ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Γενικός Εισαγγελέας (Αρ. 3) (1995) 1 ΑΑΔ 361
David Carter (Αρ. 2) (1995) 1 ΑΑΔ 1098
Mελάς Παναγιώτης Λιάκου ν. Aρχηγού Aστυνομίας κ.ά. (1998) 1 ΑΑΔ 2261
Kυπριακή Δημοκρατία ν. Ivan Kolesnikov (2008) 1 ΑΑΔ 594
Ρωσική Ομοσπονδία (Αρ. 1) (2012) 1 ΑΑΔ 20
Kotlyarenko Dmitry ν. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας (2009) 2 ΑΑΔ 269
Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας στους οποίους κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας Δ.2
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Ν. 14/1960 - Ο περί Δικαστηρίων Νόμος του 1960
Ν. 95/1970 - Ο περί της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως Εκδόσεως Φυγόδικων (Κυρωτικός) Νόμος του 1970
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
ECLI:CY:AD:2018:D318
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΑΙΤΗΣΗ ΑΡ. 61/2018
28 Iουνίου, 2018
[Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ/ΣΤΗΣ]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155(4) ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ 33 ΤΟΥ 1964.
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ SERGUEYEVICH ΑΠΟ ΤΗΝ ΡΩΣΙΑ ΚΑΙ ΤΩΡΑ ΣΤΑ ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΑ ΚΡΑΤΗΤΗΡΙΑ ΤΗΣ ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΠΑΦΟΥ, ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΟΥ ΔΙΑΤΑΓΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΦΥΣΗΣ HABEAS CORPUS
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ Ν. 97/1970 (ΠΕΡΙ ΕΚΔΟΣΕΩΣ ΦΥΓΟΔΙΚΩΝ ΝΟΜΟΣ ΤΟΥ 1970) ΑΡΘΡΑ 9 ΚΑΙ 10 ΕΔΑΦΙΟ 1 ΚΑΙ ΜΕ ΤΟΝ Ν. 95/1970 (ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΙΚΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΕΚΔΟΣΕΩΣ ΦΥΓΟΔΙΚΩΝ (ΚΥΡΩΤΙΚΟΣ) ΝΟΜΟΣ ΤΟΥ 1970
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΦΥΓΟΔΙΚΟΥ 3/2018 ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΠΑΦΟΥ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΕΠΙ ΤΗΣ ΠΙΟ ΠΑΝΩ ΑΙΤΗΣΗΣ ΜΕ ΤΗΝ ΟΠΟΙΑ ΑΠΟΦΑΣΙΣΤΗΚΕ Η ΚΡΑΤΗΣΗ ΤΟΥ SERGUEYEVICH
------------------------------
Αλέξανδρος Αλεξάνδρου με Ανέστη Νοβριάδη, για τον Αιτητή.
Μαρίνα Σπηλιωτοπούλου (κα), Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τη Δημοκρατία.
------------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ.:- Η Ρωσική Ομοσπονδία ζητά την έκδοση του αιτητή δυνάμει των διατάξεων του περί της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως Εκδόσεων Φυγοδίκων (Κυρωτικό) Νόμου του 1970 (Ν.95/1970) και του περί της Εκδόσεως Φυγοδίκων Νόμου του 1970, (Ν.97/1970), για την εκδίκαση ποινικής υπόθεσης που ο αιτητής, Ρώσος υπήκοος, αντιμετωπίζει στη χώρα καταγωγής του.
Στα πλαίσια ενεργοποίησης της διαδικασίας αυτής, καταχωρήθηκε αρχικά η αίτηση υπ' αρ. 1/17, η οποία όμως αποσύρθηκε στις 16.4.2018, με τη δικαιολογία ότι το ένταλμα σύλληψης που είχε εκδοθεί από τις Ρωσικές αρχές εναντίον του αιτητή, είχε ακυρωθεί. Το Δικαστήριο, εγκρίνοντας το αίτημα για απόσυρση και απορρίπτοντας την αίτηση, διέταξε παράλληλα όπως ο αιτητής, ο οποίος μέχρι τότε τελούσε υπό κράτηση, αφεθεί ελεύθερος.
Κατόπιν έκδοσης γραπτής εξουσιοδότησης του Υπουργού Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξης, ο αιτητής συνελήφθη εκ νέου, την ίδια ημέρα, δυνάμει εντάλματος σύλληψης που εξέδωσε η Πρόεδρος του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου, και παρουσιάστηκε αυθημερόν στο Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου όπου, στα πλαίσια της αίτησης υπ' αρ. 3/18, διαπιστώθηκαν και επιβεβαιώθηκαν τα στοιχεία του.
Μετά την εκδίκαση προδικαστικών ζητημάτων που ήγειρε ο αιτητής, η αίτηση υπ' αρ. 3/18 ορίστηκε για ακρόαση επί της ουσίας στις 21.5.2018. Η ευπαίδευτη συνήγορος της Δημοκρατίας ζήτησε όπως ο αιτητής, μέχρι τότε, τελεί υπό κράτηση, στηρίζοντας το αίτημά της στον κίνδυνο φυγοδικίας του, αίτημα το οποίο αντιμετώπισε την ένσταση του ευπαίδευτου συνηγόρου του αιτητή. Για τους λόγους που θα φανούν πιο κάτω, δεν χρειάζεται να γίνει αναφορά στα εκατέρωθεν επιχειρήματα των δύο πλευρών.
Το Επαρχιακό Δικαστήριο, αφού επεσήμανε ότι η διαδικασία έκδοσης φυγοδίκου είναι ιδιότυπος, έχοντας τους δικούς της κανόνες όπως προνοούνται στις συναφείς νομοθεσίες, και αφού αναφέρθηκε στις αρχές που διέπουν την άσκηση της εξουσίας του δυνάμει του άρθρου 9 του Ν.97/70, να προφυλακίσει ή να απολύσει με εγγύηση τον εκζητούμενο, έκρινε, ότι ο αιτητής έπρεπε να παραμείνει υπό κράτηση μέχρι την παραπάνω ημερομηνία ακρόασης. Θεώρησε, για τους λόγους που αναφέρονται στην απόφασή του, ότι η κράτηση του αιτητή «εμφανίζεται ως η μοναδική επιλογή που θα διασφαλίσει την παρουσία του στο Δικαστήριο την επόμενη δικάσιμο». Διατάσσοντας την κράτηση του αιτητή τον πληροφόρησε παράλληλα ότι έχει «κάθε δικαίωμα εάν επιθυμεί να προσφύγει στο Ανώτατο Δικαστήριο καταχωρώντας αίτηση για έκδοση προνομιακού εντάλματος Habeas Corpus ad subjiciendum με σκοπό την αποφυλάκιση του (άρθρο 10(1) του Ν.97/70).» Πρόκειται για την απόφαση του Δικαστηρίου ημερομηνίας 2.5.2018.
Η ακροαματική διαδικασία έκδοσης άρχισε στις 21.5.2018 και συνεχίστηκε στις 25.5.2018 και 29.5.2018. Σε κάθε δε ημερομηνία διατασσόταν η προφυλάκιση του αιτητή. Η διαδικασία βρίσκεται ακόμη σε εξέλιξη.
Με την παρούσα αίτηση ο αιτητής επιζητεί:
«(Α) Έκδοση εντάλματος της φύσης HABEAS CORPUS με το οποίο να ελεγχθεί η νομιμότητα κι/ή εγκυρότητα της απόφασης για κράτηση του, η οποία αποφασίστηκε από το Ε. Δ. Πάφου την 29.5.2018 και/ή προηγουμένως με διαταγές του Δικαστηρίου ημερ. 2.5.2018, 21.5.2018 και 25.5.2018, στα πλαίσια της αίτησης για έκδοση φυγοδίκου 3/2018 του Ε. Δ. Πάφου, και με το οποίο να διατάσσεται η άμεση αποφυλάκισή του.
(Β) Έκδοση εντάλματος της φύσης MANDAMUS με το οποίο να διατάσσεται ο Πρωτοκολλητής του Ε. Δ. Πάφου να παρουσιάσει κατά την ακρόαση της παρούσας αίτησης τον φάκελο της αίτησης 3/2018 και φροντίσει όπως αποστενογραφηθούν όλα τα στενογραφημένα πρακτικά της διαδικασίας.
(Γ) Αποφυλάκιση του αιτητή μέχρι την τελική εκδίκαση της αιτήσεως έκδοσης του.
(Δ) Οποιαδήποτε άλλη θεραπεία την οποίαν το Δικαστήριο ήθελε κρίνει δίκαιη και ορθή κάτω από τις περιστάσεις.
(Ε) Τα έξοδα της αίτησης, πλέον Φ.Π.Α.»
Πρέπει εδώ να σημειωθεί ότι της καταχώρησης της παρούσας αίτησης προηγήθηκε η καταχώρηση, από τον αιτητή, των Ποινικών Εφέσεων αρ. 200/18 και 203/18 αντίστοιχα. Με την πρώτη πρόσβαλε την πιο πάνω απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου, ημερομηνίας 2.5.2018 κατά την οποία είχε διαταχθεί η προφυλάκιση του στο πλαίσιο της αίτησης 3/18. Η δεύτερη είχε ως αντικείμενο τη διαταγή του Επαρχιακού Δικαστηρίου ημερομηνίας 21.5.2018 με την οποία διατάχθηκε η κράτηση του μέχρι την 25.5.2018, ημερομηνία κατά την οποία ορίστηκε η υπόθεση για συνέχιση της ακρόασης, ως έχει αναφερθεί. Οι δύο εφέσεις συνεκδικάστηκαν από το Εφετείο, το οποίο τις απέρριψε μετά από παραπομπή σε νομολογία, με το σκεπτικό ότι η διαταγή για κράτηση, είτε ενδιάμεσα της διαδικασίας έκδοσης είτε με την ολοκλήρωση της, δεν μπορεί να ενταχθεί στα πλαίσια της Ποινικής Δικονομίας και να αποτελέσει αντικείμενο ποινικής έφεσης.
Οι λόγοι για τους οποίους ζητείται η έκδοση των αιτούμενων με την αίτηση διαταγμάτων, εκτίθενται σε Έκθεση που την συνοδεύει. Δεν προβλέπεται η καταχώρηση Έκθεσης από τον περί Ανωτάτου Δικαστηρίου (Δικαιοδοσία Έκδοσης Ενταλμάτων Προνομιακής Φύσεως) Διαδικαστικό Κανονισμό του 2018 για αιτήσεις για habeas corpus. Προφανώς καταχωρήθηκε λόγω του αιτήματος για mandamus. Tα γεγονότα εκτίθενται σε ένορκη δήλωση του αιτητή. Βασικό παράπονό του, όπως προκύπτει από την Έκθεση, είναι ότι το Επαρχιακό Δικαστήριο στις 29.5.2018 διέταξε την περαιτέρω κράτηση του μέχρι την επόμενη δικάσιμο, χωρίς επαρκή αιτιολογία, κατά παράβαση του Συντάγματος, και περιοριζόμενο στη υιοθέτηση της προγενέστερης απόφασης του ημερομηνίας 2.5.2018, «στην οποία εξετάστηκε σε έκταση το θέμα της κράτησης». Επίσης, το Δικαστήριο άσκησε λανθασμένα ή πλημμελώς τη διακριτική του ευχέρεια, με συνεπακόλουθο να διατάξει την κράτηση του αιτητή και να απορρίψει την εισήγηση «της υπεράσπισης του αιτητή» ότι θα έπρεπε να αφεθεί ελεύθερος με τους όρους που αυτή εισηγήθηκε. Προς επίρρωση της θέσης αυτής προβάλλονται στην Έκθεση, λεπτομερώς, συγκεκριμένα στοιχεία ή γεγονότα τα οποία, κατά τον αιτητή, δεν λήφθηκαν υπόψη από το Επαρχιακό Δικαστήριο ή δεν εκτιμήθηκαν ορθά ή στη σωστή τους διάσταση. Τέτοια θεωρεί το γεγονός ότι αυτός τελούσε υπό κράτηση για το «ίδιο θέμα» από τις 3.8.2017 μέχρι και τις 16.4.2018, που αποσύρθηκε η προγενέστερη αίτηση αρ. 1/17, χωρίς οποιαδήποτε νόμιμη αιτιολογία, ενώ το αντικείμενο της αίτησης 1/17 είχε εκπνεύσει από τις 13.2.2018. Δηλαδή, «κρατείτο ζωντανή μια διαδικασία εις βάρος της ελευθερίας του . με μόνο σκοπό να τροχιοδρομηθεί η νέα διαδικασία και επανασύλληψη του.». Δεν συνυπολόγισε, επίσης, το Δικαστήριο, ότι τα αδικήματα που, κατ' ισχυρισμό διαπράχθηκαν από τον αιτητή, έλαβαν χώρα το έτος 2009 έως 7.2.2011. Εξάλλου, το Δικαστήριο δεν συνυπολόγισε ή υποβάθμισε το γεγονός ότι μετά την απόσυρση της αίτησης 1/17 και ενώ ο αιτητής ήταν ελεύθερος, παρέμεινε στο χώρο του Δικαστηρίου και ανέμενε την έκδοση νέου εντάλματος σύλληψης, παρόλο που ο χρόνος ήταν υπέρ αρκετός, αν αυτός είχε πρόθεση, να διαφύγει. Περαιτέρω, το Δικαστήριο εσφαλμένα και αντινομικά κατέληξε ότι δεν μπορεί να αποκλειστεί η πιθανότητα καταδίκης του, χωρίς την ύπαρξη υλικού περί τούτου, και λανθασμένα έκρινε ότι δεν είχε δεσμούς με την Κυπριακή Δημοκρατία, αγνοώντας ότι διαμένει στη Δημοκρατία από το έτος 2011, τόσο ο ίδιος όσο και οι γονείς του. Οι τελευταίοι, όπως ισχυρίζεται, κατέχουν πέντε ακίνητα τα οποία πρότειναν να δεσμευτούν «για εξασφάλιση της παρουσίας του αιτητή στη δίκη». Ο αιτητής αναφέρει, επίσης, στην ένορκη δήλωσή του, ότι επειδή η διαδικασία που διεξάγεται στο Επαρχιακό Δικαστήριο δεν αναμένεται να συμπληρωθεί σύντομα, για τους λόγους που εξηγεί, καθίσταται αναγκαία η εξέταση της νομιμότητας της κράτησής του. Προβάλλει παράλληλα πως η συνέχιση αυτής εκφεύγει κάθε νομιμότητας και καθίσταται άκρως πιεστική προς τον ίδιο.
Ενιστάμενοι, οι καθ' ων η αίτηση εγείρουν προδικαστική ένσταση ότι το αίτημα για mandamus δεν μπορεί να προχωρήσει καθότι δεν έχει εξασφαλιστεί προηγουμένως σχετική άδεια του Δικαστηρίου. Επί τη ουσίας, υποστηρίζουν ότι η κράτηση του αιτητή από την έκδοση της απόφασης ημερομηνίας 29.5.2018 μέχρι την ημερομηνία της επόμενης δικασίμου είναι πλήρως αιτιολογημένη και ορθά ασκήθηκε η σχετική διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου, η οποία δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο habeas corpus εφόσον κινήθηκε μέσα στα νόμιμα όρια της.
Και οι δύο πλευρές κατέθεσαν γραπτές αγορεύσεις προς υποστήριξη των εκατέρωθεν θέσεών τους. Κατά την έναρξη της συζήτησης της αίτησης ενώπιόν μου, έθεσα στους συνηγόρους τον προβληματισμό μου κατά πόσο η αίτηση για προνομιακό ένταλμα habeas corpus είναι το ενδεδειγμένο μέσο αμφισβήτησης απόφασης Δικαστηρίου για κράτηση φυγοδίκου κατά την ακρόαση της διαδικασίας για έκδοση του, αντί η πολιτική έφεση. Ο ευπαίδευτος συνήγορος του αιτητή υποστήριξε ότι διαταγή Δικαστηρίου για κράτηση εν εξελίξει διαδικασίας έκδοσης, προσβάλλεται με habeas corpus, δυνατότητα η οποία παρέχεται από το N.97/70 και ειδικότερα το άρθρο 10. Αυτή ήταν και η θέση του Εφετείου στις Ποινικές Εφέσεις 200/18 και 203/18. Από την άλλη πλευρά, η ευπαίδευτη συνήγορος των καθ' ων η αίτηση, υποστήριξε ότι η δυνατότητα υποβολής αίτησης για habeas corpus αφορά στην τελική απόφαση του Δικαστηρίου. Αποφάσεις στα πλαίσια αίτησης φυγοδίκου υπόκεινται σε έφεση.
Προτού προχωρήσω στην εξέταση του ζητήματος που αφορά στην αίτηση habeas corpus, σημειώνω ότι το αίτημα για προνομιακό ένταλμα mandamus δεν προωθήθηκε από τον αιτητή και επομένως θεωρώ ότι αυτό έχει εγκαταλειφθεί. Εν πάση περιπτώσει, είναι ορθή η θέση των καθ' ων η αίτηση ότι για να υποβληθεί αίτηση για mandamus πρέπει πρώτα να εξασφαλιστεί άδεια προς τούτο από το Ανώτατο Δικαστήριο κατόπιν μονομερούς αίτησης. Εν προκειμένω, η παράλειψη του αιτητή να εξασφαλίσει άδεια, σφραγίζει και την τύχη του σχετικού αιτήματός του.
Η διαδικασία έκδοσης φυγοδίκου είναι ιδιαίτερη, προσαρμοσμένη στη φύση του αντικειμένου αίτησης για την έκδοση φυγοδίκου, (Βλ. Αναφορικά με την Αίτηση του Παναγιώτη Λιάκου Μελά ν. Δημοκρατίας (1998) 1 Α.Α.Δ 2261).
Εξουσία για την κράτηση εκζητούμενου προσώπου κατά την ακρόαση της αίτησης έκδοσής του, παρέχεται από το άρθρο 9(2) και (3) του Ν.97/70, το οποίο προβλέπει τη διαδικασία που πρέπει να ακολουθείται, αλλά δεν ορίζει το χαρακτήρα της, δηλαδή κατά πόσο είναι πολιτική ή ποινική. Στο βαθμό δε που ενδιαφέρει για την παρούσα διαδικασία το εδάφιο (2) του άρθρου 9 προβλέπει ότι:
«Δικαστήριον κέκτηται τας αυτάς εξουσίας, περιλαμβανομένης και της εξουσίας όπως αναβάλη την εκδίκασιν της υποθέσεως και εν τω μεταξύ να διατάξη την προφυλάκισιν ή τη επί εγγύησει απόλυσιν του συλληφθέντος δυνάμει του εντάλματος προσώπου.»
Ακολούθως, το εδάφιο (3) προβλέπει:
«Καθ' όσον αφορά εις την διεξαγο΅ένην δυνά΅ει του παρόντος άρθρου διαδικασίαν, το επιληφθέν της εκδόσεως ∆ικαστήριον κέκτηται τας αυτάς εξουσίας, περιλα΅βανο΅ένης και της εξουσίας όπως αναβάλη την εκδίκασιν της υποθέσεως και εν τω ΅εταξύ να διατάξη την προφυλάκισιν ή την επί εγγυήσει απόλυσιν του συλληφθέντος δυνά΅ει του εντάλ΅ατος προσώπου .»
Οι εξουσίες του Δικαστηρίου να διατάξει την κράτηση δυνάμει των διατάξεων αυτών, ταυτίζονται με εκείνες Επαρχιακού Δικαστηρίου κατά τη διενέργεια προανάκρισης. Ως εκ τούτου, η κράτηση εκζητούμενου δεν συναρτάται με το βάσιμο της αίτησης για έκδοση, αλλά με τη διασφάλιση της προσέλευσης του στη δίκη. Είναι δυνάμει αυτών των διατάξεων που η κράτηση του εκζητούμενου μπορεί να παραταθεί από το Δικαστήριο με διαδοχικές διαταγές προς τούτο, εκκρεμούσης της ολοκλήρωσης της ενώπιον του διαδικασίας για έκδοση. Αν ικανοποιηθεί, τελικά, ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις του Νόμου για έκδοση, το Δικαστήριο, κατά το άρθρο 9(5):
«. θέλει διατάξει τηv πρoφυλάκισιv αυτoύ μέχρις oυ χωρήση η έκδoσις, εκτός εάv η έκδoσις απαγoρεύεται δυvάμει ετέρας τιvός πρovoίας τoυ παρόvτoς Νόμoυ· εv εvαvτία περιπτώσει θέλει διατάξει όπως τo εις o αφoρά η αίτησις εκδόσεως πρόσωπov αφεθή ελεύθερoν.».
Σύμφωνα με το άρθρο 10(1):
«Τo Δικαστήριov, εv πάση περιπτώσει, καθ' ηv ήθελε διατάξει τηv κράτησιv τoυ υπό έκδoσιv πρoσώπoυ δυvάμει τoυ άρθρoυ 9, θέλει πληρoφoρήσει άμα τov εvδιαφερόμεvov, εις κoιvήv γλώσσαv, περί τoυ δικαιώματoς αυτoύ όπως υπoβάλη αίτησιv διά habeas corpus πρoς τoύτoις δε αμελλητί κoιvoπoιήση τηv τoιαύτηv απόφασιv τω Υπoυργώ.»
(Η υπογράμμιση είναι του Δικαστηρίου).
Ερμηνεύοντας το άρθρο 10(1) του Ν.97/70, στην υπόθεση David Carter Αρ.2 (1995) 1 Α.Α.Δ 1098, ο Νικολάου, Δ., επισήμανε τα ακόλουθα:
«. η εφαρμογή του άρθρου 10(1) προσδιορίζεται από την πρόνοια η οποία περιέχεται σε αυτό ότι η αναγκαιότητα για πληροφόρηση επιβάλλεται όπου το Επαρχιακό Δικαστήριο "ήθελε διατάξει την κράτησιν του υπό έκδοσιν προσώπου δυνάμει του άρθρου 9...." Η φράση "του υπό έκδοση προσώπου" σημαίνει, κατά τη γνώμη μου, του προσώπου το οποίο τελεί υπό έκδοση κατόπιν της περί τούτου απόφανσης του Επαρχιακού Δικαστηρίου δυνάμει του εδαφίου 5 του άρθρου 9, και όχι προσώπου το οποίο τίθεται υπό σύλληψη ή υπό κράτηση στα άλλα. προγενέστερα στάδια που αναφέρονται στο άρθρο 9. Η εισαγωγική φράση στο άρθρο 10(1) ότι η πληροφόρηση γίνεται "εν πάση περιπτώσει" δεν μπορεί παρά να αναφέρεται σε μόνο τις δύο περιπτώσεις που εκτίθενται στο εδάφιο 5 του άρθρου 9 διότι, καθώς ανέφερα, μόνο με την έλευση μιάς από εκείνες τις δύο περιπτώσεις θα μπορούσε το πρόσωπο να τελεί υπό έκδοση, όπως ακολούθως προσδιορίζεται στο άρθρο 10(1).»
Συμφωνώ με την πιο πάνω προσέγγιση και την υιοθετώ.
Πιο πρόσφατα, στην υπόθεση Αναφορικά με την αίτηση για έκδοση του Seif Eldin Mostafa Mohamed Amam, Πολιτική Έφεση 379/2016, ημερ. 31.5.2017, ECLI:CY:AD:2017:A204, το Εφετείο υπέδειξε με αναφορά στο άρθρο 10 του Ν.97/70 ότι:
«Με βάση την πιο πάνω νομοθετική διάταξη, μετά που αποφασίζεται η προφυλάκιση προσώπου μέχρι την έκδοσή του, ο φυγόδικος έχει δικαίωμα υποβολής αίτησης για έκδοση εντάλματος Habeas corpus και, ακολούθως, σε περίπτωση απόρριψης του αιτήματός του, σε δικαίωμα έφεσης κατά της εν λόγω απορριπτικής απόφασης, διαβήματα τα οποία έχει λάβει ο εφεσείων στην παρούσα περίπτωση.»
(Η υπογράμμιση είναι του παρόντος Δικαστηρίου).
Θεωρώ, επομένως, ότι το άρθρο 10(1) του Ν.97/70 δεν εφαρμόζεται στην προκειμένη περίπτωση.
Η συνηθισμένη διαδικασία για habeas corpus δεν έχει το χαρακτήρα έφεσης κατά δικαστικής απόφασης η οποία λήφθηκε στα πλαίσια της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου. Το μόνο ερώτημα που μπορεί να απασχολήσει στα πλαίσια τέτοιας αίτησης, με την οποία επιδιώκεται η απελευθέρωση προσώπου που τέθηκε υπό περιορισμό δυνάμει δικαστικού διατάγματος κράτησης, όπως στην προκειμένη περίπτωση, είναι κατά πόσο το Δικαστήριο είχε δικαιοδοσία να εκδώσει το διάταγμα κράτησης του. Όπως τέθηκε το ζήτημα από το δικαστή Λόρδο Diplock, στην Government of the Federal Republic of Germany v Sotiriadis et al (ανωτέρω):
«Habeas corpus does not provide a remedy by way of appeal from judicial decisions made within jurisdiction. So, as a general rule, upon an application for a writ of habeas corpus to secure the release of a prisoner detained pursuant to an order made by a judicial authority as a result of a judicial hearing, the only question for the High Court, and for this House on appeal from the High Court, is whether or not the judicial authority had jurisdiction to make the order for his detention.»
(Βλ. επίσης In re McAleenan's application [1985] 13 NIJB 496).
Εν προκειμένω, δεν αμφισβητείται η δικαιοδοσία του Δικαστηρίου, αλλά η ορθότητα του τρόπου άσκησης της διακριτικής του εξουσίας να διατάξει την κράτηση του αιτητή. Τίθεται λοιπόν το ερώτημα, συναφώς, ποιο είναι το ένδικο μέσο για την προσβολή ενδιάμεσης απόφασης Δικαστηρίου για προφυλάκιση εκζητούμενου δυνάμει των εδαφίων 2 και 3 του άρθρου 9 Ν.97/70; Στην Kotlyarenko ν. Γενικού Εισαγγελέα (2009) 2 Α.Α.Δ 269 απασχόλησε το ερώτημα αν ο έλεγχος απόφασης πρωτόδικου δικαστηρίου, σε διαδικασία δυνάμει του Νόμου για έκδοση φυγοδίκων, γίνεται με πολιτική έφεση ή με προνομιακό ένταλμα. Το ερώτημα αφορούσε ειδικά σε διάταγμα κράτησης που εκδόθηκε από το Δικαστήριο και διαρκούσε μέχρι την ημερομηνία που ανέβαλε την αίτηση για έκδοση του εφεσείοντα, ώστε να προσκομίζονταν τα αναγκαία έγγραφα και να κατατίθετο η εξουσιοδότηση του Υπουργού Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξεως, δηλαδή σε διαφορετικό στάδιο της διαδικασίας από στην παρούσα υπόθεση. Υποδείχθηκε ότι η ποινική έφεση δεν ήταν το ένδικο μέσο για την προσβολή του διατάγματος κράτησης του αιτητή και ότι αυτός θα μπορούσε να προσβάλει την πρωτόδικη απόφαση, με το ορθό ένδικο μέσο, στα πλαίσια της πολιτικής δικαιοδοσίας στην οποία η νομολογία εντάσσει τα θέματα φυγοδίκων.
Είναι επιβεβαιωμένο από τη νομολογία ότι η διαδικασία φυγοδίκου συνιστά πολιτική διαδικασία εν τη εννοία του άρθρου 22 του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960 (Ν.14/60), (βλ. Δημοκρατία ν. Kolesnikov (2008) 1 A.A.Δ 594 και Αναφορικά με την Αίτηση της Ρωσικής Ομοσπονδίας για την έκδοση του Victor Nicolaevich Makushin (Αρ.1) (2012) 1 Α.Α.Δ 20). Λέχθηκε σχετικά στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας (Αρ. 3) (1995) 1 Α.Α.Δ. 361, την οποία ακολούθησε η Makushin (ανωτέρω):
«.Το ’ρθρο 25 του Ν. 14/60 παρέχει, τηρουμένου του διαδικαστικού κανονισμού, δικαίωμα έφεσης εναντίον κάθε απόφασης Επαρχιακού Δικαστηρίου που ασκεί πολιτική δικαιοδοσία. Η πολιτική δικαιοδοσία του Επαρχιακού Δικαστηρίου προσδιορίζεται στο ’ρθρο 22 του ιδίου Νόμου και επεκτείνεται στην εκδίκαση κάθε αγωγής. Ο όρος «αγωγή» δε συμπίπτει με την έννοια της λέξης στην καθομιλουμένη, αλλά έχει τη σημασία που του προσδίδει το ’ρθρο 2 του Ν. 14/60 και περιλαμβάνει κάθε διαδικασία η οποία άρχεται με την έκδοση κλητηρίου εντάλματος ή με οποιοδήποτε άλλο τρόπο που καθορίζεται από το διαδικαστικό κανονισμό. Η Δ.2 των περί Πολιτικής Δικονομίας Θεσμών, αφετέρου, ορίζει ότι ο όρος «αγωγή» (action) περιλαμβάνει και κάθε διαδικασία η οποία προβλέπεται εκτός από τους κανονισμούς και από νόμο.
Η διαδικασία για την έκδοση φυγοδίκου δε σκοπεί στην τιμωρία του φυγοδίκου, προβλέπεται από το νόμο και συνιστά ένα από τους τρόπους έγερσης «αγωγής». Συνεπώς, συνιστά πολιτική διαδικασία συνυφασμένη με την πολιτική δικαιοδοσία του Επαρχιακού Δικαστηρίου οι αποφάσεις στο πλαίσιο της άσκησης της οποίας υπόκεινται σε έφεση βάσει του ’ρθρου 25(1) του Ν. 14/60.»
Αμέσως μετά την παράθεση του πιο πάνω αποσπάσματος, το Εφετείο στη Makushin παρατηρεί πως το Εφετείο στην Kolesnikov:
« . υπέδειξε την ανάγκη εκσυγχρονισμού της νομοθεσίας η οποία διέπει το θέμα των ένδικων μέσων που έχει εκ του νόμου η κάθε πλευρά εναντίον απόφασης Επαρχιακού Δικαστηρίου σε υποθέσεις έκδοσης φυγοδίκων. Προφανώς, η εν παρόδω υπόδειξη του Εφετείου, έγινε για να αρθεί νομοθετικά η αμφισβήτηση η οποία φαίνεται πως εξακολουθεί να υποβόσκει ως προς τα προσφερόμενα ένδικα μέσα προς αμφισβήτηση ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου των αποφάσεων των Επαρχιακών Δικαστηρίων σε υποθέσεις έκδοσης φυγοδίκων και αυτό, παρά το γεγονός ότι τόσο στην Kolesnikov (ανωτέρω) όσο και στις Kotlyarenko και Vlatislav (ανωτέρω), επιβεβαιώθηκε το δικαίωμα του Γενικού Εισαγγελέα για άσκηση έφεσης κατά απορριπτικής απόφασης αιτήματος έκδοσης φυγοδίκου.».
Δεν εντοπίζεται οτιδήποτε στο σκεπτικό του Δικαστηρίου στις τρεις πιο πάνω αποφάσεις (Γενικός Εισαγγελέας (Αρ. 3), Makushin και Kolesnikov) που να περιορίζει την εφαρμογή του στις περιπτώσεις που η πρωτόδικη απόφαση προσβάλλεται από τη Δημοκρατία και όχι από τον εκζητούμενο.
Για τους πιο πάνω λόγους, κρίνω ότι η αίτηση του αιτητή για habeas corpus δεν είναι το ορθό ένδικο μέσο για προσβολή του διατάγματος προφυλάκισης, που εκδόθηκε από το Επαρχιακό Δικαστήριο σε σχέση με αυτόν δυνάμει του άρθρου 9(2) και (3) του Ν.97/70, ασκώντας τη διακριτική του εξουσία. Δεν παραγνωρίζεται, βέβαια, ότι το Εφετείο στις Ποινικές Εφέσεις 200/18 και 203/18 θεώρησε ότι ορθά το Επαρχιακό Δικαστήριο πληροφόρησε τον αιτητή ότι είχε δικαίωμα να προσφύγει στο Ανώτατο Δικαστήριο καταχωρώντας αίτηση για habeas corpus με σκοπό την αποφυλάκιση του. Πρόκειται για αναφορά obiter dictum η οποία δεν δεσμεύει το παρόν Δικαστήριο, αφού αντικείμενο εξέτασης και τελικής απόφανσης στις εν λόγω ποινικές εφέσεις ήταν η ορθότητα του ένδικου μέσου της ποινικής έφεσης στο οποίο είχε καταφύγει ο αιτητής.
Υπό το φως των πιο πάνω, η αίτηση απορρίπτεται. Καμία διαταγή για έξοδα.
Τα έξοδα της μεταφράστριας να καταβληθούν από τη Δημοκρατία.
Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ.
/ΣΓεωργίου