ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μπουλούτας Ευθύμιος και ’λλος (2016) 1 ΑΑΔ 556, ECLI:CY:AD:2016:D111
ΜΙΧΑΛΗ ΖΟΛΩΤΑ κ.α., Πολιτική Έφεση Αρ. 345/2016, 31/5/2017, ECLI:CY:AD:2017:A203
ΕΥΘΥΜΙΟΥ ΜΠΟΥΛΟΥΤΑ κ.α., Πολιτική Έφεση Αρ. 51/2016, 26/10/2017, ECLI:CY:AD:2017:A377
Γεωργίου Κωνσταντίνος και ’λλοι ν. Αστυνομίας (2016) 2 ΑΑΔ 753, ECLI:CY:AD:2016:B368
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
ECLI:CY:AD:2018:D290
(Πολιτική Αίτηση Αρ. 160/2017)
14 Ιουνίου, 2018
[ΠΑΝΑΓΗ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.(4) ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3, 4 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964 ΟΠΩΣ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΘΗΚΕ
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΩΝ ΜΠΟΥΛΟΥΤΑ ΚΑΙ ΦΟΡΟΥ ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΩΝ 1 ΚΑΙ 4 ΑΝΤΙΣΤΟΙΧΑ ΣΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ. 23648/15 ΕΔ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΟΥ ΔΙΑΤΑΓΜΑΤΟΣ ΤΥΠΟΥ CERTIORARI
KAI
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ THN ΑΠΟΦΑΣΗ ΠΟΥ ΕΚΔΟΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ ΣΤΙΣ 15/2/2016 ΣΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ. 23648/15 ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ
---------------------
Μάριος Παναγίδης με Νικόλαο Θρασυβούλου, για τους Αιτητές.
Έλλη Παπαγαπίου (κα), Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους Καθ΄ ων η αίτηση.
-----------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΝΑΓΗ, Δ.: Οι κατηγορούμενοι 1 και 4 στην ποινική υπόθεση αρ. 23648/15 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, νυν αιτητές, παρέλειψαν να εμφανιστούν ενώπιον του Δικαστηρίου στις 15.2.2016 όταν η υπόθεση ήταν ορισμένη για σκοπούς παραπομπής τους στο Κακουργιοδικείο. Ενώπιον του Δικαστηρίου, όμως, εμφανίστηκαν οι συνήγοροί τους δηλώνοντας ότι σκοπός της εμφάνισής τους ήταν η αμφισβήτηση της επίδοσης του κατηγορητηρίου η οποία έγινε στην Ελλάδα. Σε περίπτωση δε που το Δικαστήριο αποφάσιζε ότι η επίδοση ήταν νομότυπη, τότε θα εμφανίζονταν εκ μέρους των κατηγορουμένων για σκοπούς παραπομπής τους στο Κακουργιοδικείο.
Το Επαρχιακό Δικαστήριο, έκρινε νομότυπη την επίδοση του κατηγορητηρίου η οποία έγινε κατ' ακολουθίαν και συμφώνως των προνοιών του περί της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για Αμοιβαία Αρωγή σε Ποινικά Θέματα και του Πρόσθετου Πρωτόκολλου αυτής (Κυρωτικού) Νόμου του 2000 (Ν.2(ΙΙΙ)/2000)[1]. Θεωρώντας, επίσης, ότι η παρουσία των κατηγορουμένων ενώπιόν του ήταν αναγκαία για σκοπούς παραπομπής τους στο Κακουργιοδικείο, το Επαρχιακό Δικαστήριο εξέδωσε ένταλμα σύλληψής τους στηριζόμενο στα άρθρα 44(1) και 92 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ.155.
Μονομερής αίτηση των αιτητών στο Ανώτατο Δικαστήριο για άδεια καταχώρησης αίτησης certiorari και/ή prohibition, με σκοπό την ακύρωση της παραπάνω απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου, απορρίφθηκε στις 23.2.2016. Εναντίον της απορριπτικής απόφασης ασκήθηκε η Πολιτική Έφεση Αρ. 51/2016, με την οποία προωθήθηκαν τέσσερεις λόγοι έφεσης από τους οποίους επέτυχε ο τέταρτος. Με αυτόν οι αιτητές, προσέβαλαν ως εσφαλμένη την πρωτόδικη κρίση του Ανωτάτου Δικαστηρίου ότι το άρθρο 4(2) του περί Διεθνούς Συνεργασίας σε Ποινικά Θέματα Νόμου του 2001 (Ν.23(Ι)/2001)[2] εφαρμόζεται μόνο στις περιπτώσεις που η επίδοση του κατηγορητηρίου γίνεται με βάση το εν λόγω άρθρο και επομένως εσφαλμένα κατέληξε ότι το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας δεν εμποδιζόταν να εκδώσει ένταλμα σύλληψης τους.
Όπως επισημάνθηκε από την Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην απόφασή της[3], το ζήτημα που εγειρόταν με τον εν λόγω λόγο έφεσης, είχε απασχολήσει και κριθεί πρόσφατα, κατά πλειοψηφία, από την Ολομέλεια (με διαφορετική σύνθεση) στην υπόθεση Αναφορικά με την Αίτηση του Μιχάλη Ζολώτα κ.ά, Πολιτική Έφεση Αρ.345/16, 31.5.2017, ECLI:CY:AD:2017:A203, του Ναθαναήλ, Δ., μειοψηφούντος. Στην υπόθεση εκείνη, κάνοντας δεκτή την έφεση, η Ολομέλεια έκρινε ότι εγειρόταν εκ πρώτης όψεως ζήτημα υπέρβασης δικαιοδοσίας και επομένως θα έπρεπε να παρασχεθεί άδεια για καταχώρηση αίτησης certiorari σε σχέση με το θέμα «κατά πόσο το όλο ζήτημα του εξαναγκασμού σε παρουσία κατηγορούμενου, στον οποίο το κατηγορητήριο επιδόθηκε σε άλλο κράτος-μέλος, πρέπει να διαβάζεται υπό το φως του εδαφίου (2) του άρθρου 4 του περί Διεθνούς Συνεργασίας σε Ποινικά Θέματα Νόμου, Ν.23(Ι)/2001». Αφού αναφέρθηκε στο σκεπτικό και των δύο αποφάσεων στη Ζωλότα (ανωτέρω), πλειοψηφίας και μειοψηφίας, η Ολομέλεια κατέληξε ότι «στο στάδιο αυτό» είχε θεμελιωθεί εκ πρώτης όψεως συζητήσιμη υπόθεση που δικαιολογούσε την παραχώρηση της αιτούμενης άδειας.
Η αίτηση δια κλήσεως που καταχωρήθηκε ακολούθως και η ένσταση σε αυτήν, ασχολούνται με το κρίσιμο ερώτημα που έχει διατυπωθεί ανωτέρω, και με άλλα, προδικαστικά ζητήματα τα οποία εγκαταλείφθηκαν κατά το στάδιο συζήτησης της αίτησης ενώπιον του Δικαστηρίου, καθιστώντας αχρείαστη την όποια αναφορά σε αυτά. Επί του ζητούμενου, οι δύο πλευρές υποστήριξαν τις αντίστοιχες θέσεις τους με γραπτές αγορεύσεις και προφορικές διευκρινίσεις ενώπιον του Δικαστηρίου.
Ο ευπαίδευτος συνήγορος των αιτητών εισηγήθηκε ότι η προκειμένη περίπτωση εμπίπτει εντός του πεδίου εφαρμογής του Ν.23(Ι)/2001, όπως αυτό καθορίζεται στο άρθρο 15[4], ο οποίος ρυθμίζει τις εξουσίες και αρμοδιότητες των Κυπριακών Δικαστηρίων αναφορικά με την εφαρμογή των προνοιών διεθνών συμβάσεων για συνεργασία σε ποινικά θέματα, εντός της Δημοκρατίας, καθιστώντας έτσι εφαρμοστέες τις πρόνοιες του άρθρου 4(2). Συνεπώς, η μη εμφάνιση των αιτητών ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου δεν συνιστούσε καταφρόνηση και δεν παρείχε λόγο έκδοσης του εντάλματος σύλληψης τους. Πρόσθεσε πως σκοπός του Ν. 23(Ι)/2001, κατά κύριο λόγο, είναι η διευκόλυνση της εφαρμογής της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για Αμοιβαία Αρωγή σε Ποινικά Θέματα η οποία έγινε στο Στρασβούργο την 20η Απριλίου 1959, γεγονός που αναφέρεται και στα πρακτικά της Βουλής ημερομηνίας 22.2.2001, κατά την οποία ψηφίστηκε ο Ν.23(Ι)/2001, καθώς επίσης η ρύθμιση των συνεπειών της μη συμμόρφωσης σε κλήση στο εξωτερικό.
Από την άλλη πλευρά, η ευπαίδευτη συνήγορος των Καθ' ων η αίτηση υποστήριξε ότι εφόσον η επίδοση των κατηγορητηρίων έγινε με το μηχανισμό που προβλέπεται στο Ν.2(ΙΙΙ)/2000, δεν τυγχάνει εφαρμογής ο Ν.23(Ι)/2001. Αυτή η θέση, εισηγήθηκε, βρίσκει υποστήριξη από το λεκτικό του άρθρου 4(2) του Ν.23(1)/2001, το οποίο περιορίζει την εφαρμογή του στις περιπτώσεις που η επίδοση εγγράφων διαδικασίας γίνεται κατ' επίκληση του συγκεκριμένου άρθρου, καθώς επίσης από την ερμηνεία του όρου «έγγραφο διαδικασίας», ο οποίος, σύμφωνα με το ερμηνευτικό άρθρο 2 του Ν.23(Ι)/2001, σημαίνει «οποιοδήποτε έγγραφο που επιδίδεται δυνάμει του Νόμου αυτού» (η υπογράμμιση είναι του Δικαστηρίου). Ο Ν.23(Ι)/2001 δεν συμπληρώνει και δεν συνδέεται καθ' οιονδήποτε τρόπο με το Ν.2(ΙΙΙ)/2000, ούτε καταργεί ή συμπληρώνει τις σχετικές διατάξεις του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ.155. Τέλος, υιοθέτησε πλήρως το αιτιολογημένο επί του ζητήματος σκεπτικό του παρόντος Δικαστηρίου, καθώς επίσης το σκεπτικό του Ναθαναήλ Δ, όπως καταγράφεται στις αποφάσεις τους στην Πολιτική Αίτηση 30/16 ημερομηνίας 23.2.2016 και τη Ζολώτα (ανωτέρω), αντίστοιχα.
H αιτούμενη με την παρούσα αίτηση θεραπεία, για έκδοση προνομιακού εντάλματος τύπου certiorari, αιτιολογείται στη βάση ύπαρξης προφανούς νομικού σφάλματος ή υπέρβασης εξουσίας του Επαρχιακού Δικαστηρίου, αναφορικά με την έκδοση εντάλματος σύλληψης των αιτητών, παραγνωρίζοντας τις πρόνοιες του άρθρου 4 του Ν.23(Ι)/2001.
Το ερώτημα που τέθηκε ενώπιον της Ολομέλειας στη Ζολώτα αφορούσε «την ισχύ και τη σημασία του Νόμου του 2001, όπως προκύπτει, τόσο από τις πρόνοιες του και ειδικά του άρθρου 4, όσο και από την ένταξη του και τη θέση που κατέχει στο ευρύτερο πλαίσιο της δικαστικής συνδρομής σε ποινικά θέματα». Επί του προκειμένου, η Ολομέλεια θεώρησε, κατά πλειοψηφία, ότι εκ πρώτης όψεως, για τους σκοπούς παραχώρησης άδειας, προκύπτει ένταξη του Ν.23(Ι)/2001 στο ευρύτερο ευρωπαϊκό πλαίσιο για τη συνδρομή σε ποινικές υποθέσεις «ως αναπόσπαστο μέρος των ρυθμίσεων που συμπληρώνουν και συγκεκριμενοποιούν το βασικό πλαίσιο», με το ακόλουθο σκεπτικό:
«Θεμέλιο της δικαστικής συνδρομής σε ποινικές υποθέσεις αποτελεί η Σύμβαση του 1959. Στο ίδιο πλαίσιο εντάσσεται η Συνθήκη της Λισαβόνας (άρθρα 67 παρ. 3, 70 και 82 παρ. 1), η Σύμβαση Εφαρμογής της Συμφωνίας Schengen (Κεφάλαιο 2, άρθρα 48-52) και η Απόφαση - πλαίσιο 2002/584/ΔΕΥ του Συμβουλίου της 13ης Ιουνίου 2002, δια της οποίας θεσμοθετήθηκε το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης.
Ιδιαίτερης σημασίας, στα ίδια πάντα πλαίσια, είναι η Σύμβαση για την Αμοιβαία Δικαστική Συνδρομή επί Ποινικών Υποθέσεων της 29ης Μαΐου 2000 (Επίσημη Εφημερίδα C 197, 12.7.2000), στο ’ρθρο 5 της οποίας προβλέπεται η δυνατότητα αποστολής και επίδοσης διαδικαστικών εγγράφων στο έδαφος άλλου κράτους μέλους. Σύμφωνα με την Πράξη του Συμβουλίου της 29.5.2000 για την κατάρτιση της εν λόγω Σύμβασης, αυτή έγινε για να βελτιωθούν οι κανόνες που διέπουν την αμοιβαία δικαστική συνδρομή επί ποινικών υποθέσεων μεταξύ των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Όπως δε αναφέρεται στο προοίμιο της ίδιας της Σύμβασης, αυτή έγινε για να συμπληρωθεί η Σύμβαση του 1959.
Είναι σε αυτά τα πλαίσια που εντάσσεται ο Νόμος του 2001, ο σκοπός του οποίου ρητώς αναφέρεται στην έκθεση της αρμόδιας Κοινοβουλευτικής Επιτροπής για το σχετικό νομοσχέδιο ως ακολούθως:
"Σκοπός του νόμου που προτείνεται είναι η εισαγωγή νέας νομοθεσίας για διευκόλυνση κατά κύριο λόγο της εφαρμογής της ευρωπαϊκής σύμβασης για αμοιβαία συνδρομή σε ποινικά θέματα, που η Δημοκρατία έχει ήδη κυρώσει αλλά και για διευκόλυνση της εφαρμογής άλλων διμερών συμβάσεων."»
Η Ολομέλεια παρατήρησε, επίσης, ότι το Crime (International Co-operation) Act 2003 (Part 1, ειδικά το άρθρο 3(4)-(7)) εισήγαγε την ίδια ρύθμιση, με παρόμοιο λεκτικό όπως το άρθρο 4 του Ν.23(Ι)/2001 «προς διευκόλυνση της εφαρμογής του κεκτημένου αναφορικά με τη δικαστική συνδρομή σε ποινικές υποθέσεις, όπως είχε αναφερθεί στο νομοπαρασκευαστικό στάδιο (explanatory notes) και όπως αναγνωρίστηκε από τη νομολογία». Ειδική αναφορά έγινε στην R (on the application of Ismail) v Secretary of State for the Home Department [2016] UKSC 37, στην οποία λέχθηκε πως η Σύμβαση της 29ης Μαϊου 2000 είναι συμπληρωματική της Ευρωπαϊκής Σύμβασης του 1959.
Προσεγγίζοντας το κρίσιμο ερώτημα, υπό το φως του σκεπτικού της απόφασης της Ολομέλειας στη Ζολώτα, θα πρέπει να σημειωθούν και τα ακόλουθα: Το άρθρο 46 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ.155 επιτρέπει την επίδοση κλήσης εντός της επικράτειας της Κυπριακής Δημοκρατίας[5]. Εξ αντιδιαστολής, δεν είναι επιτρεπτή η επίδοση κλήσης εκτός της Κυπριακής επικράτειας δυνάμει των προνοιών του άρθρου 46. Η εμβέλεια της εξουσίας κλήσης προσώπου δυνάμει του άρθρου αυτού, δεδομένης της απουσίας άλλης πρόνοιας στο Κεφ.155 που να επιτρέπει την επίδοση στην αλλοδαπή, προσδιορίζει και περιορίζει την εξουσία του Δικαστηρίου έκδοσης εντάλματος σύλληψης με βάση το άρθρο 44(1) του Κεφ.155[6], λόγω μη συμμόρφωσης με κλήση σε παρουσία, στις περιπτώσεις εκείνες που η επίδοση έγινε σύμφωνα με τις πρόνοιες του εν λόγω Νόμου, δηλαδή εντός της γεωγραφικής εμβέλειας του άρθρου 46.
Το ’ρθρο 7 του Ν.2(ΙΙΙ)/2000 ρυθμίζει τα της επίδοσης στην αλλοδαπή μετά την υποβολή του αιτήματος για αρωγή με αναφορά, κυρίως, στις υποχρεώσεις του κράτους μέρους, στο οποίο υποβάλλεται το αίτημα, τον τρόπο της επίδοσης και την απόδειξή της, ενώ τα ’ρθρα 14-20 αφορούν σε άλλα ζητήματα διαδικασίας, όπως το περιεχόμενο των αιτήσεων, από ποιους και πώς υποβάλλονται, κτλ. Προσεκτική δε ανάγνωση του άρθρου 4 του Ν.23(Ι)/2001 αποκαλύπτει ότι αυτό δεν ασχολείται με τα πιο πάνω ζητήματα. Με αυτή την έννοια, μπορεί να λεχθεί ότι ο Ν.2(ΙΙΙ)/2000 καλύπτει διεξοδικά το θέμα της επίδοσης. Δεν παρέχει, όμως, και εξουσία για επίδοση κατηγορητηρίου εκτός της επικράτειας της αιτούσας χώρας.
Το άρθρο 4(1) του Ν.23(Ι)/2001 συμπληρώνει το πιο πάνω κενό, παρέχοντας, δικαιοδοτικά, τη δυνατότητα για επίδοση κατηγορητηρίου σε πρόσωπο που βρίσκεται σε ξένη χώρα. Υπενθυμίζεται ότι όπως αυτό ορίζει:
«4.- (1) Σύμφωνα με διευθετήσεις που έχουν γίνει από αρμόδια αρχή της Δημοκρατίας δύναται να επιδοθεί σε πρόσωπο που βρίσκεται σε ξένη χώρα-
(α) Κλητήριο κατηγορουμένου,
(β) κλήση μάρτυρα,
για εμφάνιση του ενώπιον Δικαστηρίου της Δημοκρατίας»
To Criminal Justice (International Co-operation) Act 1990 του Ηνωμένου Βασιλείου, το οποίο καταργήθηκε και αντικαταστάθηκε σε μεγάλο βαθμό από το Crime (International Co-operation) Act 2003 (ανωτέρω), περιείχε παρόμοια πρόνοια :
«2 Service of United Kingdom process overseas
(1)Process of the following descriptions, that is to say
(a)a summons requiring a person charged with an offence to appear before a court in the United Kingdom; and
(b)a summons or order requiring a person to attend before a court in the United Kingdom for the purpose of giving evidence in criminal proceedings,
may be issued or made notwithstanding that the person in question is outside the United Kingdom and may be served outside the United Kingdom in accordance with arrangements made by the Secretary of State
[..]
(3)Service of any process outside the United Kingdom by virtue of this section shall not impose any obligation under the law of any part of the United Kingdom to comply with it and accordingly failure to do so shall not constitute contempt of any court or be a ground for issuing a warrant to secure the attendance of the person in question or, in Scotland, for imposing any penalty.
(4)Subsection (3) above is without prejudice to the service of any process (with the usual consequences for non-compliance) on the person in question if subsequently effected in the United Kingdom.»
Με την πιο πάνω πρόνοια δεν επιβαλλόταν συμμόρφωση και η μη συμμόρφωση δεν συνιστούσε καταφρόνηση δικαστηρίου. Σε περίπτωση δε που καθίστατο εφικτή η επίδοση εντός της επικράτειας της αιτούσας χώρας, τότε ίσχυαν όλα τα επακόλουθα της μη συμμόρφωσης.
Ο Ν.23(Ι)/2011, εκτός από το δικαιοδοτικό του μέρος, όσον αφορά τη δυνατότητα επίδοσης σε πρόσωπο που βρίσκεται σε ξένη χώρα, είναι και διαδικαστικός ρυθμίζοντας τα υπόλοιπα ζητήματα με τα οποία ασχολείται στα πλαίσια της δικαστικής συνδρομής και συνεργασίας μεταξύ κρατών σε ποινικά θέματα. Γεγονός που εξηγεί αφενός την απουσία αναφοράς σε συγκεκριμένη Σύμβαση συνδρομής και συνεργασίας, και αφετέρου την ύπαρξη γενικής, μόνο, αναφοράς στο άρθρο 15 αυτής, το οποίο καθορίζει το πεδίο εφαρμογής του Νόμου, σε «αιτήματα» από ή προς της χώρες που αναφέρονται σε αυτό, συμπεριλαμβανομένων όλων των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Μπορεί δε να λεχθεί ότι είναι συμπληρωματικός του Ν. 2(ΙΙΙ)/2000, αφού παρέχει τη δυνατότητα επίδοσης σε πρόσωπο που βρίσκεται σε ξένη χώρα, κάτι που δεν παρέχει, ως έχει αναφερθεί, ο Ν.2(ΙΙΙ)/2000.
Το αίτημα των καθ' ων η αίτηση, λοιπόν, για επίδοση του κατηγορητηρίου στους αιτητές στην Ελλάδα, είχε δικαιοδοτικό έρεισμα το άρθρο 4 του Ν.23(Ι)/2001. «Με βάση το άρθρο αυτό» είναι που έγινε η επίδοση, σε αντιδιαστολή με το άρθρο 46 του Κεφ.155, θέτοντας έτσι σε εφαρμογή την απαγόρευση του εξαναγκασμού των αιτητών προς συμμόρφωση που προβλέπεται ρητώς στο εδάφιο 2 του πιο πάνω άρθρου.
Υπό το φως των πιο πάνω, βρίσκει σύμφωνο το Δικαστήριο η εισήγηση των αιτητών ότι η μη παρουσία τους ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου δεν συνιστούσε καταφρόνηση και δεν παρείχε λόγο έκδοσης του εντάλματος σύλληψής τους, διαπίστωση που αποκαλύπτει νομικό σφάλμα στην απόφαση του Δικαστηρίου και υπέρβαση εξουσίας.
Συνακόλουθα, η αίτηση επιτυγχάνει και εκδίδεται προνομιακό διάταγμα certiorari, με το οποίο ακυρώνεται η απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας ημερομηνίας 15.2.2016 στην ποινική υπόθεση αρ. 23648/15 σε σχέση με τους αιτητές, ως τα αιτητικά 1 και 2 της αίτησης. Τα έξοδα της αίτησης επιδικάζονται υπέρ των αιτητών και εναντίον των καθ' ων η αίτηση, όπως αυτά θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ.
/ΣΓεωργίου
[1] Πρόκειται για Σύμβαση που έγινε στα πλαίσια του Συμβουλίου της Ευρώπης στο Στρασβούργο την 20η Απριλίου 1959.
[2] Το άρθρο 4 του εν λόγω Νόμου, στο βαθμό που εδώ ενδιαφέρει, προβλέπει τα ακόλουθα:
«4.(1) Σύ΅φωνα ΅ε διευθετήσεις που έχουν γίνει από αρ΅όδια αρχή της ∆η΅οκρατίας δύναται να επιδοθεί σε πρόσωπο που βρίσκεται σε ξένη χώρα
(α) Κλητήριο κατηγορου΅ένου,
(β) κλήση ΅άρτυρα,
για ε΅φάνιση του ενώπιον ∆ικαστηρίου της ∆η΅οκρατίας.
(2) Επίδοση εγγράφων διαδικασίας ΅ε βάση το άρθρο αυτό δεν επιβάλλει υποχρέωση συ΅΅όρφωσης δυνά΅ει οποιουδήποτε νό΅ου της ∆η΅οκρατίας και συνεπώς παράλειψη συ΅΅όρφωσης δε συνιστά καταφρόνηση δικαστηρίου και δεν παρέχει λόγο για εξαναγκασ΅ό του προσώπου προς το οποίο γίνεται η επίδοση να συ΅΅ορφωθεί ΅ε αυτό.»
[3] Αναφορικά με την Αίτηση του Ευθύμιου Μπουλούτα κ.ά, Πολιτική Έφεση Αρ. 51/2016, 26.10.2017, ECLI:CY:AD:2017:A377.
[4] 15.(1) Οι διατάξεις του Νόμου αυτού εφαρμόζονται σε ότι αφορά αιτήματα από ή προς
(α) Όλες τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης,
(β) όλες τις καθορισμένες χώρες της Κοινοπολιτείας,
(γ) όλες τις χώρες με τις οποίες η Δημοκρατία έχει συνάψει διμερή Σύμβαση ή δεσμεύεται από πολυμερή Διεθνή Σύμβαση για συνεργασία σε θέματα ποινικής δικαιοσύνης,
(δ) όλες τις άλλες χώρες που αποδέχονται συνεργασία βάσει προτύπων όρων αμοιβαίας συνεργασίας οι οποίοι καθορίζονται από τον Υπουργό με γνωστοποίηση η οποία δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας.
(2) Για σκοπούς του άρθρου αυτού "καθορισμένες χώρες της Κοινοπολιτείας" σημαίνει οποιαδήποτε χώρα της Κοινοπολιτείας την οποία το Υπουργικό Συμβούλιο, με διάταγμά του δημοσιευμένο στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, καθορίζει ως χώρα με την οποία δύναται να συνεργαστεί για θέματα που καλύπτονται από τις διατάξεις του παρόντος Νόμου.
(3) Οι διατάξεις του άρθρου αυτού ουδόλως επηρεάζουν τη συνεργασία με χώρες που δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής και η οποία επιτυγχάνεται μέσω της διπλωματικής οδού.
[5] «46.-(1) Κάθε κλήση δύναται να επιδοθεί οπουδήποτε στη Δημοκρατία από αστυνομικό ή λειτουργό του Δικαστηρίου από το οποίο αυτή εκδίδεται ή από οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο όπως το Δικαστήριο δύναται να διατάξει και -
[..]»
[6] «44.(1) Κατά οποιοδήποτε χρόνο ΅ετά την καταχώριση του κατηγορητηρίου, ∆ικαστής δύναται να εκδώσει είτε κλήση είτε ένταλ΅α που να εξαναγκάζει την παράσταση του κατηγορου΅ένου ενώπιον του ∆ικαστηρίου είτε για συνοπτική δίκη είτε για παραπο΅πή του στο Κακουργιοδικείο, ανάλογα ΅ε την περίπτωση:
Νοείται ότι δεν εκδίδεται ένταλ΅α εκτός για κάποιο ειδικό λόγο ο οποίος καταχωρείται από το ∆ικαστή και υποστηρίζεται ΅ε όρκο ή εκτός αν ο κατηγορού΅ενος παράλειψε να ε΅φανιστεί σε ανταπόκριση κλήσης που έχει ήδη εκδοθεί και της οποίας έχει αποδειχτεί η επίδοση.»