ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Νικολάτος, Μύρων-Μιχαήλ Γεωργίου Οικονόμου, Τεύκρος Θ. Ψαρά-Μιλτιάδου, Τάσια Αλ. Αλεξάνδρου, για τον Εφεσείοντα/Εναγόμενο. Σ. Φασουλιώτης για Χρ. Πουργουρίδη, για τον Εφεσίβλητο/Ενάγοντα. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2018-07-10 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΦΩΤΙΟΥ ν. ΖΕΝΙΟΥ, Πολιτική Έφεση αρ. 31/2009, 10/7/2018 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2018:A349

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτική Έφεση αρ. 31/2009)

 

10 Ιουλίου, 2018

 

[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ,  Π., ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.Δ.]

 

ΜΕΤΑΞΥ:

ΦΩΤΙΟΥ,

Εφεσείοντα/Εναγομένου

και

 

ΖΕΝΙΟΥ,

Εφεσίβλητου/Ενάγοντα.

-----------------------

 

Αλ. Αλεξάνδρου, για τον Εφεσείοντα/Εναγόμενο.

Σ. Φασουλιώτης για Χρ. Πουργουρίδη, για τον Εφεσίβλητο/Ενάγοντα.

         -----------------------

Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Νικολάτος, Π.

         ------------------------

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.:    Το πρωτόδικο δικαστήριο, το οποίο εκδίκασε την αγωγή του εφεσίβλητου-ενάγοντα εναντίον του εφεσείοντα-εναγόμενου, για κακόβουλη δίωξη, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο εφεσίβλητος απέδειξε την υπόθεση του και επεδίκασε υπέρ του και εις βάρος του εφεσείοντα το ποσό των γενικών αποζημιώσεων ύψους €5.000.- πλέον έξοδα.      Αναφορικά με τόκο το πρωτόδικο δικαστήριο ανέφερε ότι θα ετύγχανε εφαρμογής το εδάφιο 2 του άρθρου 33 του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960, όπως τροποποιήθηκε.

 

Η κατ΄ ισχυρισμόν κακόβουλη δίωξη του ενάγοντα-εφεσίβλητου από τον εναγόμενο-εφεσείοντα προέκυψε από την ιδιωτική ποινική υπόθεση υπ΄ αρ. 7924/2003 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου την οποίαν ο εφεσείων καταχώρησε εις βάρος του εφεσίβλητου.  Η μοναδική κατηγορία στο κατηγορητήριο βασιζόταν στο άρθρο 187 του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154, όπως τροποποιήθηκε.  Σύμφωνα με τις λεπτομέρειες αδικήματος ο ενάγων-κατηγορούμενος την 15.10.2003,  μεταξύ των ωρών 18.00 και 20.00, στον αερολιμένα Πάφου, χρησιμοποιούσε μεγάφωνα και μετέδιδε ήχους χωρίς την άδεια του Επάρχου Πάφου.

 

Η ιδιωτική ποινική υπ΄ αρ. 7924/2003 καταχωρήθηκε την 30.10.2003 και στις 2.3.2004 ζητήθηκε άδεια να αποσυρθεί καθότι δεν προσφέρθηκε οποιαδήποτε μαρτυρία.   Το δικαστήριο έδωσε άδεια απόσυρσης της υπόθεσης.  Η υπόθεση απορρίφθηκε και ο κατηγορούμενος-ενάγων-εφεσίβλητος απαλλάχθηκε και αθωώθηκε.  

 

Το πρωτόδικο δικαστήριο άκουσε τη μαρτυρία του ενάγοντα και του εναγόμενου και θεώρησε ότι, γενικά, η εκδοχή του ενάγοντα ήταν αξιόπιστη ενώ αυτή του εναγόμενου αναξιόπιστη.   Παρόλον όμως που δέχθηκε ως γενικά αξιόπιστη την εκδοχή του ενάγοντα, επί ενός συγκεκριμένου σημείου θεώρησε τη μαρτυρία του ως αναξιόπιστη.   Το σημείο αυτό αφορούσε τον ισχυρισμό του ενάγοντα ότι ο δικηγόρος του στην ιδιωτική ποινική τον χρέωσε με ποσό Λ.Κ.700.- ως έξοδα εκπροσώπησης του σε σχέση με την επίδικη ιδιωτική ποινική υπόθεση.  Ο ευπαίδευτος πρωτόδικος Δικαστής θεώρησε ότι αυτή και μόνο η «πραγματικά  μερική ανειλικρίνεια του ενάγοντα δεν επηρεάζει καταλυτικά την αξιοπιστία του ως προς το σύνολο της υπόλοιπης εκδοχής του».   Παρατήρησε συναφώς ότι ο ενάγων δεν θα έπρεπε να κριθεί ως, εξ ολοκλήρου, αναξιόπιστος απλά και μόνο επειδή αρχικά, κακώς, προώθησε ένα αναξιόπιστο ισχυρισμό και στη συνέχεια ανειλικρινώς ενέμεινε ως προς τη βασιμότητα του.   Η σταθερότητα του ενάγοντα επί των υπολοίπων επιδίκων θεμάτων θεωρήθηκε, από το πρωτόδικο δικαστήριο, ως βασικός λόγος για να τον κρίνει, γενικά, ως αξιόπιστο.   Θεώρησε το δικαστήριο ότι αυτός απαντούσε με επάρκεια και πειστική λογική.  Αντίθετα, το πρωτόδικο δικαστήριο, έκρινε τον εναγόμενο ως αναξιόπιστο κυρίως λόγω της έλλειψης πειστικότητας της εκδοχής του.  Θεώρησε ότι γενικολογούσε και ότι σε κάποια σημεία δεν είπε την αλήθεια.  Έδωσε ως παράδειγμα ότι ο εναγόμενος ισχυρίστηκε πως ο ενάγων είχε κάμει από μεγαφώνου, μια δύο, τρεις ανακοινώσεις στο αεροδρόμιο Πάφου.   Όπως συγκεκριμένα αναγράφεται στην απόφαση ο εναγόμενος είπε «μια, δύο, τρεις ανακοινώσεις πόσες έκανε».   Κατά το πρωτόδικο δικαστήριο, ο εναγόμενος δεν είπε την αλήθεια και αναφορικά με το αν γνώριζε την ιδιότητα του ενάγοντα ως Αναπληρωτή Υπαστυνόμου.   

 

Άλλο σημαντικό στοιχείο της απόφασης ήταν το κατά πόσον ο ενάγων απέδειξε την πρόκληση οποιασδήποτε ζημιάς στην υπόληψη του.   Η αγωγή βασιζόταν στο άρθρο 32 του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου Κεφ. 148.   Το άρθρο 32 προνοεί ότι κακόβουλη δίωξη συνίσταται στην πραγματική, κακόβουλη και χωρίς εύλογη και πιθανή αιτία έναρξη ή συνέχιση ανεπιτυχούς ποινικής, πτωχευτικής ή για διάλυση εταιρείας διαδικασίας, κατά άλλου προσώπου, αν η διαδικασία αυτή (α) προκάλεσε σκάνδαλο για την πίστη ή την υπόληψη του προσώπου αυτού ή πιθανή απώλεια της ελευθερίας του και (β)  κατέληξε, αν στην πραγματικότητα μπορούσε με τον τρόπο αυτό να καταλήξει, υπέρ του προσώπου αυτού.  Στο άρθρο 32 υπάρχει και επιφύλαξη η οποία όμως δεν ενδιαφέρει στην προκείμενη περίπτωση.  

 

Αναφορικά με την ανάγκη απόδειξης πρόκλησης σκανδάλου για την υπόληψη του ενάγοντα, ο ευπαίδευτος πρωτόδικος Δικαστής στις σελ. 34 και 35 της απόφασης του, αναφέρθηκε στις υποθέσεις Paikkos v. Kontemeniotis (1989) 1 CLR, 50, Berry v. British Transport Commission (1960) 3 All E.R. 322 και Wiffen v. Bailey (1914-15) All E.R., 967.

 

Καθοδηγούμενο από τις προαναφερόμενες αυθεντίες το πρωτόδικο δικαστήριο είπε ότι «ουσιαστικά η λέξη 'σκάνδαλο' σε συνάρτηση με τη φράση η οποία χρησιμοποιείται εντός του άρθρου 32 ως προς την πρόκληση σκανδάλου δεν σημαίνει τίποτε περισσότερο από κάτι το οποίο να μειώνει την καλή υπόληψη ενός ατόμου».  

 

Με το προαναφερόμενο κριτήριο υπόψιν το πρωτόδικο δικαστήριο θεώρησε ότι η αξιοπιστία με την οποία ο ενάγων-εφεσίβλητος περιέγραψε, την ντροπή και τη δύσκολη θέση στην οποία ο εναγόμενος-εφεσείων τον είχε φέρει  υποχρεώνοντάς τον του να παρουσιάζεται στο δικαστήριο για μια τέτοια αβάσιμη υπόθεση και να βρίσκεται στο εδώλιο του κατηγορουμένου, και τα προβλήματα τα οποία μια τέτοια περίπτωση προκαλούσε στο έργο το οποίο είχε να επιτελέσει ως αξιωματικός της Αστυνομίας, ήταν επαρκής για να αποδειχθεί ο αρνητικός επηρεασμός της υπόληψης του ενάγοντα.   Πέραν των αισθημάτων ντροπής, τα οποία προκάλεσε στον ενάγοντα η κακόβουλη ποινική του δίωξη, τον υποχρέωνε να δίνει και σχετικές εξηγήσεις στους ανωτέρους του ως προς την εξέλιξη της διαδικασίας καθώς και ως προς μία «προσφορά» απόσυρσης της ιδιωτικής ποινικής που του έκαμε ο εναγόμενος.   «Άδικα εντελώς, δηλαδή βρισκόταν εκτεθειμένος ο ενάγων σε σχέση με το επάγγελμα του ανεξάρτητα και από την αναδρομικά ιδωμένη αβασιμότητα της επίδικης ιδιωτικής ποινικής υπόθεσης».  

 

Η πρωτόδικη απόφαση προσβάλλεται με την παρούσα έφεση με πέντε λόγους έφεσης.  Στην πραγματικότητα όμως ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα υποστήριξε ενώπιον του Εφετείου μόνον δύο, τους λόγους έφεσης 2 και 5.  Για τους υπόλοιπους λόγους έφεσης. 1, 3 και 4, θεώρησε αχρείαστο να απασχολήσει το δικαστήριο στο περίγραμμα της αγόρευσης του, λέγοντας ότι θα προσφερθεί νομολογία για την υποστήριξη τους κατά την ακρόαση της έφεσης.  Κατά την ακρόαση όμως καμιά νομολογία δεν προσφέρθηκε και καμιά αναφορά δεν έγινε στους λόγους έφεσης 1, 3 και 4.

 

Θα θεωρήσουμε επομένως ότι οι λόγοι έφεσης 1, 3 και 4 εγκαταλείφθηκαν και θα ασχοληθούμε μόνο με τους λόγους έφεσης 2 και 5.

 

Με το δεύτερο λόγο έφεσης προσβάλλονται τα ευρήματα αξιοπιστίας των μαρτύρων.  Ειδικά προσβάλλεται η πρωτόδικη κρίση ότι ο ενάγων-εφεσίβλητος ήταν, γενικά, αξιόπιστος παρόλο που στο προαναφερόμενο συγκεκριμένο σημείο του ισχυρισμού του, για χρέωση του δικηγόρου του στην ιδιωτική ποινική υπόθεση, θεωρήθηκε ως αναξιόπιστος.  

 

Είναι θεμελιωμένο ότι η κρίση ως προς την αξιοπιστία των μαρτύρων ανήκει κατ΄ εξοχήν στο πρωτόδικο δικαστήριο και το Εφετείο δεν επεμβαίνει σ΄  αυτόν τον τομέα εκτός αν τα πρωτόδικα ευρήματα είναι εξ αντικειμένου ανυπόστατα, παράλογα, αυθαίρετα ή δεν υποστηρίζονται από μαρτυρία (Δέστε:  Πελεκάνου ν. Πελεκάνου κ.α. (1995) 1 ΑΑΔ, 912).   Είναι επίσης θεμελιωμένο ότι το πρωτόδικο δικαστήριο μπορεί να αποδεχθεί μέρος της μαρτυρίας μάρτυρος και να απορρίψει άλλο.   Το ζήτημα αυτό ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια αξιολόγησης της μαρτυρίας και αποτίμησης της από το πρωτόδικο δικαστήριο (Δέστε:  Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Μανώλη (1995) 2 ΑΑΔ, 207, Καρεκλά ν. Κλεάνθους (1997) 1 ΑΑΔ, 1199 και Ιωάννου ν. Κουννίδη (1998) 1 ΑΑΔ, 1215).                             

 

Στην προκείμενη περίπτωση το πρωτόδικο δικαστήριο αιτιολόγησε επαρκώς και έδωσε πειστικούς λόγους αναφορικά με την κρίση του για την αξιοπιστία των μαρτύρων και εξήγησε γιατί θεώρησε τον ενάγοντα-εφεσίβλητο αξιόπιστο, γενικά, παρά την αρχική εμμονή του σε αβάσιμο ισχυρισμό.   Δεν θεωρούμε ότι, υπό τις περιστάσεις, δικαιολογείται παρέμβαση του Εφετείου στα πρωτόδικα ευρήματα αξιοπιστίας των μαρτύρων και συγκεκριμένα των διαδίκων.  Ο δεύτερος λόγος έφεσης απορρίπτεται. 

 

Ο λόγος έφεσης 5 αφορά, όπως αναφέραμε, στην απόδειξη πρόκλησης ζημιάς στη φήμη και την υπόληψη του εφεσίβλητου.   Τα υπόλοιπα στοιχεία του αστικού αδικήματος της κακόβουλης δίωξης δεν αμφισβητούνται.  

 

Στην υπόθεση Paikkos (ανωτέρω) έγινε εκτενής ανάλυση της νομολογίας σε σχέση με το άρθρο 32 του Κεφ. 148.  Μεταξύ άλλων, επεξηγήθηκε ότι το κοινό δίκαιο, σε σχέση με το άρθρο αυτό, δεν είναι αντίθετο ή ασύμβατο με το Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας.  Επομένως  μπορούμε να αντλήσουμε καθοδήγηση από το κοινό δίκαιο ως προς την ερμηνεία του άρθρου 32.   Στην υπόθεση Berry (ανωτέρω) έγινε εκτενής ανάλυση της αγγλικής νομολογίας από τα πολύ παλιά χρόνια (17ον αιώνα) μέχρι το 1960.    Στην καθοδηγητική απόφαση του Δικαστή Diplock (όπως ήταν τότε) γίνεται αναφορά σε πληθώρα αποφάσεων, μεταξύ των οποίων, στην πολύ παλιά υπόθεση Savile v. Roberts (1698) Carth 416, στην οποίαν αποφασίστηκε ότι ο όρος «scandalous» (σκανδαλώδης), που απαντάται σε αντίστοιχη παλιά αγγλική πρόνοια, είναι συνώνυμο του δυσφημιστικού «slanderous» υπό την έννοιαν του ότι εξυπακούει κάτι, που αν λεγόταν προφορικά, θα δημιουργούσε, από μόνο του, καλό αγώγιμο δικαίωμα για προφορική δυσφήμιση (slander).  Με αναφορά στην υπόθεση Wiffen (Wiffen΄s case) (1915) 1 KB, 608, επεξηγήθηκε ότι δεν προκαλείται σκάνδαλο εάν η μαρτυρία, που είναι απαραίτητη για να επιτευχθεί καταδίκη (στην ιδιωτική ποινική υπόθεση), δεν προσβάλλει την καλή φήμη του κατηγορουμένου.   Το ζήτημα είναι νομικό και το κριτήριο είναι κατά πόσον η καλή φήμη του κατηγορουμένου θα επηρεαζόταν αρνητικά.   Το δικαστήριο θα πρέπει, δηλαδή, να διερωτηθεί κατά πόσον η κατηγορία (στην ιδιωτική  ποινική) εναντίον του ενάγοντα-κατηγορούμενου είναι τέτοια που κατ΄ ανάγκην και κατά τη φυσική πορεία των πραγμάτων, είναι δυσφημιστική για τον ενάγοντα.  

 

Ακολουθώντας τις κατευθυντήριες γραμμές που δόθηκαν στην Berry (ανωτέρω) το νομικό ερώτημα, που θα έπρεπε να είχε υποβάλει στον εαυτό του και να απαντήσει το πρωτόδικο δικαστήριο, ήταν το κατά πόσον η μαρτυρία που ήταν απαραίτητη για απόδειξη της κατηγορίας της χρήσης μεγαφώνων, χωρίς άδεια, κατά παράβαση του άρθρου 187 (1) (α) του Ποινικού Κώδικα του Κεφ. 154, θα προκαλούσε σκάνδαλο για την υπόληψη του ενάγοντα-εφεσίβλητου υπό την έννοιαν του ότι θα ήταν δυσφημιστική γι΄ αυτόν και θα επηρέαζε αρνητικά την καλή του φήμη, θα μείωνε δηλαδή την υπόληψη του.  

 

Κατά την εκτίμηση μας τα όσα έλαβε υπόψιν του το  πρωτόδικο δικαστήριο για να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η υπόληψη του ενάγοντα-εφεσίβλητου επηρεάστηκε αρνητικά, δηλαδή η ντροπή που αισθάνθηκε και η δύσκολη θέση στην οποία βρέθηκε, καθώς και η άδικη συμμετοχή του στη διαδικασία της επίδικης ιδιωτικής ποινικής υπόθεσης, δεν ήταν σχετικά με την απόδειξη του  απαραίτητου αυτού συστατικού στοιχείου του αστικού αδικήματος της κακόβουλης δίωξης, δυνάμει του άρθρου 32 του Κεφ. 148 και του κοινού δικαίου.   Η κατηγορία που προσήφθη στον κατηγορούμενο-ενάγοντα-εφεσίβλητο, αυτή δηλαδή της χρήσης μεγαφώνων, χωρίς την άδεια του Επάρχου, και η μαρτυρία που θα ήταν απαραίτητη για να αποδειχθεί αυτή η κατηγορία, λαμβανομένων υπόψιν και των λεπτομερειών του αδικήματος σύμφωνα με τις οποίες,  μεταξύ των ωρών 18.00 και 20.00, στον αερολιμένα της Πάφου, χρησιμοποιούσε μεγάφωνα και μετέδιδε ήχους χωρίς άδεια του Επάρχου, δεν είναι τέτοιας φύσης που θα μπορούσε να προκαλέσει σκάνδαλο για την υπόληψη του εφεσίβλητου.   Ακόμη και αν προσφερόταν μαρτυρία ότι ο εφεσίβλητος έκαμε χρήση μεγαφώνων στον προαναφερόμενο χώρο  και χρόνο, χωρίς την άδεια του Επάρχου και όντας, αδιαμφισβήτητα, αξιωματικός της Αστυνομίας, τέτοια μαρτυρία δεν θα ήταν δυσφημιστική γι΄ αυτόν, δεν θα επηρέαζε αρνητικά την καλή του φήμη και δεν θα αφαιρούσε από την υπόληψη του κατά τρόπο που να προκαλεί σκάνδαλο, σύμφωνα με τις προαναφερόμενες αυθεντίες.   Τέτοια μαρτυρία, δηλαδή, δεν θα αφορούσε σε έγκλημα ανεντιμότητας (Δέστε:  Rayson v. South London Tramways Company (1893) 2 Q.B. 304 και Wiffen v. Bailey and Romford Urban District Council (1915) 1 K.B. 600) και δεν θα παρείχε, αφεαυτής, αγώγιμο δικαίωμα στον εφεσίβλητο, σε περίπτωση προφορικής δυσφήμισης (slander).

 

Το αδίκημα της χρήσης μεγαφώνων, στον προαναφερόμενο τόπο και χρόνο που του αποδόθηκε, κακόβουλα, δεν είναι τέτοιο που, ανυπερθέτως και κατά τη φυσική πορεία των  πραγμάτων (necessarily and naturally) μειώνει την καλή φήμη του εφεσίβλητου-ενάγοντα (Δέστε:  Rayson και Wiffen, ανωτέρω).    

 

Κατά συνέπεια θεωρούμε πως το πρωτόδικο δικαστήριο έσφαλε κατά την εφαρμογή των ορθών κριτηρίων της νομολογίας επί των γεγονότων της παρούσας υπόθεσης και λανθασμένα κατέληξε στο συμπέρασμα ότι, στην παρούσα υπόθεση, προκλήθηκε σκάνδαλο για την υπόληψη του εφεσίβλητου, όπως είναι απαραίτητο για την απόδειξη του αστικού αδικήματος της κακόβουλης δίωξης.  

 

Ως αποτέλεσμα των ανωτέρω ο πέμπτος λόγος έφεσης επιτυγχάνει και η πρωτόδικη  απόφαση παραμερίζεται. 

 

Υπό τις ειδικές περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης, όπου το κακόβουλο της δίωξης δεν αμφισβητήθηκε, δεν δίδεται οποιαδήποτε διαταγή για έξοδα.

 

 

 

                                                          Π.

 

                                                          Δ.

 

                                                          Δ.

 

/ΕΑΠ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο