ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
HOMEROS TH. COURTIS AND OTHERS ν. PANOS K. IASONIDES (1970) 1 CLR 180
CHRISTAKIS LOUCAIDES ν. C. D. HAY AND SONS LTD. (1971) 1 CLR 134
Παπαγεωργίου ν. Κλάππα (1991) 1 ΑΑΔ 24
Πούρικος ν. Σάββα & άλλων (1991) 1 ΑΑΔ 507
Βραχίμη ν. Κουλουμπρή (1992) 1 ΑΑΔ 836
Παφίτης και άλλοι ν. Κουκουρή και άλλων (1992) 1 ΑΑΔ 1154
Πιττάλης Kωνσταντίνος M. κ.ά. ν. Ianira Enterprises Ltd κ.ά. (1997) 1 ΑΑΔ 814
Μελάς Γιώργος ν. Κυριάκου Κυριάκου (2003) 1 ΑΑΔ 826
Federal Bank of Lebanon (SAL) ν. Νίκου Κ. Σιακόλα (2011) 1 ΑΑΔ 1422
Μάρκαρη Μάρκος ν. Μάρκου Παρασκευά (2012) 1 ΑΑΔ 1493
Φαναράς Σόλων ν. Περικλή Κυπριανίδη (2015) 1 ΑΑΔ 884, ECLI:CY:AD:2015:A287
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
ECLI:CY:AD:2018:A316
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 289/2012
28 Ιουνίου, 2018.
[ΣΤ. ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΥ, Α. ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
QUICΚSERF ADVERTISING LTD
Εφεσείοντες/Ενάγοντες
ΚΑΙ
1. BONNY UNISEX CO
2. ΑΡΤΕΜΙΟΥ
3. ΑΡΤΕΜΙΟΥ
Εφεσίβλητοι/Εναγομένοι
*****************
Γ. Παπαθεοδώρου, για τους Εφεσείοντες.
Λ. Χαβιαράς για κ.κ. Κούσιο, Κορφιώτη, Παπαχαραλάμπους ΔΕΠΕ,
για τους Εφεσίβλητους.
****************
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Α. Πούγιουρου, Δ.
****************
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ.: Με την Αγωγή της στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας η εφεσείουσα/ενάγουσα αξίωνε εναντίον των εφεσιβλήτων/εναγομένων το ποσό των Λ.Κ.1680,50 εντόκως προς 8% ετησίως από 26/11/05 ως υπόλοιπο οφειλόμενο δυνάμει συμφωνίας παροχής υπηρεσιών και καταβολής εξόδων για την ετοιμασία και παράδοση στους εφεσίβλητους τυπωμένου διαφημιστικού καταλόγου.
Σύμφωνα με την Έκθεση Απαίτησης στις 26/10/05 οι εφεσίβλητοι ανέθεσαν στην εφεσείουσα, που ασχολείτο με τη διαφήμιση προϊόντων και υπηρεσιών και την επιλογή μοντέλων για τη διαφήμιση, την ετοιμασία 37.000 Καταλόγων για σκοπούς διαφήμισης ενδυμάτων των εφεσίβλητων, έναντι του ποσού των Λ.Κ.3.645,50. Η προφορική συμφωνία αποτυπώθηκε στη συνέχεια στο Τιμολόγιο με αρ. 0218, ημ. 26/10/05, το οποίο υπέγραψαν οι εφεσίβλητοι καταβάλλοντας ταυτόχρονα έναντι του συμφωνηθέντος τιμήματος το ποσό των Λ.Κ.700. Αν και η εφεσείουσα εκτέλεσε και παρέδωσε τις συμφωνηθείσες εργασίες, οι εφεσίβλητοι αρνήθηκαν να καταβάλουν το ποσό των Λ.Κ. 1.680,50, που είναι το υπόλοιπο της αμοιβής που συμφωνήθηκε μετά την αφαίρεση ποσού εκ Λ.Κ.1.265,00 για εργασίες που δεν εκτελέστηκαν κατόπιν εντολής των εφεσίβλητων.
Οι εφεσίβλητοι με την Υπεράσπιση τους αν και παραδέχοντο τον καταρτισμό της συμφωνίας με την εφεσείουσα, εν τούτοις έθεσαν θέμα παράλειψης εκτέλεσης των εργασιών στη βάση των όρων που συμφωνήθηκαν, ενόψει εκτύπωσης στους Καταλόγους φωτογραφιών που δεν είχαν επιλεγεί από τους εφεσίβλητους με αποτέλεσμα την απόρριψη των Καταλόγων από μέρους τους. Κάλεσαν δε την εφεσείουσα με την επιστολή του δικηγόρου τους ημ. 6/2/06 όπως παραλάβει πίσω τους Καταλόγους αλλά αυτή παρόλο που προθυμοποιήθηκε να τους επανεκτυπώσει χωρίς τη λανθασμένη φωτογραφία και χωρίς να απαιτηθεί επιπρόσθετο κόστος, πρόταση που αρνήθηκαν οι εφεσίβλητοι, παρέλειψε να συμμορφωθεί. Πρόβαλλαν δε και Ανταπαίτηση την οποία όμως απέσυραν κατά το στάδιο των αγορεύσεων.
Κατόπιν ακρόασης η τελική ετυμηγορία του Δικαστηρίου ήταν η απόρριψη της Αγωγής ενόψει της δικαιωματικής απόρριψης των Καταλόγων από μέρους των εφεσιβλήτων, εφόσον αυτοί δεν ανταποκρίνοντο στα όσα είχαν συμφωνήσει οι διάδικοι και η καταδίκη της εφεσείουσας στα έξοδα όπως υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή μειωμένων όμως κατά το 1/3 λόγω της απόρριψης της Ανταπαίτησης.
Με την παρούσα έφεση η εφεσείουσα προσβάλλει την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης με τρεις λόγους έφεσης. Ο πρώτος ότι λανθασμένα το Δικαστήριο δεν εξέτασε τη πρόταση της εφεσείουσας για επανεκτύπωση των Καταλόγων με το δικαιολογητικό ότι το θέμα εξέφευγε των δικογραφημένων ισχυρισμών της εφεσείουσας.
Ο δεύτερος λόγος αναφέρεται στη λανθασμένη διαπίστωση του Δικαστηρίου ότι δικαιωματικά απορρίφθηκαν οι Κατάλογοι από μέρους των εφεσιβλήτων λόγω της συμπερίληψης σ' αυτούς μιας φωτογραφίας που δεν είχε συμφωνηθεί και του μη ποιοτικού χρωματισμού των Καταλόγων.
Ο τρίτος λόγος αναφέρεται στην λανθασμένη παράλειψη επιδίκασης εξόδων υπέρ της εφεσείουσας ενόψει της απόσυρσης και απόρριψης της Ανταπαίτησης.
Οι δύο πρώτοι λόγοι έφεσης είναι συναφείς γι' αυτό και θα εξεταστούν μαζί. Συγκεκριμένα ήταν εισήγηση του δικηγόρου της εφεσείουσας στο περίγραμμα αγόρευσης του ότι το Δικαστήριο λανθασμένα θεώρησε ότι η πρόταση της εφεσείουσας προς τους εφεσίβλητους για επανεκτύπωση των Καταλόγων άνευ οποιουδήποτε επιπρόσθετου κόστους δεν συνιστούσε επίδικο θέμα στη βάση των δικογράφων, για το οποίο μάλιστα είχε δοθεί σχετική μαρτυρία από πλευράς εφεσείουσας. Η πρόταση αυτή της εφεσείουσας περιλαμβάνετο ως ισχυρισμός στο δικόγραφο των εφεσιβλήτων και συγκεκριμένα στην παράγραφο 13 της Υπεράσπισης και Ανταπαίτησης τους. Ήταν περαιτέρω εισήγηση του ότι δεν ήταν επιτρεπτό για το Δικαστήριο να διαχωρίσει τις έγγραφες προτάσεις σε εκείνες που μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν μόνο από την εφεσείουσα και σε εκείνες μόνο από τους εφεσίβλητους και να τις αξιολογήσει ξεχωριστά. Η διαπίστωση δε του Δικαστηρίου ότι ο χρωματισμός των Καταλόγων δεν ανταποκρίνετο με το δείγμα, στη βάση του οποίου καταρτίσθηκε η επίδικη συμφωνία, δεν συμφωνούσε με τη μαρτυρία της ΜΕ2 την οποίαν έκρινε ως εμπειρογνώμονα για το υπό εξέταση θέμα και τη μαρτυρία της οποίας αποδέχθηκε ως καθόλα αξιόπιστη. Συγκεκριμένα η ΜΕ2 μαρτύρησε ότι ο χρωματισμός των Καταλόγων ανταποκρίνετο με το δείγμα, το οποίο ήταν σε ηλεκτρονική μορφή, και παρουσίαζε μόνο μια μικρή απόκλιση, που είναι συνηθισμένο φαινόμενο, όχι όμως της τάξης του 10% ή του 20%, την οποίαν ένας αγοραστής μπορεί να αντιληφθεί.
Σημειώνεται ότι από πλευράς εφεσείουσας κατέθεσαν ως μάρτυρες ο Πέτρου (ΜΕ1), διευθυντής της εφεσείουσας, και η Νικολάου (ΜΕ2), υπάλληλος της κατά τον επίδικο χρόνο, αλλά σήμερα ιδιοκτήτρια διαφημιστικής εταιρείας ανταγωνιστικής μάλιστα της εφεσείουσας. Από πλευράς Υπεράσπισης κατέθεσε μόνο ο Εναγόμενος 2.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο εντόπισε την όλη διαφορά μεταξύ των διαδίκων να εστιάζεται στο ερώτημα κατά πόσο οι Κατάλογοι που ετοίμασε η εφεσείουσα για λογαριασμό των εφεσιβλήτων ήσαν σύμφωνοι με το δείγμα, στη βάση του οποίου καταρτίσθηκε η συμφωνία, από την απάντηση του οποίου θα εκρίνετο και το δικαιολογημένο ή όχι της απόρριψης των Καταλόγων από μέρους των εφεσιβλήτων.
Προτού το Δικαστήριο προχωρήσει με την αξιολόγηση της μαρτυρίας και εξέταση των επίδικων θεμάτων, όπως τα συνόψισε ανωτέρω, προέβη στη διαπίστωση ότι δεν θα μπορούσε να εξεταστεί οτιδήποτε αφορούσε στην πρόταση της εφεσείουσας για επανεκτύπωση των καταλόγων, ενόψει της παράλειψης δικογράφησης της συγκεκριμένης θέσης από πλευράς εφεσείουσας (πρώτος λόγος έφεσης).
Παραθέτουμε αυτούσιο το απόσπασμα από την απόφαση για σκοπούς καλύτερης κατανόησης τους σκεπτικού του Δικαστηρίου:
«Θα πρέπει φυσικά να υποδειχθεί ότι δεν εξετάζεται προς υποστήριξη της αξίωσης, οτιδήποτε αφορά ισχυρισμούς στη βάση του ότι προτάθηκε επανεκτύπωση των καταλόγων που αδικαιολόγητα έτυχε της άρνησης των εναγομένων. Και αυτό γιατί μια τέτοια θέση ξεφεύγει των δικογραφημένων ισχυρισμών και κατά συνέπεια ουδόλως μπορεί να ληφθεί υπόψη από το δικαστήριο. Είναι εμφανές ότι τόσο συγκεκριμένες υποβολές προς τον Μ.Υ όσο και συγκεκριμένες εισηγήσεις κατά την αγόρευση, ξεφεύγουν και αντικρούονται από τις δικογραφημένες θέσεις των εναγόντων και συνεπώς, εφόσον πρόκειται για μαρτυρία, αυτή δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη, ενώ εφόσον πρόκειται για εισηγήσεις, ασφαλώς δεν μπορούν να γίνουν αποδεκτές. Είναι άξιο προσοχής ότι το θέμα της εισήγησης για επανεκτύπωση τέθηκε στα δικόγραφα από τους εναγόμενους, πλην όμως έτυχε της άρνησης των εναγόντων στην απάντηση τους. Εμφανής δε είναι και η αντίφαση με τους ισχυρισμούς των εναγόντων στην έκθεση απαίτησης.
Όπως λέχθηκε στην υπόθεση Βραχίμη ν. Κουλουμπρή (1992) 1Β Α.Α.Δ. 836.
«Η δικογραφία συνιστά το θεμέλιο της δίκης και αποτελεί το αποκλειστικό μέσο για τον προσδιορισμό των επιδίκων θεμάτων. Η σημασία των εγγράφων προτάσεων συνοψίζεται στο απόσπασμα που ακολουθεί από την απόφαση Παπαγεωργίου ν. Λούη Κλάππα (Investments Services Ltd) (Πολιτική Έφεση 7367, αποφασίστηκε στις 14.1.90 και θα δημοσιευτεί στους τόμους (1990) 1 Α.Α.Δ.):-
«Οι αρχές του δικονομικού δικαίου περιορίζουν τα επίδικα θέματα σε εκείνα τα οποία προσδιορίζονται από τη δικογραφία, δηλαδή την απαίτηση, την υπεράσπιση και την απάντηση όπου υπάρχει. Ο επακριβής προσδιορισμός των επιδίκων θεμάτων συναρτάται άμεσα με το αντιπαραθετικό σύστημα δίκης που ισχύει στο δικαιϊκό μας σύστημα και απόρροια της φυσικής δικαιοσύνης που επιβάλλει τη διασφάλιση του δικαιώματος διαδίκου για ουσιαστική ευκαιρία απάντησης στις θέσεις και ισχυρισμούς του αντιδίκου του. Η δίκη δρομολογείται, όπως επιγραμματικά ανάφερε ο τότε Πρόεδρος του Ανωτάτου Δικαστηρίου κ. Βασιλειάδης στην υπόθεση Homeros Th. Courtis and Others v. Panos K. Iasonides (1970) 1 C.L.R. 180, (βλέπε επίσης Christakis Loucaides v. CD. Hay and Sons Ltd(1971) 1 C.L.R., 134) κατά μήκος των γραμμών που οριοθετεί η δικογραφία και η δίκη διατρέχει την ίδια πορεία όπως και το τραίνο κατά μήκος των προκαθορισμένων γραμμών της διαδρομής.»
(Βλέπετε επίσης Πιτταλής κ.ά. ν. Ianira Enterprises Ltd κ.α. (1997) 1Β Α.Α.Δ. 814).
Επομένως, η παρούσα υπόθεση δεν μπορεί να επεκταθεί πέραν του σημείου της δικαιολογημένης ή αδικαιολόγητης άρνησης παραλαβής και να εξεταστεί στη βάση άλλων γεγονότων που ενδεχομένως ακολούθησαν, λόγω του ότι οι δικογραφημένοι ισχυρισμοί δεν περιλαμβάνουν κάτι τέτοιο.»
Με όλο το σεβασμό προς το πρωτόδικο Δικαστήριο η διαπίστωση του αυτή δεν μας βρίσκει σύμφωνους. Το θέμα της πρότασης για επανεκτύπωση των Καταλόγων, όταν έγινε αντιληπτό από τους εφεσίβλητους ότι μια φωτογραφία από το σύνολο των φωτογραφιών που περιλήφθηκαν στους καταλόγους δεν ήταν μεταξύ εκείνων που συμφωνήθηκαν, χωρίς επιπρόσθετο κόστος, κατέστη επίδικο με την παράγραφο 13 της Υπεράσπισης και Ανταπαίτησης. Στην υπόθεση Federal Bank of Lebanon (SAL) v. Σιακόλα (2011) 1 (Β) Α.Α.Δ. 1422 αναφέρθηκαν τα εξής στις σελ. 1451 και 1452 ως προς τη σημασία προσδιορισμού των επίδικων θεμάτων στα δικόγραφα:
Με αυτά τα δεδομένα, το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα κατά την άποψή μας, δέχθηκε τη συγκεκριμένη πτυχή της μαρτυρίας του Εφεσίβλητου, αφού αυτή θα έπρεπε να είχε θεωρηθεί ως εκτός δικογράφου και είτε θα έπρεπε να είχε αποκλειστεί, είτε να μην ληφθεί υπόψη. Όπως αναφέρθηκε στη Μελάς v. Κυριάκου (2003) 1(Β) Α.Α.Δ. 826, η Έκθεση Υπεράσπισης αποτελεί δικόγραφο στο οποίο προσδιορίζονται οι θέσεις του εναγομένου έναντι των διεκδικήσεων του αντιδίκου του και το δικαστήριο δεν μπορεί να αποφασίζει ζητήματα που δεν αποτελούν μέρος της δικογραφίας. Η αναφορά του δικηγόρου των Εφεσειόντων στην υπόθεση Παφίτης κ.ά. v. Κουκουρή κ.ά. (1992) 1 Α.Α.Δ. 1154, στην οποία υιοθετήθηκε το πιο κάτω απόσπασμα από την υπόθεση Παπαγεωργίου v. Λούη Κλάππα (Investments Services Ltd) (1991) 1A.A.Δ. 24, είναι εύστοχη. Στη σελίδα 1158 της απόφασης, αναφέρονται τα ακόλουθα, σχετικά με τη σημασία του προσδιορισμού των επίδικων θεμάτων:-
«Οι αρχές του δικονομικού δικαίου περιορίζουν τα επίδικα θέματα σε εκείνα τα οποία προσδιορίζονται από τη δικογραφία δηλαδή την απαίτηση, την υπεράσπιση και την απάντηση όπου υπάρχει. Ο επακριβής προσδιορισμός των επίδικων θεμάτων συναρτάται άμεσα με το αντιπαραθετικό σύστημα δίκης που ισχύει στο δικαιϊκό μας σύστημα και απόρροια της φυσικής δικαιοσύνης που επιβάλλει τη διασφάλιση του δικαιώματος διαδίκου για ουσιαστική ευκαιρία απάντησης στις θέσεις και ισχυρισμούς του αντιδίκου του. Η δίκη δρομολογείται, όπως επιγραμματικά ανάφερε ο τότε Πρόεδρος του Ανωτάτου Δικαστηρίου κ. Βασιλειάδης στην υπόθεση Homeros Th. Courtis and Others v. Panos K. Iasonides (1970) 1 C.L.R. 180, (βλέπε επίσης Christakis Loucaides v. C.D. Hay and Sons Ltd (1971) 1 C.L.R. 134 κατά μήκος των γραμμών που οριοθετεί η δικογραφία και η δίκη διατρέχει την ίδια πορεία όπως και το τραίνο κατά μήκος των προκαθορισμένων γραμμών της διαδρομής».
Απόλυτα σχετική είναι και η δεύτερη απόφαση στην οποία μας παρέπεμψε ο κ. Μιχαηλίδης. Πρόκειται για την υπόθεση Πούρικκος v. Σάββα κ.ά. (1991) 1 Α.Α.Δ. 507, στην οποία αναφέρθηκε ότι:-
«Έχει νομολογιακά καθιερωθεί ότι για τους σκοπούς έκδοσης της απόφασής του το Δικαστήριο εξετάζει και λαμβάνει υπόψη μόνο μαρτυρία ενώπιόν του η οποία καλύπτεται από τα δικόγραφα και αγνοεί μαρτυρία που δε συνάδει με αυτά. Τα επίδικα θέματα αναφορικά με τα οποία το Δικαστήριο οφείλει να εκδώσει την ετυμηγορία του καθορίζονται με αναφορά στο περιεχόμενο των δικογράφων και όχι με αναφορά σε μαρτυρία που έχει προσαχθεί αλλά δεν καλύπτεται από τα δικόγραφα. Δέστε επί του προκειμένου Homeros Th. Courtis a.o. v. Iasonides (1970) 1 C.L.R. 180, Τηλέμαχος Γεωργιάδης κ.ά. ν. Οδυσσέα Πατσαλίδη κ.ά. (1959-1960) 24 Α.Α.Δ. 275, Christakis Loucaides ν. C.D. Hay and Sons Ltd (1971) 1 C.L.R. 134, Νίκος Έλληνας ν. Αθανασίας Γιαννή κ.ά. (1958) 23 Α.Α.Δ. 22 και A.D. Hotel & Catering Ltd v. Takis Pilava (1982) 1 C.L.R. 81.».
Στην παρούσα περίπτωση δεν ενέχει καμιά σημασία αν ο ισχυρισμός για την πρόταση της εφεσείουσας επανεκτύπωσης των Καταλόγων προβλήθηκε από τους εφεσίβλητους με το δικό τους δικόγραφο. Αφ' ης στιγμής όμως προβλήθηκε ως υπεράσπιση και παρουσιάστηκε μαρτυρία προς υποστήριξη του ισχυρισμού κατέστη πλέον επίδικο θέμα, το οποίο το πρωτόδικο Δικαστήριο θα έπρεπε να εξετάσει και αξιολογώντας τον ισχυρισμό να προβεί σε ανάλογο εύρημα, δίνοντας του την αναγκαία βαρύτητα. Ιδιαίτερα στην παρούσα περίπτωση όπου αν και δεν γίνεται αποδεκτό από την εφεσείουσα στην Απάντηση της στην Υπεράσπιση το περιεχόμενο της επιστολής των δικηγόρων των εφεσιβλήτων ημ. 6/2/06 με την οποίαν προβάλλετο η πρόταση για επανεκτύπωση, εν τούτοις η θέση αυτή δεν αμφισβητήθηκε από πλευράς εφεσείουσας κατά την ακρόαση αλλ' αντίθετα έγινε αποδεκτή από τους ΜΕ1 και ΜΕ2, στη μαρτυρία τους.
Η σημασία του συγκεκριμένου ισχυρισμού αν και τέθηκε από την άλλη πλευρά, για σκοπούς βεβαίως υποστήριξης της θέσης περί ελαττωματικότητας των Καταλόγων, είναι δεδομένη για την εφεσείουσα, εφόσον θα της δινόταν η ευκαιρία να αντικαταστήσει τη λανθασμένη φωτογραφία που είχαν απορρίψει οι εφεσίβλητοι, λόγω του ότι φαινόταν η φόδρα σε ένα σημείο στο σακάκι του αντρός που εμφανίζετο στη φωτογραφία, προς πλήρη συμμόρφωση της με τα συμφωνηθέντα. Σημειώνεται ότι με τη μαρτυρία που είχε παρουσιαστεί και ιδιαίτερα της ΜΕ2, που είχεν αποδεχθεί το πρωτόδικο Δικαστήριο, δεν φαίνεται να δημιουργείτο οποιοδήποτε πρόβλημα σ' όσον αφορά το θέμα χρόνου, εφόσον υπήρχε χρονικό περιθώριο μέχρι την 1/12/05 να παραδοθούν οι Κατάλογοι στο περιοδικό «ΣΕΛΙΔΕΣ» οι οποίοι θα ήσαν έτοιμοι από το τυπογραφείο εντός τριών ημερών από τις 25/11/05, που εντοπίστηκε το πρόβλημα. Μάλιστα η πρόταση, όπως τέθηκε από τους μάρτυρες της εφεσείουσας, έγινε την ίδια μέρα που παραδόθηκαν οι Κατάλογοι στους εφεσίβλητους, δηλ. στις 25/11/05, και αφού ο ΜΕ1 είχε τη διαβεβαίωση του τυπογράφου ότι η παράδοση θα γινόταν έγκαιρα δηλ. σε τρεις μέρες. Αυτά μαρτύρησε η ΜΕ2. Συνεπώς ο πρώτος λόγος έφεσης που αφορά στη λανθασμένη παράλειψη του Δικαστηρίου να εξετάσει την πρόταση της εφεσείουσας για επανεκτύπωση των Καταλόγων επιτυγχάνει.
Ενόψει της κατάληξης μας αυτής μας προβλημάτισε κατά πόσο μπορούμε να προχωρήσουμε με την εξέταση του βασίμου της αξίωσης της εφεσείουσας, χωρίς να παρίσταται ανάγκη η υπόθεση να επιστραφεί στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας για επανεκδίκαση. Διαπιστώνουμε ότι υπό το φως των ήδη διαμειφθέντων πρωτόδικα από πλευράς μαρτυρίας και της πιο πάνω απόφασης μας είμαστε σε θέση να εξετάσουμε την ουσία της αξίωσης σε συνάρτηση με τον ισχυρισμό που προβλήθηκε μεν από τους εφεσίβλητους αλλά έγινε παραδεκτός όχι μόνο από τον ΜΕ1 στη μαρτυρία του άλλα και από την ΜΕ2, τη μαρτυρία της οποίας αποδέχτηκε το Δικαστήριο.
Η θέση περί ελαττωματικότητας των Καταλόγων, όπως προωθήθηκε πρωτόδικα από πλευράς εφεσιβλήτων, περιστρέφετο γύρω από δύο άξονες. Ο ένας ότι ο χρωματισμός των Καταλόγων δεν ήταν σύμφωνος με το δείγμα και ο άλλος, στον οποίον δόθηκε έμφαση, ότι στους Καταλόγους περιλαμβανόταν και μια φωτογραφία που είχαν απορρίψει οι εφεσίβλητοι γιατί στο σακκάκι του αντρός της φωτογραφίας φαινόταν σε ένα σημείο του η φόδρα.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο μετά την αξιολόγηση του μαρτυρικού υλικού προέβη στα εξής ευρήματα σ' όσον αφορά την απόρριψη των Καταλόγων από μέρους των εφεσιβλήτων:
«Διαπιστώνεται συναφώς ότι υπήρξε η συμφωνία που φανερώνεται στο τεκμήριο 1, μεταξύ των εναγόντων και των εναγομένων. Έναντι του τιμήματος οι εναγόμενοι πλήρωσαν στους ενάγοντες το ποσό των £700. Για τη δημιουργία του καταλόγου υπήρξε συνεργασία των εναγόντων με τους εναγόμενους, μεταξύ άλλων, για τον καθορισμό των φωτογραφιών που θα περιλαμβάνονταν σ΄ αυτόν. Οι κατάλογοι που εκτυπώθηκαν, περιελάμβαναν φωτογραφία που δεν ζητήθηκε από τους εναγόμενους, και η οποία μάλιστα ζητήθηκε κατά την ετοιμασία του καταλόγου να αντικατασταθεί από άλλη. Στη βάση αυτού του λάθους στον κατάλογο και στη βάση θεώρησης ως μη ποιοτικού του χρωματισμού και απεικόνισης του καταλόγου, οι εναγόμενοι αρνήθηκαν να παραλάβουν τους καταλόγους.
Με βάση τα ενώπιον μου στοιχεία καθίσταται εμφανές, και ήταν και αποδεκτό από τη Μ.Ε.2, ότι δικαιωματικά οι εναγόμενοι απέρριψαν τους καταλόγους ως ελαττωματικούς. Είναι αρκετή η διαπίστωση ότι εφόσον στον κατάλογο υπήρχε λανθασμένη φωτογραφία, ο κατάλογος δεν ανταποκρίνετο σε εκείνο που οι διάδικοι συμφώνησαν να ετοιμαστεί και παραδοθεί. Αποδεχόμενος τα ως άνω, καταλήγω ότι οι εναγόμενοι δικαιωματικά αρνήθηκαν να καταβάλουν οποιονδήποτε περαιτέρω ποσό στους ενάγοντες.»
Εξετάσαμε την εισήγηση που αναφέρεται στη λανθασμένη αξιολόγηση της προσαχθείσας μαρτυρίας που οδήγησε στο λανθασμένο εύρημα ότι ο χρωματισμός των Καταλόγων δεν ήταν σύμφωνος με το δείγμα με αναδρομή στα σημεία των πρακτικών που μας παρέπεμψε ο δικηγόρος της εφεσείουσας. Συγκεκριμένα είναι η θέση της εφεσείουσας ότι το εύρημα αυτό του πρωτόδικου Δικαστηρίου βρίσκεται σε πλήρη αντίθεση με τα όσα μαρτύρησε η ΜΕ2, την μαρτυρία της οποίας αποδέχθηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο, κρίνοντας την μάλιστα ως εμπειρογνώμονα για τα θέματα που κατέθεσε. Ένα από αυτά είναι ότι η επιλογή του χρωματισμού των Καταλόγων ήταν ορθή και σύμφωνη με το δείγμα, σ' όσον αφορά δε την εκτύπωση πάντα υπάρχει μια απόκλιση όχι όμως της τάξης του 10% ή 20%, που γίνεται αντιληπτή από έναν αγοραστή.
Παραθέτουμε κατ' αρχήν το σχετικό απόσπασμα από την πρωτόδικη απόφαση που αναφέρεται στον τρόπο που αντιμετώπισε το Δικαστήριο τη μαρτυρία της ΜΕ2:
«Έχοντας διαπιστώσει το βασικό ζητούμενο στην παρούσα υπόθεση, το δικαστήριο προχωρεί με την αξιολόγηση της μαρτυρίας που τέθηκε ενώπιον του. Θα πρέπει να παρατηρήσω ότι όλοι οι μάρτυρες παρουσιάστηκαν στο δικαστήριο με πρόθεση να παραθέσουν τα γεγονότα ως οι ίδιοι τα αντελήφθησαν. Ακόμη και ο Μ.Ε.1, ο οποίος διαφάνηκε να άντλησε την όποια γνώση του για γεγονότα από τρίτα πρόσωπα, μου έδωσε την εντύπωση ότι δεν παρουσιάστηκε με σκοπό ηθελημένα να παραπλανήσει το δικαστήριο. Εντάσσω τις τοποθετήσεις του στο ως άνω πλαίσιο, ασφαλώς μη αποδεχόμενος τους ισχυρισμούς του που συγκρούονται με τις τοποθετήσεις της Μ.Ε.2, η οποία ήταν η άμεσα εμπλεκόμενη στην υπόθεση, όμως μη θεωρώντας την στάση του υστερόβουλη. Καλή εντύπωση προκάλεσε στο δικαστήριο ο Μ.Υ ο οποίος ήταν σαφής στις τοποθετήσεις του και στα ουσιώδη σημεία της μαρτυρίας του φαίνεται να επιβεβαιώνεται και από τη Μ.Ε.2, η οποία μου έκανε πολύ καλή εντύπωση ως μάρτυρας, αφού φάνηκε να έχει τη διάθεση αμερόληπτα να παραθέσει τα γεγονότα όπως η ίδια τα έζησε. Αποδέχομαι τη μαρτυρία της στην ολότητα της (στο βαθμό που είναι αποδεκτή στη βάση των δικογραφημένων θέσεων ως εξήγησα ανωτέρω), αφού δεν θεωρώ ότι υφίσταται οποιοδήποτε σημείο που να κλονίζει τη μαρτυρία της και να την καθιστά αναξιόπιστη.»
Είναι γνωστή η νομολογία ότι το Ανώτατο Δικαστήριο κατ' έφεση δεν επεμβαίνει κατά κανόνα στην αξιολόγηση και τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, το οποίο έχει την ευκαιρία να παρατηρήσει και να εξετάσει τη μαρτυρία ενώπιον του στη ζωντανή ατμόσφαιρα της δίκης, με όλα τα συνακόλουθα ευεργετήματα (βλ. Μάρκαρη ν. Παρασκευά (2012) 1 (Β) ΑΑΔ 1493). Αυτό γίνεται όταν το Δικαστήριο διαπιστώσει ότι τα συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου για την αξιοπιστία των μαρτύρων, αντικειμενικά κρίνοντας, δεν είναι ευλόγως επιτρεπτά, αντιστρατεύονται την κοινή λογική, δεν δικαιολογούνται από τη μαρτυρία, είναι εξ αντικειμένου ανυπόστατα ή όταν διαπιστώνονται αντιφάσεις ουσιαστικής μορφής (βλ. Σόλων Φανάρας ν. Περικλή Κυπριανίδη, Πολ. Έφεση 136/10, ημερ. 24/4/15, ECLI:CY:AD:2015:A287 και Σταύρος Αντωνίου ν. Α. Panayides Contracting Ltd, Πολ. Έφεση 259/11, ημερ. 4/10/17), ECLI:CY:AD:2017:A333.
Έχοντας κατά νουν τη μαρτυρία της ΜΕ2, στην οποίαν έχουμε ανατρέξει, καταλήγουμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο με τη διαπίστωση στην οποίαν προέβη ως προς το χρωματισμό των Καταλόγων ότι διέφερε από το δείγμα, έσφαλλε εφόσον η διαπίστωση του αυτή έρχεται σε πλήρη αντίθεση με όσα μαρτύρησε σχετικά η ΜΕ2, την οποίαν έκρινε ως εμπειρογνώμονα και καθόλα αξιόπιστη. Ως εκ τούτου δικαιολογείται η παρέμβαση μας.
Σ' όσον αφορά τη λανθασμένη φωτογραφία δεν αμφισβητήθηκε από πλευράς των μαρτύρων της εφεσείουσας κατά την ακρόαση, παρά την αρνητική τοποθέτηση της εφεσείουσας στην Απάντηση της στην Υπεράσπιση, ότι μια φωτογραφία κακώς περιλήφθηκε στους Καταλόγους, αλλά πρότεινε την αντικατάσταση της με άλλη, πρόταση όμως που απέρριψαν οι εφεσίβλητοι με το δικαιολογητικό ότι η εφεσείουσα δεν ήταν σε θέση να εγγυηθεί για τη σωστή επανεκτύπωση των Καταλόγων.
Εγείρεται εύλογα το ερώτημα κατά πόσο η απόρριψη της πρότασης αυτής της εφεσείουσας από μέρους των εφεσιβλήτων ήταν δικαιολογημένη, γεγονός που τους έδινε δικαίωμα να θεωρήσουν ότι απαλλάττοντο από την δική τους υποχρέωση πληρωμής στην εφεσείουσα της αμοιβής της, για την ετοιμασία των Καταλόγων
Ως προς την υποχρέωση εκπλήρωσης των συμβατικών υποχρεώσεων των συμβαλλομένων μερών σχετικό είναι το εξής απόσπασμα στη σελ. 648 από το Σύγγραμμα Πολύβιου Γ. Πολυβίου, Το Δίκαιο των Συμβάσεων, Τόμος Β:
«Προσφορά για εκπλήρωση υποχρέωσης η οποία δεν γίνεται αποδεκτή από το δανειστή απαλλάσσει τον οφειλέτη από την ευθύνη για την μη εκπλήρωση της σύμβασης, νοουμένου ότι η προσφορά ήταν άνευ όρων και νοουμένου ότι γίνεται σε κατάλληλο χρόνο και τόπο και υπό τέτοιες περιστάσεις ώστε να παρέχεται εύλογη δυνατότητα στο πρόσωπο προς το οποίο απευθύνεται να διακριβώσει κατά πόσο αυτός που προσφέρεται να εκπληρώσει είναι ικανός και πρόθυμος να διεκπεραιώσει τις συγκεκριμένες υποχρεώσεις, σύμφωνα με την υπόσχεσή που αρχικά δόθηκε».
Στην παρούσα περίπτωση υπήρξε πρόταση από πλευράς εφεσείουσας για εκπλήρωση της υποχρέωσης της άνευ όρων και εντός χρονικού πλαισίου που δεν επηρέαζε καθόλου τους εφεσίβλητους, η οποία όμως δεν έγινε αποδεκτή από τους εφεσίβλητους. Κρίνουμε την απόρριψη της πρότασης ως αδικαιολόγητη, τον δε λόγο που δόθηκε για την απόρριψη, ότι δηλαδή η εφεσείουσα δεν εγγυάτο τη σωστή επανεκτύπωση, ως μη εύλογο ώστε να δικαιολογούσε τον τερματισμό της συμφωνίας. Συνεπώς δεν μπορεί να θεωρηθεί κάτω από τις συνθήκες αυτές ότι η εφεσείουσα υπήρξε ένοχη διάρρηξης της συμφωνίας γεγονός που απαλλάσσει τους εφεσίβλητους από την εκπλήρωση των δικών τους υποχρεώσεων που απορρέουν από τη σύμβαση, που ήταν ουσιαστικά και η διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου.
Είναι γνωστός ο κανόνας για πλήρη και εξ ολοκλήρου εκπλήρωση των εκατέρωθεν συμβατικών υποχρεώσεων αλλ' όμως δεν εφαρμόζεται εκεί που θα δημιουργείτο προφανής αδικία, όπως στην περίπτωση που υπάρχει «ουσιαστική εκπλήρωση» της σύμβασης.
Σε τέτοια περίπτωση το μέρος που ουσιαστικά εκπλήρωσε την υποχρέωση του δικαιούται στην είσπραξη της αμοιβής του ενώ το άλλο μέρος σε αποζημιώσεις με Ανταπαίτηση.
Το τι συνιστά «ουσιαστική εκπλήρωση» είναι νομολογιακά γνωστό ότι εξαρτάται από τη φύση της σύμβασης και των γεγονότων. Η αρχή της ουσιαστικής εκπλήρωσης μπορεί να αποκλειστεί με ρητή πρόνοια στη σύμβαση. Είναι θέμα που αφορά στη φύση της σύμβασης και των γεγονότων της κάθε περίπτωσης.
Ενέχει σε κάθε περίπτωση ιδιαίτερη σημασία η φύση των όρων σε μια σύμβαση ή η φύση συγκεκριμένου όρου που οδήγησε στην έγερση της διαφοράς. Τα Δικαστήρια διαχωρίζουν σε τρεις γενικές κατηγορίες τους όρους σύμβασης: τους ουσιώδεις («conditions»), μη ουσιώδεις («warranties») και τους ενδιάμεσους («innominate»). Εδώ η συμφωνία των διαδίκων εξωτερικεύθηκε εγγράφως μόνο σε ένα τιμολόγιο, το οποίο δεν καθόριζε τη σημασία οποιωνδήποτε όρων. Ούτε και προφορικά λέχθηκε οτιδήποτε ως προς τούτο. Οι όροι περί της αντιστοιχίας με το δείγμα είναι υπό τις περιστάσεις ενδιάμεσοι όροι ώστε ανάλογα με την απόκλιση από αυτό, να είναι και ανάλογης σημασίας η επίπτωση της. Η περίπτωση εδώ δεν ήταν τέτοιας καταλυτικής σημασίας (και αυτό ανεξάρτητα από την προσφορά για αποκατάσταση) που έδιδε δικαίωμα στους εφεσίβλητους να απορρίψουν τον Κατάλογο. Ήταν ασήμαντης υφής και αυτό δεν δικαιολογεί αποκήρυξη της σύμβασης (Hong Kong Fir Shipping Co Ltd v. Kawasaki Kisen Kaisha Ltd (1962) 2 QB26 και Τhe Hansa Nord [1975] 3 All E.R. 732). Μια επουσιώδης ήσσονος σημασίας απόκλιση που ενεργοποιεί ακόμη και το «de minimis rule».
Αν ένας εργολάβος εγκαταλείψει τις εργασίες που ανέλαβε ή διεξάγει εργασίες εντελώς διαφορετικές από τις συμφωνηθείσες, είναι καθαρή περίπτωση ουσιαστικής μη εκτέλεσης (non-feasance) και ο εργολάβος δεν δικαιούται τίποτε (βλ. Sumpter v. Hedges (1898) 1 Q.B. 673, Forman & Co Proprietary v. Liddesdale (1900) AC 190 και Hoenig v. Isaacs (1952) 2 All E.R. 176, 180-181). Ομοίως αν ο εργολάβος έχει ολοκληρώσει ουσιαστικά τις εργασίες που ανέλαβε αλλά το πρόβλημα ανέκυψε σ' όσον αφορά σε μικροπαρεκκλίσεις από τις συμφωνηθείσες προδιαγραφές, δικαιούται στη συμφωνηθείσα αμοιβή, αφαιρουμένων όμως των εξόδων γι' αποκατάσταση τους. (βλ. H. Dakin & Co Ltd v. Lee (1916) 1 K.B. 566 και Chitty on Contracts, 32η έκδ., Τόμος Ι, παραγρ. 21 - 034, σελ. 1609). Η ίδια αρχή ισχύει και στην περίπτωση επουσιώδους κακής εκτέλεσης (misfeasance). Στην περίπτωση πάλι που το ένα συμβαλλόμενο μέρος λανθασμένα εμποδίζει το άλλο μέρος από την ολοκλήρωση της εκτέλεσης των υποχρεώσεων του, το τελευταίο δικαιούται σε αποζημιώσεις λόγω παράβασης σύμβασης ή διαζευκτικά εύλογης αποζημίωσης για τη μερική εκτέλεση στη βάση της αρχής «quantum meruit» (βλ. Chitty on Contracts (ανωτέρω) σελ. 21 - 037).
Στην παρούσα περίπτωση οι εφεσίβλητοι είχαν ήδη εκτελέσει τις ουσιαστικές συμβατικές τους υποχρεώσεις που ανταποκρίνοντο στο βασικό σκοπό της σύμβασης, με την επιλογή των μοντέλων, φωτογράφιση και ετοιμασία των Καταλόγων στους οποίους περιλαμβάνοντο δώδεκα φωτογραφίες από τις οποίες μόνο η μια δεν ετύγχανε της έγκρισης των εφεσιβλήτων. (βλ. Η. Dakin & Co Ltd v. Lee (ανωτέρω) και Hoenig v. Isaacs (ανωτέρω) καθώς και το σύγγραμμα Π. Πολυβίου Το Δίκαιο των Συμβάσεων, Τόμος Β, σελ. 650).
H εφεσείουσα περαιτέρω υποβλήθηκε σε έξοδα εφόσον, σύμφωνα με τη μαρτυρία του ΜΕ1, μόνο ποσό της τάξης των Λ.Κ.600,00 από τη συμφωνηθείσα αμοιβή συνιστούσε το κέρδος της εφεσείουσας από την επίδικη δοσοληψία.
Υπό το φως της πιο πάνω νομολογίας και των γεγονότων της υπόθεσης η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι δικαιωματικά οι εφεσίβλητοι απέρριψαν τους Καταλόγους ως ελαττωματικούς, θεωρώντας ότι ήταν αρκετό το γεγονός ότι περιλήφθηκε μια λανθασμένη φωτογραφία, ώστε αυτοί να μην ανταποκρίνοντο σ' όσα συμφωνήθηκαν, γεγονός που απαλλάσσει τους εφεσίβλητους στην πληρωμή οποιουδήποτε ποσού , δεν μας βρίσκει σύμφωνους. Κρίνουμε την εφεσείουσα ότι είχεν συμμορφωθεί ουσιαστικά με τις υποχρεώσεις της με την ετοιμασία των 37.000 Καταλόγων που συμφωνήθηκαν, σε αντίθεση με τους εφεσίβλητους που λανθασμένα και άνευ ευλόγου αιτίας την εμπόδισαν από του να άρει την παραβίαση που αφορούσε σε μικροπαρέκκλιση της εργασίας που ανέλαβε και εκτέλεσε, παραλείποντας στη συνέχεια να ξοφλήσουν το τίμημα που είχαν συμφωνήσει. Ενόψει των δεδομένων αυτών η εφεσείουσα δικαιούται στη συμφωνηθείσα αμοιβή της. Ως εκ τούτου και ο δεύτερος λόγος έφεσης επιτυγχάνει.
Συνεπώς η εφεσείουσα δικαιούται σε απόφαση για Λ.Κ.1.680,50, όπως διαμορφώθηκε μετά την αφαίρεση από πλευράς εφεσείουσας του ποσού των Λ.Κ.1.265,00 που ήταν το συμφωνημένο κόστος για το περιοδικό «ΣΕΛΙΔΕΣ», εργασία που δεν έγινε, ενόψει της διαφοράς που προέκυψε.
Ενόψει επιτυχίας του πρώτου και του δεύτερου λόγου έφεσης η εξέταση του τρίτου λόγου που αφορά στα έξοδα καθίσταται περιττή.
Η πρωτόδικη απόφαση σ' όσον αφορά την Απαίτηση παραμερίζεται.
Εκδίδεται απόφαση υπέρ της εφεσείουσας και εναντίον των εφεσιβλήτων ομού και κεχωρισμένα για €2.871,30 (το ισάξιο σε Λ.Κ.1.680,50) με νόμιμο τόκο, πλέον έξοδα τόσο της πρωτόδικης διαδικασίας όσο και κατ' έφεση, όπως υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο. Η απόφαση σ' όσον αφορά την Ανταπαίτηση επικυρώνεται. Ενόψει της απόφασης μας επί της Απαίτησης δεν εκδίδουμε οποιαδήποτε διαταγή για έξοδα για την Ανταπαίτηση εφόσον η διαδικασία ακρόασης της ήταν ενιαία με της Απαίτησης.
ΣΤ. ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.
Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.
Α. ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ.
/Α.Λ.Ο.