αποτέλεσμα αμέλειας ή καθυστέρησης νοουμένου ότι δεν θα προκληθεί αδικία στην άλλη πλευρά που δεν θα μπορούσε να αποζημιωθεί με χρήμα.»

 

 

 

Με δεδομένο ότι ο χρόνος υποβολής αίτησης για τροποποίηση προβάλλεται, συνήθως, σε κάθε υπόθεση, ανεξαρτήτως περιστάσεων, με σκοπό την απόρριψή της, στην πιο πάνω υπόθεση, δεν παραλείφθηκε αναφορά στην κλασσική επί του θέματος υπόθεση Astor Co κ.ά. ν. A & G Leventis Ltd κ.ά. (1993) 1 Α.Α.Δ. 726, με υιοθέτηση, από τις σελίδες 730 έως 731, του ακόλουθου αποσπάσματος:-

 

«Ο παράγοντας χρόνος είναι σχετικός.  Δεν είναι όμως εκ προοιμίου και απαρέγκλιτα αποφασιστικής σημασίας.  Το ίδιο ισχύει για τον κάθε ένα από τη σειρά των παραγόντων που η νομολογία καθιέρωσε ως διαδραματίζοντες ρόλο.  Η διακριτική εξουσία του Δικαστηρίου ασκείται αφού συνυπολογιστούν τα σχετικά στο πλαίσιο των ιδιαιτεροτήτων της κάθε υπόθεσης.»

 

 

 

Ο λόγος της καθυστέρησης προβλήθηκε από τους εφεσίβλητους και στην προκειμένη περίπτωση.  Βέβαια, σημειώνεται πως δεν υπήρξε καθυστέρηση στην υποβολή της αίτησης, η οποία να επηρεάζει την πορεία της υπόθεσης.  ΄Οπως προκύπτει από την πρωτόδικη απόφαση, το ίδιο το Δικαστήριο έδωσε επανειλημμένα χρόνο στον εφεσείοντα, προφανώς, για τον πιο πάνω σκοπό.  Συσχετίστηκε, όμως, ο παράγοντας αυτός με τη θέση ότι ο εφεσείων είχε, από αρκετού χρόνου προηγουμένως, γνώση για την ανάγκη, όπως ο ίδιος θεωρεί, των προτεινόμενων τροποποιήσεων.  Το Δικαστήριο φαίνεται δε να εστίασε την προσοχή του, συναφώς, στο ότι, όπως έκρινε, αυτός δεν έδωσε ικανοποιητικές εξηγήσεις για το πότε και πώς ο ίδιος είχε λάβει γνώση των σχετικών ισχυρισμών.  Θεώρησε, εντούτοις, ότι η αναφορά πως επρόκειτο για διαπίστωση του δικηγόρου του, όταν αυτός μελετούσε την υπόθεση, στο πλαίσιο της προετοιμασίας της για ακρόαση, δεδομένου ότι ο εν λόγω δικηγόρος είχε χειριστεί, προηγουμένως, παρόμοιας φύσεως υποθέσεις, αποτελούσε ένδειξη κακοπιστίας.

 

Από τα όσα, ανωτέρω, επεσήμανε το Δικαστήριο στην απόφασή του, δε διαπιστώνεται να συνέτρεχε αυτός ο πολύ αρνητικός, ομολογουμένως, παράγοντας.  Το μέγιστο, που μπορούσε, μάλλον, να συναχθεί, είναι ότι τόσο ο εφεσείων όσο και ο δικηγόρος του υπήρξαν αμελείς.  Η οποιαδήποτε καθυστέρηση προκαλείται στην υποβολή αίτησης για τροποποίηση δε συνιστά, κατ' ανάγκη, κακοπιστία και, εν πάση περιπτώσει, δε διαπιστώνεται κάτι τέτοιο, στην προκειμένη περίπτωση.  Στην υπόθεση Κώστας Παφίτης & Υιοί Λτδ ν. Γενικού Εισαγγελέα (2012) 1 Α.Α.Δ. 745, στη σελίδα 751, επισημαίνονται, με σχεδόν απόλυτους όρους, τα εξής:  «΄Ομως, ακόμη και αν η καθυστέρηση οφειλόταν σε λάθος ή σε αμέλεια, με κανένα τρόπο δεν θα μπορούσε να εξισωθεί με κακοπιστία.»

 

Η μη αναγκαιότητα των προταθεισών τροποποιήσεων, για τον καθορισμό των επιδίκων θεμάτων, προβλήθηκε, επίσης, από μέρους των εφεσιβλήτων, ως λόγος ένστασης.  Μάλιστα, το Δικαστήριο συσχέτισε άμεσα τον παράγοντα αυτό με την καθυστέρηση, η οποία θα προκαλείτο, όπως θεώρησε, στην περαιτέρω πορεία της υπόθεσης, αν επιτρέπονταν οι εν λόγω, μη αναγκαίες, κατά την άποψή του, τροποποιήσεις.  Στο πλαίσιο τούτο, σχολίασε, κατ' αρχάς, ότι η αναγκαιότητα γι' αυτές δε δικαιολογήθηκε επαρκώς.

 

Η απάντηση στο πιο πάνω ζήτημα είναι ότι η αναγκαιότητα για τροποποίηση δικογράφου διαπιστώνεται, κατά κανόνα, από το περιεχόμενό του και τη συνάφεια προς αυτό των προτεινομένων τροποποιήσεων, μη αποκλειομένων, ασφαλώς, τυχόν εξηγήσεων, οι οποίες δίδονται, συναφώς, από τον αιτητή.  Το Δικαστήριο, όμως, φαίνεται πως παρέλειψε να προβεί στην πιο πάνω εξέταση, με αναφορά στο σύνολο των ισχυρισμών και, ειδικά, των αιτιών αγωγής, που αναφέρονται στην έκθεση απαίτησης.  Περιόρισε την εξέτασή του σε ό,τι το ίδιο θεώρησε ως το αποκλειστικό αντικείμενο της αγωγής, δηλαδή τη συμφωνία πώλησης αξιογράφων προς τον εφεσείοντα.  Με δεδομένη την περιορισμένη αυτήν άποψη, ως προς τις αιτίες που προβάλλονται με το εν λόγω δικόγραφο, έκρινε πως οι αιτηθέντες για συμπερίληψη σε αυτό ισχυρισμοί για κακοδιαχείριση από την εφεσίβλητη 1, στο πλαίσιο της διεξαγωγής των εργασιών της, ήταν άσχετοι προς την εν λόγω ιδιωτική συμφωνία.  Οδηγούμενο δε από την ίδια συλλογιστική, θεώρησε πως ήταν άσχετοι και οι ισχυρισμοί, με τους οποίους θα αποδιδόταν αμέλεια και παράβαση θέσμιων καθηκόντων στους εφεσίβλητους 2 και 3, αντίστοιχα.

 

Το Δικαστήριο, έχοντας, προφανώς, τις πιο πάνω σκέψεις κατά νου και πηγαίνοντας πέραν και από το ζητούμενο της αναγκαιότητας για προσθήκη των εν λόγω ισχυρισμών στην έκθεση απαίτησης, κατέληξε στη διαπίστωση ότι η εκδίκαση τέτοιων ζητημάτων δε θα ήταν πρόσφορη, αφού θα περιέπλεκε τα επίδικα θέματα και, γενικά, τη διεξαγωγή της δικαστικής διαδικασίας, προκαλώντας καθυστέρηση.  Πρόσθεσε δε πως κάτι τέτοιο, με βάση το ΄Αρθρο 30.2 του Συντάγματος, το οποίο απαιτεί εκδίκαση της υπόθεση σε εύλογο χρόνο, θα ήταν επιζήμιο για την πλευρά των εφεσιβλήτων, των οποίων θα παραβλάπτονταν τα δικαιώματα.  Σημειώνεται, σε σχέση με την τελευταία διαπίστωση, πως ούτε οι εφεσίβλητοι κατέδειξαν σε τι θα συνίστατο η ζημιά τους από την προσθήκη των προτεινόμενων τροποποιήσεων, αλλά ούτε και το ίδιο το Δικαστήριο προέβη σε οποιαδήποτε συγκεκριμένη διαπίστωση, συναφώς.

 

Στην υπόθεση Astor Co κ.ά. ν. A & G Leventis Ltd κ.ά., ανωτέρω, διαπιστώσεις, όπως οι πιο πάνω, κρίθηκαν σημαντικές για τη θετική έκβαση, τελικώς, της έφεσης και την έγκριση της σχετικής αίτησης για τροποποίηση.  Παρομοίως, στην υπόθεση Kayat Trading Ltd v. Genzyme Corporation (Αρ. 2) (2013) 1 Α.Α.Δ. 543, στις σελίδες 551 έως 552, κρίθηκε πως, δεδομένου ότι οι προταθείσες τροποποιήσεις ήταν αναγκαίες προς το συμφέρον της δικαιοσύνης, δεν αποτελούσε αποτρεπτικό λόγο η επανακλήτευση μαρτύρων, ενώ βρισκόταν, ήδη, σε εξέλιξη η ακρόαση της αγωγής∙ πόσο μάλλον στην προκειμένη περίπτωση, που η ακρόαση δεν έχει ακόμα αρχίσει.

 

Το Δικαστήριο, κατά την εξέταση της αναγκαιότητας των αιτηθεισών τροποποιήσεων, εμφανώς, αντικατέστησε με τις δικές του απόψεις τις απόψεις του εφεσείοντος, ως προς το τι έπρεπε να δικογραφηθεί, προς απόδειξη των συγκεκριμένων αιτιών αγωγής, τις οποίες ο εφεσείων περιέλαβε, ήδη, στην έκθεση απαίτησής του.  Με τις συγκεκριμένες δε τροποποιήσεις, θα επιχειρούσε να επεκτείνει τους λόγους, αναφορικά με την αιτία εναντίον της εφεσίβλητης 1 και να προσθέσει λεπτομέρειες αμέλειας και παράβασης θέσμιων καθηκόντων, σε σχέση με τους εφεσίβλητους 2 και 3, αντίστοιχα.  Σε ποια έκταση ήταν αυτό αναγκαίο μόνο ο εφεσείων και ο δικηγόρος του ήταν σε θέση να γνωρίζουν, στη βάση της μαρτυρίας που είχαν υπόψη τους να προσκομίσουν κατά τη δίκη, ειδικά, εφόσον δεν προβαλλόταν οτιδήποτε, το οποίο, αντικειμενικά, κρινόμενο, θα καταδείκνυε, με βεβαιότητα, τη μη αναγκαιότητα των αιτηθεισών τροποποιήσεων. 

 

Το Δικαστήριο εξέτασε, επίσης, την ένσταση που είχε υποβληθεί, ότι, με κάποιες από τις αιτηθείσες τροποποιήσεις, θα εισάγονταν νέες αιτίες αγωγής.  Τέτοιες, επεσήμανε, θα αφορούσαν οι ισχυρισμοί για «βαριά αμέλεια» από μέρους της εφεσίβλητης 2 και για παράβαση θέσμιων καθηκόντων από μέρους του εφεσίβλητου 3.  ΄Οσον αφορά την εφεσίβλητη 1, σημείωσε ότι νέα αιτία αγωγής θα εισαγόταν με τον ισχυρισμό για παραβίαση, εκ μέρους της, της σχέσης εμπιστοσύνης που υπήρχε μεταξύ αυτής και του εφεσείοντος.  Το τελευταίο θέμα, σαφώς, δε θα αποτελούσε νέα αιτία αγωγής.  Θα ήταν ένας πρόσθετος τρόπος παραβίασης της προαναφερθείσας συμβατικής σχέσης μεταξύ του εφεσείοντος και της εφεσίβλητης 1.  Οι ισχυρισμοί δε, ανωτέρω, σε σχέση με τους εφεσίβλητους 2 και 3, υπήρχαν, ήδη, στο μέρος της παραγράφου 10 της έκθεσης απαίτησης που ζητείτο να διαγραφεί, με δεδομένο και ότι «βαριά αμέλεια» δεν αποτελεί ξεχωριστή αιτία από αυτή για αμέλεια.  Με τις σχετικές τροποποιήσεις, οι εν λόγω ισχυρισμοί θα επαναλαμβάνονταν σε άλλη παράγραφο, με την προσθήκη ανάλογων λεπτομερειών, οι οποίες δεν περιλαμβάνονταν στο εν λόγω δικόγραφο προηγουμένως.  Επομένως, στη βάση αυτών που έχουν εξεταστεί, ανωτέρω, κρίνεται ότι ο εκδικάσας Δικαστής άσκησε λανθασμένα τη διακριτική εξουσία του δυνάμει του Κ. 1 της Δ.25.

 

Για τους πιο πάνω λόγους, η έφεση θα μπορούσε να γίνει δεκτή.

 

 

 

 

 

                                                     Γ.Ν. Γιασεμής,

                                                               Δ.

 

 

 

 

 

 

 

/ΜΠ

 



[1] Η αγωγή εναντίον των εναγομένων 2-7 δεν προωθήθηκε.

[2] Οι καθ΄ ων η αίτηση 1, 5 και 6 είναι οι εφεσίβλητοι.

[3] Σύμφωνα με το άρθρο 2 του περί Εξυγίανσης Πιστωτικών και ΄Αλλων Ιδρυμάτων Νόμου του 2013, (Ν. 17(Ι)/2013), (όπως αυτός είχε τροποποιηθεί), «'Αρχή Εξυγίανσης' σημαίνει την Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου∙»

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο