ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2018:A363
AΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 157/12
16 ΙΟΥΛΙΟΥ 2018
ΣΤ. ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Α. ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ
1. PANIMA LTD
2. ΙΩΑΝΝΙΔΗ
3. ΙΩΑΝΝΙΔΗ
4. ΙΩΑΝΝΙΔΗ
5. ΑΝΤΩΝΙΑΔΗ
6. ΙΩΑΝΝΙΔΗ
ΕΦΕΣΕΙΟΝΤΩΝ
και
ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ (ΚΥΠΡΟΥ) ΛΤΔ
ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ
----------------------------------
Στ. Σάββα για Παπαντωνίου και Παπαντωνίου, για Εφεσείοντες
Π. Λιβέρας, για την Εφεσίβλητη
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Παρπαρίνο, Δ.
--------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ. Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέδωσε εναντίον των Εφεσειόντων 1-4 και υπέρ της Εφεσίβλητης, απόφαση για διάφορα χρηματικά ποσά πλέον τόκο και έξοδα και εναντίον της Εφεσείουσας 6 Διάταγμα για πώληση δια δημόσιου πλειστηριασμού του κτήματος της, Τεμ. 487 στο χωριό Παρεκκλησιά Λεμεσού για εξόφληση της Υποθήκης Υ3714/97.
Η αξίωση της Εφεσίβλητης, ως αναφέρεται στην πρωτόδικη απόφαση, στηρίζετο σε "τρεις λογαριασμούς" - τρεχούμενο, δανείου και μεταχρονολογημένων επιταγών - οι οποίοι ανοίχθηκαν στο όνομα της Εφεσείουσας 1 στη βάση γραπτών συμφωνιών, εγγράφων εγγυήσεων και υποθήκης.
Οι Εφεσείοντες με 14 λόγους έφεσης προσβάλλουν την πρωτόδικη απόφαση ως εσφαλμένη. Ειδικότερα με τον πρώτο λόγο προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα παρέλειψε να αξιολογήσει την προσαχθείσα μαρτυρία και παρέλειψε να αποφασίσει ότι οι χρεωθείσες προμήθειες για τις μεταχρονολογημένες επιταγές, που αφορούν αποκλειστικά μόνο το όριο του λογαριασμού μεταχρονολογημένων επιταγών ως Τεκμ. 19 και ουδεμία άλλη υπηρεσία, είναι αντισυμβατικές διότι δεν προβλέπονται από τις συμβάσεις, Τεκμ. 10 και Τεκμ. 12. Με το δεύτερο λόγο προβάλλεται ότι εσφαλμένα παρέλειψε να αποφασίσει ότι η διαφορά τόκων μεταξύ δεσμευμένης κατάθεσης, Τεκμ. 23 και λογαριασμού, Τεκ. 17, δεν είναι 2% όπως προνοούσαν οι συμβάσεις, Τεκμ. 1 και Τεκμ. 23. Επίσης εσφαλμένα παρέλειψε να αποφασίσει ότι τα χρεωθέντα ποσά, ως τα Τεκμ. 26 και 27, είναι αντισυμβατικά διότι δεν προνοούντο από τις συμβάσεις, Τεκμ. 1 και 12 (τρίτος λόγος) και παρέλειψε να αποφασίσει ότι η Εφεσίβλητη αντισυμβατικά και παράνομα διαχειριζόταν τα περιουσιακά στοιχεία της Εφεσείουσας 1, ήτοι το λογαριασμό μεταχρονολογημένων επιταγών, Τεκμ. 9, χωρίς εξουσιοδότηση της (τέταρτος λόγος). Με τον πέμπτο λόγο προβάλλεται ότι εσφαλμένα παρέλειψε να αξιολογήσει την προσαχθείσα μαρτυρία και παρέλειψε να αποφασίσει ότι η κατάσταση λογαριασμού, Τεκμ. 39, είναι λανθασμένη και επομένως και η κατάσταση λογαριασμού, Τεκμ. 17, είναι λανθασμένη. Επίσης, ότι εσφαλμένα παρέλειψε να αποφασίσει ότι η Ανταπαίτηση της Εφεσείουσας 1 είναι βάσιμη ήτοι ότι η Εφεσίβλητη δεν κατέβαλε το επιπλέον οφειλόμενο 20% των εισαπραχθέντων μεταχρονολογημένων επιταγών από 20.4.1999 μέχρι 31.12.2000 (Λ.Κ. 50.000) και τεκμηριώνεται πέραν από την κατάσταση Γ, Τεκμ. 57 και από την κατάσταση, Τεκμ. 19 (έκτος λόγος). Ο έβδομος λόγος, συνδέεται με τον έκτο λόγο έφεσης. Προβάλλει ότι εάν η εφεσίβλητη κατέβαλλε το ποσό των Λ.Κ. 50.000 τότε, η Ενάγουσα αρ.1 θα είχε την ρευστότητα να πληρώσει τον κυριότερο προμηθευτή και θα αποφεύγετο η αναστολή των εργασιών της περί το έτος 2002. Με τον όγδοο λόγο προβάλλεται ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέλειψε να αξιολογήσει την μαρτυρία και αποφασίσει ότι η Ανταπαίτηση της Εφεσείουσας αρ.1 για τη ζημιά των Λ.Κ.8.000 που υπέστη λόγω αδυναμίας της να παραδώσει έγκαιρα τα εμπορεύματα της πίστωσης στους πελάτες της, οι οποίοι ανέστειλαν την πληρωμή 22 επιταγών της των Λ.Κ.1000 έκαστη είναι δίκαιη και τεκμηριωμένη. Το ίδιο η Ανταπαίτηση της Εφεσείουσας 1, ως η κατάσταση Τεκμ. 59, είναι τεκμηριωμένη από τους ισολογισμούς της, ως το Τεκμ. 59 αλλά και τη μαρτυρία του Μ.Υ.4 ο οποίος προσέφερε το 1999 το ποσό των Λ.Κ.100-150.000 για αγορά της αντιπροσωπείας Bandex. Η Εφεσείουσα 1 απέρριψε την προσφορά του ως χαμηλή δια τα 30 χρόνια προώθησης των προϊόντων Bandex και σε συνέχεια με τον δέκατο λόγο ότι εσφαλμένα παρέλειψε να αποφασίσει ότι η Εφεσείουσα 1 θα ήταν σε θέση να πληρώσει τον πιστωτή πριν προχωρήσει στην αγωγή, Τεκμ. 63, ήτοι της εταιρείας Bandex εναντίον της Εφεσείουσας 1 και διέλαθε του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η γενεσιουργός αιτία της μη εξόφλησης του οφειλόμενου από την Εφεσείουσα 1 ποσού προς την Bandex οφείλετο στην έλλειψη ρευστότητας από αποκλειστική υπαιτιότητα της Εφεσίβλητης. Ο 11ος λόγος προβάλλει ότι εσφαλμένα παράλειψε να αξιολογήσει τη μαρτυρία και αποφασίσει το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι (α) η υποθήκη Τεκμ. 6, αναφέρει ότι το αντάλλαγμα της υποθήκης των Λ.Κ.17.000 με το οποίο η Εφεσίβλητη θα κατέβαλλε στην Εφεσείουσα 1 και όχι στον Εναγόμενο 5, αφορούσε δάνειο των Λ.Κ.16.000 και καταβλήθηκε στις 11.6.97 και (β) η άνω υποθήκη ουδεμία σχέση έχει με το δάνειο της Εφεσείουσας 1. Ο 12ος λόγος προβάλλει ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέλειψε να αξιολογήσει τη μαρτυρία και αποφασίσει ότι η θέση του Μ.Υ.1 ότι όλες οι προστριβές και ανταπαιτήσεις οφείλοντο στο γεγονός ότι η Εφεσίβλητη ενεργούσε χωρίς διαφάνεια από 28.3.1997 μέχρι το τέλος του 2000 είναι ορθή και βάσιμη. Με τον 13ο λόγο προβάλλεται ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέλειψε να αξιολογήσει τη μαρτυρία και αποφασίσει ότι το υπόλοιπο του τρεχούμενου λογαριασμού Τεκμ. 17 και λογαριασμού Τεκμ. 19 περιέχει αντισυμβατικές, αχρείαστες και παράνομες χρεώσεις οι οποίες και παραβιάζουν το 2% διαφοράς τόκων και ότι οι Εφεσείοντες 2-4, εγγυητές, δεν υπέγραψαν και δεν εγγυήθηκαν ποσό πέραν του ορίου των Λ.Κ.10.000 στις 2.4.2000 το οποίο καλυπτόταν πλήρως από το υπόλοιπο του λογαριασμού της δεσμευμένης κατάθεσης, Τεκμ. 41.
Οι ευπαίδευτοι συνήγοροι με τα περιγράμματα τους αλλά και τις προφορικές αγορεύσεις τους, υποστήριξαν τους λόγους της έφεσης και πρωτόδικη απόφαση αντίστοιχα, ανάλογα για ποιον εμφανίζοντο.
Εξετάσαμε με προσοχή όλα όσα μας τέθησαν και ανατρέξαμε όπου αυτό ήταν αναγκαίο στα πρακτικά της υπόθεσης.
Σε σχέση με τον πρώτο λόγο, το πρωτόδικο Δικαστήριο αντιμετώπισε το θέμα ως ακολούθως:
"... Πράγματι, όπως προκύπτει από τις καταστάσεις αυτές, η Τράπεζα χρέωνε την Εταιρεία με (α) έξοδα επιστροφής ακάλυπτων επιταγών, (β) έξοδα υπέρβασης του Τρεχούμενου Λογαριασμού και (γ) προμήθειες από προεξόφληση μεταχρονολογημένων επιταγών. Και το ερώτημα που εγείρεται είναι αν οι χρεώσεις αυτές είναι αντισυμβατικές ή παράνομες. Η απάντηση κατά την άποψη μου είναι αρνητική. Αφενός γιατί τα έξοδα από επιστροφή ακάλυπτων επιταγών και για υπέρβαση του Τρεχούμενου αντιπροσωπεύουν αντίστοιχες υπηρεσίες της Τράπεζας και δεν μπορούν να χαρακτηρισθούν ως αντισυμβατικές ή παράνομες χρεώσεις και, αφετέρου, οι χρεωθείσες προμήθειες από προεξόφληση μεταχρονολογημένων επιταγών προνοούνται από τη σχετική Σύμβαση τεκμ. 10."
Εξετάσαμε τη Σύμβαση Πίστωσης με ενέχυρο Μεταχρονολογημένες επιταγές ημερ. 28.3.1997, Τεκμ. 10 και συμφωνούμε πλήρως με το πρωτόδικο Δικαστήριο. Στον όρο 1(ε) της Σύμβασης ρητώς αναφέρεται ότι "κλείσιμο του λογαριασμού θα γίνεται με γραπτή ειδοποίηση της Τράπεζας προς τον οφειλέτη με την οποία θα τον καλεί να πληρώσει αμέσως το οφειλόμενο χρεωστικό υπόλοιπο του λογαριασμού, πλέον τους σχετικούς τόκους, προμήθειες και έξοδα μέχρι την ημέρα της πληρωμής, ευθύς δε ως ο οφειλέτης λάβει την πιο πάνω ειδοποίηση αναλαμβάνει την ευθύνη και υποχρέωση να καταβάλει αμέσως προς την Τράπεζα το ποσό αυτό προς πλήρη εξόφληση του λογαριασμού."
Το γεγονός ότι συνεφωνήθη η πληρωμή προμήθειας φαίνεται και από την επιστολή της Εφεσείουσας 1 προς την Εφεσίβλητη ημερ. 11.8.99, Τεκμ. 33 με την οποία διαμαρτύρεται όχι για την χρέωση προμήθειας αλλά για την αύξηση της προμήθειας. Συνεπώς δεν τίθεται θέμα αντισυμβατικής χρέωσης προμηθειών. Το ίδιο ισχύει και δια τα χρεωθέντα έξοδα και τόκους επ' αυτών. Ο όρος 6 της Σύμβασης ημερ. 28.3.1999, Τεκμ. 10, προβλέπει:
"6. Οποιαδήποτε έξοδα έγιναν ή θα γίνουν στο μέλλον από την Τράπεζα σε σχέση και ως συνέπεια της Σύμβασης αυτής (περιλαμβανομένης της χαρτοσήμανσης όλων των σχετικών εγγράφων καθώς και οποιωνδήποτε δικηγορικών και/ή δικαστικών εξόδων), θα βαρύνουν τον οφειλέτη και θα είναι καταβλητέα υπ' αυτού εντόκως όπως στην παράγραφο 1(γ) πιο πάνω προνοείται, από της πληρωμής τους από την Τράπεζα μέχρι εξοφλήσεως. Και η Τράπεζα θα έχει δικαίωμα όπως τα έξοδα αυτά τα φέρει εις χρέωση οποιουδήποτε υφιστάμενου λογαριασμού του οφειλέτου με οποιοδήποτε υποκατάστημα της Τράπεζας και ο οφειλέτης διά του παρόντος ανεπιφύλακτα αναγνωρίζει τις χρεώσεις αυτές ως έγκυρες και ισχυρές."
Η παράγρ. 1(γ) που αναφέρεται πιο πάνω στην παράγρ. 6 προβλέπει:
"1(γ) Οιονδήποτε χρεωστικόν υπόλοιπον του ρηθέντος λογαριασμού θα αποφέρη τόκον εις όφελος "της Τράπεζας" πορς 8.5% (οκτώμιση τοις εκατόν) ετησίως, καταλογιζόμενον εις τον "οφειλέτην" ή καταβαλλόμενον υπ' αυτού εκάστην 15ην Ιουνίου και 15ην Δεκεμβρίου εκάστου έτους.
Νοείται ότι εν περιπτώσει καθ' ην το ως άνω επιτόκιο ήθελε τροποποιηθεί είτε δια νόμου ή δι' αποφάσεως της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου ή άλλως πως τότε το ανώτατον επιτόκιο ως θα έχει τροποποιηθή θα υποκαθιστά αυτομάτως το ως άνω προονοούμενον επιτόκιον, εκτός εάν η " Τράπεζα" ήθελεν άλλως πως και κατά την απόλυτον αυτής κρίσιν αποφασίσει οπότε και θα ειδοποιή προς τούτο εγγράφως "τον οφειλέτην"."
Τον ίδιο τόκο προς 8.5% προβλέπει και η Σύμβαση Πίστωσης ημερ. 28.3.1999, Τεκμ. 1 στον όρο 3.
Οι Καταστάσεις Τεκμ. 26 και 21 αφορούν τα έξοδα και χρέωση τόκου σε σχέση με τη σύμβαση Τεκμ. 10 και Σύμβαση Τεκμ. 1 αντίστοιχα. Το δε επιτόκιο που χρεώθηκε κυμαίνεται από 5.5% - 8.5%. Συνεπώς καμία αντισυμβατική ή παράνομη χρέωση έγινε και ο ισχυρισμός των Εφεσειόντων στους λόγους έφεσης 1 και 3 ότι δεν προβλέπονται στις άνω συμβάσεις δεν ευσταθούν.
Οι λόγοι έφεσης 1 και 3 απορρίπτονται.
Όσον αφορά το δεύτερο λόγο, με όλο το σεβασμό, κρίνεται εντελώς ανεδαφικός. Στη σελ. 34 της πρωτόδικης απόφασης και όχι 37 που αναφέρεται στο λόγο έφεσης, το πρωτόδικο Δικαστήριο εξετάζοντας τη σχετική υπεράσπιση του Εφεσείοντα προέβη σε πλήρη ανάλυση του θέματος και αιτιολόγησε πλήρως τα ευρήματα και συμπεράσματα του τα οποία στηρίζοντο σε βάσιμη και αποδεκτή μαρτυρία. Παρατίθεται το σχετικό μέρος.
Είναι θέση των εναγόμενων ότι οι ΜΕ.2 και ΜΥ.1 συμφώνησαν ότι η διαφορά του επιτοκίου μεταξύ Τρεχούμενου Λογαριασμού και Δεσμευμένης κατάθεσης δεν θα υπερέβαινε το 1%, θέση που προωθήθηκε και με την αγόρευση του συνηγόρου τους στη βάση ότι οι μάρτυρες της Τράπεζας απλώς επικαλέσθηκαν τις επίδικες συμβάσεις χωρίς να γνωρίζουν τα πραγματικά γεγονότα της υπόθεσης, τα οποία μόνο ο «διευθυντής» της Εταιρείας MY. 1 γνωρίζει.
Πρόκειται για θέση η οποία παραβλέπει ότι το επιτόκιο του Τρεχούμενου Λογαριασμού συμφωνήθηκε με την Σύμβαση Πίστωσης ημερ. 28.3.97 στο 8,5% (τεκμ. 1), το δε επιτόκιο της Δεσμευμένης κατάθεσης συμφωνήθηκε την ίδια ημέρα με άλλη Σύμβαση (τεκμ. 23) στο 6,5% και συνεπώς σε καμιά περίπτωση δεν θα μπορούσε να γίνει αποδεκτή η μαρτυρία του ΜΥ.1 επί του θέματος. Υπενθυμίζεται συναφώς ότι σύμφωνα με πολύ παλαιό κανόνα του Νόμου της Απόδειξης όταν οι διάδικοι επιλέγουν να διατυπώσουν την συμφωνία τους εγγράφως δεν επιτρέπεται η αποδοχή εξωγενούς μαρτυρίας που αντικρούει ή τροποποιεί τους όρους ενός εγγράφου (βλ. Πολυκάρπου ν. Πολυκάρπου (1982) 2 CLR 182. Εν πόση περιπτώσει, ακόμη και εάν δεν ετύγχανε εφαρμογής ο κανόνας αυτός και πάλιν δεν θα δεχόμουν τη μαρτυρία του ΜΥ.1 ο οποίος, όπως ο ίδιος ανάφερε, τηρούσε τα λογιστικά βιβλία της Εταιρείας και ο ισχυρισμός του ότι «δεν πήρε είδηση» στα πέντε (5) χρόνια συνεργασίας της Εταιρείας με την Τράπεζα για τη διαφορά του επιτοκίου δεν θα μπορούσε να γίνει αποδεκτός.
Έπεται ότι και αυτή η θέση δεν ευσταθεί και απορρίπτεται."
Το ίδιο ισχύει και για το λόγο έφεσης αρ. 4. Παρόλο που το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφορικά με το εξεταζόμενο θέμα αφιέρωσε μικρό μέρος της απόφασης του με το να διατυπώσει λακωνικά ότι η Εφεσίβλητη ανέλαβε το άνοιγμα εννοώντας προφανώς και τη λειτουργία των τριών λογαριασμών στη βάση των όρων των αντίστοιχων συμβάσεων, εντούτοις δεν μπορεί να πετύχει ο εξεταζόμενος λόγος έφεσης. Η σύμβαση πιστώσεως με ενέχυρο μεταχρονολογημένες επιταγές, Τεκμ. 10, έδιδε τέτοιο δικαίωμα στην Εφεσίβλητη/Τράπεζα. Ο όρος 4 της σύμβασης παρείχε στην Εφεσίβλητη το δικαίωμα "να μεταφέρει οποιοδήποτε ποσό που βρίσκεται σε πίστη του οφειλέτου σε οποιοδήποτε από τους λογαριασμούς" της Εφεσείουσας 1.
Ο πέμπτος λόγος έφεσης επίσης δεν μπορεί να επιτύχει. Ο λόγος αυτός παραγνωρίζει εντελώς ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε για λόγους που αναφέρονται στην απόφαση του τη μαρτυρία των Μ.Υ.1 και Μ.Υ.3 και αποδέκτηκε, επίσης, για λόγους που αναφέρονται στην πρωτόδικη απόφαση αυτή του Μ.Ε.1, ο οποίος ετοίμασε και την κατάσταση Τεκμ. 30. (βλ. σελ. 36-39). Με δεδομένη την πιο πάνω κατάσταση πραγμάτων και την μη υπόδειξη από πλευράς Εφεσειόντων τους λόγους για τους οποίους επικαλούνται ότι η κατάσταση, Τεκμ. 30, είναι λανθασμένη, ο λόγος έφεσης είναι καταδικασμένος σε απόρριψη.
Ο έκτος λόγος, επίσης προϋποθέτει την αποδοχή της κατάστασης Γ, Τεκμ. 57 από το πρωτόδικο Δικαστήριο ως ορθή και αξιόπιστη. Με όλο το σεβασμό όμως το πρωτόδικο Δικαστήριο όχι μόνο την απέρριψε ως αναξιόπιστη αλλά θεώρησε αυτήν ως προκαλούσα σύγχυση. Το σχετικό απόσπασμα της πρωτόδικης απόφασης είναι το ακόλουθο:
"Οι καταστάσεις της Τράπεζας και αυτές του ΜΥ.1
Όπως κρίθηκε πιο πάνω οι καταστάσεις της Τράπεζας και για τους τρεις επίδικους λογαριασμούς δεν περιέχουν αντισυμβατικές ή παράνομες χρεώσεις και λαμβανομένου υπόψη ότι είναι άκρως λεπτομερείς κρίνεται ότι συνοδεύονται από υψηλού βαθμού αξιοπιστία. Παρά το γεγονός όμως αυτό δεν θα 'ταν χωρίς σημασία να γίνουν κάποιες παρατηρήσεις σε σχέση με τις καταστάσεις τεκμ. 55-60 που ετοίμασε ο MY. 1. Πρόκειται κατά την άποψή μου για καταστάσεις που δεν προκαλούν απλώς σύγχυση, αλλά αφ' εαυτών κρίνονται αναξιόπιστες, αφού:-
1. Οι καταστάσεις που αφορούν τον Τρεχούμενο Λογαριασμό έχουν ως δεδομένο ότι η διαφορά του επιτοκίου μεταξύ του λογαριασμού αυτού και της Δεσμευμένης κατάθεσης δεν θα έπρεπε να υπερβαίνει το 1%, την στιγμή που μεταξύ Τράπεζας και Εταιρείας υπήρχαν οι αναφερθείσες συμβάσεις τεκμ. 1 και 23. Περαιτέρω οι καταστάσεις που αφορούν τόσο τον Τρεχούμενο Λογαριασμό όσο και τον Λογαριασμό Προεξόφλησης έχουν ως δεδομένο ότι περιέχουν αντισυμβατικές ή παράνομες χρεώσεις, κάτι που όπως κρίθηκε ανωτέρω δεν ευσταθεί. Τέλος, ενώ οι ΜΥ.1 και 3 ισχυρίσθηκαν ότι για ετοιμασία των εν λόγω καταστάσεων στηρίχθηκαν στα αντίστοιχα νούμερα των λογαριασμών της Τράπεζας - οι οποίοι όπως έγινε αποδεκτό από τον ΜΥ.1 αποστέλλονταν τακτικά ή παραλαμβάνονταν προσωπικά από τον ίδιο - εντούτοις από την αντεξέταση προέκυψε ότι κάτι τέτοιο δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Αντ' αυτού ο MY. 1 άλλοτε έπαιρνε νούμερα από τις καταστάσεις της Τράπεζας και άλλοτε, αποσπασματικά, από εσωτερικά έγγραφα της Τράπεζας, τα οποία όπως εξήγησε ο ΜΕ. 1 ήταν για στατιστικούς σκοπούς και καμιά σχέση δεν έχουν με τους επίσημους λογαριασμούς που κοινοποιούνταν στην Εταιρεία και για τους οποίους για 5 και πλέον χρόνια κανένα παράπονο δεν υποβλήθηκε. Επί του προκειμένου είναι άξιον απορίας πώς εσωτερικά έγγραφα της Τράπεζας περιήλθαν στην κατοχή του MY. 1 και οι αόριστες εξηγήσεις που έδωσε επί του θέματος στερούνται κάθε πειστικότητας και
2. Η κατάσταση που ετοίμασε ο MY. 1 σε σχέση με το Δάνειο αποκαλύπτει ότι οι πληρωμές που γίνονταν από την Εταιρεία καταλογίζονταν πρώτα έναντι του κεφαλαίου και μετά έναντι των τόκων, κάτι που στην απουσία σχετικής συμφωνίας είναι λάθος. Σχετικά παραθέτω αυτούσιο το πιο κάτω απόσπασμα από την υπόθεση Επίσημος Παραλήπτης κ.α. ν. Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος Α.Ε. (2005) 1 Α.Α.Δ. 38:-
«Εδώ το θέμα προς εξέταση είναι κατά πόσο η Τράπεζα είχε δικαίωμα να καταλογίζει πληρωμές των εφεσειόντων που αφορούσαν ένα συγκεκριμένο δάνειο, πρώτα έναντι των τόκων του δανείου και αν υπήρχε υπόλοιπο, να καταλογίζει τούτο έναντι του κεφαλαίου. Το δικαστήριο, αντλώντας καθοδήγηση από νομικά συγγράμματα και τη νομολογία, κατέληξε στο ορθό συμπέρασμα ότι η Τράπεζα, στην απουσία άλλης συμφωνίας μεταξύ αυτής και των εφεσειόντων, είχε δικαίωμα να υπολογίζει τους τόκους μέχρι την ημερομηνία που γινόταν μια πληρωμή έναντι συγκεκριμένου χρέους και να εξοφλεί πρώτα τους τόκους και μετά το κεφάλαιο.»
Κατ' ακολουθία των πιο πάν οι καταστάσεις τεκμ. 55-60 που ετοίμασε ο Μ.Υ.1 κρίνονται πλήρως αναξιόπιστες, ενώ οι καταστάσεις της Τράπεζας και για τους τρεις λογαριασμούς είναι οι μόνες επί των οποίων το Δικαστήριο μπορεί να στηριχθεί με ασφάλεια."
Όσον αφορά το Τεκμ. 19 το οποίο αποτελείται από πολλές σελίδες καταστάσεων του τρεχούμενου λογαριασμού της Εφεσείουσας 1 και καλύπτουν μια περίοδο 20 μηνών (20.4.1999-31.12.2000) πουθενά στην αιτιολογία του λόγου Έφεσης αλλά και στο περίγραμμα των Εφεσειόντων δεν γίνεται αναφορά ή παραπομπή στο Τεκμ. 19 ώστε να καταδειχθεί ο ισχυρισμός των Εφεσειόντων και ασφαλώς δεν αναμένεται από το Εφετείο να προβεί το ίδιο στην ανεύρεση των ισχυριζομένων ποσών (εάν είναι δυνατό) και ακολούθως σε λογιστική πράξη για να καταλήξει σε οποιοδήποτε αποτέλεσμα. Ο λόγος Έφεσης απορρίπτεται.
Ο έβδομος λόγος αφορά υποθέσεις και εικασίες με τις οποίες το Εφετείο δεν ασχολείται. Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε ότι οι σχετικές δοσοληψίες των μερών ήταν ορθές και απέρριψε τον ισχυρισμό της Εφεσείουσας 1 που αφορούσε την μη πίστωση ποσού Λ.Κ.50.000. Συνεπώς η υπόθεση που τίθεται με το λόγο αυτό ότι δηλ. "εάν η Εφεσίβλητη κατέβαλλε το ποσό των Λ.Κ.50.000 τότε η Εφεσείουσα 1 θα είχε τη ρευστότητα να πληρώσει τον κυριότερο προμηθευτή και να αποφευχθούν οι δυσάρεστες συνέπειες που οδήγησαν τελικά στην αναστολή των εργασιών της Εφεσείουσας 1" δεν οδηγεί πουθενά. Ο έβδομος λόγος έφεσης απορρίπτεται.
Ο όγδοος λόγος επίσης θα πρέπει να απορριφθεί. Το πρωτόδικο Δικαστήριο στην εμπεριστατωμένη απόφαση του δικαιολογεί με αναφορά στην ενώπιον του αποδεκτή μαρτυρία και ευρήματα τους λόγους για τους οποίους ήταν δικαιολογημένη η άρνηση της Τράπεζας να παραδώσει στην εταιρεία τα εμπορεύματα και συνεπώς δεν τίθεται θέμα αντισυμβατικής ενέργειας εκ μέρους της Εφεσίβλητης με περαιτέρω αποτέλεσμα την απόρριψη της αξίωσης ύψους Λ.Κ.8.000 που κατ' ισχυρισμό υπέστη η Εφεσείουσα λόγω μη παράδοσης των εμπορευμάτων στους πελάτες της. Το σχετικό απόσπασμα βρίσκεται στη σελ. 39 της πρωτόδικης απόφασης.
"Η άρνηση της Τράπεζας να παραδώσει στην Εταιρεία τα εμπορεύματα της ενεγγύου πίστωσης IMPDC 003592
Η Τράπεζα δικαιολόγησε την άρνηση της να παραδώσει τα εμπορεύματα της εν λόγω πίστωσης στο γεγονός ότι και οι τρεις λογαριασμοί της Εταιρείας ήταν προβληματικοί. Πράγματι όπως προκύπτει από την σχετική επί του θέματος μαρτυρία, (α) ο Τρεχούμενος κατά την 30.4.02 παρουσίαζε χρεωστικό υπόλοιπο £173.060,72 (τεκμ. 17), ενώ σύμφωνα με τον επιπρόσθετο όρο της Σύμβασης ημερ. 25.4.00 (τεκμ. 3) το ποσό της υπέρβασης δεν θα έπρεπε να υπερβαίνει το 50% του ορίου των £100.000, (β) ο Λογαριασμός Προεξόφλησης κατά την ίδια περίοδο είχε χρεωστικό υπόλοιπο £30.685,15 (τεκμ. 19) και (γ) ο Λογαριασμός Δανείου (τεκμ. 18) ήταν επίσης προβληματικός καθότι υπήρχαν κατά την κρίσιμη περίοδο αρκετές καθυστερημένες δόσεις. Κάτω απ' αυτά τα δεδομένα θεωρώ ότι ήταν δικαιολογημένη η αξίωση της Τράπεζας να εξοφληθεί η ενέγγυος πίστωση για παράδοση των εμπορευμάτων και ως εκ τούτου τα σχετικά παράπονα της Εταιρείας δεν ευσταθούν και απορρίπτονται."
Οι αναφορές των Εφεσειόντων στο Τεκμ. 12 ότι δηλαδή το όριο πιστώσεων ήταν Λ.Κ.35.000 είναι ελλειπείς και παραπλανητικές. Σε συνέχεια της σύμβασης ημερ. 25.4.2000, Τεκμ. 12, ακολούθησε η επιστολή της Εφεσίβλητης ημερ. 25.4.2000, Τεκμ. 13 η οποία απεστάλη δυνάμει του όρου 1(η)(iii) της Σύμβασης με την οποία πληροφορείτο η Εφεσείουσα ότι "η εκάστοτε χορήγηση της Τράπεζας, θα ανέρχεται σε ποσοστό που δεν θα υπερβαίνει το 70% του εκάστοτε συνολικού ποσού των ενεχυριαζόμενων προς την Τράπεζα επιταγών". Όπως είναι παραδεκτό αλλά και ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ο άνω λογαριασμός κατά τον ουσιώδη χρόνο, Απρίλιο 2012, ήταν σε υπέρβαση πέραν του πιο πάνω ποσοστού. Συνεπώς η Εφεσίβλητη δυνάμει των μεταξύ τους Συμβάσεων, Τεκμ. 10 και 12 είχε δικαίωμα ανάκλησης της πίστωσης "οποτεδήποτε και κατά την απόλυτη κρίση της.." (βλ. όρο 1(ε)). Ο όγδοος λόγος έφεσης απορρίπτεται.
Με τους 9ο και 10ο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέλειψε να αποφασίσει ότι η ανταπαίτηση της Εφεσείουσας 1 ύψους Λ.Κ.200.000 για απώλεια αποκλειστικής διανομής προϊόντων Bandex, ως το Τεκμ. 59 είναι δίκαιη και τεκμηριωμένη και ότι η μη πληρωμή του οφειλόμενου ποσού προς την Bandex οφειλόταν στην έλλειψη ρευστότητας της Εφεσείουσας συνεπεία της αποκλειστικής υπαιτιότητας της Ενάγουσας.
Με όλο το σεβασμό και πάλι, ο άνω λόγος παραγνωρίζει ότι η κατάσταση Τεκμ. 59 κρίθηκε αναξιόπιστη και η αξιολόγηση αυτή του πρωτόδικου Δικαστηρίου κρίθηκε ορθή όταν εξετάζαμε το λόγο έφεσης αρ. 6. Συνεπώς για το λόγο αυτό κα μόνο θα πρέπει να απορριφθεί ο λόγος έφεσης αρ. 9. Παρόλα ταύτα δεν μπορούμε να αντιληφθούμε την σύνδεση της μαρτυρίας του Μ.Υ.4, ο οποίος προσεφέρθη το 1999 να αγοράσει από την Εφεσείουσα την Bandex με την απώλεια της αντιπροσωπείας αυτής. Το Τεκμ. 63 δεν διαφωτίζει οτιδήποτε παρά την απαίτηση της Bandex εναντίον της Εφεσίβλητης 1 για Λ.Κ.36.260 κατά το χρόνο καταχώρησης της αγωγής, Τεκμ. 63, στις 5.12.2000. Η μαρτυρία αυτή δεν είναι ικανή να αποδείξει το ζητούμενο από την Εφεσείουσα και ορθά απερρίφθη από το πρωτόδικο Δικαστήριο. Ούτε ασφαλώς η έλλειψη ρευστότητας της Εφεσείουσας μπορεί να αποδοθεί στην Εφεσίβλητη. Όπως πολύ ορθά παρατηρεί και το πρωτόδικο Δικαστήριο στην απόφαση του "το άνοιγμα των λογαριασμών από την Τράπεζα ήταν στη βάση των όρων των αντίστοιχων συμβάσεων και όχι η άνευ όρων χρηματοδότηση της Εταιρείας, όπως σε τελευταία ανάλυση προκύπτει από την εν πολλοίς αντιφατική συγχυσμένη και ατεκμηρίωτη μαρτυρία του Μ.Υ. 1". Να σημειωθεί ότι ο τελευταίος απέδιδε στην Εφεσίβλητη το λόγο απώλειας της αντιπροσωπείας της Bandex διότι αυτή ενώ το όριο του λογαριασμού της Εφεσείουσας ήταν Λ.Κ.10.000 και ενώ αντισυμβατικά υπήρχε παρατράβηγμα μέχρι Λ.Κ.197.000 δεν επέτρεψε περαιτέρω χρηματοδότηση για πληρωμή της οφειλής της Bandex. Οι λόγοι εννέα και δέκα απορρίπτονται.
Αναφορικά με το λόγο αρ. 11 παρατηρούμε ότι με την παράγρ. 11 της Έκθεσης Υπεράσπισης τους παραδέχονται την παράγρ. 11 της Έκθεσης Απαίτησης όπου αναφέρεται ότι "εναγόμενος 5 απεδέχθη την υπ' αρ. Υ3714/97 υποθήκην ημερ. 11.6.1997 εκ Λ.Κ.17.000 επί κτήματος του (χωράφι με 3 χαρουπιές εις χώρον .... προς περαιτέρω ασφάλεια των εναγόντων...". Περαιτέρω στις παραγρ. 12, 13 και 14 της Έκθεσης Υπεράσπισης προβάλλουν τον ισχυρισμό ότι το οφειλόμενο ποσό ήταν Λ.Κ.10.822,08. Από το έγγραφο εγγύησης του Εναγομένου 5, Τεκμ. 7, προς την Εφεσείουσα 1, των χορηγηθέντων, χορηγουμένων και/ή χορηγηθησομένων καθ' οιονδήποτε χρόνο πιστώσεων και/ή πιστωτικών διευκολύνσεων φαίνεται ότι αυτός έλαβε το ποσό των Λ.Κ.17.000 και το κατάθεσε στον αναφερόμενο στο έγγραφο λογαριασμό για σκοπούς της εγγύησης. Με δεδομένα όλα τα πιο πάνω ήτοι τις δικογραφημένες παραδοχές και ακλόνητη μαρτυρία, Τεκμ. 6-7, ο λόγος Έφεσης αρ. 11 παράγρ. (α) είναι εντελώς αβάσιμος. Όσο αφορά το υπό (β) ασφαλώς και το δάνειο της Εφεσείουσας περιλαμβάνεται στον γενικότερο όρο του "χορηγηθέντων, χορηγουμένων και/ή χορηγηθησόμενων πιστώσεων" προς την Εφεσείουσα 1, εφόσον αυτό είναι παραδεκτό ότι λήφθηκε. Δεν πρέπει δε να συγχέεται η εγγύηση του Τεκμ. 7 με αυτή στο πίσω μέρος της Σύμβασης δανείου Τεκμ. 4 που όπως φαίνεται από το λόγο Έφεσης, γίνεται. Ως αποτέλεσμα ο λόγος Έφεσης αρ. 11 θα πρέπει να απορριφθεί και απορρίπτεται.
Ο 12ος λόγος, κάνει λόγο για έλλειψη διαφάνειας εκ μέρους της Εφεσίβλητης από 28.3.1997 μέχρι το τέλος 2000 ως ήταν η θέση του Μ.Υ.1.
Τα επίδικα θέματα καθορίζονται από τις έγγραφες προτάσεις (δικόγραφα) και όχι από ό,τι εισηγείται η μαρτυρία οποιουδήποτε μάρτυρα. Στα περιστατικά της παρούσας υπόθεσης, από ό,τι φαίνεται από τα δικόγραφα τέτοιο επίδικο θέμα δεν προβάλλεται. Τα όσα αναφέρει το πρωτόδικο Δικαστήριο στις σελ. 33 της απόφασης του καμία σχέση δεν έχουν με το προβαλλόμενο με το εξεταζόμενο λόγο, θέμα. Εκείνο που το πρωτόδικο Δικαστήριο σχολιάζει στην άνω σελίδα, μέσα στα πλαίσια εξέτασης του επίδικου θέματος της εγκυρότητας ή μη των επίδικων συμβάντων ήταν ο ισχυρισμός της υπεράσπισης, ότι η Εφεσίβλητη απέκρυψε από τον Μ.Υ.1 τις επίδικες συμβάσεις, ισχυρισμό τον οποίο και απέρριψε.
Επίσης δεν είναι ορθό αυτό που προβάλλεται με την παράγρ. (β) του λόγου Έφεσης. Το τεκμ. 52ζ έχει ημερομηνία 2.5.2008 και συνεπώς εκτός των πέντε ετών (1997-2002) που αναφέρεται το πρωτόδικο Δικαστήριο στην απόφαση του. Η επιστολή ημερ. 15.5.2002, Τεκμ. 48 έχει ως θέμα την μη παράδοση των εμπορευμάτων για τα οποία έχουμε αναφερθεί νωρίτερα όταν εξετάζαμε το λόγο έφεσης αρ. 8 και όχι το λογαριασμό που εξέταζε το πρωτόδικο Δικαστήριο για αντισυμβατικές και παράνομες χρεώσεις.
Η επιστολή της Εφεσείουσας 1, ημερ. 11.8.1999, Τεκμ. 33, πράγματι περιέχει διαμαρτυρία για αύξηση της προμήθειας προεξόφλησης επιταγών. Αδικαιολόγητα βέβαια όπως έχουμε πει νωρίτερα στην απόφαση μας όταν εξετάζαμε τους λόγους έφεσης αρ. 1 και 3 πλην όμως πράγματι διέφυγε του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Εξετάσαμε τη σημασία του γεγονότος αυτού και είμαστε της γνώμης ότι είναι ασήμαντη αν όχι μηδαμινή, χωρίς να μεταβάλλει την όλη εικόνα, λαμβάνοντας υπόψιν τον μεγάλο αριθμό καταστάσεων λογαριασμών που αποστέλλονταν για 5 έτη και αφορούσαν τρεις (3) λογαριασμούς, χωρίς καμία άλλη διαμαρτυρία πλην αυτής που περιέχεται στο Τεκμ. 33.
Ο λόγος Έφεσης αρ. 12 απορρίπτεται.
Ο 13ος λόγος Έφεσης έχει εξεταστεί στα πλαίσια των λόγων Έφεσης αρ. 1 και 3 και συνεπώς δεν χρήζει περαιτέρω εξέτασης και απορρίπτεται για τους ίδιους ουσιαστικά λόγους που απερρίφθησαν και οι λόγοι έφεσης αρ. 1 και 3.
Τέλος και ο 14ος λόγος έφεσης μετά από προσεκτική εξέταση του θα πρέπει να απορριφθεί. Η εγγύηση των Εφεσειόντων 2-4 που θίγεται με λόγο έφεσης, είναι αυτή που επιμαρτυρείται με τη "Σύμβαση Αυξήσεως Πιστώσεως εις Τρεχούμενον Ανοικτόν Λογαριασμόν", Τεκμ. 3. Σύμφωνα με αυτή το όριο πίστωσης της Εφεσείουσας 1 αυξήθηκε σε Λ.Κ.100.000 πλέον τόκους κ.λ.π. Οι Εφεσείοντες υπέγραψαν ως εγγυητές. Η παράγρ. 4 προβλέπει ότι στην "περίπτωση που η Τράπεζα επιτρέψει την κίνηση των λογαριασμών σε υπέρβαση η ευθύνη των εγγυητών θα εξίκνειται μέχρι το εκάστοτε χρεωστικό υπόλοιπο του λογαριασμού πλέον τόκους, προμήθειες και έξοδα, νοουμένου πάντοτε ότι το ποσό της υπέρβασης δεν θα υπερβαίνει το 50% του ποσού δυνάμει της παρούσης". Η σύμβαση κατετέθη ως Τεκμ. 3, χωρίς ένσταση και χωρίς να γίνει αντεξέταση επί της παραγρ. 4 που τώρα αμφισβητείται. Αυτό δεν είναι επιτρεπτό να γίνει στα πλαίσια της Έφεσης. Οι Εφεσείοντες είχαν την ευκαιρία τους να αμφισβητήσουν και να υποβάλουν στους μάρτυρες εναγόντων αυτά που τώρα προσπαθούν να προωθήσουν στην πρωτόδικη διαδικασία όπου και ο πρωτόδικος Δικαστής θα είχε την ευχέρεια να αξιολογήσει την προσαχθείσα ενώπιον του μαρτυρία.
Όσον αφορά τον ισχυρισμό ότι η Εφεσίβλητη/Εναγόμενη 4 δεν πήρε νομική συμβουλή πριν υπογράψει την σύμβαση εγγύησης, Τεκμ .12 στις 20.4.2000 παρατηρούμε ότι αυτό όχι μόνο δεν συμπεριλαμβάνεται στο λόγο Έφεσης αλλά ούτε ήταν επίδικο θέμα εφόσον δεν εγέρθηκε με τις έγγραφες προτάσεις.
Για όλους τους πιο πάνω λόγους η Έφεση απορρίπτεται με €2.700 έξοδα εις βάρος των Εφεσειόντων και υπέρ της Εφεσίβλητης.
ΣΤ. ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.
Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.
Α. ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ.
/γκ