ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2018:D333
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Πολιτική Αίτηση Αρ. 86/2018
5 Ιουλίου, 2018
[Μ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΕΚΔΟΣΗΣ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ) ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟΣ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ 2018
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ TOY XXXXX JOSEPHIDES, ΑΠΟ ΤΗΝ ΛΕΜΕΣΟ, ΓΙΑ ΑΔΕΙΑ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗΣ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ CERTIORARI
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΔΙΑΤΑΓΜΑ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 16/06/2016 ΠΟΥ ΕΚΔΟΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΟ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΜΕΣΟΥ ΣΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΔΙΑΤΡΟΦΗΣ ΑΝΗΛΙΚΩΝ ΥΠ' ΑΡ. 51/2016.
.........
Κ. Καρατσής μαζί με Τ. Χαχολιάδη για
Ν. Pirilides & Associates Llc , για τον αιτητή
A Π Ο Φ Α Σ Η
(Δόθηκε αυθημερόν)
ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.: Ο αιτητής - πατέρας των ανηλίκων Εl. J. και Εd. J. που διαμένουν μόνιμα με τη μητέρα τους Αl. K. J. στη Γερμανία - ζητεί άδεια για καταχώριση αίτησης προς έκδοση εντάλματος Certiorari, με το οποίο να ακυρώνεται μέρος του διατάγματος διατροφής που εκδόθηκε εκ συμφώνου από το Οικογενειακό Δικαστήριο Λεμεσού στις 11.3.16.
Το διάταγμα, όπως τροποποιήθηκε εκ συμφώνου στις 16.6.16, εκδόθηκε στο πλαίσιο αίτησης διατροφής της εν διαστάσει συζύγου του αιτητή και με αυτό ο αιτητής συμφώνησε να καταβάλλει μηνιαίως από 1.7.16 (α) ως συνεισφορά για την διατροφή των δύο ανήλικων τέκνων του το ποσό των €6.000 μηνιαίως και επιπροσθέτως (β) €2.000, ήτοι €1.000 για κάθε παιδί, έναντι του ενοικίου που καταβάλλει η (εν διαστάσει) σύζυγος του για τη μόνιμη εγκατάσταση των παιδιών τους στη Γερμανία.
Ο αιτητής - όπως ισχυρίζεται στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την αίτηση του - αποδέκτηκε να εκδοθεί εναντίον του και το υπό (β) διάταγμα (ανωτέρω) μόνο μέχρι την ομαλή προσαρμογή των ανηλίκων τέκνων του στην Γερμανία. Αυτή, διατείνεται, ήταν η κοινή συναντίληψη και ουσιαστικά αυτή ήταν η συμφωνία του με την (εν διαστάσει) σύζυγο του και είναι στη βάση αυτή σταμάτησε τον Δεκέμβριο του 2016 να καταβάλλει το ποσό των €2.000 έναντι του ενοικίου. Περαιτέρω, λόγω οικονομικών προβλημάτων, τον ίδιο μήνα κατέβαλε ως διατροφή €5.000 αντί €6.000, με αποτέλεσμα η (εν διαστάσει) σύζυγος του να καταχωρίσει εναντίον του, στις 21.7.17, δύο αιτήσεις για έκδοση εντάλματος πληρωμής αναφορικά με τα συσσωρευθέντα οφειλόμενα ποσά. Και συνεχίζει:-
Η αντίδραση του στις προαναφερθείσες δύο ενόρκους δηλώσεις της (εν διαστάσει) συζύγου του ήταν η καταχώριση εκ μέρους του, στις 1.3.18 και 13.6.18, ενόρκων δηλώσεων με τις οποίες εξηγούσε τους λόγους για τους οποίους παρέλειψε να συμμορφωθεί πλήρως με τους όρους του επίδικου διατάγματος. Επιπρόσθετα, εξ όσων συμβουλεύεται από τους δικηγόρους του και όπως ο ίδιος πιστεύει ειλικρινά, το μέρος του διατάγματος που αφορά την καταβολή εκ μέρους του ποσού €2.000 έναντι του ενοικίου ((β) ανωτέρω) δεν αποτελεί μέρος του ποσού διατροφής και επομένως το ποσό αυτό συμπεριλήφθηκε στο διάταγμα καθ΄ υπέρβαση δικαιοδοσίας. Εν πάση δε περιπτώσει από τη μόνιμη εγκατάσταση των ανηλίκων τέκνων του στη Γερμανία, το κατώτερο Δικαστήριο έπαυσε να έχει δικαιοδοσία να προαποφασίζει επί του ζητήματος εφόσον αποκλειστική επί τούτου δικαιοδοσία έχουν τα Γερμανικά Δικαστήρια. Προς τούτο παρέπεμψε στην υπόθεση C-499/15, W v X, ημερ. 15.2.17, καθώς επίσης και στην Παπαντωνίου ν. Παπαντωνίου (2011) 1 Α.Α.Δ. 1875 στην οποία - όπως πρόβαλε - η αναλογία ενοικίου για ανήλικο δεν υπολογίζεται στα έξοδα διατροφής του.
Στη βάση των πιο πάνω, εισηγείται ότι υπάρχει εκ πρώτης όψεως υπόθεση προκειμένου να του δοθεί η αιτούμενη άδεια εφόσον, αν δεν του δοθεί, υπάρχει ορατός κίνδυνος «να διαταχθεί αδίκως και/ή εσφαλμένως η φυλάκισή» του.
Τέλος, σ΄ ό,τι αφορά την καθυστέρηση υποβολής της αίτησης, προβάλλει πως αυτή οφείλεται στο γεγονός ότι τα νομικά ζητήματα ακυρότητας του υπό αναφορά μέρους του Διατάγματος έγιναν αντιληπτά από τους δικηγόρους του κατά την μελέτη της υπόθεσης τον Απρίλη του 2018, οπόταν και κατέστη επιτακτική η καταχώριση της παρούσας αίτησης «. ένεκα της διαδικασίας που προώθησε η Καθ' ης η Αίτηση για την έκδοση εντάλματος φυλάκισης/πληρωμής αναφορικά με το εν λόγω ποσό».
Έχω εξετάσει ό,τι τέθηκε ενώπιον μου από τον αιτητή και κατέληξα ότι η αίτηση για άδεια δεν μπορεί να εγκριθεί. Αφενός γιατί είναι εκπρόθεσμη και αφετέρου γιατί με ό,τι ισχυρίζεται ο αιτητής δεν αποκαλύπτεται εκ πρώτης όψεως συζητήσιμη υπόθεση, με περαιτέρω λόγο ότι είχε στη διάθεσή του άλλο ένδικο μέτρο προσβολής του μέρους του διατάγματος που επιδιώκει να ακυρώσει με την παρούσα. Συγκεκριμένα:-
Σύμφωνα με τον Κ.5 του περί Ανωτάτου Δικαστηρίου (Δικαιοδοσία Έκδοσης Ενταλμάτων Προνομιακής Φύσεως) Διαδικαστικό Κανονισμό του 2018, η αίτηση για άδεια θα πρέπει να καταχωρείται εντός 45 ημερών από την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης, διατάγματος ή πράξης. Το Δικαστήριο βέβαια δύναται να επεκτείνει την προθεσμία αν καταδειχθούν εξαιρετικές περιστάσεις που εμπόδισαν τον αιτητή στην καταχώριση της αίτησης του εμπρόθεσμα.
Στην παρούσα περίπτωση το (εκ συμφώνου) διάταγμα εκδόθηκε στις 11.3.16 και η αίτηση για άδεια καταχωρίστηκε δύο και πλέον χρόνια μετά, στις 28.6.18, χωρίς να υποβληθεί αίτηση για επέκταση της προθεσμίας. Η αίτηση για άδεια επομένως είναι εκπρόθεσμη και ως εκ τούτου υπόκειται σε απόρριψη.
Είναι θέση του αιτητή ότι ο πιο πάνω Κανονισμός δεν εφαρμόζεται στην παρούσα περίπτωση καθότι το προσβαλλόμενο διάταγμα εκδόθηκε σε χρόνο που δεν ίσχυε ο Κανονισμός. Η θέση αυτή δεν στερείται παντελώς ερείσματος. Όμως, ο χρόνος υποβολής της αίτησης αποτελεί σύμφωνα με τη νομολογία ουσιώδη παράγοντα για την ανάληψη και άσκηση της δικαιοδοσίας. Με αυτό ως δεδομένο δεν μπορεί σε καμιά περίπτωση να θεωρηθεί ότι η παρέλευση τόσο μεγάλου χρόνου από την έκδοση του προσβαλλόμενου διατάγματος, να παρέχει έδαφος για ανάληψη δικαιοδοσίας. Και μάλιστα τη στιγμή που η αιτιολόγηση που δίδεται σε σχέση με αυτή - καθυστέρηση στην διαπίστωση των κατ΄ ισχυρισμό νομικών ζητημάτων - δεν θα μπορούσε να κριθεί επαρκώς αιτιολογημένη. Παραπέμπω συναφώς στο σύγγραμμα του Π. Αρτέμη «Προνομιακά Εντάλματα» σελ. 68-70 όπου, με αναφορά σε πληθώρα αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου, εξετάζεται η μεγάλη σημασία που δίδεται στο ζήτημα της καθυστέρησης.
Επιπροσθέτως των πιο πάνω, επί της ουσίας, το Ανώτατο Δικαστήριο επιλαμβανόμενο αιτήσεων της παρούσης φύσης, μπορεί να ασκήσει θετικά τη διακριτική του ευχέρεια για χορήγηση της αιτούμενης άδειας όπου αποκαλύπτεται εκ πρώτης όψεως συζητήσιμη υπόθεση και όταν διαφαίνεται από το πρακτικό του κατώτερου Δικαστηρίου έλλειψη ή υπέρβαση δικαιοδοσίας, έκδηλη νομική πλάνη, δόλος, προκατάληψη και μη τήρηση των κανόνων φυσικής δικαιοσύνης (βλ. ενδεικτικά Αναφορικά με την αίτηση του Τζων Α. Ιωάννου, Πολ. Αιτ. 55/18 ημερ. 1.6.18, ECLI:CY:AD:2018:D296 που παραπέμπει στις Α. Κωνσταντινίδη (2003) 1 Α.Α.Δ. 1298 και Perella (Aρ.2)(1995) 1 Α.Α.Δ. 692). Με τη διευκρίνιση ωστόσο ότι τέτοια άδεια δεν δίδεται όταν προσφέρεται άλλο ένδικο μέσο ή θεραπεία εκτός και εάν καταδειχθούν επαρκώς εξαιρετικές περιστάσεις για παρέκκλιση του κανόνα (βλ. Perella και Κωνσταντινίδης (ανωτέρω), Base Metal Trading v. Fastact Developments Ltd κ.α. (2004) 1 Α.Α.Δ. 1535, Hellenger Trading Ltd (2000) 1 A.A.Δ. 1965 και Σ. Μαρκίδης (2004) 1 Α.Α.Δ. 552).
Έχοντας υπόψη τις πιο πάνω - διαχρονικές και πάγιες - αρχές κατέληξα ότι η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου δεν μπορεί να ασκηθεί υπέρ της χορήγησης της αιτούμενης άδειας καθότι:
1. Ο αιτητής όχι μόνο αποδέκτηκε εθελούσια τη δικαιοδοσία του κατώτερου Δικαστηρίου, αλλά εθελούσια αποδέκτηκε και την έκδοση του προσβαλλόμενου διατάγματος. Το στοιχείο αυτό κατά την άποψή μου πλήττει τον ισχυρισμό του ότι αποκαλύπτεται εκ πρώτης όψεως συζητήσιμη υπόθεση. Συναφώς, ο ισχυρισμός του ότι το προσβαλλόμενο διάταγμα - (β) ανωτέρω - δεν αποτελεί μέρος της διατροφής, κατά την άποψή μου δεν μπορεί να εξεταστεί στα πλαίσια διαδικασίας Certiorari εφόσον δεν τέθηκε και ούτε εξετάστηκε τέτοιο θέμα από το κατώτερο Δικαστήριο και
2. Ο ισχυρισμός του ότι από το Δεκέμβριο του 2016 σταμάτησε να καταβάλλει το ποσό των €2.000 έναντι του ενοικίου και μέρος της υπόλοιπης διατροφής λόγω οικονομικών προβλημάτων, δεν αποτελεί λόγο για χορήγηση της αιτούμενης άδειας εφόσον μπορούσε βάσει του άρθρου 38 του περί Σχέσεων Γονέων και Τέκνων Νόμου του 1990 (Ν.216/90 όπως τροποποιήθηκε) να υποβάλει αίτηση στο κατώτερο Δικαστήριο για τροποποίηση του διατάγματος διατροφής ή για τερματισμό μέρους ή όλου του διατάγματος. Υπήρχε δηλαδή στη διάθεση του άλλο ένδικο μέσο για προώθηση των θέσεων του.
Για τους πιο πάνω λόγους η αίτηση για χορήγηση της αιτούμενης άδειας απορρίπτεται.
Μ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.
/κβπ