ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Συνεργατική Πιστωτική Eταιρεία Aγίας Nάπας ν. Άντυ Kυριακίδη και Άλλων (2008) 1 ΑΑΔ 716
Νικολάου Ανδρέας Χατζηγεωργίου ν. Νέα Συνεργατική Πιστωτική Εταιρεία Αγλαντζιάς (2012) 1 ΑΑΔ 707
Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας στους οποίους κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας Δ.48
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Ν. 216/1990 - Ο περί Σχέσεων Γονέων και Τέκνων Νόμος του 1990
Ν. 22/1985 - Ο περί Συνεργατικών Εταιρειών Νόμος του 1985
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
ECLI:CY:AD:2018:A311
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Πολιτική Έφεση Αρ. 477/2012
27 Ιουνίου, 2018
[ΠΑΝΑΓΗ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΓΙΑΣΕΜΗ, Δ/ΣΤΕΣ]
ΜΕΤΑΞΥ:
1. XXXXX ΜΙΧΑΗΛΙΔΗ
2. XXXXX ΜΙΧΑΗΛΙΔΗ
3. XXXXX ΜΙΧΑΗΛΙΔΗ
4. XXXXX ΜΙΧΑΗΛΙΔΗ
5. XXXXX ΜΙΧΑΗΛΙΔΗ
Εφεσειόντων/Καθ΄ ων η Αίτηση Αρ. 1-5
ΚΑΙ
ΣΥΝΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΠΙΣΤΩΤΙΚΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ ΠΕΓΕΙΑΣ
Εφεσίβλητης/Αιτήτριας
......
Α. Δημητριάδης, για Εφεσείοντες
Μ. Λουκά, για Εφεσίβλητη
ΠΑΝΑΓΗ Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Χριστοδούλου, Δ.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.: Δυνάμει του άρθρου 52(1) του περί Συνεργατικών Εταιρειών Νόμου του 1985 (Ν.22/85 όπως τροποποιήθηκε, στο εξής ο Νόμος), η διαφορά που προέκυψε μεταξύ της Συνεργατικής Πιστωτικής Εταιρείας Πέγειας (εφεσίβλητης) και των εφεσειόντων σε σχέση με το γραμμάτιο XXXXX677-3 για €770.541,62 που είχαν υπογράψει οι εφεσίβλητοι παραπέμφθηκε προς επίλυση στο Διαιτητή XXXXX. Χαραλαμπίδη.
Με το διορισμό του ο Διαιτητής κάλεσε κατάλληλα τα δύο μέρη να εμφανιστούν ενώπιον του στις 11.6.09 για επίλυση της διαφοράς, πλην όμως οι εφεσείοντες δεν παρουσιάστηκαν. Ενόψει τούτου ο Διαιτητής, αφού εξέτασε τους όρους του γραμματίου και τα άλλα αποδεικτικά στοιχεία που κατατέθηκαν από τον γραμματέα της Συνεργατικής και από ένα υπάλληλο της, εξέδωσε αυθημερόν απόφαση εναντίον των εφεσειόντων για το ποσό των €770.541,62 με τόκο 11% από 12.2.09 και για εκποίηση της υποθήκης Υ5008/05 που δόθηκε ως ασφάλεια αποπληρωμής του γραμματίου.
Η εκδοθείσα διαιτητική απόφαση επιδόθηκε στον εφεσείοντα 1 στις 20.7.10 και στους εφεσείοντες 2-5 στις 8.7.10, πλην όμως ουδείς εξ αυτών την εφεσίβαλε εντός της προθεσμίας των 21 ημερών που προβλέπεται από το άρθρο 52(4) του Νόμου. Με αποτέλεσμα, στις 7.9.10, η εφεσίβλητη να καταχωρίσει αίτηση στο Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου για εγγραφή και εκτέλεση της υπό αναφορά διαιτητικής απόφασης.
Οι εφεσείοντες αντέδρασαν στην πιο πάνω αίτηση της εφεσίβλητης με ένσταση, διατυπώνοντας σωρεία λόγων. Όπως, έλλειψη δικαιοδοσίας του διαιτητή για επίλυση της διαφοράς, επηρεασμό του δικαιώματος τους για δικαστική προστασία, κακή διαχείριση της υπόθεσης από την εφεσίβλητη, ύπαρξη καταχρηστικών ρητρών, αναιτιολόγητη διαιτητική απόφαση, παραγραφή του χρέους και άλλων. Το πρωτόδικο Δικαστήριο όμως, με αναφορά στις Κωνσταντινίδου (1995) 1 Α.Α.Δ. 831, Συνεργατική Πιστωτική Εταιρεία Αγίας Νάπας ν. Κυριακίδη κ.α. (2008) 1 Α.Α.Δ. 716 και Νικολάου ν. Νέας Συνεργατικής Πιστωτικής Εταιρείας Αγλαντζιάς (2012) 1(Α) Α.Α.Δ. 707, απέρριψε όλους τους λόγους ένστασης. Και αυτό στη βάση ότι σύμφωνα με τη νομολογία η εγγραφή διαιτητικής απόφασης είναι τυπικό ζήτημα και το Επαρχιακό Δικαστήριο δεν ελέγχει την ορθότητα της διαιτητικής απόφασης, ούτε υπεισέρχεται στην ουσία της διαφοράς. Ειδικά σε σχέση με συγκεκριμένους λόγους ένστασης, κατέληξε ως ακολούθως:
«Όσον αφορά τους λόγους ένστασης που αναφέρονται σε παραγραφή του χρέους, έλλειψη δικαιοδοσίας του διαιτητή, παραβίαση του δικαιώματος πρόσβασης στο Δικαστήριο, η απουσία της ιδιότητας μέλους της καθ' ης η αίτηση παρά των αιτητών και άλλων λόγων που άπτονται της κρίσης του διαιτητή ή της διαδικασίας της διαιτησίας αποτελούν ζητήματα που εκφεύγουν του δικαστικού ελέγχου στα πλαίσια της παρούσας αίτησης και συνεπώς δεν μπορούν να εξεταστούν. Τα ζητήματα αυτά θα μπορούσαν να εγερθούν με τη λήψη των διαβημάτων που προβλέπονται στο άρθρο 52(4) του περί Συνεργατικών Εταιρειών Νόμου με την καταχώρηση έφεσης εναντίον της απόφασης του Διαιτητή στο Επαρχιακό Δικαστήριο μέσα στην προθεσμία που τάσσει ο Νόμος. Θα μπορούσαν επίσης να προωθηθούν στη βάση του Άρθρου 56 του ιδίου Νόμου με Ιεραρχική Προσφυγή στον αρμόδιο Υπουργό. Από τα γεγονότα που τέθηκαν ενώπιον μου από τις ενόρκους δηλώσεις που συνοδεύουν την αίτηση και ένσταση, δεν έχει καταχωρηθεί έφεση ή άλλο ένδικο μέσο εναντίον της απόφασης».
Οι εφεσείοντες θεωρούν εσφαλμένη την πρωτόδικη απόφαση, την οποία και προσβάλλουν με 4 λόγους έφεσης. Βασικά όμως διατείνονται ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο δικαστήριο προχώρησε στην εγγραφή της διαιτητικής απόφασης:-
1. Κρίνοντας ότι η εγγραφή της είναι τυπικό θέμα και παραλείποντας να εξετάσει τη θέση τους ότι το άρθρο 52(5)[1] του Νόμου παραβιάζει τα Άρθρα 30.1 και 30.2 του Συντάγματός, την Οδηγία 93/13/ΕΟΚ (στο εξής η Οδηγία) η οποία ενσωματώθηκε στην κυπριακή έννομη τάξη από τον περί Καταχρηστικών Ρητρών σε Καταναλωτικές Συμβάσεις Νόμο του 1996 (Ν.93(1)/1996, όπως τροποποιήθηκε από το Ν.69(1)/99) και το άρθρο 9(2) του περί Διαιτησίας Νόμου, Κεφ. 4 (Λόγοι έφεσης 1, 2 και 3) και
2. Χωρίς να αποφασίσει επί του ισχυρισμού τους ότι η εφεσίβλητη δεν προσκόμισε προφορική μαρτυρία για να αποδείξει τους ισχυρισμούς της (4ος λόγος έφεσης). Τούτο γιατί, η αίτηση για εγγραφή διαιτητικής απόφασης είναι πρωτογενής διαδικασία και ενόψει τούτου δεν ετύγχανε εφαρμογής η Δ.48 θ.4(2)(1) που αφορά ενδιάμεσες αιτήσεις. Κατά συνέπεια εφόσον είχαν απορρίψει τα όσα η εφεσίβλητη πρόβαλλε στην ένορκη δήλωση που συνόδευε την αίτηση της για εγγραφή, θα έπρεπε να τα αποδείξει με προφορική μαρτυρία.
Οι πιο πάνω λόγοι έφεσης αναπτύχθηκαν από τον ευπαίδευτο συνήγορο των εφεσειόντων με περίγραμμα αγόρευσης, αλλά και δια ζώσης ενώπιον του Εφετείου, κάτι που έπραξε και ο ευπαίδευτος συνήγορος της εφεσίβλητης ο οποίος υποστήριξε την πρωτόδικη απόφαση.
Έχουμε εξετάσει την πρωτόδικη απόφαση υπό το πρίσμα της εκατέρωθεν (διϊστάμενης) επιχειρηματολογίας, στην οποία θα γίνει αναφορά στο βαθμό που κριθεί απαραίτητο στο κατάλληλο στάδιο.
Αρχίζοντας από το παράπονο των εφεσειόντων ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε ότι η εγγραφή διαιτητικής απόφασης είναι τυπικό ζήτημα, να παρατηρήσουμε ότι επί του προκειμένου το πρωτόδικο Δικαστήριο εφάρμοσε την επί του θέματος νομολογία και ως εκ τούτου δεν μπορεί να του καταλογιστεί σφάλμα. Το ότι στην Νικολάου (ανωτέρω) λέχθηκε πως «. η διαδικασία δεν είναι απλώς τυπική εφόσον δι΄ αυτής επιδιώκεται η πρόσδοση δικαστικής ισχύος στη διαιτητική απόφαση για σκοπούς εκτέλεσης μέσω του επαρχιακού δικαστηρίου.» δεν διαφοροποιεί τη νομολογία. Τούτο γιατί η φράση «η διαδικασία δεν είναι απλώς τυπική» αφορά την προϋπόθεση εγγραφής της διαιτητικής απόφασης που είναι «. η διαπίστωση ότι η εν λόγω απόφαση, φέρει τα απαραίτητα χαρακτηριστικά στοιχεία έγκυρης διαιτητικής απόφασης και ότι γνωστοποιήθηκε στο πρόσωπο εναντίον του οποίου στρέφεται».
To ότι η επίδικη διαιτητική απόφαση έφερε δυνάμει του άρθρου 52 του Νόμου όλα τα απαραίτητα χαρακτηριστικά έγκυρης διαιτητικής απόφασης, δεν αμφισβητείται. Με αυτό ως δεδομένο, το μόνο επίδικο θέμα που είχε ενώπιον του το πρωτόδικο Δικαστήριο ήταν η εγγραφή και εκτέλεση της διαιτητικής απόφασης χωρίς να υπεισέλθει στην ουσία της διαφοράς, όπως επιχείρησαν με την ένσταση τους οι εφεσείοντες. Κατά συνέπεια, το παράπονο τους ότι η εφεσίβλητη θα έπρεπε να προσκομίσει προφορική μαρτυρία για απόδειξη των ισχυρισμών της (4ος λόγος έφεσης) δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.
Αναφορικά τώρα με τα ζητήματα που εγείρονται στους λόγους έφεσης 1, 2 και 3, είναι προφανές ότι αυτά έχουν στο επίκεντρο τους τη θέση ότι το άρθρο 52(5) του Νόμου παραβιάζει (α) τις πρόνοιες του Άρθρου 30.1 και 30.2 του Συντάγματος και (β) τις πρόνοιες του Νόμου 93(1)/1996 (όπως τροποποιήθηκε) που υιοθέτησε την Οδηγία.
Δεν μας βρίσκει σύμφωνους η θέση αυτή και προς τα δύο της σκέλη.
Η πρώτη παράγραφος του Άρθρου 30 του Συντάγματος κατοχυρώνει το δικαίωμα πρόσβασης στο Δικαστήριο, ενώ η δεύτερη το δικαίωμα για δημόσια ακροαματική διαδικασία εντός εύλογου χρόνου από ανεξάρτητο και αρμόδιο Δικαστήριο που ιδρύεται από το Νόμο. Τίποτα όμως στις πρόνοιες του υπό αναφορά άρθρου απαγορεύει την παραπομπή μιας διαφοράς σε διαιτησία, είτε αυτό προβλέπεται από το Νόμο είτε από ιδιωτική συμφωνία (βλ. και Σύνταγμα Κυπριακής Δημοκρατίας, σελ. 186, του Α. Λοΐζου).
To άρθρο 52 του Νόμου αποτελεί αναπαραγωγή του άρθρου 53 του περί Συνεργατικών Εταιρειών Νόμου, Κεφ. 114 και η συμβατότητα του εν λόγω άρθρου προς τα Άρθρα 30 και 28 του Συντάγματος αποτέλεσε αντικείμενο εξέτασης - μεταξύ άλλων - και στην Σικκής ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2002) 4Β Α.Α.Δ. 65 από την οποία το απόσπασμα που ακολουθεί:-
«Στην υπόθεση Co-Operative Grocery of Vasilia v. Haralambos N. Ppirou a.ο., 4 R.S.C.C. 12, όπου εξετάστηκε η συνταγματικότητα της τότε ισχύουσας, παρόμοιας, διάταξης με αναφορά στα Άρθρα 30 και 28 του Συντάγματος, υπογραμμίστηκε ο εθελούσιος χαρακτήρας της διαιτησίας η οποία, παρόλον που προβλεπόταν νομοθετικά, αφορούσε συμβατική στο ιδιωτικό δίκαιο σχέση. Σχετικά είναι τα ακόλουθα αποσπάσματα:
«It follows, therefore, that everybody who forms or becomes a member of, or accepts office in, or employment with, a co-operative society, as well as a co-operative society, as such, registered under CAP 114, must be presumed to have entered voluntarily into a legal relationship which includes as one of its terms and characteristics the form of arbitration provided under section 53 in respect of certain disputes. Thus, an agreement that disputes within the ambit of section 53 shall be determined in the manner prescribed therein comes into being and, it follows that the rights safeguarded as above, under Article 30, are deemed to have been waived, to that extent, as in any other case of voluntary arbitration.
The Court finally is of the opinion that there is nothing in section 53 which is contrary to, or inconsistent with, Article 28, because whatever differentiation or distinction is made between the disputes to which section 53 applies and other civil disputes in general, is based not on arbitrary grounds but on reasonable grounds connected with the special nature and functions of co-operative societies, (vide Argiris Mikrommatis v. The Republic (Minister of Finance & another) 2 R.S.C.C. 125 at p. 131).»
Τα όσα αφορούν σε διαιτησία εμπίπτουν στη δικαιοδοσία αστικού Δικαστηρίου. Παρατηρώ όμως και γενικότερα ότι οι ίδιες οι συνεργατικές εταιρείες λειτουργούν στον τομέα του ιδιωτικού δικαίου (Elia Petrou α.ο. v. New Co-operative Credit Society of Karpasia, 3 R.S.C.C. 58) ενώ αντιθέτως ο Έφορος Συνεργατικών Εταιρειών και Συνεργατικής Αναπτύξεως είναι διοικητικό όργανο στη σφαίρα του δημοσίου δικαίου.»
Οι πιο πάνω επισημάνσεις, με τις οποίες συμφωνούμε πλήρως, τυγχάνουν εφαρμογής και στην παρούσα υπόθεση. Η διαιτησία αποτελεί συμπλήρωμα κάθε σύγχρονου νομικού συστήματος (Γενικός Εισαγγελέας της Κένυας ν. Βank Ful Albeit Uno Wirtshaft AG (1991) 1 A.A.Δ. 585) και ενόψει του γεγονότος ότι το άρθρο 52(4) του Νόμου διασφαλίζει το δικαίωμα σε όποιο θεωρεί πως αδικήθηκε από διαιτητική απόφαση να απευθυνθεί στο Δικαστήριο με έφεση, τα επί τούτου παράπονα των εφεσειόντων δεν ευσταθούν. Και αυτό αφού οι ίδιοι, παρόλο που τους γνωστοποιήθηκε η διαιτητική απόφαση, δεν άσκησαν το δικαίωμα τους να την προσβάλουν δικαστικώς με αποτέλεσμα αυτή να καταστεί τελική δυνάμει του άρθρου 52(5). Ορθώς λοιπόν το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι τα ζητήματα αυτά μόνο στο πλαίσιο της διαιτητικής διαδικασίας μπορούσαν να εγερθούν και - στη συνέχεια - με έφεση ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου. Σχετική επί του θέματος είναι και η απόφαση της Πλήρους Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στη Χριστοφόρου ν. Χριστοφόρου, Νομικό Ερώτημα 373/ημερ. 2.5.17, ECLI:CY:AD:2017:C155, όπου εξετάστηκε η συνταγματικότητα του άρθρου 38(2) του περί Σχέσεων Γονέων και Τέκνων Νόμου του 1990 (Ν.216/90). Το άρθρο αυτό προνοεί αυτόματη αύξηση του (επιδικασθέντος) ποσού διατροφής κατά 10% ανά περίοδο 24 μηνών, με ταυτόχρονη αναγνώριση στον υπόχρεο διατροφής δικαιώματος υποβολής αίτησης όπως μη ισχύει η αυτόματη αύξηση και/ή το ύψος της. Προβλήθηκε επί τούτου ότι το εν λόγω άρθρο παραβιάζει το άρθρο 30.2 του Συντάγματος, θέση η οποία απορρίφθηκε. Με το αιτιολογικό ότι:-
«Από την απλή αντιπαραβολή του Νομικού Ερωτήματος που παραπέμφθηκε με το Άρθρο 30.2, προκύπτει κατά πρόδηλο τρόπο ότι το άρθρο 38(2), ουδόλως αποστερεί τη διάγνωση του δικαιώματος και των υποχρεώσεων του υπόχρεου σε διατροφή, ούτε και του αποστερεί το δικαίωμα ανεπηρέαστης δημόσιας ακροαματικής διαδικασίας εντός ευλόγου χρόνου. Ούτε βεβαίως τίθεται θέμα, το αρμόδιο Οικογενειακό Δικαστήριο να μην θεωρείται ως εκ της χρήσης της διαδικασίας του άρθρου 38(2), ως μη ανεξάρτητο, αμερόληπτο ή αρμόδιο. Ζήτημα πρόσβασης στο Δικαστήριο, εν πάση περιπτώσει δεν εγείρεται, αφού το δικαίωμα πρόσβασης κατοχυρώνεται από το Άρθρο 30.1 που δεν αποτελεί το αντικείμενο εξέτασης στην επίδικη υπόθεση.»
Η πιο πάνω επισήμανση ισχύει πλήρως και υπό τα περιστατικά της παρούσας υπόθεσης. Από τη στιγμή που οι εφεσείοντες δεν εμφανίστηκαν στη διαιτητική διαδικασία και στη συνέχεια δεν πρόσβαλαν την εκδοθείσα διαιτητική απόφαση δυνάμει του άρθρου 52(4) του Νόμου, η εν λόγω απόφαση κατέστη δυνάμει του άρθρου 52(5) τελική και ορθώς το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε πως το μόνο επίδικο θέμα που είχε ενώπιον του ήταν η εγγραφή της διαιτητικής απόφασης για σκοπούς εκτέλεσης. Και επ΄ αυτού εξαντλείτο η δικαιοδοσία του εφόσον το μόνο επίδικο θέμα που είχε ενώπιον του ήταν η διαπίστωση κατά πόσο η εν λόγω απόφαση έφερε όλα τα απαραίτητα χαρακτηριστικά στοιχεία έγκυρης διαιτητικής απόφασης.
Κατά συνέπεια προς τα ανωτέρω, το πρώτο σκέλος του παραπόνου των εφεσειόντων ότι το άρθρο 52(5) του Νόμου δεν είναι συμβατό με τις πρόνοιες του Άρθρου 30.1 και 30.2 του Συντάγματος δεν ευσταθεί.
Αναφορικά τώρα με το δεύτερο σκέλος του παραπόνου των εφεσειόντων, ότι δηλαδή το άρθρο 52(5) του νόμου παραβιάζει τις πρόνοιες της Οδηγίας, είναι αρκετό να παρατηρήσουμε τα ακόλουθα:-
Η Οδηγία, όπως αναφέρεται και στο προοίμιο της, εκδόθηκε με βασικό σκοπό την άρση των έντονων διαφορών που παρουσίαζαν οι εθνικές νομοθεσίες των κρατών μελών σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων, προκειμένου να προστατευθούν οι καταναλωτές με την υιοθέτηση από τα κράτη μέλη κατάλληλων και αποτελεσματικών μέσων για κατάργηση των καταχρηστικών ρητρών.
Η Κύπρος, συμμορφούμενη με τις πρόνοιες της Οδηγίας, προχώρησε στη θέσπιση του περί Καταχρηστικών Ρητρών σε Καταναλωτικές Συμβάσεις Νόμου του 1996 και το τι θεωρείται «καταχρηστική ρήτρα» σχετικό είναι το Παράρτημα στο οποίο παραπέμπει το άρθρο 5(4). Το εν λόγω Παράρτημα περιέχει «ενδεικτικό και μη εξαντλητικό» κατάλογο ρητρών που δυνατόν να θεωρηθούν καταχρηστικές, μεταξύ των οποίων και ρήτρες που «να καταργούν ή να παρεμποδίζουν την προσφυγή ενώπιον δικαστηρίου ή την άσκηση ένδικων μέσων από τον καταναλωτή, ιδίως με το να υποχρεώνουν τον καταναλωτή να καταφεύγει αποκλειστικά σε διαιτησία μη καλυπτόμενη από νομικές διατάξεις, με το να περιορίζουν μη προσηκόντως τα αποδεικτικά μέσα του καταναλωτή, ή με το να επιβάλλουν σ' αυτόν το βάρος της απόδειξης το οποίο, σύμφωνα με το εφαρμοστέο δίκαιο, φέρει κανονικά άλλος συμβαλλόμενος. (άρθρο 1(ιζ) Παραρτήματος).
Όπως γίνεται αντιληπτό, το άρθρο 1(ιζ) του Παραρτήματος θεωρεί ως καταχρηστική ρήτρα το «να υποχρεώνεται ο καταναλωτής να καταφεύγει αποκλειστικά σε διαιτησία μη καλυπτόμενη από νομικές διατάξεις». Στην υπό κρίση όμως περίπτωση δεν υποχρεώθηκαν οι εφεσείοντες «να καταφύγουν αποκλειστικά σε διαιτησία» εφόσον συμφώνησαν εξ υπαρχής για επίλυση της διαφοράς τους που θα προέκυπτε με την εφεσίβλητη από διαιτητή. Με αυτό ως δεδομένο, η διαιτησία που επακολούθησε είναι αυτονόητο πως ήταν προϊόν της ελεύθερης βούλησης και των εφεσειόντων και όχι προϊόν επιβολής. Περαιτέρω, η ρήτρα διαιτησίας που ενσωματώθηκε στη συμφωνία των διαδίκων ήταν προς συμμόρφωση σε σχετική διάταξη του κυπριακού νόμου - του άρθρου 52 του Ν.22/85 - και ενόψει τούτου εξαιρείτο δυνάμει του άρθρου 4(ε)(i)[2] της εφαρμογής των προνοιών του Ν.93(I/96. Ως εκ τούτου το παράπονο των εφεσειόντων πως το άρθρο 52(5) του Νόμου παραβιάζει πρόνοια ή πρόνοιες της Οδηγίας δεν ευσταθεί και απορρίπτεται εφόσον - όπως αναλύεται πιο πάνω - είχαν κάθε δυνατότητα να προσβάλουν τη διαιτητική απόφαση ενώπιον Δικαστηρίου και συνεπώς δεν παρεμποδίστηκαν με οποιονδήποτε τρόπο στο να προσφύγουν ενώπιον Δικαστηρίου ή να ασκήσουν οποιοδήποτε ένδικο μέσο.
Κατ΄ ακολουθία των πιο πάνω οι λόγοι έφεσης 1, 2 και 3 απορρίπτονται, κατάληξη που προδιαγράφει και την τύχη της έφεσης.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα, όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο, προς όφελος της εφεσίβλητης και εναντίον των εφεσειόντων.
Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ.
Μ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.
Γ. Ν. ΓΙΑΣΕΜΗ, Δ.
/κβπ
[1] 52. (5) Αν οποιαδήποτε απόφαση του διαιτητή ή των διαιτητών, με βάση το εδάφιο (2), δεν έχει εφεσιβληθεί στο δικαστήριο, σύμφωνα με το εδάφιο (4), ή αν η έφεση κατ' αυτής εγκαταλειφθεί ή αποσυρθεί, η διαιτητική απόφαση είναι τελική και εκτελείται κατά τον ίδιο τρόπο ως εάν αυτή να ήταν απόφαση πολιτικού δικαστηρίου.
[2] 4. Aπό την εφαρμογή του παρόντος Νόμου εξαιρούνται -
(ε) οι ρήτρες που ενσωματώθηκαν με σκοπό τη συμμόρφωση με -
(i) με νομοθετικές και κανονιστικές διατάξεις της Κυπριακής Δημοκρατίας ή