ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2018:A306
(Σχετ. με 58/2010 και 56/2013)
25 Ιουνίου, 2018
[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π., ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.Δ.]
(Πολιτική Έφεση αρ. 56/2010)
ΜΕΤΑΞΥ:
Εφεσείοντα-Ενάγοντα
και
1. ΤΑΒΕΛΟΥΔΗ,
2. ΤΑΒΕΛΟΥΔΗ, ΕΚ ΛΕΜΕΣΟΥ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΟΥ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΟΥ ΑΠΟΒΙΩΣΑΝΤΑ ΤΑΒΕΛΟΥΔΗ, ΤΕΩΣ ΕΚ ΛΕΜΕΣΟΥ, Ο ΟΠΟΙΟΣ ΕΝΗΓΕΤΟ ΠΡΟΣΩΠΙΚΑ ΚΑΙ/Ή ΚΛΗΡΟΝΟΜΟΣ ΚΑΙ/Ή ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΗΣ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΟΥ ΤΑΒΕΛΟΥΔΗ, ΤΕΩΣ ΕΚ ΛΕΜΕΣΟΥ,
Εφεσιβλήτων-Εναγομένων.
-----------------------
(Πολιτική Έφεση αρ. 58/2010)
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 53-71 ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΝΟΜΟΥ ΚΕΦ. 6.
και
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΕΜΠΡΑΓΜΑΤΑ ΒΑΡΗ ΜΕ ΑΡ. 2259/05 ΚΑΙ 1389/08 ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΚΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟΥ ΛΕΜΕΣΟΥ ΠΡΟΣ ΟΦΕΛΟΣ ΤΟΥ ΣΟΦΟΚΛΕΟΥΣ, ΑΠΟ ΤΗ ΛΕΜΕΣΟ
Εφεσείοντα
και
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΤΑΒΕΛΟΥΔΗ, ΑΠΟ ΤΗ ΛΕΜΕΣΟ
ΑΙΤΗΣΗ ΑΠΟ ΤΟΝ ΤΑΒΕΛΟΥΔΗ, ΑΠΟ ΤΗ ΛΕΜΕΣΟ
Εφεσίβλητου.
-----------------------
(Πολιτική Έφεση αρ. 56/2013)
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΕΜΠΡΑΓΜΑΤΑ ΒΑΡΗ ΜΕ ΑΡ. 480/08 ΚΑΙ 1431/08 ΚΑΙ 1519/08 ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΚΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟΥ ΛΕΜΕΣΟΥ ΠΡΟΣ ΟΦΕΛΟΣ ΤΟΥ ΣΟΦΟΚΛΕΟΥΣ, ΑΠΟ ΤΗ ΛΕΜΕΣΟ
Εφεσείοντα/Αιτητή
και
ΤΑΒΕΛΟΥΔΗ, ΕΚ ΛΕΜΕΣΟΥ, ΣΑΝ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΗΣ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΟΥ ΑΠΟΒΙΩΣΑΝΤΟΣ ΤΑΒΕΛΟΥΔΗ, ΤΕΩΣ ΕΚ ΛΕΜΕΣΟΥ
Εφεσίβλητου/Καθ΄ ου η αίτηση.
-----------------------
ΑΙΤΗΣΗ ΗΜΕΡ. 12.3.2018.
Ο Εφεσείων-Αιτητής, Ανδρέας Σοφοκλέους, παρουσιάζεται προσωπικά.
Μ. Ηλία (κα.) για Ηλ. Ηλία, για τον Εφεσίβλητο-Καθ΄ ου η αίτηση.
-----------------------
Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Νικολάτος, Π.
------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.: Ο Αιτητής εξαιτείται αποφάσεως και/ή διατάγματος του Ανωτάτου Δικαστηρίου ως εξής:
1. Διάταγμα και/ή απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου δια του οποίου, μετά την αποτυχία ορθής και δίκαιης επανααποστενογράφησης των πρακτικών της Αγωγής 6363/2005 του Ε.Δ. Λεμεσού και μετά το προφορικό αίτημα του ως άνω Εφεσείοντα-Ενάγοντα-Αιτητού και Δικηγόρου στο Ανώτατο Δικαστήριο την 1.3.2018 να ασκήσει τις εξουσίες που του απονέμει και/ή του παρέχει το άρθρο 25(3) του Ν 14/1960 ως ετροποποιήθηκε και για συντόμευση της διαδικασίας και να προβεί σε επανακρόαση της υπόθεσης και της Διαταγής του Ανωτάτου Δικαστηρίου ο Αιτητής να κάμει - να καταχωρήσει γραπτή αίτηση ως το πρακτικό του Ανωτάτου Δικαστηρίου ημερομηνίας 1.3.2018.
2. Να επιτραπεί στον Εφεσείοντα-Ενάγοντα-Αιτητή να καταθέσει από το εδώλιο του μάρτυρος όλα τα έγγραφα που είναι στην κατοχή του και αποδεικνύουν πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας την υπόθεση του και τα επιδοτήρια που επέδωσε στους δικηγόρους των αντιδίκων του πρωτοδίκως (1) για αποκάλυψη εγγράφων και (2) για παραδοχή γεγονότων και να του επιτραπεί για την κυρίως εξέταση του, αντεξέταση του και επανεξέταση και μόνον και για να έχει δίκαιη δίκη και ισότητα διαδίκων.
3. Οιανδήποτε άλλη απόφαση ή διάταγμα ήθελε κρίνει το Σεβαστό Δικαστήριο δίκαιο υπό τις περιστάσεις.
4. Έξοδα της αιτήσεως και πλέον έξοδα επιδόσεως.
Η αίτηση βασίζεται στα Άρθρα 23.1., 28, 30, 34 και 35 του Συντάγματος στο άρθρο 6 του Ν 39/1962 που είναι νόμος αυξημένης τυπικής ισχύος, στο άρθρο 25(3) του Ν 14/1960 ως ετροποποιήθηκε στο άρθρο 10 και στο άρθρο 32(3) του Νόμου περί Ακίνητης Ιδιοκτησίας Κεφ. 224 και στο άρθρο 7 του Πολιτικής Δικονομίας Νόμου Κεφ. 6, στις Δ.48, Καν. 1, στη Δ.39 Καν. 17 και στη διακριτική και σύμφυτη εξουσία του Δικαστηρίου.
Τα γεγονότα στα οποία βασίζεται η αίτηση εμφαίνονται στην συνημμένη βεβαίωση του Εφεσείοντα-Αιτητού κ. Ανδρέα Σοφοκλέους, εκ Λεμεσού, ημερ. 12.3.2018.
Εκ μέρους του εφεσίβλητου-καθ΄ ου η αίτηση καταχωρήθηκε ένσταση η οποία επίσης υποστηρίζεται από ένορκη δήλωση. Η ένσταση βασίζεται στους Θεσμούς Πολιτικής Δικονομίας Δ.48 θ.θ. 4 και 7, στον περί Δικαστηρίων Νόμο του 1960 (Ν 14/60), άρθρο 25(3), στο Άρθρο 30 του Συντάγματος και τις συμφυείς εξουσίες του Δικαστηρίου. Η ένορκη δήλωση προς υποστήριξη της ένστασης υπογράφεται από τον κ. Ταβελούδη, από τη Λεμεσό.
Οι δύο πλευρές καταχώρησαν γραπτές αγορεύσεις προς υποστήριξη των εκατέρωθεν θέσεων.
Η κύρια νομοθετική πρόνοια επί της οποίας βασίζεται η υπό εξέταση αίτηση είναι το άρθρο 25(3) του Ν 14/60. Στο προαναφερόμενο εδάφιο προνοείται ότι, επιπροσθέτως οιονδήποτε άλλων εξουσιών του, το Ανώτατο Δικαστήριο, κατά την ακρόαση και διάγνωση οιασδήποτε εφέσεως, είτε πολιτικής είτε ποινικής, έχει εξουσία να ακούει και δέχεται περαιτέρω αποδεικτικά μέσα και, όπου οι περιστάσεις της υπόθεσης το απαιτούν, «να επανακροάται οιωνδήποτε μαρτύρων ήδη ακουσθέντων υπό του εκδικάσαντος δικαστηρίου».
Την 1.3.2018 ο εφεσείων-αιτητής, ο οποίος εμφανίζεται προσωπικά και ως μάρτυρας, ανέφερε στο Εφετείο ότι θα εισηγηθεί την εφαρμογή του άρθρου 25(3), καθότι τα πρακτικά του πρωτόδικου δικαστηρίου ακόμη και μετά την αίτηση για διόρθωση τους, σύμφωνα με τον αιτητή, είναι πλαστογραφημένα ή παρουσιάζουν λάθη. Το Εφετείο έδωσε οδηγίες (την 1.3.2018) στον αιτητή να καταχωρήσει γραπτώς το αίτημα του με πλήρη αιτιολόγηση του και όπως ο καθ΄ ου η αίτηση, αν επιθυμεί, καταχωρήσει ένσταση, επίσης με αιτιολόγηση.
Θεωρούμε ορθό να σημειώσουμε ότι στην Πολιτική Έφεση 107/16, μεταξύ των ιδίων διαδίκων, ημερ. 11.9.2017, το Εφετείο, υπό διαφορετική σύνθεση, παραμέρισε πρωτόδικη απόφαση με την οποίαν απορρίφθηκε αίτημα του εφεσείοντα-αιτητή για διόρθωση και συμπλήρωση των πρακτικών επειδή η αίτηση αποφασίστηκε όχι από τον εκδικάσαντα Δικαστή αλλά από άλλο Δικαστή του ιδίου δικαστηρίου. Στη συνέχεια, όπως ήδη αναφέραμε, ο εφεσείων-αιτητής καταχώρησε αίτηση ενώπιον του εκδικάσαντος Δικαστή, ο οποίος διέταξε τη διόρθωση των πρακτικών, τα οποία όμως, και πάλι, ο εφεσείων-αιτητής δεν θεώρησε ως ικανοποιητικά. Ως συνέπεια των ανωτέρω ο εφεσείων-αιτητής καταχώρησε την υπό εξέταση αίτηση.
Με την παρούσα αίτηση ζητείται από το Ανώτατο Δικαστήριο η άσκηση των εξουσιών του δυνάμει του άρθρου 25(3) του Ν 14/60 και συγκεκριμένα όπως το Εφετείο προβεί σε επανακρόαση της υπόθεσης και όπως επιτραπεί στον εφεσείοντα-αιτητή να καταθέσει από το εδώλιο του μάρτυρος όλα τα έγγραφα που είναι στην κατοχή του και αποδεικνύουν την υπόθεση του εναντίον του εφεσίβλητου-εναγόμενου-καθ΄ ου η αίτηση. Είναι η θέση του αιτητή ότι, ενόψει των προβληματικών πρακτικών, που τηρήθηκαν πρωτοδίκως στην Αγωγή 6363/05, αυτός δεν θα τύχει δίκαιης δίκης εκτός εάν γίνει επανακρόαση της υπόθεσης ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου και ο ενάγων-αιτητής δώσει μαρτυρία προς απόδειξη της υπόθεσης του, σύμφωνα με το άρθρο 25(3).
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι η απόφαση στην Αγωγή 6363/05, του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού, είναι υπό έφεση, η οποία εκκρεμεί προς εκδίκαση στην Π.Ε. 56/10, η οποία είναι σχετική με τις Π.Ε. 58/10 και 56/13, οι οποίες επίσης εκκρεμούν προς εκδίκαση.
Καταρχάς θα πρέπει να τονιστεί ότι, όπως είναι παγίως θεμελιωμένο, τα πρακτικά αποτελούν τον αυθεντικό οδηγό για τα όσα διαδραματίστηκαν στην πρωτόδικη διαδικασία (Δέστε: Ζερβού κ.α. ν. Τράπεζας Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ (2011) 1(Γ) ΑΑΔ, 2192, Αυξεντίου ν. Δημοκρατίας (1999) 2 ΑΑΔ, 5 και Χατζηγεωργίου ν. Αστυνομίας, Ποινική Έφεση αρ. 329/15, ημερ. 11.5.2017, ECLI:CY:AD:2017:B173).
Αναφορικά με την εμβέλεια του άρθρου 25(3) σχετικά είναι τα όσα αναφέρθηκαν στην υπόθεση Ζαρή ν. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση αρ. 193/2010, ημερ. 11.5.2015, τα οποία παραθέτουμε:
«Οι πρόνοιες του άρθρου 146(β) και (γ) του Κεφ. 155 συναρτώνται με τα διαλαμβανόμενα στο άρθρο 25(3) του Ν. 14/60. Το εν λόγω εδάφιο διεύρυνε τις εξουσίες του Ανωτάτου Δικαστηρίου να ακούει μαρτυρία κατ΄ έφεση. Η ερμηνεία και εμβέλεια των προνοιών του άρθρου 25(3) εξετάστηκε σε σειρά αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου, αρχής γενομένης από την Philippos Charalambous v. Sotiris Demetriou (1961) CLR 14. Ηταν η προσέγγιση του Ανωτάτου Δικαστηρίου ότι με το υπό αναφορά νομοθέτημα δεν διευρύνεται ριζικά η εξουσία επέμβασής του σε ευρήματα γεγονότων του πρωτόδικου Δικαστηρίου βασισμένα στην αξιοπιστία μαρτύρων, εκτός σε εξαιρετικές περιπτώσεις. Στη μετέπειτα απόφαση Kkolis v. The Republic (1961) CLR 53, επιβεβαιώθηκε ότι το υπό εξέταση εδάφιο δεν παρέχει απεριόριστη εξουσία στο Ανώτατο Δικαστήριο να επεμβαίνει σε ευρήματα γεγονότων, εκτός κάτω από εξαιρετικές περιστάσεις. Ακολούθησαν οι αποφάσεις Simadiakos v. The Police (1961) CLR 64, Christodoulides v. The Police (1968) 2 CLR 226, Vrahimis v. The Police (1970) 2 CLR 120 και Varnava v. The Police (1973) 2 CLR 317, όπου επιβεβαιώθηκε η προηγούμενη νομολογιακή προσέγγιση και δεν έγινε αποδεκτή η θέση ότι με τη θεσμοθέτηση του άρθρου 25(3) επήλθε ουσιαστική αλλαγή ως προς την υφιστάμενη κατάσταση πραγμάτων σε αναφορά με τη θεώρηση ευρημάτων γεγονότων. Τονίστηκε ότι τα εν λόγω ευρήματα ανάγονται στη δικαιοδοσία του πρωτόδικου Δικαστηρίου και ότι το άρθρο 25(3) δεν σκόπευε στη μεταβολή της θέσης αυτής.
Το βάρος απόδειξης ότι παρέχεται πεδίο για την εφαρμογή του άρθρου 25(3) παραμένει στο μέρος που προσβάλλει τα ευρήματα και εναπόκειται σε κάθε περίπτωση στο διάδικο ο οποίος προωθεί εισήγηση για προσαγωγή μαρτυρίας ενώπιον του Εφετείου να πείσει για την αναγκαιότητα αυτή (HadjiAntoni v. Vassiliadou (1961) CLR 103)........................................................
Ως προς τα κριτήρια που διέπουν την αποδοχή μαρτυρίας κατ΄ έφεση, καθοδηγητική είναι η απόφαση Δημητρίου ν. Δημοκρατίας (Αρ. 1) (2001) 2 ΑΑΔ 8, όπου, αφού γίνεται εκτεταμένη ανασκόπηση της σταθερής επί του θέματος νομολογίας, καθορίζεται ότι οι προϋποθέσεις είναι:
«(α) Η μαρτυρία δεν μπορούσε να εξασφαλιστεί προς χρήση κατά την πρωτόδικη διαδικασία με την επίδειξη εύλογης επιμέλειας.
(β) Η μαρτυρία πρέπει να είναι τέτοια ώστε αν προσαγόταν θα ήταν πιθανό να είχε κάποια σημαντική επίδραση στο αποτέλεσμα της υπόθεσης αν και δεν είναι ανάγκη να είναι αποφασιστικής σημασίας.
(γ) Η μαρτυρία πρέπει να είναι τέτοια ώστε να εμφανίζεται αξιόπιστη αν και δεν είναι ανάγκη να είναι αναντίλεκτη.»
Προκύπτει ως κοινή συνισταμένη του δικαστικού λόγου που καλύπτει το σύνολο της νομολογίας αναφορικά με την ερμηνεία του άρθρου 25(3) ότι η εξουσία επανακρόασης μαρτύρων σπάνια χρησιμοποιείται, αφού, όπως ήδη λέχθηκε, η εισαγωγή και αξιολόγηση μαρτυρίας επαφίεται στο πρωτόδικο Δικαστήριο. Μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις μπορεί να δικαιολογηθεί η παρουσίαση μαρτυρίας κατ΄ έφεση και, κατά κανόνα, υπό την προϋπόθεση ότι παρέχεται επεξήγηση της παράλειψης προσαγωγής της ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Θα πρέπει δε, προκειμένου να γίνει δεκτή η παροχή τέτοιας μαρτυρίας, να φαίνεται ότι θα μπορούσε να είχε σημαντική επίδραση στο αποτέλεσμα της δίκης.»
Οι σχετικές, με την παρούσα αίτηση, εξουσίες, επομένως, που παρέχονται στο Ανώτατο Δικαστήριο από το άρθρο 25(3) είναι:
(α) Να ακούει και να δέχεται περαιτέρω αποδεικτικά μέσα, και
(β) Όπου οι περιστάσεις της υπόθεσης το απαιτούν να επανακούει οποιουσδήποτε μάρτυρες που ήδη ακούστηκαν ενώπιον του εκδικάσαντος πρωτόδικου δικαστηρίου.
Ο εφεσείων-αιτητής δεν ακούστηκε ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου ως μάρτυρας. Παρόλο που ορκίστηκε ως Μ.Ε.3, μετά από αρχική ένσταση του εφεσίβλητου-καθ΄ ου η αίτηση, η οποία στη συνέχεια αποσύρθηκε, αφού διαβεβαίωσε ότι θα πει στο δικαστήριο την αλήθεια, όλη την αλήθεια και μόνον την αλήθεια και ανέφερε το όνομα του, είπε μόνο «σ΄ αυτό το στάδιο για να αποφύγουμε κατά τη γνώμη μας κάποια δυσάρεστα δεν επιθυμώ να καταθέσω οτιδήποτε» (Δέστε πρακτικό ημερ. 17.10.2008).
Ενόψει, επομένως, του γεγονότος ότι ο εφεσείων-αιτητής δεν ακούστηκε ως μάρτυρας ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου, είναι προφανές ότι δεν παρέχεται εξουσία στο Ανώτατο Δικαστήριο, δυνάμει του άρθρου 25(3), να του επιτρέψει να δώσει μαρτυρία κατά τον τρόπο που ο ίδιος επιθυμεί.
Απομένει, επομένως, η διακριτική ευχέρεια δυνάμει του άρθρου 25(3) να ακούει και να δέχεται περαιτέρω αποδεικτικά μέσα, το Ανώτατο Δικαστήριο, όπου οι περιστάσεις της υπόθεσης το απαιτούν. Σύμφωνα με τη Ζαρή (ανωτέρω) και τις αποφάσεις που αναφέρονται εκεί, οι προϋποθέσεις για την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου υπέρ του αιτητή είναι: (α) η μαρτυρία να μην μπορούσε να εξασφαλιστεί προς χρήση, κατά την πρωτόδικη διαδικασία, με την επίδειξη εύλογης επιμέλειας, (β) η μαρτυρία να είναι τέτοια ώστε αν προσαγόταν να ήταν πιθανό να είχε σημαντική επίδραση στο αποτέλεσμα της υπόθεσης, και (γ) η μαρτυρία να εμφανίζεται ως αξιόπιστη αν και δεν είναι απαραίτητο να είναι αναντίλεκτη.
Στην προκείμενη περίπτωση ο εφεσείων-αιτητής δεν ικανοποίησε τουλάχιστον την πρώτη προϋπόθεση. Δεν έδωσε οποιαδήποτε εξήγηση γιατί, ενώ ορκίστηκε ως μάρτυρας ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου, δεν κατέθεσε τα έγγραφα που έχει στην κατοχή του και τα οποία αποδεικνύουν, κατά την εισήγηση του, την υπόθεση του. Παρά το ότι ο εφεσείων-αιτητής είχε, προφανώς, όλα τα έγγραφα στην κατοχή του δεν τα κατέθεσε ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου αλλά επιθυμεί να τα καταθέσει τώρα ενώπιον του Εφετείου καθόν χρόνο μάλιστα εκκρεμεί η εκδίκαση της έφεσης του κατά της πρωτόδικης απόφασης.
Για τους προαναφερόμενους λόγους θεωρούμε την αίτηση ως εντελώς αβάσιμη, αδικαιολόγητη και καταχρηστική και την απορρίπτουμε, με έξοδα εις βάρος του εφεσείοντα-αιτητή, τα οποία να υπολογιστούν από τον αρμόδιο Πρωτοκολλητή και να υποβληθούν για έγκριση από το Δικαστήριο.
Π.
Δ.
Δ.
/ΕΑΠ.