ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Παμπαλλής, Κώστας Σταύρου Χριστοδούλου, Μιχαλάκης Γιασεμή, Γιασεμής Ν. Μ. Χριστοδούλου για Ε. Κωνσταντίνου (κα), για την Εφεσείουσα. Γ. Διογένους με Χρ. Φιάκα (κα) για Α. Χαριδήμου (κα), για τον Εφεσίβλητο. CY DOD Κύπρος Δευτεροβάθμιο Οικογενειακό Δικαστήριο 2018-07-03 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο GURKINA ν. GURKIN, Έφεση Αρ. 14/2017, 3/7/2018 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:DOD:2018:5

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΟ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

 

(Έφεση Αρ. 14/2017)

 

3 Ιουλίου, 2018

 

[ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΓΙΑΣΕΜΗ, Δ.Δ.]

 

 

GURKINA,

Εφεσείουσα/Αιτήτρια,

ν.

GURKIN,

Εφεσίβλητου/Καθ'ου η αίτηση.

-------------------------

Μ. Χριστοδούλου για Ε. Κωνσταντίνου (κα), για την Εφεσείουσα.

Γ. Διογένους με Χρ. Φιάκα (κα) για Α. Χαριδήμου (κα), για τον Εφεσίβλητο.

-------------------------------

ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.:  Η απόφαση είναι ομόφωνη, θα απαγγελθεί από το Δικαστή Παμπαλλή.

-------------------------------

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.:  Το θέμα που εγείρεται προς απόφανση άπτεται της καθ' ύλην δικαιοδοσίας και αρμοδιότητας του Οικογενειακού Δικαστηρίου Λεμεσού να εκδικάσει την εναρκτήρια αίτηση την οποία καταχώρισε η εφεσείουσα, ζητώντας συνεισφορά στην περιουσία του εφεσιβλήτου.

 

Τα παραδεκτά γεγονότα που συνθέτουν την υπόθεση αυτή έχουν ως ακολούθως.

 

Οι διάδικοι παντρεύτηκαν στη Μόσχα στις 27 Ιουλίου 2002. Στις                 25 Μαΐου 2003 συνήψαν συμφωνία γάμου. Με βάση την εν λόγω συμφωνία, προσδιόρισαν την κατανομή και διαχωρισμό των περιουσιακών στοιχείων που ήδη απέκτησαν ή που θα αποκτούσαν κατά τη διάρκεια του γάμου τους, σε οποιοδήποτε μέρος του κόσμου. Ειδικότερα, είχε συμφωνηθεί (α) η περιουσία που αποκτήθηκε ή που θα αποκτηθεί από τους συζύγους κατά τη διάρκεια του γάμου θα ανήκει στο όνομα του συζύγου που είναι εγγεγραμμένη και (β) σε περίπτωση διαζυγίου, η περιουσία που αποκτήθηκε στα πλαίσια του γάμου θα παραμείνει στην κυριότητα του συζύγου στο όνομα του οποίου είναι εγγεγραμμένη.

 

Υπήρχε περαιτέρω, πρόνοια σύμφωνα με την οποία υπήρχε προβλεπόμενο χρονικό περιθώριο μέσα στο οποίο οι διάδικοι θα μπορούσαν να καταγγείλουν τη συμφωνία γάμου, και αυτό θα γινόταν σύμφωνα με το ρωσικό δίκαιο. Η πρόνοια αυτή θα ενεργοποιείτο σε περίπτωση έναρξης διαδικασίας διαζυγίου. Στη συμφωνία γάμου επίσης προβλεπόταν ότι, εννέα ακίνητα που αγοράστηκαν και ενεγράφηκαν επ' ονόματι της εφεσείουσας θα παρέμεναν στην αποκλειστική της ιδιοκτησία και τα υπόλοιπα περιουσιακά στοιχεία, περιλαμβανομένου και ενός ακινήτου που ευρίσκεται στην Κύπρο και αγοράστηκαν από τον εφεσίβλητο, θα παρέμεναν εξ' ολοκλήρου στην αποκλειστική του ιδιοκτησία.

 

Μετά την καταχώριση της εναρκτήριας αίτησης, σύμφωνα με την οποία, όπως σημειώσαμε, η εφεσείουσα διεκδικούσε απόδοση                 του μέρους της αύξησης της περιουσίας του εφεσιβλήτου, καταχωρήθηκε, από τον τελευταίο, αίτηση με την οποία διεκδικείτο «ο παραμερισμός και/ή η ακύρωση της αίτησης», καθότι το Οικογενειακό Δικαστήριο Λεμεσού δεν ήταν, το καθ' ύλην και κατά τόπο, αρμόδιο προς εκδίκαση της παρούσας υπόθεσης.

 

Το πρωτόδικο δικαστήριο υιοθέτησε τη θέση του εφεσιβλήτου και κατέληξε ότι στερείτο καθ' ύλην δικαιοδοσίας για εκδίκαση της παρούσας υπόθεσης, καθότι, όπως αποφασίστηκε, αποκλειστική δικαιοδοσία και κατά τόπο αρμοδιότητα έχει το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού. Ενόψει αυτής της απόφανσης η υπόθεση διακόπηκε και παραπέμφθηκε στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού προς εκδίκαση.

 

Η εφεσείουσα καταχώρισε την παρούσα έφεση, η οποία περιλαμβάνει τέσσερις λόγους έφεσης. Ενόψει, όμως, της απόσυρσης τριών εξ' αυτών (2, 3, 4), κατά την ακρόαση της έφεσης, θα μας απασχολήσει μόνο ο εναπομείνας. Εσφαλμένα το πρωτόδικο δικαστήριο αποδέχθηκε ότι δεν έχει καθ' ύλην αρμοδιότητα (πρώτος λόγος).

 

Η επιχειρηματολογία που αναπτύχθηκε από τον ευπαίδευτο συνήγορο για την εφεσείουσα, εδραζόταν σε νομολογία, σύμφωνα με την οποία, η όποια συμφωνία γάμου δεν αναγνωρίζεται στη βάση των προνοιών του αρ. 14 του περί Ρύθμισης των Περιουσιακών Σχέσεων των Συζύγων Νόμου του 1991 (Ν. 232/91).

 

Το Οικογενειακό Δικαστήριο κέκτηται αποκλειστική δικαιοδοσία εκδίκασης υποθέσεων με βάση τα θέματα περιουσιακών σχέσεων των συζύγων, με βάση το άρθρο 2 του Νόμου που επεξηγεί τον όρο «περιουσία» και το άρθρο 14(1) που προσδιορίζει το δικαίωμα εκάστου των συζύγων να διεκδικήσει συνεισφορά επί της γενόμενης επαύξησης της περιουσίας του ετέρου.

 

Το πρωτόδικο δικαστήριο αναλύοντας τις προϋποθέσεις εφαρμογής της κείμενης νομοθεσίας, απεφάνθη, όπως έχουμε σημειώσει, ότι η περίπτωση των παρόντων διαδίκων εμπίπτει σ' αυτές επομένως, θα είχε δικαιοδοσία εκδίκασης της υπόθεσης τους αν δεν υπήρχε η πιο πάνω αναφερθείσα συμφωνία γάμου. Εκεί επικέντρωσε την προσοχή του αναφέροντας ότι, «όλα όσα αναφέρθησαν πιο πάνω θα παρείχαν χωρίς αμφιβολία δικαιοδοσία στα Οικογενειακά Δικαστήρια».

 

Η εφεσείουσα αμφισβητεί τούτο το συμπέρασμα του δικαστηρίου, ότι δηλαδή, η όποια συμφωνία γάμου στερεί το Οικογενειακό Δικαστήριο από την καθ' ύλην δικαιοδοσία του, εισηγούμενη ότι ο παράγοντας χρόνος σύναψης της συμφωνίας έχει καθοριστικό ρόλο στο θέμα.

 

Όπως ορθά επισημαίνεται στην πρωτόδικη απόφαση, ο προσδιορισμός της δικαιοδοσίας του δικαστηρίου, εδράζεται στα δικόγραφα και ιδιαιτέρως στην Έκθεση Απαίτησης, αντιπαραβαλλόμενος προς τις ισχύουσες νομοθετικές πρόνοιες. (Κυθραιώτης ν. Ward (2001) 1(Β) Α.Α.Δ. 1480).

 

Το Άρθρο 11 του Συντάγματος, σε συνδυασμό με το άρθρο 11(2)(ε) του περί Οικογενειακών Δικαστηρίων Νόμου του 1990 (Ν. 23/90), προσδιορίζει ότι αποκλειστική δικαιοδοσία επίλυσης περιουσιακών διαφορών συζύγων έχει το Οικογενειακό Δικαστήριο.

 

Εντάσσοντας στο πλαίσιο αυτό τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης, όπως φαίνονται στα δικόγραφα και είναι αποδεκτά από τους διαδίκους, η συμφωνία γάμου που υπογράφτηκε δεν είχε σκοπό την επίλυση των περιουσιακών διαφορών των συζύγων και ούτε έγινε είτε μετά τη διάσταση, είτε μετά τη λύση του γάμου τους. Έγινε ενώ ο γάμος ήταν σε ισχύ. Αυτά τα γεγονότα διαφοροποιούν το πραγματικό πλαίσιο μέσα στο οποίο εκδικάστηκαν και αποφασίστηκαν οι υποθέσεις τις οποίες το πρωτόδικο δικαστήριο έχει επικαλεστεί για να στηρίξει την τελική του απόφαση περί έλλειψης δικαιοδοσίας του Οικογενειακού Δικαστηρίου.

 

Στις υποθέσεις Κοζάκη ν. Κοζάκη (2002) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1710 και Κοζάκη ν. Κοζάκη (2003) 1(Β) Α.Α.Δ. 1047, η συμφωνία που είχε υπογραφτεί μεταξύ των διαδίκων σκοπό είχε τη διευθέτηση των μεταξύ τους περιουσιακών διαφορών οι οποίες προήλθαν μετά τη διάσταση. Στη δεύτερη απόφαση Κοζάκη αναφέρθηκε στη                     σελ. 1050 το εξής:

 

«Στην προκείμενη περίπτωση έχουμε ως ειδοποιό διαφορά το ότι οι περιουσιακές σχέσεις των συζύγων στις οποίες αναφέρεται ο νόμος που παρέχει δικαιοδοσία στα Οικογενειακά Δικαστήρια, ρυθμίστηκαν με τη γραπτή σύμβαση στη βάση της οποίας διεκπεραιώθηκε η δικαστική διαδικασία που αφορούσε ακριβώς αυτές τις περιουσιακές σχέσεις. Η περιουσιακή λοιπόν διαφορά, που άλλοτε ενέπιπτε στη δικαιοδοσία του Οικογενειακού Δικαστηρίου, υποκαταστάθηκε από σύμβαση η ερμηνεία και εφαρμογή της οποίας ανήκει πια αποκλειστικά στο Επαρχιακό Δικαστήριο.»

 

Επίσης, στην υπόθεση Λογγίνου ν. Λογγίνου (2000) 1(Β) Α.Α.Δ. 1347, υποδείχθηκε ότι η δικαιοδοσία του Οικογενειακού Δικαστηρίου εκτείνεται σε όλες τις περιουσιακές διαφορές μεταξύ συζύγων, ανεξάρτητα από το ποια είναι η βάση αγωγής που αφορά το οποιοδήποτε υπό διαφορά περιουσιακό στοιχείο. Ανάλογου περιεχομένου είναι και η υπόθεση Μιχαήλ ν. Γιάγκου (2001) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1643 όπου αποφασίστηκε ότι η δικαιοδοσία του Οικογενειακού Δικαστηρίου, επεκτεινόμενη σε όλες τις περιουσιακές διαφορές των συζύγων, δεν αντιστρατεύεται ούτε την αυτοτέλεια τους ούτε αποκλείει την εφαρμογή, ανάλογα με τη φύση της διαφοράς του εφαρμοστέου κανόνος δικαίου, είτε αυτός προέρχεται από τις αρχές του κοινοδικαίου ή του δικαίου της επιείκειας ή το Νόμο 232/91. Τέλος, στην υπόθεση Φιλίππου ν. Φιλίππου (2003) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1343 επιβεβαιώθηκε η πρόθεση του νομοθέτη να εντάξει όλες ανεξαίρετα τις περιουσιακές διαφορές των συζύγων σε σχέση με ιδιοκτησία, η οποία αποκτήθηκε πριν το γάμο με την προοπτική του γάμου, ή οτιδήποτε μετά τη σύναψη του γάμου από οποιοδήποτε από τους συζύγους, στον περί Ρυθμίσεως των Περιουσιακών Σχέσεων των Συζύγων Νόμο του 1991 (Ν. 232/91).

 

Η υπόθεση Ορφανού ν. Ονησιφόρου, Έφ. Οικογ. αρ. 27/2013, ημερ. 21 Φεβρουαρίου 2017, στην οποία αναφέρθηκε ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσιβλήτου, δεν υποστηρίζει τους ισχυρισμούς του. Η εν λόγω υπόθεση αποφασίστηκε πάνω σε εντελώς διαφορετική βάση, καθότι αποφασίστηκε πρωτοδίκως ότι το Οικογενειακό Δικαστήριο στερείτο δικαιοδοσίας, καθότι δεν υπήρχε περιουσιακή διαφορά.

 

Στην προκείμενη περίπτωση, υπάρχει, κατ' ισχυρισμό, περιουσιακή διαφορά. Η εφεσείουσα διεκδικεί συνεισφορά στην περιουσία του εφεσιβλήτου, η οποία αποκτήθηκε κατά τη διάρκεια του γάμου. Τούτου δοθέντος, αποκλειστική δικαιοδοσία να εκδικάσει τη μεταξύ τους υφιστάμενη διαφορά, εφόσον πρόκειται περί «περιουσιακής διαφοράς», έχει το Οικογενειακό Δικαστήριο.

 

Στο σημείο αυτό πρέπει να πούμε, με εκτίμηση, πως ο πρωτόδικος δικαστής παρερμήνευσε το σκεπτικό των αποφάσεων στις οποίες έχει αναφερθεί. Το κατά πόσο η συμφωνία γάμου είναι νόμιμη ή όχι και το κατά πόσο το περιεχόμενο αυτής, θα επηρεάσει ή όχι την τελική έκβαση της υποβληθείσας αίτησης, θα πρέπει να αποτελέσει αντικείμενο δικαστικής απόφανσης πρωτοδίκως.

 

Με βάση τα πιο πάνω η έφεση επιτυγχάνει. Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται. Έξοδα €2.000, πλέον Φ.Π.Α., αν υπάρχει, επιδικάζονται υπέρ της εφεσείουσας και εναντίον του εφεσιβλήτου.

 

 

                                                Κ. ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.

 

 

 

                                                Μ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.                          

 

 

 

                                                Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗ, Δ.

 

 

 

/ΔΓ

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο