ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
ECLI:CY:AD:2018:A351
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. 328/2012)
10 Ιουλίου 2018
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, ΠΟΥΓΙΟΥΡΓΟΥ, Δ/στές]
ΠΑΠΑΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ, ΩΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΗΣ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΗΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΤΕΩΣ ΕΚ ΣΤΡΟΒΟΛΟΥ ΔΥΝΑΜΕΙ
ΔΙΑΤΑΓΜΑΤΟΣ ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ ΣΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ 12/07
Εφεσείων
ΚΑΙ
ΧΡΙΣΤΟΦΙΔΟΥ,
Εφεσίβλητης
-------------------------------------------
Λ. Βραχίμης, για τον Εφεσείοντα.
Λ. Λουκαΐδης, για την Εφεσίβλητη.
-------------------------------------------
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Η ομόφωνη απόφαση του
Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Δικαστή Ναθαναήλ.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας εκδίκασε αγωγή που ήγειρε η εφεσίβλητη-ενάγουσα με την οποία αξίωσε δηλωτικές αποφάσεις του Δικαστηρίου ότι ο αποβιώσας σύζυγος της Χριστοφίδης, εγγεγραμμένος ιδιοκτήτης του ημίσεως μεριδίου διαμερίσματος στη Λευκωσία, το κατείχε ως καταπιστευματοδόχος προς όφελος της δυνάμει ρητού ή εξυπακουόμενου ή καταληκτικού εμπιστεύματος. Και ότι η ίδια δικαιούτο να εγγραφεί ως ιδιοκτήτρια του μεριδίου αυτού, του υπολοίπου μεριδίου ήδη εγγεγραμμένου επ΄ ονόματι της.
Το Δικαστήριο μετά από ακροαματική διαδικασία στην οποία αξιολόγησε την ενώπιον του μαρτυρία, δικαίωσε την εφεσίβλητη και εξέδωσε διάταγμα μεταβίβασης και εγγραφής του ως άνω ημισίου μεριδίου επ΄ ονόματι της εφεσίβλητης με έξοδα υπέρ της. Τα γεγονότα τα οποία οδήγησαν σε αυτή την κρίση προκύπτουν με αρκετή καθαρότητα και λεπτομέρεια από την πρωτόδικη απόφαση, σε συντομία δε έχουν ως εξής: Ο Χριστοφίδης κατέλειπε ως επιζώσα σύζυγο την εφεσίβλητη και δύο τέκνα από προηγούμενο γάμο. Δεν άφησε διαθήκη και η αγωγή στράφηκε εναντίον του διαχειριστή της περιουσίας του αποβιώσαντος, στην πορεία δε προσετέθη και ο διαχειριστής της πρώην συζύγου του αποβιώσαντος κατόπιν δικού του αιτήματος. Η εφεσίβλητη και ο αποβιώσας παντρεύτηκαν το 1986 και η εφεσίβλητη, η οποία τότε διέμενε και εργαζόταν μονίμως στην Ελλάδα, εγκατέλειψε την εκεί ζωή της και ήλθε στην Κύπρο για να είναι με τον σύζυγο της. Σύμφωνα με τη μαρτυρία της η οποία έγινε δεκτή πρωτοδίκως, η ίδια ήθελε να αγοράσουν μια κατοικία και ανέλαβε προς τούτο τις σχετικές πρωτοβουλίες δεδομένου ότι ο σύζυγος της σε αυτά τα θέματα δεν ήταν καθόλου οργανωτικός. Αγοράστηκε λοιπόν το επίδικο διαμέρισμα έναντι του ποσού των £55.000 πλέον φόρους και τόκους, το οποίο εξοφλήθη από ποσά που κατέβαλαν και οι δύο, ενώ για σκοπούς χρηματοδότησης της αγοράς συνήφθηκαν δάνεια με εγγύηση το διαμέρισμα και εκχώρηση των αντίστοιχων ασφαλιστηρίων εγγράφων ζωής.
Η μαρτυρία της εφεσίβλητης ότι ήταν πάντοτε κοινή συμφωνία, αλλά και η πρόθεση και συναντίληψη του ζεύγους ότι θα προέβαιναν στην αγορά κατοικίας που θα ανήκε αποκλειστικά ή θα μεταβιβαζόταν επ΄ ονόματι της, έγινε δεκτή με δεδομένη, πέραν της καλής εντύπωσης που η ίδια έκαμε στο Δικαστήριο, και της μαρτυρίας του Παναγιώτου, δικηγόρου και φίλου του αποβιώσαντος, τον οποίο ο αποβιώσας επισκέφθηκε στις 4.6.1993 σε ανύποπτο χρόνο, (ο Χριστοφίδης απεβίωσε στις 22.6 1998), παραδίδοντας του έγγραφο υπογραμμένο από τον ίδιο για να το παραδώσει στην εφεσίβλητη μετά θάνατο. Στο έγγραφο αυτό, ο αποβιώσας δήλωσε ότι «... εις περίπτωση θανάτου μου ή προχωρημένης αναπηρίας μου, το διαμέρισμα ... ανήκει εξ ολοκλήρου στη σύζυγο μου Χριστοφίδου.». Η παράδοση του εγγράφου αυτού στον Παναγιώτου έγινε λόγω της εμπιστοσύνης που ο αποβιώσας είχε στο άτομο του θεωρώντας ότι ό,τι περιεχόταν στο έγγραφο ο κ. Παναγιώτου θα το έπραττε ως η επιθυμία του. Στην εξέλιξη των πραγμάτων μετά το θάνατο του Χριστοφίδη και ενώ ο Παναγιώτου είχε σκοπό να επικοινωνήσει με την εφεσίβλητη, τον πρόλαβε εκείνη όταν το Σεπτέμβριο του 1998 του τηλεφώνησε για να τον ρωτήσει αν είχε στην κατοχή του οποιοδήποτε έγγραφο του συζύγου της που την αφορούσε. Ήταν η σχετική μαρτυρία της εφεσίβλητης ότι δέκα μέρες πριν το θάνατο του της ανέφερε στην παρουσία της μητέρας της ότι «μόνο εκείνη τον νοιαζόταν» και το σπίτι της ανήκε, αναφέροντας της ότι το θέμα το είχε ήδη διευθετήσει με τον Παναγιώτου.
Κατά τα υπόλοιπα, η εφεσίβλητη στη μαρτυρία της αναφέρθηκε με λεπτομέρεια στα οικονομικά δεδομένα της αγοράς του διαμερίσματος χωρίς όμως να μπορούσε να δηλώσει ποια ποσά κατέβαλλε η ίδια και ποια ο σύζυγος της διότι, ως είπε, δεν τίθετο διαχωρισμός των οικονομικών θεμάτων σε ένα ζευγάρι και δεν μετρούσαν και ζύγιζαν τι ποσά έδωσε ο καθένας. Οι αποδείξεις που εκδίδονταν από την πωλήτρια εταιρεία του διαμερίσματος έφεραν το όνομα και των δύο, ενώ μετά την ανέγερση του υποστατικού η ίδια ανέλαβε και διεκπεραίωσε τη διαμόρφωση, διακόσμηση και εξοπλισμό αυτού. Για επαγγελματικούς και πολιτικούς λόγους, ο σύζυγος της εγκαταστάθηκε το 1993 στην Αθήνα στην οποία πήγαινε και η ίδια συχνά, ενώ όταν ο σύζυγος ερχόταν στην Κύπρο έμεναν στο επίδικο διαμέρισμα. Δικαιολόγησε την εκ μέρους της καταχώρηση αιτήσεως διαζυγίου στα τέλη του 1994, στην οποία αίτηση είχε δηλώσει ότι οι σχέσεις τους είχαν ψυχρανθεί και αδικαιολόγητα μετέβηκε ο σύζυγος της στην Αθήνα, εξηγώντας ότι ενώ ο σύζυγος της βρισκόταν στην Αθήνα διατηρούσε και εξωσυζυγικές σχέσεις με μια Γαλλίδα, αλλά δεν ήθελε να αναφέρει τους πραγματικούς λόγους της αιτήσεως διαζυγίου για να μην τον εκθέσει. Η αίτηση διαζυγίου απεσύρθη τελικώς από την ίδια δεδομένου ότι στη συνέχεια ο σύζυγος της επέστρεψε στην Κύπρο για μόνιμη εγκατάσταση, εποχή κατά την οποία ήταν ήδη σοβαρά άρρωστος με ασθένεια που είχε εκδηλωθεί λίγο χρόνο μετά το γάμο τους.
Το Δικαστήριο, όπως λέχθηκε, αποδέχθηκε πλήρως τη μαρτυρία της εφεσίβλητης αναφερόμενο και εξηγώντας τις σχέσεις του ζεύγους, κρίνοντας ότι παρά το γεγονός ότι οι σχέσεις τους δεν ήταν πάντοτε ιδεώδεις, υπήρχε η πρόθεση του αποβιώσαντος να αφήσει το μερίδιο του στην εφεσίβλητη εξ ου και επισκέφθηκε τον Παναγιώτου για να του παραδώσει το προαναφερθέν έγγραφο το οποίο και ουδέποτε ανακάλεσε και για το οποίο είχε ενημερώσει την εφεσίβλητη λίγες μέρες πριν από το θάνατο του. Αποδεχόμενο το Δικαστήριο ότι το ζεύγος δεν ήταν ένα συνηθισμένο ζεύγος από την άποψη ότι και οι δύο ήσαν πνευματικοί άνθρωποι και πολυάσχολοι με τη δική τους ιδιόρρυθμη προσωπικότητα ο καθένας, έκρινε ότι πληρούνταν οι προϋποθέσεις της δημιουργίας εμπιστεύματος στο δίκαιο της επιείκειας όπως τις κατέγραψε μέσα από τη νομολογία που παρέθεσε.
Προς τούτο έδωσε έμφαση στο ότι η εφεσίβλητη αρραβωνιάστηκε και παντρεύτηκε τον κατά 16 χρόνια μεγαλύτερο της Χριστοφίδη, που τότε ήταν Υπουργός Παιδείας και Πολιτισμού. Αποτέλεσμα του έρωτα αυτού ήταν να εγκαταλείψει τη ζωή και την καριέρα της στην Αθήνα όπου εργαζόταν μόνιμα στο Υπουργείο Παιδείας και Θρησκευμάτων έχοντας σπουδάσει Βυζαντινή και Νεοελληνική Φιλολογία, Ιστορία και Αρχαιολογία, Παλαιογραφία, Βυζαντινή και Ιταλική, Θέατρο και Κλασσικό Χορό, με πτυχία πανεπιστημίου και μεταπτυχιακά και έχουσα βραβευθεί από την Ακαδημία Αθηνών. Η επιθυμία της να έχει δικό της σπίτι, έντονη λόγω του ότι είχε βιώσει και την προσφυγιά, την οδήγησε να ανεύρει το διαμέρισμα με τον σύζυγο της, ευφυή και διανοούμενο, να μην ασχολείτο με θέματα καθημερινότητας ούτε και τον ενδιέφερε να έχει σπίτι.
Το διαμέρισμα αγοράστηκε με την οικονομική συμβολή και των δύο με τη σύναψη στεγαστικών δανείων, δόσεις πλήρωναν και οι δύο και οι αποδείξεις εκδίδονταν στα ονόματα αμφοτέρων. Τα επακριβή ποσά που κατέβαλλε ο ένας και ο άλλος ήταν αδύνατο να καθοριστούν γιατί δεν κρατούσαν στοιχεία μεταξύ τους. Παρά το γεγονός ότι ο αποβιώσας είχε μεγαλύτερες απολαβές από την εφεσίβλητη εκείνη τη χρονική περίοδο, αυτό δεν αποδείκνυε ότι η συνεισφορά του ήταν μεγαλύτερη εφόσον και οι οικονομικές του υποχρεώσεις ήσαν περισσότερες με δεδομένο ότι επωμιζόταν μεταξύ άλλων και τα έξοδα συντήρησης και σπουδών των τέκνων του από προηγούμενο γάμο, ενώ κατέβαλλε και διατροφή στην πρώην σύζυγο του. Κρίνοντας, περαιτέρω, ότι το ζεύγος παρέμεινε μαζί μέχρι το τέλος, ο αποβιώσας είχε πλήρη εμπιστοσύνη στην εφεσίβλητη, της είχε δώσει και γενικό πληρεξούσιο σε σχέση με την περιουσία του που ουδέποτε ανακάλεσε, ενώ λίγες μέρες πριν το θάνατο του της δήλωσε ότι το σπίτι της ανήκε και είχε προς τούτο διευθετήσει το ζήτημα με τον Παναγιώτου, το Δικαστήριο κατέληξε ότι δημιουργήθηκε εξ επαγωγής εμπίστευμα προς όφελος της εφεσίβλητης. Ως εκ τούτου εξέδωσε τις δηλωτικές αποφάσεις που ζητήθηκαν και διέταξε τον εφεσίβλητο 1 διαχειριστή της περιουσίας του αποβιώσαντος να μεταβιβάσει πάραυτα το έν δεύτερο μερίδιο του διαμερίσματος επ΄ ονόματι της εφεσίβλητης.
Η έφεση εστιάζει στη θέση ότι το Επαρχιακό Δικαστήριο δεν είχε δικαιοδοσία να εκδικάσει την υπόθεση, παρά το γεγονός ότι το ζήτημα ουδέποτε ηγέρθηκε πρωτόδικα, αλλά ούτε και στους λόγους έφεσης. Το ζήτημα της δικαιοδοσίας καταγράφηκε το πρώτον στο περίγραμμα αγόρευσης του εφεσείοντα με δεδομένο ότι είναι θέμα δημόσιας τάξης και δύναται να εξεταστεί και αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο. Ως προς την ουσία, η εισήγηση είναι ότι το Δικαστήριο δεν καθοδηγήθηκε ορθά από τη νομολογία ως προς τα κριτήρια που θα πρέπει να πληρούνται προς στοιχειοθέτηση του ισχυρισμού της εφεσίβλητης περί της ύπαρξης συμφωνίας, διευθέτησης ή συναντίληψης με τον αποβιώσαντα ότι το διαμέρισμα θα ανήκε στην ίδια. Δεν υπήρξε ποτέ μαρτυρία από την οποία να προέκυπτε ότι κατά το χρόνο απόκτησης του διαμερίσματος υπήρξε ποτέ ρητή συζήτηση ότι στην εφεσίβλητη θα ανήκε αποκλειστικά το υποστατικό. Ο εφεσείων εξηγεί μέσα από τη νομολογία, κυπριακή και αγγλική, ότι οι γενικόλογες αναφορές περί ύπαρξης κοινής αντίληψης δεν επιτρέπουν την εξαγωγή συμπεράσματος περί εξυπακουόμενου καταπιστεύματος. Ούτε η παράδοση του εγγράφου που κατέγραφε την επιθυμία του αποβιώσαντος μπορεί να εξομοιωθεί με διαθήκη ή να λεχθεί ότι εξ αυτού και μόνο τεκμαίρεται εμπίστευμα. Μάλιστα, θα μπορούσε κάποιος να ισχυριστεί ότι το έγγραφο αυτό συγκρουόταν ουσιωδώς με τη θέση της εφεσίβλητης ότι η συμφωνία με τον σύζυγο της ήταν ότι το διαμέρισμα θα της ανήκε από την αρχή, αλλά εγγράφηκε στο όνομα και των δύο για σκοπούς διευκόλυνσης της αγοράς και της διανειοδότησης. Περαιτέρω από τη μαρτυρία προέκυπτε ότι η εφεσίβλητη πληροφορήθηκε για την ύπαρξη της επιστολής αυτής και την πρόθεση του αποβιώσαντος μόνο λίγο πριν το θάνατο του και επομένως και πάλι δεν στοιχειοθετείτο απαίτηση στη βάση των αρχών των εμπιστευμάτων. Σημασία έχει επίσης ότι η εφεσίβλητη δεν έλαβε ποτέ μέτρα πριν από το θάνατο του Χριστοφίδη για να μεταβιβαστεί στο όνομα της εξ ολοκλήρου το διαμέρισμα και, επομένως, ορθά ο διαχειριστής έπρεπε να υπερασπιστεί την αγωγή για να τεθεί το θέμα ενώπιον Δικαστηρίου προς τελική απόφαση.
Η αντίθετη θέση της εφεσίβλητης είναι ότι δεν υπήρξε ποτέ περιουσιακή διαφορά μεταξύ συζύγων ώστε να αποκτούσε αποκλειστική δικαιοδοσία το Οικογενειακό Δικαστήριο, αφού η θέση του αποβιώσαντος ήταν ότι επιθυμούσε το διαμέρισμα να περάσει εξ ολοκλήρου στην ιδιοκτησία της εφεσίβλητης. Επομένως δημιουργήθηκε εξ επαγωγής εμπίστευμα για τους λόγους που κατέγραψε το πρωτόδικο Δικαστήριο το οποίο ορθά ανέλυσε και τη μαρτυρία και τη νομολογία για να δικαιώσει την αξίωση της εφεσίβλητης.
Εξετάζοντας πρωτίστως το αναφυέν ζήτημα της δικαιοδοσίας, παρά το γεγονός ότι όντως η ύπαρξη δικαιοδοσίας αποτελεί το εφαλτήριο για την εξέταση υπόθεσης, στα δεδομένα της υπό κρίση υπόθεσης δεν είναι ορθή η θέση του εφεσείοντος ότι η διαφορά εντάσσεται στο πλαίσιο της αποκλειστικής δικαιοδοσίας του Οικογενειακού Δικαστηρίου. Στην πραγματικότητα δεν υπήρχε ούτε είχε εγερθεί διαφορά μεταξύ συζύγων διότι η μαρτυρία ενώπιον του πρωτοδίκου Δικαστηρίου, αλλά και τα ευρήματα αυτού, ήταν ότι ο αποβιώσας είχε σαφώς και ρητώς εκφράσει την επιθυμία του να παραχωρήσει το δικό του εγγεγραμμένο μερίδιο στην εφεσίβλητη, επιθυμία που διατυπώθηκε και εγγράφως με την παράδοση του σημειώματος στο οποίο κατεγράφη αυτή η πρόθεση στο δικηγόρο κ. Παναγιώτου. Επομένως η πρόθεση του αποβιώσαντος συζύγου της εφεσίβλητης, δεν παρέμεινε σε θεωρητικό επίπεδο αλλά κατεγράφη, καταγραφή που πιστοποιήθηκε από τρίτο ανεξάρτητο από το ζεύγος πρόσωπο, ενώ επαναβεβαίωσε αυτή την επιθυμία του και στην ίδια την εφεσίβλητη λίγες μέρες πριν το θάνατο του, εξ ου και ήταν η εφεσίβλητη που επικοινώνησε με τον κ. Παναγιώτου πρώτη, έχουσα ήδη γνώση της πρόθεσης και επιθυμίας του συζύγου της. Εκ των πραγμάτων διαφαίνεται ότι ο αποβιώσας μπορούσε κάλλιστα ανά πάσα στιγμή, εν ζωή, να μεταβίβαζε στο όνομα της εφεσίβλητης συζύγου του το δικό του εγγεγραμμένο νόμιμο μερίδιο στο διαμέρισμα.
Η διαφορά σε ό,τι αφορά το δικαίωμα της εφεσίβλητης επί της ωφέλιμης ιδιοκτησίας («beneficial»), ιδιοκτησίας επί του μεριδίου που ήταν εγγεγραμμένο στο όνομα του αποβιώσαντος δημιουργήθηκε μόνο μετά το θάνατο και μεταξύ των διαχειριστών της περιουσίας και της εφεσίβλητης. Οι θέσεις του εφεσείοντος ότι η διαφορά επί της περιουσιακής ιδιοκτησίας παραμένει και μετά θάνατο ώστε να έλκει τη δικαιοδοσία του Οικογενειακού Δικαστηρίου θα ήταν ορθή εάν όντως προϋπήρχε διαφορά μεταξύ των συζύγων. Τέτοια διαφορά όμως ουδέποτε υφίστατο και αυτή ήταν και η μαρτυρία που αποδέχθηκε το Δικαστήριο. Συνάγεται ότι το δημιουργηθέν πρόβλημα μπορούσε να εκδικαστεί από το Επαρχιακό Δικαστήριο στη βάση του δικαίου της επιείκειας με την επίκληση των αρχών περί καταπιστευμάτων, παρά το γεγονός ότι και το Οικογενειακό Δικαστήριο έχει την ευχέρεια, κατά την ενάσκηση της δικής του δικαιοδοσίας, να εφαρμόσει επίσης τις αρχές της επιείκειας, (Περικλέους ν. Εγγλέζου κ.ά. (2011) 1 Α.Α.Δ. 105).
Επί της ουσίας όλη η επιχειρηματολογία του εφεσείοντος στηρίζεται στη θέση ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν καθοδηγήθηκε ορθά από τη νομολογία ως προς τα κριτήρια που θα έπρεπε να πληρούνται προς στοιχειοθέτηση του ισχυρισμού της εφεσίβλητης περί ύπαρξης συμφωνίας, διευθέτησης ή συναντίληψης ότι το μερίδιο του αποβιώσαντος θα ανήκε στην ίδια. Προτείνει προς τούτο τη θεμελιακή απόφαση της Δικαστικής Επιτροπής της Βουλής των Λόρδων Lloyd's Bank v. Rosset (1991) 1 AC 107, όπου διαχωρίστηκαν δύο κατηγορίες σε σχέση με τα περιουσιακά δικαιώματα μεταξύ συζύγων ή συμβιούντων. Η πρώτη περίπτωση αφορά ρητή προφορική συζήτηση ως προς τον τρόπο και την έκταση της συνιδιοκτησίας του περιουσιακού στοιχείου κατά ωφέλιμο πάντοτε τρόπο, («beneficially»). Η άλλη κατηγορία αφορά την περίπτωση ανυπαρξίας τέτοιας ρητής προφορικής συζήτησης οπότε η πρόθεση των μερών να διαμοιραστούν την περιουσία κατά ωφέλιμο τρόπο αποδεικνύεται μόνο από τη συμπεριφορά των μερών και κυρίως της άμεσης χρηματικής συνεισφοράς ή, στην απουσία τέτοιας, άλλης ουσιώδους συνεισφοράς που διευκολύνει τον έτερο των συζύγων στη χρηματοδότηση της αγοράς του ακινήτου.
Επικαλείται επίσης ο εφεσείων και τις σχετικές Κυπριακές αποφάσεις Πένταυκα ν. Πένταυκα (1991) 1 Α.Α.Δ. 547, Κληρίδη Χρίστου ως Εκτελεστή Διαθήκης ν. Σταυρίδη (1998) 1 Α.Α.Δ. 521, για να προτείνει τη θέση ότι για τη δημιουργία καταπιστεύματος πρέπει να προσκομιστεί μαρτυρία είτε πριν την απόκτηση της περιουσίας, είτε, κατ΄ εξαίρεση, μετέπειτα ότι υπήρξε μεταξύ των συζύγων συμφωνία περί συνιδιοκτησίας. Μάλιστα, το εύρημα τέτοιας συμφωνίας ή διευθέτησης, πρέπει να εξάγεται μόνο μέσα από τη μαρτυρία ρητών προφορικών συζητήσεων έστω και αν οι σύζυγοι ή οι συμβιούντες δεν μπορούν να ενθυμηθούν πλήρως τις λεπτομέρειες. Εισηγείται ο εφεσείων ότι η μαρτυρία της εφεσίβλητης ήταν προς τούτο ανεπαρκής. Δεν λέχθηκε πότε και πώς έγινε η όποια συζήτηση, ούτε προσφέρθηκαν λεπτομέρειες. Παράλληλα, η ίδια η εφεσίβλητη απέσυρε, κατά τη θέση του εφεσείοντος, ακόμη και αυτή την ανεπαρκή μαρτυρία εφόσον στην ουσία δέχθηκε ότι δεν είχαν κάμει συμφωνία μεταξύ τους, αλλά ήταν απλά μια συναντίληψη περί της ιδιοκτησίας του μεριδίου του αποβιώσαντος.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρθηκε στη νομολογία που αφορά τα καταπιστεύματα στις υποθέσεις Gissing v. Gissing (1971) AC 886, Falconer v. Falconer (1970) 1 WLR 1333, Stack v. Dowden (2007) 2 All ER 929 και Grant v. Edwards (1986) 2 All ER 426, για να παραθέσει τις αρχές του εξ επαγωγής εμπιστεύματος, όπως χαρακτήρισε, το γνωστό στο Αγγλικό Δίκαιο «constructive trust». Για το εξ επαγωγής εμπίστευμα και ο λόγος εκ μέρους του εφεσείοντος με την αναφορά στην ύπαρξη συναντίληψης περί της ωφελίμου ιδιοκτησίας σε περιουσία.
Τόσο το πρωτόδικο Δικαστήριο, όσο και ο εφεσείων, συζήτησαν όμως την ουσία της υπόθεσης επί λανθασμένης ή, τουλάχιστον, αδόκιμης βάσεως. Οι αυθεντίες που αναφέρθησαν πρωτοδίκως και από το συνήγορο αφορούν περιπτώσεις όπου ολόκληρο το περιουσιακό στοιχείο ενεγράφη στο όνομα του ενός των συζύγων, αλλά η ωφέλιμη ιδιοκτησία ανήκε και στους δύο. Το «constructive trust» μπορεί να εγερθεί ή να θεωρηθεί ότι υπάρχει σε μια πλειάδα διαφορετικών πραγματικών γεγονότων και δεδομένων. Όλα όμως τα «constructive trusts» έχουν ως κοινό παρανομαστή ότι το εμπίστευμα επιβάλλεται από το ίδιο το Δικαστήριο ανεξάρτητα από τη θέληση ή πρόθεση του ιδιοκτήτη επί του περιουσιακού στοιχείου. Τόσο η Lloyd's Bank v. Rosset, όσο και οι άλλες υποθέσεις, αφορούσαν περιπτώσεις όπου το περιουσιακό στοιχείο ήταν εγγεγραμμένο επ΄ ονόματι μόνο ενός των συζύγων. Στη Rosset, το αγροτόσπιτο είχε εγγραφεί αποκλειστικά στο όνομα μόνο του συζύγου.
Επομένως η επιχειρηματολογία του εφεσείοντος, αλλά και η νομική ανάλυση του πρωτοδίκου Δικαστηρίου, παραγνωρίζει το δεδομένο ότι η περιουσία εδώ ήταν ήδη εγγεγραμμένη στο όνομα και των δύο εξ ημισίας. Δεν τίθετο επομένως θέμα ότι η περιουσία σε ολόκληρο το διαμέρισμα ενεγράφη μόνο στο όνομα του αποβιώσαντος ώστε να ζητείτο η βοήθεια του Δικαστηρίου προς εξαγωγή και επιβολή constructive trust επί της περιουσίας. Το ζητούμενο ήταν κατά πόσο το εγγεγραμμένο ήδη επ΄ ονόματι του αποβιώσαντος μερίδιο, ανήκε ωφελίμως, στην εφεσίβλητη και όχι στην περιουσία του αποβιώσαντος. Η υπόθεση αφορά στην ουσία ζήτημα εξυπακουόμενου εμπιστεύματος, («implied trust») από την άποψη όχι του καταληκτικού εμπιστεύματος («resulting trust»), όπως διάφοροι συγγραφείς το ορίζουν, αλλά ως υποστηλώνον την πραγματική πρόθεση του ιδιοκτήτη του περιουσιακού στοιχείου. Εξυπακουόμενο εμπίστευμα αναδύεται όπου η πρόθεση του ιδιοκτήτη μπορεί να συναχθεί είτε από λόγια, είτε από τη συμπεριφορά, σε αντιδιαστολή με το λεγόμενο «express trust», όπου ρητά και εγγράφως ο εμπιστευματοδόχος δημιουργεί θεληματικά εμπίστευμα προς όφελος τρίτου, (δέστε για τα πιο πάνω το σύγγραμμα «Trusts» των Paul Todd & Sarah Wilson 6η Έκδ. σελ. 69 κ.ε.).
Στα γεγονότα της υπόθεσης, η μαρτυρία ήταν σαφής ως προς την πρόθεση του Χριστοφίδη να ωφελέσει τη σύζυγο του, εφεσίβλητη, πρόθεση που εκφράστηκε και προφορικά κατ΄ ιδίαν στην εφεσίβλητη, αλλά και εγγράφως με την παράδοση του σημειώματος στον Παναγιώτου. Η μαρτυρία αυτή έγινε πλήρως αποδεκτή από το Δικαστήριο και δεν υπάρχει σαφής λόγος έφεσης που να αφορά σε λανθασμένη αξιολόγηση. Οι σχετικοί λόγοι έφεσης αφορούν τα όσα θα μπορούσαν να εξαχθούν από τη μαρτυρία της εφεσίβλητης ως προς τη δημιουργία εμπιστεύματος. Στο βαθμό που οι λόγοι έφεσης αφορούν την αξιοπιστία της, αυτοί δεν κρίνονται βάσιμοι διότι η εφεσίβλητη εξήγησε το λόγο που την οδήγησε να προβάλει ως αιτιολογία στην αίτηση διαζυγίου τη μεταξύ τους αποξένωση, και που σχετιζόταν με το ότι δεν ήθελε να εκθέσει τον αποβιώσαντα και αυτή η θέση έγινε δεκτή, εύλογα, από το Δικαστήριο. Ούτε κρίνεται ορθή η θέση περί αυτοαναίρεσης της μαρτυρίας της με το απόσπασμα που ο εφεσείων παραθέτει στο περίγραμμα του ως προς τη μη ύπαρξη οποιασδήποτε συμφωνίας. Το σαφές σημείωμα του αποβιώσαντος προς τον Παναγιώτου η μαρτυρία του οποίου κρίθηκε απόλυτα ορθή πιστοποιεί ακριβώς το αντίθετο. Το σημείωμα αυτό, που ουδέποτε αναιρέθηκε, εξέφραζε τη σαφή πρόθεση του αποβιώσαντος ως προς την επιθυμία του να αποκτήσει την ιδιοκτησία και του δικού του μεριδίου, επιθυμία που αυτοβούλως ο ίδιος λίγο πριν το θάνατο του αποκάλυψε στην εφεσίβλητη. Το γεγονός ότι το σημείωμα δεν αποτελεί διαθήκη, δεν ενέχει καμιά σημασία στα εδώ δεδομένα υπό το φως της νομικής συζήτησης περί εμπιστευμάτων. Αν ο αποβιώσας κατάρτιζε διαθήκη, το νομικό πλαίσιο αντιπαράθεσης θα ήταν, βεβαίως, διαφορετικό.
Δεν τίθεται στα δεδομένα της υπόθεσης ζήτημα εξέτασης της συνεισφοράς εκάστου προς απόδοση της ωφέλιμης ιδιοκτησίας στην εφεσίβλητη. Το γεγονός ότι το διαμέρισμα ήταν εγγεγραμμένο στο όνομα και των δύο, αποτελεί απόδειξη της πραγματικής συνεισφοράς εκάστου όπως άλλωστε το εξήγησε στην ουσία και ίδια η εφεσίβλητη στη μαρτυρία της.
Υπό το φως των ανωτέρω, η έφεση απορρίπτεται με €2.500 έξοδα υπέρ της εφεσίβλητης.
Δ.
Δ.
Δ.
/ΕΘ