ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Dynacon Limited και Άλλος, Τράπεζα Κύπρου Λτδ (1999) 1 ΑΑΔ 717
Νικολάου Ανδρέας Χατζηγεωργίου ν. Νέα Συνεργατική Πιστωτική Εταιρεία Αγλαντζιάς (2012) 1 ΑΑΔ 707
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
ECLI:CY:AD:2018:A277
AΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
6 IOYNIOY 2018
ΣΤ. ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Α. ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ
1. ΖΑΜΠΑ
2. ΖΑΜΠΑ
Εφεσειουσών
και
ΣΥΝΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΛΤΔ, προηγουμένως
ΣΥΝΕΡΓΑΤΙΚΗ ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΛΤΔ, προηγουμένως
ΣΥΝΕΡΓΑΤΙΚΟ ΤΑΜΙΕΥΤΗΡΙΟ ΠΑΦΟΥ ΛΤΔ, προηγουμένως
ΣΥΝΕΡΓΑΤΙΚΗ ΠΙΣΤΩΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΓΕΡΟΣΚΗΠΟΥ ΚΑΙ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗΣ ΠΑΦΟΥ ΛΙΜΙΤΕΔ, προηγουμένως
ΣΥΝΕΡΓΑΤΙΚΗ ΠΙΣΤΩΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΓΕΡΟΣΚΗΠΟΥ ΚΑΙ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗΣ ΠΑΦΟΥ
ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ
--------------------
Ε. Κορακίδης, για τις Εφεσείουσες
Μ. Κωνσταντινίδου (κα) με Φ. Κυπριανίδη, για την Εφεσίβλητη
-------------------------------------
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Παρπαρίνο, Δ.
--------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ. Στις 26.2.2010, Διαιτητής που ορίσθηκε από τον Έφορο Συνεργατικών Εταιρειών, εξέδωσε εναντίον των δύο Εφεσειουσών (πρωτοφειλέτιδων) και ακόμη ενός προσώπου (εγγυητή) απόφαση επί γραμματίου ύψους €242.274,04 πλέον τόκο 11% επί του άνω ποσού από 1.1.2010 και επί του εκάστοτε υπολοίπου και "όπως η Υ1904/07 που δόθηκε ως ασφάλεια για το πιο πάνω χρέος, εκποιηθεί".
Στις 13.5.2011 η Εφεσίβλητη κατεχώρησε Αίτηση δια κλήσεως με την οποία αξίωνε "Άδεια και/ή διάταγμα του Δικαστηρίου που να επιτρέπει την εγγραφή και εκτέλεση της διαιτητικής απόφασης ημερ. 26.2.10 εναντίον των καθ' ων η αίτηση, ως εκτελείται η απόφαση του Δικαστηρίου".
Οι Εφεσείουσες κατεχώρησαν ένσταση και μετά από ακροαματική διαδικασία το πρωτόδικο Δικαστήριο με απόφασή του ημερ. 27.1.2012 ενέκρινε το αίτημα και εξέδωσε διάταγμα ως η Αίτηση.
Οι Εφεσείουσες καταχώρησαν την παρούσα έφεση και με εννέα αρχικά λόγους επιζητούν την ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης. Οι λόγοι Έφεσης αρ. 4 και 6 απεσύρθησαν από τον ευπαίδευτο συνήγορο με το περίγραμμα αγόρευσης και συνεπώς δεν θα απασχολήσουν.
Με τον πρώτο λόγο Έφεσης προσβάλλεται ως εσφαλμένη η αντιμετώπιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου της Γενικής Αίτησης ως ενδιάμεσης και ότι λανθασμένα δεν έκρινε αυτή ως παράτυπη. Με το δεύτερο λόγο προβάλλεται ότι λανθασμένα κρίθηκε ότι μπορούσε να διεξαχθεί διαιτησία στην απουσία συνυποσχετικού και με τον τρίτο λόγο ότι εσφαλμένα κρίθηκε ότι η ισχυριζόμενη διαιτητική απόφαση είχε επιδοθεί στις Εφεσείουσες. Επίσης ως εσφαλμένη προσβάλλεται η πρωτόδικη απόφαση καθότι αγνόησε ότι με τη διαιτητική απόφαση εκδόθηκε διάταγμα εκποίησης υποθήκης που είναι πέραν των εξουσιών οποιουδήποτε Διαιτητή (πέμπτος λόγος). Ο έβδομος λόγος προβάλλει ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα μετέθεσε το βάρος απόδειξης στους ώμους των Εφεσειουσών και λανθασμένα έκρινε ότι η αίτηση θα έπρεπε να επιτύχει (όγδοος λόγος) και λανθασμένα επιδίκασε έξοδα εις βάρος των Εφεσειουσών (έννατος λόγος).
Όλοι οι λόγοι Έφεσης αλληλοκαλύπτονται και κατά συνέπεια θα τους συνεξετάσουμε.
Όπως στην ίδια την Διαιτητική Απόφαση αναφέρεται, αυτή στηρίζεται στους "Περί Συνεργατικών Εταιρειών Θεσμούς (Θεσμός 79) και στον Περί Συνεργατικών Εταιρειών Νόμο (Ν.1985-2007".
Ο Περί Συνεργατικών Εταιρειών Νόμος του 1985 (Ν.22/1985) όπως τροποποιήθηκε στο άρθρο 52 προβλέπει:
«52.(1) Οσάκις εγείρεται οιαδήποτε διαφορά αφορώσα τας εργασίας εγγεγραμμένης εταιρείας -
(α) μεταξύ μελών, πρώην μελών, προσώπων αξιούντων μέσω μελών καταθετών, οφειλετών ή των εγγυητών τους, ή
(β) μεταξύ μέλους, πρώην μέλους ή προσώπου αξιούντος μέσω μέλους, πρώην μέλους ή αποβιώσαντος μέλους και της εταιρείας, της επιτροπείας ή του συμβουλίου αυτής ή οιουδήποτε αξιωματούχου, αντιπροσώπου ή υπαλλήλου της εταιρείας, ή
(γ) μεταξύ της εταιρείας ή της επιτροπείας ή του συμβουλίου αυτής και οιουδήποτε αξιωματούχου, αντιπροσώπου ή υπαλλήλου της εταιρείας, ή
(δ) μεταξύ της εταιρείας και οιασδήποτε ετέρας εγγεγραμμένης εταιρείας,
Η τοιαύτη διαφορά θα παραπέμπηται υφ' οιουδήποτε εξ αυτών εις τον Έφορον:
Νοείται ότι -
(α) Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου σε καμιά περίπτωση δεν κωλύουν εγγεγραμμένη εταιρεία να προσφύγει σε αρμόδιο δικαστήριο στη Δημοκρατία ή σε άλλο κράτος εναντίον οποιουδήποτε
(β) ως διαφορά που αφορά τις εργασίες εγγεγραμμένης εταιρείας κατά την έννοια του παρόντος άρθρου, λογίζεται και οποιαδήποτε οφειλή ή απαίτηση εγγεγραμμένης εταιρείας που έγινε αποδεκτή ή που δεν αμφισβητείται.
(2) Ο Έφορος δύναται, επί τη λήψει της δυνάμει του εδαφίου (1) παραπομπής
(α) να επιχειρήση συνδιαλλαγήν της διαφοράς, ή
(β) να παραπέμπη την διαφοράν προς επίλυσιν εις διαιτησίαν ήτις διεξάγεται συμφώνως προς τας διατάξεις της εκάστοτε ισχυούσης νομοθεσίας περί διαιτησίας.
(3) Εις περίπτωσιν παραπομπής υπό του Εφόρου της διαφοράς εις διαιτητήν ή διαιτητάς προς επίλυσιν, ο Έφορος κέκτηται εξουσίαν καθορισμού της αμοιβής του τοιούτου διαιτητού ή διαιτητών.
(4) Οιοσδήποτε θεωρεί τον εαυτόν του ηδικημένον από την απόφασιν οιουδήποτε διαιτητού ή διαιτητών δύναται να υποβάλη έφεσιν εις το Δικαστήριον εντός είκοσι και μιας ημερών από της ημερομηνίας της προς αυτόν γνωστοποιήσεως της αποφάσεως.
(5) Αν οποιαδήποτε απόφαση του διαιτητή ή των διαιτητών, με βάση το εδάφιο (2), δεν έχει εφεσιβληθεί στο δικαστήριο, σύμφωνα με το εδάφιο (4), ή αν η έφεση κατ' αυτής εγκαταλειφθεί ή αποσυρθεί, η διαιτητική απόφαση είναι τελική και εκτελείται κατά τον ίδιο τρόπο ως αν να ήταν απόφαση πολιτικού δικαστηρίου.»
Ο Θεσμός 79, των περί Συνεργατικών Εταιρειών Θεσμών του 1987 ως τροποποιήθηκε (Κ.Δ.Π. 142/87) αναφέρεται στα στοιχεία του Διαιτητού που ορίζει ο Έφορος σε περίπτωση που παραπέμπει διαφορά σε Διαιτησία καθώς και την προθεσμία εντός της οποίας η διαιτητική απόφαση θα υποβάλλεται σ' αυτόν.
Είναι ξεκάθαρο από την ίδια την απόφαση και τους νόμους που παραπέμπει η ίδια η Διαιτητική απόφαση ότι η παρούσα περίπτωση αφορά Διαιτησία η οποία διεξήχθη με βάση τον Νόμο και Θεσμούς ως ανωτέρω. Όταν δε στο Άρθρο 52(2)(β) αναφέρεται ότι η ".. διαιτησίαν ήτις διεξάγεται συμφώνως προς τας διατάξεις της εκάστοτε ισχυούσης νομοθεσίας περί διαιτησίας" εκείνο που προβλέπεται είναι η διεξαγωγή της διαιτησίας σύμφωνα με τις διατάξεις της Νομοθεσίας περί διαιτησίας που ισχύει κατά το χρόνο παραπομπής της διαφοράς σε διαιτησία και όχι πλήρωση των προϋποθέσεων για έναρξη Διαιτησίας όπως είναι η ύπαρξη συνυποσχετικού που προβλέπεται από τον Περί Διαιτησίας Νόμο ΚΕΦ.4, μεταξύ των μερών, όπως εισηγήθηκε ο ευπαίδευτος συνήγορος των Εφεσειουσών. Σε διαφορετική περίπτωση, όπως είναι η ερμηνεία που προβάλλεται υπό του ευπαίδευτου συνήγορου, θα είχε παράδοξα αποτελέσματα, ήτοι από την μια παραπομπή της διαφοράς σε διαιτησία διά Νόμου και από την άλλη ν' απαιτείται συνυποσχετικό. Η παραπομπή σε διαιτησία υπό του Εφόρου βάσει του άρθρου 52(2)(β) επενεργεί ως να υπήρχε συνυποσχετικό. Η πιο πάνω ερμηνεία μας είναι και σε αρμονία με το Άρθρο 3 του ΚΕΦ. 4.
"Το συνυποσχετικό είναι ανέκκλητο και ισχύει ως διάταγμα Δικαστηρίου.
3. Το συνυποσχετικό, εκτός αν εκφράζεται αντίθετη πρόθεση σε αυτό, είvαι αvέκκλητo, εκτός αv επιτραπεί από τo Δικαστήριo, και έχει τηv ίδια ισχύ από κάθε άπoψη ωσάv vα ήταv διάταγμα του Δικαστηρίoυ."
Ούτε τίθεται θέμα παραβίασης του Άρθρου 30 του Συντάγματος, εφόσον το έργο του Διαιτητή είναι "οιονεί δικαστικό". "Δικαστική είναι και η αποστολή τους". (βλ. Τράπεζα Κύπρου Λτδ ν. Dynacon Ltd κ.α. (1999) 1(Β) Α.Α.Δ. 717, Κλεοβούλου ν. Συνεργατικό Ταμιευτήριο Επαγγελματικού Κλάδου Και Επιχειρηματιών Κύπρου (ΣΤΕΚΕΚ) ΛΤΔ Π.Ε. 304/2010 ημερ. 10.7.2015), ECLI:CY:AD:2015:A507. Συνεπώς το παράπονο των Εφεσειουσών προς αυτήν την κατεύθυνση δεν μπορεί να επιτύχει. Δεν μπορεί, επίσης, να επιτύχει το παράπονο τους ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο αντιμετώπισε λανθασμένα την "Γενική αίτηση ως ενδιάμεση αίτηση και λανθασμένα δεν απεφάσισε ότι η αίτηση ήταν παράτυπη και ότι θα έπρεπε να διεξαχθεί ακροαματική διαδικασία που προβλέπεται σε αγωγές και λανθασμένα έκδωσε απόφαση υπέρ των Εφεσιβλήτων χωρίς να ακουστεί οποιαδήποτε μαρτυρία". Όλα τα πιο πάνω παραγνωρίζουν την όλη φιλοσοφία της διαδικασίας Διαιτησίας που είναι η παροχή ενός γρήγορου μηχανισμού επίλυσης των διαφορών και απονομής δικαιοσύνης. Το ίδιο επίσης ισχύει αναφορικά με την διαδικασία εγγραφής και εκτέλεσης διαιτητικής απόφασης. Επαναλαμβάνουμε τα όσα λέχθησαν σχετικά στην Ανδρέας Χατζηγεωργίου Νικολάου ν. Νέας Συνεργατικής Πιστωτικής Εταιρείας Αγλαντζιάς (2012) 1(Α) Α.Α.Δ. 707, 711.
"Το επαρχιακό δικαστήριο κατά την ενάσκηση των εξουσιών του στα πλαίσια διαδικασίας εγγραφής και εκτέλεσης διαιτητικής απόφασης δεν ελέγχει την ορθότητα της διαιτητικής απόφασης ούτε υπεισέρχεται στην ουσία της διαφοράς. Από την άλλη όμως, η διαδικασία δεν είναι απλώς τυπική εφόσον δι' αυτής επιδιώκεται η πρόσδοση δικαστικής ισχύος στη διαιτητική απόφαση για σκοπούς εκτέλεσης μέσω του επαρχιακού δικαστηρίου διά της εφαρμογής των ανάλογων δικονομικών μέτρων που εφαρμόζονται για σκοπούς εκτέλεσης δικαστικών αποφάσεων. Γι' αυτό ακριβώς το λόγο κάθε αίτηση που υποβάλλεται στο επαρχιακό δικαστήριο για εγγραφή και εκτέλεση διαιτητικής απόφασης πρέπει να επιδίδεται στο πρόσωπο προς το οποίο στρέφεται η διαιτητική απόφαση ώστε να έχει την ευκαιρία να προβάλει οτιδήποτε που ενδεχομένως έχει σχέση μόνο με το επίδικο θέμα της προώθησης της εγγραφής και εκτέλεσης της διαιτητικής απόφασης χωρίς το δικαστήριο να υπεισέρχεται σε άλλα θέματα αναγόμενα στην ουσία κλπ της διαφοράς αναφορικά με την οποία εκδόθηκε η διαιτητική απόφαση. Βασική προϋπόθεση για την εγγραφή της διαιτητικής απόφασης είναι η διαπίστωση ότι η εν λόγω απόφαση, φέρει τα απαραίτητα χαρακτηριστικά στοιχεία έγκυρης διαιτητικής απόφασης και ότι γνωστοποιήθηκε στο πρόσωπο εναντίον του οποίου στρέφεται."
(βλ. επίσης Χριστοφή ν. Συνεργατική Πιστωτική Εταιρεία Λατσιών, Π.Ε. 871, ημερ. 20.6.2014)
Στην παρούσα υπόθεση παρατηρούμε ότι αφορούσε Αίτηση διά Κλήσεως η οποία επιδόθηκε στις Εφεσείουσες, συνοδεύετο από Ένορκη Δήλωση προσώπου που ήταν στην υπηρεσία της Εφεσίβλητης και ως δήλωσε "γνώριζε πλήρως τα γεγονότα της υπόθεσης". Επισύναψε δε στην Ένορκη Δήλωση του, πρωτότυπο της Διαιτητικής απόφασης ημερ. 26.2.2010 η οποία έφερε πρωτότυπη υπογραφή του Διαιτητή. Περαιτέρω αναφέρει ότι η διαιτητική απόφαση γνωστοποιήθηκε στις Εφεσείουσες και επισύναψε προς τούτο έγγραφες γνωστοποιήσεις της Διαιτητικής απόφασης με πρωτότυπες υπογραφές των Εφεσειουσών και ημερομηνία παραλαβής τους που ήταν η 1.6.10 και 10.6.10 αντίστοιχα. Περαιτέρω τούτων, επισύναψε πρωτότυπη δήλωση των Εφεσειουσών με την οποία πιστοποιούν την γνωστοποίηση σ' αυτές της διαιτητικής απόφασης αντίστοιχα στις πιο πάνω ημερομηνίες. Η αίτηση δια Κλήσεως καταχωρήθηκε ενάμισυ περίπου έτος μετά τις άνω γνωστοποιήσεις, ήτοι στις 13.5.2011 χωρίς να καταχωρηθεί οιαδήποτε έφεση υπό των Εφεσειουσών εναντίον της Διαιτητικής απόφασης με αποτέλεσμα αυτή να καταστεί, σύμφωνα με τις πρόνοιες του Νόμου (Άρθρο 52), τελεσίδικη. Η ομνύουσα, να σημειωθεί, δεν αντεξετάστηκε. Συνεπώς, τόσο η Αίτηση όσο και το υλικό που τέθηκε ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου ήταν αρκετά και ικανοποιητικά για το πρωτόδικο Δικαστήριο να εγκρίνει την Αίτηση αναφορικά με το μέρος εκείνο της διαιτητικής απόφασης που αναφέρεται σε χρηματικά ποσά. Η Εφεσίβλητη απέδειξε ό,τι όφειλε ν' αποδείξει σύμφωνα με το Νόμο και τη Νομολογία. Το ίδιο δεν μπορούμε να πούμε και διά το μέρος της Διαιτητικής απόφασης που αναφέρεται σε εκποίηση της υποθήκης, Υ1904/07 η οποία δόθηκε ως ασφάλεια για το χρέος. Οι διατάξεις του Νόμου, ο Περί Διαιτησίας Νόμος, ΚΕΦ. 4, δεν επιτρέπουν και δεν παρέχουν τέτοια εξουσία στον Διαιτητή. Στο Πρώτο Παράρτημα, το οποίο εκδόθηκε βάσει του Άρθρου 6 του ΚΕΦ.4, ρητά προβλέπει στην παράγρ. 8:
"8. Οι διαιτητές ή ο επιδιαιτητής έχουν την ίδια εξουσία όπως και τα δικαστήρια να διατάσσουν την ειδική εκτέλεση οποιασδήποτε σύμβασης με εξαίρεση σύμβαση που αφορά γη ή οποιοδήποτε συμφέρον σε γη"
Σημειώνεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν ασχολήθηκε καθόλου με το άνω ζήτημα, προφανώς διότι δεν τέθηκε ενώπιον του με την καταχωρηθείσα ένσταση των Εφεσειόντων.
Τέλος, όσον αφορά τα έξοδα τα οποία επεδικάσθηκαν εναντίον των Εφεσειουσών, το πρωτόδικο Δικαστήριο ακολούθησε τον γενικό κανόνα ότι αυτά ακολουθούν το αποτέλεσμα. Δεν μας υπεδείχθη κανένας λόγος από τον ευπαίδευτο συνήγορο γιατί θα πρέπει να επέμβουμε και συνεπώς και αυτό το παράπονο των Εφεσειουσών δεν μπορεί να επιτύχει.
Δια όλους τους πιο πάνω λόγους η Έφεση επιτυγχάνει μερικώς. Η πρωτόδικη απόφαση με την οποία δίδεται Άδεια για Εγγραφή και Εκτέλεση της Διαιτητικής Απόφασης ημερ. 26.2.2010 κατά το μέρος που αφορά την εκποίηση της υποθήκης Υ1904/07 παραμερίζεται και ακυρώνεται, ενώ το υπόλοιπο μέρος της επικυρώνεται.
Όσον αφορά τα έξοδα, λαμβάνοντας υπόψη την μερική επιτυχία της Έφεσης, επιδικάζεται το ποσό των €500 ως έξοδα υπέρ των Εφεσειουσών και εναντίον της Εφεσίβλητης. Η πρωτόδικη διαταγή για έξοδα παραμένει ως έχει.
ΣΤ. ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.
Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.
Α. ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ.
/γκ