ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2018:D309
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Πολιτική Αίτηση αρ.78/18
27 Ιουνίου, 2018
[Τ.ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ]
Αναφορικά με το άρθρο 155.4 του Συντάγματος και τα ’ρθρα 3 και 9 του Περί Απονομής της Δικαιοσύνης (Ποικίλαι Διατάξεις) Νόμου του 1964,
και
Αναφορικά με την Αίτηση του Φιλίππου και της Σωτηρίου ως ενδιαφερόμενο μέρος για άδεια για την καταχώριση αίτησης για έκδοση προνομιακού εντάλματος τύπου certiorari.
και
Αναφορικά με το ένταλμα έρευνας που εκδόθηκε από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας ημερ. 21.5.2018 με το οποίο επιτράπηκε η έρευνα στην οικία και στα υποστατικά του Φιλίππου, ιδιοκτησίας της Σωτηρίου ως ενδιαφερόμενο μέρος, στην οδό ., Δρομολαξιά, των αιτητών.
-----------------
Μονομερής αίτηση (Ex parte) ημερ.21.6.2018
Αντ.Δημητρίου με Χρ. Χριστοφή, (κα), για Δημητρίου & Δημητρίου, για τον αιτητή
-----------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
(δοθείσα αυθημερόν)
ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.: Με την παρούσα ο αιτητής επιδιώκει να του δοθεί άδεια για καταχώρηση αίτησης με κλήση για την έκδοση προνομιακού εντάλματος που να ακυρώνει την απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας ημερ. 21.5.2018 με την οποία εκδόθηκε ένταλμα έρευνας στην οικία και υποστατικά του Φιλίππου στην ως άνω οδό, το οποίο εκτελέστηκε στις 22.5.2018.
Η αίτηση συνοδεύεται με πολυσέλιδη έκθεση γεγονότων και εξίσου πολυσέλιδη ένορκη δήλωση του Φιλίππου, αιτητή καθώς και επιβεβαιωτική ένορκη δήλωση της Σωτηρίου ιδιοκτήτριας της ως άνω οικίας, ενδιαφερόμενου μέρους.
Η μομφή που αποδίδεται στη δικαστική απόφαση αφορά κυρίως τη βασιμότητα του όρκου και την έλλειψη καλοπιστίας εκ μέρους του ενόρκως δηλούντα, υπαστυνόμου Ζαχαρίου και γενικά της Αστυνομίας, η οποία αιτήθηκε ένταλμα σύλληψης και έρευνας. Συγκεκριμένα, ο εν λόγω ενόρκως δηλών στο αίτημα της Αστυνομίας, σύμφωνα πάντα με τη θέση τoυ αιτητή, παραπλάνησε το Δικαστήριο σε σημαντικές πτυχές διαφόρων υποθέσεων που καταγράφονται τόσο στην έκθεση γεγονότων όσο και στην ένορκη δήλωση του ως άνω αιτητή. Ενώ ο εν λόγω Φιλίππου απουσίαζε για αρκετά μεγάλο διάστημα από την Κύπρο του αποδόθηκε σειρά ενεργειών για αδικήματα συμμετοχής σε εγκληματική οργάνωση κατά παράβαση των άρθρων 63Α και 20 του Ποινικού Κώδικα, συμμετοχής και αποδοχής διάπραξης εγκλημάτων κατά παράβαση των άρθρων 63Β του Ποινικού Κώδικα καθώς και νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες. Ουσιαστικά, αποδίδονται στην Αστυνομία αλλότρια κίνητρα που συνδέονται με παλαιότερη υπόθεση εναντίον του αιτητή που δεν είχε αποτέλεσμα για την Αστυνομία.
Καταγράφεται επίσης η σημασία της απόφασης του Κακουργιοδικείου στην υπόθεση 9599/2015, τεκμ.5 επί του όρκου για να συσχετισθεί το περιεχόμενο της με τα αλλότρια κίνητρα της Αστυνομίας.
Μέρος των τεκμηρίων που στηρίζει την παρούσα αίτηση υπήρξε πιστό αντίγραφο του δοθέντος όρκου τον οποίο και εξέτασα υπό το πρίσμα των ισχυρισμών του αιτητή. Παρατηρείται ότι η αποδιδόμενη εγκληματική ενέργεια έχει ως αφετηρία το 2013 και αφορά αδικήματα στην επαρχία Λάρνακας, ειδικά αριθμό εμπρησμών πρακτορείων στοιχημάτων κατά τα έτη 2013 και 2014. Αναφέρεται δε ότι η αιτία των εμπρησμών υπήρξε η άρνηση των ιδιοκτητών των πρακτορείων να ενδώσουν στις πιέσεις του εν λόγω Φιλίππου. Επειδή ο όρκος ως και το αίτημα περιλάμβανε και άλλα πρόσωπα εκτός του αιτητή γίνεται αναφορά και στις ενέργειες που αποδίδονται στα άλλα πρόσωπα - κατ΄ισχυρισμόν μέλη της εγκληματικής οργάνωσης.
Εν πάση περιπτώσει στον όρκο γίνεται αναφορά και στην απουσία του αιτητή από την Κύπρο και ότι εναντίον του εκδόθηκε ευρωπαϊκό και διεθνές ένταλμα σύλληψης. Καταγράφεται επίσης ότι στις 23.3.2017 επέστρεψε στη Δημοκρατία και παρουσιάστηκε ενώπιον του Κακουργιοδικείου Λάρνακας ως κατηγορούμενος για διάφορα αδικήματα. Η υπόθεση ανεστάλη λόγω του ότι ο βασικός μάρτυρας κατηγορίας, πρώην μέλος της Οργάνωσης και νυν κατάδικος δεν επιθυμούσε να καταθέσει. Η δε συγκεκριμένη αίτηση κατέστη αναγκαία προς διερεύνηση των αδικημάτων που προαναφέρθησαν αφού τα αδικήματα είχαν αφετηρία το 2013 αλλά σύμφωνα με την ένορκη δήλωση συνεχίζονταν μέχρι το Μάη του 2018.
Ο ίδιος όρκος στηρίζει, τόσο την αίτηση για έκδοση εντάλματος σύλληψης όσο και την έκδοση εντάλματος έρευνας.
Περαιτέρω διατυπώνεται παράπονο ότι στο ένταλμα έρευνας γίνεται αναφορά σε συγκεκριμένα αντικείμενα που αναζητούνται ενώ στον όρκο δεν γίνεται ειδική αναφορά. Πρόκειται «για πυροβόλα όπλα, εκρηκτικές ύλες, ρόπαλα, σιδερογροθιές, σπρέι εκτόξευσης επιβλαβών αερίων καθώς και έγγραφα που αφορούν συμφωνίες δανείων.»
Στη βάση αυτή τίθεται και ισχυρισμός αοριστίας του όρκου. Επιπρόσθετα καλούμαι να θεωρήσω ότι ο Επαρχιακός Δικαστής εξετάζοντας τον όρκο και εκδίδοντας το αιτούμενο ένταλμα έρευνας δεν ήταν σε θέση να μελετήσει επαρκώς το αίτημα ενόψει του χρόνου που καταγράφεται επί των σχετικών εγγράφων, ότι δηλαδή ο όρκος δίδεται ενώπιον του η ώρα 18.47 και το ένταλμα υπογράφεται η ώρα 18.54. Ενώπιον μου ο κ.Δημητρίου ανέφερε ότι εναντίον του πελάτη του δεν προέκυψε οτιδήποτε κατά την εκτέλεση του εντάλματος έρευνας και δεν προωθήθηκε οποιαδήποτε ενέργεια της Αστυνομίας εναντίον του.
΄Εχω εξετάσει τους ισχυρισμούς και θέσεις που προβάλλονται. Το αίτημα αφορά διαδικασία με την οποία ζητείται άδεια για καταχώρηση αίτησης δια κλήσεως για προνομιακό ένταλμα τύπου certiorari. Η διαδικασία αυτής της φύσεως είναι εξαιρετική και το Ανώτατο Δικαστήριο δύναται να δώσει άδεια για καταχώρηση τέτοιας φύσεως αιτήσεων μόνο όταν έχει πεισθεί ότι υπάρχει εκ πρώτης όψεως υπόθεση και ή συζητήσιμη υπόθεση που να δικαιολογεί επαρκώς την παραχώρηση της αιτούμενης αδείας. Το Δικαστήριο πρέπει πάντα να έχει κατά νου ότι η διαδικασία, ειδικά της φύσεως certiorari, δεν έχει ως αντικείμενο την αναθεώρηση της ορθότητας της πρωτόδικης απόφασης, ούτε μπορεί να λειτουργήσει ως υποκατάστατο έφεσης. Εκείνο που ελέγχεται είναι η νομιμότητα της απόφασης όταν μπορεί να διαπιστωθεί πλάνη περί το Nόμο από το ίδιο το πρακτικό του Δικαστηρίου ή αν στοιχειοθετείται παραβίαση των κανόνων της φυσικής δικαιοσύνης ή διαπιστώνεται έλλειψη ή υπέρβαση δικαιοδοσίας. (βλ. Σύγγραμμα Halsbury´s Laws of England 3rd ed. vol. 22 p.792, para.1672 κ.επ., Λυσιώτης (1996)1Β Α.Α.Δ. 739, Αναφορικά με την αίτηση της Marewave Shipping & Trading Co. Ltd IT (1992) 1 A.A.Δ. 116, Global Consolidator Public Ltd (2006) 1 A.A.Δ. 464, Σύγγραμμα Προνομιακά Εντάλματα Π.Αρτέμη σελ.216-253).
Προσεκτική ανάγνωση των ισχυρισμών του αιτητή οδηγεί στο συμπέρασμα πως καλείται το Δικαστήριο να διαγνώσει ορθότητα ισχυρισμών και θέσεων με αντιπαραβολή δύο ενόρκων δηλώσεων, της πλευράς της Αστυνομίας και της πλευράς του αιτητή.
Με όλο το σεβασμό αυτό δεν θα έπρεπε να είναι το αντικείμενο της παρούσας διαδικασίας. Δεν προκύπτει από την απόφαση του Δικαστηρίου αυτή καθ΄αυτή πλάνη περί το Νόμο, ούτε πως το Δικαστήριο λειτούργησε άνευ ερείσματος.
Στη διαδικασία που αφορά αίτημα της Αστυνομίας για έκδοση εντάλματος σύλληψης ή εντάλματος έρευνας θα πρέπει να προβάλλεται κατ΄αρχάς εύλογη υπόνοια για διάπραξη αδικήματος και όχι βεβαίως η απόδειξη του αδικήματος και της σύνδεσης του δράστη μ΄αυτό. Ειδικά δε για έκδοση εντάλματος έρευνας με βάση το άρθ.27 της Ποινικής Δικονομίας, Κεφ.155, πρέπει να ικανοποιείται το Δικαστήριο -
«με έγγραφη δήλωση ότι υπάρχει εύλογη αιτία να πιστεύεται ότι σε οποιοδήποτε τόπο υπάρχει
(α) οτιδήποτε στο οποίο ή σε σχέση ΅ε το οποίο διαπράχτηκε ποινικό αδίκη΅α ή υπάρχει υποψία ότι διαπράχτηκε· ή
(β) οτιδήποτε για το οποίο υπάρχει εύλογη αιτία να πιστεύεται ότι θα παρέχει απόδειξη ως προς τη διάπραξη ποινικού αδική΅ατος· ή
(γ) οτιδήποτε για το οποίο υπάρχει εύλογη αιτία να πιστεύεται ότι προορίζεται να χρησι΅οποιηθεί για το σκοπό διάπραξης ποινικού αδική΅ατος ..»,
(βλ. Αναφορικά με την αίτηση των 1. Αντώνη Ανδρέου & ΣΙΑ ΔΕΠΕ κ.ά., Π.Ε.348/15 ημερ. 9.6.2017), ECLI:CY:AD:2017:A216.
Εκείνο που μπορεί να εξετασθεί είναι η σύννομη άσκηση της εξουσίας του κατωτέρου Δικαστηρίου (βλ. Ανδρέου ανωτέρω).
΄Οσα τέθηκαν ως αντιπαραβολή των θέσεων του όρκου εκ μέρους της Αστυνομίας συνιστούν απλώς μια άλλη εκδοχή. Δεν έχω πεισθεί πως το Δικαστήριο με το να εκδώσει το ένταλμα έρευνας με βάση τον όρκο, δεν ενήργησε σύννομα. Ο ισχυρισμός του αιτητή περί κακοπιστίας και αλλότριων κινήτρων της Αστυνομία δεν με έχουν πείσει.
Ο όγκος και το πολυσέλιδο των αναφορών του αιτητή σ΄άλλες δικαστικές διαδικασίες και στο τι έπραττε όντας στο εξωτερικό δεν πλήττουν την εύλογη υπόνοια που προβάλλει η Αστυνομία αφού ακριβώς μόνο «σαν υπόνοια» μπορεί να τεθεί και όχι ως «απόδειξη» γεγονότων.
Στη Dumbell v. Roberts (1944) 1 All E.R. 326, τονίστηκε:
"the amount of information required before such a suspicion way be said to be said to be based on reasonable grounds is obviously at a fairly low level. Certainty there is clear authority for saying that nothing in the nature of a prima facie case is required".
(Bλ. και R. Stone, Entry, Search and Seizure, A Guide to Civil and Criminal Powers of Entry, 1989).
Στην Aeroporos a.a. v. The Police (1987) 2 C.L.R. 232 επίσης τονίστηκε ότι:
"The notion of "reasonable suspicion" could not be extended to mean commission of the offence, as it would be illogical to require for the purpose of remand proceedings that the offence was finally defined and proved, since that is the purpose of the investigation, and trial to ensure the normal conduct of which is the very reason why the detention on remand is necessary. Reasonable suspicion means that there were reasons to suspect".
Συναφώς δε, δεν έχω πεισθεί πως προβλήθηκε βάσιμος λόγος για απόκρυψη γεγονότων εκ μέρους της Αστυνομίας.
Σε σχέση με τα αντικείμενα που αναφέρθησαν από την Αστυνομία ότι αναζητούνται (βλ. πιο πάνω) ευλόγως συνδέονται με τα διερευνόμενα αδικήματα ειδικά της συμμετοχής σε εγκληματική οργάνωση και - ευλόγως με βάση τα προβαλλόμενα γεγονότα - φαίνεται να αναζητούνται. Η δε οικία διαμονής του αιτητή λογικά συναρτάται με το ενδεχόμενο ανεύρεσης των αντικειμένων. (Βλ. Οdyssey Retriever Ιnc. Πολ.έφ.59/16, 3.5.17). Αναφορικά δε με τη θέση περί ανεπάρκειας της μελέτης εκ μέρους του Επαρχιακού Δικαστή που εξέδωσε το ένταλμα λόγω του προαναφερθέντος χρόνου μεταξύ της υπογραφής της ένορκης δήλωσης και της υπογραφής του εντύπου του εντάλματος, δεν θα συμφωνήσω ότι αφ΄εαυτής η παρέλευση του πιο πάνω χρονικού διαστήματος αποδεικνύει μη επαρκή εξέταση του όρκου.
Για τους λόγους που έχω εξηγήσει, κρίνω πως δεν έχει καταδειχθεί συζητήσιμη υπόθεση, ώστε να δοθούν οι αιτούμενες θεραπείες.
Συνεπώς η αίτηση απορρίπτεται.
Τ. Ψαρά-Μιλτιάδου, Δ.