ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2018:A302
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙA ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 36/2018
22 Ιουνίου, 2018
[Π. ΠΑΝΑΓΗ, Μ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Γ. Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ/ΣΤΕΣ]
1. ΝΤΕΜΙΑΝ
2. ΠΕΡΙΚΛΕΟΥΣ,
Εφεσειόντων/Καθ΄ ων η Αίτηση,
- ΚΑΙ -
1. ΤΣΑΓΓΑΡΙΔΗΣ,
2. ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΥ,
Εφεσιβλήτων/Αιτητών.
-----------------------------
Αίτηση ημερ. 12.3.2018 για Αναστολή Εκτέλεσης Απόφασης
υπό της Εφεσείουσας αρ. 1
Χρίστος Χριστοδούλου για Μ. Ξ. Ιωάννου και Συνεργάτες, για την Εφεσείουσα αρ. 1-Αιτήτρια.
Ευανθία Χαραλάμπους (κα), για τους Εφεσίβλητους-Καθ΄ ων η Αίτηση.
--------------------------
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τη Δικαστή Παναγή.
-------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΝΑΓΗ, Δ.: Η υπό τον ως άνω αριθμό και τίτλο έφεση υποβλήθηκε από δύο πρόσωπα, ήτοι τους καθ' ων η αίτηση στην κύρια αίτηση αρ. Ε142/16 του Δικαστηρίου Ελέγχου Ενοικιάσεων. Την παρούσα αίτηση, όμως, καταχώρησε μόνο η εφεσείουσα. Με αυτήν, κατ' επίκληση, κυρίως, της Δ.35, θθ. 18 και 19 των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών (στο εξής «οι Θεσμοί»), αιτείται την αναστολή εκτέλεσης της απόφασης που εκδόθηκε την 1.11.2017 από το Δικαστήριο Ελέγχου Ενοικιάσεων στην προαναφερθείσα κύρια αίτηση υπέρ των εφεσιβλήτων και εναντίον της ιδίας και του εφεσείοντα, στο βαθμό και έκταση, βέβαια, που αφορά σε αυτή, μέχρι την εκδίκαση της έφεσης.
Η εν λόγω απόφαση εκδόθηκε μετά από παράλειψη των εφεσειόντων, να συμμορφωθούν με τις οδηγίες του Δικαστηρίου Ελέγχου Ενοικιάσεων δυνάμει της Δ.30 των Θεσμών για την καταχώρηση γραπτής μαρτυρίας και αφού απορρίφθηκε αίτημα τους με βάση τη Δ.57,θ.2 για παράταση του χρόνου προς το σκοπό τούτο. Αυτή δε περιλαμβάνει διαταγή απευθυνόμενη προς την εφεσείουσα για εκκένωση και παράδοση στους εφεσίβλητους του επίδικου διαμερίσματος στη Λευκωσία, το οποίο η εφεσείουσα ενοικίαζε από αυτούς. Συγχρόνως, το Δικαστήριο εξέδωσε απόφαση εναντίον αμφοτέρων των εφεσειόντων για το ποσό των 2.540 ως καθυστερημένα οφειλόμενα ενοίκια μέχρι 30.11.2016 πλέον τόκους, ενδιάμεσα οφέλη και/ή διαφυγόντα κέρδη μέχρι τελικής παράδοσης της κατοχής του διαμερίσματος και άλλα μικρότερα ποσά, στα οποία δεν χρειάζεται να γίνει ειδική αναφορά. Η πιο πάνω απόφαση ήταν άμεσα εκτελεστή.
Την ίδια ημέρα που καταχωρήθηκε η έφεση, η εφεσείουσα καταχώρησε, επίσης, αίτηση στο πρωτόδικο Δικαστήριο, με παρόμοιο αιτητικό όπως στην υπό εξέταση. Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν εξέτασε εκείνη την αίτηση επί τη ουσίας της κρίνοντας με αναφορά στην υπόθεση του Ανωτάτου Δικαστηρίου με μονομελή σύνθεση, Αναφορικά με την Αίτηση των Α.Κ. Ποχτζελιάν & Υίοι (Διανομείς) Λτδ Πολιτική Αίτηση 212/2014, απόφαση ημερομηνίας 30.1.2015, ECLI:CY:AD:2015:D42 ότι σε περιπτώσεις όπως η παρούσα, παρά τη δυνατότητα ενοικιαστή να προσφύγει στο Ανώτατο Δικαστήριο δυνάμει της Δ.35, θ.19 με σκοπό την αναστολή εκτέλεσης μιας δικαστικής απόφασης εκκρεμούσης της έφεσης, το Δικαστήριο Ελέγχου Ενοικιάσεων δεν μπορεί να αναλάβει δικαιοδοσία έξω και πέραν από αυτή που έχει σύμφωνα με το άρθρο 11(5) του περί Ενοικιοστασίου Νόμου του 1983 (Ν. 23/1983).[1] Θεώρησε, ως εκ τούτου, ότι παρόλο που δεν αναστάληκε η εκτέλεση του διατάγματος έξωσης κατά την έκδοσή του, «εφαρμόζοντας την αυθεντία, .δεν υπάρχει η ευχέρεια παραχώρησης αναστολής εκτέλεσης σε στάδιο μετά την έκδοση της απόφασης. Το λεκτικό της αυθεντίας είναι ξεκάθαρο.»
Είναι προφανές ότι το Δικαστήριο δεν είχε υπόψη την πρόσφατη απόφαση του Εφετείου στην υπόθεση Ανδρέας Μιχαηλίδης ν Θωμάς Σάββα Λτδ, Πολιτική Έφεση Αρ. 285/2016, ημερομηνίας 22.9.2017, ECLI:CY:AD:2017:A314, στην οποία υποδείχθηκε ότι το Δικαστήριο Ελέγχου Ενοικιάσεων δεν εμποδίζεται, όταν υπάρχει έφεση, να αναστείλει την εκτέλεση μιας απόφασης δυνάμει της Δ.35,θ.18.
Τα δικαστήρια της Κύπρου, περιλαμβανομένου του Δικαστηρίου Ελέγχου Ενοικιάσεων, έχουν γενική εξουσία να αναστέλλουν την εκτέλεση δικαστικής απόφασης δυνάμει του άρθρου 47 του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960 (Ν.14/1960)[2]. Όταν η απόφαση αποτελεί αντικείμενο έφεσης, η άσκηση της εξουσίας αυτής ρυθμίζεται δικονομικά από τη Δ.35,θ.18.
Η διασφάλιση της αποτελεσματικότητας του δικαιώματος για άσκηση έφεσης αποτελεί βασική προϋπόθεση για την ορθή απονομή της δικαιοσύνης. Με δεδομένο ότι η αίτηση για αναστολή εκτέλεσης εκκρεμούσης έφεσης υποβάλλεται πρώτα στο πρωτόδικο Δικαστήριο (βλ. Δ.35, θ.19), η ερμηνεία που έδωσε το Δικαστήριο Ελέγχου Ενοικιάσεων στο άρθρο 11 (5) του Νόμου, η οποία δεν μας βρίσκει σύμφωνους, συνεπάγεται, δυνητικά, δραστικό περιορισμό της αποτελεσματικότητας του δικαιώματος της έφεσης.
Το άρθρο 11(5) του Νόμου είναι γεγονός περιέχει ειδικές πρόνοιες αναφορικά με την άσκηση της εξουσίας του Δικαστηρίου Ελέγχου Ενοικιάσεων να αναστέλλει τελική απόφαση του, όταν την εκδίδει, σε στάδιο κατά το οποίο δεν βρίσκεται στο προσκήνιο οποιαδήποτε έφεση, αναστέλλοντας το χρόνο εκτέλεσης της μέχρι και ένα έτος, εκτός αν συμφωνηθεί διαφορετικά μεταξύ των διαδίκων. Θεωρούμε ότι η εν λόγω νομοθετική διάταξη δεν είναι ασυμβίβαστη με το δικαίωμα ενός καθ' ου η αίτηση, να επιδιώξει ενώπιον του Δικαστηρίου Ελέγχου Ενοικιάσεων και να εξασφαλίσει στην κατάλληλη περίπτωση αναστολή της εκτέλεσης διατάγματος έξωσης, εκκρεμούσης έφεσης που έχει ασκηθεί κατά της δικαστικής απόφασης, ώστε αν αυτή πετύχει η απόφαση του Εφετείου να μην καταστεί κενό γράμμα. Στο λεκτικό του άρθρου 11(5) δεν υπάρχει οτιδήποτε που να αναιρεί ή να αφαιρεί ή να θέτει οποιοδήποτε περιορισμό στο δικαίωμα αυτό και στην ανάλογη εξουσία του Δικαστηρίου να αναστείλει την απόφαση εκκρεμούσης της έφεσης. Στην προκειμένη περίπτωση, μάλιστα, που το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν διέταξε την αναστολή της διαταγής για έξωση, η δυνατότητα για υποβολή αίτησης ενώπιον του δυνάμει της Δ.35, θ.18 παρείχετο εξ αρχής, με την καταχώρηση της έφεσης.
Παρά τα όσα παρατηρούμε ανωτέρω, θα προχωρήσουμε στην εξέταση της αίτησης επί της ουσίας αφού οποιαδήποτε άλλη πορεία δεν θα είναι προς το συμφέρον της ορθής απονομής της δικαιοσύνης.
Η εφεσείουσα ισχυρίζεται στην υποστηρικτική της αίτησης της ένορκη δήλωση ότι υπάρχει καλή προοπτική επιτυχίας της έφεσης της. Τυχόν δε εκτέλεση της δικαστικής απόφασης θα την αφήσει χωρίς αποτελεσματική θεραπεία. Αυτό γιατί θα αναγκαστεί να καταβάλει τα επιδικασθέντα ποσά και να παραδώσει το μίσθιο, ενώ «θα είναι δύσκολο αν όχι αδύνατο» αυτά να επιστραφούν σε περίπτωση επιτυχίας της έφεσης αφού το μίσθιο θα έχει αποξενωθεί.
Οι εφεσίβλητοι ενίστανται στην αίτηση για τους λόγους που εκτίθενται στην ειδοποίηση ένστασης τους, με κύριο λόγο ότι η αίτηση είναι νόμω και ουσία αβάσιμη. Απορρίπτοντας τους ισχυρισμούς της εφεσείουσας αντιτείνουν ότι σε περίπτωση επιτυχίας της έφεσης, είναι φερέγγυοι και διαθέτουν κινητή και ακίνητη περιουσία, συμπεριλαμβανομένου του μισθίου. Παρόλο ότι ισχυρίζονται πως η εφεσείουσα μέχρι την καταχώρηση της ειδοποίησης ένστασης (30.3.2018) διατηρούσε την κατοχή του μισθίου χωρίς να καταβάλλει οποιοδήποτε ποσό έναντι του εξ αποφάσεως χρέους, κατά τη συζήτηση της έφεσης ενώπιον μας ο ευπαίδευτος συνήγορος της εφεσείουσας, ανέφερε χωρίς αυτό να αμφισβητηθεί από την άλλη πλευρά, ότι η εφεσείουσα καταβάλλει στους εφεσίβλητους το ποσό των 300 μηνιαίως, το οποίο θεωρεί ότι είναι το συμφωνηθέν και νομίμως πληρωτέο ενοίκιο αντί του ποσού των 400 μηναίως, που οι εφεσίβλητοι ισχυρίστηκαν πρωτοδίκως. Σύμφωνα δε με τους υπολογισμούς της ευπαίδευτης συνηγόρου των εφεσιβλήτων, το επιδικασθέν ποσό, συμπεριλαμβανομένων των ενδιάμεσων οφελών μέχρι και τον Απρίλιο 2018 και των εξόδων, ανέρχεται στο ποσό των 5,730,50.
Οι νομολογιακές αρχές που διέπουν το ζήτημα που εδώ απασχολεί είναι πολύ γνωστές και κατατοπιστικές. Τις επαναλάβαμε πρόσφατα στην απόφαση μας στην υπόθεση Γιάννος Παύλου κ.ά ν Μαρούλλας Νεοφύτου Νικολάου κ.ά, Πολιτική Έφεση Αρ. 373/2016, ημερομηνίας 10.10.2017, ECLI:CY:AD:2017:A348, στο σχετικό απόσπασμα που ακολουθεί:
«Με βάση την αρχή ότι η καταχώριση έφεσης δεν επενεργεί προς αναστολή τέτοιας απόφασης, η διακριτική εξουσία του Εφετείου δυνάμει του Κ. 18 της Δ.35 ασκείται με γνώμονα τη διατήρηση μιας δίκαιης, υπό τις περιστάσεις, ισορροπίας μεταξύ των αντικρουόμενων δικαιωμάτων των διαδίκων∙ του δικαιώματος, από τη μια, του επιτυχόντος διαδίκου να δρέψει τους καρπούς της υπέρ του δικαστικής απόφασης και του δικαιώματος, από την άλλη, του αποτυχόντος διαδίκου να καταχωρίσει έφεση, προς ανατροπή της. Δεδομένων των αντίστοιχων προσδοκιών της κάθε πλευράς για τελική δικαίωση των θέσεών της, η προαναφερθείσα εξουσία ασκείται υπό το φως των επιπτώσεων, προς την κάθε μια, από την αναστολή, καθώς, επίσης, της πιθανότητας επιτυχίας της έφεσης.
Ο τελευταίος παράγοντας, ανωτέρω, λόγω, ακριβώς, του θέματος, στο οποίο αυτός αφορά, δεν είναι, κατά κανόνα, αποφασιστικής σημασίας, εκτός «όπου μπορεί να γίνει με βεβαιότητα πρόγνωση ως προς την επιτυχία ή αποτυχία της έφεσης». Τα πιο πάνω λέχθηκαν στην υπόθεση Παπά ν. Οικονομίδου κ.ά. (2010) 1 Α.Α.Δ. 58, στη σελίδα 61, με αναφορά και στην καθοδηγητική αυθεντία Ναυτικός Όμιλος Πάφου ν. Αρχής Λιμένων (1991) 1 Α.Α.Δ. 1147.»
Με την έφεση προωθούνται τέσσερεις λόγοι με τους οποίος προσβάλλεται η ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης. Εν πρώτοις αμφισβητείται η ορθότητα της κρίσης του Δικαστηρίου ότι οι μάρτυρες των εφεσιβλήτων ήταν αξιόπιστοι. Η εφεσείουσα παραπονείται επίσης για έλλειψη αιτιολογίας της πρωτόδικης απόφασης και παραβίαση των δικονομικών προνοιών Δ.57 και Δ.64, ενώ θεωρεί πως η διαδικασία που προνοείται από τη Δ.30 είναι αντισυνταγματική.
Εν προκειμένω, δεν μπορεί να γίνει με βεβαιότητα πρόγνωση, στη βάση του ενώπιον μας υλικού, ως προς την επιτυχία ή αποτυχία της έφεσης. Σε περίπτωση δε που εγκριθεί η αίτηση, θα επηρεαστούν δυσμενώς οι εφεσίβλητοι ιδιοκτήτες αφού θα στερηθούν της κατοχής του επίδικου διαμερίσματος, ενόσω υφίσταται αναστολή της εκτέλεσης του διατάγματος κατοχής. Αυτός ο επηρεασμός όμως είναι κατά πολύ μικρότερος έναντι του δυσμενούς επηρεασμού που θα υποστεί η εφεσείουσα σε περίπτωση που παραδοθεί το μίσθιο, δεδομένου ειδικά ότι η διαφορά των διαδίκων αφορά ουσιαστικά στο κατά πόσο η εφεσείουσα όφειλε να καταβάλλει το ποσό των 400 μηνιαίως, όπως θεωρούν οι εφεσίβλητοι, αντί του ποσού των 300 μηνιαίως, που αυτή κατέβαλλε πριν από την καταχώριση της κύριας αίτησης στο πρωτόδικο Δικαστήριο και εξακολουθεί να καταβάλλει, ως το ενοίκιο που η ίδια θεωρεί συμφωνηθέν και νομίμως πληρωτέο. Σε περίπτωση δε εκτέλεσης του διατάγματος κατοχής του διαμερίσματος, θα είναι αδύνατη πλέον η επανεγκατάσταση της εφεσείουσας σε αυτό.
Υπό το φως των πιο πάνω, κρίνεται ορθό όπως η υπό αναφορά πρωτόδικη απόφαση ανασταλεί και αναστέλλεται μέχρι το πέρας της έφεσης, υπό τους ακόλουθους όρους:
1. Η εφεσείουσα να καταθέσει στο Δικαστήριο το ποσό των 6.300 ή τραπεζική εγγύηση για ισάξιο ποσό, ως ασφάλεια για την αποπληρωμή του εξ αποφάσεως χρέους (συμπεριλαμβανομένων των ενδιάμεσων οφελών μέχρι 31.7.2018) και για τα έξοδα.
2. Δεδομένου ότι η εφεσείουσα συμμορφωθεί με τον πιο πάνω όρο, η αναστολή θα ισχύει, εφόσον αυτή καταβάλλει στους εφεσίβλητους από 1.8.2018, μέχρι το πέρας της έφεσης, το μηνιαίο ποσό που προβλέπεται στην πρωτόδικη απόφαση, το οποίο αντιπροσωπεύει ενδιάμεσα οφέλη.
Παρέχεται χρόνος 20 ημερών στην εφεσείουσα να συμμορφωθεί με τους όρους αναστολής της εκτέλεσης. Τα έξοδα της διαδικασίας θα βαρύνουν την εφεσείουσα, όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ.
Μ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.
Γ. Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.
/ΣΓεωργίου
[1] (5) Το Δικαστήριον, εκδίδον απόφασιν ή διάταγμα δυνάμει των παραγράφων (α), (β), (γ), (δ), (ε), (στ), (ζ), (η), (θ), (ι), (ια) και (ιβ) του άρθρου τούτου, δύναται, τηρουμένου του όρου ότι ο ενοικιαστής θα πληρώση παν ποσόν το οποίον νομίμως οφείλεται ή δυνατόν να καταστή οφειλόμενον υπ' αυτού, να αναστείλη την εκτέλεσιν της αποφάσεως ή του διατάγματος ή να αναβάλη την ημερομηνίαν κατοχής διά τοιαύτην περίοδον μη υπερβαίνουσαν το εν έτος, εκτός εάν οι διάδικοι άλλως ήθελον συμφωνήσει, και υπό την επιφύλαξιν τοιούτων όρων οίους το Δικαστήριον ήθελε θεωρήσει καταλλήλους.
[2] «47. Η απόφασις οιουδήποτε δικαστηρίου, επιφυλασσο΅ένης οιασδήποτε εν αυτή περιεχο΅ένης αντιθέτου διαταγής και ασχέτως του γεγονότος ότι αύτη έχει ληφθή επί παραλείψει υποβολής εγγράφων προτάσεων ή ε΅φανίσεως οιουδήποτε διαδίκου, θα είναι δεσ΅ευτική δι' όλους τους διαδίκους ευθύς ως αυτή εκδοθή, ασχέτως προς οιανδήποτε έφεσιν κατ' αυτής, αλλά το δικαστήριον υπό του οποίου εκδίδεται η τοιαύτη απόφασις, ή οιονδήποτε δικαστήριον έχον δικαιοδοσίαν να εκδικάση κατ' έφεσιν την τοιαύτην απόφασιν δύναται καθ' οιονδήποτε χρόνον, εάν θεωρήση τούτο πρέπον, και ασχέτως προς το εάν εξεδόθη ή ΅η διάταγ΅α προς εκτέλεσιν αυτής να διατάξη όπως ανασταλή ή εκτέλεσις της τοιαύτης αποφάσεως διά τοσαύτον χρονικόν διάστη΅α και υπό τοιούτους όρους ή άλλως, ως ήθελε κρίνει ορθόν το τοιούτον δικαστήριον.»
Σύμφωνα με το ερμηνευτικό άρθρο 2 του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960 (Ν.14/1960) :
«δικαστήριον» ση΅αίνει το Ανώτατον ∆ικαστήριον ή οιονδήποτε υπό τούτο τεταγ΅ένον δικαστήριον καθιδρυό΅ενον υπό του παρόντος νό΅ου ή καθιδρυθησό΅ενον υφ' οιουδήποτε άλλου νό΅ου, έχον δικαιοδοσίαν, και περιλα΅βάνει οιονδήποτε δικαστήν τούτων ·