ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2018:D353
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Aίτηση Αρ. 57/2018)
10 Ιουλίου 2018
[Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΕΚΔΟΣΗΣ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ) ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ ΤΟΥ 2018
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΗΣ FINVISION HOLDINGS LIMITED ΑΠΟ . 1, . BUSINESS CENTER, 1ΟΣ ΟΡΟΦΟΣ, ΔΙΑΜ./ΓΡΑΦΕΙΟ 101, ΝΕΑΠΟΛΗ, . ΛΕΜΕΣΟΣ, ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ ΤΥΠΟΥ CERTIORARI ΚΑΙ/Ή MANDAMUS
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ ΚΑΙ/Ή ΔΙΑΤΑΓΜΑ ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΕΜΕΣΟΥ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 10.5.2018 ΔΟΘΕΙΣΑΣ ΣΤΗΝ ΠΡΩΤΟΓΕΝΗ ΑΙΤΗΣΗ ΑΡ. 146/2018 ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΕΜΕΣΟΥ.
--------------
Σ. Πίττας με Ερνάτα Στάροβλα (κα), για την αιτήτρια.
Αλέκος Μαρκίδης, Ανδρέας Χαβιαράς, Μιχάλης Κυριακίδης, Νίκος Μακρίδης, για τους καθ΄ων η αίτηση.
---------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ. Οι διαφορές των διαδίκων, εταιρειών με έδρα τη Λεμεσό, ανέκυψαν σε σχέση με μεταξύ τους συμφωνίες που συνήψαν στη Μόσχα και σχετίζονται με τη συγχώνευση δύο ρωσικών τραπεζών.
Στις εν λόγω συμφωνίες περιλαμβανόταν όρος[1] ότι για οποιεσδήποτε διαφορές ή απαιτήσεις που θα προέκυπταν εξ αυτών ή σε σχέση με αυτές εφαρμοστέο θα ήταν το αγγλικό δίκαιο. Περιπλέον, περιλάμβαναν ρήτρα διαιτησίας με υπαγωγή όλων των διαφορών σε διαιτησία στο London Court of International Arbitration (LCIA) ορίζοντας συνάμα ως έδρα και τόπο της διαιτησίας το Λονδίνο. Σε σχέση με τέτοιες διαφορές και απαιτήσεις η καθ΄ης η αίτηση («η Evison») καταχώρισε απαιτήσεις διαιτησίας στο LCIA.
Είναι όμως η θέση της αιτήτριας («Finvision») ότι παρά τα πιο πάνω, ενόψει ενός άλλου όρου (όρος 2 στη συμφωνία Deed of Undertaking), αρμόδιο διαιτητικό όργανο κατέστη το International Court of Arbitration of Russian Federation Chamber of Commerce & Industry (ICAC), διότι το LCIA δεν πληροί τις απαιτήσεις της ρωσικής νομοθεσίας για να ασκήσει αρμοδιότητα. Ενόψει της στάσης αυτής της Finvision και της πρόθεσης της να καταχωρίσει αίτηση για διαιτησία στο ICAC, η Evison προσέφυγε με τη Γενική Αίτηση 146/2018 στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού όπου, επικαλούμενοι τη δικαιοδοσία που παρέχει το άρθρο 9 του περί Διεθνούς Διαιτησίας Νόμου, Ν. 101/1987, για λήψη «συντηρητικών μέτρων», εξασφάλισε στις 10.5.2018 μονομερώς «αντι-αγωγικό» (anti-suit) και «αντι-διαιτητικό διάταγμα» (anti-arbitration injunction) με το οποίο απαγορεύθηκε η έναρξη ή η προώθηση «δικαστικής ή άλλης νομικής διαδικασίας», εκτός ενώπιον του LCIA. Παράλληλα δόθηκαν και άλλα παρεπόμενα και επικουρικά του κυρίου, διατάγματα.
Ορίστηκαν δε επιστρεπτέα στις 18.5.2018, σε χρόνο τέτοιο ώστε, για τους λόγους που εξηγήθηκαν στην απόφασή για χορήγηση άδειας προς καταχώριση της παρούσας αίτησης[2], να αναφύονται εξαιρετικές περιστάσεις που να δικαιολογούσαν την παραχώρηση άδειας, παρά το ότι τα εν λόγω διατάγματα είχαν οριστεί επιστρεπτέα ενώπιον του Δικαστηρίου που τα εξέδωσε. Τέτοιες εξαιρετικές περιστάσεις προβάλλουν τώρα οι Καθ΄ων η Αίτηση δεν συνέτρεχαν. Έχω εξετάσει την εισήγησή τους και δεν θεωρώ ότι υπάρχει λόγος για αναθεώρηση της αρχικής μου εκτίμησης.
Η άδεια περιορίστηκε σε δύο λόγους. Ο πρώτος λόγος αφορά ζήτημα έλλειψης δικαιοδοσίας, υπό την έννοια, όπως διευκρινίστηκε, του κατά πόσο, ανεξάρτητα από τη γενική ευχέρεια για έκδοση αντι-αγωγικών ή και αντι-διαιτητικών διαταγμάτων προς παρεμπόδιση έναρξης ή προώθησης δικαστικών μέτρων ή διαιτησίας στην αλλοδαπή, τέτοια διατάγματα εμπίπτουν στη δικαιοδοσία που παρέχει το άρθρο 9 του Νόμου προς έκδοση «συντηρητικών διαταγμάτων». Ο δεύτερος λόγος αφορούσε το κατά πόσο το διάταγμα ήταν τέτοιας φύσεως και δραστικότητας ούτως ώστε το Δικαστήριο να μην είχε δικαιοδοσία, εν πάση περιπτώσει, έκδοσής του χωρίς ειδοποίηση.
Με τη δια κλήσεως αίτηση που ακολούθησε δεν μπορούσε να διευρυνθεί το πλαίσιο που καθορίστηκε με τη χορηγηθείσα άδεια (Σταυρής Θεοδούλου (1990) 1 ΑΑΔ 756). Όχι μόνο τούτο, αλλά, περιπλέον, για τις ανάγκες της υπόθεσης αρκεί να εξεταστεί ο πρώτος λόγος.
Ως προς τον πρώτο όμως λόγο προβάλλεται εκ μέρους των Καθ΄ων η Αίτηση δικονομικό κώλυμα, εφόσον όπως εγείρεται στην ένσταση ο εν λόγω Νόμος, Ν. 101/1987, δεν περιλαμβανόταν καν στη νομική βάση της αίτησης για άδεια και παρά ταύτα αποτέλεσε θεμέλιο της απόφασης για παραχώρηση άδειας. Επί τούτου, έγινε εισήγηση εκ μέρους της Καθ΄ης η Αίτηση στο στάδιο της τελικής αγόρευσης όπως η παρούσα αίτηση απορριφθεί επί της αρχής της Kouppa and Another v. Vassiliades (1981) 1 2SC 120, η οποία επιβεβαιώθηκε στη Μαχλουζαρίδης ν. Ιωαννίδης κ.α. (1990) 1 ΑΑΔ 965. Παραπέμφθηκα επίσης στην Αντωνάκης Χατζηνικολάου κ.α. (2011) 1 ΑΑΔ 1595, στην οποία αίτηση για certiorari θεωρείται ότι, επιπρόσθετα με άλλους λόγους, η αίτηση για certiorari υπόκειτο σε απόρριψη και για το λόγο ότι δεν αναγράφονταν οι συγκεκριμένες συνταγματικές ή άλλες πρόνοιες οι οποίες συνιστούσαν τη νομική βάση της αίτησης. Στον Τύπο Α δε, του περί Ανωτάτου Δικαστηρίου (Δικαιοδοσία Έκδοσης Ενταλμάτων Προνομιακής Φύσεως) Διαδικαστικού Κανονισμού του 2018 που δημοσιεύθηκε στο μεταξύ στις 18.5.2018, γίνεται πρόβλεψη για παράθεση των άρθρων της νομοθεσίας επί των οποίων βασίζεται μια αίτηση για άδεια.
Η αρχή της Kouppa και Μαχλουζαρίδης περί ανάγκης για σχολαστικό προσδιορισμό της νομικής βάσης μιας ενδιάμεσης αίτησης που εκδίδεται στα πλαίσια της Δ.48 των περί των Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών, τέθηκε όχι μόνο με αναφορά και σε συνάρτηση με την ρητή και επιτακτική πρόνοια της Δ.48 , κ.1, αλλά σε σχέση και με τον ασυνήθη χαρακτήρα τέτοιων αιτήσεων στις οποίες εξετάζονται επίδικα θέματα έξω από τα πλαίσια της δίκης, οπότε, όπως εξηγήθηκε στην Kouppa και επαναλήφθηκε στη Μαχλουζαρίδης:
«συντρέχουν επιτακτικοί λόγοι που επιβάλλουν όπως παρεμφερή θέματα προσδιορίζονται τόσο νομικά όσο και πραγματικά με ακρίβεια ώστε το Δικαστήριο, χωρίς υπέρμετρη καθυστέρηση, να είναι σε θέση να εξετάσει και με αυτό τον τρόπο να επιστρώσει το έδαφος για την εκδίκαση της ουσίας της διαφοράς.»
Συνεπώς, δεν είναι μόνο θέμα δικονομικής διαφοράς, αλλά και διαφοράς ουσίας. Οι λόγοι που επέβαλαν τη σχολαστική και αυστηρή προσέγγιση προκειμένου για ενδιάμεσες αιτήσεις στα πλαίσια της Δ.48, δεν ισχύουν στην περίπτωση αίτησης για άδεια για certiorari. Η φύση των δύο διαδικασιών και οι ανάγκες σε κάθε μία εξ αυτών είναι πρόδηλα διαφορετική. Στην περίπτωσης αίτηση για certiorari, άλλωστε, η ειδοποίηση που λαμβάνει ο καθ΄ου η αίτηση ως προς τη νομική βάση και τη φύση της υπόθεσης που αντιμετωπίζει, δίδεται τόσο με την άδεια που χορηγείται προηγουμένως, όσο και με τη δια κλήσεως αίτηση που ακολουθεί, έτσι ώστε να μην τίθεται θέμα πρόκλησης αμηχανίας στην άλλη πλευρά. Συνεπώς, θεωρώ ότι η παραπάνω αρχή, περιοριζόμενη στις ενδιάμεσες αιτήσεις της Δ.48, δεν έχει εφαρμογή και ως εκ τούτου, με το δέοντα σεβασμό, η προσέγγιση στην υπόθεση Αντωνάκης Χατζηνικολάου δεν με βρίσκει σύμφωνο.
Στην υπό εκδίκαση περίπτωση, παρά το ότι δεν αναφέρθηκε ο Ν. 101/1987 στη νομική βάση της ex parte αίτησης για άδεια, αυτός ήταν ο Νόμος που τέθηκε από τους ίδιους τους καθ΄ων η αίτηση, περιλαμβανομένου του άρθρου 9, όχι μόνο ως το νομικό και δικαιοδοτικό υπόβαθρο της μονομερούς αίτησής τους επί της οποίας εκδόθηκαν τα προσβαλλόμενα διατάγματα, αλλά και ως ο Νόμος που αποκλειστικά καθορίζει το πλαίσιο της διαδικασίας που προκάλεσαν με την εν λόγω αίτησή τους, εφόσον η αίτηση αυτή τιτλοφορείται ως αίτηση «Αναφορικά με τον περί Διεθνούς Διαιτησίας Νόμο, Ν. 101/1987». Υπ΄αυτή την έννοια η αναφορά στους λόγους της παρούσας αίτησης περί «έλλειψης δικαιοδοσίας για την έκδοση τέτοιας δραστικής φύσεως διαταγμάτων» δεν μπορούσε παρά να αναφέρεται στο Νόμο στον οποίο στήριξαν τη μονομερή αίτησή τους οι καθ΄ων η αίτηση και ειδικότερα, στο άρθρο 9, ως το δικαιοδοτικό άρθρο.
Το άρθρο 9 προσδίδει εξουσία στα κυπριακά Δικαστήρια να διατάσσουν τη λήψη «συντηρητικών μέτρων», οποτεδήποτε πριν από την έναρξη ή κατά τη διάρκεια μιας διεθνούς εμπορικής διαιτησίας, έστω κι αν αυτή δεν διενεργείται στην Κυπριακή Δημοκρατία (άρθρο 3(2) του Νόμου).
Το ερώτημα που τίθεται είναι κατά πόσο ένα αντι-αγωγικό ή ένα αντι-διαιτητικό διάταγμα έχουν την έννοια «συντηρητικών μέτρων» που μπορούν να δοθούν από ένα κυπριακό Δικαστήριο σε σχέση με μια διαιτησία που διενεργείται στο εξωτερικό και ειδικά στο LCIA;
Προς απάντηση στο ερώτημα αυτό, η καθ΄ης η αίτηση παρέπεμψε με αναφορά, μεταξύ άλλων, στην απόφαση του Supreme Court της Αγγλίας στην υπόθεση Ust-Kamenogorsk Hydropower Plant JSC v AES Ust-Kamenogorsk Hydropower Plant LLP [2013] UKSC 35, στη γενική, ως άνω, αρχή που αναπτύχθηκε στα πλαίσια του δικαίου της επιείκειας ότι το ημεδαπό δικαστήριο μπορεί να εκδώσει αντι-αγωγικό/αντι-διαιτητικό διάταγμα με σκοπό να εμποδίσει την έναρξη ή προώθηση αλλοδαπής διαδικασίας η οποία συνιστά παραβίαση ρήτρας διαιτησίας ή ρήτρας αποκλειστικής δικαιοδοσίας, έτσι ώστε να αντίκειται στην καλή πίστη και να συνιστά καταχρηστική διαγωγή.
Ως δικαιολογητική βάση τέτοιας εξουσίας αναγνωρίστηκε η ανάγκη προστασίας του αρνητικού δικαιώματος που μια ρήτρα αποκλεισμού δημιουργεί, χωρίς την οποία οι αποζημιώσεις δεν θα μπορούσαν να συνιστούν στο τέλος ουσιαστική θεραπεία (The Angelic Grace [1995] 1 Lloyd's Rep 87, Donohue v. Armco [2001] UKHL 64).
Περιορισμός στην έκδοση τέτοιων διαταγμάτων επήλθε αργότερα δια της νομολογίας του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου εφόσον κρίθηκε ότι δεν είναι επιτρεπτή η έκδοσή τους εντός του πεδίου εφαρμογής του καθεστώτος Βρυξελλών/Λουγκάνο (West Tankers Inc v. Allianz SpA (Case 185/07) [2009] 1 AC 1138).
Όπως όμως σημειώθηκε στην απόφαση με την οποία δόθηκε άδεια για καταχώριση της παρούσας αίτησης, δεν είναι η γενική αρχή που αμφισβητείται. Είναι το επιμέρους, ως άνω, ερώτημα που ζητά απάντηση.
Ο Νόμος θεσπίστηκε με βάση το πρότυπο Νόμου που ετοιμάστηκε στα πλαίσια των Ηνωμένων Εθνών (Uncitral Model Law on International Commercial Arbitration 1985) (βλ. Γενικός Εισαγγελέας της Κένυας ν. Bank Fur Arbeit Und Wirtschaft AG (1999) 1 ΑΑΔ 585). H πρότυπη διάταξη του Άρθρου 9 αναφέρεται σε «interim measure of protection». Με βάση το πρότυπο Uncitral ετοιμάστηκε και ο Arbitration Act 1996 της Αγγλίας όπου, στο άρθρο 44 που αντιστοιχεί στο δικό μας άρθρο 9, προσδιορίστηκαν, κατά τρόπο εξαντλητικό, τα διατάγματα που είναι δυνατό να δοθούν υπό την έννοια των «συντηρητικών μέτρων». Πρόκειται σαφώς για μέτρα που σκοπό έχουν να προστατεύσουν περιουσία ή να διατηρήσουν μαρτυρία για τους σκοπούς ή σε σχέση με την διαιτησία.
Όσο κι αν ο δικός μας νόμος δεν έχει επεκταθεί σε περιπτωσιολογική ρύθμιση, εξ ορισμού είναι, κατ΄αρχάς, που η εξουσία απαγόρευσης αγωγής ή διαιτησίας σε ξένη χώρα δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως «συντηρητικό» ή προστατευτικό μέτρο. Ο όρος αυτός έχει την έννοια είτε της προστασία του status quo ante με συντηρητικά διατάγματα, είτε της εξασφάλισης και διατήρησης μαρτυρίας. Εκτός εάν θα διευρυνόταν νομοθετικά η έννοια του.
Πέραν της σαφήνειας που από μόνος του ο όρος «συντηρητικά μέτρα» μεταδίδει ως προς την έννοια του, σαφής είναι και η αγγλική νομολογία που καταδεικνύει τα εξής:
(α) Η εξουσία για έκδοση αντι-αγωγικών/αντι-διαιτητικών διαταγμάτων δεν ασκείται με βάση τον Arbitration Act και ειδικά με βάση το s. 44, αλλά με βάση το s. 37 του Senior Courts Act 1981 (αντίστοιχο με το άρθρο 32 του δικού μας περί Δικαστηρίων Νόμου), που παρέχει ευρεία εξουσία έκδοσης απαγορευτικών διαταγμάτων όταν τούτο κρίνεται δίκαιο ή πρόσφορο. Το ζήτημα αυτό αποφασίστηκε στην προαναφερθείσα Ust-Kamenogorsk όπου έγινε μεν αναφορά στο λεκτικό του s. 44, όμως είναι φανερό ότι η ουσία της απόφασης έγκειται στην αναγνώριση, ως μη σχετικής με τον Arbitration Act, της καλώς εμπεδωμένης εξουσίας επί τη βάσει του s. 37 του Senior Court Act σε σχέση με αλλοδαπές διαδικασίες που συνιστούν παραβίαση αρνητικού όρου μιας συμφωνίας περί διαιτησίας (βλ. ιδιαίτερα, παρ. 57 και 58).
Στο ίδιο ζήτημα επανήλθε το High Court στην υπόθεση Southport Success S.A. v. Tsingshan Holding Group Co. Ltd [2015] HC 1974 (Comm), όπου διευκρινίστηκε περαιτέρω ο λόγος της Ust-Kamenogorsk έγκειται στη διαπίστωση ότι «the power to grant an anti-suit injunction to enforce a negative promise comes from s 37 as opposed to s. 44».
Πέραν τούτου, σημαντική είναι η υπόδειξη που έγινε στην ίδια υπόθεση ότι ένα αντι-αγωγικό διάταγμα δεν δίδεται για τους σκοπούς και σε σχέση με τη διαδικασία διαιτησίας, αλλά προς το σκοπό εφαρμογής της αρνητικής υπόσχεσης που περιλαμβάνεται σε μια συμφωνία διαιτησίας να μην ληφθούν μέτρα στην αλλοδαπή. Πρόκειται για εκδήλωση προϋπάρχουσας αρχής της επιείκειας προς καταστολή καταχρηστικής και ανέντιμης συμπεριφοράς που κωδικοποιήθηκε στο s. 37 και καθ΄ημας στο άρθρο 32.
(β) Εν πάση περιπτώσει, ανεξάρτητα από τη δικαιοδοτική βάση της έκδοσης αντι-αγωγικών/αντι-διαιτητικών διαταγμάτων, ήταν πάντοτε σαφές ότι αρμοδιότητα είχαν τα δικαστήρια της έδρας της διαιτησίας (seat of arbitration) (βλ. Steamship Mutual Underwriting Association (Bermuda) Limited v. Sulpico Lines Inc [2008] EWHC 914 (Comm), U & M Mining Zambia Ltd v. Konkola Copper Mines plc [2013] EWHC 260 (Comm)).
(γ) Αλλά ακόμα και στην περίπτωση που θα μπορούσε η έκδοση αντι-αγωγικών/αντι-διαιτητικών διαταγμάτων να θεωρηθεί ως «συντηρητικό μέτρο» και πάλι κατ΄αρχάς αρμόδιο θα ήταν το αγγλικό Δικαστήριο, ως το Δικαστήριο της έδρας της διαιτησίας και μόνο κατ΄εξαίρεση, εάν τούτο επιβαλλόταν για πρακτικούς λόγους, θα μπορούσε να αναλάβει δικαιοδοσία το κυπριακό Δικαστήριο. (U & M Mining Zambia Ltd (ανωτ.)). Εν προκειμένω, κανένας τέτοιος λόγος δεν προβλήθηκε, ώστε να θεμελιωθεί η δικαιοδοσία με βάση το άρθρο 9. Το αρχικό αίτημα της Evison δεν σχετιζόταν με οποιαδήποτε περιουσία ή στοιχείο μαρτυρίας που βρίσκεται στην Κύπρο, ούτε άλλως πως στοιχειοθετήθηκε σύνδεση με την Κύπρο πέραν της έδρας των δύο διαδίκων.
Προβάλλεται, τέλος, με την ένσταση ότι οι Αιτητές παρέλειψαν να προβούν σε αποκάλυψη ουσιωδών γεγονότων. Όσα όμως οι Καθ΄ων η Αίτηση επικαλούνται ως τέτοια, δεν είναι σχετικά με το ζήτημα που ανωτέρω εξετάστηκε και καθόρισε την τύχη της υπόθεσης.
Για όλους τους παραπάνω λόγους, εκδίδεται ένταλμα της φύσεως certiorari δια του οποίου η ενδιάμεση απόφαση και/ή διατάγματα του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού ημερομηνίας 10.5.2018, που εκδόθηκε στα πλαίσια της πρωτογενούς αίτησης αρ. 146/2018, Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού, ακυρώνεται. Έξοδα της αίτησης για άδεια όπως και της παρούσας αίτησης υπέρ των αιτητών όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.
T.Θ. Οικονόμου, Δ.
/ΚΧ»Π
[1] First Call Option Agreement (Όρος 23), Deed of Undertaking (Όροι 4 και 5) Shareholder's Deed (Όροι 6.09 και 6.10)
[2] Αίτηση χωρίς ειδοποίηση από την Finvision Holdings Ltd, Πολ. Αιτ. 44/2018, ημερ. 16.5.2018, ECLI:CY:AD:2018:D232