ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2018:A278
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. E10/2013)
6 Ιουνίου, 2018
[ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δικαστές]
ΧΡΥΣΟΔΟΝΤΑΣ
Εφεσείων/Εναγόμενος,
ΚΑΙ
ΑΚΟΥΟΛΟΓΙΚΟ ΚΕΝΤΡΟ ΛΑΡΝΑΚΑΣ ΓΙΩΡΓΟΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ ΛΤΔ,
Εφεσίβλητοι/Ενάγοντες,
----------
Μ. Μικελλίδου (κα), για τον Εφεσείοντα.
Στ. Μαυρομμάτης, για τους Εφεσίβλητους.
----------
ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Σταματίου, Δ.
----------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.: Στις 5.11.2011 επιδόθηκε προσωπικά στον εφεσείοντα το ειδικά οπισθογραφημένο κλητήριο ένταλμα που καταχώρησαν οι εφεσίσβλητοι και στις 23.11.2011 εκδόθηκε απόφαση εναντίον του, λόγω παράλειψης καταχώρησης σημειώματος εμφάνισης. Ακολούθησε καταχώρηση αίτησης μηνιαίων δόσεων η οποία του επιδόθηκε στις 17.3.2012 και στις 9.4.2012 ο εφεσείων καταχώρησε αίτηση παραμερισμού της απόφασης στη βάση της Δ.17 θ.10 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι, ενώ είχε καταδειχθεί συζητήσιμη υπεράσπιση, ο εφεσείων επέδειξε αδικαιολόγητη και περιφρονητική συμπεριφορά με την επιλογή του να μην εμφανιστεί στο Δικαστήριο, παρά το ότι του επιδόθηκε δεόντως το κλητήριο ένταλμα και απέρριψε την αίτηση. Η ορθότητα της απόφασης αυτής προσβάλλεται με την παρούσα έφεση.
Σύμφωνα με τη Δ.17 θ.10 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, ο παραμερισμός απόφασης που εκδίδεται ερήμην του εναγομένου επαφίεται στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου. Ο εναγόμενος σε τέτοιου είδους υποθέσεις οφείλει να καταδείξει ότι (α) έχει εκ πρώτης όψεως συζητήσιμη υπεράσπιση και (β) υπάρχει σοβαρός λόγος για τη μη εμφάνισή του στη διαδικασία.
Οι αρχές με βάση τις οποίες ασκείται η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου συνοψίστηκαν στην υπόθεση Evans v. Bartlam [1937] 2 All ER 646 και ακολουθήθηκαν από τα Κυπριακά δικαστήρια (βλ. Kotsapas v. Titan Construction and Engineering Company (1961) CLR 317, Christoforou v. Kyriakoulli (1963) 2 CLR 159, Phylactou v. Michael (1982) 1 CLR 204, Mine and Quarry Services Ltd v. Γεωργίου (Μαύρου) (1993) 1 ΑΑΔ 26, Βίκα Πίκα Ντίσκο Λτδ ω. Χάπυ Στρητς Ντίσκο Λτδ (1997) 1(Α) ΑΑΔ 28, Μilouca Motor Trading Ltd v. Κούρτη (1997) 1(Β) ΑΑΔ 941).
Όπως παρατηρείται στην υπόθεση Milouca Motor Trading Ltd v. Κούρτη (πιο πάνω), «εφόσον η διακριτική ευχέρεια ασκείται με αναφορά στους παράγοντες που, κατά φυσιολογική συνέπεια επενεργούν στην άσκηση της εξουσίας του Δικαστηρίου, το Εφετείο δεν επεμβαίνει δεν υποκαθιστά το πρωτόδικο Δικαστήριο στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας που παρέχει ο νόμος. Αυτή παραμένει στο Δικαστήριο (το πρωτόδικο) στο οποίο εναποτίθεται. Είναι υπό το πρίσμα αυτής της πραγματικότητας που αναθεωρείται η άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του πρωτόδικου Δικαστηρίου από το Εφετείο. (Βλέπε Νεάρχου ν. Χαραλάμπους (1991)1 ΑΑΔ 954, 962)».
Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι ο εφεσείων απεκάλυψε συζητήσιμη υπεράσπιση και, συνεπώς, το ζήτημα αυτό δεν θα μας απασχολήσει περαιτέρω. Το ερώτημα που τίθεται είναι κατά πόσο ορθά αποφασίστηκε η απόρριψη της αίτησης για παραμερισμό της απόφασης παρά τη διαπίστωση του Δικαστηρίου περί αποκάλυψης συζητήσιμης υπόθεσης.
Ο λόγος που επικαλείται ο εφεσείων για τη μη καταχώρηση εμφάνισης όταν του επιδόθηκε το κλητήριο ένταλμα, παρατίθεται στις παραγράφους 2 και 3 της διαβεβαίωσης που έδωσε προς υποστήριξη της αίτησης και έχει ως ακολούθως:
«2. Όταν έλαβα το κλητήριο ένταλμα πήρα τηλέφωνο το δικηγορικό γραφείο των δικηγόρων του Ενάγοντα και ενημέρωσα αμέσως ότι έχω ήδη πληρώσει τον Ενάγοντα και δεν όφειλα κανένα ποσόν σε αυτόν.
3. Από το εν λόγω δικηγορικό γραφείο, μου ανέφεραν ότι θα ήταν εντάξει και δεν θα προχωρούσαν σε έκδοση απόφασης και έκτοτε εφησυχάστηκα.»
Οι εφεσίβλητοι αντικρούουν τους ισχυρισμούς του εφεσείοντα παραθέτοντας ένορκη δήλωση του δικηγόρου που χειριζόταν προσωπικά την υπόθεση αυτή στην οποία αναφέρονται, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα, στην παράγραφο 4(β):
«4. (β) . Το μοναδικό πρόσωπο εντός του γραφείου μας με το οποίο θα μπορούσε ο εναγόμενος να μιλήσει και να του δώσει οποιαδήποτε πληροφορία για την υπόθεση αυτή ήμουν εγώ και ρητά δηλώνω ότι ουδέποτε ο εν λόγω κύριος επικοινώνησε με το γραφείο μου ή μαζί μου και ουδέποτε εγώ ή άλλο μέλος του γραφείου μου έδωσε τις ισχυριζόμενες διαβεβαιώσεις προς αυτόν. Οι εν λόγω ισχυρισμοί είναι παντελώς ψευδείς και εν πάση περιπτώσει είναι γενικοί και αόριστοι αφού ο εναγόμενος δεν αναφέρει ούτε το άτομο με το οποίο είχε δήθεν τις εν λόγω συζητήσεις. Σε κάθε περίπτωση όμως αναφέρεται ότι δεν ήταν ποτέ δυνατόν να δοθεί διαβεβαίωση στον εναγόμενο ότι θα αποσυρθεί δήθεν η αγωγή, αφού οι οδηγίες των πελατών μας - εναγόντων ήταν ξεκάθαρες και ήταν να προχωρήσουμε για είσπραξη του ποσού που ο εναγόμενος τους όφειλε.»
Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι ο εφεσείων δεν έδωσε σοβαρό και εύλογο λόγο για τη μη εμφάνισή του στην αγωγή, στη βάση του πιο κάτω σκεπτικού:
«Οι ισχυρισμοί που προβάλλει ο αιτητής σε σχέση με το λόγο που δεν εμφανίστηκε στην αγωγή, οι οποίοι αμφισβητούνται με την ένσταση των καθ' ων η αίτηση με τον τρόπο που περιγράφεται πιο πάνω, παρέμειναν αναπόδεικτοι σε επίπεδο ισχυρισμών στην απουσία αντεξέτασης του κ. Παπαθανασίου ή καταχώρησης συμπληρωματικής ένορκης δήλωσης.
Όπου υπάρχει βάρος απόδειξης συγκεκριμένου γεγονότος κρινόμενου ως αναγκαίου και απαραίτητου για να αποδειχθεί για την επιτυχία κάποιου αιτήματος, σε περίπτωση αμφισβήτησης του γεγονός αυτού, θα πρέπει να προσκομισθεί σχετικό αποδεικτικό υλικό από τη πλευρά που φέρει το βάρος απόδειξης προς το Δικαστήριο. Οι λόγοι της μη εμφάνισης ακόμη και σε αιτήσεις παραμερισμού της απόφασης όπως η παρούσα, καθ'ην έκταση αμφισβητούνται θα πρέπει να αποδειχθούν (βλ. Μαρία Γεώργαινα Λευκίδου πιο πάνω).
Με βάση τη Διάταξη 48Θ 4(2) των Διαδικαστικών Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας όπως αυτός τροποποιήθηκε αλλά και την νομολογία η ακρόαση και κατ' επέκταση απόδειξη των αμφισβητούμενων θέσεων και ισχυρισμών του κάθε διαδίκου σε τέτοιες αιτήσεις, όπως η παρούσα, βασίζεται στο περιεχόμενο των ενόρκων δηλώσεων που συνοδεύουν την αίτηση και την ένσταση, αλλά και σε μαρτυρία που δυνατό να προσφερθεί, είτε μέσω συμπληρωματικών ενόρκων δηλώσεων που δύναται να καταχωρηθούν μετά από αίτημα οποιουδήποτε διαδίκου και σχετικής άδειας του Δικαστηρίου, είτε μέσω αντεξέτασης του ενόρκως δηλούντα κατά την ακρόαση της αίτησης είτε με συνδυασμό αυτών ανάλογα βέβαια με το ποιος έχει την ευθύνη να αποσείσει το βάρος απόδειξης. Σε περιπτώσεις όπως η υπό κρίση αίτηση, το βάρος απόδειξης ότι θα πρέπει να εγκριθεί ο παραμερισμός της απόφασης για τους λόγους που ο αιτητής επικαλείται βρίσκεται στους ώμους του αιτητή.
Ακόμα όμως και να γινόταν αποδεκτό ότι ο αιτητής επικοινώνησε με το δικηγόρο των εναγόντων, κάτι που βέβαια δεν έγινε αποδεκτό, ούτε και τότε θα ήταν δικαιολογημένη η παράλειψη του να καταχωρίσει σημείωμα εμφάνισης στην αγωγή. Όφειλε, εφόσον έλαβε γνώση της ύπαρξης του κλητηρίου εντάλματος να προχωρήσει στην καταχώριση σημειώματος εμφανίσεως για να υπερασπιστεί την αγωγή εφόσον σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του είχε σοβαρούς λόγους για υπεράσπιση. Ταυτόχρονα δεν παραγνωρίζω τη γενικότητα και ασάφεια με την οποία παραθέτει το λόγο μη εμφάνισης του στην αγωγή παραλείποντας να αναφέρει με ποιο συγκεκριμένο πρόσωπο συνομίλησε από το δικηγορικό γραφείο των δικηγόρων των εναγόντων. Επιπρόσθετα ο αιτητής από την ημερομηνία που του επιδόθηκε το κλητήριο ένταλμα μέχρι την ημερομηνία καταχώρησης της υπό εξέταση αίτησης ουδέν έπραξε για να ενημερωθεί για τη τύχη της αγωγής.
Στη βάση όλων των πιο πάνω κρίνεται ότι κατ' ουσία δεν υπάρχει καλός λόγος που να δικαιολογεί τη μη εμφάνιση του εναγόμενου, αλλά αντίθετα ο εναγόμενος επέδειξε αδιαφορία για την υπόθεση και την έκβαση της, αφήνοντας να εκδοθεί απόφαση εναντίον του στην απουσία του και να ληφθούν μέτρα εκτέλεσης της απόφασης για να αποταθεί στο Δικαστήριο. Η όλη στάση και οι ενέργειες του θεωρώ ότι συνιστούν περιφρόνηση της δικαστικής διαδικασίας και των δικαιωμάτων του αντιδίκου του. Όπως επανειλημμένα έχει νομολογηθεί όπου η συμπεριφορά του εναγόμενου είναι αδικαιολόγητη και περιφρονητική ώστε να δείχνει πλήρη παραγνώριση για τη δικαστική διαδικασία και για τα δικαιώματα του αντιπάλου του το Δικαστήριο έχει διακριτική ευχέρεια να αρνηθεί να παραμερίσει μια απόφαση ακόμα και στην περίπτωση αποκάλυψης συζητήσιμης υπεράσπισης.
Στη βάση όλων των πιο πάνω καταλήγω συνεπώς ότι ο αιτητής δεν έδωσε σοβαρό και εύλογο λόγο για τη μη εμφάνιση του στην αγωγή. Από τη στιγμή που έλαβε γνώση του κλητηρίου εντάλματος όφειλε να καταχωρήσει εμφάνιση εντός της υπό τους Θεσμούς προβλεπόμενης προθεσμίας.»
Ο εφεσείων με τους τέσσερις πρώτους λόγους έφεσης προβάλλει ότι το Δικαστήριο λανθασμένα (α) θεώρησε ότι επέδειξε αδικαιολόγητη και περιφρονητική συμπεριφορά και δεν έλαβε υπόψη του ότι είχε πραγματικό, σοβαρό και βάσιμο λόγο να μην προσέλθει στο Δικαστήριο, (β) αποδέχτηκε τη μαρτυρία του δικηγόρου των εφεσιβλήτων ότι δεν είχε συνομιλία μαζί του, ότι δεν του δόθηκαν οποιεσδήποτε διαβεβαιώσεις και ότι δεν ανέφερε το όνομα του προσώπου που μίλησε μαζί του ο εναγόμενος, (γ) θεώρησε ότι ο εναγόμενος ανέφερε ότι επικοινώνησε με το δικηγόρο των εναγόντων, και, (δ) έκρινε ότι ο εναγόμενος επέδειξε αδιαφορία για την υπόθεσή του.
Δεν θεωρούμε ότι υπήρξε σφάλμα εκ μέρους του πρωτόδικου Δικαστηρίου στην εκτίμηση και αξιολόγηση των λόγων, όπως επικαλείται ο εφεσείων, για την παράλειψή του να καταχωρήσει εμφάνιση στην αγωγή. Το βάρος απόδειξης ευρίσκετο στους ώμους του και θεωρούμε ότι ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι, στη βάση των δύο παραγράφων της ένορκης δήλωσής του (πιο πάνω), δεν απόσεισε το βάρος αυτό. Η αμφισβήτηση που προβλήθηκε με την ένορκη δήλωση του δικηγόρου των εφεσιβλήτων καθιστούσε αναγκαία είτε την αντεξέταση του εν λόγω δικηγόρου, είτε την καταχώρηση συμπληρωματικής ένορκης δήλωσης, ενόψει της Δ.48 θ.4(2) των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας. Ο εφεσείων όφειλε να συγκεκριμενοποιήσει τις ενέργειές του όταν, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του, επικοινώνησε τηλεφωνικώς με το δικηγορικό γραφείο των δικηγόρων του ενάγοντα. Θεωρούμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο αξιολόγησε την ενώπιόν του μαρτυρία και εξήγησε, με σαφήνεια και ορθά, κατά την κρίση μας, τους λόγους για τους οποίους δεν απεδέχθη τη δικαιολογία που προέβαλε ο εφεσείων για τη μη εμφάνισή του στη διαδικασία της αγωγής. Ως εκ τούτου, οι πρώτοι τέσσερις λόγοι έφεσης απορρίπτονται.
Με τον πέμπτο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι «Το Πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα δεν έλαβε υπόψη του ότι ο Εφεσείων είχε εκ πρώτης όψεως καλή Υπεράσπιση αλλά θεώρησε ότι αυτό δεν είναι αρκετό και έπρεπε να καταχωρήσει εμφάνιση και να προβάλλει την υπεράσπιση του.»
Ούτε αυτός ο λόγος έφεσης ευσταθεί. Με βάση τις αρχές της νομολογίας, εάν ένας εναγόμενος επιδείξει αδιαφορία για την αγωγή, η οποία είναι δυνατό να θεωρηθεί μομφή καταφρόνησης της δικαστικής διαδικασίας και των δικαιωμάτων του αντιδίκου του, αποτελεί βάσιμο λόγο για την απόρριψη αιτήματος παραμερισμού απόφασης, έστω και αν έχει αποκαλύψει συζητήσιμη υπεράσπιση (βλ. Phylactou v. Michael και Milouca Motor Trading Ltd v. Κούρτη, πιο πάνω). Γνώμονας για την άσκηση διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου είναι η εξισορρόπηση της ανάγκης διασφάλισης του δικαιώματος κάθε διαδίκου να ακουστεί στην υπόθεσή του από τη μια και της ανάγκης για τελεσιδικία από την άλλη.
Στην προκείμενη περίπτωση θεωρούμε ότι η άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου εμπίπτει στα πλαίσια της νομολογίας, χωρίς να διαπιστώνουμε πλάνη ως προς τα γεγονότα ή σφάλμα αρχής δικαίου και, συνεπώς, η έφεση είναι έκθετη σε απόρριψη.
Η έφεση απορρίπτεται με €1.500 έξοδα, πλέον ΦΠΑ, εάν υπάρχει, εναντίον του εφεσείοντα.
ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ,
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.
ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.
/ΧΤΘ