ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Sunoil Bunkering Ltd ν. Jaouhar Marine Transport Co Ltd and Another (1987) 1 CLR 627
Τσιολάκκη και άλλη ν. Στυλιανίδη (1992) 1 ΑΑΔ 782
ABP Holdings Ltd και Άλλοι ν. Aνδρέα Kιταλίδη και Άλλων (Aρ.2) (1994) 1 ΑΑΔ 694
Bacardi & Co. Ltd ν. Vinco Ltd (1996) 1 ΑΑΔ 788
Παντελίδη Iωάννης ν. Mάριου Πιερή (1998) 1 ΑΑΔ 2111
Phasarias C. (Automotive Centre) Ltd. ν. Σκυροποιία «Λεωνίκ» Λτδ. (2001) 1 ΑΑΔ 785
Poltava Petroleum Company ν. Mexana Oil Ltd και Άλλων (2001) 1 ΑΑΔ 1301
Spidertrade Com Finance Ltd ν. Κώστα Χατζηγαβριήλ (2003) 1 ΑΑΔ 121
Seamark Consultancy Services Ltd και Άλλοι ν. Joseph P. Lasala και Άλλων (2007) 1 ΑΑΔ 162
Αγγλική νομολογία που περιλαμβάνεται στο bailii.org στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
ECLI:CY:AD:2018:A280
(Πολιτική ΄Εφεση Αρ. E385/2016)
7 Ιουνίου, 2018
[ΠΑΝΑΓΗ, ΓΙΑΣΕΜΗΣ, ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ/στές]
Εφεσείων,
ν.
Εφεσίβλητης.
________________________
Πιριλίδης, μαζί με Καρατζή, για τον Εφεσείοντα.
Σ. Πίττας, μαζί με Στ. Θωμά και Α. Ερωτοκρίτου, για την Εφεσίβλητη.
________________________
ΠΑΝΑΓΗ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα
δώσει ο Δικαστής Γ.Ν. Γιασεμής.
________________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.:
Εισαγωγή:
Η εφεσίβλητη είναι εταιρεία περιορισμένης ευθύνης διά μετοχών και έχει την έδρα της στην Κύπρο. Κατά πάντα ουσιώδη χρόνο, ήταν ιδιοκτήτρια του 10% του εκδοθέντος μετοχικού κεφαλαίου της εταιρείας Deloports Ltd, η οποία έχει, επίσης, την έδρα της στην Κύπρο. Η εταιρεία αυτή, η οποία βρίσκεται στο επίκεντρο της παρούσας διαφοράς, αποτελεί μέλος του ομίλου εταιρειών Delo Group. Είναι δε η ιθύνουσα αριθμού εταιρειών, οι οποίες έχουν την έδρα τους στη Ρωσία και είναι ιδιοκτήτριες περιουσίας μεγάλης οικονομικής αξίας. Το υπόλοιπο 90% του μετοχικού κεφαλαίου της Deloports Ltd κατεχόταν από την εταιρεία Maxria Ltd, μοναδική μέτοχος της οποίας ήταν η εταιρεία Utterlan Ltd, έχουσες και οι δύο, επίσης, την έδρα τους στην Κύπρο. Η τελευταία ελέγχεται πλήρως από τον εφεσείοντα, ο οποίος κατέχει το σύνολο του εκδοθέντος μετοχικού κεφαλαίου της. Το πρόσωπο αυτό, το οποίο φέρεται ως ο ιδρυτής του Ομίλου Delo Group, που αναφέρεται πιο πάνω, είναι Ρώσος υπήκοος και έχει τη μόνιμη διαμονή του στη Ρωσία.
Με δεδομένα τη διασύνδεση, ανωτέρω, μεταξύ των προαναφερθεισών εταιρειών και τα αντίστοιχα συμφέροντά τους, καθώς, επίσης, τα αντίστοιχα συμφέροντα της κάθε διάδικης πλευράς, όπως αυτά αναφέρονται πιο πάνω, στις 22.6.2015, η εφεσίβλητη συνήψε γραπτή συμφωνία με την Utterlan Ltd, (η συμφωνία πώλησης), στη βάση της οποίας πώλησε στην τελευταία το 10% των μετοχών που αυτή κατείχε στην Deloports Ltd, έναντι του συνολικού ποσού των Η.Π.Α. $40.000.000,00, (το τίμημα πώλησης). Στις 3.7.2015, η Utterlan Ltd πλήρωσε στην εφεσίβλητη την πρώτη δόση του τιμήματος πώλησης, που αναλογούσε στο ένα δεύτερο αυτού, και, στις 6.7.2015, πραγματοποιήθηκε η μεταβίβαση των μετοχών που είχαν πωληθεί.
Στη συμφωνία πώλησης, προβλεπόταν, επίσης, ότι το υπόλοιπο του τιμήματος πώλησης θα πληρωνόταν: (α) ποσό Η.Π.Α. $10.000.000,00 μέχρι τις 15.6.1016 και (β) ποσό Η.Π.Α. $10.000.000,00 μέχρι τις 15.6.2017. Την εκπλήρωση της πιο πάνω υποχρέωσης της αγοράστριας εταιρείας έναντι της εφεσίβλητης ανέλαβε ο εφεσείων, με γραπτή συμφωνία εγγύησης και αποζημίωσης, (η συμφωνία εγγύησης), ιδίας ημερομηνίας ως η συμφωνία πώλησης. Για την ακρίβεια, αυτός φέρεται να ανέλαβε να πληρώσει ο ίδιος προσωπικά το τίμημα πώλησης, αποζημιώνοντας, έτσι, την εφεσίβλητη, σε περίπτωση που η Utterlan Ltd παρέλειπε να συμμορφωθεί με την προαναφερθείσα συμβατική υποχρέωσή της.
Με την έλευση, στις 15.6.2016, του χρόνου για πληρωμή της δεύτερης δόσης του τιμήματος πώλησης, εκ ποσού Η.Π.Α. $10.000,000,00, ουδείς από τους προαναφερθέντες συμβαλλομένους ανταποκρίθηκε στην αντίστοιχη υποχρέωσή του έναντι της εφεσίβλητης. Αντίθετα, αυτοί, με επιστολή μέσω των δικηγόρων τους, ημερομηνίας 24.6.2016, αρνήθηκαν ότι είχαν οποιαδήποτε τέτοια υποχρέωση. Επιπρόσθετα, με δύο αγωγές, (αρ. 1388/2016 και αρ. 1395/2016), οι οποίες καταχωρίστηκαν με οδηγίες του εφεσείοντος στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού ένα μήνα, περίπου, προηγουμένως, στις 17.5.2016, επιδιώκεται η ακύρωση των συμφωνιών πώλησης και εγγύησης, αντίστοιχα.
Υπό το φως των πιο πάνω εξελίξεων, η εφεσίβλητη, αφού έδωσε στην Utterlan Ltd και στον εφεσείοντα την προβλεπόμενη από την κάθε συμφωνία γραπτή απαίτηση, καταχώρισε, στις 20.7.2016, την αγωγή αρ. 2176/2016, στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού. Με αυτήν, αξιώνει εναντίον της Utterlan Ltd και του εφεσείοντος, ως εναγομένων 1 και 2, αντίστοιχα, την πληρωμή, από κοινού και/ή κεχωρισμένα, των δύο υπολειπόμενων δόσεων του τιμήματος πώλησης, δυνάμει των συμφωνιών πώλησης και εγγύησης, δηλαδή της δεύτερης και της τρίτης δόσης, οι οποίες συμποσούνται στο ποσό των Η.Π.Α. $20.000.000,00. Η απαίτηση σε σχέση με την τελευταία δόση, για ποσό Η.Π.Α. $10.000.00,00, η οποία ήταν πληρωτέα στις 15.6.2017, βασίζεται σε προκαταβολική παραβίαση (anticipatory breach) των εν λόγω συμφωνιών.
Τα Προσωρινά Διατάγματα:
Η εφεσίβλητη, συγχρόνως με την καταχώριση της αγωγής, καταχώρισε μονομερή αίτηση, επιδιώκοντας την έκδοση προσωρινών διαταγμάτων παγοποίησης περιουσιακών στοιχείων του εφεσείοντος, τα οποία βρίσκονται στην Κύπρο και στο εξωτερικό και κατέχονται ή ελέγχονται από τον ίδιο και/ή κατέχονται από τρίτα πρόσωπα, για λογαριασμό του, αξίας όχι μικρότερης του ποσού των Η.Π.Α. $21.500.000,00. Επιπρόσθετα, αξίωσε την έκδοση διατάγματος για ένορκη αποκάλυψη πληροφοριών, σχετικά με λογαριασμούς, τους οποίους συγκεκριμένες εταιρείες, ελεγχόμενες από τον εφεσείοντα, φέρεται να διατηρούν σε κατονομαζόμενο τραπεζικό οργανισμό, για υποβοήθηση της αποτελεσματικότητας των αιτηθέντων διαταγμάτων παγοποίησης.
Στις 22.7.2016, Δικαστής του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού, ο οποίος εξέτασε την αίτηση, την ενέκρινε όσον αφορούσε τα διατάγματα παγοποίησης περιουσιακών στοιχείων του εφεσείοντος που βρίσκονται στην Κύπρο και στο εξωτερικό, τα οποία και εξέδωσε, ορίζοντάς τα επιστρεπτέα. Τα εν λόγω διατάγματα στρέφονταν εναντίον του εφεσείοντος, ενεργούντος αυτού προσωπικά και/ή διά των υπαλλήλων και/ή διά των αντιπροσώπων και/ή διά των εντολοδόχων του. Σε ό,τι αφορούσε τα υπόλοιπα αιτηθέντα διατάγματα, δόθηκαν οδηγίες για επίδοση της αίτησης. Μετά την επίδοση της όλης διαδικασίας και αφού καταχωρίστηκε ειδοποίηση ένστασης, επιλήφθηκε της αίτησης άλλος Δικαστής του ιδίου Επαρχιακού Δικαστηρίου. Αυτός, στις 18.10.2016, αφού εξέδωσε το διάταγμα παγοποίησης περιουσιακών στοιχείων τα οποία φέρεται να κατέχονται από δύο συγκεκριμένες εταιρείες, μη διαδίκους στην αγωγή, εναντίον των οποίων αυτό στρέφεται, καθώς, επίσης, το διάταγμα αποκάλυψης, οριστικοποίησε τα, ήδη, εκδοθέντα διατάγματα παγοποίησης εναντίον του εφεσείοντος. Συγχρόνως, έγινε πρόνοια, ώστε όλα τα διατάγματα παγοποίησης να εφαρμόζονται ενιαία για ποσό όχι κατώτερο των Η.Π.Α. $21.500.000,00. Ο Δικαστής αποφάσισε, ως ανωτέρω, αφού εξέτασε το σύνολο των ενστάσεων του εφεσείοντος, αιτιολογώντας την απόφασή του αναλόγως.
Η ΄Εφεση: (α) Γενικές Παρατηρήσεις:
Η παρούσα έφεση στρέφεται κατά διαφόρων πτυχών της πρωτόδικης απόφασης, ημερομηνίας 18.10.2016, ανωτέρω, με τις οποίες εξετάστηκαν θέματα αφορώντα στις απαιτήσεις της σχετικής νομοθεσίας και της νομολογίας για την έκδοση προσωρινών διαταγμάτων, όπως τα προαναφερθέντα. Σημειώνεται, συναφώς, πως, σε κανένα στάδιο, δεν υπήρξε αμφισβήτηση από οποιαδήποτε πλευρά των εφαρμοζομένων κανόνων δικαίου σε σχέση με τα διάφορα θέματα που εξετάστηκαν από το Δικαστήριο∙ πλην, σε σχέση με τις περιπτώσεις στις οποίες γίνεται ειδική αναφορά στο κατάλληλο σημείο πιο κάτω. Επίσης, δεν υπήρξε ουσιαστική διαφωνία ως προς τα γεγονότα τα οποία το Δικαστήριο έλαβε υπόψη του, τελικώς, σε σχέση με την εφαρμογή των εν λόγω κανόνων στην παρούσα υπόθεση. Ο εφεσείων, με τους διάφορους λόγους έφεσης που προβάλλει, αμφισβητεί, κυρίως, την ορθότητα της εφαρμογής τους από το Δικαστήριο στα ενώπιόν του γεγονότα.
Τα υπό εξέταση διατάγματα παγοποίησης αφορούν σε περιουσιακά στοιχεία του εφεσείοντος, αποτελούμενα, κυρίως, από μετοχές, τα οποία βρίσκονται στην Κύπρο και στο εξωτερικό και φέρεται να κατέχονται από τον ίδιο, ή από τρίτα πρόσωπα, για λογαριασμό του. ΄Οσον αφορά την τελευταία κατηγορία, δύο συγκεκριμένα περιουσιακά στοιχεία, κατ' εξαίρεση, αφορούν, το ένα, μεγάλο αριθμό κυπριακών χρεογράφων και, το άλλο, μια έπαυλη, η οποία βρίσκεται στην επαρχία Λεμεσού και φέρεται να κατέχονται από τη σύζυγό του εφεσείοντος. Στην ίδια κατηγορία, εμπίπτουν περιουσιακά στοιχεία, τα οποία αφορούν το μετοχικό κεφάλαιο δύο ρωσικών εταιρειών και δύο κυπριακών εταιρειών. Οι τελευταίες είναι η DCP Holdings Ltd και η Atokosa Ltd, οι οποίες, αποτελεί παραδεκτό γεγονός, τελούν υπό τον πλήρη έλεγχο του εφεσείοντος. Σε σχέση με τις δύο αυτές κυπριακές εταιρείες, εκδόθηκε και ξεχωριστό διάταγμα παγοποίησης, ειδικά για περιουσιακά στοιχεία τα οποία κατέχονται από τις ίδιες. Τέλος, με το διάταγμα αποκάλυψης, το οποίο απευθύνεται προς την Ελληνική Τράπεζα Δημόσια Εταιρεία Λτδ, επιδιώκεται η συλλογή πληροφοριών σε σχέση, ειδικά, με τραπεζικούς λογαριασμούς των προαναφερθεισών δύο εταιρειών.
Κάποια γεγονότα που επισημαίνονται, ειδικά, στην πρωτόδικη απόφαση, τα οποία, ως φαίνεται, είχαν ιδιαίτερη επίδραση στην κρίση του Δικαστηρίου, αφορούν σε ενέργειες του εφεσείοντος, οι οποίες έγιναν μετά τη συνομολόγηση, στις 22.6.2015, των συμφωνιών πώλησης και εγγύησης και οι οποίες οδήγησαν στην αποξένωση των περιουσιακών στοιχείων της Utterlan Ltd. Συγκεκριμένα, περί το τέλος Ιουνίου 2015, όλα τα περιουσιακά στοιχεία της Deloports Ltd, υπό μορφή μετοχών σε άλλες εταιρείες, κυρίως ρωσικές, μεταβιβάστηκαν στη ρωσική εταιρεία OOO Deloports, η οποία ήταν θυγατρική της. Στους μήνες που ακολούθησαν, μέσα από μια σειρά πράξεων, οι εταιρείες Maxria Ltd και Deloports Ltd συγχωνεύτηκαν με την Utterlan Ltd. Ως αποτέλεσμα, το σύνολο των μετοχών της ρωσικής εταιρείας OOO Deloports περιήλθε στην κυριότητα της Utterlan Ltd, της οποίας το μετοχικό κεφάλαιο, υπενθυμίζεται, κατεχόταν εξ ολοκλήρου από τον εφεσείοντα. Περί τις 5.5.2016 δε, πριν η δεύτερη δόση του τιμήματος πώλησης καταστεί πληρωτέα, (15.6.2016), η Utterlan Ltd μεταβίβασε το 99.99% των μετοχών της ρωσικής εταιρείας OOO Deloports στη νεοσυσταθείσα, επίσης, ρωσική εταιρεία LLC Managing Company Delo και το υπόλοιπο 0,01% στον εφεσείοντα.
Οι πιο πάνω πράξεις είχαν ως αποτέλεσμα, αρχικά, τη μεταφορά εκτός Κύπρου του ελέγχου των εν λόγω περιουσιακών στοιχείων, τα οποία, ουσιαστικώς, κατέχονταν από τον εφεσείοντα, μέσω της κυπριακής εταιρείας Utterlan Ltd και, στη συνεχεία, την αποξένωσή τους, με τον τρόπο που έχει περιγραφεί, προς όφελος της τελευταίας προαναφερθείσας ρωσικής εταιρείας. Υπάρχει ισχυρισμός ότι και αυτή η εταιρεία ελέγχεται πλήρως από τον εφεσείοντα, χωρίς, όμως, ο έλεγχος αυτός να έχει οποιοδήποτε δεσμό, πλέον, με την Κύπρο.
(β) ΄Αρθρο 32(1) του Ν. 14/1960: Γενικά:
΄Ολα τα προσωρινά διατάγματα, χωρίς εξαίρεση, εκδόθηκαν δυνάμει της εξουσίας που παρεχόταν στο Δικαστήριο από τις πρόνοιες του άρθρου 32(1) του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960, (Ν. 14/1960), (όπως αυτός έχει τροποποιηθεί). Με το άρθρο αυτό, παρέχεται ευρεία διακριτική ευχέρεια στο δικαστήριο «... να εκδίδη απαγορευτικόν διάταγμα (παρεμπίπτον, διηνεκές, ή προστακτικόν) ... εις πάσας τας περιπτώσεις εις ας το δικαστήριον κρίνει τούτο δίκαιον ή πρόσφορον, ...». Πρόκειται για εξουσία που ασκείται στη βάση της, ως άνω, προβλεπόμενης αρχής, τηρουμένων των προϋποθέσεων τις οποίες το προαναφερθέν άρθρο, στο εδάφιο (1) αυτού, καθορίζει, σε σχέση, ειδικά, με παρεμπίπτον απαγορευτικό διάταγμα[1]. Κατά την πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, η άσκησή της πρέπει να διατηρείται «ελαστική, ελεύθερη, από τυπικούς κανόνες», (βλ. Spidertrade Com Fin. Ltd v. Χατζηγαβριήλ (2003) 1 Α.Α.Δ. 121, απόφαση του Νικολάου, Δ., στη σελίδα 126, καθώς, επίσης, τις υποθέσεις ABP Hold. Ltd v. Κιταλίδη κ.ά. (Αρ. 2) (1994) 1 Α.Α.Δ. 694 και Seamark Consult. Services Ltd κ.ά. ν. Joseph P. Lasala κ.ά. (2007) 1 Α.Α.Δ. 162). Η εν λόγω αρχή, η οποία πηγάζει από το δίκαιο της επιείκειας, υπόκειται, σε κάθε περίπτωση, στη διακριτική ευχέρεια του δικαστηρίου, η οποία ασκείται με αναφορά στην ενώπιόν του σχετική μαρτυρία.
Της εξέτασης της πιο πάνω αρχής, προηγείται η διαπίστωση, από το εκδίδον δικαστήριο, κατά πόσο ικανοποιούνται οι προϋποθέσεις που τίθενται με το άρθρο 32(1) του Ν. 14/1960. Η διαδικασία αυτή είναι αναγκαία, προκειμένου το δικαστήριο να βεβαιωθεί περί της βασιμότητας της κύριας απαίτησης του ενάγοντος, αιτητή. Αν, από την ενώπιόν του μαρτυρία, διαπιστώνεται η ύπαρξη σοβαρού ζητήματος προς εκδίκαση, με συνακόλουθη την ύπαρξη πιθανότητας ο αιτητής να δικαιούται, τελικώς, σε θεραπεία, αυτό δύναται να οδηγηθεί στο συμπέρασμα ότι είναι ασφαλής η έγκριση αιτήματος για έκδοση προσωρινού διατάγματος. Προχωρεί δε και εξετάζει αν, χωρίς την έκδοση του, θα είναι δύσκολο ή αδύνατο να απονεμηθεί πλήρης δικαιοσύνη σε μεταγενέστερο στάδιο.
Σημειώνεται πως, στην προκειμένη περίπτωση, υπάρχει παραδοχή, από μέρους του εφεσείοντος, ότι οι πρώτες δύο προϋποθέσεις του άρθρου 32(1) του Ν. 14/1960 ικανοποιούνται, δεδομένης, όπως αναφέρθηκε, της ύπαρξης της συμφωνίας εγγύησης και δεδομένου του γεγονότος ότι το υπόλοιπο του τιμήματος πώλησης έχει καταστεί πληρωτέο, πέραν και της ανεξάρτητης διαπίστωσης, σχετικά, του Δικαστηρίου. Παρατηρείται, παρεμπιπτόντως, πως, με τις προαναφερθείσες αγωγές αρ. 1388/2016 και 1395/2016, αμφισβητείται η εγκυρότητα των συμφωνιών πώλησης και εγγύησης. Εντούτοις, οι λόγοι, στους οποίους στηρίζεται η εν λόγω αμφισβήτηση, δεν ηγέρθησαν με την ένσταση του εφεσείοντος κατά της έκδοσης των υπό αναφορά διαταγμάτων παγοποίησης, για να καταδειχθεί η ύπαρξη πιθανότητας να μην ευσταθεί το υπόβαθρο επί του οποίου στηρίζεται η ικανοποίηση των πιο πάνω δύο προϋποθέσεων. Τέλος, τονίζεται πως και η συζήτηση, την οποία το Δικαστήριο διενήργησε, σε σχέση με τη φύση της συμφωνίας εγγύησης, σαφώς, δεν εκφεύγει του πλαισίου εφαρμογής του άρθρου 32(1) του Ν. 14/1960, όσον αφορά την πιο πάνω πτυχή.
(γ) Η Τρίτη Προϋπόθεση:
Εκ μέρους του εφεσείοντος, ηγέρθη, ωστόσο, έντονη αμφισβήτηση ως προς τη διαπίστωση του Δικαστηρίου ότι, αν δεν εκδίδονταν τα προσωρινά διατάγματα παγοποίησης, θα ήταν δύσκολο ή αδύνατο να απονεμηθεί πλήρης δικαιοσύνη σε μεταγενέστερο στάδιο. Πρόκειται για την τρίτη προϋπόθεση του άρθρου 32(1) του Ν. 14/1960. Σε σχέση με την πτυχή αυτή, το Δικαστήριο έλαβε, κατ' αρχάς, υπόψη ότι η αγωγή της εφεσίβλητης αφορά σε αξίωση για καταβολή του υπολοίπου του τιμήματος πώλησης αγαθών, όπως συμβαίνει να είναι οι μετοχές (άρθρο 2 του περί Πώλησης Αγαθών Νόμου του 1994, (Ν. 10(Ι)/1994)), το οποίο αφορά σε εκκαθαρισμένο ποσό. Στην προκειμένη περίπτωση δε, το «μεταγενέστερο στάδιο», προφανώς, αναφέρεται στο χρόνο, κατά τον οποίο, ενδεχόμενα, θα χρειαστεί να ικανοποιηθεί απόφαση, η οποία τυχόν να εκδοθεί εναντίον της Utterlan Ltd και του εφεσείοντος, για το εν λόγω αξιούμενο ποσό.
Ακολούθως, το Δικαστήριο εξέτασε τις απαιτήσεις για ικανοποίηση της πιο πάνω τρίτης προϋπόθεσης στην περίπτωση διατάγματος παγοποίησης. Με αναφορά στη σχετική νομολογία, ορθώς διαπίστωσε πως, βασικά, η λογική της έκδοσης προσωρινού διατάγματος παγοποίησης περιουσιακών στοιχείων, γνωστού και ως διάταγμα Mareva, είναι προς το σκοπό διασφάλισης της ικανοποίησης τελικής απόφασης εναντίον εναγομένου, όταν, εύλογα, μπορεί να υποτεθεί ότι η εκτέλεσή της πιθανόν να καταστεί δύσκολη ή αδύνατη, λόγω επαπειλούμενης εξαφάνισης, από τον ίδιο, περιουσιακών του στοιχείων, επί των οποίων η απόφαση να μπορεί να εκτελεστεί, (βλ. Sunoil Bunkering v. Jaouhar Maritime (1987) 1 C.L.R. 627 και Παντελίδη ν. Πιερή (1998) 1 Α.Α.Δ. 2111). Η λογική αυτή συμπίπτει, ακριβώς, με την προαναφερθείσα τρίτη προϋπόθεση. Για την ικανοποίησή της, όπως έχει λεχθεί από τον Κωνσταντινίδη, Δ., στην υπόθεση C. Phasarias (Aut. Centre) Ltd. v. Σκυρ. "Λεωνίκ" Λτδ. (2001) 1 Α.Α.Δ. 785, στις σελίδες 789 έως 790: «Εκείνο που μετρά είναι η πιθανή επίδραση που θα έχει η αποξένωση ή η επιβάρυνση, εφόσον γίνουν, στην ικανοποίηση της δικαστικής απόφασης που ενδεχομένως θα εκδοθεί. Ο κίνδυνος, δηλαδή, να μη ικανοποιηθεί η δικαστική απόφαση αν μεταβιβαστεί ή επιβαρυνθεί η περιουσία.». Ως προς το βαθμό ικανοποίησής της, είναι αρκετό να διαπιστωθεί ότι υπάρχει «πιθανότητα παρεμβολής εμποδίου (hindered) στην ικανοποίηση απόφασης η οποία ήθελε εκδοθεί υπέρ του ενάγοντος.», (βλ. Τσιολάκκη και άλλη ν. Στυλιανίδη (1992) 1 Α.Α.Δ. 782, απόφαση Πική, Δ., ως ήταν τότε, στη σελίδα 785).
Στην παρούσα περίπτωση, όπως διαπιστώνεται από την πρωτόδικη απόφαση, ειδικά, τα διατάγματα παγοποίησης εναντίον του εφεσείοντος εκδόθηκαν στη βάση της ικανοποίησης των δύο πρώτων προϋποθέσεων του άρθρου 32(1) τον Ν. 14/1960, καθώς, επίσης, στη βάση της πιο πάνω παρατεθείσας αδιαμφισβήτητης μαρτυρίας, αφορώσας στην τρίτη προϋπόθεση του ιδίου άρθρου. Η μαρτυρία αυτή φέρει τον εφεσείοντα, πλησιάζοντος του χρόνου για πληρωμή της δεύτερης δόσης του τιμήματος πώλησης, δυνάμει της συμφωνίας εγγύησης, να αμφισβητεί, με διάφορους τρόπους, την τέτοια υποχρέωσή του. Ανάλογη αμφισβήτηση υπήρξε και από μέρους της πλήρως ελεγχόμενης από αυτόν Utterlan Ltd. Της μεθόδευσης των εν λόγω ενεργειών, προηγήθηκε, σε χρόνο μεταγενέστερο της συνομολόγησης των υπό αναφορά συμφωνιών, η μεταφορά όλων των περιουσιακών στοιχείων τα οποία ελέγχονταν από την Utterlan Ltd και, κατ' επέκταση, από τον εφεσείοντα, αποκλειστικό μέτοχό της, εκτός Κύπρου και, συγκεκριμένα, στη Ρωσία. Αυτό έγινε με την πρόφαση ότι το απαιτούσε η ρωσική νομοθεσία, σε σχέση με το λεγόμενο de-offshorization.
Η πιο πάνω απαίτηση, την οποία επικαλέστηκε ο εφεσείων, ουδόλως αλλάζει τα πράγματα. Η συμμόρφωση με αυτήν, αναμφίβολα, θα καταστήσει δύσκολη ή και αδύνατη την εκτέλεση απόφασης, η οποία τυχόν να εκδοθεί εναντίον του, προσωπικά, καθώς, επίσης, εναντίον της Utterlan Ltd. Το ίδιο αποτέλεσμα, βέβαια, θα έχει και η εσκεμμένη, προφανώς, όπως και ανεξήγητη παράλειψη του εφεσείοντος να καταθέσει τραπεζική εγγύηση, προς αντικατάσταση των προσωρινών διαταγμάτων παγοποίησης, δυνατότητα την οποία του έδωσε το Δικαστήριο, κατόπιν δικού του αιτήματος. Η τελευταία παρατήρηση γίνεται παρεμπιπτόντως, η δε σημασία της εν λόγω παράλειψης επισημαίνεται και πιο κάτω, σε άλλο σημείο.
Εν πάση περιπτώσει, τα γεγονότα τα οποία παρατίθενται πιο πάνω αποκαλύπτουν ότι οι κρίσιμες πράξεις μεταφοράς των προαναφερθέντων περιουσιακών στοιχείων εκτός της δικαιοδοσίας των κυπριακών Δικαστηρίων και η συνακόλουθη αποξένωσή τους, όπως έχει, ήδη, διαπιστωθεί, συνέπεσαν χρονικά με την περίοδο κατά την οποία ο εφεσείων και η Utterlan Ltd αμφισβήτησαν την αντίστοιχη υποχρέωσή τους για καταβολή της δεύτερης δόσης του τιμήματος πώλησης. Η σύμπτωση αυτή εύλογα δημιουργεί την εντύπωση ότι επρόκειτο για μεθοδευμένη ενέργεια του εφεσείοντος, προς αποφυγή των υποχρεώσεων τους με βάση τις συμφωνίες εγγύησης και πώλησης, αντίστοιχα. Είναι, ακριβώς, η συμπεριφορά του, η οποία, κατά το εκδικάσαν Δικαστήριο, «καταδεικνύει μια τέτοια πρόθεση».
Η πιο πάνω διαπίστωση, ενισχυμένη, όπως μπορεί να θεωρηθεί, από την παράλειψη του εφεσείοντος να καταθέσει τραπεζική εγγύηση, προς αντικατάσταση των διαταγμάτων παγοποίησης, ως η εκφρασθείσα, σχετικά, αλλά μη ικανοποιηθείσα, τελικώς, πρόθεσή του, ορθώς κατέστησαν άνευ σημασίας, στην κρίση του Δικαστηρίου, την επικαλεσθείσα από αυτόν, αλλά μη αποδειχθείσα, φερεγγυότητά του. ΄Ανευ σημασίας, επίσης, ήταν η εισήγησή του περί ύπαρξης δυνατότητας εκτέλεσης, στη Ρωσία, απόφασης, η οποία ήθελε εκδοθεί εναντίον του, στη βάση σχετικής διακρατικής σύμβασης που υπάρχει μεταξύ της χώρας αυτής και της Κύπρου. Παρατηρείται, συναφώς, πως, προκειμένου να είναι χρήσιμη μια τέτοια δυνατότητα, πρέπει, όντως, να υπάρχουν περιουσιακά στοιχεία. Σε τέτοια περίπτωση δε, η αποξένωσή τους, εφόσον αυτά κατέχονται από εταιρείες, μπορεί, πολύ εύκολα, να διενεργηθεί, με τη μεταβίβαση των μετοχών τους. Ανάλογη είναι και η σημασία που δίδεται στη δυνατότητα εκτέλεσης απόφασης εντός της δικαιοδοσίας των κυπριακών Δικαστηρίων.
Διάδικος, ο οποίος επιδεικνύει συμπεριφορά τέτοια, όπως αυτήν που επέδειξε ο εφεσείων, χαρακτηρίζεται, όπως αναφέρεται, από τον Καλλή, Δ., στην υπόθεση Poltava Petroleum Co. v. Mexana Oil Ltd. κ.ά. (2001) 1 Α.Α.Δ. 1301, στη σελίδα 1322, ως «δόλιος και απατηλός», ο οποίος αναμένεται ότι «θα φροντίσει να λάβει μέτρα προς την κατεύθυνση μη ικανοποίησης της απόφασης που θα ήθελε εκδοθεί εναντίον του». Δεδομένης, λοιπόν, στην προκειμένη περίπτωση, της προαναφερθείσας συμπεριφοράς του εφεσείοντος, οι πιο πάνω παρατηρήσεις οδηγούν, αβίαστα, στο συμπέρασμα ότι ικανοποιείται και η τρίτη προϋπόθεση του άρθρου 32(1) του Ν. 14/1960, ως η σχετική διαπίστωση του Δικαστηρίου.
(δ) Περιουσιακά Στοιχεία που κατέχονται από τρίτο:
Οι παρατηρήσεις, ανωτέρω, ως προς τη συμπεριφορά του εφεσείοντος, κρίνονται σχετικές και για μια επιμέρους πτυχή του διατάγματος παγοποίησης που στρέφεται εναντίον του και αφορά στα δύο περιουσιακά στοιχεία στην Κύπρο, τα οποία εμφανίζεται να κατέχονται από τη σύζυγό του. Η εφεσίβλητη ισχυρίζεται ότι αυτά αγοράστηκαν και πληρώθηκαν μεσολαβούντος του εφεσείοντος, ώστε, εύλογα, μπορεί να υποτεθεί ότι και ο ίδιος έχει συμφέρον σε τούτα. Οι ισχυρισμοί αυτοί δεν έχουν αμφισβητηθεί. Ο εφεσείων, μάλιστα, επικαλούμενος το ρωσικό δίκαιο, ισχυρίζεται ότι αυτός και η σύζυγός του έχουν εξ ημισείας συμφέρον στα εν λόγω δύο περιουσιακά στοιχεία. Βέβαια, με δεδομένο ότι αυτά βρίσκονται στην Κύπρο, η κυριότητά τους διέπεται, μάλλον, από το ημεδαπό δίκαιο. Το θέμα, όμως, αυτό, καθώς και η έκταση του συμφέροντος του εφεσείοντος στα προαναφερθέντα περιουσιακά στοιχεία δεν απαιτείται να εξεταστούν στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας. Το εν λόγω διάταγμα, στην πραγματικότητα, δε στρέφεται εναντίον της συζύγου του εφεσείοντος. Στρέφεται μόνο εναντίον του ιδίου, σε σχέση με το πιο πάνω συμφέρον του. Επομένως, δε στρέφεται εναντίον τρίτου προσώπου, ώστε να πρέπει αυτό να εξεταστεί υπό το πρίσμα των αποφασισθέντων στις υποθέσεις SCF Finance Co Ltd v Masri [1985] 2 All ER 747 (υιοθετήθηκε στην Κύπρο από την υπόθεση Global Cruises v. Metro Shipping (1989) 1 Α.Α.Δ. (Ε) 607) και TSB Private Bank International v Chabra [1992] 2 All ER 245. Τέτοιας φύσεως είναι το διάταγμα παγοποίησης το οποίο εκδόθηκε εναντίον των εταιρειών DCP Holdings Ltd και Atokosa Ltd, στις οποίες γίνεται αναφορά πιο πάνω, όμως, δε διαπιστώνεται να υπάρχει λόγος έφεσης σε σχέση με αυτό. Ανεξαρτήτως τούτου, μπορεί, παρεμπιπτόντως, να αναφερθεί ότι, σε σχέση με την περίπτωση των εν λόγω δύο εταιρειών, προφανώς, τυγχάνει εφαρμογής η υπόθεση Global Cruises v. Metro Shipping, ανωτέρω.
(ε) Διάταγμα Παγοποίησης Παγκόσμιας Εμβέλειας:
Η εξουσία δικαστηρίου να εκδίδει, δυνάμει του άρθρου 32(1) του Ν. 14/1960, διάταγμα παγοποίησης εκτείνεται, ώστε αυτό να καλύπτει και περιουσιακά στοιχεία τα οποία βρίσκονται εκτός της δικαιοδοσίας του, (βλ. Seamark Consult. Services Ltd κ.ά. ν. Joseph P. Lasala κ.ά., ανωτέρω). Με δεδομένη την εξουσία αυτή, ούτε το προαναφερθέν άρθρο αλλά ούτε και η νομολογία θέτουν, κατ' αρχήν, οποιοδήποτε περιορισμό ως προς την έδρα ή τον τόπο διαμονής του εναγομένου, εναντίον του οποίου στρέφεται ένα τέτοιο διάταγμα. Αυτό αναγνωρίστηκε σε πρωτόδικη νομολογία. Αναφέρεται, ενδεικτικά, η απόφαση στην αγωγή αρ. 3573/2012, του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού, ημερομηνίας 6.3.2013, της Δικαστού Κ. Σταματίου, Π.Ε.Δ., ως ήταν τότε. Σημειώνεται δε, συναφώς, πως τέτοιου είδους διάταγμα επηρεάζει τα δικαιώματα του εναγομένου in personam και όχι άλλως πως. Προκειμένου δε για φυσικό πρόσωπο, δεν είναι και λογικό να εκδίδεται διάταγμα παγοποίησης περιουσιακών στοιχείων του καθ' ον χρόνο αυτό βρίσκεται εντός της δικαιοδοσίας του δικαστηρίου και, ακολούθως, το διάταγμα να πρέπει να ακυρώνεται, λόγω μετάβασής του εκτός της δικαιοδοσίας του. Επομένως, δε γίνεται δεκτή η εισήγηση εκ μέρους του εφεσείοντος ότι, όταν το εκδίδον δικαστήριο δεν μπορεί να επιβάλει την εφαρμογή τέτοιου διατάγματος μέσω διαδικασίας παρακοής, αυτό δεν εκδίδεται.
(στ) Δίκαιο ή Πρόσφορο:
Το δικαστήριο, αφού ικανοποιηθεί ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 32(1) του Ν. 14/1960, κατά την άσκηση της διακριτικής του εξουσίας, δυνάμει του ιδίου άρθρου, πρέπει να αποφασίσει τι είναι δίκαιο ή πρόσφορο, ή και τα δύο μαζί, αν αυτό δικαιολογείται υπό τις περιστάσεις της υπόθεσης που είναι ενώπιόν του. Προς τούτο, απαιτείται η στάθμιση του κινδύνου πρόκλησης αδικίας, την οποία τυχόν να υποστεί η μία ή η άλλη πλευρά συνεπεία της ενδιάμεσης αυτής απόφασής του, και η επιλογή της ολιγότερο επιβλαβούς πορείας, κατά την εξέταση του αιτούμενου προς έκδοση προσωρινού διατάγματος, δεδομένης της φύσης και του περιεχομένου του, (βλ. Bacardi & Co. Ltd v. Vinco Ltd (1996) 1 Α.Α.Δ. 788, καθώς, επίσης, την απόφαση στην υπόθεση Films Rover v Cannon Film Sales [1986] 3 All ER 772, σελίδες 780 έως 781).
Στην προκειμένη περίπτωση, το εκδικάσαν Δικαστήριο έλαβε, ιδιαίτερα, υπόψη ότι η εφεσίβλητη έχει, όντως, με την αγωγή της, προβάλει μια ισχυρή απαίτηση εναντίον του εφεσείοντος, βασισμένη στη μεταξύ τους συμφωνία εγγύησης, με σοβαρές πιθανότητες επιτυχίας της και αυτά με τη ρητή παραδοχή του. Επιπρόσθετα, έλαβε υπόψη τη δική του διαπίστωση, βασισμένη σε γεγονότα τα οποία έχουν επισυμβεί, σε μεγάλο βαθμό, και τα οποία το οδήγησαν στο συμπέρασμα ότι, λόγω της συμπεριφοράς του εφεσείοντος, θα είναι δύσκολο ή αδύνατο να ικανοποιηθεί δικαστική απόφαση, η οποία ήθελε εκδοθεί εναντίον του, στο πλαίσιο της υπό αναφορά αγωγής. Τέλος, συνεκτίμησε και το γεγονός ότι ο εφεσείων δεν ισχυρίστηκε ότι ο ίδιος θα υποστεί οποιαδήποτε ζημιά, αν τα διατάγματα παγοποίησης οριστικοποιηθούν. Στη βάση όλων των ανωτέρω, κρίνεται ότι ο Δικαστήριο άσκησε ορθά τη διακριτική του εξουσία, σε σχέση με την έκδοση και οριστικοποίηση των διαταγμάτων παγοποίησης, ώστε να μη χωρεί επέμβαση από το παρόν Δικαστήριο.
(ζ) Διάταγμα Αποκάλυψης:
Το εκδοθέν, στην προκειμένη περίπτωση, διάταγμα αποκάλυψης απευθύνεται προς την Ελληνική Τράπεζα Δημόσια Εταιρεία Λτδ, η οποία δεν είναι διάδικος στην αγωγή. Ζητείται δε όπως αυτή αποκαλύψει πληροφορίες, σε έντυπη μορφή, τις οποίες η ίδια τυχόν να έχει στην κατοχή της, σε σχέση με όλα τα στάδια από τα οποία διήλθαν λογαριασμοί τους οποίους τηρούν σε αυτή οι εταιρείες DCP Holdings Ltd και Atokosa Ltd. Πρόκειται για προστακτικό διάταγμα, που εκδόθηκε από το Δικαστήριο δυνάμει του άρθρου 32(1) του Ν. 14/1960. Σκοπός του είναι η υποβοήθηση των διαταγμάτων παγοποίησης, (βλ. A J Bekhor & Co v Bilton [1981] 2 All ER 565), ειδικά, αυτού που εκδόθηκε εναντίον των προαναφερθεισών δύο εταιρειών, όπως έχει, ήδη, προαναφερθεί.
Δεδομένου του χρόνου των δεκαπέντε ημερών, που τέθηκε με το διάταγμα προς συμμόρφωση, ενδεχόμενα, τούτο να έχει, ήδη, εκτελεστεί. Εντούτοις, προβλήθηκε ένσταση εκ μέρους του εφεσείοντος στη διατήρησή του σε ισχύ και, με συγκεκριμένο λόγο έφεσης, γίνεται εισήγηση πως λανθασμένα το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι αυτό είχε εξουσία να προβεί στην έκδοσή του. Υποδεικνύεται, ιδιαίτερα, ότι το Δικαστήριο δεν είχε εξουσία να εκδώσει το διάταγμα αποκάλυψης, από τη στιγμή που ο προαναφερθείς τραπεζικός οργανισμός δεν είναι διάδικος στην αγωγή. Ως θέμα αρχής, δεν υπάρχει οποιοσδήποτε τέτοιος περιορισμός στην έκδοση διατάγματος, όπως το παρόν, όπως δεν υπάρχει ανάλογος περιορισμός στην έκδοση διατάγματος παγοποίησης εναντίον τρίτου προσώπου που δεν είναι διάδικος στην αγωγή, μέτρο το οποίο, οπωσδήποτε, είναι πιο επαχθές από το πρώτο μέτρο, ανωτέρω, (βλ. JSC Mezhdunarodniy Promyshlenniy Bank & Anr v. Pugachev [2015] EWCA Civ 139, (παράγραφος 55). ΄Ο,τι εξετάζεται είναι κατά πόσο, υπό τις περιστάσεις, δικαιολογείται, στη βάση του ισοζυγίου της ευχέρειας, η έκδοσή του.
Στην προκειμένη περίπτωση, κρίνεται ότι ορθώς το Δικαστήριο άσκησε την εν λόγω εξουσία του, προς όφελος της εφεσίβλητης, δεδομένης της αναγνώρισης, από μέρους του εφεσείοντος, ότι αυτός είναι ο τελικός δικαιούχος των περιουσιακών στοιχείων των προαναφερθεισών δύο εταιρειών. Ο σκοπός, ακριβώς, της επιζητούμενης αποκάλυψης είναι να διαπιστωθεί η φύση του οποιουδήποτε δικαιώματος του εφεσείοντος στις εν λόγω εταιρείες και το οικονομικό μέγεθός του, προς υποβοήθηση της αποτελεσματικότητας του διατάγματος παγοποίησης. Επισημαίνεται δε ότι ο ίδιος ουδεμία προσπάθεια κατέβαλε για υπόδειξη κάποιων περιουσιακών στοιχείων του, τα οποία θα μπορούσε να δεσμευτούν, προς εξασφάλιση της απαίτησης της εφεσίβλητης, ενώ δεν έδωσε και την τραπεζική εγγύηση, όπως ήταν η, αρχικά, εκδηλωθείσα πρόθεσή του.
(η) ΄Εκδοση Διαταγμάτων Παγοποίησης Μονομερώς:
Τέλος, είναι η θέση του εφεσείοντος ότι το Δικαστήριο που εξέδωσε τα διατάγματα παγοποίησης μονομερώς έσφαλε. Στο επίκεντρο της συζήτησης του θέματος αυτού, είναι η πρόνοια του άρθρου 9(1) του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 6, σύμφωνα με την οποία: «Κάθε διάταγμα, το οποίο το Δικαστήριο έχει εξουσία να εκδώσει δύναται, όταν αποδειχθεί το κατεπείγον ή άλλες ιδιαίτερες περιστάσεις, να εκδοθεί με αίτηση του ενός από τους διαδίκους χωρίς ειδοποίηση στον άλλον.» Κατά την εφαρμογή της πιο πάνω πρόνοιας, το Δικαστήριο, λόγω, ακριβώς, της δικαιοδοτικής φύσεώς της, διαπίστωσε, κατ' αρχάς, ότι δεν υπήρξε οποιαδήποτε καθυστέρηση στην καταχώριση της προαναφερθείσας μονομερούς αίτησης. Δε διακρίνεται η ύπαρξη οποιασδήποτε παρανόησης, από μέρους του, ως προς τη σχέση της πτυχής αυτής, με τις απαιτήσεις, ανωτέρω, του άρθρου 9 του Κεφ. 6.
Το Δικαστήριο, ακολούθως, κατά την εξέταση που διενήργησε, με αναφορά στα δεδομένα της υπόθεσης, ικανοποιήθηκε ότι συνέτρεχαν και οι δύο προαναφερθείσες απαιτήσεις του άρθρου 9. Συγκεκριμένα, προς το σκοπό αυτό, έλαβε υπόψη την αποστολή εκ μέρους του εφεσείοντος και της Utterlan Ltd επιστολής, με την οποία αυτοί αρνούνταν την υποχρέωσή τους να καταβάλουν στην εφεσίβλητη το υπόλοιπο του τιμήματος πώλησης, δυνάμει των συμφωνιών πώλησης και εγγύησης. Την άρνησή τους δε αυτή, όπως διαπίστωσε, περιέπλεξε η καταχώριση των προαναφερθεισών δύο αγωγών κατά της εφεσίβλητης, με τις οποίες επιδιώκεται η ακύρωση των εν λόγω συμφωνιών. Τα γεγονότα αυτά συνέβησαν σε πολύ σύντομο χρόνο πριν την καταχώριση της αγωγής και της σχετικής μονομερούς αίτησης και αφού είχε, ήδη, στο χρόνο εκείνο, ολοκληρωθεί η διαδικασία μεταφοράς των περιουσιακών στοιχείων της Utterlan Ltd και, κατ' επέκταση, του εφεσείοντος, εκτός της δικαιοδοσίας των κυπριακών Δικαστηρίων. Υπό αυτές τις περιστάσεις, λοιπόν, το εκδικάσαν Δικαστήριο ορθώς διαπίστωσε ότι δικαιολογείτο η έκδοση των διαταγμάτων παγοποίησης, μονομερώς.
Για τους πιο πάνω λόγους, η έφεση απορρίπτεται, με έξοδα υπέρ της εφεσίβλητης και εναντίον του εφεσείοντος, τα οποία καθορίζονται στο ποσό των €3.000,00, συν Φ.Π.Α.
Π. Παναγή, Δ.
Γ.Ν. Γιασεμής, Δ.
Τ.Θ. Οικονόμου, Δ.
/ΜΠ
[1] «Νοείται ότι παρεμπίπτον απαγορευτικόν διάταγμα δεν θα εκδίδεται εκτός εάν το δικαστήριον ικανοποιηθή ότι υπάρχει σοβαρόν ζήτημα προς εκδίκασιν κατά την επ' ακροατηρίου διαδικασίαν, ότι υπάρχει πιθανότης ότι ο αιτών διάδικος δικαιούται θεραπείαν, και ότι εκτός εάν εκδοθή παρεμπίπτον απαγορευτικόν διάταγμα, θα είναι δύσκολον ή αδύνατον να απονεμηθή πλήρης δικαιοσύνη εις μεταγενέστερον στάδιον.»