ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Ναθαναήλ, Στέλιος Σταύρου Παρπαρίνος, Λεωνίδας Στυλιανίδου-Πούγιουρου, Αντρούλα Κ. Δημητριάδης, για την Εφεσείουσα. Ν. Αβρααμίδης για Λ. Παπαφιλίππου, για τον Εφεσίβλητο. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2018-07-12 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΛΕΟΝΤΙΟΥ ν. ΚΑΡΑΓΙΩΡΓΗ, Πολιτική Έφεση Αρ. 189/2012, 12/7/2018 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2018:A360

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. 189/2012)

 

12 Ιουλίου 2018

 

[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ/στές]

 

ΛΕΟΝΤΙΟΥ,

Εφεσείουσα

-         ΚΑΙ   -

 

ΚΑΡΑΓΙΩΡΓΗ,

Εφεσίβλητου

----------------------------------------

Κ. Δημητριάδης, για την Εφεσείουσα.

Ν. Αβρααμίδης για Λ. Παπαφιλίππου, για τον Εφεσίβλητο.

----------------------------------------

 

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ:  Η ομόφωνη απόφαση του

Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Δικαστή Ναθαναήλ.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

        ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.:  Η εφεσείουσα ενεπλάκη σε τροχαίο δυστύχημα στις 5.11.2003 στο Πέρα Χωρίο της επαρχίας Λευκωσίας.  Παρά την αρχική άρνηση ευθύνης από πλευράς του εφεσίβλητου-εναγομένου, εν τέλει αυτή έγινε πλήρως αποδεκτή, παραμένοντας προς εκδίκαση το ποσό των αποζημιώσεων με πρόσθετη συμφωνία στο ποσό των £1.500 ως ζημιά του οχήματος της εφεσείουσας. 

 

        Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού άκουσε εκτεταμένη μαρτυρία προέβηκε σε αριθμό διαπιστώσεων υπό τύπο ευρημάτων μετά τη σχετική αξιολόγηση των αντίθετων ενώπιον του θέσεων και απέδωσε το ποσό των €10.000 ως γενικές αποζημιώσεις για σωματικές βλάβες με τόκο προς 8% ετησίως από 5.11.2003, ημερομηνία του δυστυχήματος, μέχρι 15.10.2008 και ακολούθως 5½% ετησίως μέχρι 14.3.2012, ημερομηνία έκδοσης της πρωτόδικης απόφασης.  Απέδωσε επίσης το ποσό των €3.377,91 ως ειδικές αποζημιώσεις το οποίο έφερε τόκο κατ΄ ανάλογο τρόπο προς τις γενικές αποζημιώσεις προς κάλυψη της συμφωνηθείσας ζημιάς στο όχημα, άδεια ενός μηνός με δεδομένο ότι οι μηνιαίες απολαβές της εφεσείουσας ήταν €729,57 και ποσό €85,44 για ζημιές που αναφέρονταν στη δήλωση της εφεσείουσας ενώπιον του Δικαστηρίου.  Όλα τα ποσά της απόφασης έφεραν νόμιμο τόκο από 15.3.2012 μέχρι εξοφλήσεως.  Επιδικάσθηκαν επίσης έξοδα υπέρ της στην ανάλογη κλίμακα.

 

        Τα ουσιαστικά ευρήματα του Δικαστηρίου μετά την αξιολόγηση ήσαν ότι η εφεσείουσα εκ του δυστυχήματος υπέστη εγκεφαλική διάσειση, θλαστικό τραύμα στο δεξιό αυτί το οποίο συρράφηκε και θλαστικό τραύμα στη δεξιά βρεγματική χώρα.  Παρέμεινε στο νοσοκομείο για πέντε ημέρες προς νοσηλεία κλινήρης και υπό συνεχή ιατρική παρακολούθηση και φροντίδα.  Η εφεσείουσα παρουσίασε επίσης κεφαλαλγίες και ζάλη, σημεία μεταδιασεισικού συνδρόμου.  Ήταν η κρίση του ότι η εφεσείουσα υπερέβαλλε κατά πολύ τα συμπτώματα της μετά το δυστύχημα και προς τούτο αναφέρθηκε σε διάφορα ζητήματα τα οποία πιστοποιούσαν τις έκδηλες  υπερβολές της ούτως ώστε να μην μπορούσε ως Δικαστήριο να δεχθεί ως αξιόπιστη τη μαρτυρία της σε σχέση με την εξέλιξη της κατάστασης της. 

 

 Η θέση της εφεσείουσας ότι δεν μπορούσε να εργαστεί μετά τον τραυματισμό στο περίπτερο που διατηρούσε με το σύζυγο της, ο οποίος και αναγκάστηκε να σταματήσει από τη δική του δουλειά και στη συνέχεια το περίπτερο πωλήθηκε λόγω του ότι και ο ίδιος ασθένησε, ερχόταν σε αντίθεση με τη μαρτυρία του ιδιωτικού ντετέκτιβ Λοϊζίδη, Μ.Υ.1, η οποία και έγινε αποδεκτή. Αυτή πιστοποιούσε ότι σε επισκέψεις που ο ίδιος έκαμε στο περίπτερο, η εφεσείουσα ήταν παρούσα εξυπηρετώντας τον χωρίς να παρουσιάζει κάποιο πρόβλημα.  Επίσης, στη βάση της δικής του μαρτυρίας, η εφεσείουσα άπλωσε μπουγάδα στην αυλή του σπιτιού της χωρίς πρόβλημα, οδηγώντας στη συνέχεια μικρό βυτιοφόρο για να μεταβεί στο περίπτερο και ακολούθως οδήγησε άλλο σαλούν όχημα.  Αυτά, σύμφωνα με το Δικαστήριο, αναιρούσαν τη μαρτυρία της εφεσείουσας ότι δεν μπορούσε να εκτελεί οικιακές εργασίες ή να οδηγεί.

 

 Περαιτέρω, διάφορες θέσεις της εφεσείουσας ότι το βράδυ χρειαζόταν οξυγόνο για να κοιμηθεί δεν  υποστηρίζονταν από καμία απολύτως ιατρική μαρτυρία που προσκομίστηκε.  Ούτε και  υπήρξε ιατρική μαρτυρία για οποιαδήποτε πάθηση ή βλάβη στο αναπνευστικό σύστημα ώστε να πιστοποιείτο η θέση της ότι επισκεπτόταν πνευμονολόγο.  Η εφεσείουσα παραπονέθηκε επίσης για απώλεια διάθεσης έρωτα και σεξουαλική δυσλειτουργία, αλλά κανένας γιατρός δεν κατέθεσε ή ανέφερε στο πιστοποιητικό του κάτι τέτοιο.  Η μοναδική μαρτυρία από τη Δρα Βαλανίδου, Μ.Ε.3, ψυχίατρο, ότι από πολύ νωρίς άρχισαν και τα συμπτώματα προβλήματος ερωτικής διάθεσης, δεν έπεισε το Δικαστήριο γιατί η γιατρός αυτή είδε την εφεσείουσα για πρώτη φορά οκτώ μήνες μετά το δυστύχημα, ενώ δεν διαπιστώθηκε οποιαδήποτε σεξουαλική δυσλειτουργία.  Κατά τον ίδιο τρόπο, το Δικαστήριο σχολίασε και τη σχετική μαρτυρία του Βερεσιέ, νευρολόγου ψυχίατρου, Μ.Ε.4, ο οποίος μίλησε για μείωση της λίπιντο, αλλά η αντίθετη μαρτυρία του Δρος Καραβία, Μ.Υ.2, που έγινε δεκτή, ήταν ότι αν υπήρχε όντως πρόβλημα, θα έπρεπε να της χορηγηθεί ειδικό φάρμακο.

 

        Ούτε η μαρτυρία της εφεσείουσας σε σχέση με τα εισοδήματα της από το περίπτερο έγινε δεκτή διότι ενώ ανέφερε ότι από την επιχείρηση αυτή κέρδιζε £1,000 μηνιαίως, ουδέν πιστοποιητικό ή δικαιολογητικό ή φορολογικές δηλώσεις ή βιβλία παρουσιάστηκαν.  Μοναδικό στοιχείο για τα εισοδήματα της ήταν μια επιστολή των Κοινωνικών Ασφαλίσεων που έδειχνε ότι για το 2003 οι ασφαλιστέες αποδοχές της ήταν £5.119.  Σύμφωνα με το στοιχείο αυτό οι μηνιαίες απολαβές της δεν ήταν £1.000, αλλά £427.  Το επόμενο έτος του δυστυχήματος, το 2004, δηλώθηκε ποσό £4.149 ως ασφαλιστέες αποδοχές, αλλά ούτε αυτό συνήδε κατά το Δικαστήριο με τη διαχείριση εφεξής του περιπτέρου από τον αδελφό και τη νύμφη της τους οποίους και πλήρωνε με σημειωθείσα μείωση απολαβών μόνο £1.000.  Όσον αφορά ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, ενώ η εφεσείουσα ζητούσε £100 μηνιαίως για 25 χρόνια παρουσίασε  μια και μόνο βεβαίωση από ένα φαρμακείο ότι αγοράζει από αυτό διάφορα φάρμακα συνολικής αξίας £100 το μήνα.  Διερωτήθηκε το Δικαστήριο ποιος συνταγογραφεί τα φάρμακα αυτά και γιατί η εφεσείουσα δεν είχε τα τελευταία χρόνια, ή, έστω μήνες, κάποια απόδειξη.  Η Δρ. Βαλανίδου είχε αναφερθεί σε αντικαταθλιπτικά και αγχολυτικά φάρμακα, τα οποία όμως λαμβάνονται δωρεάν από το νοσοκομείο.

       

        Εν τέλει και αφού το Δικαστήριο έκρινε αξιόπιστη τη μαρτυρία των μαρτύρων  υπεράσπισης, δηλαδή, του Λοϊζίδη  και του Δρα Καραβία νευρολόγου ψυχιάτρου, έκρινε ότι η εφεσείουσα υπέστη τα όσα προηγουμένως καταγράφηκαν ως ευρήματα του, αποδίδοντας με αναφορά σε σχετική νομολογία το ποσό των €10.000 ως ικανοποιητική αποζημίωση σε επίπεδο γενικών αποζημιώσεων με τους ανάλογους τόκους.

 

         Η εφεσείουσα παραπονείται με επτά λόγους έφεσης τόσο ως προς την αξιολόγηση της μαρτυρίας που προσέφερε, όσο και για την επιδίκαση χαμηλών γενικών αποζημιώσεων και τη μη επιδίκαση οποιωνδήποτε ουσιαστικών ειδικών αποζημιώσεων πέραν του συμφωνηθέντος ποσού των ΛΚ1.500.  Η εισήγηση της εφεσείουσας είναι ότι είναι επιτρεπτή στην παρούσα υπόθεση η επέμβαση του Εφετείου όπου τα ευρήματα του πρωτοδίκου Δικαστηρίου κρινόμενα και συνεκτιμούμενα στο πλαίσιο των γεγονότων είναι εξ αντικειμένου ανυπόστατα, παράλογα ή αυθαίρετα.  Λανθασμένα, λοιπόν, το Δικαστήριο απέρριψε ή δεν αποδέχθηκε την ουσία της μαρτυρίας  των  τριών κυβερνητικών ιατρών που κατέθεσαν εκ μέρους της εφεσείουσας, δηλαδή, της Δρος Βαλανίδου, του Δρα Βερεσιέ και του Δρα Κραμβή, σημειώνοντας ότι η μαρτυρία τους, και ειδικά της Δρος Βαλανίδου, δεν αξιολογήθηκε στην  ολότητα  της, αγνοώντας τις θέσεις τόσο της Δρος Βαλανίδου, όσο και του Δρα Βερεσιέ που κατέθεσαν με ειλικρίνεια ότι είχαν εξετάσει την εφεσείουσα και ότι αυτή ανέπτυξε τη  συμπτωματολογία για την οποία παραπονέθηκε λόγω του  επιδίκου ατυχήματος.  Η θέση του Δικαστηρίου ότι  η  μαρτυρία  της Δρος Βαλανίδου στηριζόταν σχεδόν αποκλειστικά στα όσα η εφεσείουσα  της μετέφερε  ως παράπονα, είναι λανθασμένη διότι η Δρ. Βαλανίδου δεν είχε οποιεσδήποτε ενδείξεις ότι η εφεσείουσα προσποιείτο, υποκρινόταν ή ψευδόταν, ενώ είχε και εμπειρία παρομοίων περιστατικών στα οποία οι ασθενείς ανέπτυξαν παρόμοια συμπτωματολογία.  Δεν αναπτύσσουν όλα τα άτομα την ίδια συμπτωματολογία μετά από ένα ατύχημα ή άλλο στρεσσογόνο περιστατικό και η εφεσείουσα είχε αγχώδη καταθλιπτική διαταραχή με επηρεασμό των ανώτερων ψυχικών λειτουργιών της όπως μνήμη, κρίση και αντίληψη.  Η αστάθεια στο βάδισμα δεν σημαίνει κατ΄ ανάγκη και οργανική βλάβη, ενώ τα συμπτώματα της ήταν τόσο σοβαρά που δεν της επέτρεπαν να εργαστεί και να ανταποκριθεί στις ανάγκες της, παρά την προτροπή της ιδίας ως ιατρού να προσπαθήσει να εργάζεται ορισμένες ώρες. 

 

         Κατά τον ίδιο τρόπο, το Δικαστήριο παραγνώρισε τη μαρτυρία του Δρα Βερεσιέ προς την ίδια κατεύθυνση ότι δηλαδή ένας ασθενής δεν μπορεί να προσποιείται για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα, ότι είδε την εφεσείουσα περίπου ένα μήνα μετά την έξοδο της από το νοσοκομείο, της έδινε δε θεραπεία μέχρι το 2005 και μετέπειτα όταν την έβλεπε η Δρ. Βαλανίδου αυτή δέχθηκε τη δική του θεραπεία και συνέχισε την ίδια φαρμακευτική αγωγή.  Ιδιαιτέρως, όσον αφορά τις θέσεις του Δρα Κραμβή, το Δικαστήριο λανθασμένα παραγνώρισε την εμπεριστατωμένη μαρτυρία  του  και  το  γεγονός  ότι  και  ο   ίδιος,  είτε ως  μέλος,  είτε ως πρόεδρος του Ιατρικού Συμβουλίου, είχε   εξετάσει   προσωπικά  την   εφεσείουσα  διαπιστώνοντας  σοβαρή μετατραυματική διαταραχή, αφασία, αδυναμία συγκέντρωσης, χαμηλή αυτοεκτίμηση και μειωμένη λειτουργικότητα.  Ο Δρ. Κραμβής δεν είχε βασιστεί μόνο στα προηγηθέντα ιατρικά πιστοποιητικά, αλλά έλαβε τρεις συνεντεύξεις από την εφεσείουσα και τα ευρήματα του ήταν αντικειμενικά ορθά.  Παρόμοια, το Δικαστήριο δεν αξιολόγησε σφαιρικά τη μαρτυρία του Δρα Περικλή Συμεωνίδη, Μ.Ε.2, γενικού χειρούργου, ο οποίος ναι μεν κατέθεσε και κρίθηκε αξιόπιστος ότι η εφεσείουσα δεν είχε παθολογικά ευρήματα, η δε εγκεφαλική διάσειση που παρουσίασε ήταν ήπιας μορφής, αλλά πρόσθεσε επίσης ότι αυτή παρακολουθείτο από εξειδικευμένους ψυχολόγους ψυχιάτρους οι οποίοι και έκριναν ότι έπρεπε να γίνουν τρεις εγκεφαλικές εξετάσεις για τη διαπίστωση άλλων προβλημάτων. 

 

         Από  την  άλλη,    λανθασμένα   κρίθηκαν    αξιόπιστοι   οι     Δρ. Καραβίας και Λοϊζίδης, ιδιαιτέρως ως προς τον πρώτο, διότι μετατόπισε τις θέσεις του κατά την αντεξέταση προσθέτοντας σε τεκμήριο παραδοχή ότι η εφεσείουσα έπασχε από ήπια αγχοδοκαταθλιπτικά στοιχεία στο πλαίσιο διαταραχής μετά από ψυχοτραυματικό στρες.  Δεν απέκλεισε δε ότι ενδεχομένως να μην μπορούσε η εφεσείουσα να εργαστεί και να ασκήσει τα οικογενειακά και συζυγικά της καθήκοντα.  Η δε μαρτυρία του Λοϊζίδη δεν μπορούσε να αναιρέσει την ειλικρινή θέση της εφεσείουσας με την παρακολούθηση της ίδιας να οδηγεί για λίγα λεπτά, οκτώ λεπτά και 41 δευτερόλεπτα, ή, με τα λίγα λεπτά που επισκέφθηκε το περίπτερο της.

 

  Αντίθετη είναι η θέση στο περίγραμμα και στην προφορική αγόρευση του εφεσίβλητου.  Οι λόγοι της διαφορετικής προσέγγισης καταγράφονται επίσης λεπτομερώς με αναφορά σε σελίδες πρακτικών και με αποσπάσματα από τις διάφορες μαρτυρίες με ουσιαστική κατάληξη ότι η βαρύτητα του συγκεκριμένου τροχαίου ατυχήματος και η απλή εγκεφαλική διάσειση δεν στοιχειοθετούσαν τα χρόνια παράπονα της εφεσείουσας, ούτε πιστοποιούσαν την έκθεση του Ιατροσυμβουλίου, διότι ανικανότητα προς εργασία είναι απότοκο οργανικών εγκεφαλικών βλαβών, σωματικών αναπηριών και σοβαρών ψυχιατρικών καταστάσεων όπως, για παράδειγμα, μια ψυχοσωματική διαταραχή ή μια μείζονα καταθλιπτική διαταραχή. 

 

        Έχοντας μελετήσει με προσοχή τα όλα δεδομένα είναι πρωτίστως αναγκαίο να γίνει υπενθύμιση της βασικής νομολογίας ότι το Εφετείο κατά κανόνα δεν επεμβαίνει στην πρωτόδικη αξιολόγηση εφόσον κριτής είναι φυσιολογικά το ίδιο το πρωτόδικο Δικαστήριο το οποίο στη ζωντανή ατμόσφαιρα της δίκης έχει τη δυνατότητα να παρακολουθήσει με προσοχή τους μάρτυρες και να εξαγάγει τα δικά του συμπεράσματα από την όλη συμπεριφορά τους σε συνάρτηση βέβαια με τις έγγραφες προτάσεις και το αποδεικτικό υλικό.  Παρά τον κανόνα αυτό, η επέμβαση στα συμπεράσματα και ευρήματα του πρωτοδίκου Δικαστηρίου παραμένει πάντοτε μια δυνατότητα όπου αυτά τα συμπεράσματα και ευρήματα παρουσιάζονται ανακόλουθα και εκτός της κοινής ανθρώπινης εμπειρίας ή της λογικής των πραγμάτων, (Σταύρου ν. Χαραλάμπους (2011) 1 Α.Α.Δ. 193, Γιάλλουρος κ.ά. ν. Ψύλλα κ.ά. (2009) 1 Α.Α.Δ. 1552 και Κώστας Λέντζας ν. Laos Bros Ltd, Πολ. Έφ. αρ. 140/2011, ημερ. 22.12.2016), ECLI:CY:AD:2016:A577.

 

         Στην υπό κρίση υπόθεση, παρά το ότι θα ήταν ευτυχές εάν το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέγραφε μια πλέον εμπεριστατωμένη αξιολόγηση, εν τούτοις η εφετειακή επέμβαση στην αξιολόγηση και ευρήματα, όπως την εισηγείται η εφεσείουσα, δεν είναι εφικτή.  Αυτό διότι κατά βάση, η αξιολόγηση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ήταν ευλόγως επιτρεπτή και λογική και αναδρομή στα τηρηθέντα πρακτικά και τη μαρτυρία επιβεβαιώνει τα λεχθέντα.  Η ουσία (και είναι πάγια η νομολογία ότι μια απόφαση θα πρέπει να διαβάζεται μακροσκοπικά και όχι μικροσκοπικά), είναι ότι η εφεσείουσα δεν  υπέστη σοβαρούς τραυματισμούς, αλλά μια ήπια εγκεφαλική διάσειση με θλαστικό τραύμα στο δεξί αυτί και στη δεξιά βρευματική χώρα.  Οι αξονικές και άλλες εξειδικευμένες εξετάσεις ουδέν παθολογικό κατέδειξαν, αρχής γενομένης από  τη  μαρτυρία του μάρτυρα της εφεσείουσας Δρα Συμεωνίδη, ο οποίος σύμφωνα με τη μαρτυρία ήταν ο πρώτος ιατρός που την είδε την ημέρα του δυστυχήματος ή την επομένη, τα δε παράπονα της, αλλά και τα ευρήματα καταγράφησαν στο Τεκμήριο Α4, ιατρικό πιστοποιητικό με συνημμένη ιατρική έκθεση.  Ο ακτινολογικός έλεγχος δεν είχε δείξει οποιοδήποτε κάταγμα και δεν υπήρχε επίσης οποιοδήποτε εμφανές παθολογικό εύρημα όπως εγκεφαλική αιμορραγία ή οίδημα εγκεφάλου.  Η εφεσείουσα είχε προσκομιστεί στις Πρώτες Βοήθειες του Γενικού Νοσοκομείου Λευκωσίας στις 5.11.2003 και εξήλθε στις 9.11.2003, τέσσερεις, δηλαδή, μέρες μετά.  Ο Δρ. Συμεωνίδης ο οποίος κρίθηκε αξιόπιστος μάρτυρας παρά το ότι την παρακολουθούσε για την εγκεφαλική διάσειση δεν έκρινε την παραπομπή της για περαιτέρω εξειδικευμένες εξετάσεις. 

 

        Αυτή η βασική τοποθέτηση του Δρα Συμεωνίδη δεν αμφισβητήθηκε, ούτε και αλλοιώθηκε από τη μαρτυρία των υπολοίπων ιατρών εκ μέρους της εφεσείουσας.  Γι΄ αυτό και στις εξετάσεις που έγιναν στη συνέχεια για διαπίστωση οποιωνδήποτε κλινικών ευρημάτων δεν πιστοποιήθηκε οτιδήποτε το σχετικό και σχετικό είναι το Τεκμήριο Α5 ημερ. 12.11.2003, στο οποίο καταγράφηκε ότι δεν παρατηρήθηκε εγκεφαλική αιμορραγία ή μετατόπιση των δομών της μέσης γραμμής του εγκεφάλου.  Το ίδιο απορρέει και από το Τεκμήριο Α6, ημερ. 17.12.2003, που, όπως και το προηγούμενο, αφορούσαν αποτελέσματα της αξονικής τομογραφίας.  Το ίδιο παρατηρήθηκε και πολύ αργότερα στις 14.2.2004, όπου σε νέα αξονική τομογραφία, ουδέν παρατηρήθηκε. 

 

        Η θέση, επομένως, του Δικαστηρίου ότι η εφεσείουσα  υπερέβαλλε στις τοποθετήσεις της ως προς τη συμπτωματολογία και τα παρεπόμενα του δυστυχήματος βασίζετο σε ουσιαστική ιατρική μαρτυρία. Τα παράπονα της εφεσείουσας ήσαν βασικά υποκειμενικής φύσεως και η πιστοποίηση τους από τη Δρα Βαλανίδου, και τον Δρα Βερεσιέ, οφειλόταν στην ουσία στα υποκειμενικά αυτά παράπονα της, παρά το γεγονός ότι οι δύο αυτοί ιατροί την εξέτασαν κατ΄ επανάληψη και είχαν δεχθεί τις θέσεις της ως προς τα όσα παραπονείτο.  Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι η εφεσείουσα δεν υπερέβαλλε στη μαρτυρία της και η σχετική μαρτυρία της  Δρος Βαλανίδου ήταν πράγματι ότι η αρχική διάγνωση αφορούσε διαταραχή μετά από μετατραυματικό στρες, αλλά παραμένει γεγονός ότι η ιατρός την εξέτασε έξι μήνες μετά το ατύχημα και το ότι  η εφεσείουσα παρουσίαζε μια συγκεκριμένη συμπτωματολογία βασιζόταν στην οπτική παρατήρηση και στο γεγονός ότι από ψυχιατρικής πλευράς διαφορετικά βιώνεται ένα γεγονός ανάλογα με το άτομο.  Η χορηγία δε των φαρμάκων παρά τη χρήση των οποίων δεν υπήρξε θετική ανταπόκριση ή βελτίωση ώστε να παρατηρείται ακόμη μια χρονίζουσα πλέον κατάθλιψη, οφειλόταν, κατά την αντίθετη άποψη του Δρα Καραβία, σε αυτή την πολυφαρμακία. 

 

Τα  ίδια  μπορούν  να   λεχθούν   και   για  τη   μαρτυρία του Δρα Βερεσιέ και το Δικαστήριο είχε τη δυνατότητα να δεχθεί την αντίθετη μαρτυρία του Δρα Καραβία, ο οποίος εντυπωσίασε θετικά το Δικαστήριο ως μάρτυρας με επιστημονική κατάρτιση, αλλά και αληθείας, εξηγώντας ότι ήταν λάθος η χορήγηση δύο αντικαταθλιπτικών φαρμάκων ταυτόχρονα δημιουργώντας έτσι πρόβλημα πολυφαρμακίας, ο ίδιος δε την ακολούθησε στη συνέχεια διότι δεν μπορούσε απότομα να διακόψει τη χρήση των φαρμάκων που χορηγήθηκαν από προηγούμενους ιατρούς, κάτι που έπρεπε να γίνει σταδιακά.  Εξήγησε ότι η εφεσείουσα έπαθε εξάρτηση από τα φάρμακα και ότι έπρεπε να υπήρχε ενδοκλινική νοσηλεία για τη σταδιακή αφαίρεση τους. 

 

         Η ουσία της όλης υπόθεσης ήταν ότι η εφεσείουσα υπερέβαλλε για την κατάσταση της και λανθασμένα οι ψυχίατροι, περιλαμβανομένου και του Ιατροσυμβουλίου  υπό τον Δρα Κραμβή, στηρίχθηκαν στις υποκειμενικές αναφορές της εφεσείουσας χορηγώντας της αυξημένη διπλή φαρμακευτική αγωγή.  Μάλιστα, παρατηρείται ότι ενώ το 2005 στην Έκθεση Ιατρικού Συμβουλίου, Τεκμήριο 3, αναφέρεται ότι η εφεσείουσα θα παραμείνει, ως πρόβλεψη, μόνιμα ανίκανη για εκτέλεση του επαγγέλματος της, και ούτε μπορεί να ασκεί οποιοδήποτε άλλο επάγγελμα, στις Εκθέσεις Ιατρικού Συμβουλίου τους 2009 και 2011, η εφεσείουσα κρίθηκε ικανή για ελαφριά εργασία και εργασία μέχρι τρεις ώρες ημερησίως, με παρατηρούμενη, δηλαδή, βελτίωση.  Η θέση που έγινε δεκτή από το Δικαστήριο μέσω του Δρα Καραβία ήταν ότι η απουσία οργανικής βλάβης λόγω του δυστυχήματος μαζί με το γεγονός ότι το ίδιο το τραυματικό γεγονός, δηλαδή, το δυστύχημα ήταν μειωμένης βαρύτητας, δεν δικαιολογούσαν τα  υποκειμενικά παράπονα της εφεσείουσας.  Το δε παράπονο της ως προς το ότι ο Δρ. Καραβίας προσέθεσε στο ιατρικό πιστοποιητικό χειρογράφως ότι η εφεσείουσα είχε ήπια αγχοκαταθλιπτικά στοιχεία δεν  υποδηλώνει αναξιοπιστία του μάρτυρα, διότι ουδέποτε ο μάρτυρας ομίλησε ή έγραψε για σοβαρή μετατραυματική κατάθλιψη στην δε ιατρική έκθεση που έδωσε, Τεκμήριο Γ, με σαφήνεια εξήγησε τα δεδομένα με αναφορά σε επιστημονικές μεθόδους και ότι η εφεσείουσα δεν υπέφερε από κλινική μετατραυματική κατάθλιψη εξ αιτίας του ατυχήματος. 

 

         Ως προς το παράπονο ότι στην εφεσείουσα αποδόθηκε χαμηλό ποσό γενικών αποζημιώσεων κρίνεται ότι στο πλαίσιο των ευρημάτων του πρωτοδίκου Δικαστηρίου και με την αξιολόγηση του να παραμένει αλώβητη, το ποσό που εγκρίθηκε των €10.000 ήταν ικανοποιητικό.  Οι αποφάσεις που αναφέρει στο περίγραμμα του ο ευπαίδευτος συνήγορος της εφεσείουσας, Νικολάου ν. Στυλιανού (2011) 1 Α.Α.Δ. 1727 και Περικλέους ν. Μιχαήλ (2012) 1 Α.Α.Δ. 2420, δεν σχετίζονται με τα δεδομένα της υπό κρίση υπόθεσης.  Αφορούσαν πολύ σοβαρότερες οργανικές βλάβες μετά από δυστύχημα που σχετίζονταν με τους σπονδύλους της αυχενικής μοίρας και πρόπτωση δίσκου με εγχείρηση.  Υπάρχουν βεβαίως και αποφάσεις προς το αντίθετο, όπου οι αποζημιώσεις που επιδικάστηκαν πρωτοδίκως κρίθηκαν υπερβολικές και μειώθηκαν κατ΄ έφεση.  Στην Ανδρέας Προεστός υπό περιορισμένο παραχωρητήριο ν. Προδρόμου, Πολ. Έφ. αρ. 326/2011, ημερ. 12.4.2017, ECLI:CY:AD:2017:A140, οι αποζημιώσεις μειώθηκαν επί τραυματισμών που επέφεραν κατάγματα και θλάσεις, μετατραυματική αρθρίτιδα και μόνιμες ζημιές.

 

        Ως προς το ζήτημα των ειδικών αποζημιώσεων που δεν αποδόθησαν, είναι δεδομένο ότι δεν αποδείχθηκαν τέτοιες ειδικές ζημιές για τους λόγους που σαφώς κατέγραψε το πρωτόδικο Δικαστήριο.  Ούτε για τα φάρμακα τα οποία ανέφερε ότι πληρώνει ή χρειάζεται κατά μήνα η εφεσείουσα αποδείχθηκε οποιοδήποτε συγκεκριμένο στοιχείο.  Η προσκόμιση μιας βεβαίωσης από φαρμακείο ότι αγοράζονται φάρμακα αξίας ΛΚ100 μηνιαίως, ορθώς δεν έγινε δεκτή από το Δικαστήριο.  Ούτε ποια φάρμακα ήταν αυτά, ούτε ποιος ιατρός τα είχε συνταγογραφήσει, ούτε η βεβαιούσα φαρμακοποιός κλήθηκε ως μάρτυρας στο Δικαστήριο προς κατάθεση.  Τα δε αντικαταθλιπτικά φάρμακα, τα οποία όντως ελάμβανε, χορηγούνταν δωρεάν από το Νοσοκομείο.   Οι αξιώσεις της γενικώς συσχετίζονται με τα όσα η ίδια παραπονείτο περί της ανικανότητας της να εργαστεί περαιτέρω, οπότε και αναπόφευκτα οι σχετικές αξιώσεις της συμπαρασύρονται ανάλογα. Αυτό αποδυναμώνει καίρια τη μαρτυρία των Σωτηρίου και Γεωργίου περί της φροντίδας της εφεσείουσας με ανάλογα εξοδολόγια.  Τα μηνιαία εισοδήματα της από την εργασία της στο περίπτερο δεν αποδείχθηκαν, αντίθετα αποδείχθηκαν λιγότερα εισοδήματα, η δε εφεσείουσα ήταν σε θέση να εργαστεί και να οδηγεί και οι ισχυρισμοί της περί ανικανότητας εργασίας παρέμειναν ατεκμηρίωτοι.  Η σχετική μαρτυρία του Λοϊζίδου, ευλόγως έγινε αποδεκτή, όχι διότι όντως ο μάρτυρας την εντόπισε να οδηγεί για περιορισμένη ώρα και να εργάζεται τη συγκεκριμένη ημερομηνία και ώρα που την επισκέφθηκε στο περίπτερο, αλλά διότι η μαρτυρία αυτή έτεινε να πιστοποιήσει το ευρύτερο πλαίσιο που ήταν ότι οι τραυματισμοί της εφεσείουσας ήσαν ήπιοι και δεν δικαιολογούσαν, αντικειμενικώς, τα παράπονα της.

 

 

 

        Η έφεση απορρίπτεται με €2.500 έξοδα εναντίον της εφεσείουσας και υπέρ του εφεσίβλητου.

 

 

 

 

 

 

                       

                                                Δ.

 

 

 

 

 

 

                                                Δ.

 

 

 

 

 

 

                                                Δ.

 

 

/ΕΘ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο