ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Ν. 33/1964 - Ο περί Απονομής της Δικαιοσύνης (Ποικίλες Διατάξεις) Νόμος του 1964
Ν. 33/1964 - Ο περί Απονομής της Δικαιοσύνης (Ποικίλες Διατάξεις) Νόμος του 1964
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΗΣ ΖΑΒΡΙΔΟΥ , ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΑΙΤΗΣΗ ΑΡ. 60/2021, 27/4/2021, ECLI:CY:AD:2021:D174
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΗΣ ΖΑΒΡΙΔΟΥ , Πολιτική Έφεση Αρ. 129/2021, 15/11/2021, ECLI:CY:AD:2021:A510
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΩΝ ΘΕΟΧΑΡΙΔΗ κ.α., Πολιτική Έφεση 124/2018, 26/9/2019, ECLI:CY:AD:2019:A392
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΗΣ ABBAS, Πολιτική Αίτηση Αρ. 104/2018, 10/9/2018, ECLI:CY:AD:2018:D390
ECLI:CY:AD:2018:A373
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. 138/2018)
[ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΠΑΝΑΓΗ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΓΙΑΣΕΜΗ Δ/στές]
20 Ιουλίου, 2018
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ 33/1964 ΟΠΩΣ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΘΗΚΕ
KAI
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΗΣ ΛΟΙΖΟΥ ΑΠΟ ΤΗΝ ΛΕΥΚΩΣΙΑ, ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΡΑΧΩΡΗΣΗ ΑΔΕΙΑΣ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΗΣ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ MANDAMUS
KAI
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΚΑΘΗΚΟΝΤΑ ΚΑΙ/Ή ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΥΓΕΙΑΣ ΚΑΙ/Ή ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΡΓΑΣΙΑΣ (ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ), ΩΣ ΑΡΜΟΔΙΩΝ ΑΡΧΩΝ ΤΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΝΑ ΕΠΙΤΡΕΨΟΥΝ ΣΤΗΝ ΛΟΙΖΟΥ ΕΚ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ, ΝΑ ΑΠΟΛΑΥΣΕΙ ΤΟ ΘΕΜΕΛΙΩΔΕΣ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΓΙΑ ΑΞΙΟΠΡΕΠΗ ΙΑΤΡΙΚΗ ΠΕΡΙΘΑΛΨΗ ΚΑΙ ΠΑΡΟΧΗ ΣΥΝΤΑΞΗΣ ΑΝΙΚΑΝΟΤΗΤΑΣ ΩΣ ΚΑΤΟΧΥΡΩΜΕΝΟ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΟ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΣΤΗΝ ΕΝΝΟΙΑ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 1 ΤΟΥ ΠΠΠ ΤΗΣ ΕΣΔΑ ΩΣ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΗ ΜΕ ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΜΕΝΗ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗ ΑΣΘΕΝΕΙΑ ΑΠΟ ΤΟ ΚΡΑΤΟΣ ΚΑΙ ΣΠΑΝΙΑ ΝΟΣΟ ΩΣ ΠΡΟΣΚΛΗΘΕΙΣΑ ΑΠΟ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΕΞΑΙΤΙΑΣ ΠΑΡΑΛΕΙΨΕΩΝ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΤΕΘΕΙΜΕΝΩΝ ΕΥΡΩΠΑΙΚΩΝ ΚΑΝΟΝΙΣΜΩΝ ΚΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΩΝ ΟΠΩΣ ΠΡΟΚΥΠΤΕΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΙΚΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΜΕΤΑ ΑΠΟ ΚΑΤΑΓΓΕΛΙΑ ΤΗΣ ΑΙΤΗΤΡΙΑΣ ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ.
- - - - - -
Χρ. Σκουλιά (κα) με Ρ. Διογένους (κα) για Σκουλιά και
Διογένους, με κ. Ν. Σιαπέρα, για την Εφεσείουσα.
Εφεσείουσα παρούσα.
- - - - - -
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.: Με την παρούσα έφεση αμφισβητείται η ορθότητα της απόφασης αδελφής μας Δικαστού, με την οποία απέρριψε αίτηση της εφεσείουσας για άδεια καταχώρησης αίτησης με σκοπό την έκδοση εντάλματος mandamus.
Η αίτηση της εφεσείουσας διελάμβανε ως ακολούθως:
«Α. Την παραχώρηση άδειας για καταχώρηση αίτησης για έκδοση εντάλματος Mandamus με το οποίο να διατάσσεται το Υπουργείο Υγείας:
1. Να επιστρέψει στην αιτούσα τις πραγματικές δαπάνες που κατέβαλε μέχρι σήμερα με νόμιμο τόκο από τον Γενάρη του 2012, ύψους €186.310 ποσό που θα έπρεπε η ίδια η Κυπριακή Δημοκρατία να καταβάλει για τις δαπάνες θεραπείας της αιτούσας ως εργαζόμενη με αναγνωρισμένη επαγγελματική ασθένεια από το κράτος βάση νομολογίας του Δικαστηρίου της Ε.Ε. εξαιτίας των παραλείψεων εφαρμογής ευρωπαϊκών διατάξεων.
2. Να συμμορφωθεί με τον Ευρωπαϊκό Κανονισμό 883/2004 σύμφωνα με τον οποίο δεσμεύεται για την περίθαλψη της αιτούσας ως άτομο, με αναγνωρισμένη επαγγελματική ασθένεια από το κράτος, μέχρι την σταθεροποίηση της υγείας της και τυχόν υποτροπής της και να τους ξεκαθαρίσετε πως αυτή δεν σχετίζεται με τις υποχρεώσεις του εργοδότη του Ραδιοφωνικού Ιδρύματος Κύπρου που επέβαλε τις συνθήκες εργασίας που συνετέλεσαν στην επέλευση της επαγγελματικής ασθένειας.
3. Ήτοι η αποστολή της στο Λονδίνο στο εφεξής να γίνεται βάσει των νομικά δεσμευτικών του Διευθυντή του Ινστιτούτου Νευρολογίας της Αγγλίας επικεφαλής καθηγητής στο National Hospital for Neurology Professor Michael G Hanna με την πλήρη κάλυψη δαπανών στην ημεδαπή όπως προκύπτει και από τις κοινοτικές διατάξεις 987/2009 ΕΚ στο πλαίσιο προγραμματισμένης περίθαλψης στην αλλοδαπή για την ίδια και ένα συνοδό της.
Β. Την παραχώρηση άδειας για καταχώρηση αίτησης για έκδοση εντάλματος Mandamus με το οποίο να διατάσσεται ο Διευθυντής Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων
1. Να της παρέχει το κατοχυρωμένο περιουσιακό της δικαίωμα σύνταξη ανικανότητας στο ύψος του μισθού της ως εργαζόμενη με αναγνωρισμένη επαγγελματική ασθένεια από το κράτος ως προκληθείσα από οργανισμό Δημοσίου Δικαίου βάσει Ευρωπαϊκών Διατάξεων και την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών ΕΣΔΑ και το Πρώτο Πρόσθετο Πρωτόκολλο.
2. Να συμμορφωθεί με τη Σύμβαση 121 του ILO που επικύρωσε η Κύπρος (28/7/1966 Νόμος 38/1966) και να διασφαλίσει στην αιτούσα δωρεάν ιατροφαρμακευτική περίθαλψη στην Κύπρο άλλα συναφή ωφελήματα και αποζημίωση: άρθρο 10 «ιατρική περίθαλψη και παρεμφερή ωφελήματα εν σχέση με νοσηράν κατάσταση όπως περιλαμβάνουν ιατρό ασκούντα γενική ιατρική και ειδικό διά περίθαλψη εσωτερικού και εξωτερικού ασθενούς περιλαμβανομένων των επισκέψεων κατ' οίκον, νοσοκομειακή περίθαλψη κατ' οίκον ή εις νοσοκομείον ή εις άλλα ιατρικά ιδρύματα, συντήρηση εις νοσοκομεία αναρρωτήρια και σανατόρια, ή άλλα ιατρικά ιδρύματα, φαρμακευτικές ή άλλες ιατρικές ή χειρουργικές προμήθειες περιλαμβάνουσας προσθετικά όργανα, διατηρούμενας εν καλή καταστάσει και ανανεούμενους ως απαιτείται και διόπτρα, θεραπεία επείγουσας ανάγκης «Άρθρο 11 «παν μέλος προνοούν ιατρική περίθαλψη και παρεμφερή ωφελήματα διά καταβολής εξόδων αποζημιώσεων η οποία εξαρτάται από την έκταση την διάρκεια και τη δαπάνη της περίθαλψης με επιδιωκόμενο σκοπό πάντα την αποφυγή της ταλαιπωρίας.»
Τα γεγονότα, καθώς και οι θέσεις της εφεσείουσας, όπως τέθηκαν πρωτοδίκως καταγράφονται με σαφήνεια στην πρωτόδικη απόφαση. Παραθέτουμε αυτούσιο το σχετικό απόσπασμα από την απόφαση:
«.η Αιτήτρια εργαζόταν ως δημοσιογράφος στο Ραδιοφωνικό Ίδρυμα Κύπρου (ΡΙΚ) στο Τμήμα Ειδήσεων και Επικαίρων. Ενώ βρισκόταν στο τελευταίο στάδιο για απόκτηση του διδακτορικού της διπλώματος στην Αγγλία τον Απρίλιο του 2007, ασθένησε σοβαρά με εγκεφαλίτιδα, μόλυνση με φλεγμονή στον εγκέφαλο, που χαρακτηρίστηκε από το Τμήμα Επιθεώρησης Εργασίας ως «επαγγελματική ασθένεια» τα αίτια της οποίας αποδόθηκαν στις ακατάλληλες συνθήκες εργασίας στους εσωτερικούς χώρους του ΡΙΚ, με κόπρανα περιστεριών/ζώων και στην κακή ποιότητα του αέρα. Η διαπίστωση αυτή επιβεβαιώθηκε με απόφαση του Τμήματος Επιθεώρησης Εργασίας του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων στις 11/6/2012 και στις 6/12/2013. Ενόψει της διαπίστωσης αυτής το Τμήμα Επιθεώρησης Εργασίας του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων προχώρησε το 2014 στην καταχώρηση ποινικής δίωξης εναντίον του ΡΙΚ. Η ασθένεια της εγκεφαλίτιδας συγκαταλέγεται στο Παράρτημα 1 του Ευρωπαϊκού Καταλόγου που δεν χρειάζεται απόδειξη της επαγγελματικής προέλευσης καθώς επίσης στον κατάλογο των επαγγελματικών ασθενειών της Οδηγίας 2000/54 που προκαλούνται από βιολογικούς και χημικούς παράγοντες και στον κατάλογο του ILO.
Η Κυπριακή Δημοκρατία παραβιάζει κατ' εξακολούθηση τις Κοινοτικές Διατάξεις σε σχέση με την περίθαλψη και τις παροχές που δικαιούται η Αιτήτρια λόγω της επαγγελματικής ασθένειας αλλά και ως ατόμου με σπάνια νόσο βάσει των δεδομένων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Το γεγονός της «σύγχυσης ιδιοτήτων» της Κυπριακής Δημοκρατίας, ενόψει του ότι το ΡΙΚ είναι ημικρατικός οργανισμός, αποτέλεσε τροχοπέδη στην απόδοση στην Αιτήτρια όσων δικαιούται, κατά παράβαση νομολογίας του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου και του Ευρωπαϊκού Κανονισμού 883/04. Υποβάλλεται δε σε «βασανιστήρια», ταπεινωτική και άνιση μεταχείριση από μέρους του ΡΙΚ γεγονός που συντείνει στην μη σταθεροποίηση της υγείας της. Μεγάλο μέρος της Έκθεσης αναλώνεται στην παράθεση λεπτομερειών της ασθένειας της Αιτήτριας και της περίθαλψης που έτυχε και εξακολουθεί να τυγχάνει. Όπως ότι χρειάστηκε η μετάβαση της σε θεραπευτικά κέντρα στο Ισραήλ και στην Ελλάδα ενώ κλήθηκαν ιατροί από την Ελλάδα και την Ελβετία στην Κύπρο για αντιμετώπιση της κρίσιμης κατάστασης της. Βρίσκεται δε υπό την επιστημονική παρακολούθηση του Διευθυντή του Ινστιτούτου Νευρολογίας της Αγγλίας. Ενόψει της σπάνιας ασθένειας που αντιμετωπίζει όπου δεν μπορεί να τύχει αποτελεσματικής θεραπείας ή διάγνωσης στην Κύπρο, το Υπουργείο Υγείας παρέπεμψε την Αιτήτρια για θεραπεία σε εξειδικευμένο εθνικό νοσοκομείο της Αγγλίας για περαιτέρω περίθαλψη. Η ζωή της βρίσκεται συνεχώς σε κίνδυνο λόγω των αιφνίδιων αποκορεσμών και γιατί ο εγκέφαλος δεν ελέγχει τους αναπνευστικούς μύες για αυτό και θα πρέπει η Αιτήτρια να συνεχίσει τη θεραπεία της στο Λονδίνο. Σύμφωνα με ιατρική γνωμάτευση, μόνο ποσοστό 47% του εγκεφάλου ελέγχει τους αναπνευστικούς μύες αλλά το πιο σοβαρό πρόβλημα που αντιμετωπίζει είναι η απότομη και απρόβλεπτη πτώση του οξυγόνου που ενδεχομένως να οφείλεται στη δυσλειτουργία του εγκεφάλου που θεωρείται επικίνδυνη. Χρειάστηκε η παρέμβαση του Προέδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας για να καλύψει η Δημοκρατία τα έξοδα θεραπείας της στην Αγγλία που δημιουργήθηκαν το 2014, η οποία αντιμετώπισε το πρόβλημα της ως ανθρωπιστικό και όχι ως αδικοπραξία, για αυτό και η αποζημίωση που έλαβε το 2015 ήταν κάτω από τη ρητή δέσμευση να την επιστρέψει στην περίπτωση που επιδικαστούν υπέρ της αποζημιώσεις στην αγωγή που εκκρεμεί.
Προβάλλεται η θέση ότι τα ανθρώπινα δικαιώματα τελούν υπό την εγγύηση του κράτους τα οποία στην περίπτωση της Αιτήτριας παραβιάζονται από τη Δημοκρατία της Κύπρου που είναι μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Σ' όσον αφορά τον εργοδότη, ΡΙΚ, καταχωρήθηκε από πλευράς Αιτήτριας Αγωγή εναντίον του το 2011, η οποία, όπως ανέφερε η Αιτήτρια, βρίσκεται στο στάδιο της συνεχιζόμενης ακρόασης. Αν και στην περίπτωση της Αιτήτριας το κράτος την καταγράφει ως θύμα επαγγελματικής ασθένειας εν τούτοις δεν της παρέχονται τα ωφελήματα στη βάση των εθνικών νομοθεσιών, εξού και η Κυπριακή Δημοκρατία είναι ένοχη παραβίασης του άρθρου 20 του Χάρτη περί Ισότητας έναντι του Νόμου που αντιστοιχεί σε θεμελιώδη αρχή του κοινοτικού δικαίου. Στις εκκλήσεις της προς το τμήμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων για οικονομική στήριξη προς κάλυψη των εξόδων θεραπείας της, την παρέπεμπαν στο Δικαστήριο αγνοώντας την ύπαρξη ευρωπαϊκών κανονισμών και τη νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης που έχει πλέον θεμελιώσει την εξωσυμβατική ευθύνη των κρατών - μελών προς αποζημίωση, όταν τα εθνικά όργανα προκαλούν ζημιά στους ιδιώτες από τη μη εφαρμογή του ευρωπαϊκού δικαίου. Παρά ταύτα, όργανα της Κυπριακής Δημοκρατίας επιμένουν να περιφρονούν τις ευρωπαϊκές διατάξεις και νομολογία. Συγκεκριμένα η Αιτήτρια κρίθηκε το Δεκέμβριο του 2017 ικανή για εργασία στη βάση πρωτοβάθμιου Ιατρικού Συμβουλίου αγνοώντας τις γνωματεύσεις άλλων γιατρών. Μετά από προσφυγή της ίδιας παραπέμφθηκε σε δευτεροβάθμιο Ιατρικό Συμβούλιο όπου επιβεβαιώθηκε η σοβαρή αδυναμία των αναπνευστικών μυών, που είχαν διαγνώσει οι ιατροί του Λονδίνου, όπως και ότι η ζωή της βρίσκεται σε κίνδυνο. Τελικά κρίθηκε από το Ιατροσυμβούλιο τον Απρίλιο του 2018 ανίκανη προς εργασία σε ποσοστό 85% και, όπως ενημερώθηκε η Αιτήτρια, θα επαναρχίσει η απόδοση σ' αυτήν σύνταξης ανικανότητας. Το κράτος παρέλειψε να προχωρήσει με τη δημιουργία ταμείου εργατικών αποζημιώσεων, που ήταν υποχρέωση του στη βάση των προνοιών του Ευρωπαϊκού Κανονισμού 883/2004. Η Κυπριακή Δημοκρατία όμως δεσμεύεται νομικά από ιατρικές γνωματεύσεις άλλων χωρών - μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και θα έπρεπε να αναλάβει όλα τα έξοδα στα οποία υπεβλήθηκε η Αιτήτρια και εξακολουθεί να υποβάλλεται και θα υποβληθεί στο μέλλον, ενόψει των υποχρεώσεων της που απορρέουν από τους ευρωπαϊκούς κανονισμούς. Οι λόγοι δε για τους οποίους η Αιτήτρια επιζητεί το προνομιακό ένταλμα Mandamus βασίζονται στο άρθρο 5 της Συνθήκης ΕΚ, στο άρθρο 4 παράγραφος 3 ΣΛΕΕ, στην απόφαση της 19ης Νοεμβρίου 1991 επί των υποθέσεων C-6/90 και C-9/90 Francovich κλπ (Συλλογή 1991, σ.Ι-5357 σκέψεις 39 και 40), στο άρθρο 1 της ΕΣΔΑ, στο άρθρο 35 του Χάρτη Θεμελιωδών Ελευθεριών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στο άρθρο 49 ΕΚ, στο άρθρο 288 της Συνθήκης της Λισαβώνας κ.ά. Σκοπός δε του προνομιακού εντάλματος είναι η απάλειψη των βλαπτικών συνεπειών επί των δικαιωμάτων της Αιτήτριας από τη μη μεταφορά ευρωπαϊκών οδηγιών στο εθνικό δίκαιο και την παραβίαση ευρωπαϊκών κανονισμών.»
Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι η εφεσείουσα δεν είχε αποταθεί στο δημόσιο όργανο για εκτέλεση του καθήκοντός του και αυτό να έχει αρνηθεί να συμμορφωθεί, προαπαιτούμενο για την επιτυχία της αίτησής της. Αναφορικά δε με το ποσό των €186.310, που επίσης αφορά η αίτηση, θεώρησε ότι ενδεχομένως να αποτελεί επίδικο θέμα στην Αγωγή που εκκρεμεί ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, με αποτέλεσμα να μην μπορούν να επιστραφούν με την έκδοση προνομιακού εντάλματος. Περαιτέρω, συνιστά και κατάχρηση της διαδικασίας του Δικαστηρίου. Περαιτέρω, έκρινε ότι από τα στοιχεία που προσκομίστηκαν, δεν προέκυπτε με σαφήνεια κατά πόσο το Υπουργείο Υγείας ή οι Υπηρεσίες Κοινωνικών Ασφαλίσεων παρέβησαν συγκεκριμένο ή οποιοδήποτε δημόσιο καθήκον, που επίσης συνιστούν προϋποθέσεις για επιδίωξη θεραπείας μέσω του προνομιακού εντάλματος mandamus. Ειδικότερα δε, ενόψει της απόφασης των Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων που έκριναν την εφεσείουσα ανίκανη για εργασία σε ποσοστό 85% και τη συνέχιση της καταβολής προς αυτή του επιδόματος που δικαιούτο. Συναφώς, κατέληξε ότι η εφεσείουσα απέτυχε να καταδείξει ότι υπάρχει εκ πρώτης όψεως συζητήσιμο θέμα και ότι δεν υπάρχει άλλο ένδικο μέσο ή θεραπεία, όπως και εξαιρετικές περιστάσεις που να καθιστούν αναγκαία την παρέκκλιση από τον κανόνα.
Η εφεσείουσα, με επτά λόγους έφεσης, αμφισβητεί την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης. Τους παραθέτουμε αυτούσιους:
(α) «Το Δικαστήριο με την απόφαση του επιβεβαιώνει πως δεν έλαβε υπόψη όλα τα πραγματικά γεγονότα / τεκμήρια τα οποία τέθηκαν ενώπιον του και από τα οποία προκύπτει η ύπαρξη εξαιρετικών περιστάσεων που να καθιστούν αναγκαία την παροχή «νομικής» προστασίας προς την αιτήτρια για να μπορεί να απολαύσει αξιοπρεπή ιατρική περίθαλψη σ΄ άλλο κράτος μέλος.
Εκ των πραγμάτων, το Δικαστήριο προχώρησε σε εντελώς λανθασμένη, παράνομη και άδικη απόφαση.» (1ος λόγος έφεσης)
(β) «Το Δικαστήριο με την παρατήρηση του ότι η αιτήτρια δεν έχει αποταθεί στο δημόσιο όργανο για εκτέλεση του καθήκοντος του και αυτό να φαίνεται να έχει να αρνηθεί να συμμορφωθεί ώστε να δικαιούται να ζητήσει την εκτέλεση του καθήκοντος ουδόλως ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα και μ΄ αυτή του τη διαπίστωση επιβεβαιώνει ξανά ότι δεν μελέτησε όλα τα τεκμήρια και τα πραγματικά γεγονότα τα οποία βρίσκονται ενώπιον του και αρκέστηκε στην προφορική αγόρευση την οποία αναγκάστηκε η αιτήτρια να προβεί ένεκα του γεγονότος ότι η έδρα των νομικών της σύμβουλων είναι στην Αθήνα και Βρυξέλλες.» (2ος λόγος έφεσης)
(γ) «Το Δικαστήριο λανθασμένα θεωρεί ότι όπως προκύπτει από το τεκμήριο 2Γ η όλη πορεία της θεραπείας της αιτήτριας που έτυχε από το Υπουργείο Υγείας την περιγράφει ως να είναι «η δέουσα». (3ος λόγος έφεσης)
(δ) «Το δικαστήριο με την διαπίστωση του ότι σύμφωνα με το τεκμήριο 15 β προκύπτει πως με την ιατρική έκθεση της βοηθού Διευθύντριας του Γενικού Νοσοκομείου Λευκωσίας φαίνεται πως εξακολουθούσε μέχρι 31/1/2018 να παρακολουθείται η αιτήτρια από το Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσίας είναι λανθασμένη.» (4ος λόγος έφεσης)
(ε) «Με την απόφαση του το Δικαστήριο αγνοεί πλήρως τις καταγγελίες της αιτήτριας κατά της Δημοκρατίας για ταπεινωτική μεταχείριση της και καθόλου σεβασμού των σοβαρών προβλημάτων υγείας της και κανένας δεν προέβη σε διερεύνηση των καταγγελιών.» (5ος λόγος έφεσης)
(στ) «Το Δικαστήριο λανθασμένα αναφέρει ότι οι επιδιώξεις της αιτήτριας δεν μπορούν να επιτευχθούν με την έκδοση προνομιακού εντάλματος, γιατί θα αποτελούσε κατάχρηση της διαδικασίας του Δικαστηρίου.» (6ος λόγος έφεσης)
(ζ) «Η απόφαση του Δικαστηρίου αγνοεί πλήρως την «λανθασμένη» ταύτιση του κράτους με το Ραδιοφωνικό Ίδρυμα Κύπρου επειδή είναι δημοσίου δικαίου, ο οποίος είναι ο εργοδότης της αιτήτριας.
Αγνοεί την υποχρέωση του να διατάξει το κράτος να παρέχει προστασία στην αιτήτρια όπως προνοούν οι κοινοτικές διατάξεις.» (7ος λόγος έφεσης)
Το προνομιακό ένταλμα mandamus, όπως και τα άλλα προνομιακά εντάλματα, έχουν τις καταβολές τους στο Αγγλικό Δίκαιο. Στην Κύπρο, σύμφωνα με τις πρόνοιες του Άρθρου 155.4 του Συντάγματος και των άρθρων 3 και 9 του περί Απονομής της Δικαιοσύνης (Ποικίλες Διατάξεις) Νόμου του 1964, Ν.33/64, όπως έχει τροποποιηθεί, η έκδοση προνομιακού εντάλματος ανήκει αποκλειστικά στο Ανώτατο Δικαστήριο και οι αρχές που εφαρμόζονται είναι αντίστοιχες με τις Αγγλικές αρχές. Το ένταλμα mandamus απευθύνεται, όχι μόνο σε κατώτερο δικαστήριο, αλλά και σε άλλες αρχές για να εκτελέσουν δημόσιο καθήκον.
Στο σύγγραμμα Halsbury´s Law of England, 3η Έκδοση, Τόμος 11, παρα. 159, σελίδες 84 και 85, αναφέρονται τα εξής:
«The order of mandamus is an order of a most extensive remedial nature, and is, in form, a command issuing from the High Court of Justice, directed to any person, corporation, or inferior tribunal requiring him or them to do some particular thing therein specified which appertains to his or their office and is in the nature of a public duty. Its purpose is to supply defects of justice; and accordingly it will issue, to the end that justice may be done, in all cases where there is a specific legal right and no specific legal remedy for enforcing that right; and it may issue in cases where, although there is an alternative legal remedy, yet that mode of redress is less convenient, beneficial and effectual.»
Στην υπόθεση Αναφορικά με την αίτηση του Ιερόθεου Χριστοδούλου, άλλως Ρόπα, (2008) 1 ΑΑΔ 43, αναφέρεται:
«Συνήθως η θεραπεία με το προνομιακό ένταλμα Mandamus, χρησιμοποιείται για να διαταχθεί κατώτερο Δικαστήριο να ασκήσει συγκεκριμένη εξουσία, μέσα στα πλαίσια της αρμοδιότητάς του. Όμως η θεραπεία μπορεί να εξασφαλιστεί για να εξαναγκάσει και άλλες αρχές ή όργανα ή πρόσωπα τα οποία ασκούν δημόσια εξουσία, για να εκτελέσουν δημόσιο καθήκον το οποίο επιβάλλει ο Νόμος. Όπως είναι γνωστό, προνομιακά εντάλματα εκδίδονται με βάση την αποκλειστική δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου δυνάμει του Άρθρου 155.4 του Συντάγματος. Όπως έχει νομολογηθεί, δεν χωρεί η έκδοση προνομιακού εντάλματος για αναθεώρηση διοικητικής απόφασης, εφόσον η δικαιοδοσία του Δικαστηρίου δυνάμει του Άρθρου 146.1 του Συντάγματος είναι διαφορετική. Ο διαχωρισμός των δύο, δεν είναι πάντα εύκολος, αλλά η φύση της απόφασης είναι συνήθως πιο καθοριστική της πράξης, παρά το όργανο που την εξέδωσε. Προϋπόθεση για την παραχώρηση της θεραπείας, είναι ο Αιτητής να έχει δικαίωμα να ζητήσει την εκτέλεση του συγκεκριμένου καθήκοντος. Επίσης, ο Αιτητής θα πρέπει προτού αποταθεί στο Δικαστήριο για άδεια, να έχει αιτηθεί από το δημόσιο όργανο την εκτέλεση του καθήκοντός του, αλλά αυτό να έχει αρνηθεί να συμμορφωθεί.»
Αποτελεί προϋπόθεση για την παραχώρηση του εντάλματος mandamus η υποβολή διακριτής απαίτησης (distinct demand) προς την αρμόδια Αρχή για εκτέλεση του καθήκοντός της σε σχέση με το οποίο υποβάλλεται ακολούθως το αίτημα, εφόσον δεν υπάρχει συμμόρφωση στο μεταξύ (βλ. Halsbury's Laws of England, 3η Έκδοση, Τόμος 11, σελ.106 και Basu «Commentary on the Constitution of India», Τόμος 3, σελ. 479[1]). Στην υπόθεση R. v. The Bristol and Exeter Railway Company 12 L.J.Q.B. λέχθηκε ότι «It is necessary, before a rule is applied for, that a distinct demand should be made upon those who are required to do an act, and that it should be distinctly pointed out to them what it is that they are required to do.». Δεν πρόκειται για τυπικό ζήτημα, αλλά για ζήτημα ουσίας (βλ. Αναφορικά με την Αίτηση της Palm-Mount Holdings Ltd, Πολιτική Έφεση αρ. 413/2016, ημερομηνίας 3.4.2018, ECLI:CY:AD:2018:A154).
Αποτελεί περαιτέρω προϋπόθεση για την απόδοση προνομιακού εντάλματος mandamus η ύπαρξη νομικού δικαιώματος ή υποχρέωσης. Όπως παρατηρείται στον Basu, πιο πάνω, σελ. 478, «The foundation of mandamus is the existence of the right. It is not intended to create a right but to restore a party who has been denied his right to the enjoyment of such right.». Η υποχρέωση πρέπει να είναι συγκεκριμένη και να προκύπτει από το Σύνταγμα, το νόμο, το Κοινοδίκαιο ή από κανονισμούς ή οδηγίες που έχουν νομοθετική υπόσταση.
Δεν υπάρχει δικαιοδοσία για έκδοση εντάλματος mandamus για διοικητικές πράξεις που εμπίπτουν με βάση το Άρθρο 146.1 του Συντάγματος στην αποκλειστική δικαιοδοσία του Διοικητικού Δικαστηρίου. Δεν μπορεί να εκδοθεί ένταλμα mandamus, εκτός εαν ο αιτητής έχει δικαίωμα να αξιώσει την άσκηση συγκεκριμένης νομικής υποχρέωσης του διοικητικού οργάνου, σε αντιπαραβολή με την άσκηση διακριτικής ευχέρειας. Όμως, προνομιακό ένταλμα μπορεί να εκδοθεί αν το καθήκον δημόσιας Αρχής αφορά σε θέμα ιδιωτικού και όχι δημόσιου δικαίου.
Ξεκινώντας από το δεύτερο λόγο έφεσης, η εφεσείουσα παρέπεμψε στην έκθεση γεγονότων, καθώς και στα Τεκμ. 5(α) και 5(β), που αφορούν καταγγελίες στις οποίες προέβη στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, προς υποστήριξη της θέσης της ότι σ΄ αυτά αναφέρονται οι λεπτομέρειες του τρόπου αντιμετώπισής της από τα διοικητικά όργανα. Η καταγγελία στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή αποδεικνύει, σύμφωνα με την εισήγηση, πως η εφεσείουσα αποτάθηκε τόσο στο Υπουργείο Υγείας όσο και στις Υπηρεσίες Κοινωνικών Ασφαλίσεων για τα δικαιώματά της ως άτομο με αναγνωρισμένη από το κράτος επαγγελματική ασθένεια. Κατά τη συζήτηση της έφεσης, ερωτήθηκε ο ευπαίδευτος συνήγορος της εφεσείουσας κατά πόσο έχει τηρηθεί η προϋπόθεση που τίθεται για την έκδοση εντάλματος τύπου mandamus, όπως δηλαδή να απαιτήσει ο πολίτης την εκπλήρωση του καθήκοντος, το οποίο στη συνέχεια το κράτος αρνείται να πληρώσει και παρέπεμψε στο Τεκμ. 27. Το εν λόγω τεκμήριο αποτελεί έντυπο αίτησης για επιστροφή εξόδων/αποζημίωση και απευθύνεται προς το Υπουργείο Υγείας, το οποίο όμως δεν είναι συμπληρωμένο. Όπως διευκρίνισε ο ευπαίδευτος συνήγορος, το εν λόγω τεκμήριο τέθηκε για να αποδειχθεί ότι το αίτημα για επιστροφή εξόδων αποτελεί ένα τυπικό έντυπο του Υπουργείου Υγείας. Η απαίτηση που υπέβαλε η εφεσείουσα, ανέφερε, περιγράφεται στις καταγγελίες που έγιναν προς την Ευρωπαϊκή Επιτροπή.
Έχουμε διεξέλθει τόσο την έκθεση, όσο και την ένορκη δήλωση της εφεσείουσας, και τα Τεκμ. 5(α) και 5(β), που αποτελούν τα έντυπα των καταγγελών στις οποίες προέβη η εφεσείουσα προς την Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Το Τεκμ. 5(α) αφορά καταγγελία εναντίον των Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων - Υπουργείο Εργασίας και το Τεκμ. 5(β), την καταγγελία εναντίον του Υπουργείου Υγείας.
Έχουμε εξετάσει το περιεχόμενο των δύο τεκμηρίων και διαπιστώνουμε ότι δεν προκύπτει από αυτά συγκεκριμένη απαίτηση για επιστροφή του ποσού που απαιτείται με το μέρος Α της αίτησης. Υπάρχει μία γενική αναφορά στο Τεκμ. 5(β) ότι η εφεσείουσα υπέβαλε δύο αιτήματα τον Απρίλιο του 2017, χωρίς όμως να προκύπτει σαφώς περί τίνος επρόκειτο ούτε κατά πόσο αφορούσε το αίτημα επιστροφής δαπανών που κατέβαλε η εφεσείουσα, ύψους €186.310, όπως διαλαμβάνεται στην παρ. Α της αίτησής της. Σημειώνεται, περαιτέρω, ότι, όπως προκύπτει από το ίδιο τεκμήριο, σε ερώτηση που υποβάλλεται με το έντυπο κατά πόσο έχει προβεί σε ενέργειες για να επιλύσει το πρόβλημα για το οποίο υπέβαλε καταγγελία, η απάντηση που συμπλήρωσε η εφεσείουσα στο έντυπο παραπέμπει σε απόφαση της Επιτρόπου Διοικήσεως. Η μόνη απόφαση της Επιτρόπου που τέθηκε στο Δικαστήριο είναι το Τεκμ. 9, απόφαση ημερομηνίας 22.12.2017 σχετικά με τον τερματισμό της σύνταξης ανικανότητας που λάμβανε. Στην εν λόγω απόφαση γίνεται αναφορά και σε άλλο παράπονο που υπεβλήθη από την εφεσείουσα το οποίο αφορούσε σε αίτημα που υπέβαλε στο Υπουργείο Υγείας για κάλυψη εξόδων θεραπείας σε εξειδικευμένο νευρολογικό ιατρικό κέντρο στο Λονδίνο, χωρίς όμως να δίνονται οποιεσδήποτε λεπτομέρειες.
Έχοντας διεξέλθη την έκθεση και τα επισυναπτόμενα στην ένορκη δήλωση τεκμήρια δεν προκύπτει διακριτή απαίτηση (distinct demand) προς το Υπουργείο Υγείας για συμμόρφωση προς συγκεκριμένη νομική υποχρέωση έτσι ώστε να δικαιολογείται η ανατροπή της πρωτόδικης κρίσης επί του προκειμένου. Σημειώνουμε, περαιτέρω, ότι, σύμφωνα με την παρ. 2.1 της καταγγελίας που υπέβαλε η εφεσείουσα στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή με το Τεκμ. 5(β), προβάλλεται ότι το Υπουργείο Υγείας δεν εφαρμόζει ορθά την Οδηγία 2011/24/ΕΕ, παραπέμποντας στο Ν.149(Ι)/2013. Πρόκειται για ένα νομοθέτημα που θεσπίστηκε με στόχο την εναρμόνιση με τις πράξεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπου, μεταξύ άλλων, αναφέρεται και η Οδηγία 2011/24/ΕΕ, την οποία επικαλείται η εφεσείουσα προς υποστήριξη των θέσεών της. Ο Νόμος ο οποίος τιτλοφορείται περί Εφαρμογής των Δικαιωμάτων των Ασθενών στο πλαίσιο της Διασυνοριακής Υγειονομικής Περίθαλψης Νόμος του 2013 (Ν. 149(Ι)/2013), όπως τροποποιήθηκε, προβλέπει, μεταξύ άλλων, για τις ευθύνες του κράτους προς πρόσωπα ασφαλισμένα στην Κυπριακή Δημοκρατία που έχουν λάβει διασυνοριακή υγειονομική περίθαλψη σε άλλο κράτος μέλος. Στο εν λόγω νομοθέτημα προνοούνται τόσο οι διαδικασίες που ακολουθούνται για την υποβολή αιτημάτων σε συνάρτηση με διασυνοριακή υγειονομική περίθαλψη και τα κριτήρια παραχώρησής τους καθώς επίσης και ο τρόπος με τον οποίο μπορούν να αμφισβητηθούν οι αποφάσεις της Αρμόδιας Αρχής που είναι το Υπουργείο Υγείας, από τον αιτητή. Στην παρούσα περίπτωση, δεν έχει τεθεί ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου ούτε ενώπιον μας οτιδήποτε που να υποδηλοί έστω ότι η εφεσείουσα υπέβαλε οποιοδήποτε αίτημα δυνάμει του εν λόγω Νόμου. Όμως από τη στιγμή που υπάρχει νομοθέτημα το οποίο δημιουργεί υποχρεώσεις στο κράτος και προνοεί τον τρόπο με τον οποίο μπορεί να τύχει εφαρμογής, τότε ο επηρεαζόμενος πολίτης θα πρέπει να απαιτήσει θεραπεία δυνάμει του εν λόγω νομοθετήματος. Η εφεσείουσα ενώ επικαλείται τον συγκεκριμένο Νόμο, στο παράπονο που υπέβαλε στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή δεν ακολούθησε τις διαδικασίες που προβλέπονται από αυτόν. Ούτε συμπλήρωσε το έντυπο του Υπουργείου Υγείας, Τεκμ. 27 στη δική της ένορκη δήλωση. Παραπέμπουμε σχετικά στο σύγγραμμα Halsbury's Laws of England, 3η Έκδοση, Τόμος 11, σελ. 108 όπου αναφέρεται:
«In accordance with the general rule that where a statute creates an obligation and enforces its performance in a specified manner, the remedy by mandamus will not be available when a specific remedy is given by the Act imposing the duty it is sought to enforce.»
Αναφορικά με το αιτητικό Β, σε συνάρτηση με την αξίωση της εφεσείουσας για σύνταξη ανικανότητας, θεωρούμε ότι δεν παρέχεται πεδίο εξέτασης στα πλαίσια της διαδικασίας εντάλματος mandamus. Σύμφωνα με την επιστολή του Υπουργείου Εργασίας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, ημερομηνίας 30.4.2018, η ιεραρχική προσφυγή την οποία είχε υποβάλει εγκρίθηκε και κρίθηκε ανίκανη για εργασία σε ποσοστό 85%. Περαιτέρω, την πληροφορούσε ότι θα μπορούσε να προσβάλει την απόφαση με προσφυγή στο Διοικητικό Δικαστήριο.
Στην Αγγλία το ένταλμα τύπου mandamus εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου σε όλες τις περιπτώσεις. Στην Κύπρο, παρά το ότι ακολουθούνται γενικά οι αρχές του Αγγλικού δικαίου που εφαρμόζονται σε τέτοιες περιπτώσεις, στις περιπτώσεις όπου εφαρμόζεται κατ΄αποκλειστικότητα το Άρθρο 146.1 του Συντάγματος δεν μπορούν να ακολουθηθούν.
Η προσβολή απόφασης διοικητικού οργάνου η οποία λαμβάνεται, αφού το εν λόγω διοικητικό όργανο ασκήσει διακριτική ευχέρεια, δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο εντάλματος mandamus. Υπάγεται, με βάση το Άρθρο 146.1 του Συντάγματος, στην αποκλειστική δικαιοδοσία του Διοικητικού Δικαστηρίου. Εν πάση περιπτώσει, όπως ανέφερε ο ευπαίδευτος συνήγορος της εφεσείουσας κατά τη συζήτηση της έφεσης, μετά την καταχώρηση της αίτησης, ενημερώθηκε η εφεσείουσα ότι θα αποκαθίστατο η πληρωμή της σύνταξης ανικανότητας από την ημέρα που διεκόπη. Βεβαίως, ο συνήγορος διευκρίνισε πως η εν λόγω σύνταξη ανικανότητας δεν είναι αυτή στην οποία αφορά το ένταλμα mandamus. Δεν υπάρχει όμως οτιδήποτε ενώπιόν μας που να τεκμηριώνει είτε καθήκον είτε διακριτή απαίτηση από το Υπουργείο Εργασίας για σύνταξη ανικανότητας διαφορετική από αυτή που έχει ήδη εγκριθεί.
Ούτε η άρνηση παροχής τέτοιας σύνταξης, ως εισηγείται ο συνήγορος, εμπίπτει στην αποκλειστική δικαιοδοσία του Διοικητικού Δικαστηρίου.
Ενόψει της κατάληξής μας ότι δεν τυγχάνουν εφαρμογής στην παρούσα περίπτωση ουσιαστικές προϋποθέσεις για την επιδιωκόμενη θεραπεία, η έφεση είναι έκθετη σε απόρριψη, χωρίς να απαιτείται η εξέταση των υπολοίπων λόγων έφεσης, οι οποίοι άπτονται επί μέρους ζητημάτων.
Προτού τελειώσουμε, θεωρούμε ορθό να ξεκαθαρίσουμε ένα θέμα που εγέρθηκε από τον συνήγορο της εφεσείουσας κατά τη συζήτηση της έφεσης. Ότι δηλαδή η εφεσείουσα προσήλθε στο Ανώτατο Δικαστήριο ως το θεματοφύλακα της σωστής τήρησης των υπερεθνικών Ευρωπαϊκών διατάξεων λόγω της σοβαρότητας της κατάστασης και των εξαιρετικών περιστάσεων της εφεσείουσας. Η συμπάθειά μας προς την εφεσείουσα, όπως και σε οποιονδήποτε πάσχοντα ο οποίος διεκδικεί από το κράτος ιατρική περίθαλψη ή σύνταξη ανικανότητας, είναι δεδομένη. Όμως το Δικαστήριο οφείλει να ενεργήσει σύμφωνα με το νόμο και ειδικά σε περιπτώσεις όπως στην παρούσα, όπου αξιώνεται προνομιακή θεραπεία, να εφαρμόσει τους κανόνες οι οποίοι έχουν καθιερωθεί για τέτοιες περιπτώσεις.
Ενόψει των πιο πάνω, η έφεση απορρίπτεται.
ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.
ΠΑΝΑΓΗ, Δ.
ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.
ΓΙΑΣΕΜΗ, Δ.
/ΧΤΘ
[1] «The application must be preceded by a distinct demand for performance of the duty, in order to give the party an opportunity to consider whether he should comply or not, and such demand must be shown to have been met by a refusal either by words or conduct, so that the Court may be satisfied that the party complained of is determined not to do what is demanded.»