ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2018:A352
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 336/2012
10 Ιουλίου, 2018.
[ΣΤ. ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΥ, Α. ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ
Εφεσείοντας
ΚΑΙ
ΧΑΡΑΛΑΜΠΙΔΗΣ
Εφεσίβλητος
*************
Χ. Χρυσάνθου για Μ. Κυπριανού & Σία ΔΕΠΕ, για τον Εφεσείοντα
Χρ. Χρυσάνθου με Χρ. Μιτσίδου (κα) για Λ. Παπαφιλίππου για τον Εφεσίβλητο
***************
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Α. Πούγιουρου, Δ.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ: Η παρούσα έφεση στρέφεται κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας ημ. 28/6/2012 στην Αγωγή Αρ. 3212/06, σύμφωνα με την οποίαν ο εφεσείων/ενάγων κρίθηκε αποκλειστικά υπεύθυνος για τροχαίο δυστύχημα με αποτέλεσμα να απορριφθεί η Αγωγή του για αποζημιώσεις και να καταδικαστεί στην πληρωμή των εξόδων του εφεσίβλητου/εναγομένου. Το ύψος των αποζημιώσεων που δικαιούτο ο εφεσείων επί πλήρους ευθύνης είχε δηλωθεί ως παραδεκτό γεγονός πριν την έναρξη της ακροαματικής διαδικασίας και η ακρόαση διεξήχθη σ' όσον αφορά το θέμα της ευθύνης μόνο.
Το τροχαίο δυστύχημα επεσυνέβη στις 4/8/05 στη λεωφόρο Σπύρου Κυπριανού στο Στρόβολο με εμπλεκόμενα οχήματα το αυτοκίνητο υπ. αρ. εγγραφής ..02 που οδηγείτο από τον εφεσίβλητο και το μοτοποδήλατο με αρ. .29 που οδηγείτο από τον εφεσείοντα.
Η πρωτόδικη απόφαση βάλλεται με πέντε (5) λόγους έφεσης. Με τους λόγους έφεσης 1-3 αμφισβητείται η ορθότητα του τελικού συμπεράσματος του πρωτόδικου Δικαστηρίου με το οποίο απαλλάχθηκε ο εφεσίβλητος απ' οποιανδήποτε ευθύνη για το δυστύχημα. Ειδικότερα είναι η θέση του εφεσείοντα ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αξιολόγησε ορθά τη μαρτυρία ενώ παραγνώρισε εντελώς το γεγονός ότι ο εφεσίβλητος επιχείρησε να διασταυρώσει το δρόμο σε σημείο που υπήρχε άσπρη συνεχής γραμμή χωρίς να εφαρμόσει το καθήκον της δέουσας παρατηρητικότητας έναντι των άλλων οδηγών που χρησιμοποιούσαν τον ίδιο δρόμο. Δεν έλαβε περαιτέρω κανένα μέτρο προς αποφυγή της σύγκρουσης. Το Δικαστήριο παραγνώρισε επίσης την παραδοχή του εφεσίβλητου ότι δεν αντιλήφθηκε τον εφεσείοντα πριν τη σύγκρουση λόγω της περιορισμένης ορατότητας ενόψει της παρουσίας του σταματημένου οχήματος με αρ. εγγραφής .55.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατά την αξιολόγηση της ενώπιον του μαρτυρίας προτίμησε τη μαρτυρία του εφεσίβλητου και των δύο μαρτύρων που κλήθηκαν από πλευράς του δηλ. του ΜΥ1, Σιαηλή, αστυνομικού εξεταστή του δυστυχήματος και του ΜΥ2, Χριστοδουλίδη, αυτόπτη μάρτυρα, κρίνοντας τους καθόλα αξιόπιστους. Απέρριψε δε τη μαρτυρία του εφεσείοντα ως αναξιόπιστη ενώ σ' όσον αφορά τον ΜΕ2, τυλιανού, έκρινε ότι δεν πρόσφερε καμιά βοήθεια στο Δικαστήριο με τη μαρτυρία του.
Κατέληξε στη συνέχεια στα εξής ευρήματα:
«Κατά την 4.8.2005 και περί ώρα 14.30 ο ενάγοντας οδηγούσε το μοτοποδήλατο με αριθμό εγγραφής .29 στη λεωφόρο Σπύρου Κυπριανού με κατεύθυνση από Λεωφόρο Κωνσταντινουπόλεως προς Λεωφόρο Τσερίου. Την ίδια πορεία ακολουθούσε και ο Μ.Υ.2 οδηγώντας το όχημα του μάρκας Pajero με αριθμό εγγραφή .55. Με αντίθετη κατεύθυνση οδηγούσε το όχημα του με αριθμό εγγραφής ..02 ο εναγόμενος. Έχοντας εισέλθει και εξέλθει από το πρατήριο βενζίνης Agip στην πορεία του, ο εναγόμενος αναζήτησε να στρίψει δεξιά με πρόθεση να εισέλθει στο πρατήριο βενζίνης ESSO το οποίο βρίσκεται στην αντίθετη πορεία του δρόμου. Λόγω της πυκνής τροχαίας κίνησης ανέμενε μέχρι που ο Μ.Υ.2 του έδωσε προτεραιότητα να εισέλθει στο αντίθετο ρεύμα κυκλοφορίας, διασταυρώνοντας το, για να υλοποιήσει την πρόθεσή του. Αυτό έπραξε ο εναγόμενος και αφού διασταύρωσε την αντίθετη λωρίδα κυκλοφορίας και εισήλθε στο ασφάλτινο παγκέτο και είσοδο στο πρατήριο βενζίνης ESSO, ο ενάγοντας, ο οποίος οδηγούσε στο ασφάλτινο παγκέτο προσπερνώντας το όχημα του Μ.Υ.2 συγκρούστηκε με το όχημα του εναγομένου στο σημείο Χ επί του Τεκμηρίου 1, στην πόρτα του συνοδηγού και πισινό φτερό του οχήματος του εναγομένου. Το ύψος του οχήματος του Μ.Υ.2 εμπόδιζε την ορατότητα των δύο οδηγών. Στο σημείο απαγορεύετο η στροφή από τον εναγόμενο προς τα δεξιά αν και η συνεχόμενη άσπρη γραμμή στο μέσο του δρόμου σε μερικά σημεία δεν ήταν εμφανής. Το μοτοποδήλατο του ενάγοντα άφησε ίχνη τροχοπέδησης εντός του ασφάλτινου παγκέτου. Στο εν λόγω σημείο δεν υπήρχε οτιδήποτε που να θέτει σε εγρήγορση τον εναγόμενο να αναμένει όχημα να οδηγείται επί του ασφάλτινου παγκέτου από την κατεύθυνση που οδηγούσε ο ενάγοντας το μοτοποδήλατο του.»
Εξετάσαμε με προσοχή τους λόγους έφεσης που αφορούν στο συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο εφεσείων ήταν αποκλειστικά υπεύθυνος για το δυστύχημα, σε συνάρτηση με τους λόγους έφεσης 4 και 5 που αφορούν στο λανθασμένο της αξιολόγησης της μαρτυρίας των διαδίκων.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο για να καταλήξει στα πιο πάνω ευρήματα του αποδέχθηκε κατ' αρχάς την εκδοχή του εφεσίβλητου και του ΜΥ2 που ήταν ο οδηγός του αυτοκινήτου με αρ. εγγραφής .55, το οποίο σταμάτησε στη λωρίδα κυκλοφορίας του για να δώσει προτεραιότητα στο αυτοκίνητο του εφεσίβλητου που έλαυνε εξ αντιθέτου και προτίθετο να στρίψει δεξιά, σύμφωνα με την πορεία του, για να εισέλθει στο πρατήριο βενζίνης που βρισκόταν στην πλευρά του ΜΥ2.
Όπως ανέφερε ο ΜΥ2, όταν σταμάτησε για να επιτρέψει στον εφεσίβλητο να στρίψει δεξιά υπήρχε πυκνή τροχαία κίνηση και από τις δύο κατευθύνσεις και τα οχήματα κινούντο αργά. Μόλις το αυτοκίνητο του εφεσίβλητου πέρασε από μπροστά του και ο ίδιος ήταν έτοιμος να προχωρήσει κανονικά στην πορεία του, άκουσε το θόρυβο ενός μοτοποδηλάτου να έρχεται από τα αριστερά του, να πατά τα φρένα του και να κτυπά στην πόρτα του συνοδηγού και στο πίσω αριστερό φτερό του αυτοκινήτου του εφεσίβλητου. Το Δικαστήριο έκρινε ότι η μαρτυρία του ΜΥ2 ήταν απόλυτα σύμφωνη με εκείνη του εφεσίβλητου αλλά και με τα αντικειμενικά ευρήματα του ΜΥ1, αστυνομικού εξεταστή, στη σκηνή.
Η εκδοχή του εφεσείοντα ως προς τον τρόπο που έγινε το δυστύχημα δεν έγινε δεκτή από το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδίδοντας του προσπάθεια παρουσίασης πλασματικής εικόνας πραγμάτων. Απέρριψε την εκδοχή του ότι το προπορευόμενο όχημα του ΜΥ2 δεν έδωσε καμιά ένδειξη ότι θα σταματούσε και ότι σταμάτησε απότομα γιατί το αυτοκίνητο του εφεσίβλητου είχεν εισέλθει στην πορεία του, εφόσον δεν συνάδει με την υπόλοιπη μαρτυρία του. Δεν αποδέχθηκε επίσης τη θέση του ότι η τροχαία κίνηση ήταν αραιή και ότι το παγκέττο ήταν χωμάτινο, ενόψει της μαρτυρίας των μαρτύρων υπεράσπισης, που αποδέχθηκε το Δικαστήριο, οι οποίοι υποστήριζαν το αντίθετο.
Τελικά το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την Αγωγή του εφεσείοντα.
Αποτελεί πάγια θέση της νομολογίας ότι ο τρόπος που αξιολογούνται οι μάρτυρες, αποτελεί ένα από τα πρωταρχικά καθήκοντα του πρωτόδικου δικαστηρίου, το οποίο είναι σε πλεονεκτική θέση να παρακολουθεί τους μάρτυρες στη ζωντανή ατμόσφαιρα της δικαστικής αίθουσας, προτού τους αξιολογήσει (βλ. ΧατζηΠαύλου ν. Κυριάκου κ.α. (2006) 1 Α ΑΑΔ 236 και Τσιαττές Κ. Solomonides (Cartridges Industries) Ltd (2009) 1B ΑΑΔ 974). Το Εφετείο επεμβαίνει μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις στον τρόπο που το δικαστήριο αξιολογεί την αξιοπιστία των μαρτύρων (βλ. Πίτσιλλος ν. Ευγενίου (1989) 1E ΑΑΔ 691 και Γεώργιος & Σπύρος Τσαππή Λτδ ν. Πολυβίου (2009) 1A ΑΑΔ 339). Αυτό γίνεται όταν το Δικαστήριο διαπιστώσει ότι τα συμπεράσματα του πρωτόδικου δικαστηρίου για την αξιοπιστία των μαρτύρων, αντικειμενικά κρίνοντας, δεν είναι ευλόγως επιτρεπτά, αντιστρατεύονται την κοινή λογική, δεν δικαιολογούνται από τη μαρτυρία, είναι εξ αντικειμένου ανυπόστατα ή όταν διαπιστώνονται αντιφάσεις ουσιαστικής μορφής. Όπως αναφέρθηκε στην Χρίστου ν. Ηροδότου κ.α. (2008) 1 Α ΑΑΔ 676 η μαρτυρία του κάθε μάρτυρα κρίνεται κατά κύριο λόγο από το περιεχόμενο της το οποίο ελέγχεται με τη βάσανο της λογικής και της ανθρώπινης εμπειρίας ως προς την αναμενόμενη φυσιολογική εξέλιξη των πραγμάτων της ζωής.
Σύμφωνα με τις αρχές της νομολογίας, το Εφετείο επεμβαίνει στον καταμερισμό ευθύνης μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις και όταν θεωρηθεί ότι ο καταμερισμός της ευθύνης από το πρωτόδικο Δικαστήριο ήταν καταφανώς εσφαλμένος (βλ. Κλεάνθους κ.α. ν. Ευαγγέλου (1998) 1 (Γ) ΑΑΔ 1681 και Σαμαρά κ.α. ν. Πιπονίδου κ.α. (2013) 1 (Α) ΑΑΔ 629, 647).
Στην προκειμένη περίπτωση με όσα υποστήριξε ο δικηγόρος του εφεσείοντα στο περίγραμμα αγόρευσης του δεν μας έπεισαν ως προς το λανθασμένο της αξιολόγησης της μαρτυρίας και των ευρημάτων επί των γεγονότων στα οποία κατέληξε το πρωτόδικο Δικαστήριο, ώστε να χρειάζεται η επέμβαση μας.
Η διαφωνία μας με το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρεται στην κατάληξη του ότι η ενέργεια του εφεσίβλητου να διασταυρώσει την αντίθετη λωρίδα κυκλοφορίας του δρόμου ουδεμία αιτιώδη συνάφεια είχε με την πρόκληση του δυστυχήματος.
Παραθέτουμε, για σκοπούς καλύτερης κατανόησης, αυτούσιο το απόσπασμα από την πρωτόδικη απόφαση στο οποίο εμφαίνεται το σκεπτικό του Δικαστηρίου που το οδήγησε στη διαπίστωση ότι ο εφεσίβλητος δεν συνέτεινε με οποιοδήποτε τρόπο στο δυστύχημα:
«Αποτελεί κατάληξη μου ότι στην υπό κρίση περίπτωση η παράβαση από μέρους του εναγομένου να στρίψει δεξιά διασταυρώνοντας την αντίθετη λωρίδα κυκλοφορίας ουδεμία αιτιώδη συνάφεια έχει με την πρόκληση του δυστυχήματος. Κι' αυτό ακόμη και χωρίς να λαμβάνω υπόψη το τι η άσπρη γραμμή σε μερικά σημεία δεν ήταν εμφανής ενδεχομένως δίνοντας άλλη εντύπωση στους οδηγούς. Ο τρόπος που ο εναγόμενος ενήργησε, δηλαδή η οδική του συμπεριφορά, αντικειμενικά κρινόμενη, δεν ήταν τέτοια που θα πρέπει να του αποδοθεί οποιαδήποτε ευθύνη ή αμέλεια. Δεν υπολείπεται η συμπεριφορά του σε οτιδήποτε από τη συμπεριφορά ενός λογικού συνετού οδηγού. Αποκλειστική ευθύνη για το δυστύχημα βρίσκω ότι φέρει ο ενάγοντας ο οποίος υπό συνθήκες πυκνής τροχαίας, επέλεξε να προσπερνά από αριστερά ακινητοποιημένο όχημα, χρησιμοποιώντας το ασφάλτινο παγκέτο με τρόπο και όταν αυτό δεν ήτο ασφαλές. Υπό τας περιστάσεις, ο εναγόμενος δεν μπορούσε λογικά να αναμένει τέτοια ενέργεια ως του ενάγοντα, ώστε να απαιτείτο η λήψη από μέρους του άλλων προληπτικών μέτρων.»
Δεν αμφισβητήθηκε πρωτόδικα ότι κατά το χρόνο του δυστυχήματος ο εφεσείων οδηγούσε το μοτοποδήλατο του κατά μήκος του ασφάλτινου παγκέττου και ότι ακολουθούσε την ίδια πορεία με του ΜΥ2. Αυτός ο τρόπος οδήγησης ήταν και ο κύριος παράγοντας, σύμφωνα με την πρωτόδικη απόφαση, πρόκλησης του δυστυχήματος εφόσον ο εφεσίβλητος δεν θα μπορούσε λογικά να αναμένει τέτοια συμπεριφορά από πλευράς εφεσείοντα.
Διαλανθάνει όμως της προσοχής του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι και το παγκέττο συνιστά μέρος του δρόμου με ορατό το ενδεχόμενο να χρησιμοποιείται τόσο από πεζούς όσο και από οχήματα.
Ο ορισμός της οδού δίνεται από το άρθρο 2 του περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων και Τροχαίας Κινήσεως Νόμου του 1972 (Ν.86/72) και είναι «οιαδήποτε οδός, δρόμος, πλατεία, ατραπός, ανοικτός χώρος ως και παν χώρος προσιτός εις το κοινόν, περιλαμβάνει δε πάσαν γέφυραν, γεφύριον, ρείθρον, ανάχωμα, αύλακα, λιθόστρωτον ή τοίχωμα υποστηρίξεως, χρησιμοποιούμενον αναφορικώς προς οιανδήποτε οδόν».
Στην υπόθεση Μεταξάς ν. Ιωάννου (2010) 1 (Γ) Α.Α.Δ. 1814 αναφέρθησαν τα εξής ως προς τη σχέση του παγκέττου με το δρόμο στις σελ. 1823 και 1824:
«Όπως έχει αποφασιστεί στην υπόθεση Charalambous v. The Police (1982) 2 C.L.R. 134, ουσιώδες χαρακτηριστικό του όρου «οδός» είναι η πρόσβαση από το κοινό. Το ουσιώδες είναι κατά πόσο ο συγκεκριμένος χώρος είναι ανοικτό διάστημα ή τόπος στον οποίο το κοινό, αλλά όχι μόνο μια συγκεκριμένη τάξη ή μέρος του κοινού έχει πρόσβαση, όχι δυνάμει αδείας, αλλά είτε λόγω ανοχής ή συνήθειας ή χωρίς ρητή απαγόρευση και χωρίς να χρειάζεται να υπερπηδηθούν φυσικά εμπόδια που τοποθετήθηκαν από τον ιδιοκτήτη ή το πρόσωπο που δικαιούται σε κατοχή. Το θέμα είναι πραγματικό (Νικηφόρου v. Αντωνίου κ.ά. (2001) 1 Α.Α.Δ. 937).
Το κράσπεδο είναι μέρος του δρόμου και κάθε οδηγός έχει ασφαλώς την υποχρέωση να αντιλαμβάνεται και να λαμβάνει υπ' όψιν οτιδήποτε κινείται σ' αυτό. Δεν αντιλαμβανόμαστε γιατί κάποιος που οδηγεί στο κράσπεδο αδυνατεί να παρακολουθεί την κίνηση στο δρόμο. Εν πάση περιπτώσει, είναι προφανές ότι την ευθύνη για την πρόκληση του ατυχήματος είχε ο εφεσίβλητος ο οποίος οδηγώντας το αυτοκίνητό του παρέλειψε να αντιληφθεί την παρουσία του εφεσείοντα επί του κρασπέδου, με αποτέλεσμα να τον παρασύρει. Ασφαλώς και ο εφεσίβλητος έπρεπε να ελέγξει το κράσπεδο το οποίο, όπως είδαμε, αποτελεί μέρος του δρόμου προτού στρίψει αριστερά για να εισέλθει στη φρουταρία που ήθελε να πάει. Ο δρόμος, για σκοπούς οδικής συμπεριφοράς, δεν τελειώνει, όπως εισηγείται ο εφεσίβλητος, στην άσπρη συνεχή γραμμή στην αριστερή πλευρά του δρόμου, αλλά εκτείνεται και στο κράσπεδο όπου υπάρχει πιθανότητα να κινούνται οχήματα αλλά και πεζοί».
Υπό το φως της πιο πάνω νομολογίας βρίσκουμε ότι η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου να μην αποδώσει καμιά ευθύνη στον εφεσίβλητο για το δυστύχημα είναι μεμπτή. Οι συνθήκες που επικρατούσαν κατά τον ουσιώδη χρόνο, σύμφωνα με τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, όπου υπήρχε πυκνή τροχαία κίνηση και ουρά σταματημένων αυτοκινήτων πίσω από το ακινητοποιημένο αυτοκίνητο του ΜΥ2, θα έπρεπε να θέσουν τον εφεσίβλητο σε εγρήγορση ότι κάποιος οδηγός οχήματος και ιδιαίτερα μοτοσυκλέττας θα έκαμνε χρήση του ασφαλτικού παγκέττου, που συνιστά προέκταση του δρόμου, για να αποφύγει ακριβώς την ουρά των σταματημένων αυτοκινήτων, και να έπαιρνε τις αναγκαίες προφυλάξεις προτού ολοκληρώσει τη στροφή στα δεξιά για να εισέλθει στο πρατήριο βενζίνης. Στην περίπτωση του εφεσίβλητου το καθήκον να ελέγξει το παγκέττο και να πάρει επιπρόσθετες προφυλάξεις ήταν αυξημένο λόγω του ευρήματος του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι το ύψος του αυτοκινήτου του ΜΥ2 που είχε σταματήσει για να του δώσει προτεραιότητα εμπόδιζε την ορατότητα των δύο οδηγών με αποτέλεσμα να μην ήταν δυνατός ο εντοπισμός των οχημάτων τους πριν τη σύγκρουση. Γεγονός παραμένει ότι ο εφεσίβλητος δεν έλαβε κανένα μέτρο για να επιβεβαιώσει ότι ήταν ασφαλής η έξοδος του μπροστά από το σταματημένο αυτοκίνητο για να εισέλθει στο παγκέττο, όπως να κινηθεί σιγά - σιγά και ελέγχοντας σπιθαμή προς σπιθαμή την κίνηση του (inching out).
Στην υπόθεση Tranta v. Boyadji, (1984) 1 CLR 213 επικυρώθηκε η πρωτόδικη απόφαση με την οποία αποδόθηκε ποσοστό ευθύνης 50% στον οδηγό που εξέρχετο από πάροδο στον κύριο δρόμο και συγκρούστηκε με αυτοκίνητο που ήλαυνε επί του κυρίου δρόμου έστω και αν η έξοδος του από την πάροδο έγινε σιγά - σιγά (inching out). Παραθέτουμε το σχετικό απόσπασμα από τις σελ. 216 και 217:
Even if we were to accept that the appellant was inching out slowly from the sideroad, that would not automatically exonerate him of liability in the circumstances of this case making us interfere with the apportionment of same.
Useful reference in that respect may be made to the case of Worsfold v. Howe [1980] 1 All. ER. p. 1025, where it was held that:
"There was no principle of law that a driver was entitled to emerge blind from a minor road onto a major road by inching forward beyond his line of vision and that if he did so very slowly he was under no liability to other traffic on the main road. Since the judge would have held the parties equally to blame but for the fact that he felt bound by precedent to hold that the defendant was under no liability, the appeal would be allowed and judgment entered for the plaintiff for half the agreed damages."
So, even where the driver was inching into the main road from a side road he was found in the circumstances to have been 50% liable.
Ως προς τη σημασία του τρόπου εξόδου (inching out) από σημείο όπου η ορατότητα είναι περιορισμένη, σχετική είναι επίσης η υπόθεση Clarke v. Winchurch and Others (1969) 1 All E.R. 279 στην οποίαν αναφέρθησαν τα εξής.
"That finding seems to me to be a finding that the car driver came out extremely slowly and extremely carefully. In effect he inched his way out beyond the line of the bus. If it be said (and it is the most formidable point that has been made) that he ought to have just poked his nose out and then stopped, I venture to think that the answer is that that is a counsel of perfection; and the difference between doing that, going out for only a foot or a little more, and travelling very, very slowly for a yard is so small that it is wrong to say that in the one case it would amount to negligence, and in the other it would not. I regard the suggestion of just going out and then stopping as a counsel of perfection."
Όπως αναφέρθηκε στις μεταγενέστερες υποθέσεις Gaston Warehousing Co. Ltd v. O.F. Smart (Liverpool) Ltd (1973) RTR 377 και Worsfold v. Howe (ανωτέρω) η υπόθεση Clarke δεν διαμόρφωσε κανόνα δικαίου ότι υπό παρόμοιες περιστάσεις δεν μπορεί να υπήρξε αμέλεια. Η κάθε περίπτωση εξετάζεται υπό το πλέγμα των συνθηκών και περιστατικών της (βλ. επίσης Μίσιης ν. Αστυνομίας (1997) 2 ΑΑΔ 421.)
Η αναφορά και μόνο στη μαρτυρία του εφεσίβλητου ότι λόγω του ύψους του σταματημένου οχήματος του ΜΥ2 που εμπόδιζε την ορατότητα του και ότι δεν ανέμενε να έρχεται όχημα από την κατεύθυνση του μοτοποδηλάτου σε συνάρτηση με την παράλειψη του να κινηθεί σιγά - σιγά και να ελέγξει σπιθαμή προς σπιθαμή το παγκέττο, λόγω του περιορισμού της ορατότητας του, συνιστούν στοιχεία που καταδεικνύουν επίδειξη αμέλειας από πλευράς του.
Σημειώνεται ότι ο εφεσίβλητος για να στρίψει δεξιά διέσχισε τη συνεχή άσπρη γραμμή στο κέντρο του δρόμου για να εισέλθει σε χώρο που βρισκόταν στην αντίθετη πλευρά της πορείας του. Το γεγονός ότι σε ορισμένα σημεία η συνεχής άσπρη γραμμή δεν ήταν εμφανής δεν ενέχει καμιά σημασία ενόψει της αποδεκτής μαρτυρίας του ΜΥ1 ότι στο σημείο που επιχειρήθηκε η στροφή δεξιά ήταν εμφανής.
Είναι νομολογιακά γνωστό ότι η παράβαση απλά κανόνων της οδικής κυκλοφορίας δεν αρκεί για να εξαχθεί συμπέρασμα αμέλειας (βλ. Χριστοφόρου ν. Τρύφωνος (1999) 1 (Γ) ΑΑΔ 1516). Στην υπόθεση Χρυσοστόμου ν. Cameron (2010) 1 ΑΑΔ 1992 λέχθηκε ότι «η παραβίαση της άσπρης συνεχόμενης γραμμής αποτελεί παράβαση εκ του νόμου καθήκοντος και συνιστά αμέλεια». Η διασταύρωση στο σημείο που επιχείρησε ο εφεσίβλητος, όπου υπήρχε ευκρινής συνεχής άσπρη γραμμή σε συνάρτηση με τις συνθήκες που επικρατούσαν κατά τον ουσιώδη χρόνο, όπως τις επεξηγήσαμε ανωτέρω, συνέτειναν στο δυστύχημα.
Συνεπώς βρίσκουμε τον εφεσίβλητο ως συνυπεύθυνο για την πρόκληση του δυστυχήματος.
Είναι γνωστές οι αρχές που διέπουν το θέμα της αμέλειας και δεν θεωρούμε αναγκαίο να τις επαναλάβουμε. Απλά παραπέμπουμε, μεταξύ άλλων, στις αποφάσεις Κυριάκος Χριστοδούλου ν. Γρηγόρη Γρηγορίου (1989) 1(Ε) Α.Α.Δ. 178, Christoforou (No. 2) v. Asproftas and Another (1988) 1 C.L.R. 441, Βλάσιος ν. Αντωνίου (1990) 1 Α.Α.Δ. 815, ΧατζηΓιάννης ν. Κουμάση κ.α. (1995) 1 Α.Α.Δ. 150 και Χριστοφίνης ν. Φραντζή, Πολ. Εφ. 328/11, ημ. 31/5/17, ECLI:CY:AD:2017:A202.
Ως εκ τούτου κρίνουμε ότι υφίσταται λόγος επέμβασης μας προς ανατροπή του συμπεράσματος του πρωτόδικου Δικαστηρίου να θεωρήσει τον εφεσείοντα αποκλειστικά υπεύθυνο για το δυστύχημα. Είναι κατάληξη μας ότι το επίδικο δυστύχημα επεσυνέβη λόγω λανθάνουσας οδικής συμπεριφοράς και από τους δύο διαδίκους. Ο καταμερισμός ευθύνης συναρτάται ως προς την αιτιώδη συνάφεια και τη γενεσιουργό πράξη των αντίστοιχων οδηγών. Στην παρούσα περίπτωση και οι δύο οδηγοί είχαν επιδείξει αμέλεια. Ο εφεσείων ήταν αμελής γιατί οδηγώντας στο παγκέττο και αντιλαμβανόμενος ότι μπροστά του εντός του ασφαλτικού οδοστρώματος του δρόμου ήταν σταματημένο το αυτοκίνητο του ΜΥ2 και πίσω του ουρά σταματημένα οχήματα που έπρεπε να τον θέσουν σε εγρήγορση, συνέχισε την πορεία του χωρίς να λάβει καμία προφύλαξη. Χρησιμοποίησε τα φρένα του μόνο όταν αντιλήφθηκε μπροστά του το αυτοκίνητο του εφεσίβλητου να βρίσκεται εντός της πορείας του όταν πλέον ήταν αργά. Ο εφεσίβλητος με πρόθεση να στρίψει δεξιά για να εισέλθει σε πρατήριο βενζίνης που βρισκόταν στην αντίθετη πλευρά του δρόμου διέσχισε τη συνεχή άσπρη γραμμή στο κέντρο του δρόμου και εισήλθε στην πορεία του εφεσείοντα που οδηγούσε εντός του παγκέττου χωρίς προηγουμένως να ελέγξει σπιθαμή προς σπιθαμή το παγκέττο ότι ήταν ελεύθερο προτού το διασταυρώσει.
Ο καταμερισμός της ευθύνης κρίνουμε ότι πρέπει να βαρύνει τον εφεσείοντα κατά 50% και τον εφεσίβλητο κατά 50%.
Συνεπώς η έφεση επιτυγχάνει και η πρωτόδικη απόφαση τροποποιείται ως προς την απόδοση ευθύνης, μετά την κατάληξη μας ότι ευθύνεται εξίσου και ο εφεσίβλητος κατά 50% για το δυστύχημα.
Ενόψει του παραδεκτού γεγονότος κατά την πρωτόδικη διαδικασία ότι οι γενικές αποζημιώσεις που δικαιούται ο εφεσείων επί πλήρους ευθύνης ανέρχονται σε €6.500,00 με νόμιμο τόκο από την ημερομηνία της απόφασης και οι ειδικές αποζημιώσεις σε €1.712,30 με νόμιμο τόκο από την καταχώρηση της Αγωγής, ο εφεσείων δικαιούται σε €3.250,00 γενικές αποζημιώσεις και €856,15 ειδικές αποζημιώσεις, στη βάση του ποσοστού ευθύνης του εφεσίβλητου για το δυστύχημα.
Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται.
Εκδίδεται απόφαση υπέρ του εφεσείοντα και εναντίον του εφεσίβλητου για το ποσό των €3.250,00 ως γενικές αποζημιώσεις με νόμιμο τόκο από τις 28/6/12, ημερομηνία έκδοσης της πρωτόδικης απόφασης, και €856,15 ως ειδικές αποζημιώσεις με νόμιμο τόκο από τις 16/5/06, ημερομηνία καταχώρησης της Αγωγής.
Τα έξοδα της πρωτόδικης διαδικασίας και κατ' έφεση επιδικάζονται υπέρ του εφεσείοντα και εναντίον του εφεσιβλήτου, όπως υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.
ΣΤ. ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.
Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.
Α. ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ.
/Α.Λ.Ο.