ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Αγγλική νομολογία που περιλαμβάνεται στο bailii.org στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
public Ναθαναήλ, Στέλιος Σταύρου Παρπαρίνος, Λεωνίδας Στυλιανίδου-Πούγιουρου, Αντρούλα Χ. Φωτίου, για τους Εφεσείοντες. Κ. Δημητριάδης, για την Εφεσίβλητη. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2018-06-28 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΜΙΧΑΗΛ κ.α. ν. ΣΥΝΕΡΓΑΤΙΚΗ ΠΙΣΤΩΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΣΤΡΟΥΜΠΙΟΥ, ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 190/2012, 28/6/2018 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2018:A315

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

                                               

            ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 190/2012

 

28 Ιουνίου, 2018.

 

[ΣΤ. ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΥ, Α. ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

 

                 1.   ΜΙΧΑΗΛ

2.    ΓΙΑΝΝΑΚΗ

3.    ΟΔΥΣΣΕΩΣ

            Εφεσείοντες

 

ΚΑΙ

 

ΣΥΝΕΡΓΑΤΙΚΗ ΠΙΣΤΩΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΣΤΡΟΥΜΠΙΟΥ

                                                                        Εφεσίβλητη

 

***********************

 

Χ. Φωτίου, για τους Εφεσείοντες.

Κ. Δημητριάδης, για την Εφεσίβλητη.

**********************

ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.:  Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Α. Πούγιουρου, Δ.

 

                                              *************************

 

 

 

 

Α  Π  Ο  Φ  Α  Σ  Η

 

ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ.: Με την Αίτηση/Έφεση Αρ. 349/11 Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου οι Αιτητές/Εφεσείοντες ζητούσαν στη βάση του άρθρου 52 του περί Συνεργατικών Εταιρειών  Νόμου  του 1985 και του άρθρου 20 του περί Διαιτησίας Νόμου ΚΕΦ. 4, τον παραμερισμό και/ή ακύρωση της απόφασης του Διαιτητή ημ. 2/5/11, που εκδόθηκε εναντίον τους και προς όφελος της  Συνεργατικής Πιστωτικής Εταιρείας Στρουμπιού (ΣΠΕ Στρουμπιού), Εφεσίβλητης/Καθ' ης η Αίτηση, για το ποσό των €462.652,84 με τόκο  προς 9% ετησίως από 31/12/10 πλέον έξοδα εκ €184, δυνάμει Γραμματίου με αρ. 7210778-2.

 

Με την Αίτηση/Έφεση προβάλλοντο πρωτόδικα έξι λόγοι έφεσης που αφορούσαν κυρίως στο παράτυπο της διαιτητικής διαδικασίας, στην παράλειψη διεξαγωγής ακροαματικής διαδικασίας και έκδοσης απόφασης, στην έλλειψη αμεροληψίας και αντικειμενικότητας από μέρους του διαιτητή και στο αναιτιολόγητο της απόφασης.

 

Η Αίτηση/Έφεση προσέκρουσε στην ένσταση της ΣΠΕ Στρουμπιού που με πέντε λόγους ένστασης υπεραμύνετο της νομιμότητας  της διαιτητικής διαδικασίας και της ορθότητας της απόφασης του διαιτητή καθώς επίσης και της κανονικότητας της επίδοσης της απόφασης στους Εφεσείοντες.

 

Η Αίτηση/Έφεση οδηγήθηκε σε ακρόαση κατά την οποίαν έδωσαν προφορική μαρτυρία ο Εφεσείων 1, η ένορκη δήλωση του οποίου συνόδευε την Αίτηση/Έφεση για την πλευρά των Εφεσειόντων, και ο Κωνσταντινίδης, η ένορκη δήλωση του οποίου συνόδευε την ένσταση,  για την πλευρά της Εφεσίβλητης, που ήταν και ο διαιτητής που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση. 

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο στην απόφαση του ασχολήθηκε κατ΄ αρχήν με το νομικό καθεστώς που διέπει τη διαιτησία και στη συνέχεια εξέτασε τις θέσεις των Εφεσειόντων που έκρινε ότι περιστρέφοντο ουσιαστικά γύρω από  ένα και μοναδικό λόγο επί της ουσίας, ότι δηλ. οι Εφεσείοντες  υπέγραψαν ως εγγυητές του δανείου και όχι ως πρωτοφειλέτες,  όπως αναφέρεται στα διάφορα έγγραφα,  και  μάλιστα για μικρότερο ποσό.  Αφού μελέτησε τη συμφωνία δανείου  (Τεκμήριο 4) διαπίστωσε ότι οι υπογραφές των Εφεσειόντων  βρίσκοντο κάτω από τη στήλη που αναφέρετο στους συμβαλλόμενους ως χρεώστες.  Με την ίδια ιδιότητα εντόπισε τις υπογραφές τους και στην  αίτηση για παροχή δανείου (Τεκμήριο 3) όπου παρουσιάζοντο οι Εφεσείοντες ως οι Αιτητές του δανείου.  Μετά την αξιολόγηση της μαρτυρίας, το Δικαστήριο  προέβη  στη διαπίστωση ότι οι ισχυρισμοί που πρόβαλαν οι Εφεσείοντες  ότι δηλ.  δεν διάβασαν τα διάφορα έγγραφα προτού τα υπογράψουν και ότι τους απεκρύβη από πλευράς ΣΠΕ Στρουμπιού η αλήθεια ως προς την ιδιότητα κάτω από την οποία θα έθεταν την υπογραφή τους,  διαψεύδοντο από τα ίδια τα έγγραφα που κατατέθηκαν ως τεκμήρια. 

 

Σ'  όσον αφορά δε τα διαδραματισθέντα ενώπιον του διαιτητή, το πρωτόδικο Δικαστήριο  προτίμησε την εκδοχή του διαιτητή ότι μετά την αντίδραση των Εφεσειόντων  στα όσα τους εξήγησε  ως προς το περιεχόμενο των εγγράφων και τη διαμαρτυρία των ιδίων ότι υπέγραψαν απλά ως εγγυητές, αποχώρησαν με αποτέλεσμα η διαδικασία να προχωρήσει στην απουσία τους και να εκδοθεί απόφαση εναντίον τους.   Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι οι Εφεσείοντες απέτυχαν να αποδείξουν ότι ο διαιτητής επέδειξε  κακή συμπεριφορά ή ότι η διαδικασία διεξήχθηκε παράτυπα ώστε να δικαιολογείται η ακύρωση της διαιτητικής απόφασης, με αποτέλεσμα να προχωρήσει  στην απόρριψη της Αίτησης/Έφεσης και στην καταδίκη των Εφεσειόντων στα έξοδα.

 

Η πρωτόδικη απόφαση προσβάλλεται με ένα και μοναδικό λόγο έφεσης, ότι  δηλ. λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε επί της ουσίας του αντικειμένου της διαιτησίας αντί να ασχοληθεί με τη νομιμότητα της διαδικασίας της επίδικης διαιτησίας και την αιτιολόγηση της διαιτητικής απόφασης. 

 

Η παραπομπή διαφοράς σε διαιτησία προβλέπεται από το άρθρο 52(1)(2) του περί Συνεργατικών Εταιρειών Νόμου (Ν.22/85) που προνοεί τα εξής:

 

«Διαιτησία προς επίλυση διαφορών

52.-(1) Τηρουμένων των διατάξεων του περί της Σύστασης και Λειτουργίας του Ενιαίου Φορέα Εξώδικης Επίλυσης Διαφορών Χρηματοοικονομικής Φύσεως Νόμου, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται, και του Κώδικα Δεοντολογίας που εκδίδεται από την Κεντρική Τράπεζα, με βάση τον περί Εργασιών Πιστωτικών Ιδρυμάτων Νόμου, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται, προς τα πιστωτικά ιδρύματα και τους δανειζόμενους σχετικά με τη διαχείριση των δανείων ή άλλων πιστωτικών διευκολύνσεων σε καθυστέρηση, οσάκις εγείρεται οιαδήποτε διαφορά αφορώσα τις εργασίες εγγεγραμμένης εταιρείας -

(α) μεταξύ μελών, πρώην μελών, προσώπων αξιούντων μέσω μελών, καταθετών, οφειλετών ή των εγγυητών τους∙ ή

(β) μεταξύ μέλους, πρώην μέλους ή προσώπου αξιούντος μέσω μέλους, πρώην μέλους ή αποβιώσαντος μέλους ή καταθέτη, χρεώστη ή πελάτη και της εταιρείας, της επιτροπείας ή του συμβουλίου αυτής ή οιουδήποτε αξιωματούχου, αντιπροσώπου ή υπαλλήλου της εταιρείας∙ ή

(γ) μεταξύ της εταιρείας ή της επιτροπείας ή του συμβουλίου αυτής και οιουδήποτε αξιωματούχου, αντιπροσώπου ή υπαλλήλου της εταιρείας∙ ή

(δ) μεταξύ της εταιρείας και οιασδήποτε άλλης εγγεγραμμένης εταιρείας,

η διαφορά αυτή θα παραπέμπεται από την εγγεγραμμένη εταιρεία ή από οποιοδήποτε από τα πιο πάνω πρόσωπα στον Έφορο:

Νοείται ότι -

(α) Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου σε καμιά περίπτωση δεν κωλύουν εγγεγραμμένη εταιρεία ή οποιοδήποτε πρόσωπο να προσφύγει σε αρμόδιο δικαστήριο στη Δημοκρατία ή σε άλλο κράτος εναντίον οποιουδήποτε∙

(β) ως διαφορά που αφορά τις εργασίες εγγεγραμμένης εταιρείας κατά την έννοια του παρόντος άρθρου, λογίζεται και οποιαδήποτε οφειλή ή απαίτηση εγγεγραμμένης εταιρείας που έγινε αποδεκτή ή που δεν αμφισβητείται."

 

(2) Ο Έφορος δύναται, με τη λήψη της δυνάμει του εδαφίου (1) παραπομπής:

(α) να επιχειρήσει συνδιαλλαγή της διαφοράς ή

(β) να παραπέμπει τη διαφορά προς επίλυση σε διαιτησία, η οποία διεξάγεται σύμφωνα με τις διατάξεις των Θεσμών που εκδίδονται δυνάμει του εδαφίου (6) ή, μέχρι την έκδοσή τους, σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Διαιτησίας Νόμου και τις διατάξεις των Θεσμών 78 και 79 των περί Συνεργατικών Εταιρειών Θεσμών του 1987 έως 2012.

 

 

Η διαιτητική διαδικασία υπήρξε αντικείμενο εξέτασης στην υπόθεση Παναγιώτης Κλεοβούλου ν. Συνεργατικού Ταμιευτηρίου Επαγγελματικού Κλάδου και Επιχειρηματιών Κύπρου (ΣΤΕΚΕΚ) Λτδ, Πολ. Εφ. 304/10, ημ. 10/7/15, ECLI:CY:AD:2015:A507 όπου αναφέρθηκαν τα εξής ως προς το σκοπό που εξυπηρετεί και τον τρόπο διεξαγωγής της:

 

«Η παραπομπή διαφοράς σε διαιτησία και η όλη φιλοσοφία του μηχανισμού επίλυσης διαφορών στα πλαίσια διαδικασίας διαιτητικής μορφής, συνίσταται ακριβώς στην ανάγκη για ταχεία και τελεσίδικη επίλυση της διαφοράς. Τα Δικαστήρια είναι κατά κανόνα απρόθυμα να επεμβαίνουν στις διαιτητικές διαδικασίες, εκτός όπου νομοθετικά παρέχεται ειδικά τέτοια δυνατότητα. Οι αποφάσεις των διαιτητών ανατρέπονται δικαστικά στις περιπτώσεις όπου ο διαιτητής υπερέβη τη δικαιοδοσία του ή ενήργησε κατά τρόπο εμφανώς ενάντια στις αρχές της φυσικής δικαιοσύνης. Όπως εντοπίζεται στην απόφαση Σολωμού v. Laiki Cyprialife Ltd (2010) 1 ΑΑΔ 687 ο διαιτητής βαρύνεται με την υποχρέωση να ενεργήσει στα πλαίσια των όρων εντολής του και το ζητούμενο είναι η συμμόρφωσή του με τους κανόνες της φυσικής δικαιοσύνης σε όλη την πορεία της οιονεί δικαστικής αποστολής του. Πέραν της υποχρέωσης αυτής ο διαιτητής είναι δεσμευμένος να συμμορφώνεται και με τις βασικές αρχές του δικαίου. ΄Αλλωστε η διαιτησία διεξάγεται πάντοτε σύμφωνα με τις καθιερωμένες νομικές αρχές και ο κάθε διαιτητής είναι υποχρεωμένος να τηρεί τους δικονομικούς κανόνες που εφαρμόζονται στις δικαστικές διαδικασίες, προκειμένου να εξασφαλίζεται η ισονομία, βασική αρχή του δικαίου. Η πλημμελής εκτέλεση των καθηκόντων του διαιτητή συνιστά λόγο ακύρωσης του τελικού πορίσματός του και η κατάλληλη θεραπεία εξαρτάται από τη φύση της πλημμέλειας και τις περιστάσεις της υπόθεσης (Halsbury's Laws of England, 4η έκδοση, τόμος 2, παράγραφοι 670, 692, 693)

 

 

Η πιο πάνω αρχή υιοθετήθηκε στην πρόσφατη υπόθεση Μιχαλάκης Κώστα Ζαμπά κ.ά. ν. Συνεργατικής Κυπριακής Τράπεζας Λτδ κ.ά.  Πολ. Έφ. 169/12, ημ. 6/6/18, ECLI:CY:AD:2018:A273.

 

Το άρθρο 20 του περί Διαιτησίας Νόμου προνοεί τα εξής:

 

«Εξoυσία για ακύρωση διαιτητικής απόφασης

20.-(1) Όταv o διαιτητής ή o επιδιαιτητής επιδεικvύει κακή συμπεριφoρά ή χειρίζεται κακώς τηv υπόθεση, τo Δικαστήριo δύvαται vα τov απoμακρύvει.

(2) Όταv o διαιτητής ή o επιδιαιτητής επέδειξε κακή συμπεριφoρά ή χειρίστηκε κακώς τηv υπόθεση ή όταv η διαιτησία διεξάχθηκε παράτυπα ή η διαιτητική απόφαση εκδόθηκε παράτυπα, τo Δικαστήριo δύvαται vα ακυρώσει τη διαιτητική απόφαση.

 

Μας ενδιαφέρει εδώ το εδάφιο (2) του άρθρου 20  εφόσον η Αίτηση ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου αφορούσε σε ακύρωση και/ή παραμερισμό διαιτητικής απόφασης. Σ' όσον αφορά την εμβέλεια του εδαφίου αυτού, στην υπόθεση Σολωμού ν. Laiki Cypria Life Ltd (2010) 1 (A) Α.Α.Δ. 687, το Ανώτατο Δικαστήριο με αναφορά στην Αγγλική νομοθεσία και νομολογία, στις σελ. 696 - 698 της απόφασης  αναφέρει τα εξής:

 

«Στο πρωτότυπο Αγγλικό κείμενο, ο όρος που χρησιμοποιείται στο ΄Αρθρο 23(1) του Arbitration Act 1950 απ' όπου λήφθηκε το Κεφ. 4, είναι «misconduct», και έχει πλειστάκις ερμηνευτεί να περιλαμβάνει διάφορες κατηγορίες που δυνατόν να αφορούν στη συμπεριφορά του ιδίου του διαιτητή ή τον τρόπο διεξαγωγής της διαιτησίας («.... has misconducted himself or the proceedings ....». Στον Russell on Arbitration 16η έκδ. σελ. 307, θεωρείται λανθασμένη συμπεριφορά η εκ μέρους του διαιτητή ακρόαση μαρτύρων ή εξέταση εγγράφων στην απουσία των διαδίκων, η απόδοση στον εαυτόν του ενός συνολικού ποσού για τα έξοδα του, ώστε να αποκλείει τους διαδίκους από του να ενστούν στις χρεώσεις του, (δέστε την απόφαση K/S Norjarl A/S v. Hyundai Heavy Industries Co. Ltd [1991] 3 W.L.R. 1025, για κατεύθυνση ως προς τον τρόπο χρέωσης αμοιβής από ένα διαιτητή), η εκ μέρους του παράλειψη να εξασκήσει όλες τις εξουσίες του ή η λανθασμένη άσκηση διακριτικής ευχέρειας. Στη δε σελ. 309, αναφέρεται σε σχέση με τη διεξαγωγή της διαιτησίας, ότι οι κύριοι άξονες επί των οποίων μπορεί να υποβληθεί επιτυχώς αίτηση για παραμερισμό, είναι η εκ μέρους του διαιτητή διεξαγωγή της διαιτησίας ex parte χωρίς ουσιώδη λόγο, ο αποκλεισμός ατόμων που έχουν δικαίωμα να είναι παρόντα, η λανθασμένη απόρριψη ή αποδοχή μαρτυρίας και η λανθασμένη μετακύλιση καθηκόντων.

 

 

Η κλασσική αντιμετώπιση της έννοιας του «misconduct», έχει βέβαια αναφορά στη δωροδοκία του διαιτητή ή στην ύπαρξη εκ μέρους του μυστικού συμφέροντος στην ενώπιον του διαφορά. Επεκτείνεται όμως και σε θέματα πέραν αυτών, ώστε ακόμη και στην απουσία ηθικά ή δεοντολογικά ανάρμοστης συμπεριφοράς, να ελέγχονται και οι περιπτώσεις λανθασμένης λήψης ή αποκλεισμού μαρτυρίας ή η αποδοχή εξωγενούς μαρτυρίας για την ερμηνεία συμβολαίου, (Paniccos Harakis Ltd v. The Official Receiver as administrator of the estate of the bankrupt Takis Vryonides (1978) 1 C.L.R. 15, σελ. 23, τις εκεί αναφερόμενες υποθέσεις, καθώς και την πρόσφατη απόφαση στη ΔΗ.ΜΑ.ΡΩ. ΛΤΔ v. Lakis Georghiou Constructions Ltd (2010) 1 A.A.Δ. 223, ή, η έκδοση απόφασης επί παρανόμου συμφωνίας (David Taylor & Son v. Barnett [1953] 1 W.L.R. 562). Όπως έχει αποφασιστεί και στην A.N. Stasis Estates Co. Ltd v. G.M.P. Katsambas Ltd (2001) 1(Γ) Α.Α.Δ. 2006), (που αφορούσε περίπτωση παραπομπής τεχνικών θεμάτων σε διαιτησία, εν μέσω δικαστικής αγωγής), «Η πλημμελής εκτέλεση των καθηκόντων του διαιτητή συνιστά λόγο ακύρωσης του τελικού του πορίσματος» ενώ «.... παράβαση βασικού δικονομικού κανόνα .... κλονίζει το θεμέλιο της όλης διαδικασίας» (εκεί ο διαιτητής είχε λανθασμένα υιοθετήσει, έξω από τους όρους εντολής του, τη μαρτυρία που είχε προηγηθεί στο Δικαστήριο).

 

..............................

 

Ακόμη και στην εξέλιξη της νομοθεσίας στην Αγγλία με την εισαγωγή του Arbitration Act 1996, όπου με το s. 68 εισήχθηκε ο γενικότερος όρος του «serious irregularity», ως προϋπόθεση για τον παραμερισμό διαιτητικής απόφασης, έχει αποσαφηνιστεί ότι πρέπει η περίπτωση να εμπίπτει σε μια από τις έννοιες που αποδίδει στον όρο το εδάφιο (2)(a)-(i). Έχει δε ερμηνευτεί στην Petroships Pte Ltd v. Petec Trading and Investment Corp. (The "Petro Ranger") [2001] 2 Lloyd's Rep. 348, ότι οι καθορισθείσες παρατυπίες στο εδάφιο (2), δεν μπορούν να επεκταθούν από το Δικαστήριο, ενώ ταυτόχρονα πρέπει να οδηγούν και σε «substantial injustice», που να δικαιολογούν την επέμβαση του Δικαστηρίου. Όπως περαιτέρω εξηγήθηκε στην Losotho Highlands Development Authority v. Impregilo SpA [2005] 3 All E.R. 789, η επέμβαση του Δικαστηρίου καθίσταται αναγκαία μόνο στην περίπτωση όπου ο διαιτητής έχει υπερβεί τις εξουσίες του κάτω από τη συμφωνία διαιτησίας.»

 

 

 

Η θέση που προωθήθηκε πρωτόδικα από τους Εφεσείοντες με την ένορκη δήλωση του Εφεσείοντα 1 που συνόδευε την Αίτηση/Έφεση και την προφορική του μαρτυρία κατά την ακρόαση, ήταν ότι εμφανίστηκαν κατά τη διαδικασία ενώπιον του διαιτητή και αμφισβήτησαν την ιδιότητα κάτω από την οποίαν έθεσαν την υπογραφή τους στα διάφορα έγγραφα που τους παρουσιάστηκαν το 2006 και είχε ενώπιον του ο διαιτητής.   Όπως εξήγησαν στον διαιτητή, σύμφωνα βέβαια με  τους ισχυρισμούς του Εφεσείοντα 1, τους λέχθηκε κατά την υπογραφή των εγγράφων  ότι θα ήσαν εγγυητές για ένα δάνειο και όχι πρωτοφειλέτες και το ποσό που θα εγγυούντο θα ήταν πολύ μικρό εξού και δεν απαιτείτο η εξασφάλιση του με Υποθήκη.  Κατέστησαν σαφές στον διαιτητή ότι  οι ίδιοι οι Εφεσείοντες δεν έλαβαν κανένα ποσό από την ΣΠΕ Στρουμπιού ως δάνειο.  Ακολούθησε έντονη συζήτηση με τον διαιτητή και χωρίς να διερευνηθεί οποιοσδήποτε από τους πιο πάνω  ισχυρισμούς τους,  ο διαιτητής τους κάλεσε να φύγουν και θα  ειδοποιούντο εκ νέου. 

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε τη θέση αυτή των Αιτητών και αν και έκαμε αποδεκτή την παρουσία τους κατά τη διαδικασία της διαιτησίας και ότι διαμαρτυρήθηκαν προβάλλοντας τη θέση ότι υπέγραψαν ως εγγυητές και όχι ως πρωτοφειλέτες, την απέρριψε με το δικαιολογητικό ότι βρισκόταν σε αντίθεση με τα διάφορα τεκμήρια ενώπιον του που μαρτυρούσαν ότι η υπογραφή τους είχε τεθεί κάτω από τη στήλη που αναφέρετο στους συμβαλλόμενους.

 

Έχουμε εξετάσει με προσοχή την εισήγηση περί λανθασμένης παράλειψης του πρωτόδικου Δικαστηρίου να ασχοληθεί με την εξέταση της νομιμότητας της διαιτητικής διαδικασίας και του τρόπου διεξαγωγής της από μέρους του διαιτητή, που συνιστούσαν και τους κύριους λόγους έφεσης πρωτόδικα.   Μελετήσαμε επίσης τα διάφορα έγγραφα που κατατέθηκαν ως τεκμήρια, που ήταν η βάση ουσιαστικά της απόρριψης από το Δικαστήριο της θέσης που πρόβαλαν οι Εφεσείοντες.  Σημειώνεται ότι εκτός του ότι ο ισχυρισμός περί παράτυπης διαδικασίας συνιστούσε ένα από τους ρητούς λόγους έφεσης ήταν και το κύριο αντικείμενο αντεξέτασης του διαιτητή κατά την ακρόαση πρωτόδικα.

 

  Το συγκεκριμένο  παράπονο των Εφεσειόντων  έχει ως κεντρικό άξονα ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν ασχολήθηκε καθόλου με το θέμα της παράτυπης διαδικασίας,  παρά μόνο με την ουσία της αξίωσης της ΣΠΕ Στρουμπιού.  Από τα πρακτικά της πρωτόδικης διαδικασίας καθίσταται σαφές ότι  δεν αμφισβητείτο η παρουσία των Εφεσειόντων κατά τη διαιτητική διαδικασία και ότι διαμαρτυρήθηκαν σ' όσον αφορά την ιδιότητα κάτω από την οποίαν έθεσαν την υπογραφή τους στα διάφορα έγγραφα που τους παρουσίασε ο διαιτητής και που αποδείχθηκε ότι ήταν η αίτηση  και η συμφωνία δανείου στα οποία αναγνώρισαν την υπογραφή τους.

 

 Σίγουρα εφόσον τέθηκαν ως λόγοι έφεσης πρωτόδικα το παράτυπο της διαιτητικής διαδικασίας και ο κακός χειρισμός της από πλευράς διαιτητή, το πρωτόδικο Δικαστήριο όφειλε να τους εξετάσει και μάλιστα κατά προτεραιότητα, εφόσον σύμφωνα με το άρθρο 20 του περί Διαιτησίας Νόμου συνιστούσαν λόγους για τους οποίους το Δικαστήριο μπορεί να ακυρώσει μια διαιτητική απόφαση.  Δεν ασχολήθηκε όμως με αυτή την πτυχή των λόγων έφεσης στην έκταση που απαιτείτο ενόψει και των συγκεκριμένων θεμάτων που εγείροντο  όπως περιγράφοντο στην Ένορκη Δήλωση του Εφεσείοντα 1 που συνόδευε την Αίτηση/Έφεση,  παράλειψη που καθιστά την απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου μεμπτή.

 

Ενόψει της διαπίστωσης μας αυτής, μας προβλημάτισε κατά πόσο μπορούμε να προχωρήσουμε με την εξέταση των συγκεκριμένων λόγων ένστασης χωρίς να παρίσταται ανάγκη η υπόθεση να επιστραφεί στο Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου για επανεκδίκαση.  Διαπιστώνουμε ότι υπό το φως των διαμειφθέντων πρωτόδικα, από πλευράς μαρτυρίας και τεκμηρίων, είμαστε σε θέση να προβούμε στην εξέταση του θέματος περί παράτυπης διαιτητικής διαδικασίας και απόφασης. 

 

Κατ' αρχήν φαίνεται να μην τηρήθηκαν πρακτικά της διαιτητικής διαδικασίας διαφορετικά θα κατατίθεντο πρωτόδικα ως τεκμήρια.  Τα μόνα τεκμήρια ενώπιον του Δικαστηρίου ήταν  η αίτηση δανείου (Τεκμήριο 3), η συμφωνία δανείου (Τεκμήριο 4),  η προσβαλλόμενη διαιτητική απόφαση που επιδόθηκε στους Εφεσείοντες (Τεκμήριο 2) και η επιστολή που πληροφορούσε για τη διαιτησία (Τεκμήριο 1).  Ενόψει της φύσης της διαιτητικής διαδικασίας ως οιονεί δικαστικής, ο διαιτητής  θα πρέπει να συμμορφώνεται με τους κανόνες της φυσικής δικαιοσύνης  αλλά και τους δικονομικούς κανόνες που εφαρμόζονται στις δικαστικές διαδικασίες (βλ. υπόθεση Παναγιώτη Κλεοβούλου (ανωτέρω).).  Μια από τις βασικές υποχρεώσεις του είναι η τήρηση πρακτικών ενόψει της σημασίας που ενέχουν.  Είναι νομολογιακά καθιερωμένο ότι τα πρακτικά της δίκης αποτελούν τον αναντικατάστατο οδηγό για τα κατατεθέντα και διαδραματισθέντα στη δίκη και μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις το Εφετείο μπορεί να συμβουλευθεί οτιδήποτε έξω από τα πρακτικά (βλ. Μελετίου ν. Alpha Bank Ltd (2010) 1 (A) ΑΑΔ 295) ).

 

Συνεπώς η παράλειψη τήρησης, στην παρούσα περίπτωση, πρακτικών κατά τη διαιτητική διαδικασία στερούσε από το  Δικαστήριο τη δυνατότητα εξέτασης της νομιμότητας της διαδικασίας αλλά και της ορθότητας της απόφασης του διαιτητή∙ εφόσον  το Δικαστήριο δεν θα μπορούσε  να γνωρίζει στοιχειώδεις λεπτομέρειες της διαδικασίας, όπως αν διεξήχθηκε στη βάση προφορικής μαρτυρίας ή ενόρκων δηλώσεων  και τις συνθήκες κάτω από τις οποίες περιήλθαν στην κατοχή του διαιτητή τα διάφορα έγγραφα δηλ.  η αίτηση  και η συμφωνία δανείου, σε χρόνο μάλιστα προγενέστερο της εμφάνισης των Εφεσειόντων.

 

 Ακόμη και να θεωρηθεί ότι η παράλειψη τήρησης πρακτικών διασώζεται από την προφορική μαρτυρία που προσκομίστηκε πρωτόδικα, ενόψει της αποχώρησης των Εφεσειόντων θα έπρεπε ο διαιτητής να προχωρήσει με την αξιολόγηση της μαρτυρίας και των εισηγήσεων που τέθηκαν, για να καταλήξει κατά πόσο η αξίωση ήταν δικαιολογημένη (βλ.  Annie Fox and Others v. PG Wellfair Ltd (1981) 2 Lloyds Ref. 597). 

 

Όπως αναφέρεται στο σύγγραμμα Russel on Arbitration 23η Έκδ., παραγρ. 5 - 195 σελ. 261 ο διαιτητής θα πρέπει να εξετάσει οποιαδήποτε μαρτυρία ή εισηγήσεις που προτάθηκαν καθ' οιονδήποτε χρόνο από το απουσιάζον μέρος ώστε να λάβει υπόψη την δική του θέση στην έκταση που είναι δυνατή στη βάση του ενώπιον του υλικού.  Ως προς το ρόλο του διαιτητή στην παραγρ. 5-196 του ιδίου συγγράμματος αναφέρονται τα εξής:

 

«Role of the tribunal.  If only one party is represented, it frequently happens that the tribunal become more interventionist, so as to ensure both sides of the case are fairly developed.  In such circumstances there is a fine line between being alert to ensure procedural fairness, which the tribunal must ensure happens, and acting as an advocate for the unrepresented party, which the tribunal must not do.  Of course the tribunal may adopt an inquisitorial role in this situation.  In any event the need to be fair to both parties should be borne in mind at all times.»

 

 

Είναι αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι οι Εφεσείοντες μετά την έντονη συζήτηση με τον διαιτητή αποχώρησαν. Οι συνθήκες κάτω από τις οποίες αποχώρησαν δηλ. είτε από δική τους πρωτοβουλία  ή κατόπιν προτροπής του διαιτητή, δεν ενέχουν καμιά σημασία για το υπό εξέταση θέμα εφόσον ο τελευταίος δεν απαλλάσσεται από την υποχρέωση εξέτασης των ισχυρισμών τους.  Ιδιαίτερα εδώ όπου η συμφωνία δανείου (Τεκμήριο 4) παρουσίαζε εκ πρώτης όψεως ασάφειες εφόσον εμφανίζονται επτά άτομα ως πρωτοφειλέτες αλλά υπάρχουν μόνο έξι υπογραφές  πρωτοφειλετών, οι δύο από τις οποίες μάλιστα να φαίνονται ως ίδιες. Η αναφορά του διαιτητή στην προφορική του μαρτυρία, ότι εξέτασε τον ισχυρισμό, από μόνη της δεν είναι ικανοποιητική για το Δικαστήριο να ελέγξει την νομιμότητα της διαιτητικής διαδικασίας.

 

  Αλλά ακόμη και επί της ουσίας  δεν ήταν καθόλου επιτρεπτό στον διαιτητή να προχωρήσει με την έκδοση απόφασης στη βάση μόνο των στοιχείων που είχεν ενώπιον του.   Η φύση της διαφοράς, ενόψει των εγγράφων που κατατέθηκαν, δεν ήταν απλή, όπως αναμφίβολα θεώρησε ο διαιτητής, συνεπεία της αμφισβήτησης από πλευράς των Εφεσειόντων της ίδιας της σύμβασης δανείου όπου μάλιστα έθεταν και θέμα παραπλάνησης τους προς το σκοπό εξασφάλισης της υπογραφής τους. 

 

Ο διαιτητής είχε υποχρέωση να διερευνήσει τον ισχυρισμό των Αιτητών και όχι απλά να τον ξεπεράσει με το δικαιολογητικό ότι η υπογραφή τους εμφαίνετο επί των εγγράφων στη θέση των συμβαλλομένων, θέση που ακολούθησε στη συνέχεια και το πρωτόδικο Δικαστήριο. Όφειλε δε ο διαιτητής αντί να έλθει σε έντονη αντιπαράθεση με τους Εφεσείοντες να ζητήσει την προσκόμιση μαρτυρίας την οποίαν στη συνέχεια να αξιολογήσει και να προβεί στα ευρήματα του.  Οι Εφεσείοντες δεν αμφισβήτησαν ότι υπέγραψαν διάφορα έγγραφα, η αμφισβήτηση τους αφορούσε στην ιδιότητα κάτω από την οποίαν πίστευαν ότι  υπέγραφαν.  

 

Υπό το φως της πιο πάνω νομολογίας και των δεδομένων της υπόθεσης που παραθέσαμε ανωτέρω, κρίνουμε ότι η  διαιτητική διαδικασία  ήταν  παράτυπη και αντικανονική αλλά και ότι υπήρξε κακός χειρισμός της  από μέρους του διαιτητή.

  

Εκτός από την παράτυπη διαδικασία διαπιστώνουμε επίσης ότι και η  διαιτητική απόφαση ήταν παράτυπη.  Τα στοιχεία που είχε ενώπιον του ο διαιτητής, που ήταν  τα έγγραφα που υπέγραψαν οι Αιτητές, αναφέρονται σε σύμβαση δανείου η δε διαιτητική απόφαση σε γραμμάτιο.  Δεν τέθηκε  οτιδήποτε που να εμπλέκει στην υπόθεση καθ' οιονδήποτε τρόπο γραμμάτιο. Από την άλλη η απόφαση στερείται της απαραίτητης αιτιολογίας από την οποίαν να εξάγεται ο συλλογισμός του διαιτητή που τον οδήγησε στη διαπίστωση ότι οι Εφεσείοντες οφείλουν στη ΣΠΕ Στρουμπιού το ποσό των €462.652,84 για το οποίο εξέδωσε απόφαση.  Παραμένει άγνωστο από πού άντλησε την πληροφόρηση ο διαιτητής ότι το ύψος του χρέους δυνάμει του δανείου ανέρχετο στο πιο πάνω ποσό, εφόσον η συμφωνία δανείου αφορούσε σε ποσό εκ €210.000.  Σίγουρα τα πιο πάνω είναι στοιχεία που δεν μπορούν να περάσουν απαρατήρητα αλλά πλήττουν καίρια την εγκυρότητα της διαιτητικής απόφασης. Ενδεικτικό της παράτυπης διαιτητικής διαδικασίας αλλά και της απόφασης του διαιτητή είναι και το εξής απόσπασμα από την μαρτυρία του διαιτητή κατά την αντεξέταση του πρωτόδικα. 

 

«Ε.  Συμφωνάς μαζί  μου ότι έχετε μεροληπτήσει;

 Α.  Όχι.

 Ε.  Πείτε μου τότε γιατί η απόφαση είναι τόσο συνοπτική;

 Α. Έτσι είναι το έντυπο αυτό που έχουμε.  Θεωρούμε ότι δεν   χρειάζεται οποιοδήποτε άλλο.

Ε.   Δηλαδή είναι έτοιμες από πριν οι αποφάσεις;

Α.  Όχι δεν είναι έτοιμες από πριν.  Αναλόγως με κάθε περίπτωση αποφασίζουν.

Ε.  Είναι έτοιμες σε ένα υπολογιστή ναι ή όχι;

Α.  Είναι έγγραφα του γραφείου του Συνεργατικού.  Σύμφωνα με τον    νόμο των Συνεργατικών.

Ε.  Και συμπληρώνεται τα κενά.

Α.    Ναι.»

 

Η πιο πάνω μαρτυρία του διαιτητή σε συνάρτηση με τις εργασίες που διεξήγαγε προηγουμένως ως ανώτερος λειτουργός στο γραφείο του Συνεργατισμού και ασχολείτο με τον έλεγχο των συνεργατικών εταιρειών και το χώρο εντός του οποίου διεξήχθηκε η διαιτητική διαδικασία που ήταν στο οίκημα της ΣΠΕ Στρουμπιού δεν εξασφαλίζουν την εφαρμογή της ισονομίας που είναι βασική αρχή του δικαίου (βλ. Σολωμού ν. Cypria Life Ltd (ανωτέρω) ) αλλ' ούτε και το αμερόληπτο του διαιτητή.

 

Ενόψει όλων των πιο πάνω η έφεση επιτυγχάνει.  Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται.

 

Εκδίδεται διάταγμα ακύρωσης της απόφασης του διαιτητή ημερομηνίας 2/5/2011. 

 

 Η Εφεσίβλητη καταδικάζεται στην πληρωμή των εξόδων τόσο της πρωτόδικης διαδικασίας όσο και κατ' έφεση, όπως υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.

                                                                  

 

ΣΤ. ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.

 

                                                                   Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.

 

                                                                   Α.  ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ.

/Α.Λ.Ο.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο